ECLI:CY:AD:2021:B299
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021)
6 Ιουλίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
S. M.,
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
_________________________
Ν. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει ονόματα ή άλλα στοιχεία θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονόματα και άλλα στοιχεία που δυνατόν να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων, και αυτό βέβαια για προστασία της ανήλικης]
________________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση πλειοψηφίας θα δώσει ο Ι. Ιωαννίδης, Δ. και με αυτή συμφωνεί ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.. Διιστάμενη απόφαση θα δοθεί από τον Λ. Παρπαρίνο, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει την υπ΄ αρ. 2775/21 Ποινική Υπόθεση ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Πρόκειται για υπόθεση που αφορά σε 15 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν. 91(Ι)/2014. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ως αυτές εκτίθενται στο Κατηγορητήριο, ο Εφεσείων μεταξύ Σεπτεμβρίου 2019 και Ιουνίου 2020, στην επαρχία Λεμεσού, καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε πάνω στο ανήλικο κορίτσι V.M., που γεννήθηκε στις x.x.2012, και με τη χρήση εξαναγκασμού, την άγγιξε στα γεννητικά της όργανα (κατηγορίες 1-10), στα οπίσθια της (κατηγορίες 11-13), και στο μηρό της (κατηγορίες 14 και 15). Η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση στις 9.7.2021 και ώρα 9.00 π.μ..
Η Εφεσίβλητη ζήτησε όπως ο Εφεσείων μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, παραμείνει υπό κράτηση γιατί θεωρεί πως υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας. Να σημειώσουμε πως ο Εφεσείων τελούσε ήδη υπό κράτηση στη βάση προηγούμενης απόφασης του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, το οποίο βρήκε ότι υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας. Η εν λόγω απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου είχε εφεσιβληθεί από τον Εφεσείοντα. Η Έφεση όμως αποσύρθηκε και απορρίφθηκε άνευ βλάβης, αφού δεν κατέστη δυνατό να εκδικαστεί από το Εφετείο πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ο Εφεσείων θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Έτσι, το θέμα τέθηκε εκ νέου εκ μέρους του Εφεσείοντα και ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 20.5.2021, όταν αυτός απάντησε στις κατηγορίες και δήλωσε σε όλες μη παραδοχή. Αναφέρουμε από τώρα πως με δεδομένο ότι ο Εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του παραπέμψαντος Δικαστηρίου αναφορικά με την κράτηση του, την οποία και προσέβαλε μέσω της νόμιμης οδού, αλλά η έφεση απορρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ενομιμοποιείτο να εγείρει εκ νέου το θέμα ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Τα όσα σχετικά ανέφερε το Κακουργιοδικείο στις σελ. 3 και 4 της απόφασης του, θα ίσχυαν μόνο εάν ο Εφεσείων δεν προσέβαλλε την απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου ή εάν το Εφετείο εξέδιδε απόφαση σε σχέση με την απόφαση κράτησης που εξέδωσε το παραπέμψαν Δικαστήριο. Το θέμα όμως εδώ δεν έχει σημασία, αφού το Κακουργιοδικείο ορθά εξέτασε κατά πόσο συνέτρεχαν ή όχι οι προϋποθέσεις για να διαταχθεί η κράτηση του Εφεσείοντα στη βάση της πιθανότητας μη προσέλευσης του στη δίκη. Το Κακουργιοδικείο με την απόφαση του ημερ. 28.5.2021, που τώρα προσβάλλεται, διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα αφού βρήκε πως υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας.
Ως γνωστό, είναι δυνατό να διαταχθεί η κράτηση ενός υποδίκου εάν,
(α) υπάρχει πιθανότητα μη προσέλευσης αυτού στη δίκη,
(β) υπάρχει πιθανότητα διάπραξης ίδιου ή άλλου αδικήματος,
(γ) υπάρχει πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Η ύπαρξη οποιουδήποτε από τους πιο πάνω παράγοντες, δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος κράτησης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ, 7).
Ορθά το Κακουργιοδικείο σημείωσε, με αναφορά στη Νομολογία (Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ, 139 και Κρασοπούλης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 450), ότι τα αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμόν διέπραξε ο Εφεσείων είναι σοβαρά, αφού ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου, και σε τέτοιες περιπτώσεις το ενδεχόμενο διαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο. Συμφωνούμε.
Όσον αφορά στο περιεχόμενο του μαρτυρικού υλικού και στη δύναμη της μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο σημείωσε τα ακόλουθα: «Η πιο πάνω ανήλικη V.N. στην οπτικογραφημένη κατάθεση της αποδίδει επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές κακοποιήσεις της στον κατηγορούμενο οι οποίες λάμβαναν χώρα στο όχημα με το οποίο τη μετέφερε ο κατηγορούμενος από και προς το σχολείο της και σε άλλες δραστηριότητες της αλλά και στο διαμέρισμα του. Αυτά τα περιστατικά λάμβαναν χώρα όταν η ίδια ήταν μόνη με τον κατηγορούμενο ο οποίος είτε την άγγιζε στα γεννητικά της όργανα είτε στα οπίσθια της ή στο μηρό της. Η ως άνω ανήλικη εξετάστηκε από κλινική ψυχολόγο η οποία διαπίστωσε μερική συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες». Πρόκειται για περιστάσεις διάπραξης αδικημάτων, που αν αποδειχθούν, θα είναι επιβαρυντικές για τον Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο έθεσε ενώπιον του και το περιεχόμενο κατάθεσης της μητέρας της ανήλικης, σύμφωνα με το οποίο η ανήλικη της εκμυστηρεύτηκε τα όσα αποδίδει στον Εφεσείοντα, ο οποίος ακολούθως απελύθη από οδηγός της οικογένειας. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω κατάθεση της μητέρας της ανήλικης, η όλη συμπεριφορά της ανήλικης προτού της εκμυστηρευτεί τα πιο πάνω, είχε αλλάξει, αφού έβλεπε εφιάλτες και έκλαιγε χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος.
Ορθά το Κακουργιοδικείο, με αναφορά και πάλι στη Νομολογία, βρήκε πως υπάρχει πιθανότητα καταδίκης στις κατηγορίες που ο Εφεσείων αντιμετωπίζει. Αυτό δεν φαίνεται να το αμφισβήτησε ούτε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα. Να επαναλάβουμε για άλλη μια φορά πως στο στάδιο αυτό, δεν τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του και μόνο. Ορθά επίσης το Κακουργιοδικείο σημείωσε πως σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή που δυνατόν να επιβληθεί θα είναι αυστηρή.
Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να συνυπολογίσει και το γεγονός ότι εναντίον του Εφεσείοντα εξεδόθη στις 31.7.2020 ένταλμα σύλληψης, χωρίς όμως αυτό να εκτελεστεί παρά τις προσπάθειες της Αστυνομίας. Σύμφωνα με κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία η συμβία του Εφεσείοντα, αυτός εγκατέλειψε την Κύπρο στις 2.8.2020, δηλαδή δύο ημέρες μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, με πτήση από την κατεχομένη Λευκωσία, με σκοπό να επισκεφθεί την άρρωστη μητέρα του.
Ο Εφεσείων συνελήφθη τελικά στις 9.4.2021 στον αερολιμένα Λάρνακας, κατόπιν διαβατηριακού ελέγχου στον οποίο υποβλήθηκε από την Κυπριακή Αστυνομία. Για το θέμα αυτό, θα παραθέσουμε αυτολεξεί αυτά που καταγράφει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του:
«… Διαπίστωσε ότι το όνομα και το επίθετο του κατηγορουμένου που αναφερόταν ως υπήκοος Εσθονίας, εντοπίζονταν σε υπηρεσιακό μήνυμα που έλαβε και που ανέφερε ότι εκκρεμούσε εναντίον του δικαστικό ένταλμα σύλληψης. Ο κατηγορούμενος κατά το διαβατηριακό έλεγχο παρουσίασε ρωσικό διαβατήριο και σε ερώτηση του αστυφύλακα αν έχει δεύτερη υπηκοότητα, αυτός απάντησε ότι έχει μόνο τη Ρωσική υπηκοότητα. Μετά τον εντοπισμό της εγγραφής του κατηγορουμένου ως Εσθονού υπηκόου στην ιστοσελίδα του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο κατηγορούμενος, ανακρινόμενος προφορικά από τον πιο πάνω αστυφύλακα, παραδέχθηκε ότι είχε δεύτερη υπηκοότητα γιατί, όπως ισχυρίστηκε, δεν γινόταν να έχει δύο υπηκοότητες και ως εκ τούτου επέλεξε να διατηρήσει τη ρωσική υπηκοότητα. Σε ερώτηση γιατί έχει διαφορετικό έτος γέννησης στα στοιχεία του ρωσικού διαβατηρίου με τα στοιχεία εγγραφής του με την Εσθονική υπηκοότητα, του απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ότι μπορεί να έκανε λάθος το τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.»
Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι και δεκτός να γινόταν ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι εγκατέλειψε την Κύπρο χωρίς να γνωρίζει ότι εξεδόθη εναντίον του ένταλμα σύλληψης, και ότι επέστρεψε στην Κύπρο αφού προηγουμένως ενημέρωσε τις αρμόδιες Αρχές, δεν εξαλείφεται στη βάση και του υπόλοιπου μαρτυρικού υλικού, στο οποίο ορθά παραπέμπει, ο κίνδυνος φυγοδικίας. Με άλλα λόγια, συνυπολόγισε και αυτά τα δεδομένα πριν καταλήξει ότι υπάρχει κίνδυνος ο Εφεσείων να αποπειραθεί να διαφύγει για να αποφύγει τις συνέπειες που μπορεί να αντιμετωπίσει (τα πιο πάνω απαντούν στους λόγους έφεσης 1 και 2 ότι το Κακουργιοδικείο έπρεπε να είχε επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας για τους λόγους αναχώρησης και επιστροφής του Εφεσείοντα στην Κύπρο). Θα προσθέσουμε πως ανεξάρτητα από τον λόγο που ώθησε τον Εφεσείοντα να εγκαταλείψει την Κύπρο στις 2.8.2020, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αυτός μετέβη σε περιοχές που δεν ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία και χρησιμοποιώντας παράνομο αεροδρόμιο εγκατέλειψε την Κύπρο, αποκαλύπτει την ευκολία και την ετοιμότητα με την οποία αυτός μπορεί να εγκαταλείψει την Κύπρο μέσω περιοχών που δεν ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Δεν διέλαθε την προσοχή του Κακουργιοδικείου ούτε το γεγονός ότι ενώ ο Εφεσείων στο ένταλμα σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του παρουσιαζόταν ως υπήκοος Εσθονίας, κατά το διαβατηριακό έλεγχο στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, όταν αυτός επέστρεψε από το εξωτερικό, παρουσίασε Ρωσικό διαβατήριο. Ανεξάρτητα από τις εξηγήσεις που έδωσε (και οι οποίες έχουν καταγραφεί πιο πάνω), συμπεριλαμβανομένης και της θέσης του για τους λόγους που επέστρεψε στην Κύπρο, αυτά, επαναλαμβάνουμε, ήταν στοιχεία που συνεκτιμήθηκαν από το ίδιο το Κακουργιοδικείο, το οποίο δικαιολογημένα παρέπεμψε και στην Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ, 256. Στην εν λόγω υπόθεση εξετάστηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί, και το Εφετείο αρνήθηκε να παρέμβει στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια διατάσσοντας την κράτηση του Εφεσείοντα.
Βρίσκουμε ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε με ακριβοδίκαιο τρόπο όλα όσα έπρεπε να λάβει υπόψη, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών περιστάσεων και δεσμών του Εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, για να αποφασίσει κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα φυγοδικίας, σε μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση με κατ΄ ισχυρισμόν θύμα ένα ανήλικο κορίτσι ηλικίας 7-8 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των κατ΄ ισχυρισμόν αδικημάτων (Δράκου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ, 449 και Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/18, απόφαση ημερ. 4.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:B31). Με την εμπεριστατωμένη και πολυσέλιδη απόφαση του, παρέπεμψε, ως ελέχθη, και στην ορθή Νομολογία που αφορά στον κίνδυνο φυγοδικίας. Έκρινε, για καλούς λόγους, ότι η διακριτική του ευχέρεια θα έπρεπε να ασκηθεί και ασκήθηκε υπέρ της κράτησης του Εφεσείοντα αφού βρήκε ότι η ατομική του ελευθερία θα έπρεπε να υποχωρήσει έναντι του δημοσίου συμφέροντος. Ουδείς εξωγενής παράγων παρεισέφρησε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει περιθώριο επέμβασης στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο άσκησε τη δική του κρίση.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 75/21
06 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Δ/στες ]
S. M.
Εφεσείοντας
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
--------------------
Ν. Καλλής για τον Εφεσείοντα
Χρ. Κυθραιώτου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γ.Ε., για την Εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών
------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο Εφεσείων αντιμετωπίζει 15 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(4)(α), 6(4)(γ) και 6(7) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 2014, Ν.91(Ι)/2014. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικημάτων των κατηγοριών, τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2019 και Ιουνίου 2020, στην επαρχία Λεμεσού, και ότι ο κατηγορούμενος καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε πάνω στην V. M. γεννηθείσα την x.x.2012, με τη χρήση εξαναγκασμού την άγγιξε στα γεννητικά της όργανα (κατηγορίες 1 έως 10), στα οπίσθια (κατηγορίες 11 έως 13) και στο μηρό της (κατηγορίες 14 και 15).
Ο κατηγορούμενος απάντησε στις κατηγορίες δηλώνοντας μη παραδοχή και το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση την 09.07.2021.
Το Κακουργιοδικείο, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής, διέταξε όπως ο Εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την δίκη του, στις 9.7.2021, στην βάση του κινδύνου φυγοδικίας, κρίνοντας ότι ικανοποιούνται τα σχετικά αντικειμενικά κριτήρια όπως αυτά διαμόρφωσε η νομολογία για εγγενή κίνδυνο φυγοδικίας και που είναι η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης και ενδεχομένως η επιβολή αυστηρής τιμωρίας και ασφαλώς ότι ο δεσμός του με την Κύπρο δεν εξάλειψε τον κίνδυνο φυγοδικίας.
Ο Εφεσείων με πέντε λόγους Έφεσης προσβάλλει την απόφαση του Κακουργιοδικείου ως εσφαλμένη. Οι δύο πρώτοι αφορούν απόρριψη αιτήματος του Εφεσείοντα να προσκομίσει μαρτυρία με σκοπό την κατάρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο Εφεσείων εγκατέλειψε τη Δημοκρατία από τα κατεχόμενα και ότι είναι κάτοχος δύο διαβατηρίων, ενός Εσθονικού και ενός Ρωσικού. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε εσφαλμένα όλους τους παράγοντες ενώπιον του και αγνόησε όλες τις θέσεις και εισηγήσεις της Υπεράσπισης καταλήγοντας ότι υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας του Εφεσείοντα. Τέλος με τον πέμπτο λόγο ότι αγνόησε το Κακουργιοδικείο την Αρχή ότι ο κάθε ένας είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Αγνόησε δε παντελώς ότι ο Εφεσείων επέστρεψε στη Δημοκρατία οικειοθελώς γεγονός που ανατρέπει το ενδεχόμενο φυγοδικίας του.
Ο συνήγορος του Εφεσείοντα προωθώντας τους λόγους έφεσης ένα, δύο και τέσσερα, υποστήριξε ότι παρόλο που η νομολογία επιτρέπει την προσκόμιση μαρτυρίας σε εξαιρετικές περιστάσεις σε διαδικασία εξέτασης ζητήματος κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, το Κακουργιοδικείο αποφασίζοντας το ζήτημα κινδύνου φυγοδικίας του Εφεσείοντα δεν επέτρεψε την παρουσίαση μαρτυρίας εκ μέρους της υπεράσπισης για το θέμα αυτό και στηρίχθηκε μονόπλευρα στις θέσεις που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Anatoli Borislavov Todorov v. Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου, Ποιν. Εφ. 293/15 και 294/15, ημερ. 19.11.2015 για υποστήριξη των θέσεων του. Σε σχέση με τον πέμπτο λόγο έφεσης ήταν η θέση του ότι το Κακουργιοδικείο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην σοβαρότητα και στην τυχόν επιβληθησομένη ποινή σε περίπτωση που ο Εφεσείων κριθεί ένοχος.
Η συνήγορος για την Εφεσίβλητη, προώθησε υπό την μορφή προδικαστικής ένστασης, τη θέση ότι οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης δεν αφορούν την απόφαση του Κακουργιοδικείου για κράτηση του Εφεσείοντα αλλά προηγούμενη απόφαση του με την οποία απερρίφθηκε αίτημα του για προσαγωγή μαρτυρίας στα πλαίσια εκδίκασης του αιτήματος κράτησης. Το τελευταίο από μόνο του καταρρίπτει και την εισήγηση της συνηγόρου. Το αίτημα έγινε μέσα στη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος κράτησης και η απόφαση με την οποία απερρίφθη το αίτημα προσαγωγής μαρτυρίας αφορούσε απόφαση της ακολουθητέας διαδικασίας. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ότι δεν αφορούν την απόφαση κράτησης η οποία προσβάλλεται με την υπό εξέταση έφεση. Σε σχέση με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους έφεσης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Η Τodorov (άνω) στην οποία στηρίχθηκε ο Εφεσείων, δεν αποκλείει την προσαγωγή μαρτυρίας είτε από την μια πλευρά είτε από την άλλη, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εφόσον χρειάζεται η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας. Διαφωτιστική επί του θέματος είναι η Λούκας Παναγιώτου Κακουρή και άλλος ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 391 όπου με αναφορά στην παλαιότερη υπόθεση R. v. Solomonides 14 C.L.R. 127 λέχθηκε ότι η ορθόδοξη διαδικασία είναι η υποβολή υπό της Κατηγορούσας Αρχής γραπτή αίτηση που υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Η ένσταση είναι και αυτή γραπτή συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση και ορίζεται ημερομηνία ακρόασης του αιτήματος. Επικράτησε όμως η προφορική διαδικασία η οποία είναι απλούστερη και πιο βολική. Η raison d' etre της προηγούμενης διαδικασίας είναι η αποφυγή αιφνιδιασμού οποιουδήποτε παράγοντα της δίκης. Η κατάληξη ήταν ότι δεν υπάρχει αυστηρή διαδικασία. Ακριβώς αυτό συνάγεται και από την απόφαση στην Todorov (άνω) όπου το Εφετείο είπε τα ακόλουθα:
"Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκδηλα υπέπεσε σε 3 σφάλματα, από τα οποία τα δύο τελευταία πιο σοβαρά:-
Το πρώτο είναι ότι μετέτρεψε ένα απλό αίτημα κράτησης σε ακροαματική διαδικασία, για την οποία μάλιστα δαπανήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος 3 δικασίμων. Και αυτό παρόλο που αιτήματα της εξεταζόμενης φύσης εξετάζονται στη βάση του μαρτυρικού υλικού που θέτει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εκπρόσωπος της Κ.Α., χωρίς να απαιτείται ακροαματική διαδικασία. Τέτοια διαδικασία, όπως είναι νομολογημένο, δεν απαιτείται ούτε και στην περίπτωση που το αίτημα κράτησης βασίζεται στο ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων (Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90), χωρίς να αποκλείεται ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αν χρειάζεται, επιτρέπεται η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας (Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 213). Θα προσθέταμε, επί του προκειμένου, ότι η προσαγωγή μαρτυρίας σε αιτήματα κράτησης θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, ώστε η διαδικασία να μην προσλαμβάνει οιονεί δίκη επί της ουσίας, όπως φαίνεται να έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Τοσούτω μάλλον όταν αιτήματα κράτησης βασίζονται στον κίνδυνο φυγοδικίας, τα οποία αποφασίζονται στη βάση των καθιερωμένων από τη νομολογία τριών αντικειμενικών κριτηρίων - πιθανότητα καταδίκης βάσει του μαρτυρικού υλικού που εξετάζεται στην όψη του, σοβαρότητα αδικήματος και ενδεχόμενο επιβολής αυστηρής τιμωρίας - και των εν γένει προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών ενός κατηγορουμένου και των δεσμών του με την Κύπρο."
(βλ. επίσης την Κώστας Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90)
Στην παρούσα υπόθεση η Υπεράσπιση ζήτησε όπως καταθέσει η συμβία του Εφεσείοντα προκειμένου να καταθέσει για την επιστροφή του στην Κύπρο και την κατοχή αυτού δύο διαβατηρίων, αυτό της Εσθονίας και αυτό της Ρωσίας.
Το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημα με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Δεν έχουμε πειστεί ότι η παρούσα περίπτωση είναι η κατάλληλη για προσαγωγή μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει ενώπιον του μαρτυρικό υλικό και θα αποφασίσει επ' αυτού, στο οποίο περιλαμβάνεται η ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου και η κατάθεση της συμβίας του. Επομένως υπάρχει η θέση του κατηγορούμενου και θα εξεταστεί από το Δικαστήριο μαζί με το σύνολο του μαρτυρικού υλικού στην όψη του, στα πλαίσια του αιτήματος κράτησης σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές."
Ενώπιον μας δεν υποστηρίχθηκε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου η εκδοχή του Εφεσείοντα όπως αυτή αποκαλύπτεται από την κατάθεση του ιδίου και της συμβίας του. Αντίθετα, είναι η θέση ότι αυτό είχε ενώπιον του και 'τα δύο διαφορετικά υπόβαθρα'. Συνεπώς, το Κακουργιοδικείο είναι ορθό στην απόφαση του να απορρίψει το αίτημα. Ο συνήγορος του Εφεσείοντα είχε την ευχέρεια μέσω των δύο καταθέσεων να αγορεύσει πάνω σε όλο το υλικό που είχε παρουσιαστεί στο Κακουργιοδικείο και το τελευταίο είχε ενώπιον του όλη την μαρτυρία επί του εξεταζόμενου θέματος. Συναφώς, ουδεμία αδικία προκλήθηκε στον Εφεσείοντα και οι σχετικοί λόγοι έφεσης ένα και δύο θα πρέπει να απορριφθούν.
Στην Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι και όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, με αναφορά και στο Άρθρο 11 του Συντάγματος, ως ζήτημα γενικής αρχής πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι. Εκτός εάν συντρέχουν ισχυροί λόγοι για το αντίθετο, όπως η πιθανότητα να μη προσέλθουν κατά τη δίκη τους. Και είναι πάγια η νομολογία μας, στην οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν σε έκταση, πως, πράγματι, η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης των κατηγορουμένων κατά τη δίκη τους. Θα σημειώναμε εδώ τις υποθέσεις: Lefkios Christodoulou Rodosthenous and Another v. The Police (1961) C.L.R. 50, Georghios P. Mavros and Others v. The Police (1977) 2 C.L.R. 349, Loukaides v. Police (1988) 2 C.L.R. 119, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Δαυίδ Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένος Κώστα Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Νεόφυτος Χριστοφόρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415, Νικόλας Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 432, Παντελής Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596, Γενικός Εισαγγελέας ν. Διονύση Mανουσαρίδη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 639, Ψύλλας v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 801, στις οποίες αυτά λειτούργησαν ως θεμελιώνοντα πιθανότητα μή προσέλευσης που δικαιολογούσε την κράτηση των κατηγορουμένων.
Είναι όμως επίσης νομολογημένο πως σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα μη προσέλευσης με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος."
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης τρία και τέσσερα έχω εξετάσει την απόφαση του Κακουργιοδικείου, έχοντας υπόψιν τις θέσεις που έχουν τεθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων. Είναι παραδεκτό ότι οι Κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων είναι σοβαρές και σε περίπτωση καταδίκης του ανάλογη θα είναι ασφαλώς και η ποινή που θα επιβληθεί. Αυτό είναι θέμα λογικής έχοντας υπόψιν την νομολογία επί του θέματος, χωρίς να προδικάζεται οτιδήποτε. Έκαστη υπόθεση κρίνεται στα δικά της περιστατικά. Όσον αφορά το τρίτο αντικειμενικό κριτήριο και που είναι η πιθανότητα καταδίκης θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτό εξετάζεται στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και ως αποτέλεσμα στην πιθανολόγηση καταδίκης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκείνο που θα εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό εκτιμήθηκε εσφαλμένα, ιδιαίτερα όπου αυτό στερείται αποδεικτικής δύναμης, αξίας ή η δύναμη του έκδηλα είναι φτωχή. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, αποφασίζει μόνο κατά πόσο η υπόθεση με βάση το διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη. (Βλ. Μαυρομιχάλη ν. Δημοκρατία Ποιν. Εφ. 31/20 κ.α. ημερ. 29.6.2020.) Στην παρούσα υπόθεση το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Παρατίθεται το σχετικό μέρος όπως και κατάληξη του Δικαστηρίου.
"Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας μόνο για σκοπούς του παρόντος αιτήματος. Η πιο πάνω ανήλικη, V. M. στην οπτικογραφημένη κατάθεση της αποδίδει επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές κακοποιήσεις της στον κατηγορούμενο οι οποίες λάμβαναν χώρα στο όχημα με το οποίο την μετέφερε ο κατηγορούμενος από και προς το σχολείο της και σε άλλες δραστηριότητες της αλλά και στο διαμέρισμα του. Αυτά τα περιστατικά λάμβαναν χώρα όταν η ίδια ήταν μόνη με τον κατηγορούμενο ο οποίος είτε την άγγιζε στα γεννητικά της όργανα, είτε στα οπίσθια της ή στο μηρό της. Η ως άνω ανήλικη εξετάστηκε από κλινική ψυχολόγο η οποία διαπίστωσε μερική συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες. Τα πιο πάνω, αποτιμώμενα στην όψη τους, καταδεικνύουν ανάμιξη και εμπλοκή του κατηγορούμενου στη διάπραξη των αδικημάτων.
Σύμφωνα επίσης με κατάθεση της μητέρας της ως άνω ανήλικης, που και αυτή τέθηκε ενώπιον μας, η ανήλικη της εκμυστηρεύτηκε τα όσα αποδίδει στον κατηγορούμενο την 29.06.2020. Η ίδια τα ανέφερε στο συμβίο της ο οποίος απέλυσε τον κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν ο οδηγός της οικογένειας. Η μητέρα της ανήλικης αναφέρει επίσης στην κατάθεση της ότι η όλη συμπεριφορά της ανήλικης, προτού της εκμυστηρευτεί τα πιο πάνω, είχε αλλάξει, δηλαδή έβλεπε εφιάλτες, έκλαιγε χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος κλπ.
……………………………………………………………………….
Επαναλαμβάνουμε πως δεν τίθεται στο στάδιο αυτό ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων (βλ. Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32). Με άλλα λόγια δεν εξετάζεται στο παρόν στάδιο κατά πόσο η διαθέσιμη μαρτυρία συμβιβάζεται μόνο με την ενοχή του κατηγορούμενου και όχι με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα. Αυτό είναι θέμα που θα εξεταστεί όταν θα εκδικάζεται η ουσία της υπόθεσης. Το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του και μόνο, χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματα. Περί πιθανολόγησης και μόνο ο λόγος (βλ. Νικήτα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790). Στη Στέλιος Καλλή ν. Δημοκρατίας Ποινική έφεση 114/15, απόφαση ημερομηνίας 19.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:B437, λέχθηκε για άλλη μια φορά ότι «Το κριτήριο όμως αναφορικά με την κράτηση δεν είναι η απόδειξη «εκ πρώτης όψεως» υπόθεσης αλλά η «πιθανολόγηση» της διάπραξης των αδικημάτων. Δηλαδή κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα καταδίκης. Και με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία της μαρτυρίας θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε ορθά, ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.». Σημειώνεται πως η εν λόγω υπόθεση αφορούσε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών.
Από το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό βρίσκουμε, χωρίς να αγνοούμε τις θέσεις της υπεράσπισης, πως υπάρχει πιθανότητα καταδίκης του κατηγορούμενου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου δεν ανέφερε οτιδήποτε περί του αντιθέτου. ………………………………………."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν αντέταξε οτιδήποτε προς αντίκρουση των πιο πάνω. Καταλήγω ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης. Η θεώρηση του μαρτυρικού υλικού στην όψη του, εμπλέκει τον Εφεσείοντα στη διάπραξη των πολύ σοβαρών αδικημάτων που αντιμετωπίζει και η προσέγγιση του μαρτυρικού υλικού όπως και το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου επί τούτου είναι ορθά. Προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό στην όψη του χωρίς αξιολόγηση του και το συμπέρασμα του στη βάση της πιθανολόγησης είναι ατράνταχτο. Συνεπώς, ικανοποιείται στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και το τρίτο αντικειμενικό κριτήριο. Περαιτέρω και πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο, έχοντας προς τούτο υποχρέωση, εξέτασε και το θέμα του δεσμού του Εφεσείοντα με την Κύπρο προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας. Ο συνήγορος του Εφεσείοντα πρόβαλε ότι αυτός εγκατέλειψε την Κύπρο, για λόγους υγείας της μητέρας του πριν γίνει οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του και επομένως δεν έφυγε προκειμένου να φυγοδικήσει. Επανήλθε όταν πληροφορήθηκε αυτό ώστε να διευκρινίσει τη θέση του. Καθυστέρησε να επιστρέψει στην Κύπρο λόγω της υγείας της μητέρας του αλλά και λόγω πανδημίας η οποία προκαλούσε εμπόδια στις αεροπορικές συγκοινωνίες. Όσον αφορά τις υπηκοότητες του Εφεσείοντα, πρόβαλε ότι αυτός έχει δύο, την Εσθονική και Ρωσική. Λόγω όμως του γεγονότος ότι η Εσθονία δεν επιτρέπει την δεύτερη υπηκοότητα το έτος 2018 ο Εφεσείων επέλεξε να διατηρήσει την Ρωσική. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποίησε το διαβατήριο Εσθονίας όταν πρωτοήλθε στην Κύπρο και ενεγράφη ως Εσθονός υπήκοος ενώ όταν επέστρεψε την τελευταία φορά χρησιμοποίησε το Ρωσικό διαβατήριο, διότι ήταν το μόνο που κατείχε. Το Κακουργιοδικείο σύμφωνα με το συνήγορο εσφαλμένα εκτίμησε πιο πάνω και έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας του.
Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε το όλο θέμα ως ακολούθως:
"Σύμφωνα ακόμα με το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, εξεδόθη ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου την 31.07.2020 ενώ σύμφωνα με τα ημερολόγια ενεργείας που έχουν κατατεθεί ο κατηγορούμενος, παρόλες τις προσπάθειες της Αστυνομίας, δεν εντοπίστηκε. Ο κατηγορούμενος φαίνεται να ενημερώθηκε από τη συμβία του για το γεγονός ότι εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ενώ βρισκόταν στη Ρωσία. Σύμφωνα με το ένταλμα σύλληψης, αλλά και το κατηγορητήριο, ο κατηγορούμενος είναι Εσθονός υπήκοος. Λήφθηκε κατάθεση από τη συμβία του κατηγορούμενου, η οποία επίσης τέθηκε ενώπιον μας στην οποία αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος έφυγε από την Κύπρο στις 02.08.2020 με πτήση από την κατεχόμενη Λευκωσία με σκοπό να επισκεφθεί την άρρωστη μητέρα του.
Ο κατηγορούμενος συνελήφθη την 09.04.2021 στον αερολιμένα Λάρνακας από τον Αστ.2xxx xxx Τσιολή, όταν ο εν λόγω αστυφύλακας διενήργησε διαβατηριακό έλεγχο στον κατηγορούμενο. Διαπίστωσε ότι το όνομα και το επίθετο του κατηγορούμενου που αναφερόταν ως υπήκοος Εσθονίας, εντοπίζονταν σε υπηρεσιακό μήνυμα που έλαβε και που ανέφερε ότι εκκρεμούσε εναντίον του δικαστικό ένταλμα σύλληψης. Ο κατηγορούμενος κατά το διαβατηριακό έλεγχο παρουσίασε ρωσικό διαβατήριο και σε ερώτηση του αστυφύλακα αν έχει δεύτερη υπηκοότητα, αυτός απάντησε ότι έχει μόνο τη Ρωσική υπηκοότητα. Μετά τον εντοπισμό της εγγραφής του κατηγορουμένου ως Εσθονού υπηκόου στην ιστοσελίδα του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο κατηγορούμενος, ανακρινόμενος προφορικά από τον πιο πάνω αστυφύλακα, παραδέχθηκε ότι είχε δεύτερη υπηκοότητα γιατί, όπως ισχυρίστηκε, δεν γινόταν να έχει δύο υπηκοότητες και ως εκ τούτου επέλεξε να διατηρήσει τη ρωσική υπηκοότητα. Σε ερώτηση γιατί έχει διαφορετικό έτος γέννησης στα στοιχεία του ρωσικού διαβατηρίου με τα στοιχεία εγγραφής του με την Εσθονική υπηκοότητα, του απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ότι μπορεί να έκανε λάθος το τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
……………………………………………………………………………
Επαναλαμβάνουμε ότι ενώπιον μας έχουμε μία σοβαρή ποινική υπόθεση στην οποία ως προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό η πιθανότητα καταδίκης του είναι ορατή, ότι η ποινή σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου θα είναι αυστηρή, ότι αυτός διατηρεί πολύ χαλαρούς δεσμούς με τη χώρα μας έχοντας υπόψη ότι συζεί με άτομο που η καταγωγή του δεν είναι από την Κύπρο, δεν έχει λεχθεί ότι έχει παιδιά, στο παρόν στάδιο δεν εργάζεται αλλά και ότι η σύλληψη του κατηγορούμενου κατέστη δυνατή τον Απρίλιο του 2021, εννέα περίπου μήνες μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψης.
Στην υπόθεση Hua v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 152, η εφεσείουσα ήταν Κινέζα και διέμενε στην Κύπρο για 10 χρόνια. Απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα και ήταν παντρεμένη με Κύπριο, ο οποίος υιοθέτησε την κόρη της ηλικίας 18 ετών. Η κόρη της φοιτούσε σε ιδιωτικό σχολείο στη Λευκωσία και απέκτησε και αυτή την Κυπριακή υπηκοότητα. Ήταν ιδιοκτήτρια εταιρείας και ήταν εγγεγραμμένη στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία διατάχθηκε η κράτηση της εφεσείουσας μέχρι τη δίκη της και ανέφερε ότι τα πιο πάνω στοιχεία δεν είναι αρκετά για να θεωρηθεί ότι δημιουργούν δεσμούς με την Κύπρο.
Χωρίς να μας διαφεύγουν τα όσα έχει υποστηρίξει ο συνήγορος υπεράσπισης, κρίνουμε ότι υπάρχει ορατός κίνδυνος μη προσέλευσης του στη δίκη του.
…………………………………………………
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι έστω και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι έφυγε από την Κύπρο χωρίς να γνωρίζει ότι εξεδόθη ένταλμα σύλληψης εναντίον του και ότι επέστρεψε σ’ αυτήν αφού προηγουμένως ενημέρωσε τις Αρχές, δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα. Δηλαδή δεν εξαλείφει τον κίνδυνο φυγοδικίας και ούτε διαγράφει από τη σκέψη του κατηγορούμενου προσπάθεια να φύγει εκ νέου από περιοχές μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία, ενόψει της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετωπίζει, την πιθανότητα καταδίκης του και το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρής ποινής. Στην Μαυρομιχάλη ν. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251, ο εφεσείων, πατέρας τριών παιδιών, ο οποίος αναζητείτο από τις Κυπριακές Αρχές για τέσσερα χρόνια και επέστρεψε στην Κύπρο οικειοθελώς με σκοπό να παραδοθεί, διατάχθηκε η κράτηση του και η απόφαση για την κράτηση του επικυρώθηκε λόγω κινδύνου φυγοδικίας.
Δεν έχει γίνει οποιαδήποτε αναφορά από το συνήγορο υπεράσπισης στις επιπτώσεις κράτησης στην προσωπική – οικογενειακή ζωή του κατηγορούμενου."
Θα πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι η απόφαση στην Hua (άνω) δεν ακολουθήθηκε στην Jamal Mohammed (2012) 2 A.A.Δ. 911 όπου λέχθηκε ότι η υπόθεση Hua κρίθηκε στα δικά της δεδομένα χωρίς να αποτελεί προηγούμενο για την ευρύτερη θεώρηση του θέματος με αναφορά στο ότι ο αλλοδαπός Εφεσείων βρίσκεται στην Κύπρο για αρκετό χρονικό διάστημα με την οικογένεια του και με γνώμονα πάντοτε τη θεμελιακή αρχή ότι ο Κατηγορούμενος δικαιούται να είναι ελεύθερος εκτός εάν καταδειχθεί η ανάγκη κράτησης του.
Στην προκείμενη περίπτωση διακρίνω στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου δύο καίρια σφάλματα. Πρώτο, δεν εκτίμησε ορθά ότι ο Εφεσείων γνωρίζοντας την ύπαρξη εντάλματος σύλληψης εναντίον του και προφανώς το λόγο που αυτό εξεδόθη επέστρεψε στην Κύπρο από την Ρωσία ώστε να αντιμετωπίσει τα όσα του καταλογίζονται. Θα πρόσθετα επίσης, ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο Εφεσείων αναχώρησε από αεροδρόμιο που ευρίσκεται σε κατεχόμενη από τον εισβολέα περιοχή της Δημοκρατίας σε μια προσπάθεια του διαφυγής καθότι ως ανέφερε ο συνήγορος του κατά τον χρόνο αναχώρησης του το αεροδρόμιο Λάρνακας δεν λειτουργούσε. Αυτό δεν αντικρούσθη από την Κατηγορούσα Αρχή. Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση επικροτώ την χρήση του αεροδρομίου στην κατεχόμενη περιοχή.
Δεύτερο, η εσφαλμένη αντίληψη της νομολογίας ότι κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης από το Κακουργιοδικείο μετά από την παραπομπή του από το παραπέμπον Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει το αίτημα όχι εξ υπαρχής αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελον προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούν την κρίση επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξ' αρχής. Οι υποθέσεις Γεώργιος Νικόλα Δημητρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416 και Μαυρομιχάλης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 165/20 και 166/20 ημερ. 20.10.2020 από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση δεν αφορούσε εξέταση αιτήματος κράτησης από Κακουργιοδικείο μετά την παραπομπή τους αλλά εξέταση δεύτερου αιτήματος κράτησης και τρίτου αιτήματος κράτησης αντίστοιχα πάντοτε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Δεν αφορούσαν περίπτωση πρώτου αιτήματος κράτησης ενώπιον Κακουργιοδικείου μετά από παραπομπή σε αυτό από το παραπέμπον Δικαστήριο. Η ορθή πορεία είναι η νέα εξέταση ενώπιον του Κακουργιοδικείου μετά από παραπομπή από το παραπέμπον Δικαστήριο να γίνεται εξ υπαρχής (βλ. Φώτος Χ'Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 η οποία παραπέμπει και στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).
Παρόλο που στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ότι ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό θα προχωρούσε να εξετάσει τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του για κράτηση του Εφεσείοντα φαίνεται ότι αυτό ήταν στο μυαλό του διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να αναφερθεί στο θέμα αυτό σε δύο σελίδες της απόφασης του.
Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα ενώπιον μας και αφού τα εξέτασα, καταλήγω ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε πλημμελώς. Δεν συνυπολογίστηκαν ιδιαιτέρως σχετικά στοιχεία και ιδιαίτερα το στοιχείο της εθελοντικής επιστροφής του Εφεσείοντα στην Κύπρο εν γνώσει του της ύπαρξης του εντάλματος σύλληψης και της υπόθεσης που θα αντιμετώπιζε. Επίσης δεν λήφθηκαν υπόψιν ότι ο Εφεσείων ζει στην Κύπρο από 10ετίας, εργάζεται ως αδειούχος οδηγός, διατηρεί διαμέρισμα στην Κύπρο όπου συζεί με τη συμβία του, είναι υποθηκευμένο και πληρώνει δόση σε τράπεζα. Στην Amirov Arkadiia ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603 ο Εφεσείων διέμενε με τους γονείς και αδέλφια του βάσει αδείας, ως ισχυρίζετο, που τους παρασχέθηκε από τις αρχές. Η κράτηση του κρίθηκε ανεδαφική. Στην Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 105. Η κράτηση του παραμερίστηκε αφού ο κατηγορούμενος είχε επιστρέψει οικειοθελώς στην Κύπρο από το εξωτερικό ακριβώς για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που του προσάπτονταν. Στην Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, κρίθηκε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για την κράτηση των Εφεσειόντων ασκήθηκε κατά πλημμελή τρόπο γιατί δεν συνυπολογίστηκε το στοιχείο της εμφάνισης τους στο Δικαστήριο όποτε κλήθησαν και το στοιχείο του τόπου της διαμονής τους.
Για τους πιο πάνω λόγους θα αποδεχόμουν την Έφεση και θα διέτασσα όπως ο Εφεσείων αφεθεί ελεύθερος κάτω από τους ακόλουθους όρους:
1. Να υπογράψει εγγύηση για το ποσό των €100.000 με αξιόχρεο εγγυητή ή εγγυητές που θα εγκρίνει ο Πρωτοκολλητής.
2. Να παραδώσει στην Αστυνομία όλα τα διαβατήρια του και όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα.
3. Να παρουσιάζεται δύο φορές την ημέρα μεταξύ των ωρών 9.00 π.μ. – 10.00 π.μ. και 18.00 με 19.00 σε πλησιέστερο στην κατοικία του Αστυνομικό Σταθμό.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο