ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 152/2020, 28/9/2021

ECLI:CY:AD:2021:B411

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.  152/2020

 

 

 

28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2021

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στες

 

 

 

XXX ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

Δ. Τσολακίδης για Εφεσείοντα

Μ. Χαραλάμπους (κα) για την Εφεσίβλητη

--------------------------------

 

Η  απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το αποτέλεσμα είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Λ. Παρπαρίνο, Δ.  Ο κ. Ιωαννίδης Δ., θα δώσει όμως δική του απόφαση αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης

-------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.    Στον Εφεσείοντα, μετά από δική του παραδοχή επεβλήθηκαν οι κάτωθι ποινές.

 

1.    Στην κατηγορία αρ. 3 στο Κατηγορητήριο που αφορούσε κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, δηλ. 368,3 γραμμάρια κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα – 3 χρόνια και 8 μήνες φυλάκιση.

2.    Στην κατηγορία 4 που αφορούσε κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι ίχνη κάνναβης – 6 μήνες φυλάκιση.

3.    Στην έκτη κατηγορία που αφορούσε κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, ήτοι 13.47 γραμμάρια κοκαΐνης με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο – 2½ χρόνια φυλάκιση

4.    Στην έβδομη κατηγορία που αφορούσε κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α ήτοι 12.87 γραμμάρια μεθαμφεταμίνης – 1½  χρόνο φυλάκιση.

5.    Στην όγδοη κατηγορία που αφορούσε την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β ήτοι 0.55 γραμμάρια κάνναβης  – 6 μήνες φυλάκιση.

6.    Στην δέκατη κατηγορία που αφορούσε την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι ίχνη κάνναβης που ανευρέθηκαν επί ζυγαριά ακριβείας – 6 μήνες φυλάκιση.

7.    Στην 11η κατηγορία που αφορούσε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και αφορούσε το ποσό των €4.975 που γνώριζε ότι τούτο αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων της κατοχής και προμήθειας ελεγχόμενων φαρμάκων – 16 μήνες φυλάκιση.

8.    Στην 12η κατηγορία που αφορούσε κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β ήτοι 1.82 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης  – 8 μήνες φυλάκιση.

 

Σημειώνεται ότι όλα τα αδικήματα διεπράχθησαν μεταξύ 20.4.2020 και 21.4.2020 σε διαφορετικές περιοχές της Λευκωσίας.

 

Επίσης να σημειωθεί ότι δεν επεβλήθησαν ποινές στις Κατηγορίες 2 και 5 καθότι, ως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, τα γεγονότα τους περιλαμβάνονται στις κατηγορίες 3 και 6.

 

Περαιτέρω θα πρέπει να λεχθεί ότι μετά από αίτημα του Εφεσείοντα, στην επιμέτρηση της ποινής λήφθησαν υπόψιν οι κάτωθι υποθέσεις των οποίων παραδέχθηκε τις κατηγορίες.

 

(α) Αρ. 23995/2019 Ε.Δ. Λευκωσίας που αφορούσε τις κατηγορίες:

                     i.        Παράνομη κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ.

                    ii.        Παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και

                   iii.        Παράνομη προπαρασκευή για νομισματοκοπία.

 

(β) Αρ. 259/20 Ε.Δ. Λευκωσίας που αφορούσε τις κατηγορίες:

                     i.        Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α.

                    ii.        Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β.

                   iii.        Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο και

                  iv.        Παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης ως ακολούθως:

 

"ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

 

Οι ποινές που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι έκδηλα υπερβολικές και/ή υπέρμετρα αυστηρές υπό το φως του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης και των μετριαστικών παραγόντων που είχαν τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ενώ περαιτέρω παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των παραβατών και δημιουργούν αίσθημα αδικίας στον Εφεσείοντα.

 

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 30(4)(β) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/1977), παρέλειψε να προσδώσει βαρύτητα στο γεγονός ότι ο Εφεσείοντας κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ουσιοεξαρτημένο άτομο (Άρθρο 30(4)(β)(iv) του Ν.29/1977).

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή της υπεράσπισης αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων καθώς αφενός η εκδοχή της υπεράσπισης δεν συγκρούετο με τα γεγονότα που είχαν εκτεθεί εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής και εν πάση περιπτώσει δεν αμφισβητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή και αφετέρου σε κανένα στάδιο κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής το Δικαστήριο δεν ζήτησε διευκρινίσεις επί των γεγονότων και δεν εξέφρασε οποιαδήποτε αμφιβολία ή προβληματισμό για τα γεγονότα ως ξεκαθαρίστηκαν από την Υπεράσπιση."

 

 

Ο δεύτερος λόγος απεσύρθηκε από τον Εφεσείοντα και συνεπώς δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.

 

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τον τρίτο λόγο έφεσης λόγω της τυχόν επίδρασης που θα έχει στην όλη έφεση.

 

Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε, εσφαλμένα, τις πρόνοιες του Νόμου, ήτοι του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/1977, Άρθρο 30(4)(β)(iv) στο οποίο προβλέπεται ως μετριαστικός παράγοντας η εξάρτηση κατηγορουμένου στις ναρκωτικές ουσίες.  Παρέπεμψε προς τούτο στη σελ. 13 της πρωτόδικης απόφασης. 

 

Αντίθετη, βεβαίως, ήτο η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εφεσίβλητης.

 

Το Άρθρο 30(4)(α) και (β) προβλέπει:

(4) Χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων σχετικών διατάξεων και επιπρόσθετα απ’ αυτές, το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής μεταξύ άλλων λαμβάνει υπόψη του τα ακόλουθα περιστατικά:

(α) Ως καθιστώντα το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό-

(i)         Την ανάμειξη στη διάπραξη του αδικήματος οργανωμένης ομάδας εγκληματιών στην οποία ο κατηγορούμενος ανήκει˙

(ii)        την ανάμειξη του κατηγορουμένου σε διεθνείς οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες˙

(iii)        την ανάμειξη του κατηγορουμένου σε άλλες παράνομες δραστηριότητες οι οποίες διευκολύνονται με τη διάπραξη του αδικήματος˙

(iv)       τη χρήση βίας, πυροβόλων όπλων ή επιθετικών όπλων ή αντικειμένων κατά τη διάπραξη του αδικήματος˙

(v)        το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατέχει δημόσιο αξίωμα ή θέση και το αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε σχετίζεται με το εν λόγω αξίωμα ή θέση˙

(vi)       τη θυματοποίηση ή εκμετάλλευση ανηλίκων ή διανοητικώς ή λόγω ψυχικής νόσου πασχόντων˙

(vii)       το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στις φυλακές ή σε κρατητήριο της Αστυνομίας ή στέγη ή ίδρυμα υπό τον έλεγχο, επίβλεψη ή φροντίδα του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή πλησίον τέτοιων στεγών ή ιδρυμάτων ή σε άλλους χώρους όπου συχνάζουν μαθητές ή φοιτητές για εκπαιδευτικές, αθλητικές, κοινωνικές ή άλλες δραστηριότητες˙

(viii)      το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε σε χώρο εντός εκπαιδευτικού ιδρύματος ή σε χώρους εκδηλώσεων για ανηλίκους, συμπεριλαμβανομένων παιδότοπων και άλλων οργανωμένων χώρων συνάθροισης παιδιών ή σε αθλητικούς χώρους ή σε απόσταση που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) μέτρα από την είσοδο ή την έξοδο ή την περίφραξή τους.

(β) Ως καθιστώντα το αδίκημα λιγότερο σοβαρό-

(i)         Η ηλικία του κατηγορουμένου˙

(ii)        το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα παρασυρόμενος από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σ’ αυτόν˙

(iii)        ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη σε εμπορία ή διακίνηση ναρκωτικών και ότι το παράπτωμα του σχετίζεται αποκλειστικά με χρήση ναρκωτικών˙

(iv)       το βαθμό της εξάρτησης του κατηγορουμένου από ναρκωτικά˙

(v)        την αποδεδειγμένη μεταμέλεια του κατηγορουμένου η οποία μεταξύ άλλων μαρτυρείται από τη συνεργασία του με τις αρχές για τη δίωξη των προμηθευτών και την προθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία για απεξάρτηση˙

(vi)       το είδος και την ποσότητα των απαγορευμένων ουσιών που βρέθηκαν στην κατοχή του˙

(vii)       το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε από τα περιστατικά που αναφέρονται στο (α)(i)-(vi) πιο πάνω.

 

Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 13 της απόφασης του δεν έχει την έννοια που αποδίδεται από τον Εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρει ότι η εξάρτηση του Εφεσείοντα στις ναρκωτικές ουσίες δεν είναι μετριαστικός παράγοντας. Εκείνο που αναφέρει είναι ότι "δεν μετριάζει ουσιαστικά  την ποινή που θα του επιβληθεί".  (η υπογράμμιση είναι δική μας)  Πρόσθετα, αναφέρει ρητά ότι λαμβάνει υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα για σκοπούς εξατομίκευσης της ποινής στο βαθμό και στην έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής (βλ. σελ. 9) και στις σελ. 15 και 16 της απόφασης στις σημαντικές περιστάσεις του.  Μέσα στα πλαίσια αυτά αναφέρει ότι "ο Κατηγορούμενος είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών από την εφηβική του ηλικία, εξαρτημένος πλέον από αυτές, κυρίως από την μεθαμφεταμίνη".  Συνεπώς δεν είναι ορθή η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν τον μετριαστικό αυτό παράγοντα. 

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης κατά συνέπεια απορρίπτεται.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγήθηκε, αναφορικά με τον πρώτο λόγο, ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα είναι έκδηλα υπερβολικές, παραβιάζουν την Αρχή της Ισότητας μεταξύ των παραβατών και δημιουργούν αίσθημα αδικίας σ'  αυτόν.

 

Το Ανώτατο εξετάζοντας κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής περιορίζεται στα γεγονότα και ελαφρυντικά ή επιβαρυντικά στοιχεία όπως αυτά έχουν εκτεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και φαίνονται στα πρακτικά της υπόθεσης (βλ. The Attorney General v. Kouppis a.o. (1961) C.L.R. 188, Κουφού κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396).

 

Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αυτό έχει τονιστεί επανειλημμένα.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όταν είναι το αποτέλεσμα σφάλματος Αρχής. Ποινή μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους Αρχής εφόσον "παρεισφρείουν στον καθορισμό της εξωγενείς παράγοντες και έκδηλα υπερβολική, οποτεδήποτε το στοιχείο της υπερβολής καταφαίνεται εξ αντικειμένου (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200, 207)."  Αυτά λέχθηκαν στην Λοΐζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546.

 

Tο στοιχείο της υπερβολής ή ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).  Βέβαια, είναι δεδομένη από ότι φαίνεται από τη νομολογία, η αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικές ουσίες.

 

Στην xxx Ιωάννου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 78/203 ημερ. 8.12.2014 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την ισότητα μεταχείρισης παραβατών:

"Σε σχέση με την ισότητα μεταχείρισης των παραβατών που έθιξε η ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, παρατηρούμε ότι είναι η υποχρέωση του Δικαστηρίου να μεταχειρίζεται ομοιόμορφα όλους όσους ευρίσκονται στην ίδια θέση (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251).  Εξ' άλλου αυτό διασφαλίζεται από το άρθρο 28.1 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο όλοι οι πολίτες ενώπιον του νόμου και δικαιοσύνης είναι ίσοι.  Ο όρος δεν σημαίνει και την ακριβή αριθμητική εξίσωση της ποινής δυο παραβατών, αλλά διασφαλίζει μόνο την ισότητα έναντι αυθαιρέτων διακρίσεων και καθόλου δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593, Λοϊζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546).  Στην Κoukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,  αναφέρεται πότε μια ποινή μπορεί να θεωρηθεί άνιση κατ' έφεση.  Σύμφωνα με την απόφαση «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική και τέτοια που να προκαλεί λόγω της μεγάλης ομοιότητας της θέσης των κατηγορουμένων, αισθήματα αδικίας και να δίδει την αίσθηση ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη.  Στην Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273 λέχθηκε ότι «η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα.  Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης που να δικαιολογεί μείωση κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής.  Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση φυσικής δικαιοσύνης.  Όπως αναφέρεται στο Principles of Sentencing, 2nd edition, D.A. Thomas, σελ. 71, η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήταν υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικά αίσθημα παραπόνου."

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία παραδέχθηκε ο Εφεσείων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αμφισβητηθεί.  Οι προβλεπόμενες από τον Νόμο ποινές και η νομολογία, δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.  Εδώ, οι προβλεπόμενες ποινές για τα αδικήματα υπό εξέταση είναι 8 έτη για τις κατηγορίες 2, 4, 8, 10 και 12, 12 έτη για τις κατηγορίες 5 και 7, 14 έτη για την κατηγορία 11 και φυλάκιση δια βίου στις κατηγορίες 3 και 6.  Επίσης, θα πρέπει να λεχθεί ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν θα πρέπει να υποβαθμίζει την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Εφεσείων, αλλά ούτε και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αδικημάτων της φύσης υπό εξέταση.  Τα αδικήματα υπό αναφορά, αναμφίβολα, έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, προκαλούν καταστροφή στον άνθρωπο και υπόσταση του, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, την καταστροφή οικογενειών αλλά και των ιδίων των χρηστών.  Όλα αυτά για το εύκολο κέρδος ολίγων οι οποίοι θησαυρίζουν εις βάρος καταστραμμένων ψυχών, χωρίς συνείδηση γι  αυτούς παρά για το κέρδος τους.  Συνεπώς είναι αναγκαία η ανάλογη αντιμετώπιση των αδικημάτων αυτών για την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, πάντοτε βέβαια στο ορθό πλαίσιο και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.  Η αποτροπή είναι το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό και την έκταση της ποινής.  Οι ποινές που επιβάλλονται σε άλλες υποθέσεις είναι προς καθοδήγηση αλλά δεν επιβάλλουν και την ακριβή αριθμητική εξίσωση τους.  Η κάθε υπόθεση κρίνεται στα δικά της περιστατικά και εδώ η κρινόμενη εγκληματική δράση του Εφεσείοντα δεν είναι αμελητέα.  Ούτε οι ποσότητες των επίδικων ελεγχόμενων φαρμάκων κρίνονται ως μικρές υπό την έννοια που αποδίδει ο Εφεσείων.

 

Αφού σταθμίσαμε κάθε παράγοντα και κάθε πτυχή που περιβάλλει τις επιβληθείσες ποινές, είμαστε της γνώμης ότι δεν παραβιάστηκε οιαδήποτε αρχή αλλά ούτε ότι αυτές είναι έκδηλα υπερβολικές ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας των όσων προβάλλονται στον τέταρτο λόγο έφεσης.

 

Συναφώς οι λόγοι  έφεσης ένα και τέσσερα δεν μπορούν να επιτύχουν.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                          Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                          Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                               

 

 

 

/γκ

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 152/2020)

28 Σεπτεμβρίου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

XXX ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ,

Εφεσείων

       v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

_________________________

Δ. Τσολακίδης, για τον Εφεσείοντα.            

Μ. Χαραλάμπους (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(σχετικά με τον 4ο  λόγο Έφεσης)

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Συμφωνώ με την απόφαση του αδελφού Δικαστή Παρπαρίνου ότι η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. 

 

Σημειώνω όμως τα ακόλουθα σε σχέση με τον 4ο  λόγο Έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:

 

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή της υπεράσπισης αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων καθώς αφενός η εκδοχή της υπεράσπισης δεν συγκρούετο με τα γεγονότα που είχαν εκτεθεί εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής και εν πάση περιπτώσει δεν αμφισβητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή και αφετέρου σε κανένα στάδιο κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής το Δικαστήριο δεν ζήτησε διευκρινίσεις επί των γεγονότων και δεν εξέφρασε οποιαδήποτε αμφιβολία ή προβληματισμό για τα γεγονότα ως ξεκαθαρίστηκαν από την Υπεράσπιση.

 

 

Δεν αμφισβητείται, και ορθά, πως με τα όσα είχε αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν ετίθετο θέμα μη αποδοχής της παραδοχής.  Ως γνωστό, σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο οφείλει να σημειώσει μη παραδοχή (Vryoni v. Police (1986) 2 ΑΑΔ, 102 και Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ, 405). 

 

Θεωρώ ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι ο Εφεσείων «δεν αποκάλυψε στην Αστυνομία τον, ως ισχυρίζεται, προμηθευτή του και ιδιοκτήτη των ναρκωτικών ουσιών που ανευρέθηκαν στην κατοχή του.  Συνεπώς δεν  μπορεί να τίθεται γενικά και αόριστα ως ετέθη ο συγκεκριμένος ισχυρισμός προς μετριασμό της ποινής του».     Ουσιαστικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε μια θέση του Εφεσείοντα που αφορούσε στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, η οποία όμως ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, και κατά την ταπεινή μου άποψη δεν ήταν ούτε γενική ούτε αόριστη, επειδή δεν κατονομάστηκε ο προμηθευτής, το όνομα του οποίου ουδέποτε η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε.   Παρόμοια εσφαλμένη προσέγγιση από Πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρξε και στην υπόθεση Αριστοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ, 178.   Το Εφετείο εκεί βρήκε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής, επειδή παραγνώρισε τα γεγονότα και τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, ως αυτά είχαν εκτεθεί από την Υπεράσπιση και δεν είχαν αμφισβητηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή.

     

Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να αμφισβητήσει τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα σε σχέση με τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, αλλά όφειλε να τα είχε λάβει και αυτά υπόψη του.  Εν πάση περιπτώσει, εάν θεωρούσε πως τα εκτεθέντα ενώπιον του γεγονότα δεν ήταν σαφή, και ήθελε διευκρινίσεις, που εδώ δεν ήταν η περίπτωση, όφειλε να είχε θέσει το θέμα στην παρουσία και των δύο πλευρών για να τους δώσει τη δυνατότητα να προβάλουν τις θέσεις τους πριν από την έκδοση της απόφασης του, και όχι να εγείρει το θέμα με την απόφαση του.

 

Όμως το  Πρωτόδικο Δικαστήριο, λίγο πιο κάτω στην απόφαση του, σχολιάζει τη θέση του Εφεσείοντα, και ουσιαστικά φαίνεται τώρα να την αποδέχεται.   Πιο συγκεκριμένα, για το θέμα αυτό σημειώνει τα ακόλουθα, τα οποία είναι ορθά:  «Ενώ, σχετικά με τη θέση του κατηγορούμενου 1, ότι, ο ρόλος του αποθηκάριου που επιτέλεσε, σε ότι αφορά την προαναφερόμενη αρκετά μεγάλη  ποσότητα κάνναβης στην υπόθεση αυτή, δικαιολογεί μετριασμό της ποινής του, αρκεί να αναφερθεί, ότι, ακόμη και αυτός ‘δίδει τη δυνατότητα της άμεσης εξάπλωσης και χρήσης ναρκωτικών σε ευρύ αριθμό ατόμων με άμεσο καταστρεπτικό αντίκτυπο στον κοινωνικό ιστό’.   Από αυτή την άποψη, συνεπώς, ο ρόλος αυτός που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος 1 δεν είναι ουσιαστικά υποδεέστερος οποιουδήποτε άλλου έχει ως αποτέλεσμα το  προαναφερόμενο ζημιογόνο αποτέλεσμα».          

 

Να σημειώσω πως χρόνια πριν στην υπόθεση Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ, 400, το Εφετείο σημείωσε τα ακόλουθα για παρόμοιους, βεβαίως, ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί:   «Άσχετα με τη διάρκεια της κατοχής των ναρκωτικών από τον Εφεσείοντα κυρίαρχο στοιχείο της εγκληματικής του συμπεριφοράς ήταν η διευκόλυνση του κατηγορούμενου 1 στο να αποφύγει τις συνέπειες της εγκληματικής δράσης του.  Αυτό αποτελεί ένα άκρως επιβαρυντικό παράγοντα».

 

Εν κατακλείδι, στη βάση και των πιο πάνω, ουδόλως οι επιβληθείσες ποινές κρίνονται έκδηλα υπερβολικές, και συμφωνώ ότι η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

/ΕΑΠ.   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο