ΧΑΤΖΗΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 26/2020, 6/10/2021

ECLI:CY:AD:2021:B441

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.  26/2020)

 

 

 6 Οκτωβρίου 2021

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

xxx ΧΑΤΖΗΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Εφεσίβλητη

---------------

 

Πέτρος Σταύρου με κ. Λουκά Κάρνο για τον Εφεσείοντα.

Πολίνα Ευθυβούλου (κα) με Θεοδώρα Παπακυριακού (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

--------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

---------------

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

     ΜΑΛΑΧΤΌΣ, Δ.:  Tο βράδυ της 18 προς 19.4.2018 διαπράχθηκε έγκλημα που συντάραξε την κυπριακή κοινωνία.  Ο πρώην κατηγορούμενος 1 διέρρηξε κατοικία στο Στρόβολο και σφάγιασε το ζεύγος των ενοίκων του.  Για την υπόθεση κατηγορήθηκαν τέσσερα πρόσωπα μεταξύ των οποίων ο Εφεσείων (κατηγορούμενος 4).  Οι κατηγορούμενοι 1 - 3, παραδέχτηκαν κάποιες από τις εναντίον τους κατηγορίες ενώ η ακροαματική διαδικασία εξελισσόταν.  Η ακρόαση συνεχίστηκε μέχρι τέλους μόνο για τον Εφεσείοντα, ο οποίος καταδικάστηκε με ομόφωνη απόφαση του Κακουργιοδικείου. 

 

     Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε επτά κατηγορίες.  Ότι συνωμότησε με τους υπόλοιπους συγκατηγορούμενους του να διαπράξουν ληστεία στην κατοικία (κατηγορία 4), την οποία και διέρρηξαν κατά τη διάρκεια της νύχτας (κατηγορία 6), έχοντας μαζί τους επιθετικά όπλα (κατηγορία 8) και διέπραξαν τη ληστεία (κατηγορία 5).  Καταδικάστηκε ακόμα για την απαγωγή του ανήλικου γιου του ζεύγους (κατηγορία 7), ενώ σε σχέση με τις θανατώσεις του ζεύγους, καταδικάστηκε σε δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας (κατηγορίες 9 και 10) που πρόσθεσε το Κακουργιοδικείο μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας και αφού τον αθώωσε και απάλλαξε σε αντίστοιχες κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης (κατηγορίες 1 και 2).  Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερες αυτές των 15 χρόνων.

 

     Η έφεση είχε καταχωριστεί από τον ίδιο τον Εφεσείοντα και στρεφόταν τόσο κατά της καταδίκης του, όσο και κατά της ποινής που του είχε επιβληθεί.  Αργότερα, όταν πλέον ο Εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο, καταχωρίστηκαν αιτιολογημένοι λόγοι έφεσης, χωρίς με αυτούς να προσβάλλονται οι επιβληθείσες ποινές, για να ακολουθήσει διευκρινιστική δήλωση του δικηγόρου του ότι η έφεση κατά της ποινής δεν θα προωθείτο. 

 

     Τις καταδίκες του, σε όλες τις κατηγορίες, προσβάλλει ως εσφαλμένες, νομικά αβάσιμες και αναιτιολόγητες με τους λόγους έφεσης 2-7.  Με το λόγο έφεσης 8 προσβάλλει ως εσφαλμένη, νομικά αβάσιμη και αναιτιολόγητη, την αυτεπάγγελτη τροποποίηση από το Κακουργιοδικείο του κατηγορητηρίου, κατ΄επίκληση των προνοιών του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 και την προσθήκη των κατηγοριών της ανθρωποκτονίας.  Με το λόγο έφεσης 1 διατείνεται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα επέβαλε ποινές στους συγκατηγορούμενους του «σε πολύ προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, εδραζόμενο επί ξεκάθαρα αμφισβητούμενων επίδικων γεγονότων και αναφορών που παρέπεμπαν σε ενεργή συμμετοχή του εφεσείοντος στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, κατά παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματος του εφεσείοντος να έχει δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο, καθώς επίσης του τεκμηρίου αθωότητας, που προστατεύονται από τα Άρθρα 12 [και] 30 του Συντάγματος και [το] Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ». 

 

     Σε περίπτωση επιτυχίας του λόγου έφεσης 1, όλες οι καταδίκες του Εφεσείοντα θα πρέπει να ακυρωθούν.  Ωστόσο, κρίνεται ότι είναι πρόσφορο να εξεταστούν πρώτα οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που, εφόσον επιτύχουν, επίσης οδηγούν στην ακύρωση της καταδίκης που ο κάθε λόγος αφορά.  Χωρίς μάλιστα την ανάγκη για επανεκδίκαση, που ενδεχομένως να πρέπει να ακολουθήσει τυχόν επιτυχία του λόγου έφεσης 1 μόνο (Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 263, 279 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, 130-1 και 144).

     Πρόσφορο κρίνεται επίσης να εξεταστεί πρώτος ο λόγος έφεσης 4, με τον οποίο προσβάλλεται η καταδίκη του Εφεσείοντα στο αδίκημα της συνωμοσίας για τη διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας, που είναι και ο πυρήνας της εναντίον του υπόθεσης.

 

     Ο κατηγορούμενος 1, εργαζόμενος ως αλουμινιτζιής, είχε, το 2011 με 2012, τοποθετήσει αντικουνουπικές σχάρες στην κατοικία των θυμάτων και είχε δει ότι μέσα σε ερμάρι στον πρώτο όροφο υπήρχε ένα χρηματοκιβώτιο.  Πίστευε ότι περιείχε πολλά κοσμήματα και χρήματα.  Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, «είχε εκφράσει την πρόθεση να ληστέψει το συγκεκριμένο σπίτι».  Δεν γνώριζε ότι το χρηματοκιβώτιο δεν βρισκόταν πλέον στην κατοικία.

 

     Η συνομωσία για την οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων έλαβε χώρα, σύμφωνα με την κατηγορία 4, την 18.4.2018.  Πραγματοποιήθηκε την ημέρα εκείνη συνάντηση των τεσσάρων κατηγορούμενων στο δωμάτιο που διέμενε ο κατηγορούμενος 1 μαζί με τη φίλη του, κατηγορούμενη 2, και η ληστεία πραγματοποιήθηκε το ίδιο βράδυ, δηλαδή της 18 προς 19.4.2018.  Η καταδίκη του Εφεσείοντα θεμελιώθηκε, κατά κύριο λόγο, στη μαρτυρία της κατηγορούμενης 2 για τα όσα διαδραματίστηκαν στο δωμάτιο εκείνο στην παρουσία και των τεσσάρων.  Η κατηγορούμενη 2 είχε κάμει εξαιρετική εντύπωση στο Κακουργιοδικείο, που βασίστηκε στη μαρτυρία της, χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, καταλήγοντας σε ανάλογα ευρήματα.

 

     Το  Κακουργιοδικείο κατευθύνθηκε ορθά από την νομολογία ότι το αδίκημα της συνωμοσίας δυνάμει του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154[1] συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα (Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, 670-1).  Απαιτείται, όπως εξήγησε, η απόδειξη «συμπληρωμένης» συμφωνίας, ζήτημα πραγματικό, που εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Περαιτέρω, σημείωσε, απαιτείται και η απόδειξη της ένοχης σκέψης (mens rea) του κάθε συνωμότη, που συνίσταται στην πρόθεση εκτέλεσης του παράνομου σκοπού.  Παρέπεμψε στον Archbold, «Criminal Pleading, Evidence and Practice», 1999, παρ.33-12 και στις Yip Chieu-Cheung v. The Queen (1995) 1 AC 111 και R. v. Thompson, 50 Cr. App. R. 1Υπάρχει και πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134, 142-3, Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 96/2016, ημερ.28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B430 και Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/2017, 64/2017,66/2017 και 69/2017, ημερ.15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465).

 

     Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι από τη μαρτυρία της κατηγορούμενης 2 δεν θα μπορούσε να εξαχθεί οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα σε σχέση με την ύπαρξη κοινής συμφωνίας των κατηγορούμενων για την διάπραξη ληστείας και ότι η μαρτυρία της για την όποια εμπλοκή του στη διάπραξη της ληστείας ή άλλων ουσιαστικών αδικημάτων, ως αποδεικτικά στοιχεία της συμφωνίας που προηγήθηκε, είχε ως αποκλειστική πηγή τον κατηγορούμενο 1, ο οποίος δεν κλήθηκε να μαρτυρήσει.  

 

     Η μαρτυρία για την εμπλοκή του Εφεσείοντα στη διάπραξη της ληστείας και των άλλων ουσιαστικών αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε θα μας απασχολήσει κατά την εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν τα αδικήματα αυτά.  Για σκοπούς εξέτασης του λόγου έφεσης 4 και της ορθότητας ή όχι της καταδίκης του στην κατηγορία της συνομωσίας για διάπραξη ληστείας, δεν ήταν απαραίτητο να διαπραχτεί η ληστεία και ο Εφεσείων να εμπλεκόταν σε αυτή.  Αυτό θα μπορούσε να ήταν ένα επιπλέον στοιχείο.  Ό,τι απαιτείτο ως ενέργεια (actus reus) ήταν η απόδειξη «συμπληρωμένης» συμφωνίας και τίποτε περισσότερο.

 

     Στην αιτιολογία του λόγου, έγινε ειδικά μνεία στην αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι η περιδιάβαση του Εφεσείοντα μαζί με τον κατηγορούμενο 1 και παρακολούθηση της κατοικίας των θυμάτων, λίγο πριν την είσοδο σε αυτή, αποδείκνυε ότι ο Εφεσείων γνώριζε ότι υπήρχαν πρόσωπα μέσα στην κατοικία και καθίστατο έτσι «συνεργός» και για το αδίκημα της συνωμοσίας για ληστεία και ληστεία.[2]

 

     Αυτό δεν ήταν παρά ένα επιμέρους στοιχείο και η αναφορά έγινε προς υπόδειξη ότι ο Εφεσείων δεν ήταν απλά συνεργός για τη διάρρηξη της κατοικίας, αλλά και για ληστεία.  Δηλαδή, εφόσον υπήρχαν ένοικοι στην κατοικία, η κλοπή της περιουσίας τους, ενέπλεκε και το στοιχείο της χρήσης βίας εναντίον τους προς απόκτηση της περιουσίας αυτής.  Αυτό θα μας απασχολήσει κατά την εξέταση του λόγου έφεσης 3, που αφορά στη συνέργεια του Εφεσείοντα για το αδίκημα της ληστείας.

 

     Επί του προκειμένου, διαπιστώνουμε ότι η υπεράσπιση αντιμετωπίζει μικροσκοπικά τη σχετική μαρτυρία και αγνοεί τη συντριπτική αποδεικτική αξία των περιστάσεων της υπόθεσης.  Υπήρχαν τρείς βασικοί πυλώνες που στήριζαν το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων είχε συνωμοτήσει για τη διάπραξη ληστείας.  Ο κατηγορούμενος 1 αναχώρησε από τη συγκέντρωση των κατηγορουμένων με διακηρυγμένη την πρόθεση του να διαρρήξει την κατοικία των θυμάτων και να κλέψει, νύχτα, σε ώρα που ο περισσότερος κόσμος δεν εργάζεται, βρίσκεται στην κατοικία του και αναπαύεται ή κοιμάται.  Το ενδεχόμενο να βρεθεί κατά το εγχείρημα αντιμέτωπος με τους ενοίκους, που να προβάλουν αντίσταση για να προστατεύσουν την περιουσία τους, είναι υπόψη των συνεργών.  Άλλωστε, μεταφέρει μαζί του ο κατηγορούμενος 1 επιθετικά όπλα, ένα σπαθί, ένα ρόπαλο και ένα μαχαίρι.   Ο Εφεσείων τον συνοδεύει, έχοντας και αυτός στην κατοχή του ένα μικρότερο μαχαίρι, με το οποίο τον είχε εφοδιάσει ο κατηγορούμενος 1.  Είναι δε ενδεδυμένος, όπως και ο κατηγορούμενος 1, με τρόπο ώστε να είναι δύσκολη η αναγνώριση του.  Μάλιστα ο Εφεσείων παροτρύνει τον κατηγορούμενο 1 για να εκκινήσουν λέγοντας του «άτε ρε, άτε ρε πάμε, πόσην ώρα».  Υπάρχει συνεννόηση ως προς το ρόλο που θα διαδραματίσουν οι κατηγορούμενοι 2 και 3.  Προτού αναχωρήσουν ο Εφεσείων με τον κατηγορούμενο 1, ο Εφεσείων ανταλλάζει αριθμούς κινητών τηλεφώνων με τον κατηγορούμενο 3 για σκοπούς συνεννόησης, λέγοντας του πως εάν συμβεί οτιδήποτε να πάει να τους πάρει.  Οι περιστάσεις αυτές, με δεδομένη την απόρριψη της εκδοχής του Εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο ότι αυτός τελούσε υπό το κράτος φόβου, εξαναγκασμού ή απειλής από τον κατηγορούμενο 1 για να συμμετάσχει στο έγκλημα, δεν μπορούσαν, στη βάση της ανθρώπινης λογικής και εμπειρίας, να είχαν οδηγήσει σε συμπέρασμα άλλο, από το ότι ο Εφεσείων ήταν μέρος της συνωμοσίας για τη διάπραξη του αδικήματος της ληστείας. 

 

     Καταλήγουμε ότι το Κακουργιοδικείο, στη βάση των δικαιολογημένων ευρημάτων του, ορθά διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων πράγματι συνωμότησε με τους πρώην συγκατηγορούμενους του για να διαπράξουν τη ληστεία.  Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

     Με βάση τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων, ακολουθεί η εξέταση του λόγου έφεσης 5, που αφορά στην καταδίκη του Εφεσείοντα για το αδίκημα της μεταφοράς επιθετικών όπλων.  Η κατηγορία αφορούσε το σπαθί, το ρόπαλο και ένα μεγάλο μαχαίρι που μετέφερε μαζί του ο κατηγορούμενος 1 και ένα ακόμα μικρό μαχαίρι, που σύμφωνα με τη μαρτυρία είχε αναλάβει ο Εφεσείων. 

 

     Σε σχέση και με τα τέσσερα αντικείμενα δεν αμφισβητείται ότι επρόκειτο για επιθετικά όπλα[3] και ότι η μεταφορά τους σε δημόσιο χώρο ήταν χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή εύλογη δικαιολογία.[4]

 

   Το Κακουργιοδικείο προέβηκε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων συνόδευσε τον κατηγορούμενο 1 με τη θέληση του γνωρίζοντας ότι ο τελευταίος μετέφερε τα τρία πρώτα επιθετικά όπλα, γεγονός που τον καθιστούσε συνεργό «στην Κατηγορία 8».  Έτσι καταγράφηκε, στην ενότητα «Συμπεράσματα» στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, από την οποία απουσιάζει η καταγραφή «συμπεράσματος» σε σχέση με το τέταρτο επιθετικό όπλο, το μικρότερο μαχαίρι, που μαρτυρήθηκε από την κατηγορούμενη 2 ότι είχε αναλάβει ο ίδιος ο Εφεσείων.  Επί αυτού θα επανέλθουμε στη συνέχεια. 

 

     Η θέση του Εφεσείοντα είναι ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούσαν το «συμπέρασμα» του Κακουργιοδικείου.  Εστίασε την επιχειρηματολογία του στη θέση ότι η μεταφορά τους από τον κατηγορούμενο 1 ήταν δική του απόφαση και ενέργεια και τα είχε στην αποκλειστική του κατοχή, χωρίς ο ίδιος να έχει οποιοδήποτε έλεγχο σε αυτά.  Επιχειρηματολόγησε ότι το γεγονός και μόνο ότι τον συνόδευε ενώ εκείνος διέπραττε το αδίκημα της μεταφοράς τους και η τυχών ανοχή ή συγκατάθεση του, δεν συνιστούν βοήθεια ή υποκίνηση για το αδίκημα ή έστω ενθάρρυνση για την μεταφορά τους.

 

     Για την καταδίκη του Εφεσείοντα σε σχέση με τα τρία επιθετικά όπλα που μετέφερε ο κατηγορούμενος 1, απαιτείτο η απόδειξη τουλάχιστο μιας από τις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στις παρ. (β), (γ) ή (δ) του άρθρου 20 του Κεφ.154 [5] και ουσιαστικά μιας από τις δύο τελευταίες.  Στην Κονναρή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 184/2019, ημερ.1.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:B73 γίνεται παραπομπή στην Attorney-Generals Reference  (No. 1 of 1975) ημερ. 25.4.1975 και ότι: «To procure means to produce by endeavor.  You procure a thing by setting out to see that it happens and taking the appropriate steps to produce that happening».  Συμφωνούμε με τη θέση της υπεράσπισης ότι η απλή συνοδεία του κατηγορούμενου 1, με γνώση ότι ο τελευταίος μετέφερε τα επιθετικά όπλα, δεν αποδείκνυε, χωρίς άλλο, συνδρομή, παρακίνηση ή προαγωγή για την μεταφορά τους.  Ακόμα και στη βάση του ευρήματος του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων είχε συνοδεύσει τον κατηγορούμενο 1 με τη θέληση του.  Άλλο σχετικό «συμπέρασμα» δεν περιέχεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.  Καταλήγουμε επομένως ότι δεν τεκμηριωνόταν η κατηγορία σε σχέση με τα τρία επιθετικά όπλα που μετέφερε ο κατηγορούμενος 1.

 

     Όπως προειπώθηκε, σε σχέση με το μικρό μαχαίρι που σύμφωνα με την μαρτυρία είχε αναλάβει ο Εφεσείων, δεν υπάρχει στην απόφαση του Κακουργιοδικείου σχετικό «συμπέρασμα», αν έτσι χαρακτηριστεί η κρίση ως προς την απόδειξη της κατηγορίας σε σχέση με αυτό. Εφόσον όμως γινόταν εύρημα γεγονότος ότι ο Εφεσείων το μετέφερε, προέκυπτε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και ανάγκη εξήγησης, η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας σε σχέση με αυτό.  Το Κακουργιοδικείο κατέγραψε στην απόφαση του ότι η θέση της κατηγορούμενης 2 ότι ο Εφεσείων είχε φορέσει τα ρούχα που του είχε δώσει ο κατηγορούμενος 1 «όπως επίσης και το μαχαίρι το μικρό» κρίνεται πιστευτή.  Κρίνουμε ότι, κάτω από τις περιστάσεις, η απουσία ρητής αναφοράς ότι ο Εφεσείων το μετέφερε κατά παράβαση των προνοιών του Κεφ.159,  δεν δημιουργεί ρήγμα στην καταδίκη σε σχέση με αυτό.  Σημειώνουμε ότι, σε κάθε περίπτωση, το Εφετείο έχει την ευχέρεια, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960) να προβεί το ίδιο σε ευρήματα στη βάση της μαρτυρίας που είχε γίνει αποδεχτή.

 

     Το Κακουργιοδικείο μπορούσε να καταδικάσει τον Εφεσείοντα στην Κατηγορία 8 δυνάμει των προνοιών του άρθρου 85(1)[6] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 (Issa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39, 45[7]) διευκρινίζοντας, ωστόσο, στην απόφαση του ότι η καταδίκη αφορούσε μέρος μόνο της κατηγορίας, για το μικρό μαχαίρι (Fatma Mehmet v. The Police (1970) 2 C.L.R. 62, 68[8]).

 

    Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 επιτυγχάνει μερικώς και η καταδίκη του Εφεσείοντα στην Κατηγορία 8 περιορίζεται στην μεταφορά του μικρού μαχαιριού μόνο.

 

      Ακολουθεί ο λόγος έφεσης 6 που αφορά στην καταδίκη του Εφεσείοντα για το αδίκημα της νυχτερινής διάρρηξης.  Ούτε και εδώ αμφισβητείται ότι ο κατηγορούμενος 1 διέρρηξε και εισήλθε στην κατοικία των θυμάτων με σκοπό να διαπράξει κακούργημα.[9]  Πέτυχε είσοδο από το παράθυρο του μπάνιου στον πρώτο όροφο όπου είχε σκαρφαλώσει και το οποίο παραβίασε με το σπαθί που κρατούσε.  Ο Εφεσείων παρέμεινε στην αυλή της κατοικίας.  Όταν στην συνέχεια ο Εφεσείων εισήλθε στην κατοικία από την πόρτα της κουζίνας που ξεκλειδώθηκε από μέσα, όπως εξηγείται πιο κάτω, ο κατηγορούμενος 1 είχε ήδη επιφέρει τις θανατηφόρες μαχαιριές στα δύο θύματα.  Του ζήτησε όμως να παραμείνει στην κουζίνα με τον ανήλικο, ενώ αυτός θα έψαχνε στην κατοικία και ο Εφεσείων παρέμεινε εκεί μαζί με τον ανήλικο.

     Παραπέμπει ο Εφεσείων στο ίδιο απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, σχετικά με την περιδιάβαση του μαζί με τον κατηγορούμενο 1 και παρακολούθηση της κατοικίας των θυμάτων, που όμως σκοπούσε στη σύνδεση του με την ληστεία, δεδομένης της διασύνδεσης του με την διάρρηξη.  Προτάσσει την απουσία οιασδήποτε μαρτυρίας για εκ μέρους του ενέργεια στην διάρρηξη που πραγματοποίησε ο κατηγορούμενος 1, επικαλούμενος ότι: «δεν βοήθησε είτε έμπρακτα είτε με λόγια τον κατηγορούμενο 1 να διαρρήξει», προβάλλοντας ότι ο ίδιος στεκόταν παθητικά στον εξωτερικό χώρο της κατοικίας.  Θεωρεί ακόμα ότι η δική του είσοδος στην κατοικία, δεν στοιχειοθετούσε το αδίκημα γιατί αυτή πραγματοποιήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της διάρρηξης από τον κατηγορούμενο 1 και γιατί η είσοδος του επιτεύχθηκε από ξεκλείδωτη πόρτα, αποσυνδέοντας την ενέργεια του κατηγορούμενου 1 να επιβάλει στον ανήλικο γιο του ζεύγους να την ξεκλειδώσει από μέσα, ακριβώς για να επιτευχθεί και η είσοδος του Εφεσείοντα, συνεργάτη του, στην κατοικία.

 

     Σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την κατηγορία 6 της νυχτερινής διάρρηξης κατοικίας ήταν ότι η συμπεριφορά και ενέργειες του Εφεσείοντα αποδείκνυαν συνέργεια και εμπλοκή του «με βάση το Άρθρο 20».  Πρόδηλα, το Κακουργιοδικείο δεν αναφερόταν στην παρ.(α) του άρθρου 20 του Κεφ.154, αλλά καταδίκασε τον Εφεσείοντα με αναφορά στην διάρρηξη που επιτεύχθηκε από τον κατηγορούμενο 1.  Διαφορετικά θα αναμενόταν να αναφερθεί στη συγκεκριμένη ενέργεια της εισόδου του ιδίου του Εφεσείοντα στη κατοικία.

 

     Συμπλέκεται εδώ και ο λόγος έφεσης 3 που αφορά στην καταδίκη του Εφεσείοντα για το αδίκημα της ληστείας, που και πάλι δεν αμφισβητείται ότι διαπράχτηκε από τον κατηγορούμενο 1.

 

     Παραπονείται ο Εφεσείων ότι στην απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν υπάρχει σαφής ανάλυση των συστατικών στοιχείων, του actus reus και του mens rea της συνέργειας του, στη βάση του άρθρου 20 του Κεφ.154 και ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το «ζήτημα της στοιχειοθέτησης του συστατικού στοιχείου της «πρόθεσης παροχής βοήθειας ή ενθάρρυνσης προς τον αυτουργό»».  Σε σχέση με το actus reus της συνέργειας στη ληστεία που του καταλογιζόταν, υποστήριξε ότι η παθητική του παρουσία εκτός της κατοικίας κατά το χρόνο της διάπραξης της ληστείας, δεν μπορούσε από μόνη της να στοιχειοθετήσει ενθάρρυνση ή παρακίνηση.

 

     Κατά πόσο η παρουσία του Εφεσείοντα στην αυλή της κατοικίας των θυμάτων συνιστούσε, με τον τρόπο που μόνο οι εμπλεκόμενοι μπορούσαν να γνωρίζουν, συνδρομή από τον Εφεσείοντα στον κατηγορούμενο 1 για την διάρρηξη και τη ληστεία, θα πρέπει να εξεταστεί με δεδομένο υπόβαθρο ότι είχε προηγηθεί η συνωμοσία μεταξύ τους για τη ληστεία και η ληστεία προϋπόθετε την διάρρηξη της κατοικίας. 

 

     Στο σύγγραμμα Smith & Hogan’s, «Criminal Law», 13η έκδ., σελ.198, αναφέρεται ότι: «In some cases D’s presence will constitute encouragement or assistance because he is present in pursuance of an agreement that the crime will be committed».  Δοθείσης λοιπόν της διαπίστωσης της συμμετοχής του σε συνωμοσία με τον κατηγορούμενο 1, ότι τον συνόδευσε στην κατοικία των θυμάτων και η παρουσία και αναμονή του έξω από την κατοικία, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παθητικές συμπεριφορές, αλλά ενέργειες παροχής βοήθειας και ενθάρρυνσης (R. v. Jogee [2016] UKSC 8, [2017] A.C. 387, παρ.11[10]).  Δεν επρόκειτο για τυχαία, ούτε και απλή παρουσία, αλλά παρουσία απόρροια της συνωμοσίας και μέρος του σχεδιασμού των εγκλημάτων.  Άλλωστε, μόλις ξεκλειδώθηκε η πόρτα της κουζίνας της κατοικίας, ο Εφεσείων ήταν εκεί και εισήλθε στην κατοικία, ακολουθώντας τις υποδείξεις του κατηγορούμενου 1

 

     Τα ίδια δεδομένα αφορούν και στη διαπίστωση της απαραίτητης ένοχης διάνοιας για συμμετοχή στη διάπραξη δυνάμει του άρθρου 20 του Κεφ.154.  Εφόσον ο Εφεσείων γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος 1 θα διέπραττε τα αδικήματα της διάρρηξης και ληστείας, έχοντας συνωμοτήσει μαζί του για την πραγματοποίηση τους, είχε γνώση των συνθηκών και σαφή πρόθεση συνδρομής προς τον κατηγορούμενο 1, τον οποίο και συνέδραμε με τη θέληση του (Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, 267-8, Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544 και National Coal Board v. Gamble (1959) 1 Q.B. 11, 20[11]).

     To Κακουργιοδικείο επισημαίνει στην απόφαση του ότι το απόγευμα της 18.4.2018, ο κατηγορούμενος 1 ζητώντας από τον Εφεσείοντα δανικά για να αγοράσει κοκαΐνη του είπε ότι σε λίγες ώρες θα ήταν πλούσιοι.  Αυτό, κατά το Κακουργιοδικείο, σε συνδυασμό με τη μεταφορά των επιθετικών όπλων, καταδείκνυε γνώση του Εφεσείοντα για τη ληστεία.  Διαπίστωσε ακόμα το Κακουργιοδικείο ότι, ενώ βρίσκονταν στο δωμάτιο του κατηγορούμενου 1, ο Εφεσείων επεδείκνυε ανυπομονησία παροτρύνοντας τον κατηγορούμενο 1 να αναχωρήσουν.  Όπως μαρτύρησε η κατηγορούμενη 2 του είπε «άτε ρε πάμε άτε ρε πάμε πόσην ώρα» ή «άτε ρε πάμε ένα νυχτωθούμε».  

 

     Με αυτά τα στοιχεία υπόψη δεν μπορούσε να υπάρχει λογική εξήγηση άλλη, παρά ότι η παρουσία του Εφεσείοντα στο χώρο τεκμηρίωνε τη συνέργεια του στο αδίκημα της νυχτερινής διάρρηξης και της ληστείας που πραγματοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο 1.  Ορθά λοιπόν καταδικάστηκε και για τα αδικήματα της διάρρηξης και της ληστείας στη βάση της συνδρομής που παρείχε στον κατηγορούμενο 1.  Επομένως τόσο  ο λόγος έφεσης 3, όσο και ο λόγος έφεσης 6 κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

     Ακολουθεί ο λόγος έφεσης 7 που αφορά στην καταδίκη του Εφεσείοντα για το αδίκημα της απαγωγής του ανήλικου γιού του ζεύγους των θυμάτων με σκοπό να τον περιορίσουν στο ημιυπόγειο κελάρι της κατοικίας.  Τα ουσιώδη γεγονότα ήταν ότι, αφότου ο Εφεσείων εισήλθε στην κατοικία, παρέμεινε στην κουζίνα μαζί με τον ανήλικο, ενώ ο κατηγορούμενος 1 κάτι έψαχνε στο υπόλοιπο σπίτι.  Όταν επέστρεψε, ο κατηγορούμενος 1 τράβηξε και μετέφερε τον ανήλικο στο υπόγειο κλειδώνοντας τον στην αποθήκη.

 

     Παραπονείται ο Εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο δεν ανέλυσε τη νομική βάση του αδικήματος, χωρίς όμως να ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν διέπραξε το αδίκημα της κατηγορίας 7, επικεντρώνοντας την επιχειρηματολογία του στη θέση του ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για δική του συνέργεια στην απαγωγή.  Και ενώ τα γεγονότα οδηγούσαν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος 1 είχε διαπράξει το αδίκημα, ο Εφεσείων θεωρεί αυθαίρετη και απαράδεκτη νομικά εικασία την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ο ίδιος παρέμεινε στην κουζίνα για να προσέχει τον ανήλικο, ενώ ο κατηγορούμενος 1 θα έψαχνε στο υπόλοιπο σπίτι.  Υποδεικνύει ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ενήργησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο για να περιορίσει ή αποτρέψει τον ανήλικο από του να αποδράσει. 

 

     Το επιμέρους εύρημα του Κακουργιοδικείου ήταν απόλυτα δικαιολογημένο κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.  Ωστόσο, οι Λεπτομέρειες Αδικήματος της σχετικής κατηγορίας δεν αφορούν στην ενέργεια του Εφεσείοντα αυτοτελώς και δεν εξετάστηκε κατά πόσο στοιχειοθετούσε το αδίκημα της απαγωγής[12] με άλλες λεπτομέρειες, αλλά ως συνεργού του κατηγορούμενου 1  «με σκοπό να τον περιορίσουν στο ημιυπόγειο κελάρι της κατοικίας».  Δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία ότι ο Εφεσείων γνώριζε τι είχε πρόθεση να κάμει ο κατηγορούμενος 1 με τον ανήλικο και ορθά κανένα εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων ενήργησε με τον αποδιδόμενο στην κατηγορία σκοπό.  Επομένως ο λόγος έφεσης 7 θα πρέπει να επιτύχει και ο Εφεσείων να αθωωθεί και απαλλαχτεί στην κατηγορία 7.

 

     Οι λόγοι έφεσης 2 και 8 είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι.  Θα πρέπει όμως πρώτα να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 2 αφού η απόδειξη του αδικήματος της ανθρωποκτονίας στη βάση του άρθρου 21 του Κεφ.154[13] σε σχέση με τις δύο φονεύσεις ήταν η πρώτη προϋπόθεση που θα έπρεπε να πληρείται, προτού το Κακουργιοδικείο εξετάσει το ενδεχόμενο προσθήκης νέων κατηγοριών και καταδικάσει τον Εφεσείοντα σε αυτές.

 

     Ο Εφεσείων διατείνεται ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν αιτιολογεί και δεν επεξηγεί ποιο ήταν το actus reus της συνέργειας που παρείχε στον κατηγορούμενο 1.  Όμως, ο Εφεσείων δεν καταδικάστηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 20 του Κεφ.154 και επομένως συνέργεια στα συγκεκριμένα αδικήματα, στη μορφή της παροχής βοήθειας, υποκίνησης ή προαγωγής για τη διάπραξη τους δεν απαιτείτο.  Όπως αναφέρθηκε στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482, 493:

 

«Η παρανομία της πράξης που συναρτάται προς την κοινή επιδίωξη του άρθρου 21, σε αντίθεση με το άρθρο 20, αναφέρεται όχι στο συγκεκριμένο αδίκημα, όπως στην περίπτωση του άρθρου 20, ή στην οποιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια, αντικριζόμενη αφ' εαυτής και μεμονωμένα, που γίνεται στα πλαίσια της πραγμάτωσης του επιδιωκόμενου σκοπού και συνιστά το εξεταζόμενο αδίκημα, αλλά στον ίδιο τον επιδιωκόμενο σκοπό.»

 

 

  Παραπονείται ακόμα ο Εφεσείων ότι δεν είχε αποδειχτεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η ανθρωποκτονία του ζεύγους ενέπιπτε σε μια ομάδα αδικημάτων που ο Εφεσείων γνώριζε ή είχε στην πραγματικότητα εκτιμήσει ή προβλέψει ότι πιθανόν να διαπράττονταν, απαραίτητη ένοχη διάνοια για την καταδίκη του.  Δεν θα ήταν αρκετό, υποστηρίζει, να όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να γνωρίζει ή να προβλέψει.

 

     Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του.  Ό,τι το άρθρο 21 προϋποθέτει είναι η διάπραξη του αδικήματος «να ήταν πιθανή συνέπεια» της επιδίωξης του παράνομου σκοπού.  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και δεν απαιτείται γνώση ή πρόβλεψη ότι ήταν πιθανή συνέπεια από αυτόν που θα θεωρηθεί ότι το διέπραξε.  Αρκεί ότι ήταν πιθανή συνέπεια.

 

     Αναφέρεται στη Νικολάου, 493-4 ότι:

 

«Το κρινόμενο δεν είναι λοιπόν αν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι ο ίδιος ποινικό αδίκημα (έστω και αν είναι, όπως θα ήταν η παράνομη σύλληψη του Σπύρου), αλλά αν το εξεταζόμενο αδίκημα, την κοινή ευθύνη για το οποίο καθορίζει το άρθρο 21, προέκυψε ως πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της πραγμάτωσης του κοινού παράνομου σκοπού. Εδώ ο κοινός επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η σύλληψη του Σπύρου, που καθίστατο παράνομος ως εκ του ότι οι εφεσείοντες ομολογουμένως δεν είχαν δικαίωμα να τον συλλάβουν ως λαθροκυνηγούντα. Η παρανομία της κοινής αυτής επιδίωξης καθιστούσε υπεύθυνους και τους δύο για κάθε επί μέρους ενέργεια τους στα πλαίσια της πραγμάτωσης της και εφ' όσον η εν λόγω ενέργεια δεν εξήρχετο των πλαισίων της επιδίωξης του παράνομου κοινού σκοπού. Η νομολογία δείχνει καθαρά ότι, εφ΄όσον το τελικό αποτέλεσμα είναι στα πλαίσια εκείνα ως πιθανή συνέπεια, φέρουν ευθύνη όλοι οι συμμετέχοντες στον κοινό σκοπό παρά το ότι η πράξη αυτή καθ' αυτή που συνιστά το αδίκημα έγινε μόνο από τον ένα (ίδε Πουτζιουρής, ανωτέρω [(1990) 2 ΑΑΔ 309], Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391). Μάλιστα η αγγλική νομολογία επεκτείνει την αρχή αυτή και σε ασυνήθεις συνέπειες της εκτέλεσης του κοινού σκοπού, εφ' όσον βέβαια συνεχίζουν να είναι στα πλαίσια του κοινού σκοπού και δεν συνιστούν συνέπειες υπέρβασης του (οπότε και η αιτιατή σχέση θα διερρηγνύετο) - R. v. Anderson and Morris [1966] 2 All E.R. 644. Εκτός δε του ότι δεν προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι η ρίψη των πυροβολισμών που επέφεραν το θάνατο του Σπύρου ήταν στα πλαίσια του κοινά επιδιωκόμενου παράνομου σκοπού ως πιθανή συνέπεια, όπως ήδη παρατηρήσαμε η επιδίωξη του κοινού παράνομου σκοπού δεν περιορίσθηκε στην αναζήτηση με τα όπλα και στην κλήση προς τον Σπύρου αλλά επεκτάθηκε στην από κοινού ρίψη πυροβολισμών προς την κατεύθυνση του.»

 

 

     Στην προκειμένη περίπτωση, η ύπαρξη συγκεκριμένου κοινού σκοπού μεταξύ των συγκατηγορούμενων προκύπτει από την απόδειξη του αδικήματος της συνωμοσίας για τη διάπραξη ληστείας.  Ο κοινός σκοπός, που περιλάμβανε την απειλή ή χρήση βίας κατά των ενοίκων της κατοικίας, καθιστούσε, δεδομένης και της μεταφοράς επιθετικών όπλων και ειδικά του σπαθιού και των μαχαιριών, τη θανάτωση των ενοίκων πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της εκτέλεσης του κοινού σκοπού.

     Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 είχε διαμορφώσει από προηγουμένως την πρόθεση να σκοτώσει το ζεύγος και είχε «προμελετήσει» τη θανάτωση τους, έτσι ώστε να καταδικαστεί, με δική του παραδοχή, στα κακουργήματα του φόνου εκ προμελέτης και το άρθρο 21 του Κεφ.154 να μην έχει εφαρμογή στην περίπτωση του, δεν εμπόδιζε, στην περίπτωση του Εφεσείοντα αναφορικά με τον οποίο είχε αποδειχτεί ότι ο κοινός του με τον κατηγορούμενο 1 σκοπός περιοριζόταν στη διάπραξη της ληστείας, την κατάληξη ότι ήταν ένοχος για τις φονεύσεις που διαπιστώνεται ότι ήταν πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της εκτέλεσης του κοινού σκοπού και που τελικά επεσυνέβησαν (Gilmour [2000] 2 Cr App R 407, 414 του Εφετείου της Β. Ιρλανδίας, Tas [2018] EWCA Crim 2603, [2019] 1 Cr App R 26 και Blackstones Criminal Practice 2021, παρ. Α4.13 - Α4.14 και Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.24/2014 και 29/2014, ημερ.20.9.2018, απόφαση του Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.).  Η θέση των δικηγόρων του Εφεσείοντα ότι ο κοινός σχεδιασμός για τη διάπραξη αδικήματος αποκλείει την πρόβλεψη του ως πιθανή συνέπεια είναι ορθή (Vrakas v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 202), θα προϋπόθετε όμως στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης κοινό σχεδιασμό για τις φονεύσεις, που θα οδηγούσε, εφόσον αποδεικνυόταν, στην καταδίκη του Εφεσείοντα στις κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης.  Καταληκτικά, ότι ο κατηγορούμενος 1, μαζί τον οποίο ο Εφεσείων είχε διαμορφώσει τον κοινό σκοπό της ληστείας, είχε περαιτέρω προμελετήσει τη θανάτωση του ζεύγους, δεν συνιστούσε εμπόδιο για την καταδίκη του Εφεσείοντα σε συναφείς κατηγορίες ανθρωποκτονίας, εφόσον η θανάτωση του ζεύγους ήταν πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της εκτέλεσης του κοινού σκοπού της ληστείας.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2  απορρίπτεται.

 

     Προχωρούμε στην εξέταση του λόγου έφεσης 8.  Ο Εφεσείων αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης και καταδικάστηκε σε δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας, των ιδίων προσώπων, που πρόσθεσε στο κατηγορητήριο το Κακουργιοδικείο, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, ενεργώντας στη βάση των εξουσιών που παρέχονται από το άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.[14]  Όπως προειπώθηκε, η καταδίκη του Εφεσείοντα θεμελιώθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 21 του Κεφ.154, ότι δηλαδή: «Η φόνευση των ατόμων που βρίσκονταν στην οικία ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του κοινού σκοπού τους».  Το Κακουργιοδικείο είχε καταλήξει ότι δεν είχε αποδειχτεί συμμετοχή του Εφεσείοντα στον προσχεδιασμό και προμελέτη των φόνων από τον κατηγορούμενο 1. 

 

     Ο Εφεσείων παραπονείται ότι η εναντίον του υπόθεση εδραζόταν σε συμμετοχή του σε παράνομο σχέδιο μαζί με τον κατηγορούμενο 1, το οποίο περιλάμβανε την προμελετημένη φόνευση του ζεύγους.  Η υπόθεση που αντιμετώπιζε ήταν στη βάση του άρθρου 20 ότι δηλαδή παρείχε συνδρομή προς τον κατηγορούμενο 1 για να διαπράξει τους φόνους.  Δεν ήταν, διατείνεται, επίδικο ζήτημα η εμπλοκή του στη βάση του άρθρου 21, ότι δηλαδή τέτοια αδικήματα μπορούσαν να προκύψουν ως πιθανή συνέπεια της προώθησης άλλου παράνομου σκοπού.  Επικαλείται προς τούτο εισήγηση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.  Επομένως, κατά την επιχειρηματολογία του, το Κακουργιοδικείο, αποτυγχάνοντας να εκτιμήσει ότι η εκδοχή που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης διέφερε ουσιωδώς από αυτή που θα εισήγαγε με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας, δεν ασχολήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστο με το ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης του, στα πλαίσια της πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 85(4) του Κεφ.155 για την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.   Σε αυτή τη βάση παραπονείται ότι δεν είχε δίκαια δίκη γιατί δεν είχε την ευκαιρία να προετοιμάσει και προβάλει την υπεράσπιση του στην βάση του άρθρου 21 του Κεφ.154.  

 

     Μας απασχόλησε κατά πόσο θα μπορούσε να είχε εφαρμογή το άρθρο 85(1) του Κεφ.155.  Δεδομένου μάλιστα ότι στην Έκθεση Αδικήματος των κατηγοριών για τους φόνους εκ προμελέτης, αναφερόταν πέραν του άρθρου 20 και το άρθρο 21 του Κεφ.154.  Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 85(1) εξ αντικειμένου δεν εγείρεται ζήτημα επηρεασμού της υπεράσπισης.   Δεν είναι αντινομικό να καταδικαστεί ένας κατηγορούμενος ως αυτουργός για φόνο εκ προμελέτης και άλλος για συνέργεια σε ανθρωποκτονία για τη θανάτωση του ιδίου προσώπου, όταν ο δεύτερος δεν είχε την απαραίτητη ένοχη διάνοια της συνέργειας σε εκ προμελέτης φόνο.  Και είναι δυνατό, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, να προκύψει καταδίκη για ανθρωποκτονία σε κατηγορία για φόνο εκ προμελέτης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85(1) του Κεφ.155.

 

     Διαπιστώνουμε ωστόσο ότι το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης, ως αδίκημα που προϋποθέτει ειδική πρόθεση, δεν μπορεί να προκύψει ως απότοκο της εφαρμογής του άρθρου 21 του Κεφ.154.  Δεν μπορεί ο εκ προμελέτης φόνος να προκύψει ως πιθανή συνέπεια της προώθησης άλλου παράνομου σκοπού, εφόσον απαιτείται προμελέτη για τη διάπραξη του (βλ. σχετικά Panayiotis Chr. Andreou v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 81, 88-9 και Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 446, 462 και 464-5).  Ακόμα και όταν ο συνεργός δεν εμπλέκεται στην προμελέτη, πρέπει να έχει ένοχη διάνοια που απαρέγκλιτα περιλαμβάνει τη γνώση  της πρόθεσης του δράστη να φονεύσει κατόπιν προμελέτης.  Περαιτέρω, το αδίκημα στη βάση του άρθρου 21 του Κεφ.154 προϋποθέτει τη διαμόρφωση κοινής πρόθεσης μεταξύ των παραβατών για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού.  Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ότι οι φονεύσεις που έγιναν ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του σκοπού της ληστείας που ο Εφεσείων με τον κατηγορούμενο 1 είχαν διαμορφώσει κοινή πρόθεση να επιδιώξουν.

 

     Επομένως, παρά το ότι στην Έκθεση Αδικήματος των κατηγοριών για τους φόνους εκ προμελέτης, αναφερόταν και το άρθρο 21 του Κεφ.154 ο Εφεσείων δεν μπορούσε να καταδικαστεί για ανθρωποκτονία στη βάση του άρθρου 21 του Κεφ.154 χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

 

     Επανερχόμενοι στο ό,τι εγείρεται με το σχετικό λόγο έφεσης, διαπιστώνουμε ότι στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο περιορίζεται σε αναφορά ότι η περίπτωση ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 85(4) του Κεφ.155, χωρίς επεξήγηση γιατί ο Εφεσείων δεν θα επηρεαζόταν δυσμενώς στην υπεράσπιση του από τη μεταβολή του κατηγορητηρίου.  Και τούτο παρά το ότι το Κακουργιοδικείο επεσήμανε τη σχετική προϋπόθεση στη βάση του νόμου και τη διαχρονική υπενθύμιση στη νομολογία (Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96, 103, Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458 467 και Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762, 770).

     

     Εξετάσαμε το ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη την υπόθεση που αντιμετώπιζε ο Εφεσείοντας στο σύνολο της.  Ο Εφεσείων αντιμετώπιζε και την κατηγορία της συνωμοσίας για ληστεία και την κατηγορία της ληστείας, δηλαδή αδικήματα που είχαν ως συστατικό τους στοιχείο τη χρήση ή απειλή χρήσης βίας εναντίον προσώπων, στην προκείμενη περίπτωση των προσώπων που στο τέλος θανατώθηκαν.  Εφόσον υπερασπίστηκε τη συνωμοσία για ληστεία και τη ληστεία, με τις Λεπτομέρειες της τελευταίας κατηγορίας να αφορούν στη χρήση πραγματικής βίας, το μόνο περαιτέρω στοιχείο που έλειπε ήταν ότι η βία κατά των ενοίκων θα μπορούσε να επιφέρει και το θάνατο τους.  Ο θάνατος δηλαδή των ενοίκων να ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του σκοπού που είχε μεταξύ των συνωμοτών διαμορφωθεί.  Και μάλιστα με το κριτήριο να είναι αντικειμενικό και να μην απαιτείται πρόβλεψη από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω με παραπομπή στην Νικολάου.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, δεν ευσταθεί το παράπονο του ότι η υπεράσπιση του έχει δυσμενώς επηρεαστεί με την τροποποίηση, δηλαδή ότι του στερήθηκε η δυνατότητα να υπερασπιστεί με αναφορά στο νέο επιμέρους ζήτημα που εισήχθη με τις κατηγορίες που πρόσθεσε το Κακουργιοδικείο. Το στοιχείο υπήρχε στην εναντίον του υπόθεση και ουσιαστικά είχε υπερασπιστεί και αυτή την παράμετρο με τις θέσεις που πρόβαλε.  Η υπεράσπιση του ήταν ότι εξαναγκάστηκε να συνοδεύσει τον κατηγορούμενο 1, χωρίς καμιά εγκληματική διάθεση, προσέγγιση που ήταν ευθυγραμμισμένη με την υπεράσπιση ότι δεν είχε επιδιώξει κανένα κοινό παράνομο σκοπό με τον κατηγορούμενο 1 και επομένως κανένα αδίκημα δεν θα μπορούσε να προκύψει ως πιθανή συνέπεια.

 

     Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τις οποίες επικαλέστηκαν οι δικηγόροι του, αφορούν περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος είχε πρωτόδικα καταδικαστεί ως αυτουργός με την καταδίκη να ακυρώνεται από το Εφετείο και ο κατηγορούμενος να καταδικάζεται κατ’ έφεση για παροχή συνδρομής για την διάπραξη του αδικήματος και δεν εφαρμόζονται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

     Καταλήγουμε ότι η υπεράσπιση του Εφεσείοντα δεν είχε δυσμενώς επηρεαστεί με την τροποποίηση.  Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 8.

 

     Παραμένει ο λόγος έφεσης 1.  Η κατηγορούμενη 2 ήταν η πρώτη που παραδέχτηκε την κατηγορία της συνωμοσίας για τη ληστεία στην κατοικία (κατηγορία 4) και αφού διακόπηκαν οι υπόλοιπες κατηγορίες εναντίον της, δεδομένης της πρόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής να την καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας, απαγγέλθηκαν γεγονότα και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων.  Κατά το στάδιο που παραδέχτηκε, την 8.2.2019, αντεξεταζόταν ο Μ.Κ.10.  Περί τους πέντε μήνες μετά, την 15.7.2019 και ενώ η κατηγορούμενη 2 βρισκόταν στο εδώλιο του μάρτυρα (Μ.Κ.33), ο κατηγορούμενος 3 παραδέχτηκε την κατηγορία της συνωμοσίας για τη ληστεία στην κατοικία (κατηγορία 4) και τη διάπραξη της ληστείας (κατηγορία 5) και αφού διακόπηκαν οι υπόλοιπες κατηγορίες εναντίον του, απαγγέλθηκαν γεγονότα και την 31.7.2019 του επιβλήθηκε στην κατηγορία της διάπραξης της ληστείας ποινή φυλάκισης 6 χρόνων.  Αυθημερόν, μετά την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο 3,  ο κατηγορούμενος 1, έχοντας από προηγουμένως παραδεχτεί τις κατηγορίες 4, 6, 7 και 8, παραδέχτηκε και τις κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης (κατηγορίες 1 και 2) και της διάπραξης της ληστείας (κατηγορία 5), οπόταν απαγγέλθηκαν γεγονότα και του επιβλήθηκαν διαδοχικές ποινές φυλάκισης δια βίου στις πρώτες δύο κατηγορίες.  Στη συνέχεια συμπληρώθηκε η μαρτυρία της πρώην κατηγορούμενης 2 και η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τη μαρτυρία ακόμα δύο μαρτύρων κατηγορίας (Μ.Κ.34 και Μ.Κ.35).

 

     Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα υπέδειξε ότι ως θέμα ορθής και λελογισμένης δικαστικής πρακτικής είναι ανεπιθύμητο να κατατεμαχίζεται το έργο της τιμωρίας συγκατηγορούμενων και πως όταν κάποιοι παραδέχονται η ορθή πορεία είναι να αναστέλλεται η επιβολή της ποινής σε αυτούς μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης για τους υπόλοιπους που δεν έχουν παραδεχτεί, ώστε να έχει το Δικαστήριο ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τα γεγονότα και τη συμμετοχή ενός εκάστου των συγκατηγορούμενων.  Σε αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζει πως όταν ο συγκατηγορούμενος που παραδέχεται πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας, η ορθή πρακτική είναι να του επιβάλλεται αμέσως ποινή, ώστε κατά το στάδιο που θα μαρτυρά στην υπόθεση να μην διατηρεί ελπίδες για ευνοϊκή μεταχείριση ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που θα δώσει (Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 34 και 75/2017, ημερ.18.9.2019, Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221, 254-5 και Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 581-2).

 

     Αυτό αποτελεί «κανόνα πρακτικής, μη ανελαστικό, μη εφαρμογή του οποίου, ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, σε απαλλαγή του κατηγορούμενου» (Ανδρέου) και το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να χειριστεί τον κατηγορούμενο στο στάδιο που αυτός παραδέχεται, εφόσον κρίνει επιθυμητό να το πράξει (Archbold, «Criminal Pleading Evidence and Practice», 2016, παρ.4-259).   

 

     Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι στην περίπτωση του κατηγορούμενου 1 που δεν επρόκειτο να κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας και στην περίπτωση του κατηγορούμενου 3 που απλά αναφέρθηκε από την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα ότι: «υπάρχει πρόθεση να έρθω σε επαφή μαζί του, χωρίς να σημαίνει ότι θα χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας, για να εξετάσω και αυτό το ενδεχόμενο» και που στο τέλος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας, δεν εξυπηρετούσε να τους επιβληθεί τότε ποινή.  Εφόσον ακολουθείτο αυτή η πρακτική, θα είχε αποφευχθεί και η απαγγελία γεγονότων σε σχέση με τις κατηγορίες που παραδέχτηκαν.  Αλλά και σε σχέση με την κατηγορούμενη 2, που θα έπρεπε να της επιβληθεί ποινή, είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι, κατά την απαγγελία των γεγονότων, αναφέρθηκαν γεγονότα που προκάλεσαν δυσμένεια στην υπεράσπιση του, στη δίκη του που συνεχιζόταν.

 

     Ο Εφεσείων είχε, μέσω του δικηγόρου που τον εκπροσωπούσε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, φέρει ένσταση στο να ακουστούν γεγονότα καθ’ όσον αφορά τον κατηγορούμενο 3, είχε όμως, στην περίπτωση του κατηγορούμενου 1 συναινέσει για να απαγγελθούν.  Αυτό δεν έχει καθοριστική σημασία.  Άλλωστε η παραδοχή και απαγγελία των γεγονότων για τον κατηγορούμενο 3 είχε χρονικά προηγηθεί, όπως και αυτής προηγήθηκε η περίπτωση της κατηγορούμενης 2.  Στην περίπτωση της κατηγορούμενης 2, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε.

 

     Από τα όσα είχαν μαρτυρηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και μέχρι το στάδιο που οι συγκατηγορούμενοι του παραδέχτηκαν, είχε διαμορφωθεί η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ότι η περίπτωση αφορούσε τέσσερα πρόσωπα.  Επομένως, κατά τον Εφεσείοντα, η οποιαδήποτε αναφορά σε συμμετέχοντα πρόσωπο, άλλο από τους κατηγορουμένους 1, 2 ή 3 φωτογράφιζε τον ίδιο.  Έτσι, το Κακουργιοδικείο έχοντας ακούσει την απαγγελία των γεγονότων σε σχέση με τους κατηγορούμενους 1, 2 και 3, θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν παρέμεινε αντικειμενικά αμερόληπτο κατά το στάδιο που είχε να κρίνει την ενοχή ή όχι του Εφεσείοντα.

 

     Οι κατηγορούμενοι 1-3 και ο Εφεσείων ορθά κατηγορήθηκαν στη βάση ενιαίου κατηγορητηρίου και αντιμετώπισαν την κοινή κατηγορία της συνωμοσίας «μεταξύ τους» να διαπράξουν ληστεία.  Η παραδοχή των κατηγορούμενων 1-3 ήταν παραδοχή ότι συνωμότησαν και με τον Εφεσείοντα.  Ήταν δικαίωμα τους να παραδεχτούν την εναντίον τους κατηγορία και ο Εφεσείων δεν υποστηρίζει ότι αυτό ήγειρε ζήτημα έλλειψης αμεροληψίας του εκδικάζοντος Κακουργιοδικείου για να συνεχίσει την ακρόαση για τον ίδιο.  Είναι η αναφορά σε επιμέρους γεγονότα, ως γεγονότα της υπόθεσης, που συνιστά τη βάση της επιχειρηματολογίας του.

 

     Και στις τρείς αποφάσεις για τις ποινές στους Κατηγορούμενους 2, 3 και 1, το Κακουργιοδικείο μετέφερε αυτολεξεί τα γεγονότα όπως, σε κάθε περίπτωση, απαγγέλθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και περιόρισε τις αναφορές του στο κατηγορούμενο πρόσωπο που είχε ενώπιον του για να του επιβάλει ποινή, χωρίς την παραμικρή αναφορά που θα μπορούσε να εκληφθεί ότι αφορούσε τον Εφεσείοντα.  Στην περίπτωση της κατηγορούμενης 2 και του κατηγορούμενου 3 τα γεγονότα που απαγγέλθηκαν ήταν περιορισμένα.  Αναφέρθηκε ότι τα πρόσωπα που βρίσκονταν μαζί «συμφώνησαν να διαπράξουν ληστεία», ότι δηλαδή αναφερόταν και στο κατηγορητήριο. Κατά την απαγγελία των γεγονότων για τον κατηγορούμενο 1, έγινε πιο εκτενής αναφορά τόσο σε σχέση με τη συνάντηση στο δωμάτιο που διέμενε ο κατηγορούμενος 1, όσο και σε σχέση με γεγονότα στην κατοικία των θυμάτων.  Αρκετά θα μπορούσαν να είχαν παραλειφθεί.

 

     Ο Εφεσείων επισημαίνει ότι συγκεκριμένα απέδιδαν στον ίδιο, φωτογραφίζοντας τον, τέτοια συμπεριφορά που ήταν ασυμβίβαστη με την εκδοχή του σε σχέση με την παρουσία του στο χώρο της κατοικίας των θυμάτων.  Έτσι, το Κακουργιοδικείο που τα άκουσε θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν παρέμεινε αντικειμενικά αμερόληπτο κατά το στάδιο που είχε να κρίνει κατά πόσο αυτός ήταν ή όχι ένοχος.

 

     Ότι ο συγκατηγορούμενος που παραδέχτηκε πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας δεν είναι η ουσία του ζητήματος.  Απλά είναι μια περίσταση που καθιστά επιθυμητή την επιβολή ποινής σε αυτόν, που προϋποθέτει και την απαγγελία των σχετικών γεγονότων.  Η ουσία του ζητήματος είναι να μην αναφέρονται τέτοια γεγονότα που να παρέχουν υπόβαθρο για συζήτηση ότι το Δικαστήριο μπορεί να έχει επηρεαστεί ώστε να απωλέσει την αμεροληψία του.  Και δεν διαπιστώνουμε καμιά διαφορά εάν αυτό συμβεί κατά την απαγγελία γεγονότων για συγκατηγορούμενο που θα κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας ή για συγκατηγορούμενο που δεν θα κληθεί ως τέτοιος.

 

     Η επόμενη μας παρατήρηση είναι ότι η πρακτική να αναβάλλεται η επιβολή ποινής στο συγκατηγορούμενο που έχει παραδεχτεί μέχρι να ολοκληρωθεί η δίκη για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του τα γεγονότα που αφορούν όλους τους κατηγορούμενους και να είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει το βαθμό της συμμετοχής του κάθε ενός από αυτούς στο έγκλημα («By that time, the court will be in possession of the facts relating to all of them and will be able to assess properly the degree of guilt among them», Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice, 2016, παρ.4-259, που μνημονεύεται στην Ανδρέου κ.ά.), δεν εξυπηρετεί σε όλες τις περιπτώσεις.  Δεν είναι πάντοτε το σύνολο της μαρτυρίας αποδεχτό (admissible) εναντίον όλων των συγκατηγορούμενων και πολλές φορές μεγάλο μέρος της εναντίον κατηγορούμενου υπόθεσης εδράζεται στο περιεχόμενο δικής του ομολογίας, που δεν συνιστά μαρτυρία εναντίον των συγκατηγορούμενων του (Καττής και Άλλου ν Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262, 271, Νεάρχου ν Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 38, 39 και σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η Εκδ., 2016, σελ.907).  Ακόμα, κατηγορούμενοι που παραδέχονται αμφισβητούν επιβαρυντικές περιστάσεις του εγκλήματος, οπόταν απαιτείται η απόδειξη τους από την κατηγορούσα αρχή, σε διαδικασία, τη γνωστή ως Newton Trial, όπου ο κατηγορούμενος που παραδέχτηκε συμμετέχει και μπορεί να αντεξετάσει τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής.  Δυσχέρειες μπορούν να προκληθούν στη διαδικασία εάν τα γεγονότα που αφορούν τον κατηγορούμενο που παραδέχτηκε δεν αποκρυσταλλωθούν και εγερθεί αμφισβήτηση των περιστάσεων εκ των υστέρων και αφού θα έχει ολοκληρωθεί η κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας ή κάποιων από αυτούς.

 

     Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε ότι, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Αγγλία, όπου ο κατηγορούμενος χρειάζεται την άδεια του Δικαστηρίου για να αλλάξει απάντηση από παραδοχή σε μη παραδοχή, στην Κύπρο ο κατηγορούμενος μπορεί δικαιωματικά να το πράξει σε οποιοδήποτε στάδιο πριν την έκδοση ετυμηγορίας για καταδίκη και επιβολή ποινής.  Το Δικαστήριο δεν έχει διακριτική εξουσία να αρνηθεί στον κατηγορούμενο την αλλαγή απάντησης από παραδοχή σε μη παραδοχή . Η άσκηση διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο πάνω στο θέμα αποτελεί παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας και παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, Άρθρο 12.5 και στη Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Άρθρο 6.3 (Ηρακλέους ν. Δήμος Λεμεσού (1993) 2 Α.Α.Δ. 410, 423-4 και 431-2).  Επομένως, στην Κύπρο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος συγκατηγορούμενος που έχει παραδεχτεί και στον οποίο δεν έχει επιβληθεί ποινή εφόσον η δίκη των συγκατηγορούμενων του συνεχίζεται, χωρίς βάσιμο λόγο, να αλλάξει απάντηση από παραδοχή σε μη παραδοχή, όταν αριθμός μαρτύρων κατηγορίας ή και όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας έχουν ήδη παρελάσει από το εδώλιο του μάρτυρα, χωρίς αντεξέταση εκ μέρους του, προκαλώντας μεγάλη δυσχέρεια στη διαδικασία και ενδεχομένως ζημιογόνες επιπτώσεις στις υπερασπίσεις των συγκατηγορούμενων του. 

 

     Μπορεί, επομένως, οι περιστάσεις της υπόθεσης να καθιστούν πρόσφορο να απαγγελθούν γεγονότα και σε περιπτώσεις όπου ο συγκατηγορούμενος δεν θα κληθεί στη συνέχεια ως μάρτυρας κατηγορίας.  Η προσοχή, είτε πρόκειται για συγκατηγορούμενο που θα καταθέσει είτε όχι, πρέπει να είναι στην αποφυγή αναφορών που θα ήταν δυνατό να αποτελέσουν υπόβαθρο για την έγερση ζητήματος φαινομενικής προκατάληψης του εκδικάζοντος δικαστηρίου.

 

     Στην Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 263, αναφέρθηκε ότι, κατά πόσο παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας  με συνακόλουθο να μην είναι δίκαια η δίκη εξετάζεται «στη βάση του πάγιου κριτηρίου ως προς το κατά πόσο ένας δικαιόφρων και πληροφορημένος παρατηρητής θα ήταν δυνατό να συμπεράνει πως ετίθετο ζήτημα προκατάληψης, εξ αντικειμένου.»  Στην συνέχεια παρατίθενται στην εφετειακή απόφαση, σε σχέση με επιμέρους σημεία αιχμής, πτυχές της μαρτυρίας και τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Επισημαίνονται ζητήματα και αναφέρεται: «Όπως αναφέραμε συζητήθηκαν και άλλα, αλλά τα πιο πάνω είναι αρκετά για να προσεγγίσουμε στην αρμόζουσα διάσταση την εισήγηση του εφεσείοντα πως, για λόγους που εξηγήθηκαν, παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας και η δίκη του δεν ήταν δίκαιη. Αυτή η βασική εισήγηση του εφεσείοντα ανατρέχει στη ρίζα ώστε το ερώτημα στην παρούσα υπόθεση, να μην υποβιβάζεται σε απλή θεώρηση της μαρτυρίας, αυτής καθ' εαυτής.»

 

     Η σημασία της αναφοράς σε αυτά τα ζητήματα είναι ότι συνιστούν μέρος της πληροφόρησης που έχει ο «δικαιόφρων και πληροφορημένος παρατηρητής», μέρος του υπόβαθρου στη βάση του οποίου θα κριθεί κατά πόσο «ήταν δυνατό να συμπεράνει πως ετίθετο ζήτημα προκατάληψης, εξ αντικειμένου.»  Επομένως, σχετικά δεν είναι μόνο τα όσα ειπώθηκαν κατά την απαγγελία των γεγονότων για τους συγκατηγορούμενους που παραδέχτηκαν, αλλά, εφόσον το ζήτημα εγείρεται στην έφεση και το περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης, αλλά και οι λόγοι έφεσης.

     Ο «δικαιόφρων και πληροφορημένος παρατηρητής» είναι δυνατό να συμπεράνει ότι τίθεται ζήτημα προκατάληψης εξ αντικειμένου όταν στοιχεία από τα όσα ειπώθηκαν ως γεγονότα για συγκατηγορούμενους που παραδέχτηκαν είχαν την δυναμική, υπό το φως του συνόλου των όσων μαρτυρήθηκαν, να δημιουργήσουν τέτοιο υπόβαθρο, μέσα στο πλαίσιο όπως διαμορφώνεται στη βάση όλων των πιο πάνω δεδομένων.

 

     Στην Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, οι δύο εφεσείοντες καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο για συνωμοσία μεταξύ τους και με την πρώην συγκατηγορούμενη τους, για την κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους.  Αυτοκίνητο στο οποίο οι τρείς τους μετέβαιναν ανακόπηκε από την Αστυνομία και τα ναρκωτικά ήταν κρυμμένα στα εσώρουχα της πρώην συγκατηγορούμενης.  Η τελευταία παραδέχτηκε μετά την παράθεση σχεδόν ολόκληρης της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής και εφόσον θα καλείτο ως μάρτυρας κατηγορίας, απαγγέλθηκαν γεγονότα και της επιβλήθηκε ποινή.  Στη συνέχεια πράγματι μαρτύρησε και ήταν βασική μάρτυρας εναντίον των εφεσείοντων.

 

     Μετά που της επιβλήθηκε ποινή, οι εφεσείοντες ήγειραν ζήτημα εξαίρεσης του Κακουργιοδικείου, με το αιτιολογικό ότι το Κακουργιοδικείο στο σκεπτικό της ποινής με συγκεκριμένο λεκτικό που χρησιμοποίησε έδειξε φαινομενική προκατάληψη εναντίον τους. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημα, κρίση που προσβλήθηκε με την έφεση.

 

     Στην απόφαση του για την ποινή στην πρώην συγκατηγορούμενη το Κακουργιοδικείο είχε καταγράψει ότι: «Ως ελαφρυντικούς παράγοντες για την κατηγορούμενη λαμβάνουμε υπόψη την άμεση παραδοχή της στην Αστυνομία για την διάπραξη των αδικημάτων και την πλήρη συνεργασία της με τις Αστυνομικές αρχές καθότι προέβη σε κατάθεση στην οποία ανάφερε όλα τα γεγονότα και κατονόμασε όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση.» και ότι: «Θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο δείχνει την έμπρακτη μεταμέλεια της κατηγορουμένης για την αξιόποινη συμπεριφορά της καθότι είναι έτοιμη όχι μόνο να δεχθεί την τιμωρία της αλλά και να συνδράμει αποτελεσματικά και καταλυτικά στην τιμωρία των οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών, που είναι πάντοτε ο στόχος των διωκτικών αρχών αφού αυτοί αποτελούν πάντοτε την πηγή εξάπλωσης των ναρκωτικών.» (Η έμφαση είχε προστεθεί από το Εφετείο).

     Ήταν η εισήγηση των εφεσείοντων ότι με την αναφορά ότι η πρώην συγκατηγορούμενη στην κατάθεση της στην Αστυνομία είχε κατονομάσει όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονταν στην υπόθεση, εννοείτο, χωρίς άλλο, αναφορά στην εμπλοκή των ιδίων των εφεσειόντων, οι οποίοι δακτυλοδείχνονταν ταυτόχρονα και ως οι οργανωμένοι έμποροι ναρκωτικών.

     Εξηγήθηκε ότι το κριτήριο είναι κατά πόσο δημιουργείται φαινομενική προκατάληψη στα μάτια του μέσου εχέφρονα πολίτη που είναι ταυτόχρονα ένας δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος παρατηρητής. Πρόκειται, αναφέρθηκε, για αντικειμενικό έλεγχο διαπίστωσης της αμεροληψίας που στοχεύει στην παροχή επαρκών εγγυήσεων για την απόσβεση οποιασδήποτε νόμιμης αμφιβολίας ως προς τούτο (Saraiva de Carvalho v. Portugal (judgment of 22 April 1994, Series A No. 286-B p. 38, paragragh 33).  Έγινε παραπομπή στην Abed Alkaadir Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279,  , όπου αναφέρθηκε ότι:

«Ο αντικειμενικός παρατηρητής δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο.»

 

 

 

     Μνημονεύτηκε ακόμα η Helow (AP) v. Secretary of State and Another [2008] UKHL 62, όπου η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έδωσε τον ορισμό του δίκαιου σκεπτόμενου και πληροφορημένου παρατηρητή. Όπως μεταφέρεται στην Pal:

 

«…αυτό το άτομο δεν λαμβάνει βεβιασμένες αποφάσεις, αλλά επιφυλάσσει την απόφαση του σε κάθε σημείο μέχρι να είναι πλήρως ενήμερο των γεγονότων και να έχει σφαιρική αντίληψη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Ταυτόχρονα δεν είναι  υπέρμετρα ευαίσθητο ή καχύποπτο, δύναται να αποστασιοποιηθεί από την ενώπιον του υπόθεση, είναι δε και επαρκώς πληροφορημένο.»

     Αναφέρθηκε ακόμα ότι η ουσία παραμένει ότι η θεώρηση εκ μέρους του παραπονούμενου ατόμου ως προς την ύπαρξη φαινομενικής προκατάληψης, θα πρέπει στο τέλος της ημέρας να είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί κατά αντικειμενικό τρόπο.

 

     Υποδεικνύεται στη Pal ότι τα Δικαστήρια πρέπει με προσοχή να αντιμετωπίζουν τα ενώπιον τους θέματα, ούτως ώστε να μην αφήνεται να αιωρείται έστω και σκιά ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους, όπως αυτή η αμεροληψία μπορεί να αναδυθεί από τον τρόπο γραφής της απόφασης, είτε ενδιάμεσης, είτε τελικής.

 

     Η επιβολή ποινής στην πρώην συγκατηγορούμενη κρίθηκε ως απόλυτα θεμιτή και νομότυπη και ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι που θα οδηγούσαν τον καλώς πληροφορημένο αντικειμενικό παρατηρητή που είχε ταυτόχρονα ισορροπημένη και δίκαιη τη σκέψη, να θεωρήσει ότι το Κακουργιοδικείο με τα σχετικά αποσπάσματα είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο προαποφασίσει είτε τη συμμετοχή των εφεσειόντων στα υπό κρίση αδικήματα ή ότι ήταν μεγαλέμποροι ναρκωτικών τους οποίους το Κακουργιοδικείο έπρεπε πάση θυσία να εύρει ενόχους και να τιμωρήσει αναλόγως. Σημειώνεται με αναφορά στο σκεπτικό της τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου, ότι οι εφεσείοντες είχαν κριθεί ένοχοι μετά από την αναγκαία περίσκεψη κρίνοντας την πρώην συγκατηγορούμενη γενικώς ως αξιόπιστη, αλλά και με την περαιτέρω ασφαλιστική δικλείδα, ότι η μαρτυρία της ενισχυόταν ουσιωδώς από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία που ενέπλεκε τους εφεσείοντες.  Αναφέρθηκε ότι: «η αναφορά από το Κακουργιοδικείο σε άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν θα μπορούσε παρά μόνο με στρέβλωση της χρησιμοποιηθείσας γλώσσας, να θεωρηθεί ότι ισοδυναμούσε με πρόσωπα που εκ προοιμίου ήσαν ένοχα. Η δε δεύτερη αναφορά σε οργανωμένους εμπόρους ναρκωτικών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί από οποιοδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή ως ισοδυναμούσα με προειλημμένη απόφαση ως προς το ποιόν των εφεσειόντων ή φαινομενική προκατάληψη εναντίον τους. … δεν προκύπτει καμία απολύτως φαινομενική προκατάληψη του Κακουργιοδικείου εκ των όσων αναφέρθησαν κατά την επιβολή της ποινής

 

     Στην παρούσα υπόθεση, όπως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, η υπεράσπιση του Εφεσείοντα ήταν ότι οι ενέργειες του, που μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εκ μέρους του συνέργεια στη διάπραξη του εγκλήματος, έγιναν υπό συνθήκες εξαναγκασμού, κατ’ επίκληση της υπεράσπισης του άρθρου 16 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.[15]  Και τούτο εφόσον, όπως σημειώνεται, παραδέχτηκε ότι συνόδευσε τον κατηγορούμενο 1 και βρισκόταν στην αυλή της κατοικίας τη δεδομένη στιγμή που μέσα στην κατοικία διαπράττονταν οι φόνοι, όπως και τη μετέπειτα είσοδο του σε αυτή.

 

     Η καταδίκη του Εφεσείοντα βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος και επί του επίμαχου σημείου ολοκληρωτικά, στη μαρτυρία της πρώην συγκατηγορούμενης 2, την οποία το Κακουργιοδικείο έκρινε ως αξιόπιστη.  Στο ουσιαστικό της λοιπόν μέρος, η εισήγηση του Εφεσείοντα είναι πως το Κακουργιοδικείο δεν ήταν ή δεν φαινόταν αντικειμενικά αμερόληπτο κατά το στάδιο που είχε να κρίνει την ενοχή του ή όχι και έτσι αποδέχτηκε ή φαίνεται πως μπορεί να αποδέχτηκε τη μαρτυρία της κατηγορούμενης 2 ως αξιόπιστη, όχι γιατί πραγματικά ήταν αλλά γιατί συνέπλεε με τα γεγονότα όπως είχαν εκτεθεί ενώπιον του ως τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης κατά το στάδιο της επιβολής της ποινής στους συγκατηγορούμενους του Εφεσείοντα.  Όμως, η κρίση αυτή του Κακουργιοδικείου, σε σχέση δηλαδή με την αξιοπιστία της κατηγορούμενης 2, δεν προσβάλλεται με κανένα από τους λόγους έφεσης.  Εκλαμβάνεται δηλαδή ως ορθή.  Εφόσον λοιπόν η ορθά κρινόμενη ως αξιόπιστη μαρτυρία οδήγησε στην καταδίκη του Εφεσείοντα δεν μπορεί να γίνεται λόγος αμφισβήτησης της αμεροληψίας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, υποκειμενικής ή αντικειμενικής, ούτε βέβαια και ζήτημα δίκαιης δίκης.  Αν δεν υπάρχει περιθώριο για τη διαπίστωση πραγματικής αμεροληψίας, δεν υπάρχει υπόβαθρο για την τεκμηρίωση ούτε αντικειμενικής αμεροληψίας. Και εν κατακλείδι, η θέση ότι θα μπορούσε να διαπιστωθεί αντικειμενική αμεροληψία παραμένει θεωρητική και ατελέσφορη. 

 

     Στην Χρίστου, η καταδίκη του εφεσείοντα είχε στηριχτεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία δύο μαρτύρων κατηγορίας, η αξιοπιστία των οποίων προσβαλλόταν με την έφεση και το εφετείο ανάλωσε μεγάλο μέρος της απόφασης του καταγράφοντας τα σημεία που είχε εγείρει ο εφεσείοντας αναφορικά με σοβαρές αδυναμίες στην απόδοση και αξιολόγηση της μαρτυρίας για κάθε μια από τις κρίσιμες φάσεις της υπόθεσης.

 

     Στην προκειμένη περίπτωση, ο δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος παρατηρητής, διερχόμενος τις τρείς αποφάσεις του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τις ποινές των κατηγορούμενων 1, 2 και 3, θα διαπιστώσει ότι το Κακουργιοδικείο περιορίστηκε στο κατηγορούμενο πρόσωπο στο οποίο θα επέβαλε ποινή και δεν έκαμε αναφορά στην εμπλοκή οιουδήποτε άλλου.  Στους συνεργούς αναφέρθηκε απρόσωπα, μόνο για να τεκμηριώνεται ότι ο υπόψη κατηγορούμενος δεν έδρασε μόνος.  Ούτε υπονόησε ότι οιοσδήποτε που δεν είχε παραδεχτεί ήταν πράγματι συνεργός.  Μάλιστα όταν είχαν απαγγελθεί τα γεγονότα σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 και ο τότε δικηγόρος του Εφεσείοντα προσέτρεξε να επιφυλάξει τα δικαιώματα του, το Κακουργιοδικείο, σημειώνοντας τη θέση του, ανάφερε ότι δεν είχε κατονομαστεί οποιοσδήποτε.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις ο δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να εκλάβει ότι το Κακουργιοδικείο θα μπορούσε να είχε προαποφασίσει την ενοχή του Εφεσείοντα.  Διερχόμενος στη συνέχεια την καταδικαστική απόφαση, ο ίδιος παρατηρητής θα διαπίστωνε ότι η κρίση της αξιοπιστίας της βασικής μάρτυρος κατηγορούμενης 2 βασίστηκε στα επιτρεπτά κριτήρια και δεν έγινε αποδεχτή γιατί υποστηριζόταν από περιστάσεις που αναφέρθηκαν κατά την απαγγελία των γεγονότων για τους συγκατηγορούμενους του Εφεσείοντα.  Προς επίρρωση τούτου θα παρατηρούσε ότι η κρίση της αξιοπιστίας της κατηγορούμενης 2 δεν προσβάλλεται με την έφεση.

 

     Υποδεικνύεται στην αγόρευση των δικηγόρων του Εφεσείοντα ότι τα γεγονότα σε σχέση με τον Εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 1 δεν θα έπρεπε λογικά να διαφέρουν.  Εντούτοις, διαπιστώνονται και από τους ίδιους στο κείμενο της ποινής για τον κατηγορούμενο 1 λεπτομέρειες και αναφορές σε γεγονότα που δεν εντοπίζονται στη καταδικαστική απόφαση για τον Εφεσείοντα.  Αυτό βρίσκουμε ότι επιβεβαιώνει και θα επιβεβαίωνε στα μάτια του δίκαια σκεπτόμενου και πληροφορημένου παρατηρητή ότι το Κακουργιοδικείο βασίστηκε στην προσαχθείσα στη δίκη μαρτυρία και δεν έλαβε καθόλου υπόψη στοιχεία που δεν μαρτυρήθηκαν εναντίον του Εφεσείοντα.

 

     Καταλήγουμε ότι ούτε και ο λόγος έφεσης 1 ευσταθεί.

     Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 επιτυγχάνει μερικώς και η καταδίκη του Εφεσείοντα στην κατηγορία 8 περιορίζεται στην μεταφορά του μικρού μαχαιριού μόνο.  Ο λόγος έφεσης 7 επιτυγχάνει και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται στην κατηγορία 7.  Οι λοιποί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

 

 

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 



[1] Όποιος συνωμοτεί με άλλο να διαπράξει κακούργημα ή να διενεργήσει πράξη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου η οποία αν διενεργόταν στη Δημοκρατία θα ήταν κακούργημα και η οποία είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στον τόπο όπου σκοπεύεται να διενεργηθεί, είναι ένοχος κακουργήματος και αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή προκειμένου για κακούργημα που επισύρει κατά ανώτατο όριο ποινή κατώτερη από τη φυλάκιση επτά χρόνων, σε τέτοια κατώτερη ποινή.

[2] Ποινικός Κώδικας, Κεφ.154, άρθρο 282: Όποιος κλέβει κάτι και κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της κλοπής, χρησιμοποιεί ή απειλεί να χρησιμοποιήσει πραγματική βία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας, με σκοπό απόκτησης ή κατακράτησης εκείνου που εκλάπηκε ή με σκοπό αποτροπής ή εξουδετέρωσης αντίστασης που προβάλλεται εναντίον της κλοπής ή κατακράτησης αυτού, είναι ένοχος του κακουργήματος της ληστείας.

[3] Ο περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμος, Κεφ.159, άρθρο 2: “επιθετικό όπλο” σημαίνει οποιοδήποτε αντικείμενο που κατασκευάστηκε ή προσαρμόστηκε για να προκαλεί όταν χρησιμοποιείται βλάβη σε πρόσωπο ή ζημιά σε περιουσία, ή που προορίζεται από το πρόσωπο που το έχει μαζί του για τέτοια χρήση από αυτό.

 

[4] Ο περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμος, Κεφ.159, άρθρο 3(1): Πρόσωπο το οποίο χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή εύλογη δικαιολογία, η απόδειξη των οποίων βαρύνει αυτό, έχει μαζί του σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο οποιοδήποτε επιθετικό όπλο είναι ένοχο αδικήματος, και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου.

[5] 20.-  Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:

(α) εκείνος που διενεργεί πράγματι την πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα

(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον

(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος

(δ) εκείνος που συμβουλεύει ή που προάγει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος.

Στην τέταρτη περίπτωση ο υπαίτιος δύναται να διωχτεί είτε ως αυτουργός του ποινικού αδικήματος είτε σε ποινικό αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.

Καταδίκη για το αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συνεπάγει ίδιες συνέπειες από κάθε άποψη, καθώς και καταδίκη για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.

Εκείνος που προάγει άλλο στη διενέργεια πράξης ή παράλειψης τέτοιας φύσης ώστε, αν γινόταν από τον ίδιο θα διενεργείτο από αυτό κάποιο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, όπως αν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη δύναται να διωχτεί δε όπως αν είχε διενεργήσει το ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη.

 

[6] Αν μέρος μόνο του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο αποδεικνύεται και το μέρος που αποδείχτηκε συνιστά ποινικό αδίκημα, ο κατηγορούμενος δύναται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα το οποίο αποδεικνύεται ότι διέπραξε.

 

[7] It is clear from the wording of this section that in cases of unlawful possession, as the present one, where an accused is charged for possession of a larger quantity of the articles referred to in the charge the Court instead of amending the charge may find the accused guilty in respect of the quantity actually found in his possession.

 

[8] Here, we think that the case comes clearly under section 85 (1); and the Judge could have convicted on the counts as they were originally framed, stating that certain of the allegations in the particulars had not been established. If what has been proved was sufficient to support the count upon which the accused was charged, the Judge could convict without making any amendment

[9] Ποινικός Κώδικας, Κεφ.154, άρθρο 292: Όποιος-(α) διαρρήχνει και εισέρχεται σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό ή … είναι ένοχος του κακουργήματος της διάρρηξης και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.

Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται κατά τη διάρκεια νύχτας, αυτό καλείται διάρρηξη κατά τη διάρκεια νύχτας, ο δε υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.

 

[10] «Firstly, association between D2 and D1 may or may not involve assistance or encouragement. Secondly, the same is true of the presence of D2 at the scene when D1 perpetrates the crime.  Both association and presence are likely to be very relevant evidence on the question whether assistance or encouragement was provided. …. Nevertheless, neither association or presence is necessarily proof of assistance or encouragement; it depends on the facts: see R. v. Coney (1882) 8 QBD 534, 540, 558».

 

[11] «… aiding and abetting is a crime that requires proof of mens rea, that is to say, of intention to aid as well as of knowledge of the circumstances, and that proof of the intent involves proof of a positive act of assistance voluntarily done».

[12] Άρθρο 250 του Κεφ.154: Όποιος αρπάζει ή απαγάγει άλλο, με σκοπό να προκαλέσει τον κρυφό και άδικο περιορισμό αυτού, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.

[13] Αν δύο ή περισσότεροι διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτεί ποινικό αδίκημα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς, θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκημα.

[14] Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.

[15] Εξαιρουμένων του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37 δεν συνιστά ποινικό αδίκημα η πράξη, την οποία διενεργεί κάποιος που εξαναγκάστηκε για αυτό με απειλές, οι οποίες, κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης, εύλογα προκαλούν το φόβο ότι η μη διενέργεια της πράξης θα έφερνε τον άμεσο θάνατο του νοείται ότι τα πιο πάνω θα ισχύσουν μόνο εφόσον εκείνος που διάπραξε δεν οδήγησε τον εαυτό του, είτε εκούσια είτε από εύλογο φόβο πρόκλησης βλάβης σε αυτόν μικρότερης από τον άμεσο θάνατο, στην κατάσταση με την οποία αυτός υπέστει τέτοιον εξαναγκασμό.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο