MAKUETCHE v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 149/2021, 27/9/2021

ECLI:CY:AD:2021:B408

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 149/2021)

 

27 Σεπτεμβρίου, 2021

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΧΧ MAKUETCHE,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

____________________

 

 

Κ. Κουππαρή (κα) με Δ. Τσολακίδη, για την Εφεσείουσα.

Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού

 Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείουσα απούσα.

 

____________________

 

 

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  (E XT E M P O R E)

 

ΣTAMATIOY, Δ.: Η εφεσείουσα είναι 27 ετών και κατάγεται από το Καμερούν. Στις 13.9.2021, μετέβη στον αερολιμένα Πάφου με στόχο να αναχωρήσει με πτήση για Γαλλία. Παρουσίασε ένα Βελγικό διαβατήριο με αριθμό ΕXXXXXX9 στο όνομα xxx Agnes και κάρτα επιβίβασης για την πιο πάνω πτήση. Κατά τον διαβατηριακό έλεγχο που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι το διαβατήριο ήταν γνήσιο, όμως το πρόσωπο που το είχε στην κατοχή του, δηλαδή η εφεσείουσα, παρουσίαζε διαφορές από το πρόσωπο που απεικονίζετο στη φωτογραφία του διαβατηρίου. Η εφεσείουσα, στη συνέχεια, οδηγήθηκε στα γραφεία του ΚΕΔ στον τομέα αναχωρήσεων, όπου ανακρινόμενη παραδέχθηκε προφορικά ότι ήταν η xxx Makuetche, η οποία κατάγεται από το Καμερούν και είναι αιτήτρια πολιτικού ασύλου. Στη συνέχεια, συνελήφθη και οδηγήθηκε την επόμενη ημέρα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, όπου εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα προσωποκράτησης για περίοδο επτά ημερών. Της λήφθηκε ανακριτική κατάθεση, στην οποία παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος.

 

Στις 20.9.2021 καταχωρήθηκε εναντίον της κατηγορητήριο με δύο κατηγορίες, ήτοι της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των Άρθρων 360 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154,  και κλοπής δια ευρέσεως κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου επιλήφθηκε αυθημερόν της υπόθεσης όπου η εφεσείουσα παραδέχθηκε την κατηγορία της πλαστοπροσωπίας, ενώ αναστάληκε η δεύτερη κατηγορία για την οποία είχε καταχωρηθεί μη παραδοχή και της επιβλήθηκε ποινή δύο μηνών άμεσης φυλάκισης.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος που παραδέχθηκε και ότι αδικήματα αυτής της φύσης βρίσκονται σε έξαρση, με αποτέλεσμα να προκύπτει ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Προς όφελος της εφεσείουσας έλαβε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν του και ιδιαίτερα την άμεση παραδοχή και ειλικρινή απολογία της στο Δικαστήριο, την παραδοχή της στην Αστυνομία και τη συνεργασία της που οδήγησε στην άμεση και πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης, το λευκό της ποινικό μητρώο, τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, καθώς και τις προσωπικές και οικογενειακές της περιστάσεις, ειδικότερα ως προς τον τρόπο με τον οποίο έχει διαφύγει από τη χώρα της, καθώς και το γεγονός ότι εκκρεμεί προσφυγή που έχει καταχωρήσει ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Αναφέρθηκε, επίσης, στο ιατρικό πιστοποιητικό που κατατέθηκε, το οποίο καταδεικνύει ότι είναι έγκυος, καθώς και ένα πιστοποιητικό του 2017, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και το οποίο δηλώνει ότι αυτή πάσχει από ηπατίτιδα.

 

Δεδομένου ότι η εφεσείουσα ήταν εγκυμονούσα, το Δικαστήριο απασχόλησαν οι πρόνοιες του περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμο (Ν.33(Ι)/2005) και αναφέρθηκε στο Άρθρο 3(1)(α). Έκρινε δε ότι, με δεδομένο πως η εφεσείουσα αντιμετωπίζει αδίκημα το οποίο είναι πλημμέλημα, για το οποίο προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη, και λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος, σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορούσε να επιβάλει ποινή φυλάκισης, την οποία και επέλεξε ως την αρμόζουσα ποινή. Εξέτασε, στη συνέχεια, κατά πόσο θα  έπρεπε να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, δυνάμει των διατάξεων του περί Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου (Ν.95/1972), όπως τροποποιήθηκε. Έκρινε ότι δε συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την αναστολή της φυλάκισης, καθότι δε θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, δε θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σε ό,τι αφορά τις συνέπειες από τη διάπραξη αυτού του αδικήματος που στόχο έχει την εξαπάτηση των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και πως όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη ως προς την έκταση της ποινής που επιβλήθηκε.

 

Με την υπό κρίση έφεση προβάλλεται ότι η φυλάκιση είναι εσφαλμένη ως θέμα αρχής, καθότι το Δικαστήριο παραπλανήθηκε όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά ή το εφαρμοστέο δίκαιο (πρώτος λόγος έφεσης) και ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης εναντίον της εφεσείουσας, αφού δεν εξάντλησε τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά την εξέταση του ενδεχομένου της αναστολής της ποινής φυλάκισης, αγνοώντας τους λόγους που θα την αιτιολογούσαν και που με λεπτομέρεια παρουσιαστήκαν από την υπεράσπιση κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής (δεύτερος λόγος έφεσης).

 

Η νομολογία, ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί της επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, είναι ευθυγραμμισμένη. Συνοψίσθηκαν στην υπόθεση Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, ως εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:B779, Ποιν. Έφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779»

 

Ο περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμος (Ν.33(Ι)/2005) τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Στο ερμηνευτικό του μέρος αναφέρει ότι  ««μητέρα» σημαίνει έγκυο ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών». Το Άρθρο 3 του Νόμου αναφέρει τα εξής:

 

«3.(1)  Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες  οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α)Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,

(β)το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και

(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε μόνο στην παράγραφο (α) του Άρθρου 3(1) για να καταλήξει ότι μπορούσε να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Όμως, για να επιβληθεί ποινή φυλάκισης θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), όπως ρητά διαλαμβάνεται στο Νόμο με τη χρήση της φράσης «όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις». Το Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε μόνο στις πρόνοιες του Άρθρου 3(1)(α), παραλείποντας να εξετάσει κατά πόσο πληρούντο οι υπόλοιπες πρόνοιες της εν λόγω νομοθετικής διάταξης. Όπως προκύπτει σαφώς από τα περιστατικά της υπόθεσης, τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (β) δεν ικανοποιούνταν, εξ αντικειμένου. Δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ότι η εφεσείουσα χρησιμοποίησε βία ή ότι αποτελεί απειλή για τη κοινωνία και ούτε βέβαια έγιναν ανάλογα ευρήματα.

 

Η παράγραφος (γ) εξετάζεται αφού έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις της παραγράφου (β) και ουσιαστικά ενσωματώνει τη βασική αρχή ότι ποινή φυλάκισης επιβάλλεται εκεί μόνο όπου οιαδήποτε άλλη ποινή θα ήταν ακατάλληλη και ανεπαρκής, με αναφορά στη προστασία της κοινωνίας, στη βάση ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία. Ειδική αναφορά γίνεται στην επιλογή της ποινής φυλάκισης με αναστολή. Η άμεση φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί μόνο εφόσον η φυλάκιση με αναστολή είναι ανεπαρκής. Όμως, αυτό δεν μπορεί να αποφασιστεί εκ προοιμίου. Πρώτα αποφασίζεται η επιβολή της φυλάκισης και το ενδεχόμενο αναστολής της εξετάζεται εκ των υστέρων (Παναγιώτου v. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 342).

 

Η μεγαλύτερη όμως παραδοξότητα προκύπτει από τις ερμηνευτικές διατάξεις του νόμου. Αναφέρεται ότι: «“ποινή στερητική της ελευθερίας” σημαίνει ποινή φυλάκισης, αλλά δεν περιλαμβάνει ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης ή ενεργοποίηση ποινής φυλάκισης με αναστολή.» Δηλαδή, ακόμα και αν δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3, μπορεί να επιβληθεί σε μητέρα ποινή φυλάκισης με αναστολή, ενώ δεν μπορεί να της επιβληθεί ποινή άμεσης φυλάκισης. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί. Η κατάληξη σε ποινή φυλάκισης με αναστολή προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη επιλέξει την φυλάκιση, που αν δεν αναστείλει θα είναι άμεση. Δεν μπορεί όμως να την επιλέξει με την προοπτική της αναστολής της.[1]

 

Εν προκειμένω, εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1)(β) και (γ) του περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμου, το Δικαστήριο δε νομιμοποιείτο να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Συνακόλουθα, η επιβληθείσα ποινή παραμερίζεται. Εφόσον δε η εφεσείουσα έχει παραμείνει στις φυλακές για κάποια περίοδο μέχρι σήμερα, δεν κρίνεται σκόπιμο να επιβληθεί άλλη ποινή.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ



[1] Fedorov v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.40/2021, ημερ. 20.7.2021: «Εφόσον επιλεγεί η φυλάκιση σημαίνει ότι ο εγκλεισμός του καταδικασθέντα στη φυλακή έχει κριθεί κατάλληλος.  Η φυλάκιση επιβάλλεται όταν οιαδήποτε άλλης μορφής ποινή κρίνεται ακατάλληλη και ανεπαρκής και ουδέποτε επιλέγεται με την προοπτική αναστολής της, που είναι διεργασία μεταγενέστερη». 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο