Α. Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 203/2019, 12/10/2021

ECLI:CY:AD:2021:D467

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 203/2019)

 

 

12 Οκτωβρίου, 2021

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

 

Α. Α.,

 

Εφεσείων,

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

___________________

 

Ευάγγελος Πουργουρίδης, για Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Μaρίνα  Μασούρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

____________________

 

Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών.

____________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση,  προσβάλλει, ως λανθασμένη, την καταδίκη του από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο, (το Δικαστήριο), στην ποινική υπόθεση αρ. 745/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Αυτή αφορούσε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα και ήταν το επιστέγασμα δίκης.  Βασικό αντικείμενο των λόγων έφεσης αποτελεί η αξιολόγηση, από το Δικαστήριο, της μαρτυρίας, ειδικά, της παραπονουμένης, (Μ.Κ.2), υπό το φως του περιεχομένου της και του περιεχομένου της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων κατηγορίας. 

 

Η καταδικαστική απόφαση αφορούσε τις κατηγορίες 4, 6, 12, 13, 14, 15, 16 και 17 επί του κατηγορητηρίου.  Οι πρώτες δύο, ήτοι η τέταρτη και η έκτη, αφορούσαν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, (Ν. 91(Ι)/2014).  Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων στην κάθε μια.  Η ποινή αυτή ήταν και η ψηλότερη που τού είχε επιβληθεί.  Οι υπόλοιπες έξι κατηγορίες, από τη δωδέκατη έως τη δέκατη έβδομη, αφορούσαν το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και των άρθρων 2(1)(4) και 4(1)(2)(α) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, (Ν. 119(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, ειδικά, από τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο 212(Ι)/2004.  Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τριών χρόνων στην κάθε μια από τις κατηγορίες 12, 13, 14 και 17.  Στις κατηγορίες 15 και 16 δεν τού επέβαλε οποιαδήποτε ποινή.  Οι λεπτομέρειες αδικήματος σε τούτες ήταν ίδιες με εκείνες του αδικήματος των κατηγοριών 4 και 6.

 

Ο εφεσείων, στο πλαίσιο της πιο πάνω υπόθεσης, αντιμετώπισε και πολλές άλλες κατηγορίες, για παρόμοιας ή και ηπιότερης φύσεως αδικήματα.  Κάποιες από αυτές, συγκεκριμένα, οι κατηγορίες 24 έως 33, διακόπηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, κατά το στάδιο ολοκλήρωσης της υπόθεσής της, οπότε ο εφεσείων απαλλάχθηκε τούτων.  Σε κάποιες άλλες, ήτοι στις κατηγορίες 18 έως 23 και 34 έως 39, ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή και τού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών στην κάθε μια.  Μια τέταρτη ομάδα κατηγοριών, οι υπ’ αρ. 1, 2, 3, 5, 7, 8, 9, 10 και 11, εξετάστηκαν κατά τη δίκη, συγχρόνως με τις άλλες, παρόμοιας φύσεως, κατηγορίες που έχουν προαναφερθεί.  Η απόφαση του Δικαστηρίου, σε σχέση με τούτες, ήταν αθωωτική.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή δεν καταχώρισε έφεση κατά της εν λόγω αθωωτικής απόφασης.  Ούτε ο εφεσείων καταχώρισε έφεση κατά των επιβληθεισών σε αυτό συντρεχουσών, ως η διαταγή του Δικαστηρίου, ποινών.  Επίσης, σημειώνεται πως ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, δεν αμφισβητεί την ορθότητα της ερμηνείας και της εφαρμογής, από το Δικαστήριο, των αντίστοιχων προνοιών των προαναφερθέντων Νόμων, επί των οποίων τούτο βασίστηκε για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του.  ΄Οπως έχει προαναφερθεί, αμφισβητεί την αξιολόγηση, από το Δικαστήριο, της ενώπιόν του τεθείσας μαρτυρίας, ειδικά, της μαρτυρίας της παραπονουμένης, και τα ευρήματά του σε σχέση με αυτή.

 

Βασική μάρτυρας κατηγορίας, γνώστης, όπως κρίθηκε από το Δικαστήριο, των γεγονότων που προέταξε η Κατηγορούσα Αρχή για την απόδειξη των κατηγοριών, σε σχέση προς τις οποίες διεξήχθη η δίκη, ήταν η παραπονουμένη.  Με βάση τα γεγονότα τα οποία τούτο διαπίστωσε ως αληθή, αυτή μόνο ήταν σε θέση να γνωρίζει τα περί της άνομης ποινικής συμπεριφοράς που είχε επιδείξει σε βάρος της ο εφεσείων.  Το Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς, από κάθε άποψη, τη μαρτυρία της, κυρίως εκείνη στην οποία προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία η Υπεράσπιση.  Κατέληξε ότι η εκδοχή της, αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά και σε συνάρτηση με τη μαρτυρία άλλων ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας, ήταν αξιόπιστη.  ΄Οπως το έθεσε στην απόφασή του:-

 

«Η σταθερή επανάληψη των γεγονότων από την παραπονούμενη τόσο ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και προς την Μ.Κ.4 και Μ.Κ.7, οι λεπτομέρειες με τις οποίες περιέγραψε τα γεγονότα, η σαφήνεια της μαρτυρίας της, η αμεσότητα και η ευθύτητα της, το γεγονός ότι απαντούσε αυθόρμητα κάθε ερώτηση αλλά και η γενικότερη εικόνα που αποκομίσαμε από την παραπονούμενη στο εδώλιο του μάρτυρα, η συμπεριφορά της και ο τρόπος που κατέθετε καταδεικνύουν κατά την κρίση μας ότι η παραπονούμενη βίωσε αυτή την παράνομη και καταδικαστέα συμπεριφορά του κατηγορούμενου[1] και ότι τα όσα ανέφερε αποτελούν την αλήθεια.

 

Για όλους τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω βρίσκουμε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης είναι αξιόπιστη στο σύνολο της και μικροδιαφορές με την κατάθεση της όπως προκύπτουν από την αντεξέταση της (Τεκμήριο 8) δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία της.  Κρίνουμε ότι η παραπονούμενη είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια και τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν την υπόθεση και αποδεχόμαστε την μαρτυρία της στο σύνολο της.  Είναι η κατάληξη μας ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης είναι τέτοιας ποιότητας ώστε δεν έχουμε κανένα δισταγμό να βασιστούμε σ’ αυτήν χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας προειδοποιώντας κατάλληλα τον εαυτό μας έστω και αν αυτό δεν είναι πλέον αναγκαίο σύμφωνα με τον Ν. 91(Ι)/2014 και κρίνουμε ότι η μαρτυρία της αποτελεί στερεό υπόβαθρο για το Δικαστήριο.»

 

 

 

Το Δικαστήριο, στη βάση των διαπιστώσεών του, ανωτέρω, εξέτασε τις κατηγορίες 1 έως 17, οι οποίες, όπως λέχθηκε ήδη, αποτέλεσαν αντικείμενο της δίκης.  Κατέληξε πως μόνο οι κατηγορίες 4, 6 και 12 έως 17 αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.    Οι υπόλοιπες κατηγορίες απορρίφθηκαν ως μη αποδειχθείσες.  Συγκεκριμένα, οι κατηγορίες 1 και 2 απορρίφθηκαν γιατί δεν αποδείχθηκε ότι τα αδικήματα, στα οποία αυτές αφορούσαν, διαπράχθηκαν μετά την εφαρμογή του Ν. 91(Ι)/2014, ο οποίος αποτελούσε τη νομική βάση τους.  Σε σχέση με τις κατηγορίες 3, 5, 7, 8, 9, 10 και 11, στις οποίες γινόταν αναφορά σε άγγιγμα από τον εφεσείοντα στο στήθος της παραπονουμένης, το Δικαστήριο δε διαπίστωσε στη μαρτυρία της τέτοιου είδους παρενόχλησή της.  Αναφορικά με τις κατηγορίες 4, 6 και 12 έως 16, στις οποίες υπήρξε καταδίκη του εφεσείοντος, το Δικαστήριο έκανε δεκτό, ως αληθινό, τον ισχυρισμό της παραπονουμένης ότι, όπως αναφέρεται στις λεπτομέρειες των αντίστοιχων κατηγοριών, κατά τα έτη 2012 έως 2016, ο εφεσείων την παρενόχλησε σεξουαλικά, αγγίζοντάς την «στα γεννητικά της όργανα» και βάζοντας «το δάκτυλο του στον κόλπο της».  Σε σχέση με τη δέκατη έβδομη κατηγορία, που αφορά το έτος 2017, στην οποία, επίσης, υπήρξε καταδίκη του εφεσείοντος, οι λεπτομέρειες αδικήματος περιορίζονταν στο ότι αυτός τήν άγγιξε στα γεννητικά της όργανα.  Σημειώνεται πως, παρά την ομοιότητα των λεπτομερειών στις κατηγορίες 4, 6 και 12 έως 16, μόνο οι πρώτες δύο είχαν βασιστεί στις πιο αυστηρές πρόνοιες του Ν. 91(Ι)/2014.  Οι υπόλοιπες βασίστηκαν στο συνδυασμό των προνοιών του Κεφ. 154 και του Ν. 119(Ι)/2000, που έχουν προαναφερθεί. 

 

Ο εφεσείων, με τους λόγους έφεσης 1 έως 7, αμφισβητεί, από διάφορες απόψεις, την ορθότητα της αξιολόγησης, από το Δικαστήριο, της μαρτυρίας της παραπονουμένης.  Σημειώνεται, όμως, ότι γενικόλογοι ως προς τούτο χαρακτηρισμοί, όπως αυτοί που εμφανίζονται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, δε βοηθούν στο να γίνει αντιληπτό τι, ακριβώς, είναι που θεωρείται ότι αποτελεί σφάλμα στο συγκεκριμένο τομέα, ώστε αυτό να τύχει της προσοχής του Εφετείου.  Η πιο πάνω παρατήρηση σχετίζεται με την αναφορά στην αιτιολογία σε «πλημμελή και/ή ατελή και/ή επιλεκτικό» τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονουμένης, χωρίς συνάρτησή της «με την πραγματική μαρτυρία και/ή τα παραδεκτά γεγονότα και/ή με την μαρτυρία άλλων Μ.Κ. (ιδίως των Μ.Κ.3, 4 και 7)», και με την αναφορά ότι, τελικώς, το Δικαστήριο «αποδέχθηκε την εν λόγω μαρτυρία βασιζόμενο σε αυθαίρετα και/ή παράλογα συμπεράσματα και/ή σε ανεπίτρεπτες εικασίες».  Ωστόσο, δεν προσδιορίζεται, σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων κατηγορίας που δεν αξιολογήθηκε σε συνάρτηση με τη μαρτυρία της παραπονουμένης, η οποία έτυχε του ισχυριζομένου, ως άνω, χειρισμού από το Δικαστήριο.  Αντιθέτως, τούτο επιχειρείται με τη χρήση των συνδέσμων «και/ή», που, στην πραγματικότητα, υποδηλοί αβεβαιότητα ως προς την επιθυμητή επιλογή της προς εξέταση μαρτυρίας.  Είναι προφανές ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν έχει αυθύπαρκτη υπόσταση.

 

Στο δεύτερο λόγο έφεσης, που ακολουθεί, επιχειρείται πιο ουσιαστική αντιμετώπιση του θέματος της αξιολόγησης της εκδοχής της παραπονουμένης.  Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται εισήγηση ότι το Δικαστήριο όφειλε να είχε στηριχθεί σε ενισχυτική μαρτυρία, προτού αποφασίσει να κάμει δεκτή, ως αξιόπιστη, τη μαρτυρία της.  Τούτο δε, όπως αιτιολογείται, ήταν αναγκαίο, εξαιτίας των, κατ’  ισχυρισμό, εγγενών αδυναμιών της εν λόγω μαρτυρίας, αυτής ιδωμένης υπό το πρίσμα συγκεκριμένων παραδεκτών ή μη αμφισβητουμένων γεγονότων, που την έθεταν εν αμφιβόλω.  Η θέση τούτη, με την οποία γίνεται εισήγηση εφαρμογής του κανόνα περί αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας σε σχέση με υποθέσεις που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα, όπως είναι η παρούσα, οπωσδήποτε, δε συνάδει με την πρόνοια στο άρθρο 21(1) του Ν. 91(Ι)/2014[2], η οποία επέφερε, ρητώς, την κατάργηση της εφαρμογής του σε περιπτώσεις τέτοιων αδικημάτων.  Η μαρτυρία κάθε μάρτυρα αξιολογείται από το δικαστήριο, στη βάση κοινώς εφαρμοζομένων νομικών αρχών και κριτηρίων, σκοπός των οποίων είναι η διάγνωση της αλήθειας στην εξεταζόμενη υπόθεση.  Δεν είναι νομικά επιτρεπτή η παρείσφρηση, στην άσκηση του καθήκοντος τούτου, στοιχείων, τα οποία τείνουν να δημιουργήσουν διακρίσεις οποιουδήποτε είδους, με αναφορά σε ιδιαιτερότητες στην προέλευση ή και στη φύση της υπό αξιολόγηση μαρτυρίας, (βλ. Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 133/2019, 17.6.2021).

 

Για τους λόγους, λοιπόν, που εξηγούνται πιο πάνω, οι προαναφερθέντες δύο λόγοι έφεσης δεν μπορεί να επιτύχουν.  Ειδικά, ως προς το δεύτερο, επισημαίνεται, επίσης, ότι οι υποδειχθείσες με αυτόν «εγγενείς αδυναμίες» στη μαρτυρία της παραπονουμένης δεν αναγνωρίστηκαν από το Δικαστήριο ως τέτοιες.  Αυτές παραπέμπουν σε αναφορές για φωτογράφιση της παραπονουμένης με τον εφεσείοντα και άλλα συγγενικά τους πρόσωπα, στη διάρκεια εορταστικών οικογενειακών συναντήσεων.  Παραπέμπουν, επίσης, σε μια περίπτωση, κατά την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων που προκάλεσε ο εφεσείων, στην απάντησή της:  «΄Εκαμα τώρα μπάνιο», σε ερώτησή του:  «Τι κάνεις;»   Η στάση και η αντίδραση, αναλόγως, της παραπονουμένης κρίθηκαν από το Δικαστήριο ως φυσιολογικές και η κρίση του αυτή ήταν ορθή, υπό τις δοσμένες περιστάσεις.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ουσιαστικά, καταλογίζεται στο Δικαστήριο η διάπραξη από αυτό κακοδικίας, κατά παράβαση διαφόρων αρχών του δικαίου, οι οποίες αναφέρονται διαζευκτικά, συνεπεία της αποδοχής από το ίδιο αναξιόπιστης, όπως χαρακτηρίζεται, μαρτυρίας.  Η αναφορά είναι στη μαρτυρία της παραπονουμένης και, ειδικά, στον ισχυρισμό της ότι ο εφεσείων την παρενοχλούσε, βάζοντας το δάκτυλό του στον κόλπο της.  Η εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος είναι πως τούτο δε συνάδει με το κοινώς παραδεκτό γεγονός που προέκυψε από την ιατροδικαστική εξέταση της παραπονουμένης, το οποίο αποκάλυψε ότι ο παρθενικός της υμένας ήταν άθικτος.  Παρεμπιπτόντως, το εν λόγω ιατρικό εύρημα αναφέρεται στο δεύτερο λόγο έφεσης, ως μια από τις εκεί χαρακτηρισθείσες ως «εγγενείς αδυναμίες» στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.  Συνεπώς, είναι, περαιτέρω, η εισήγηση ότι η καταγγελία σε βάρος του εφεσείοντος ήταν ψευδής και έγινε στη βάση κινήτρου που είχε η παραπονουμένη, το οποίο κίνητρο δεν καθορίζεται, ωστόσο, στην αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου έφεσης.  Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αναγκαία η αναζήτηση και η εξέταση του ισχυρισθέντος κινήτρου, στην απουσία προσδιορισμού του στο λόγο έφεσης, δεδομένου του πραγματικού ερείσματος, ανωτέρω, της συγκεκριμένης αιτιολογίας. 

 

Στον πιο πάνω λόγο έφεσης, προβάλλεται, προς εξέταση, το κατά πόσο η καταγγελία της παραπονουμένης, αναφορικά με τον τρόπο σεξουαλικής παρενόχλησής της από τον εφεσείοντα, ήταν ψευδής, δεδομένου του πιο πάνω παραδεκτού γεγονότος.  Η απάντηση, βέβαια, είναι πως το γεγονός τούτο, στην απουσία άλλης δεκτής μαρτυρίας ειδικού εμπειρογνώμονα, ότι η αποδοθείσα στον εφεσείοντα πράξη σεξουαλικής παρενόχλησης έπρεπε να είχε προκαλέσει ρήξη στον παρθενικό της υμένα, δεν καθιστά αντινομικό το συγκεκριμένο ισχυρισμό της παραπονουμένης.  Επισημαίνεται, συναφώς, πως θέσεις οι οποίες στηρίζονται σε αντιλήψεις που δε βασίζονται σε επιστημονικά ευρήματα δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αποδεκτή μαρτυρία, ούτε, ασφαλώς, είναι δυνατόν να αποτελέσουν κοινή γνώση, την οποία να μπορεί ένα δικαστήριο να λάβει υπόψη. 

 

Η πιο πάνω κατάληξη σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης καταρρίπτει, μερικώς, και τον τέταρτο λόγο έφεσης, στο βαθμό που αυτός βασίζεται σε αντιφατικό, δήθεν, εύρημα του Δικαστηρίου, αναφορικά με τον προαναφερθέντα τρόπο σεξουαλικής παρενόχλησης της παραπονουμένης.  Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αντίφαση σε σχέση με αυτό, όπως έχει, αμέσως προηγουμένως, εξηγηθεί.  Με τον ίδιο λόγο, όμως, τίθεται, επίσης, θέμα ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου σαφής μαρτυρία πως το 2012 ο εφεσείων είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά την παραπονουμένη με τον προαναφερθέντα τρόπο.  Η μαρτυρία που τέθηκε από την παραπονουμένη ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε πως, όταν αυτή φοιτούσε στην Β΄ τάξη του Γυμνασίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια των ετών 2012 έως 2013, όπως προσδιόρισε το Δικαστήριο, ο εφεσείων άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά.  Το Δικαστήριο έκανε δεκτή τη μαρτυρία αυτή.  Επίσης, διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη παρενόχληση συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του έτους 2017. 

 

Τα πιο πάνω ευρήματα βασίστηκαν στην αναντίλεκτη, ουσιαστικά, μαρτυρία της παραπονουμένης, η οποία δε φαίνεται να αντεξετάστηκε σε σχέση με την πτυχή αυτή.  Δεν υπήρξε παραπομπή, από μέρους της Υπεράσπισης, σε μαρτυρία, ειδικά, της παραπονουμένης, που να αναιρεί τα, ως άνω, ευρήματα του Δικαστηρίου.  Εν ολίγοις, δεν έγινε αναφορά, στο πλαίσιο της έφεσης, σε οποιαδήποτε μαρτυρία, η οποία να ρίχνει σκιά αμφιβολίας στα ευρήματα τούτα.  Επομένως, η υπό εξέταση πτυχή του τέταρτου λόγου έφεσης δεν ευσταθεί και αυτός απορρίπτεται.  Οι ίδιες, ακριβώς, παρατηρήσεις ισχύουν και για τον πέμπτο λόγο έφεσης, σε σχέση προς τον οποίο προβάλλεται η θέση ότι δεν υπήρχε μαρτυρία, από την οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί η διάπραξη του αδικήματος στο οποίο αφορά η δέκατη έβδομη κατηγορία, που, κατά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, έγινε κατά το έτος 2017, πριν από την καταγγελία εναντίον του εφεσείοντος, στις 12.1.2017, στην Αστυνομία, σε σχέση με την υπό αναφορά εγκληματική συμπεριφορά του. 

 

Ο εφεσείων, με τον έκτο λόγο έφεσης, εισηγείται ότι το Δικαστήριο «ενήργησε κατά παράβαση των νομολογηθέντων στην υπόθεση Σάκκου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510  Ακολούθως, στην αιτιολογία, εξηγείται, γενικά, πως τούτο «παρέλειψε να εξετάσει τις συνέπειες που είχε στην αξιοπιστία της[3] … η αθώωση του Εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες που του απέδιδαν πως ακουμπούσε στο στήθος της³  και κατ’  επέκταση η εξαφάνιση των σχετικών γεγονότων.»

 

΄Οπως αναφέρθηκε, ήδη, η δίκη που διεξήχθη σε σχέση με την υπό εξέταση ποινική υπόθεση αφορούσε και στις κατηγορίες 3, 5 και 7 έως 11.  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες σε κάθε μια από αυτές, το αδίκημα το οποίο ο εφεσείων αντιμετώπισε συνίστατο στο ότι αυτός άγγιζε την παραπονουμένη στο στήθος της.  Ο συνήγορος Υπεράσπισης, κατά την αγόρευσή του πρωτόδικα, εισηγήθηκε ότι δεν υπήρχε σαφής αναφορά από την παραπονουμένη, στη μαρτυρία της, για τέτοιου είδους παρενόχλησή της από τον εφεσείοντα.   Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, έκανε δεκτή την εισήγηση, ανωτέρω, του συνηγόρου και αθώωσε τον εφεσείοντα στις εν λόγω κατηγορίες, οι οποίες αναφέρονται στο συγκεκριμένο τρόπο παρενόχλησης της παραπονουμένης.

 

Από την ανάγνωση της πιο πάνω αυθεντίας, διαπιστώνεται ότι το Εφετείο είχε ασχοληθεί με διάφορα θέματα.  Δε φαίνεται, όμως, να ασχολήθηκε με θέμα όπως αυτό που αναφέρεται πιο πάνω ότι απασχόλησε το Δικαστήριο στην υπό εξέταση ποινική υπόθεση.  Εν πάση περιπτώσει, δεν καθορίζεται, στο συγκεκριμένο λόγο έφεσης, ποια πτυχή της προαναφερθείσας υπόθεσης είναι σχετική με το θέμα, ανωτέρω, που απασχόλησε πρωτοδίκως, μάλιστα, με τον τρόπο που έχει προαναφερθεί.  Επομένως, ούτε και ο λόγος αυτός μπορεί να επιτύχει.   

Με τον έβδομο λόγο έφεσης, ο εφεσείων εισηγείται ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη.  Η αναζήτηση του λόγου για την, ως άνω, εισήγηση παρατίθεται στην αιτιολογία, με την εξήγηση πως: «το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε την ποινική του ευθύνη σύμφωνα με τον Νόμο αλλά στην βάση συνειδησιακής και/ή προειλημμένης πεποίθησης ενοχής του, εξού και εν τέλει του απέδωσε την διάπραξη διαφορετικών και/ή περισσοτέρων αδικημάτων από ό,τι του απέδιδε το κατηγορητήριο».  ΄Οπως γίνεται αντιληπτό, είναι οι τελευταίες πιο πάνω εξηγήσεις, που υποστηρίζουν τη «συνειδησιακή και/ή προειλημμένη πεποίθηση ενοχής», που, κατ’  εισήγηση, είχε σχηματίσει το Δικαστήριο σε σχέση με τον εφεσείοντα.  Από την εξέταση της απόφασής του, διαπιστώνεται ότι η μοναδική αναφορά που δυνατό να συσχετιστεί με την αιτιολόγηση, ανωτέρω, είναι οι παρατηρήσεις του, σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονουμένης, πως ο εφεσείων την παρενοχλούσε σεξουαλικά από το 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2017, όταν αυτός καταγγέλθηκε στην Αστυνομία, και πως, στην αρχή, αυτό συνέβαινε τρεις φορές, περίπου, την εβδομάδα και, στη συνέχεια, κάθε βράδυ.  Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει, στην πραγματικότητα, αμφισβητηθεί, το οδήγησε να παρατηρήσει ότι:  «... η απαράδεκτη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν συνεχής καθ’ όλη την διάρκεια μεταξύ των ετών 2012 και 2017 και δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.»  Συμπλήρωσε δε πως τα αδικήματα, για τα οποία, τελικώς, διαπίστωσε την ενοχή του εφεσείοντος, συνέβησαν κατά την προαναφερθείσα περίοδο.  Οι διαπιστώσεις, ανωτέρω, δεν έχει εξηγηθεί πώς καθιστούν τη δίκη του μη δίκαιη, ειδικά, δεδομένου ότι δεν τού έχουν προσαχθεί πρόσθετες κατηγορίες, στη βάση της προηγηθείσας διαπίστωσης.  Επομένως, απορρίπτεται και ο έβδομος λόγος έφεσης.

 

Ο εφεσείων, με τους τελευταίους τέσσερις λόγους έφεσης, (όγδοο έως ενδέκατο), προσβάλλει την αποδοχή, από το Δικαστήριο, της μαρτυρίας της κλινικής ψυχολόγου Μ.Κ.7, (η μάρτυρας).  Ειδικά, με τον όγδοο λόγο, εισηγείται ότι αυτό δεν αντίκρισε ορθά την εισήγηση της Υπεράσπισης πως η μάρτυρας διακατεχόταν από προκατάληψη, κατά τρόπο ώστε να ήταν συνειδησιακά πεπεισμένη ότι η παραπονουμένη τής είχε πει την αλήθεια.  Η κατάληξή του αυτή, όπως γίνεται εισήγηση στον ένατο λόγο έφεσης, ουσιαστικά, αποτελεί επέμβαση στο ρόλο του δικαστηρίου, ως του μοναδικού κριτή της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα.  Επομένως, συμπληρώνει, δεν ήταν επιτρεπτό το Δικαστήριο να προβεί στην αποδοχή της μαρτυρίας της μάρτυρος, σε σχέση με επιμέρους πτυχές της διάγνωσής της αναφορικά με την παραπονουμένη, ως οι λόγοι έφεσης 10 και 11.  Δε χρειάζεται να γίνει περαιτέρω αναφορά στα πιο πάνω θέματα, ως προς τα ευρήματα της μάρτυρος, τα οποία αφορούν την παραπονουμένη. 

 

Η θέση πως η μάρτυρας ήταν συνειδησιακά πεπεισμένη πως η παραπονουμένη είπε την αλήθεια ότι αυτή κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον εφεσείοντα δεν οδηγεί, χωρίς άλλο, στο, ως άνω, επιθυμητό από την Υπεράσπιση συμπέρασμα.  Τούτο πρέπει να καταδεικνύεται με γεγονότα, από τα οποία να είναι δυνατό να διαπιστωθεί, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, (το βάρος  απόδειξης που φέρει η Υπεράσπιση), ότι η μάρτυρας ενήργησε  προκατειλημμένα.  Το Δικαστήριο δεν αναφέρει, στην απόφασή του, να είχε ενώπιόν του, ή και να βασίστηκε σε οποιαδήποτε τέτοια γεγονότα.  Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται ότι ούτε και στους λόγους έφεσης γίνεται κάποια αναφορά, σχετικά, ώστε να ανατρέξει το Εφετείο σε συγκεκριμένη μαρτυρία, προς διερεύνηση της υπό εξέταση εισήγησης εκ μέρους του εφεσείοντος. 

 

Πλέον σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός πως δε διαπιστώνεται, από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο να είχε, κατά οποιοδήποτε τρόπο, βασιστεί στη μαρτυρία της μάρτυρος, προκειμένου να οδηγηθεί στην αποδοχή, ως αληθινής, της μαρτυρίας της παραπονουμένης.  Η πραγματικότητα, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την απόφασή του.  Είναι προφανές ότι η μαρτυρία της μάρτυρος προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, για να επενεργήσει επικουρικά, σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονουμένης.  Το Δικαστήριο δε, καταλήγοντας, όσον αφορά τη μαρτυρία της τελευταίας, ανέφερε πως:  «Η μαρτυρία της παραπονούμενης όπως έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και αναφέρουμε πιο πάνω καταδεικνύει ότι η απαράδεκτη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν συνεχής καθ’ όλη την διάρκεια μεταξύ των ετών 2012 και 2017 …».  Η διαπίστωσή του αυτή, όπως και η προηγούμενη, η οποία παρατίθεται σε περισσότερη έκταση πιο πάνω, καταδεικνύουν ότι το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην ενοχή του εφεσείοντος, βασίστηκε, αποκλειστικά, στη μαρτυρία της παραπονουμένης.  Ως εκ τούτου, και οι τελευταίοι λόγοι έφεσης, ανωτέρω, κρίνονται ανεδαφικοί. 

 

Μια τελευταία γενική παρατήρηση:  Σημειώνεται πως, στην υπόθεση τούτη, δεν τέθηκε θέμα από το γεγονός ότι, στις λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών, χρησιμοποιήθηκε ο παρατατικός χρόνος «άγγιζε» και «έβαζε», ο οποίος δηλώνει χρονική διάρκεια, εν προκειμένω, την επανάληψη, σε κάθε έτος, της συγκεκριμένης πράξης στην οποία αναφερόταν η κάθε κατηγορία.  Τούτο δε δικαίως, δεδομένης της αντίληψης που, τελικώς, σχημάτισε το Δικαστήριο αναφορικά με τη διάπραξη του κάθε αδικήματος.  Ωστόσο, ίσως είναι ορθό να εισαχθεί και στην Κύπρο η ρύθμιση που έγινε στην Αγγλία με τους Criminal Procedure (Amendment) Rules 2007 (SI 2007) 699, καθώς και με τους ίδιους αγγλικούς Κανονισμούς του 2010 (SI 2010/60), σε σχέση με continuing course of conduct[4].  Παρόμοια παρατήρηση έγινε και στην πρόσφατη υπόθεση Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 44/2019, 18.9.2020.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Π.

 

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

                                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

/ΜΠ



[1] (εφεσείοντος)

[2] «21.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.»

[3] (παραπονουμένης)

[4] (Βλ. Rook and Ward on Sexual Offences, Law & Practice, 4η ΄Εκδοση (2010), σελίδες 1001 έως 1002.)

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο