ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΚΟΥΦΟΥ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 94/2019, 20/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:B333

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 94/2019

 

20 Ιουλίου, 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσείουσας,

-ΚΑΙ-

 

XXX ΚΟΥΦΟΥ,

Εφεσίβλητου.

------------------

Μαρίνα Μασούρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Ευστάθιος Ευσταθίου, μαζί με τη Θεοδώρα Παπαχαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών.

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από την              Π. Παναγή, Π.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Π.:-  Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος, στη βάση δικής του παραδοχής, από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε κατηγορίες για αδικήματα απόκτησης πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8(2) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/2014), στο εξής «ο Νόμος», και κατοχής παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8(1) του Νόμου.  Επρόκειτο για 17 κατηγορίες δύο εκ ων οποίων – οι κατηγορίες 103 και 108 - αφορούσαν παιδιά κάτω των 13 ετών (άρθρα 2 και 8(1) και (6)). Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσίβλητο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των τεσσάρων χρόνων, στην κατηγορία 103, για κατοχή παιδικής πορνογραφίας.

 

Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται από τη Δημοκρατία η ορθότητα όλων των ποινών και υποστηρίζεται ότι αυτές είναι έκδηλα ανεπαρκείς.

Τα γεγονότα όπως εκτέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου από την Κατηγορούσα Αρχή και με τα οποία συμφώνησε η υπεράσπιση, συνοψίζονται στα ακόλουθα:

 

Μετά από πληροφορία που έλαβε το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος από τη EUROPOL στις 17.10.2016, ότι στις 14.9.2016 κάτοχος/χρήστης συγκεκριμένου κυπριακού IP address, μέσω συγκεκριμένης πλατφόρμας ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων, συσχετιζόταν με αρχεία που αφορούσαν παιδικό πορνογραφικό υλικό, διενεργήθηκε από την Αστυνομία, δυνάμει δικαστικού εντάλματος, έρευνα στην οικία του εφεσίβλητου και κάτοχου/χρήστη του εν λόγω IP address.   Στα πλαίσια της έρευνας, η οποία διεξήχθη στην παρουσία του εφεσίβλητου,  εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν πέντε εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, δύο σκληροί δίσκοι, ένας φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής και ένας πύργος ηλεκτρονικού υπολογιστή εντός του οποίου εντοπίστηκαν δύο εξωτερικοί σκληροί δίσκοι και ένας σκληρός δίσκος. Το περιεχόμενο των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν επιθεωρήθηκε από την Αστυνομία και εντοπίστηκαν αρχεία παιδικής πορνογραφίας με παιδιά άνω των 13 ετών καθώς και κάτω των 13 ετών.

 

Συνολικά εντοπίστηκαν 6090 αρχεία, δηλαδή 3237 αρχεία φωτογραφίας από τα οποία τα 228 αφορούσαν παιδιά κάτω των 13 ετών και 2853 αρχεία βίντεο συνολικού χρόνου περίπου 319 ωρών, από τα οποία τα 805 αρχεία, συνολικού χρόνου 73 ωρών, αφορούσαν παιδιά κάτω των 13 ετών, που συμμετείχαν σε πράξεις σεξουαλικής φύσεως.  Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι 143 από τα αρχεία φωτογραφίας που εντοπίστηκαν είναι καταχωρημένα στη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ (ICSE) και απεικονίζουν αναγνωρισμένα θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης από το εξωτερικό και αναγνωρισμένους θύτες.  Περαιτέρω, εντοπίστηκαν 537 επισκέψεις σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα μεταξύ 28.8.2016 και 13.11.2016.  Από την εν λόγω σελίδα κατέβηκαν 437 αρχεία φωτογραφίας μεταξύ 28.8.2016 και 24.10.2016, ενώ έγιναν επισκέψεις σε δωμάτια επικοινωνίας στην ίδια ιστοσελίδα με διάφορες ονομασίες που παραπέμπουν σε παιδικό πορνογραφικό υλικό. Εντοπίστηκαν επίσης, λέξεις κλειδιά με τις οποίες ο εφεσίβλητος αναζητούσε υλικό παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο, καθώς και σύνδεσμοι οι οποίοι ήταν αποθηκευμένοι στα favourites/bookmarks στον περιηγητή διαδικτύου google chrome και οι οποίοι σχετίζονται με παιδική πορνογραφία.

 

Κατά τις ανακριτικές του καταθέσεις ο εφεσίβλητος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι για συγκεκριμένη ιστοσελίδα από την οποία κατέβασε αρχεία παιδικής πορνογραφίας, είχε δικό του λογαριασμό και πλήρωνε περιστασιακά συνδρομή και πως έκανε αναζητήσεις μέσω google με λέξεις σχετικές με παιδική πορνογραφία.  Υπέδειξε και συνδέσμους τους οποίους είχε αποθηκευμένους, οι οποίοι παρέπεμπαν σε δωμάτια επικοινωνίας σε ιστοσελίδα/πλατφόρμα όπου γινόταν ανταλλαγή παιδικού πορνογραφικού υλικού ή σελίδες μέσω των οποίων είχε πρόσβαση σε παιδικό πορνογραφικό υλικό, ως έχει αναφερθεί.

 

 

Το Κακουργιοδικείο, με σκοπό να καταλήξει στην αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή, τόνισε τον πρωταρχικό σκοπό του Νόμου - την προστασία των παιδιών από την απάνθρωπη μεταχείριση και τις επιπτώσεις οι οποίες τα ακολουθούν σε ολόκληρη τη ζωή τους. Επεξηγώντας δε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής και το νομοθετικό πλαίσιο χαρακτήρισε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος ως «αναμφιβόλως σοβαρές», αναφέροντας πως ενδεικτικές της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές. 

 

Ως προς τους παράγοντες που προσμετρούν κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε νομολογία, κυπριακή και αγγλική, καθώς και στο Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών (Sentencing Council) της Αγγλίας.  Χαρακτήρισε ως επιβαρυντικό παράγοντα τον τεράστιο αριθμό αρχείων τον οποίο ο εφεσίβλητος κατέβασε όπως και τις εκατοντάδες επισκέψεις του σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα σε αναζήτηση παιδικού πορνογραφικού υλικού καθώς και σε συγκεκριμένα δωμάτια επικοινωνίας που έδειχνε την επιμονή του στην αναζήτηση τέτοιου υλικού και το αυξημένο ενδιαφέρον του στην απόκτηση του.   Δεν παράβλεψε, από την άλλη, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσίβλητου, ειδικότερα τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, μεγαλώνοντας χωρίς πατέρα ενώ η μητέρα του εργαζόταν πολλές ώρες, καθώς και την «εξωδικαστηριακή τιμωρία», όπως χαρακτήρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, την εγκατάλειψη της συζύγου του. Σημείωσε, όμως, ότι οι συνθήκες αυτές, σε τέτοιας φύσης υποθέσεις, παρόλο που λαμβάνονται υπόψη, εν τούτοις δεν είναι βαρύνουσας σημασίας στον καθορισμό της ποινής και δεν μπορούν να επιδράσουν κατά τρόπο που να εξασθενίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.  Ως απτά στοιχεία ειλικρινούς μεταμέλειας τα οποία θα πρέπει να ανταμείβονται με την ανάλογη έκπτωση στην ποινή, το Κακουργιοδικείο ανέδειξε την άμεση παραδοχή του εφεσίβλητου όπως και το λευκό ποινικό μητρώο του.  Σημαντικό δε μετριαστικό παράγοντα, στην κρίση του Κακουργιοδικείου, ήταν το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε ενταχθεί σε εξατομικευμένο σχέδιο εντατικής φροντίδας για απαλλαγή από το πρόβλημα της συστηματικής ενασχόλησης με την παρακολούθηση ψηφιακού πορνογραφικού υλικού.  Τόνισε, όμως, παράλληλα ότι δεν μπορούσε να παραγνωριστεί το γεγονός πως το παράνομο υλικό εντοπίσθηκε στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στους σκληρούς δίσκους του εφεσίβλητου.

 

Εγείρεται από τη Δημοκρατία ένας και μοναδικός λόγος έφεσης: Ότι όλες οι ποινές που έχουν επιβληθεί είναι έκδηλα ανεπαρκείς, τόσο σε σχέση με τα αδικήματα που αφορούν αρχεία παιδικής πορνογραφίας με παιδιά άνω των 13 ετών όσο και σε σχέση με αυτά που αφορούν παιδιά κάτω των 13 ετών.  Είναι κατ’ αρχάς η θέση της εφεσείουσας ότι το Κακουργιοδικείο, παρά τη φραστική αναφορά στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής καθώς και στο Sexual Offences Definitive Guideline (στο εξής «Definitive Guideline»), εν τέλει δεν προσμέτρησε τους παράγοντες αυτούς στην ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο.  Παράλληλα επισημαίνει με αναφορά στην έξαρση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη διάπραξη αδικημάτων τέτοιας φύσης όπως τα υπό αναφορά, ότι η παρούσα είναι μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις λόγω του αριθμού και του είδους των αρχείων που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσίβλητου. Τέλος, εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα σε μετριαστικούς παράγοντες, όπως στην παραδοχή του εφεσίβλητου και ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εντάχθηκε σε εξατομικευμένο σχέδιο εντατικής φροντίδας, στο οποίο πρέπει να αποδίδεται σημασία αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξουδετερώνεται η ποινή που επιβάλλεται.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου χαρακτηρίζει την ποινή ως πολύ αυστηρή δεδομένων των περιστατικών της υπόθεσης, όχι όμως εφέσιμη. Εισηγείται, περαιτέρω, ότι η νομολογία την οποία προβάλλει η εφεσείουσα ως παραγνωρισθείσα από το Κακουργιοδικείο[1], αποτέλεσε μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο την εξέτασε και για τους λόγους που εξήγησε έκρινε ότι διαφοροποιείται από την παρούσα. Ανέφερε διευκρινιστικά, ότι ο εφεσίβλητος, για να τυγχάνει πιο γρήγορης λήψης αρχείων, κυρίως για την εργασία του ως φωτογράφος, περιστασιακά κατέβαλλε στην ιστοσελίδα depositfiles συνδρομή αλλά όχι στους παραγωγούς ή διακινητές του πορνογραφικού υλικού, ως λανθασμένα εξέλαβε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τόνισε τέλος, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και την ειλικρινή προσπάθεια του εφεσίβλητου να απεξαρτητοποιηθεί μέσω του προγράμματος «ΗΛΕΚΤΡΑ» ώστε να επανέλθει στον ομαλό κοινωνικό βίο, παράγοντες τους οποίους ορθά το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη στην επιβολή ποινής.

 

Ο Νόμος, όπως υποδείξαμε στην πρόσφατη απόφαση μας Αστυνομία ν ΧΧΧ Πατούρη, Ποιν. Εφ. Αρ.51/2020, ημερ. 3.12.2020:

 

«… θεσπίστηκε με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή του νομικού γίγνεσθαι αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία καθιερώθηκε με πράξεις Διεθνών Οργανισμών. Προπαντός, όμως, έγινε προς εναρμόνιση της ημεδαπής νομοθεσίας με πράξεις της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης στο συγκεκριμένο τομέα του δικαίου. Από αυτές, ξεχωρίζει, ιδιαίτερα, η Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου, 2011, (η «Οδηγία»), την οποία ο εν λόγω Νόμος έχει, εν πολλοίς, ως πρότυπο. Στο Προοίμιό της, εκτιμάται, διά της αιτιολογικής σκέψεως 1, ότι:-

 

«Η σεξουαλική κακοποίηση και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας, συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα των δικαιωμάτων των παιδιών στην προστασία και τη φροντίδα που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους, όπως προβλέπονται στη σύμβαση του 1989 των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.»

 

 

Ακολούθως, στην αιτιολογική σκέψη 2, εκτιμάται, σύμφωνα με ό,τι διαλαμβάνει το πρόγραμμα της Στοκχόλμης, πως:-

 

«Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες παρέχει σαφή προτεραιότητα στην καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας.»

 

Εμφανώς, η προστασία του παιδιού αναγνωρίζεται από το διεθνές και ημεδαπό δίκαιο ως κοινωνική ανάγκη, πηγάζουσα εκ της εγγενούς φύσεώς του. Στο προοίμιο της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κυρωθείσας με τον ομώνυμο Νόμο του 1990, (Ν. 243/1990), αναφέρεται, συναφώς ότι: «..., όπως υποδεικνύεται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, ‘το παιδί, λόγω της σωματικής και διανοητικής του ανωριμότητας, χρειάζεται ειδική προστασία και φροντίδα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάλληλης νομικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννησή του’». Στο επίπεδο, ειδικά, της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, εκτιμάται, στην αιτιολογική σκέψη 12 της Οδηγίας, πως:-

 

«Για τις σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές.»

 

 

Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται επί των ώμων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή της ποινής λόγω ανεπάρκειας:

 

«…όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός. Η ανεπάρκεια πρέπει να προκύπτει είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από το συσχετισμό των δύο παραγόντων.»

 

 

(Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. xxx Νικολάου, Ποινική Έφεση αρ. 185/2016, ημερ. 20.3.2018).

 

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή, είναι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομία (1999) 2 ΑΑΔ 632).  Η μέγιστη προβλεπόμενη από τον Νόμο 91(Ι)/2014 ποινή για τα αδικήματα για τα οποία ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε είναι η δεκαετής φυλάκιση, (άρθρο 8(1) του Νόμου), με εξαίρεση την περίπτωση που το υλικό αφορά παιδιά κάτω των 13 ετών, για την οποία προβλέπεται η αυστηρότερη ποινή της δια βίου φυλάκισης (άρθρο 8(6) του Νόμου) (κατηγορίες 103 και 108).

 

Όπως ορθά σημείωσε το Κακουργιοδικείο, η σοβαρότητα του αδικήματος ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο του πορνογραφικού υλικού.  Το Αγγλικό Εφετείο στην R v Oliver and others [2003] 1 Cr. App. R.28 - η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση - παρέχοντας καθοδήγηση στα κατώτερα Δικαστήρια, κατέταξε το πορνογραφικό υλικό σε πέντε κατηγορίες, με το υλικό στην πρώτη κατηγορία να επισύρει τις ελαφρότερες ποινές και αυτό στην τελευταία να επισύρει τις πλέον αυστηρές ποινές.  Με το Definitive Guideline, οι κατηγορίες αυτές, όπως παρατήρησε και το Κακουργιοδικείο,  περιορίστηκαν σε τρεις.   Βάσει αυτών, το αδίκημα της κατοχής για τη σοβαρότερη Κατηγορία Α (διείσδυση, σαδισμός, κτηνοβασία), έχει ως εναρκτήριο σημείο (starting point), τον ένα χρόνο φυλάκισης με την ποινή αυτή να κυμαίνεται, αναλόγως ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών παραγόντων, μεταξύ 26 εβδομάδων και 3 χρόνων φυλάκισης. Η Κατηγορία Β (σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση) ξεκινά από τις 26 βδομάδες φυλάκισης και κυμαίνεται μεταξύ του διατάγματος για κοινοτική εργασία μέχρι 18 μήνες φυλάκισης. Και η Κατηγορία Γ (όλες οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο Α ή Β) έχει ως έναρξη το διάταγμα για κοινοτική εργασία και κυμαίνεται από μέτριας μορφής διατάγματος κοινοτικής εργασίας μέχρι 26 βδομάδες φυλάκισης.

 

Αντιθέτως, η κυπριακή νομοθεσία, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, θέτει τα 10 χρόνια ως μέγιστη ποινή για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας με παιδιά άνω των 13 ετών και τη δια βίου φυλάκιση ως τη μέγιστη ποινή για υλικό με παιδιά κάτω των 13.  Δεν θεωρούμε, λοιπόν, ότι η αγγλική κατάταξη προσφέρει καθοδήγηση ως προς το ύψος της ποινής αφού το  φάσμα των ποινών (range) που προβλέπεται στο Definitive Guideline,  ιδιαίτερα η ανώτατη ποινή, είναι πολύ μικρότερη  από την προβλεπόμενη στο Νόμο.   Καθοδήγηση όμως μπορεί να αντληθεί από το Definitive Guideline στο συγκεκριμένο τομέα ως προς τους σχετικούς παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Λευκαρίτης κ.ά. ν Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 135/2014 και 138/2014, ημερ. 22.11.2016 και Πατούρη (ανωτέρω)), καθώς και από την  Oliver (ανωτέρω), όπως και άντλησε το Κακουργιοδικείο.  Σύμφωνα δε με την Oliver, η οποία αναφέρεται στη Δημοκρατία ν Γαλάτη, Ποινική Έφεση Αρ. 217/18, ημερ. 2.4.2019, με επιδοκιμασία, σχετικοί παράγοντες είναι επίσης «κατά πόσο ο δράστης περιορίσθηκε απλώς να δει το υλικό, από περιέργεια ή κατά πόσο το αποθήκευσε στο δικό του υπολογιστή. Ο μεγάλος αριθμός αρχείων επισύρει και αυστηρότερη ποινή, όπως και ο τρόπος που το υλικό είναι αποθηκευμένο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μία πολυσύνθετη τελειοποιημένη αποθήκευση, σε πολλές περιπτώσεις, υποδηλώνει ότι ο δράστης χρησιμοποιεί το υλικό για εμπορικούς σκοπούς ή ότι το προσωπικό του ενδιαφέρον στο υλικό είναι αυξημένο.»  Ένα αδίκημα είναι λιγότερο σοβαρό αν ο δράστης είδε το υλικό αλλά δεν το αποθήκευσε. Στο Definitive Guideline σημειώνονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες, μεταξύ άλλων, η ηλικία του απεικονιζόμενου παιδιού, ο φυσικός πόνος που υποφέρει το παιδί, ο μεγάλος αριθμός των αρχείων που ανευρέθηκαν, κατά πόσο περιλαμβάνονται βίντεο, η συστηματική έρευνα για εντοπισμό εικόνων με νεαρά παιδιά, εικόνες κατηγορίας Α ή οικογενειακής σεξουαλικής κακοποίησης και ο μεγάλος αριθμός διαφορετικών θυμάτων. Η μη προηγούμενη καταδίκη σε παρόμοια αδικήματα, η μεταμέλεια, καθώς και η επίδειξη λήψης μέτρων για το χειρισμό παραβατικής συμπεριφοράς, συγκαταλέγονται στους μετριαστικούς παράγοντες.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές.  Οι προηγούμενες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας  συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, για το λόγο ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. xxx Νικολάου, Ποινική Έφεση Αρ. 185/2016, ημερ. 20.3.2018 και Γενικός Εισαγγελέας ν. xxx Tvardovskyi, Ποινική Έφεση Αρ.95/17, ημερ. 26.3.2018 τονίζοντας πως εκεί αυξήθηκαν κατ’ έφεση οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης. Εξήγησε όμως και τα δεδομένα της Δημοκρατίας ν. Γαλάτη (ανωτέρω) στην οποία για τους λόγους που αναφέρθηκαν, δεν αυξήθηκαν οι επιβληθείσες ποινές  φυλάκισης, με μέγιστη αυτή των τριών ετών σε κατηγορία για κατοχή πορνογραφικού υλικού με παιδιά ηλικίας κάτω των 13, ούτε και παραμερίστηκε η αναστολή τους, για να προβεί άμεσα σε διάκρισή της από τα δεδομένα της παρούσας, τα οποία την καθιστούν «ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση».  

 

Να σημειωθεί ότι στη Νικολάου, όπου το υλικό αφορούσε σε 561 αρχεία παιδικής πορνογραφίας με παιδιά άνω των 13 ετών, ποινή φυλάκισης κατόπιν παραδοχής αυξήθηκε από δύο σε τρία χρόνια, ενώ η ποινή φυλάκισης δύο ετών και έξι μηνών που είχε επιβληθεί για την κατοχή 157 αρχείων παιδικής πορνογραφίας με παιδιά κάτω των 13 ετών αυξήθηκε σε πέντε χρόνια. Στην Tvardovskyi συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών που επιβλήθηκαν κατόπιν παραδοχής αυξήθηκαν σε τρία έτη σε  κατηγορίες που αφορούσαν υλικό με παιδιά άνω των 13 ετών, ενώ ποινή τριών ετών αυξήθηκε σε πέντε έτη σε κατηγορία κατοχής παιδικής πορνογραφίας, ήτοι 1183 αρχεία φωτογραφίας και ένα αρχείο βίντεο, με παιδιά κάτω των 13.  Οι κατηγορούμενοι και στις δύο υποθέσεις ήταν λευκού ποινικού μητρώου.  Η Γενικός Εισαγγελέας ν. Niland, Ποινική Έφεση Αρ.18/17, ημερ. 14.2.2018 στην οποία επίσης έγινε αναφορά πρωτοδίκως, ορθά διαφοροποιήθηκε από το Κακουργιοδικείο, εφόσον εκεί προσφερόταν πρόσβαση στο κατεχόμενο παιδικό πορνογραφικό υλικό (1970 αρχεία βίντεο παιδιών άνω των 13 για τα οποία επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών, κατόπιν παραδοχής, και 28 αρχείων βίντεο παιδιών κάτω των 13 για τα οποία η ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών αυξήθηκε σε επτά), στοιχείο που, όπως ορθά παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, ελλείπει εν προκειμένω.

 

Τέλος να αναφερθούμε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Γεωργίου ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ.165/2019, ημερ. 20.5.2021 η οποία αφορούσε παιδικό πορνογραφικό υλικό παιδιών άνω και κάτω των 13 ετών, ήτοι 278 αρχεία φωτογραφίας και 160 αρχεία βίντεο παιδιών άνω των 13 ετών και 97 αρχεία φωτογραφίας και 102 αρχεία βίντεο παιδιών κάτω των 13 ετών (χρονικής διάρκειας περίπου 15½ ωρών).  Ο συνολικός χρόνος όλων των αρχείων βίντεο παιδικού πορνογραφικού υλικού ανερχόταν στις 46 ώρες περίπου.  Ο εφεσείων αντιμετώπισε 4 κατηγορίες στις οποίες του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2½ ετών σε κάθε μια από τις δύο κατηγορίες που αφορούσαν την κατοχή παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8(1) του Νόμου και 4½ ετών φυλάκισης για κάθε μια από τις δύο κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα των άρθρων 2, 8(1) και (6) του Νόμου.  Κατά την επιμέτρηση της ποινής, λήφθηκε ιδιαίτερα υπόψη ότι ο εφεσείων παρακολούθησε οικειοθελώς το ψυχοθεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης «ΗΛΕΚΤΡΑ».  Επικυρώνοντας ως ορθή την επιβληθείσα ποινή, το Εφετείο την χαρακτήρισε, υπό τις περιστάσεις, ως επιεική.  

 

Δεδομένης της ύπαρξης κυπριακής νομολογίας, δεν θεωρούμε ότι χρειάζεται να γίνει αναφορά στη νομολογία του αμερικανικού εφετείου στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, καλώντας το Εφετείο να αντλήσει καθοδήγηση ως προς το ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν, καθότι οι προβλεπόμενες από την αμερικανική νομοθεσία ποινές προσομοιάζουν με τις προβλεπόμενες από το Νόμο. Η συχνότητα με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτού του είδους, γεγονός για το οποίο μπορούμε να λάβουμε δικαστική γνώση έχοντας υπόψη τον αριθμό των υποθέσεων που παρουσιάζονται για εκδίκαση ενώπιον των Δικαστηρίων, απαιτεί αυστηρότερη αντιμετώπιση με αποτρεπτικές ποινές. Η έντονη ανησυχία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την εν λόγω αύξηση έχει εκφραστεί επανειλημμένα. Παρατηρείται δε στην Niland (ανωτέρω) αυξάνοντας την ποινή του εφεσίβλητου:

 

«Δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως η ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο ήταν εκδήλως ανεπαρκής, αφού δεν ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως την υποδηλώνει η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή και οι πασιφανείς προεκτάσεις της αποτρόπαιης αυτής συμπεριφοράς. Η αναχαίτηση των υπό αναφορά εγκληματικών συμπεριφορών, απότοκο των οποίων είναι η σύνθλιψη του ψυχικού κόσμου των παιδιών, ο εξευτελισμός της προσωπικότητας των οποίων συνεχίζει με την προβολή του εν λόγω πορνογραφικού υλικού, καθιστά αδήριτη ανάγκη την καταφυγή των Δικαστηρίων σε επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν ήταν ορθή πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο λευκό ποινικό μητρώο και στις προσωπικές συνθήκες. Προέχει η διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών. Η δε παραδοχή, ήταν περιορισμένης σημασίας, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη αφενός ότι δεν ήταν άμεση και αφετέρου τα μηδαμινά περιθώρια αντίδρασης».

Να σημειωθεί ότι με το Νόμο, εισάχθηκαν αυστηρότερες ποινές για  αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της πορνογραφίας,  για το λόγο ότι αδικήματα αυτής της φύσεως βρίσκονται σε έξαρση και επιφέρουν ολέθριες συνέπειες (βλ. Niland (ανωτέρω)).

 

Η προκειμένη περίπτωση, τόσο εκ του όγκου του υλικού όσο και εκ του επιπέδου στο οποίο αυτό κατατάσσεται καθώς και εκ του σημαντικού μέρους αυτού το οποίο αφορά παιδιά κάτω των 13 ετών, είναι μια από τις σοβαρότερες υποθέσεις κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού που οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης.  Η φραστική αναφορά από το Κακουργιοδικείο στη σοβαρότητα των αδικημάτων δεν αντανακλάται στο ύψος των ποινών  που τελικά επέβαλε στον εφεσίβλητο.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, με δεδομένα και τα ελαφρυντικά της υπόθεσης, κρίνεται πως παρά το ότι το Κακουργιοδικείο ορθά εντόπισε τους επιβαρυντικούς παράγοντες, σχολιάζοντας μάλιστα έντονα την ανησυχητική αύξηση αυτής της φύσης των αδικημάτων, εντούτοις οι επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες 103 και 108 είναι έκδηλα ανεπαρκείς καθότι εντοπίζεται αναντιστοιχία μεταξύ των ποινών και της σοβαρότητας των διαπραχθέντων αδικημάτων, τόσο από νομικής άποψης, δεδομένης της προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής, όσο και από πραγματικής, τέτοια που να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.  Όσον αφορά τις υπόλοιπες κατηγορίες, δεδομένων των αδικημάτων στα οποία αφορούν και της ανώτατης προβλεπόμενης ποινής από το Νόμο για την τιμωρία τους, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους χωρεί παρέμβαση μας στις ποινές στις ακόλουθες κατηγορίες:

 

1.           Στην κατηγορία 103 η ποινή φυλάκισης αυξάνεται από 4 έτη σε 5 έτη.

2.           Στην κατηγορία 108 η ποινή φυλάκισης αυξάνεται από 3 έτη και 6 μήνες σε 4 έτη και 6 μήνες.

 

 

Οι υπόλοιπες ποινές παραμένουν ως έχουν.

 

 

΄Ολες οι ποινές να συντρέχουν.  Η έφεση επιτρέπεται ως άνω.

 

 

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Niland v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 18/17, ημερ. 14.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B79, Γενικός Εισαγγελέας ν. xxx Νικολάου, Ποιν. Έφεση Αρ. 185/2016, ημερ. 20.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B118, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. xxx Tvardovskyi, Ποιν. Έφεση Αρ. 95/17, ημερ. 26.3.2018, Δημοκρατία ν. Γαλάτη, Ποιν. Έφεση Αρ. 217/18, ημερ. 2.4.2018


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο