
ECLI:CY:AD:2021:B533
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 8/2020)
26 Νοεμβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
XXX MAARRI,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Ρ. Πεκρή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Αναστασίου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 372, 243 και 20 του Κεφ. 154. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ήτοι, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή, επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη και κοινή επίθεση, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίχθηκε στη μαρτυρία τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας, ήτοι του εξεταστή της υπόθεσης, ΜΚ1, του παραπονούμενου, ΜΚ2, του γιού της αδελφής του, ΜΚ3 και του αδελφού του, ΜΚ4, καθώς και σε τεκμήρια το περιεχόμενο των οποίων έγινε παραδεκτό. Ο εφεσείων, μετά την κλήση του σε απολογία, προέβη σε ανώμοτη δήλωση. Το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας, ενώ δεν έκανε αποδεκτή την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα και κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«Ο Μ.Κ.2 συμφώνησε με τον xxxx Hajji, πεθερό του Κατηγορούμενου, όπως του καταβάλει το ποσό των €3.000 για να τον βοηθήσει να μεταβεί από τη Συρία στην Κύπρο. Όντως ο Μ.Κ.2 έφθασε στην Κύπρο και κατέβαλε στο προαναφερόμενο πρόσωπο το ποσό των €2.000 ζητώντας πίστωση χρόνου για το υπόλοιπο ποσό των €1.000 έτσι ώστε να εξασφαλίσει εργασία και να μπορέσει να το αποπληρώσει. Περί τις αρχές Αυγούστου του 2016 ο προαναφερόμενος Hajji επισκέφθηκε τον Μ.Κ.2 μαζί με τον Κατηγορούμενο ζητώντας την πληρωμή του ποσού των €1.000. Ο Μ.Κ.2 ζήτησε περαιτέρω χρόνο, διότι δεν είχε εξεύρει ακόμη εργασία. Αρχές Σεπτεμβρίου του 2016 ο Κατηγορούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Μ.Κ.2 ζητώντας επίμονα το ποσό των €1.000. Ο Μ.Κ.2 ανέφερε ότι δεν μπορούσε να πληρώσει τη δεδομένη στιγμή το εν λόγω ποσό. Στα πλαίσια της εν λόγω τηλεφωνικής επικοινωνίας ο Κατηγορούμενος ανέφερε στον Μ.Κ.2 ότι το ποσό θα έπρεπε να πληρωθεί στον ίδιο και όχι στον πεθερό του. Στις 05.09.16 και περί ώρα 22:00 ο Κατηγορούμενος επισκέφθηκε τον Μ.Κ.2 στην οικία του και στην παρουσία του Μ.Κ.4 απαίτησε σε έντονο ύφος το ποσό των €1.000 λέγοντας του ταυτόχρονα ότι αν δεν πληρωθεί το εν λόγω ποσό «θα δει τι θα πάθει». Στις 07.09.16 και περί ώρα 02:00 τρία άγνωστα πρόσωπα μετέβηκαν στην οικία των Μ.Κ.2 και 4 και επιτέθηκαν στον Μ.Κ.2 προκαλώντας του σωματικές βλάβες. Ο Μ.Κ.2 μετά την επίθεση που δέχθηκε επισκέφθηκε το Γ. Ν. Λεμεσού και η κλινική εξέταση έδειξε ότι υπήρχαν εκδορές και οίδημα πάνω από το δεξί του γόνατο, εκδορές στο αριστερό γόνατο και αγκώνα και θλαστικό τραύμα στο δεξί μάγουλο για το οποίο χρειάστηκε συρραφή. Την ίδια μέρα και περί ώρα 08:00 ο Κατηγορούμενος από το κινητό του τηλέφωνο πραγματοποίησε κλήση προς το κινητό τηλέφωνο του Μ.Κ.4 λέγοντας του ότι αυτός ήταν που έστειλε τα τρία πρόσωπα για να τους κτυπήσουν. Κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος παρών ήταν και ο Μ.Κ.3 ο οποίος, αφού είδε από το κινητό τηλέφωνο του Μ.Κ.4 τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου (xxxx), τον σχημάτισε στο δικό του κινητό τηλέφωνο και πραγματοποίησε σχετική κλήση. Ο Κατηγορούμενος απάντησε την κλήση και ανέφερε στον Μ.Κ.3 ότι αυτός ήταν που έστειλε τα τρία πρόσωπα για να επιτεθούν στον Μ.Κ.2.»
Περαιτέρω, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το εύρημά του ότι ο εφεσείων ομολόγησε στους ΜΚ3 και ΜΚ4 τη διάπραξη του αδικήματος, και αφού ανέλυσε τις αρχές ως προς την αξία της ομολογίας και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να στηριχθεί σε αυτή για την καταδίκη κατηγορούμενου, έκρινε πως η ομολογία του εφεσείοντα αποδείκνυε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του εφεσείοντα και των τριών αγνώστων προσώπων, καθώς και την πρόθεση για πραγμάτωση του παράνομου σκοπού, ήτοι της επίθεσης εναντίον του ΜΚ2 και την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης σε αυτόν.
Ως προς την εξήγηση που προσφέρθηκε από τον εφεσείοντα στην κατάθεσή του και στην ανώμοτή του δήλωση, έκρινε πως αυτή δεν ήταν πειστική και, επιπρόσθετα, ότι στερείτο και λογικής.
Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, προβάλλει ότι (α) η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της σε σχέση με την κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (1ος λόγος έφεσης), (β) το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη (2ος λόγος έφεσης), (γ) εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του, ούτε και αξιολόγησε τις παραλείψεις και λάθη που έγιναν από τις ανακριτικές και/ή διωκτικές αρχές κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης (3ος λόγος έφεσης), (δ) προέβηκε σε λανθασμένη και/ή μη ορθή εκτίμηση των γεγονότων που είχε ενώπιόν του και/ή δεν έλαβε υπόψη και/ή επαρκώς υπόψη γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του (4ος λόγος έφεσης) και (ε) εσφαλμένα αποδέχτηκε την ύπαρξη ομολογίας του εφεσείοντα προς τους μάρτυρες κατηγορίας και/ή ΜΚ2 και/ή ΜΚ3 και/ή ΜΚ4 και/ή λανθασμένα αποδέχθηκε την αλήθεια του περιεχομένου της ομολογίας του εφεσείοντα (5ος λόγος έφεσης).
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι, αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό απειλή που δέχθηκε ο ΜΚ2 από τον εφεσείοντα, υπήρξε αντίφαση στη μαρτυρία τόσο του ΜΚ2, όσο και του ΜΚ4. Η αντίφαση αυτή επικεντρώνεται στο γεγονός πως, παρά την αναφορά του ΜΚ2 ότι φοβήθηκε από την απειλή του εφεσείοντα, δεν προέβη σε καμία καταγγελία στην Αστυνομία. Περαιτέρω, ο ΜΚ4, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ανέμενε πως ο εφεσείων θα έκανε πράξη την κατ΄ ισχυρισμό απειλή, ούτε αυτός προέβη σε οποιαδήποτε καταγγελία, ενώ θα αναμένετο από ένα άτομο που πίστεψε ότι η απειλή θα γινόταν πραγματικότητα να καταγγείλει το περιστατικό.
Περαιτέρω, αποτέλεσε θέση του εφεσείοντα πως προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η σχέση του εφεσείοντα με τους ΜΚ2 και ΜΚ4 προέκυψε ένεκα μίας οικονομικής διαφοράς που υπήρχε μεταξύ του ΜΚ2 και του πεθερού του εφεσείοντα. Τέθηκε, επίσης, ενώπιον του Δικαστηρίου από το ΜΚ4 μαρτυρία ότι δέκα περίπου μέρες πριν το συμβάν δάνεισε στον εφεσείοντα το ποσό των €300. Κατά την εισήγηση, προκύπτει ότι ο εφεσείων δεν είχε οποιανδήποτε οικονομική διαφορά με το ΜΚ2 και η μόνη διαφορά που προκύπτει είναι το γεγονός ότι ο εφεσείων χρωστούσε κάποια χρήματα στο ΜΚ4. Για να μπορούσε να αποδειχθεί η κατηγορία, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, θα έπρεπε, κατά τον εφεσείοντα, να αποδειχθεί ότι ο ίδιος και ο πεθερός του κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάπραξης του αδικήματος είχαν καλές σχέσεις και πως ο πεθερός του εξουσιοδότησε τον εφεσείοντα να εισπράξει τα χρήματα που του όφειλε ο ΜΚ2 εκ μέρους του. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας δεν υπήρχε οποιοδήποτε κίνητρο για τον εφεσείοντα να συνωμοτήσει με άλλα πρόσωπα για να επιτεθούν στους ΜΚ2 και ΜΚ4.
Περαιτέρω, προβάλλεται ότι ο πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων από το κινητό του τηλέφωνο πραγματοποίησε κλήση προς το κινητό τηλέφωνο του ΜΚ4, λέγοντάς του ότι είναι αυτός που έστειλε τα τρία πρόσωπα για να τους κτυπήσουν, έχοντας προβεί σε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας. Προς τούτο, αναφέρεται αντίφαση στη μαρτυρία του ΜΚ4, όπου σε κάποια σημεία αναφέρει ότι αυτός πήρε τηλέφωνο τον εφεσείοντα και σε άλλα ότι είναι ο εφεσείων που τον πήρε τηλέφωνο, ενώ δεν έγινε κατάθεση των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων προς ενίσχυση της μαρτυρίας του. Η δε μαρτυρία του ΜΚ3 δόθηκε για να βοηθήσει τους ΜΚ2 και ΜΚ4. Προβάλλεται, συναφώς, ότι το σύνολο της μαρτυρίας φανερώνει μια καλά οργανωμένη προσπάθεια των μαρτύρων κατηγορίας να ενοχοποιήσουν τον εφεσείοντα, στηριζόμενοι αποκλειστικά στους ισχυρισμούς τους χωρίς να παρουσιάσουν, ενώ μπορούσαν, ως μαρτυρία, τα τηλεπικοινωνιακά τους δεδομένα. Άλλη παράλειψη που επικαλείται ο εφεσείων είναι η μη κλήτευση του προσώπου που, κατά τους ισχυρισμούς του ΜΚ2, παραδέχθηκε τόσο στον ίδιο, όσο και στην Αστυνομία, ότι είναι ο εφεσείων που τον έστειλε να τον κτυπήσει.
Αμφισβητείται, επίσης, από τον εφεσείοντα ότι ο ΜΚ4 δέχθηκε κτυπήματα από ξύλα και σίδερο, με δεδομένο ότι δεν πήγε στο νοσοκομείο να εξεταστεί, παρά μόνο να συνοδεύσει τον αδελφό του ΜΚ2 και, επίσης, δεν έφερε σημάδια στο σώμα του.
Τα όσα ο εφεσείων ισχυρίζεται ανωτέρω, συνιστούν, κατά την εισήγηση, λανθασμένη αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας. Η έφεση, επίσης, καταπιάνεται με τις κατ΄ ισχυρισμό παραλείψεις και λάθη των ανακριτικών αρχών, οι οποίες συνίστανται στην παράλειψή τους να διερευνήσουν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των ΜΚ3 και ΜΚ4. Περαιτέρω, προβάλλεται λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας.
Έχουμε εξετάσει όλες τις εισηγήσεις του εφεσείοντα υπό το φως της μαρτυρίας που δόθηκε από τους μάρτυρες κατηγορίας.
Η διαχρονική θέση της νομολογίας ως προς τις αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν επαναληφθεί στην πρόσφατη απόφασή μας στην Torkian v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 178/2020, ημερομηνίας 19.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B463:
«Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 2/2016, ημερ. 28/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B134:
«Η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά. Η μαρτυρία κρίνεται από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου του, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του. Ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι το έργο της αξιολόγησης, κρινόμενο εξ αντικειμένου, κατέληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά.»
Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Αναφορικά με τις αντιφάσεις αυτές πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).
Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 208).»
Όλα τα ζητήματα που εγείρονται από τον εφεσείοντα έχουν εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο ΜΚ2 όφειλε στον πεθερό του εφεσείοντα το ποσό των €1.000, ότι ο εφεσείων και ο πεθερός του τον επισκέφθηκαν για να του ζητήσουν την πληρωμή του προαναφερόμενου ποσού και ότι ο τελευταίος ζήτησε χρόνο για την αποπληρωμή του μέχρι να εξεύρει εργασία. Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε ότι τα ξημερώματα της 7.9.2016 τρία πρόσωπα μετέβηκαν στην οικία του ΜΚ2 και του επιτέθηκαν, προκαλώντας σ΄ αυτόν σωματικές βλάβες, με τις σωματικές βλάβες να αποτελούν παραδεκτό γεγονός. Ως προς την απειλή που δέχθηκε ο ΜΚ2 από τον εφεσείοντα, είναι ορθή η παρατήρηση της ευπαιδεύτου εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι η μαρτυρία του ΜΚ2 έγινε αποδεκτή, εφόσον ο μάρτυρας δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τις απειλές που είχε δεχτεί. Στα πλαίσια εξέτασης της μαρτυρίας για σκοπούς εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε πως η συμπεριφορά του εφεσείοντα ως προς τις απειλές, δεν συνιστούσε απειλή εν τη εννοία του Άρθρου 290 του Κεφ. 154. Από την άλλη, το Δικαστήριο, που είχε την ευκαιρία να δει το μάρτυρα να καταθέτει ενώπιόν του και να τον αξιολογήσει, έκρινε πως η θέση του ότι ο εφεσείων στην απουσία του πεθερού του απαίτησε την πληρωμή του ποσού των €1.000, προειδοποιώντας τον ταυτόχρονα ότι «θα δει τι θα πάθει» σε περίπτωση μη πληρωμής του εν λόγω ποσού, παρέμεινε σταθερή κατά την αντεξέτασή του. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε πως δεν προέκυψε μέσα από την αντεξέταση του μάρτυρα ότι αυτός είχε οποιονδήποτε λόγο ή κίνητρο για να προβεί σε ψευδή καταγγελία σε βάρος του εφεσείοντα. Ούτε τέθηκε τέτοια σαφής θέση από την υπεράσπιση. Αντίθετα, ο ΜΚ2 ανέφερε, με ειλικρίνεια, ότι ο εφεσείων δεν συμπεριλαμβανόταν στα πρόσωπα που του επιτέθηκαν το βράδυ της 7.9.2016.
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας του ΜΚ2. Το γεγονός ότι ο ΜΚ2 δεν κατάγγειλε την απειλή στην Αστυνομία δεν κρίνουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, επηρεάζει την αξιοπιστία του ή αναιρεί τη μαρτυρία του καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Ο ίδιος έδωσε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προέβη σε καταγγελία και, όπως περαιτέρω ανέφερε, δεν ανέμενε ότι ο εφεσείων θα υλοποιούσε τις απειλές του, στέλνοντας άγνωστα πρόσωπα να τον κτυπήσουν. Το ίδιο ισχύει και για το ΜΚ4. Το γεγονός και μόνο ότι δεν κατήγγειλε την απειλή στην Αστυνομία, δεν μπορεί να έχει την επίπτωση που εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα στην αποδοχή της θέσης του.
Ως προς τη σχέση των παραπονουμένων με τον εφεσείοντα, αυτό που αποδέχτηκε το Δικαστήριο είναι ότι ο ΜΚ2 χρωστούσε στον πεθερό του εφεσείοντα το ποσό των €1,000 και ζητούσε χρόνο για να το αποπληρώσει. Το ότι ο ΜΚ4 ανέφερε ότι δάνεισε στον εφεσείοντα, δέκα περίπου μέρες πριν το συμβάν, το ποσό των €200, δεν έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε και δεν βρίσκουμε πεδίο επέμβασης. Σύμφωνα με τη νομολογία που παρέθεσε (Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266 και Ιωσηφίδη ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 307, ECLI:CY:AD:2014:B289), όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο.
Η μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ4 ως προς την ενοχοποιητική δήλωση του εφεσείοντα ότι είναι αυτός που έστειλε τα τρία πρόσωπα για να κτυπήσουν τον παραπονούμενο, δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση. Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 υπήρξε αντιφατική σε σχέση με το τηλεφώνημα που κατ΄ ισχυρισμό έκανε ο εφεσείων στο ΜΚ4, όπου ομολόγησε την εμπλοκή του. Ο ΜΚ4 επέμενε ότι το τηλεφώνημα το είχε κάνει ο εφεσείων. Σε μία μόνο περίπτωση ανέφερε ότι πήρε τηλέφωνο τον εφεσείοντα και αυτό επεξηγώντας πώς αναγνώρισε τη φωνή του εφεσείοντα. Κατά τα λοιπά, η θέση του παρέμεινε σταθερή, παρά την επίμονη αντεξέταση και η μαρτυρία του συνάδει με αυτή του ΜΚ3 επί του σημείου. Το Δικαστήριο αξιολόγησε επαρκώς τόσο τη μαρτυρία του ΜΚ4, όσο και αυτή του ΜΚ3, ο οποίος, αφού είδε τον αριθμό του τηλεφώνου που ήταν καταγραμμένο στο τηλέφωνο του ΜΚ4, κάλεσε τον εν λόγω αριθμό, όπου επαναλήφθηκε η ίδια ομολογία. Ο εξεταστής της υπόθεσης, κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε ότι έλεγξε το κινητό τηλέφωνο του εφεσείοντα, μετά από συγκατάθεσή του, και διαπίστωσε ότι υπήρχε ο συγκεκριμένος αριθμός κλήσης. Περαιτέρω, ζήτησε τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου και αυτός του ανέφερε το συγκεκριμένο αριθμό που επικαλέστηκαν οι δύο μάρτυρες. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που παραμένει είναι πως οι δύο αυτοί μάρτυρες αξιολογήθηκαν λεπτομερώς από το Δικαστήριο και κρίθηκαν αξιόπιστοι, αξιολόγηση η οποία δεν θεωρούμε ότι χωρεί επέμβασης από το Εφετείο.
Ως προς το παράπονο του εφεσείοντα ότι οι ανακριτικές αρχές παρέλειψαν να εξασφαλίσουν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των ΜΚ3 και ΜΚ4 για να αποδείξουν την ύπαρξη τηλεφωνικής κλήσης από τον εφεσείοντα προς το ΜΚ4 και αυτής από τον ΜΚ3 προς τον εφεσείοντα, δεν κρίνουμε ότι ευσταθεί. Πρωτίστως, δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, παρά μόνο στις περιπτώσεις όπου εξετάζεται ένα από τα σοβαρά αδικήματα που προνοούνται στο σχετικό Νόμο, που δεν ήταν εν προκειμένω η περίπτωση. Περαιτέρω, μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας προέκυπτε ότι έγιναν αυτές οι κλήσεις που επικαλούντο οι μάρτυρες. Η δε θέση του ΜΚ4 ότι η κλήση έγινε από τον αριθμό τηλεφώνου του εφεσείοντα δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση και δεν υπήρξε μαρτυρία ότι ο εφεσείων απώλεσε το κινητό του τηλέφωνο ή ότι άλλα πρόσωπα είχαν πρόσβαση σ΄ αυτό.
Έχοντας καταλήξει ότι δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ3 και ΜΚ4, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ομολόγησε τη διάπραξη του αδικήματος στους δύο αυτούς μάρτυρες παραμένει αλώβητο.
Αναφορικά με το κατά πόσο ο ΜΚ4 δέχθηκε οποιαδήποτε πραγματική επίθεση το βράδυ της 7.9.2016 ή όχι και κατά πόσο αυτός μετέβη μαζί με το ΜΚ2 στο Νοσοκομείο, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρόκειται για επουσιώδη θέματα. Σημειώνεται πως η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και στην οποία καταδικάστηκε είναι ότι συνωμότησε με τρία άγνωστα πρόσωπα για την επίθεση εναντίον του ΜΚ2 μόνο και όχι εναντίον του ΜΚ4.
Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία και τις αιτιάσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αποδεχτεί ότι ο εφεσείων ομολόγησε τη διάπραξη του αδικήματος στους ΜΚ3 και ΜΚ4, καθοδηγήθηκε ορθά από τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξία της ομολογίας και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να στηριχθεί σ΄ αυτήν για την καταδίκη ενός κατηγορουμένου. Παραθέτουμε απόσπασμα από τις αποφάσεις, τις οποίες παρέπεμψε το Δικαστήριο:
«Ως προς την αξία της ομολογίας και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να στηριχθεί σε αυτήν για καταδίκη ενός Κατηγορούμενου λέχθηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166:
«Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Μάρτιν v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65.
Στην υπόθεση R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές παραδοχές ενοχής. Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.»
Περαιτέρω, πρόσφατα στην Ποινική Έφεση αρ.253/2017 ημερ. 28.02.19, ECLI:CY:AD:2019:B66 ΧΧΧ ν. Δημοκρατίας αναφέρθηκαν, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα σε σχέση με την ομολογία:
«Στην υπόθεση xxx xxx Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής ως προς τη σπουδαιότητα της ομολογίας:
«Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).
Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής.»»
Με δεδομένο ότι το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ4 και επομένως ότι η δήλωση ομολογίας έγινε, ορθά κατέληξε ότι μπορεί με ασφάλεια να στηριχθεί σε αυτή για να καταδικάσει τον εφεσείοντα.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο