ΚΑΣΣΙΡ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 146/2021, 29/9/2021

ECLI:CY:AD:2021:B431

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Ποινική Έφεση Αρ. 146/2021

 

 

29 Σεπτεμβρίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

 

xxx ΚΑΣΣΙΡ,

 

                                                                               Εφεσείων,

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.                                              

 

___________________________________________________________________________________________

 

 

Εφεσείων παρών προσωπικά.

 

Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

___________________________________________________________________________________________

 

 

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex-tempore)

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας κατηγορίες εμπρησμού και κακόβουλης ζημιάς. Εμφανιζόμενος στις 26/7/2021 ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτησε χρόνο για απάντηση και το Δικαστήριο, ικανοποιώντας το αίτημα του, όρισε την υπόθεση στις 30/8/2021. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε την κράτηση του μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία επικαλούμενος τον κίνδυνο φυγοδικίας και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Ο συνήγορος του Εφεσείοντα δεν έφερε κατ’ εκείνο το στάδιο ένσταση στο εν λόγω αίτημα επιφυλάσσοντας το δικαίωμα του - να το πράξει - σε κατοπινό στάδιο. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας το μαρτυρικό υλικό σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την πιθανή αυστηρή ποινή παρά την ύπαρξη δεσμών του Εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, θεώρησε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις στη βάση του κίνδυνου φυγοδικίας και διέταξε την κράτηση του μέχρι την 30/8/2021.

 

Στις 30/8/2021, αφού υπεβλήθη από το συνήγορο του Εφεσείοντα αίτημα αναβολής για σκοπούς μελέτης του μαρτυρικού υλικού, στο οποίο η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε ένσταση, το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το αίτημα και όρισε ξανά την υπόθεση για Απάντηση στις 13/9/2021 διατάσσοντας την παράταση της κράτησης του μέχρι τότε.

 

Στις 13/9/2021 ο Εφεσείων εμφανιζόμενος ξανά ενώπιον του Δικαστηρίου αρνήθηκε και τις δύο Κατηγορίες που αντιμετώπιζε και το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 8/11/2021. Μετά την εξέλιξη αυτή ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε εκ νέου την κράτηση του μέχρι την πιο πάνω δικάσιμο, επικαλούμενος και αυτή τη φορά τον κίνδυνο φυγοδικίας αλλά και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Στο αίτημα αυτό ενέστη ο συνήγορος του Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας το εν λόγω αίτημα υιοθέτησε τα όσα είχαν αναφερθεί από το Κακουργιοδικείο υπό άλλη σύνθεση στις 26/7/2021 και θεωρώντας ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση που να δικαιολογεί άλλη κατάληξη διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι τις 8/11/2021.

 

Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση του Κακουργιοδικείου, την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας προσωπικά την παρούσα Έφεση στην οποία προβάλλονται τρεις συνολικά Λόγοι Έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι η κράτηση του είναι άδικη γιατί δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ή οτιδήποτε που να επιβεβαιώνει την εμπλοκή του, εκτός από μερικές σκηνές σε κάμερες τα οποία στοιχεία χαρακτηρίζει παράνομα και ψεύτικα και αποτέλεσμα μοντάζ.

 

Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι έχει ένα παιδί στη Λευκορωσία το οποίο αναμένει με ανυπομονησία να έρθει στην Κύπρο να συναντήσει τον πατέρα του.

 

Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατο να συντηρήσει το γιο του καθώς οι αποταμιεύσεις του έχουν εξαντληθεί. Στο πλαίσιο αυτού του Λόγου Έφεσης αναφέρεται και στις προσωπικές του συνθήκες.

 

Ο Εφεσείων ενώπιον μας δήλωσε πως δεν επιθυμούσε υπηρεσίες δικηγόρου και ότι θα υποστήριζε ο ίδιος την Έφεση του, πράγμα που έπραξε. Μέσω της σύντομης αγόρευσής του επανάλαβε ουσιαστικά τους λόγους έφεσης. Μεταξύ άλλων επικαλέστηκε παρανομία στα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, από τα οποία προέκυψε η εναντίον του μαρτυρία. Αναφέρθηκε, επίσης, στις προσωπικές του περιστάσεις και στο παιδί του που βρίσκεται στο εξωτερικό, καθώς και στην οικονομική του κατάσταση η οποία, όπως ισχυρίστηκε, επιβαρύνεται λόγω της κράτησής του.

 

Αντίθετη, είναι η θέση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση[1]. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997)                      2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v.  Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Τουμάζου v.  Δημοκρατίας (2014)                2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997)                  2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v.  Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα είναι σοβαρά. Με πιο σοβαρό το αδίκημα του εμπρησμού για το οποίο προβλέπεται κατά ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης 14 ετών. Ούτε, βεβαίως, αμφισβητείται το ύψος των ενδεχόμενων ποινών σε περίπτωση καταδίκης. Αυτό που αμφισβητείται, εν προκειμένω, είναι ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν υφίσταται εφόσον, κατά τον Εφεσείοντα, το μαρτυρικό υλικό δεν πιθανολογεί καταδίκη λόγω του ότι δεν είναι επαρκές.

 

Να υπενθυμίσουμε ότι στο στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010)                         2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).

 

Όπως είναι δε νομολογημένο «κατ’ εξοχή …. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Georgi Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016). Κατ’ εξοχή, λοιπόν, αρμόδιο να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού ήταν το Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο υιοθέτησε το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου υπό άλλη σύνθεση στις 26/7/2021, με βάση το οποίο είχε εξετασθεί το μαρτυρικό υλικό το οποίο αφορούσε, κυρίως, στην αναγνώριση του Κατηγορούμενου από υλικό το οποίο είχε περισυλλέξει η Αστυνομία από κλειστά κυκλώματα βιντεοπαρακολούθησης και το οποίο σχετίζετο με τα υπό κρίση αδικήματα.

 

Η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Τα όσα δε προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με μοντάζ και γενικότερα οποιαδήποτε άλλα ζητήματα αφορούν στο εν λόγω υλικό και σχετίζονται με την εμπλοκή του στην υπόθεση, είναι ζητήματα που θα αποφασισθούν από το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της δίκης, εφόσον εγερθούν. Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη. (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι ικανοποιούνται τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η Νομολογία για σκοπούς κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη. Ορθά δε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και οι δεσμοί του με την Κύπρο συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Ωστόσο έκρινε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε άλλη κρίση εκτός από την κράτηση του. Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται, οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και οι δεσμοί του με την Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πλην όμως δεν εξουδετέρωσαν τον κίνδυνο φυγοδικίας όπως αυτός προέκυπτε από την κατάληξη του ως προς τους τρεις παράγοντες που τον θεμελίωναν.

 

Επιπλέον, το Κακουργιοδικείο ορθώς συνυπολόγισε και τον χρόνο κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι την ημερομηνία ακρόασης ως νέο γεγονός που προέκυπτε, ήτοι αυτό της επιμήκυνσης του χρόνου κράτησης, ο οποίος στην προκείμενη περίπτωση δεν ξεπερνούσε την περίοδο των δύο μηνών.  Όπως, συναφώς, τονίσθηκε στην υπόθεση Χριστούδιας v. Δημοκρατίας (2002)                   2 Α.Α.Δ. 1, το χρονικό διάστημα της περιόδου κράτησης αποτελεί στοιχείο που δεν μπορεί να παραγνωρίζεται, αλλά αντίθετα πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού της πρόβλεψης ύπαρξης των υπόλοιπων παραγόντων.                  Γι’ αυτό εξάλλου η ανάγκη αιτιολόγησης του διατάγματος κράτησης ενυπάρχει σε αυξημένο βαθμό για κάθε νέα περίοδο κράτησης (Σπανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 281).

 

Έχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη Απόφαση υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα ορθά πλαίσια της ευχέρειας του και έδωσε επαρκείς λόγους προς αιτιολόγηση της Απόφασης του.

 

Ως εκ τούτου δεν χωρεί περιθώριο επέμβασης και η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                          Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                 Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134:

 

«Το δικαστήριο θα πρέπει πάντα να ξεκινά από την αρχή ότι η ελευθερία του ατόμου είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και ότι η κράτηση χωρίς την επιβολή ποινής αποτελεί μέτρο                        κατ’ εξαίρεση


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο