Δ. Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020, 6/10/2021

ECLI:CY:AD:2021:B432

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020)

 

 

 6 Οκτωβρίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

Δ. Α.

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Β. Μπίσσας με Μ. Χαρτσένκο (κα) και Α. Μυτίδου (κα) για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Παπαλοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

[Η κυκλοφορία της Απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει ονόματα ή άλλα στοιχεία θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της Απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία των θυμάτων]

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετώπισε Κατηγορητήριο μαζί με δύο άλλα πρόσωπα, τους πρώην Κατηγορούμενους 2 και 3. Μεταξύ της επιφύλαξης της Απόφασης και της έκδοσης της ο πρώην Κατηγορούμενος 3 απεβίωσε και η διαδικασία εναντίον του διεκόπη. Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε τρεις Κατηγορίες βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145[1] του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και σε τέσσερις Κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Κεφ. 154. Στις Κατηγορίες βιασμού του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 11 ετών σε κάθε κατηγορία, ενώ στις Κατηγορίες άσεμνης επίθεσης ποινές φυλάκισης                 3 ετών σε κάθε κατηγορία. Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης διετάχθη όπως συντρέχουν.

 

Προς απόδειξη των Κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία συνολικά 15 Μάρτυρες, ήτοι, τρεις Αστυνομικοί Μάρτυρες, οι οποίοι ήταν οι Ανακριτές στην υπόθεση (Μ.Κ. 1, Μ.Κ. 8 και Μ.Κ. 14), δύο Ιατροδικαστές (Μ.Κ. 2 και    Μ.Κ. 13), τρεις Ψυχίατροι (Μ.Κ. 4, Μ.Κ. 9 και Μ.Κ. 10), μία Κλινική Ψυχολόγος (Μ.Κ. 12), μία Φαρμακοποιός (Μ.Κ. 3), ένας Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (Μ.Κ. 5), μια Νοσηλεύτρια (Μ.Κ 6), η Παραπονούμενη (Μ.Κ. 11) και ο πατέρας της (Μ.Κ. 7). Ο Εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να τηρήσει σιωπή και κάλεσε μία Μάρτυρα προς υπεράσπιση του, την αδελφή του, Μ.Υ. 1.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κάθε Μάρτυρα, την αξιολόγησε και κατέληξε σε αποδοχή της μαρτυρίας των Μαρτύρων Κατηγορίας πλην εκείνης που δόθηκε από τη Μ.Κ. 15,                   η οποία ήταν μάρτυρας που η Κατηγορούσα Αρχή πρόσφερε για                σκοπούς αντεξέτασης. Ειδικότερα, αναφορικά με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, ανέφερε ότι δημιούργησε στο Δικαστήριο εξαιρετική εντύπωση κρίνοντας ότι, ενόψει τούτου, μπορούσε να βασιστεί σε αυτή χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Κατ’ ακολουθία της αξιολόγησης τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν ανάλογα της μαρτυρίας των Μαρτύρων Κατηγορίας. Αυτά μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

 

Η Παραπονούμενη, ηλικίας 20 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, έχουσα νοημοσύνη στο κατώτερο όριο του φυσιολογικού και πάσχουσα από χρόνια ψυχωσική διαταραχή και διπολική διαταραχή από ηλικίας 13 μέχρι και 18 ετών, διέμενε σε Στέγη Νεανίδων. Ακολούθως, από την ηλικία των            18 ετών την κηδεμονία της ανέλαβε η Μ.Κ. 15, την οποία η Παραπονούμενη γνώριζε λόγω της ερωτικής σχέσης που είχε με το γιο της. Η Παραπονούμενη λόγω χρήσης ναρκωτικών ουσιών που έκανε με το γιο της Μ.Κ. 15 και λόγω του ότι δεν έπαιρνε τη φαρμακευτική της αγωγή που ήταν αναγκαία ένεκα των ψυχιατρικών της προβλημάτων, στις 23/9/2016 εισήχθη από τη Μ.Κ. 15 σε Στέγη Ευγηρίας (εφεξής η Στέγη) για να την προσέχουν και να παίρνει τα φάρμακα της. Στη Στέγη ο Εφεσείων ήταν δηλωμένος ως φροντιστής. Διευθυντής στη Στέγη ήταν ο πατέρας του Εφεσείοντα και ιδιοκτήτης η αδελφή του, Μ.Υ.1. Ανάμεσα στα καθήκοντα του Εφεσείοντα ήταν η φροντίδα των ηλικιωμένων, η μεταφορά τους στο γιατρό, η χορήγηση των φαρμάκων τους και κάθε 15 ημέρες είχε ολονύχτια υπηρεσία.

 

Αρχικά η ζωή της Παραπονούμενης στη Στέγη ήταν καλή. Ένα βράδυ, ένα μήνα περίπου μετά την εισαγωγή της, στο μπάνιο του προσωπικού που της είχε παραχωρηθεί από τον Εφεσείοντα ως διευκόλυνση για να λούζεται, ο τελευταίος, χωρίς τη συναίνεση της, δηλαδή με τη χρήση βίας πιάνοντας την από τα μαλλιά και κλείνοντας το στόμα της για να μην φωνάζει, ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Επίσης στον ίδιο χρόνο και τόπο ήλθε σε παραφύση συνουσία με αυτή, επίσης χωρίς τη συναίνεση της.

 

Κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να παρατεθεί η ακόλουθη περικοπή, που περιγράφει το πιο πάνω περιστατικό, από την Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Ένα βράδυ ένα μήνα περίπου μετά που η Παραπονούμενη εισήχθη στη Στέγη, και αφού ο Κ1 της είχε παραχωρήσει το μπάνιο του προσωπικού αδειάζοντάς το από τα διάφορα όργανα που είχε μέσα, η Παραπονούμενη του ανέφερε ότι θα πάει για να κάνει μπάνιο εκεί και αυτός συγκατατέθηκε. Όταν τέλειωσε το μπάνιο της και σκουπιζόταν, ο Κ1 εισήλθε εντός του μπάνιου. Η Παραπονούμενη τον ρώτησε τι έκανε εκεί και αυτός χωρίς να απαντήσει κατέβασε τα ρούχα του από την μέση και κάτω και είδε ότι το πέος του ήταν σε στύση. Την έπιασε από τα μαλλιά, άρχισε να την δαγκώνει στο λαιμό, μετά της έκλεισε το στόμα να μην φωνάζει, την γύρισε με την πλάτη και έβαλε το πέος του στα γεννητικά της όργανα και ήρθε σε συνουσία μαζί της. Μετά ήρθε σε πρωκτική συνουσία μαζί της. Όταν εισήλθε το πέος του στον πρωκτό της πόνεσε και ο Κ1 εκσπερμάτωσε στην πλάτη της. Μετά από αυτό ο Κ1 πλύθηκε και βγήκε έξω χωρίς να της πει οτιδήποτε. Η Παραπονούμενη κλαίγοντας έκανε ξανά μπάνιο. Έκλαιγε και μετά που ξάπλωσε χωρίς να πει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε.»

 

 

Ένα βράδυ, γύρω στα Χριστούγεννα και αφού ο συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα, πρώην Κατηγορούμενος 2, είχε καλέσει την Παραπονούμενη στο δωμάτιο του, ενώ αυτός στη συνέχεια έφυγε, εισήλθε εντός του δωματίου ο Εφεσείων και εκεί την βίασε. Η περιγραφή του εν λόγω περιστατικού, που αφορούσε και εδώ σε παράνομη συνουσία χωρίς τη συναίνεση της Παραπονούμενης, δίδεται από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην Απόφαση του ως ακολούθως:

 

«Γύρω στα Χριστούγεννα μια νύχτα ο Κ2 της είπε να πάει στο δωμάτιο του και αυτός, αφού της έβαλε ταινία πορνό για να δει, έφυγε από το δωμάτιο. Μετά από αυτό πήγε ο Κ1 στο δωμάτιο του Κ2, ο οποίος έβγαλε τα ρούχα του και αφού της είπε να βγάλει και τα δικά της και να ξαπλώσει, ξάπλωσε από πάνω της και ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της, καθώς και πρωκτική συνουσία και εκσπερμάτωσε στην κοιλιά της.»

 

 

Επιπλέον, σύμφωνα πάντοτε με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπήρξαν τέσσερις άλλες περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης που αφορούσαν σε εξαναγκασμό της Παραπονούμενης σε πεολειχία. Μια φορά εντός της τουαλέτας της Στέγης, όταν ο Εφεσείων είχε εισέλθει εντός αυτής, ενώ η Παραπονούμενη ήταν ήδη εντός αυτής και εκείνος κλείδωσε την πόρτα. Άλλη περίπτωση ήταν όταν η Παραπονούμενη είχε πάει μαζί με τον Εφεσείοντα στη Λάρνακα για να φέρουν τον συγκατηγορούμενο του, πρώην Κατηγορούμενο 2.

 

Το τρίτο περιστατικό έλαβε χώρα όταν ο Εφεσείων είχε οδηγήσει την Παραπονούμενη στο Νοσοκομείο για να δει τον πατέρα της μετά την εγχείρηση που ο τελευταίος είχε κάνει, ενώ η τελευταία περίπτωση έλαβε χώρα όταν ο Εφεσείων είχε πάρει μαζί του την Παραπονούμενη σε υπεραγορά.

Τα πιο πάνω περιστατικά περιγράφονται με τον ακόλουθο τρόπο στην Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Μια μέρα ενώ η Παραπονούμενη βρισκόταν στην τουαλέτα εισήλθε εντός αυτής ο Κ1 και αφού έβγαλε τα κλειδιά που ήταν έξω από την πόρτα την κλείδωσε από μέσα και της είπε ότι ήθελε να του κάνει στοματικό έρωτα. Η Παραπονούμενη αρνήθηκε και αυτός την πήρε από τα μαλλιά εξαναγκάζοντας της σε πεολειχία. Όταν αυτός εκσπερμάτωσε μέσα στο στόμα της η ίδια έκανε εμετό. Παρά του ότι του έλεγε να την αφήσει να φύγει δεν την άφηνε και την απείλησε ότι αν άνοιγε το στόμα θα της έδινε φάρμακα για να γίνει όπως το ζόμπι και δεν θα θυμόταν ούτε το όνομα της. Μετά ο Κ1 βγήκε από την τουαλέτα. …………………………………..

 

Ο Κ1 την έπαιρνε με το αυτοκίνητο του, ……. στο νοσοκομείο για να πιάσει φάρμακα ή κάποτε για να δει τον πατέρα της που είχε χειρουργηθεί και την έπαιρνε μέσα στα χωράφια κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο και την ανάγκαζε να κάνει στοματικό έρωτα. Μια φορά την πήρε και σε μια υπεραγορά για να πιάσουν κάτι και οδηγώντας την και στο χώρο στάθμευσης του παλαιού νοσοκομείου την εξανάγκασε και πάλιν σε πεολειχία.

 

Σε μια άλλη περίπτωση η Παραπονούμενη πήγε με τον Κ1 με το αυτοκίνητο του και έπιασαν τον Κ2 από τη Λάρνακα. Πριν να φτάσουν στην Λάρνακα, στο δρόμο της Κόσιης ο Κ1 σταμάτησε το αυτοκίνητο κατέβασε τα ρούχα του και την έπιασε από το κεφάλι και της έβαλε στο στόμα της το γεννητικό του όργανο εξαναγκάζοντάς την να του κάνει πεολειχία.»

 

 

Όπως περαιτέρω προέκυψε από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο Εφεσείων είχε κτυπήσει αρκετές φορές την Παραπονούμενη, δηλ. την χαστούκιζε και την έπιανε από το λαιμό όταν η ίδια αντιδρούσε και δεν ήθελε να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του ή να του κάνει στοματικό έρωτα.

Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η Παραπονούμενη κατάφερε να φύγει από τη Στέγη, σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Η Παραπονούμενη έκανε προσπάθειες να φύγει από τη Στέγη. Μια φορά βγήκε έξω αλλά ο Κ1 την πήρε από το σβέρκο και την πήρε στο δωμάτιο της. Στις 10 Φεβρουαρίου 2017 κατάφερε να φύγει από την πίσω αυλή και πήγε περπατητή στο σπίτι της ΜΚ15, μετά που είχε ακούσει τον Κ1 να λέει ότι θα την εξαφανίσουν και δεν θα την άφηνε να φύγει, βγάζοντας από την πρίζα το τηλέφωνο εμποδίζοντας την να τηλεφωνήσει στους δικούς της. Η Παραπονούμενη τότε είπε στην ΜΚ15 τι έγινε στη Στέγη, και αυτή την οδήγησε στο ΤΑΕ Λευκωσίας σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.»

 

Αποτέλεσε περαιτέρω εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι, συνεπεία των πιο πάνω ενεργειών του Εφεσείοντα και του συγκατηγορούμενου του, πρώην Κατηγορούμενου 2, η Παραπονούμενη, η οποία εξετάστηκε από την Κλινική Ψυχολόγο Μ.Κ. 12, παρουσίαζε συμπτώματα μετατραυματικού στρες, τα οποία ήταν πιο έντονα τον πρώτο καιρό, τα οποία εκδηλώθηκαν ως ακολούθως:

·      Φοβίες, ιδιαίτερα όταν είναι στο μπάνιο ή μόνη

·       Θλίψη

·      Αίσθηση ντροπής κι ενοχής (επαναλαμβάνει πόσο «βρωμιασμένη» αισθάνεται)

·      Επίμονη υπερδιέγερση (συνεχές ψάξιμο για πιθανό κίνδυνο), αίσθηση απειλής.

·      Συμπτώματα επαναβίωσης, εφιάλτες, υπνολαλία, συχνές αναδρομές στο παρελθόν.

·      Αγωνιώδης ανάγκη να συζητά το θέμα, ψάχνοντας απαντήσεις και, μέσω αυτού, αναζήτηση της ψυχικής λύτρωσης.

 

Το Κακουργιοδικείο στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας των Μαρτύρων Κατηγορίας και των ευρημάτων που διατύπωσε, αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των Κατηγοριών στη βάση των σχετικών νομοθετικών προνοιών και της νομολογίας, έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο σε τρεις Κατηγορίες βιασμού και σε τέσσερις Κατηγορίες άσεμνης επίθεσης.

 

Η Απόφαση του Κακουργιοδικείου προσβάλλεται τόσο σε σχέση με την Καταδίκη, όσο και σε σχέση με την επιβληθείσα Ποινή.

 

Ειδικότερα, με πέντε Λόγους Έφεσης (Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3, 4 και 5)  ο Εφεσείων προσβάλλει την Καταδίκη του, ενώ με άλλους τρεις Λόγους Έφεσης (Λόγοι Έφεσης 6, 7 και 8) την επιβληθείσα Ποινή των 11 ετών σε κάθε μία Κατηγορία βιασμού, ως έκδηλα υπερβολική.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία και βασίστηκε                          εξ’ ολοκλήρου στη μαρτυρία της Παραπονούμενης.

 

Με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, όσο και των υπόλοιπων Μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Ενώ, με το Λόγο Έφεσης 3, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στις αντιφάσεις που η Παραπονούμενη περιέπεσε κατά την αντεξέταση της και στις καταθέσεις της στην Αστυνομία.

 

Με το Λόγο Έφεσης 4 προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε υποστηρικτική μαρτυρία της εκδοχής της Παραπονούμενης.

Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ουσιαστικά τη μαρτυρία της Εμπειρογνώμονα Μ.Κ. 12, σε συγκεκριμένες αναφορές της.

 

Σε ό,τι αφορά τους Λόγους Έφεσης 6 - 8 που αφορούν την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης στις Κατηγορίες του βιασμού, μέσω του Λόγου              Έφεσης 6 προβάλλεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, ενώ με το Λόγο Έφεσης 7, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής εφόσον λανθασμένα και ενάντια στα γεγονότα, κατέληξε στο ότι ο Εφεσείων βίασε την Παραπονούμενη σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, ενώ οι Κατηγορίες 1 και 2 αφορούσαν το ίδιο περιστατικό.

 

Με το Λόγο Έφεσης 8 ο Εφεσείων παραπονείται ότι, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης παραβατών, του επιβλήθηκε η ίδια ποινή φυλάκισης με το συγκατηγορούμενο του, πρώην Κατηγορούμενο 2, ενώ τα περιστατικά βιασμού για τα οποία κρίθηκε ένοχος, ήταν λιγότερα από τα περιστατικά για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο συγκατηγορούμενός του.

 

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ’ αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019).

 

Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με το αξιόπιστο της μαρτυρίας της Παραπονουμένης.

 

Στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης 1 παρατίθενται οι αντιφάσεις που, κατά τον Εφεσείοντα, θα έπρεπε να οδηγήσουν το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 2 και 3 συμπλέκονται με το Λόγο Έφεσης 1 εφόσον πλείστα όσα αναφέρονται στο πλαίσιο της αιτιολογίας του Λόγου Έφεσης 1 επαναλαμβάνονται στην αιτιολογία τους και τούτο με την προοπτική κατάδειξης λανθασμένης αξιολόγησης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της Παραπονούμενης εφόσον, με βάση τη θέση που προβάλλεται, υπήρξε σωρεία αντιφάσεων τόσο στην ίδια τη μαρτυρία της όσο και σε σχέση με εκείνη που προσέφεραν άλλοι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, κάποιων εκ των οποίων δεν έχει αμφισβητηθεί η μαρτυρία τους.

 

Υποδείχθηκε ότι υπήρξαν αντιφάσεις μεταξύ των αναφορών της Παραπονούμενης στην Αστυνομία που έγιναν στο πλαίσιο του αρχικού της παραπόνου και συγκεκριμένα στους Αστυνομικούς Ανακριτές Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 14, όπως αυτές κατεγράφησαν στα Ημερολόγια Ενεργείας ημερ. 10/2/2017 και 14/2/2017, Τεκμήρια 50 και 24 αντίστοιχα και των όσων η Παραπονούμενη ισχυρίστηκε στη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η επίμαχη αναφορά στο Τεκμήριο 50 ήταν ότι «Η Μ.Σ. η οποία ανέλαβε την φροντίδα της Κ.Τ, ανέφερε προφορικά στην Λοχία 1X6 Ν.Α. και στην Αστ. 3XX7 Ε.Γ. οι οποίες εργάζονταν στο τμήμα κατά τον συγκεκριμένο χρόνο ότι η Κ. κατά το χρονικό διάστημα που διέμενε σε ίδρυμα στην Λευκωσία έπεσε θύμα βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης από άτομα τα οποία διαμένουν στο ίδρυμα(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου). Ενώ καθόσον αφορά το Τεκμήριο 24 η επίμαχη αναφορά ήταν ότι «την 14/02/2017 και περί ώρα 1500, προσήλθε εκ νέου στο τμήμα η Κ.Τ. Δ.Τ….συνοδευόμενη από την κηδεμόνα της Μ.Σ. Δ.Τ….και ανέφερε προφορικά στην Αστ.3XX8 ότι ενώ ήταν τρόφιμος στο Ίδρυμα ……….. στην ……., βιάστηκε από δύο άτομα.» (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Όπως υποστηρίχθηκε, ενώ οι αναφορές στα Τεκμήρια 24 και 50 αφορούσαν ξεκάθαρα σε βιασμούς από δύο άτομα που διέμεναν στο Ίδρυμα, στην αντεξέταση της η Παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι είχε αναφέρει στην Αστυνομία ότι είναι τρία τα άτομα που την βίασαν.

 

Εν πρώτοις είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί, όπως εξάλλου έγινε και από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην Αστυνομία στις 10/2/2017 και κατεγράφησαν στο Ημερολόγιο Ενεργείας, Τεκμήριο 50 και αφορούσαν σε βιασμό «από άτομα τα οποία διάμεναν στο ίδρυμα» προήλθαν από τη Μ.Κ. 15 και όχι από την ίδια την Παραπονούμενη.

 

Αυτό που ορθά επισημαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην Απόφαση του, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της υπόθεσης, είναι ότι καθόσον αφορά την αρχική δήλωση της Παραπονούμενης στην Αστυνομία στις 14/2/2017, αυτή συνήδε με την όλη εκδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου αφού παρέμεινε σταθερή στη θέση της ότι τα όσα είχε πει αρχικά αφορούσαν τον Εφεσείοντα και τον πρώην Κατηγορούμενο 2 γιατί αυτοί την βίαζαν κατ’ εξακολούθηση, ενώ καθόσον αφορά τον πρώην Κατηγορούμενο 3 για τον οποίο έκανε αναφορά μεταγενέστερα στις καταθέσεις της η εμπλοκή του αφορούσε, όπως προέκυψε, ένα περιστατικό το οποίο και περιέγραψε.

 

Όσον δε αφορά τον Εφεσείοντα και την εμπλοκή του, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Παραπονούμενη ήτο σταθερή στη θέση της ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι αναφορές της τόσο στη Μ.Κ. 15 όσο και στην Αστυνομία και συγκεκριμένα στη Μ.Κ. 1, περιλάμβαναν και τον Εφεσείοντα ο οποίος εργαζόταν στη Στέγη και διέμενε σε αυτή όταν είχε νυχτέρι.

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα κ. Μπίσσας υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ είχε απορρίψει τη μαρτυρία της Μ.Κ. 15 ως αναξιόπιστη, λανθασμένα βασίστηκε σε αυτή για να καταλήξει σε εύρημα για το τι είχε αναφέρει η Παραπονούμενη σε αυτή και στην Αστυνομία στο αρχικό στάδιο.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση.

 

Είναι σαφές από την Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε, απλώς, επισήμανση ότι η θέση της Υπεράσπισης δεν είχε γίνει αποδεκτή ούτε από τη Μ.Κ. 15, χωρίς παράλληλα να αναφέρεται σε οποιοδήποτε σημείο της Απόφασης ότι η μαρτυρία της Μ.Κ. 15 υποστήριζε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εκδοχή της Παραπονούμενης.

 

Άλλο σημείο που ο Εφεσείων επικαλείται σε σχέση με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης ότι θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, είναι ο αριθμός των βιασμών στο μπάνιο και στην τουαλέτα προσωπικού.

 

Ο κ. Μπίσσας υποστήριξε ότι ενώ η Παραπονούμενη στην πρώτη της κατάθεση Έγγραφο ΙΑ ισχυρίστηκε ότι κάθε δύο εβδομάδες που ο Εφεσείων ήταν νυχτέρι της έλεγε να πάει στην τουαλέτα του προσωπικού όπου τη βίαζε και της επιτίθετο άσεμνα, στη μαρτυρία της κατά το στάδιο της αντεξέτασης ανέφερε ότι μόνο ένα περιστατικό βιασμού είχε γίνει εντός του μπάνιου του προσωπικού και ότι μετά το πρώτο περιστατικό βιασμού στο μπάνιο προσωπικού οι βιασμοί συνέβαιναν στα δωμάτια, σε άλλους χώρους.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτεταμένα με το πιο πάνω ζήτημα και τις περιγραφές της Παραπονούμενης σε σχέση με τη χρήση του μπάνιου του προσωπικού από την Παραπονούμενη στην Απόφαση του.

 

Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, το πρώτο περιστατικό βιασμού της Παραπονούμενης έλαβε χώρα ένα περίπου μήνα μετά την εισαγωγή της στη Στέγη εντός του μπάνιου του προσωπικού. Η Παραπονούμενη αντεξετάστηκε επισταμένως από τον συνήγορο του Εφεσείοντα σε σχέση με τη χρήση του εν λόγω μπάνιου από την ίδια.

 

Όπως διαπιστώνεται, ενώ στην 1η κατάθεση της είχε αναφέρει ότι κάθε δύο εβδομάδες που ο Εφεσείων ήταν νυχτέρι στο ίδρυμα την ανάγκαζε να πηγαίνει στην τουαλέτα του προσωπικού και γίνονταν οι κατ’ ισχυρισμόν βιασμοί, στην 3η της κατάθεση αλλά και στη δια ζώσης μαρτυρία της υποστήριξε ότι μπήκε μόνο μία φορά για να χρησιμοποιήσει το μπάνιο του προσωπικού και ήταν αυτή η φορά που βιάστηκε από τον Εφεσείοντα.

 

Όπως δε ορθά εντόπισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, «οι αναφορές της σε είσοδο της κάθε 15θήμερο όταν ο Κ1 της το ζητούσε να πηγαίνει αναφέρετο στην τουαλέτα του προσωπικού χωρίς να κάνει αναφορά σε μπάνιο ή χρήση μπάνιου από την ίδια».

 

Στη βάση των πιο πάνω θεωρούμε ότι είναι ορθή η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι αναφορές της Παραπονούμενης στην                    1η κατάθεση της σε σχέση με τη χρήση του μπάνιου ή τουαλέτας προσωπικού δεν ήταν με οποιοδήποτε τρόπο αντιφατικές ή τέτοιες που να επηρεάζουν την αξιοπιστία της.

 

Άλλο σημείο που ο κ. Μπίσσας υπέδειξε ως σημείο που όφειλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη του για να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, είναι ότι ενώ η Παραπονούμενη είχε ισχυριστεί ότι δεν ήταν καλά όταν έδιδε τις καταθέσεις της στην Αστυνομία, εντελώς αντίθετη ήταν η μαρτυρία των Αστυνομικών Ανακριτών Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 14, εφόσον αυτές κατέθεσαν ότι η Παραπονούμενη ήταν ήρεμη, συνεννοήσιμη και ότι οι αναφορές της είχαν συνοχή.

 

Είναι σημαντικό εξαρχής να επισημανθεί, όπως εξάλλου το σημείωσε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Παραπονούμενη είχε οδηγηθεί στο ΤΑΕ Λευκωσίας άλλες δύο φορές πριν να δώσει τις 3 γραπτές της καταθέσεις, όπου η ψυχολογική της κατάσταση και στις δύο αυτές φορές ήταν ως η Παραπονούμενη είχε περιγράψει στο Δικαστήριο όπως επιβεβαιώθηκε τόσο από τη Μ.Κ. 1 όσο και τη Μ.Κ. 14.

Επιπλέον, η εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα παραβλέπει τα όσα η Μ.Κ. 1 είχε αναφέρει σε σχέση με την κατάσταση της Παραπονούμενης στις 14/2/2017, που ήταν και η πρώτη επαφή της Μ.Κ. 1 με αυτήν στο ΤΑΕ Λευκωσίας όπου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά σελ. 20, η                 Μ.Κ. 1 είχε αναφέρει τα εξής:

 

«Α. Η κατάσταση της δεν ήταν σε καλή κατάσταση, ήταν πολύ αναστατωμένη στις 14.2 που ήταν η πρώτη μου επαφή που είχα εγώ με την παραπονούμενη και τη Μ.Σ.. Η Κ. δεν μας μιλούσε, στην Αστυνομία, εμένα δηλαδή και στη Λοχία 1X6, επιθυμούσε να φύγει από το ΤΑΕ Λευκωσίας, από τα γραφεία της Αστυνομίας και ό,τι μπορέσαμε να μας πεί τι της συνέβηκε, ήταν όσα αναφέρω πάνω στο ημερολόγιο ενεργείας μου.»

 

Πέραν τούτου και ανεξαρτήτως των πιο πάνω ορθή ήταν και η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι τοποθετήσεις της Μ.Κ.1, ότι όταν η Παραπονούμενη έδιδε τις καταθέσεις της ήταν ήρεμη, συνεννοήσιμη με καλή τοποθέτηση χρόνου, δεν μπορούσαν να αναιρέσουν τη θέση της Παραπονούμενης ότι δεν ένοιωθε καλά όταν έδιδε την 1η κατάθεση της. Ακόμη δε περισσότερο η όποια σύγχυση της αλλά ακόμη και αντίφαση στη μαρτυρία της ως προς την κατάσταση της όταν έδιδε την 1η της κατάθεση, δεν είναι ικανή να επηρεάσει τα όσα είχε καταθέσει σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα.

 

Σωστή ήταν επί τούτου και η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είναι φυσιολογικό ένα άτομο όπως η Παραπονούμενη να μην μπορούσε «να ξεκαθαρίσει και να αποδώσει με ακρίβεια τα όσα ανέφερε σε 5 διαφορετικές περιπτώσεις που βρέθηκε στο ΤΑΕ Λευκωσίας για σκοπούς κατάθεσης», καθώς και το συμπέρασμα του ότι «η όποια σύγχυση της ως προς αυτό το σημείο δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης αυτής και ούτε βεβαίως επιδρά με οποιοδήποτε τρόπο στην αξιοπιστία της».

Υποδείχθηκε ότι η αλλαγή της θέσης της Παραπονούμενης αναφορικά με το είδος της σχέσης που είχε με το Ν.Σ. στην ένορκη μαρτυρία της, αποδεικνύει μια εύκολη αλλαγή των θέσεων της ώστε να προσαρμόζεται στην υπόλοιπη μαρτυρία γεγονός που θα έπρεπε, σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση, να οδηγήσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο να αντικρίσει τη μαρτυρία της με μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας με ενδελέχεια το όλο ζήτημα έκρινε ότι αυτά που η Παραπονούμενη είχε αναφέρει στις καταθέσεις της για τη σχέση της με το Ν.Σ., καθώς και το ότι δεν ανέφερε την ερωτική σχέση που είχε μαζί του πριν εισαχθεί στη Στέγη, πέραν του ότι είχαν αιτιολογηθεί επαρκώς από την ίδια κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της, αφορούσαν σε ζήτημα περιθωριακής σημασίας.

 

Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Στις περιστάσεις της υπόθεσης το ζήτημα δεν ήταν σημασίας και ούτε μπορούσε να έχει βαρύτητα στην κρίση της αξιοπιστίας της Παραπονούμενης. Πέραν τούτου, όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρξε επαρκής και πειστική δικαιολογία για το γεγονός αυτό εφόσον η απόκρυψη του σχετικού γεγονότος από τις καταθέσεις που είχε δώσει στην Αστυνομία έγινε για να προστατεύσει το Ν.Σ., ως ήταν η απαίτηση της μητέρας του Μ.Κ. 15, ενώ όταν ήρθε να καταθέσει στο Δικαστήριο από την αρχή ξεκαθάρισε το είδος της σχέσης που είχε μαζί του, καθώς και τους λόγους που δεν το είχε προηγουμένως αποκαλύψει.

 

Υπεδείχθη, επίσης, από την πλευρά του Εφεσείοντα ότι ενώ η Παραπονούμενη είχε ισχυριστεί στη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου ότι τα τελευταία τρία χρόνια που έφυγε από το Ίδρυμα δεν είχε ξανακάνει χρήση ναρκωτικών και είχε μείνει καθαρή, στο τέλος και στο πλαίσιο της αντεξέτασης παραδέχτηκε, τελικά, ότι είχε κάνει μια «ψευδοχρήση», όπως την ονόμασε, τον Δεκέμβριο του 2018. Πέραν του ότι η όποια χρήση ναρκωτικών από την Παραπονούμενη σε περιόδους της ζωής της είτε πριν την είσοδο της στη Στέγη είτε μετά την έξοδο της, όπως ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν σημαντικό ζήτημα ή τέτοιο που να επιδρά αρνητικά στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Παραπονούμενης, δεν ετίθετο στην πραγματικότητα οποιοδήποτε ζήτημα είτε αντίφασης, είτε ψεύδους από μέρους της σε σχέση με συγκεκριμένο περιστατικό χρήσης ναρκωτικών που είχε γίνει με τον πρώην συμβίο της και πατέρα του παιδιού της. Όπως δε ορθά εντόπισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η Παραπονούμενη «ήταν ξεκάθαρη ότι η όποια χρήση έγινε με τον πρώην συμβίο της, ‘ψευδοχρήση’ ως την ανέφερε, ήταν στην προσπάθεια της, σε συνεννόηση με το Γραφείο Ευημερίας και την ΥΚΑΝ, να γίνει καταγγελία στην ΥΚΑΝ εναντίον του συμβίου της, για να τον σταματήσει από του να κάνει χρήση ναρκωτικών και να χρησιμοποιεί βία εναντίον της στην παρουσία του βρέφους της

 

Άλλο ζήτημα που η πλευρά του Εφεσείοντα υπέδειξε ήταν η ύπαρξη κάποιων αντιφάσεων στις καταθέσεις της Παραπονούμενης σε σχέση με την περιγραφή του βιασμού της από τον πρώην Κατηγορούμενο 3, εναντίον του οποίου η ποινική δίωξη είχε διακοπεί. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εντόπισε την ύπαρξη κάποιων μικροαντιφάσεων μεταξύ της 1ης και της                  3ης κατάθεσης που η Παραπονούμενη έδωσε στην Αστυνομία ως προς τον τρόπο που έγινε η σεξουαλική επαφή με αυτό το πρόσωπο και το πώς εξελίχθηκαν τα σχετικά γεγονότα που περιέγραψε, έκρινε ότι αυτές δεν επηρέαζαν την αξιοπιστία της στη βάση του ότι στην 1η κατάθεση η Παραπονούμενη δεν είχε αναφερθεί με λεπτομέρεια στο γεγονός αυτό κάτι το οποίο έπραξε στην 3η της κατάθεση. Κρίνουμε ότι ο τρόπος προσέγγισης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ορθός και συνάδει με τα όσα η σχετική νομολογία προκρίνει.

 

Άλλο ζήτημα που η πλευρά του Εφεσείοντα ανάδειξε ως ζήτημα που, σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση, δημιουργεί τέτοια ερωτηματικά ώστε να έπρεπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να οδηγηθεί στην ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, ήταν η παράλειψη της Παραπονούμενης να αποκαλύψει στον αδελφό της τα Χριστούγεννα του 2016, όταν βρέθηκε μαζί του σε οικογενειακό τραπέζι, αυτά που περνούσε στο Ίδρυμα.

 

Και αυτό το ζήτημα εξετάσθηκε επισταμένως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο γενικότερο πλαίσιο της καθυστέρησης που σημειώθηκε στην αποκάλυψη από την Παραπονούμενη των όσων βίωνε στη Στέγη είτε σε δικά της άτομα, είτε στην Αστυνομία. Σχετικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από την πρωτόδικη Απόφαση τα οποία καταδεικνύουν ότι το Κακουργιοδικείο, διενεργώντας ενδελεχή αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας, κινήθηκε εντός των ορθών πλαισίων:

 

«Επίσης παρά το ότι η Παραπονούμενη ήθελε να έχει επαφές με τους γονείς της καθώς και με τα αδέλφια της, αυτή ήταν αποκομμένη από αυτούς εκείνη την περίοδο της ζωής της, και με δυσκολία είχε επαφή μαζί τους, γιατί κάτι τέτοιο δεν το επέτρεπε η ΜΚ15. Με αυτά κατά νου κρίνουμε ότι η καθυστέρηση να εκφράσει το παράπονο της, είτε σε δικά της άτομα, είτε στην αστυνομία είναι δικαιολογημένη και δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της. Ως προκύπτει από τη μαρτυρία της ήταν ιδιαίτερα τραυματικά τα περιστατικά που της είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη Στέγη, προερχόμενα, τόσο από τον ΚΙ, υπεύθυνο πρόσωπο της Στέγης, αυτοπροσδιοριζόμενο ως ψυχολόγο της Στέγης, όσο και από τον Κ2, πλείστα από τα οποία περιέγραψε με λεπτομέρεια. Έχοντας λοιπόν υπ'όψιν τα πιο πάνω, δηλαδή τον τρόπο που εισήχθη στη Στέγη, την επιμονή της ΜΚ15 να παραμείνει εκεί και την άρνηση της να έχει επαφές με την οικογένεια της, τη συμπεριφορά των ΚΙ και Κ2 προς την ίδια, τον φόβο που της δημιουργήθηκε από τις απειλές και την χρήση βίας που δεχόταν και την ανικανότητα της ίδιας να διαχειριστεί την κατάσταση, καθώς και το γεγονός ότι η Παραπονούμενη ήταν εθισμένη στα ναρκωτικά και την δόση της την διέθετε ο Κ2, βρίσκουμε ότι δικαιολογείται η καθυστέρηση στο να αναφέρει τα όσα της συνέβαιναν.» [………..]

 

«Έχοντας επίσης υπ'όψιν ότι οι επαφές της με την οικογένεια της ενόψει της άρνησης της ΜΚ15 για αυτές, εγίνοντο με τη συγκατάθεση του ΚΙ, αφού την υποχρέωνε να μην αναφέρει οτιδήποτε για το τι συνέβαινε μεταξύ τους, κρίνουμε ότι δεν ήταν αναμενόμενο να εκδηλωθεί η Παραπονούμενη και να αναφέρει τα όσα της συνέβαιναν, είτε σε σποραδικές επαφές που είχε με τους γονείς της, είτε και σε συνάντηση που είχε με τον αδελφό της, που την οδήγησε από τη Στέγη σε οικογενειακό τραπέζι τα Χριστούγεννα, αφού αυτός διέμενε στο εξωτερικό και βρισκόταν στην Κύπρο εκείνη την περίοδο για διακοπές.»

 

 

Στη βάση των συνθηκών που επικρατούσαν, όπως αναδείχθηκαν ανωτέρω, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε το πιο πάνω ζήτημα να επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κρίση του επί της αξιοπιστίας της.

 

Έχουμε εξετάσει όλα τα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα και που χαρακτήρισε ως αντιφάσεις σε ουσιαστικά σημεία τόσο στη μαρτυρία της Παραπονούμενης, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της και των άλλων μαρτύρων Κατηγορίας που, κατά την εισήγηση του, όχι μόνο θα έπρεπε να δημιουργήσουν αμφιβολίες στο πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά σε κάθε  περίπτωση να το οδηγήσουν σε αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τα όσα σχετικά με το κάθε επιμέρους ζήτημα ανέφερε η Παραπονούμενη στο πλαίσιο του συνόλου της προσφερθείσας μαρτυρίας και του τρόπου που σε κάθε περίπτωση εκφράστηκε. Δεν έχουμε διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε επιμέρους ζήτημα ή και όλα μαζί ήταν τέτοιας σημασίας για την υπόθεση, ώστε να έπρεπε να οδηγήσουν το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ή/και απόρριψη της μαρτυρίας της. Αντίθετα, καταλήγουμε ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης ήταν τέτοια που επέτρεπε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την, να κρίνει ότι οι όποιες διαφορές και/ή ασυμφωνίες της μαρτυρίας της με άλλη μαρτυρία ή με προγενέστερες δικές της αναφορές, δεν άπτοντο ζητημάτων ουσίας και δεν επηρέαζαν αρνητικά την αξιοπιστία της. Όπως προκύπτει από την Απόφαση του Κακουργιοδικείου, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονουμένης έγινε σύμφωνα με ό,τι επιτάσσει η νομολογία, ήτοι αξιολογήθηκε σφαιρικά, όχι μόνο με βάση το περιεχόμενο της και την ποιότητα της μαρτυρίας, αλλά σε συνάρτηση και σύγκριση με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία. Υπήρξε ενδελεχής αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης καθώς και αντιπαραβολή της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Καθ’ όλη την έκταση της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Παραπονουμένης γίνεται αναφορά και στο περιεχόμενο της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων και εκτενής εξέταση των όποιων αντιφάσεων υπήρξαν στη μαρτυρία, από την οποία καταδεικνύεται ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές αντιφάσεις, είναι ορθή.

 

Εν ολίγοις το Κακουργιοδικείο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και, έχοντας έναντι μας το πλεονέκτημα να παρακολουθήσει την Παραπονούμενη στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτό εύρημα ως προς την αξιοπιστία της.

 

Η κατάληξη μας ως προς την ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία της Παραπονούμενης καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το Λόγο Έφεσης 1, με τον οποίο βάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι μπορούσε να καταδικάσει τον Εφεσείοντα χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, λόγω των αντιφάσεων σε ουσιαστικά ζητήματα τόσο στην ίδια τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της και εκείνης των άλλων Μαρτύρων Κατηγορίας.

 

Επισημαίνεται ότι ήταν στην εξουσία του Κακουργιοδικείου να βασιστεί στη μαρτυρία της Παραπονουμένης χωρίς να υπάρχει άλλη μαρτυρία που να την ενισχύει και δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω προσέγγιση. Με δεδομένο ότι οι επίδικες Κατηγορίες αφορούσαν σε σεξουαλικά αδικήματα τα οποία στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα, το Κακουργιοδικείο με αναφορά στο γνωστό κανόνα πρακτικής σύμφωνα με τον οποίο σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα το Δικαστήριο αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία, διατηρώντας ευχέρεια να καταδικάσει έστω και αν δεν εντοπίσει τέτοια μαρτυρία αφού, όμως, προειδοποιήσει εαυτόν για τους κινδύνους καταδίκης χωρίς ενίσχυση (A.F.K. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 44/2018, ημερ. 6/12/2019, Σ.Σ. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 147/2016 και 148/2016, ημερ. 20/11/2019[2] και Ε.Α. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 231/2018, ημερ. 19/11/2019), αφού προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που θα μπορούσε να συνεπάγεται η αποδοχή της μαρτυρίας της Παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση, κατέληξε ότι μπορούσε να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο με βάση την ποιότητα της μαρτυρίας της.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έκρινε ότι υπάρχει υποστηρικτική της Παραπονούμενης μαρτυρία.

 

Ως υποστηρικτική μαρτυρία στα όσα η Παραπονούμενη είχε αναφέρει για τη χρήση ομοιώματος ανδρικού γεννητικού οργάνου κατά τις σεξουαλικές επαφές που είχε με τον Κατηγορούμενο 2, το Κακουργιοδικείο θεώρησε την ανεύρεση ενός τέτοιου ομοιώματος γεννητικού οργάνου σε συρτάρι του κομοδίνου στο δωμάτιο του Κατηγορούμενου 2, αλλά και η σύνδεση του γενετικού υλικού της Παραπονούμενης με αυτό σε δύο σημεία του εν λόγω οργάνου. Επιπλέον η ανεύρεση πορνογραφικού υλικού, ψηφιακοί δίσκοι (DVD) πορνογραφικού περιεχομένου, εντός του κομοδίνου του Κατηγορούμενου 2 θεωρήθηκε και αυτή υποστηρικτική  της μαρτυρίας της για παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού στο δωμάτιο του Κατηγορούμενου 2.

 

Υποβλήθηκε εν προκειμένω από το δικηγόρο του Εφεσείοντα ότι τα              πιο πάνω στοιχεία μαρτυρίας, τα οποία θεωρήθηκαν ως μαρτυρία υποστηρικτική εκείνης της Παραπονούμενης, δεν αφορούσαν τον Εφεσείοντα αλλά μόνο το συγκατηγορούμενο του, Κατηγορούμενο 2, και ότι σε κανένα σημείο της Απόφασης δεν γίνεται αναφορά σε υποστηρικτική μαρτυρία αναφορικά με τον Εφεσείοντα. Υποστηριζόταν η εκδοχή της Παραπονούμενης για ότι διαδραματίστηκαν στους χώρους της Στέγης ενέργειες σεξουαλικού περιεχομένου.

 

Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, είναι άνευ ερείσματος και, ενδεχομένως, να είναι το αποτέλεσμα παρανόησης και/ή σύγχυσης μεταξύ υποστηρικτικής και ενισχυτικής μαρτυρίας. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι ενισχυτική μαρτυρία είναι μαρτυρία που τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε αδίκημα, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο Εφεσείων (Meitanis v. The  Republic (1967) 2 C.L.R. 31), ενώ υποστηρικτική μαρτυρία (supportive evidence), είναι η μαρτυρία που δυνατόν να τεκμηριώνει και να στηρίζει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα  –  στην προκείμενη περίπτωση της Παραπονούμενης – ως προς τα επίδικα ζητήματα (Hadjisavva alias Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13, Κουσουλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 10/2018, ημερ. 9/11/2018 και Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

Το Κακουργιοδικείο ορθά, επομένως, θεώρησε ως υποστηρικτική την πιο πάνω μαρτυρία εφόσον η εν λόγω μαρτυρία υποστήριζε εκείνη της Παραπονούμενης ως προς επίδικα της υπόθεσης ζητήματα και ουδεμία σημασία είχε το γεγονός ότι η υπό κρίση υποστηρικτική μαρτυρία δεν αφορούσε τον Εφεσείοντα.

 

Ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 5 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να αξιολογήσει ουσιαστικά τη μαρτυρία της Κλινικής Ψυχολόγου Μ.Κ. 12 σε συγκεκριμένες αναφορές της. Ως αιτιολογία προβάλλεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη μαρτυρία της Μ.Κ. 12 και συγκεκριμένα στην αναφορά της ότι η ψυχική κατάσταση της Παραπονούμενης δεν ήταν απόρροια των               κατ’ ισχυρισμό γεγονότων αλλά της όλης δύσκολης προηγούμενης ζωής της.

 

Όπως προκύπτει, η πλευρά του Εφεσείοντα βασίσθηκε στο ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση της Μ.Κ. 12 από το δικηγόρο του:

 

«Ε. «Συμφωνείτε ότι δεν υπάρχουν καθόλου πληροφορίες σε σχέση με το περιεχόμενο της σκέψης της, συμφωνείτε;

Α. Το περιεχόμενο της σκέψης της;

      Ε. Της κυρίας Τ..

      Α. Το πώς σκέφτεται;

      Ε. Ναι.

Α. Νομίζω ότι η έκθεση αναφέρεται στο πώς σκέφτεται και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται... Δεν είναι αυτό που θέλετε να με ρωτήσετε με το περιεχόμενο της σκέψης;

Ε. Να ρωτήσω διαφορετικά. Εάν η Κ.Τ. ζούσε σε ένα περιβάλλον κυρία μάρτυς σταθερό, οικογενειακό, με υποστηρικτικούς γονείς, η εικόνα της σήμερα συμφωνείτε ότι θα ήταν διαφορετική;

Α. Ναι. Οπωσδήποτε, δεν καθορίζεται που κάθε άνθρωπο το πώς μεγάλωσε; Δηλαδή είναι κοινή λογική πως ναι.»

 

Το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της αξιολόγησης της Μ.Κ. 12 δεν παρέλειψε να ασχοληθεί ειδικά και με τη σχετική εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι αν η Παραπονούμενη είχε υποστηρικτικό περιβάλλον η σημερινή της κατάσταση θα ήταν διαφορετική.  Όπως ορθά επεσήμανε, η τοποθέτηση της Μ.Κ. 12 ότι η σημερινή κατάσταση της Παραπονούμενης ενδεχομένως να ήταν διαφορετική αν είχε υποστηρικτικό περιβάλλον, δεν συνδέθηκε από τη μάρτυρα με τη διάγνωση της για μετατραυματικό στρες που κατεγράφη στην Έκθεση της -  όπου συνέδεσε με την καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση που η Παραπονούμενη περιέγραψε τον εντοπισμό μετατραυματικών συμπτωμάτων που εντόπισε σε αυτήν - αλλά ούτε και η σχετική ερώτηση παρέπεμπε σε κάτι σχετικό εφόσον αυτή αφορούσε στον τρόπο σκέψης της Παραπονούμενης και το πώς αυτή αντιλαμβάνεται. Στη βάση των πιο πάνω επισημάνσεων, οι οποίες προκύπτουν ευθέως από την προσφερθείσα μαρτυρία ως αυτή αποτυπώνεται στα πρακτικά, οι αιτιάσεις και το παράπονο του Εφεσείοντα είναι εντελώς αβάσιμα.

 

Ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Παραμένει το θέμα της Ποινής αντικείμενο των Λόγων Έφεσης 6, 7               και 8.

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης                  του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016  -  και επαναλήφθηκαν στη συνέχεια και στις υποθέσεις  xxx  Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020  -  όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2014:B327, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας,  ECLI:CY:AD:2015:B779, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779)

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525)

 

 

Σε ό,τι αφορά το παράπονο για έκδηλα υπερβολική ποινή, η πλευρά του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι η αναφορά του Κακουργιοδικείου στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα παρέμεινε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο και ότι το λευκό ποινικό του μητρώο, καθώς και το ότι είχε χωρίσει από τη σύζυγο του λόγω της υπόθεσης που αντιμετώπιζε, δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη.

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων βιασμού, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλά και από την ίδια τη φύση του η οποία, ως ορθώς επεσήμανε, επιτάσσει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

 

Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης τόνισε ότι ο Εφεσείων, μαζί με άλλο πρόσωπο, εκμεταλλευόμενος το ευάλωτο της ιδιοσυγκρασίας της Παραπονούμενης από θέση ισχύος, εφόσον ο Εφεσείων ήταν υπεύθυνο πρόσωπο στη Στέγη, βίασε την Παραπονούμενη σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις ικανοποιώντας τις νοσηρές του ορέξεις και αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες των πράξεων του στη σωματική και ψυχική της υγεία. Ως επιβαρυντικό στοιχείο λήφθηκε υπόψη η μεγάλη διάρκεια των άνομων αυτών πράξεων, ήτοι από τέλος Οκτωβρίου του 2016 μέχρι 10/2/2017, καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω συμπεριφορά τραυμάτισε τον ψυχικό κόσμο της Παραπονούμενης η οποία παρουσίασε συμπτώματα μετατραυματικού στρες.

 

Από την άλλη, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του προς όφελος του Εφεσείοντα στο πλαίσιο της εξατομίκευσης της ποινής, το λευκό ποινικό του μητρώο και όλα τα ελαφρυντικά τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του, όπως  οι προσωπικές του περιστάσεις ως αυτές αναδείχθηκαν μέσω του συνηγόρου του αλλά και της Κοινωνικής Έκθεσης που ετοιμάστηκε για αυτόν, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που η παρούσα υπόθεση είχε στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή, καθώς και τα προβλήματα υγείας που παρουσίασε.

 

Επιπλέον το Κακουργιοδικείο ορθά επεσήμανε ότι η παραδοχή, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή αφού με αυτό τον τρόπο δεν υποχρεώνονται τα θύματα να βιώσουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους (Hamieh v. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, Γ.Χ. v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 140/2010, ημερ. 14/9/2015, Γενικός Εισαγγελέας v. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 658 και Σ.Κ. v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304). Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, δεν υπήρχε παραδοχή για να μπορεί να αποδοθεί στην ποινή η ανάλογη έκπτωση. Πολύ ορθά, επομένως, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ενώ ο Εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να μην παραδεχτεί τις κατηγορίες και ότι η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος του δεν ήταν σε καμιά περίπτωση επιβαρυντικός παράγων, η μη παραδοχή, ωστόσο, στερούσε από τον Εφεσείοντα την έκπτωση στην ποινή που διαφορετικά θα δικαιούτο (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ., 28, xxx Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2014, απόφαση ημερ. 15/6/2015 και Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 137/2018 (σχ. με 50/2018), απόφαση ημερ. 8/4/2020). 

 

Από τη θεώρηση της πρωτόδικης Απόφασης διαπιστώνεται ότι το Κακουργιοδικείο, πριν να επιβάλει τη σχετική ποινή, έχει ενδιατρίψει σε όλους τους σχετικούς παράγοντες με κάθε δυνατή περίσκεψη, δίδοντας τη δέουσα σημασία τόσο στους επιβαρυντικούς παράγοντες, όσο και στους ελαφρυντικούς και έχοντας ταυτόχρονα κατά νου τις σχετικές νομολογιακές κατευθύνσεις. Προσέγγισε δε ορθά την επιμέτρηση της με αναφορά στην αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα.

 

Κρίνουµε στο σηµείο αυτό σκόπιµο να επαναλάβουµε τα όσα σχετικά λίαν προσφάτως ειπώθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία v. Hunganu, Πονική Έφεση αρ. 130/2020, ημερ. 29/7/2021:

 

«Καθ’ όσον αφορά την Κατηγορία του βιασμού θα πρέπει εξ' αρχής να υπομνηστεί ότι η φυλάκιση δια βίου που προβλέπεται ως η μέγιστη ποινή αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που προσδίδεται στο συγκεκριμένο έγκλημα από το Νόμο και αντανακλά τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του (xxx xxx Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, 500). Χωρίς αμφιβολία το αδίκημα αυτό συνιστά μια από τις χειρότερες μορφές καταπάτησης και εξευτελισμού της προσωπικότητας μιας γυναίκας. Και τούτο γιατί παραβιάζει το αναφαίρετο της δικαίωμα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μόνο εφόσον η ίδια δίδει τη συγκατάθεση και αποδοχή της. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας μεγαλύτερης από εκείνη που είναι συνυφασμένη με την διάπραξη του αδικήματος, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη. Σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Δημοκρατία v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562 και Fowokan v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 36, ECLI:CY:AD:2014:B58). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής (Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67).

 

Σε σειρά αποφάσεων του, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα (Rana (ανωτέρω) και Σοφοκλέους (ανωτέρω)). Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις βιασμού τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323 έγινε αναφορά στις κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες έχουν καθιερωθεί στην αγγλική υπόθεση R. v. Billam (1986) 8 Cr. App. R.(s) 48 σε περιπτώσεις βιασμού, στην οποία αναφέρθηκε και το Κακουργιοδικείο, οι οποίες - όπως τονίσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο - αν και δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, μπορεί να χρησιμοποιηθούν καθοδηγητικά από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Παρόμοιες κατευθυντήριες οδηγίες περιλαμβάνονται στο Sexual  Offences  Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών του Ηνωμένου Βασιλείου (Sentencing  Council) του 2014, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου του 2014 και στο οποίο έκανε αναφορά η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πιο πάνω αγγλικής απόφασης, η εγκληματική συμπεριφορά που καλύπτει κατηγορία βιασμού προσλαμβάνει ακόμη σοβαρότερη μορφή όταν συντρέχουν παράγοντες όπως υπερβολική βία, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό ή βλάβη στο θύμα, προσεκτικού σχεδιασμού προς υλοποίηση του άνομου σκοπού, επαναλαμβανόμενοι βιασμοί, σεξουαλικός εξευτελισμός του θύματος, καθώς επίσης και επιπτώσεις, ψυχικές ή σωματικές στο θύμα. Πέραν τούτων, η ηλικία του θύματος, ήτοι όταν το θύμα είναι είτε πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο, αλλά και τυχόν προηγούμενες καταδίκες του δράστη, είναι στοιχεία που δικαιολογούν επιβολή ακόμα πιο αυστηρών ποινών (xxx Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 73/2012, ημερ. 13/10/2015,  xxx Tarita και xxx Viorel v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 106/2014 και 114/2014, ημερ. 8/7/2016 και Selmani v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016)

Επιβαλλόταν, συνεπώς, η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του Εφεσείοντα, να αντανακλά ακριβώς τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του αδικήματος και να είναι αποτρεπτική για την καταστολή του. Σε τέτοιου είδους αδικήματα, οι προσωπικές περιστάσεις και τα άλλα ελαφρυντικά που εδώ λήφθηκαν υπόψη, δεν μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στην επιβολή της ποινής. Ορθά λοιπόν αποδόθηκε καταλυτική σημασία στη φύση του εγκλήματος, στις περιστάσεις διάπραξης του και στις επιπτώσεις στο ανήλικο θύμα.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης και οι επιβαρυντικοί παράγοντες όπως αναδείχθηκαν από το Κακουργιοδικείο, μεταξύ των οποίων το ευάλωτο του θύματος από τη μια και η θέση ισχύος του Εφεσείοντα από την άλλη, το εκτεταμένο χρονικό διάστημα που κάλυπτε η έκνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα και τα αποτελέσματα που αυτή επέφερε στον ψυχικό κόσμο του θύματος, οπωσδήποτε δικαιολογούσαν πολυετή φυλάκιση. Ο Εφεσείων εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που είχε στη Στέγη ως υπεύθυνο πρόσωπο και το ευάλωτο του ατόμου της Παραπονούμενης για να ικανοποιήσει τις ανώμαλες σεξουαλικές του ορέξεις και τα ζωώδη ένστικτα του διέπραξε σε βάρος της, σε βάθος χρόνου, βιασμούς και άσεμνες επιθέσεις προκαλώντας της με αυτό τον τρόπο σοβαρά προβλήματα στην ψυχική της υγεία. Θεωρούμε δε ως άκρως επιβαρυντικό το γεγονός ότι η Παραπονούμενη έπεσε θύμα βιασμού σε ίδρυμα όπου είχε εισαχθεί για φροντίδα και προστασία, από πρόσωπο που εργαζόταν στο ίδρυμα με καθήκοντα φροντίδας των τροφίμων.

 

Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής εφόσον λανθασμένα και ενάντια στα γεγονότα κατέληξε στο ότι ο Εφεσείων βίασε την Παραπονούμενη σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, ενώ οι Κατηγορίες 1 και 2 αφορούσαν το ίδιο περιστατικό, είναι σαφές από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων βίασε την Παραπονούμενη σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις. Ουδεμία δε σημασία έχει το γεγονός ότι η παράνομη συνουσία που αφορά η 1η Κατηγορία και η παράνομη πρωκτική συνουσία που αφορά η 2η Κατηγορία έλαβαν χώρα κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο και, συνεπακόλουθα, ήταν μέρος του ιδίου περιστατικού, εφόσον πρόκειται για δύο διαφορετικούς βιασμούς[3].

 

Στη βάση των πιο πάνω δεν μπορεί να τίθεται από πλευράς Εφεσείοντα ζήτημα παράβασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης παραβατών έναντι του συγκατηγορούμενου του, ο οποίος και αυτός κρίθηκε ένοχος σε τρία περιστατικά βιασμού, στη βάση του ότι τα περιστατικά βιασμού που αφορούσαν τον Εφεσείοντα ήταν λιγότερα.

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θεωρούμε, σε καμία περίπτωση, ότι η  ποινή φυλάκισης των 11 ετών που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική ή ότι παρεισέφρησε σε αυτή οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί υπερβολική, ούτε καν αυστηρή. Βρισκόταν εντός του μέτρου και στο πλαίσιο το οποίο καθορίζεται από τη νομολογία και αντικατοπτρίζει την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

Ως εκ τούτου οι Λόγοι Έφεσης 6, 7 και 8 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

 

 

Η Έφεση, τόσο σε σχέση με τη Καταδίκη όσο και σχέση με την Ποινή, απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

                                             Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                             Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                             Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] Το Άρθρο 145 του Κεφ.154 καταργήθηκε με το Ν.150(I)/2020.

 

[2] «Συνοψίζοντας το αποτέλεσμα των νομοθετικών ρυθμίσεων σημειώνουμε ότι:

Έχει καταργηθεί η εκ του νόμου υποχρέωση για ενίσχυση ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης ένορκης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα με βάση το Ν. 87(Ι)/2007 και ακολούθως με βάση το Ν. 91(Ι)/2014, αλλά παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονούμενων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα και ο ίδιος κανόνας έχει υιοθετηθεί ως νομοθετική πρόνοια στο Ν. 119(Ι)/2000.  Παραμένει επίσης σε ισχύ και ο κανόνας αναφορικά με τη μαρτυρία συνεργών ή μαρτύρων που έχουν δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν». 

 

 

[3] Επισημαίνεται ότι πριν την τροποποίηση του Άρθρου 144 του Κεφ.154 με το Νόμο 150(Ι)/2020 με την οποία έγινε διεύρυνση του αδικήματος του βιασμού ώστε να περιλαμβάνει και πρωκτικό, ήταν νομολογημένο ότι στην έννοια του όρου «συνουσία» περιλαμβάνετο εκτός από την κολπική και η πρωκτική επαφή (Βιολάρης v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 520).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο