ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. BOUREL κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 206/2021, 28/12/2021

ECLI:CY:AD:2021:B593

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 206/2021)

(Σχ. με 209/2021 και 210/2021)

 

28 Δεκεμβρίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

xxx BOUREL,

 

Εφεσίβλητου.

____________________

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 209/2021)

 (Σχ. με 206/2021 και 210/2021)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

χχχ χχχ CALOEAN,

 

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 210/2021)

 (Σχ. με 206/2021 και 209/2021)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

xxx PETRE,

 

Εφεσίβλητου.

____________________

 

Ε.Παπαλοΐζου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού

 Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα  σε όλες τιςEφέσεις.

Χρ. Χριστάκης, για τον Εφεσίβλητο στην 206/2021.

Κ. Γεωργίου με Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσίβλητο στην 209/2021.

Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο στην 210/2021.

 

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

 ____________________

 

  

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

ΔΗΜΗΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας παράπεμψε τους Εφεσίβλητους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδριάσει στις 17/1/2022 και διέταξε όπως αυτοί παραμείνουν ελεύθεροι υπό περιοριστικούς όρους μέχρι τότε.

 

Οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν από κοινού την Κατηγορία της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι εμπορία ανηλίκων προσώπων, της εμπορίας ενηλίκων προσώπων, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων και της μαστροπείας (1η, 2η, 3η και 4η Κατηγορία).

 

Ο Εφεσίβλητος 1 αντιμετωπίζει επιπροσθέτως την Κατηγορία της οικονομικής βίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (5η και 6η Κατηγορία).

 

Ο Εφεσίβλητος 2 αντιμετωπίζει επίσης τις Κατηγορίες βιασμού, απόπειρας βιασμού και αποστολής δια δημοσίου δικτύου επικοινωνιών μήνυμα το οποίο ήταν απειλητικού χαρακτήρα (7η, 8η και 9η Κατηγορία).

 

Ο Εφεσίβλητος 3 αντιμετωπίζει τις Κατηγορίες βιασμού και χρήσης υπηρεσιών σεξουαλικής εκμετάλλευσης (10η και 11η Κατηγορία).

Μετά την παραπομπή των Εφεσίβλητων σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε την κράτηση τους επικαλούμενη τον κίνδυνο της φυγοδικίας και τον επηρεασμό μαρτύρων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που ανέφερε στην απόφαση του απέρριψε το αίτημα για κράτηση, αφού βρήκε ότι ουδείς εκ των πιο πάνω λόγων ευσταθούσε.

 

Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να παραγνωρίζει, όπως ανέφερε, τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την πιθανότητα καταδίκης, έκρινε ότι οι προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές περιστάσεις των Εφεσίβλητων επενεργούσαν ενάντια στην τυχόν επιθυμία τους για φυγοδικία. Σε ό,τι δε αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, έκρινε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω κινδύνου πλην της αναφοράς στη φύση της υπόθεσης και στη γνωριμία της Παραπονούμενης με τους Εφεσίβλητους.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας με δύο Λόγους Έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης να αφήσει τους Εφεσίβλητους ελεύθερους, υπό όρους.

 

Ηγέρθηκε από πλευράς του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσίβλητου 1 θέμα εγκυρότητας της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον του πελάτη του, στη βάση του ότι ενώ το κατηγορητήριο είχε καταχωριστεί από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας, η έφεση ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, το όνομα του οποίου εμφαίνεται στη θέση Όνομα Εφεσείοντος στην Ειδοποίηση. Περαιτέρω, ότι το Άρθρο 137Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν αναφέρεται στη νομική βάση της Ειδοποίησης Έφεσης. Προφανώς εννοώντας ότι δεν γίνεται αναφορά στο εν λόγω άρθρο στον τύπο Ειδοποιήσεως Εφέσεως, κατά τον ίδιο τρόπο που αναφέρεται το Άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960. Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εκ του Συντάγματος (Άρθρο 113.2) την εξουσία να κινεί και διεξάγει οιανδήποτε ποινική διαδικασία. Εκείνο ουσιαστικά που ετέθη είναι ότι στην προκείμενη περίπτωση θα έπρεπε η Έφεση να έχει ως εφεσείοντα τον Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας, που ήταν αυτός που είχε καταχωρήσει το κατηγορητήριο στη βάση του οποίου οι Εφεσίβλητοι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Δεδομένων των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα δεν κρίνουμε ότι πλήττεται η εγκυρότητα της Έφεσης. Άλλωστε, η καταχώρηση του κατηγορητηρίου από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας δεν μπορεί παρά να έγινε σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, όπως υπαγορεύει το Άρθρο 113.2 του  Συντάγματος. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση Διονυσίου, Πολ. Εφ. 131/2021, ημερ. 19.11.2021, αναφέρθηκε σε σχέση με τον τύπο του εντάλματος έρευνας ότι η συμπερίληψη στην επικεφαλίδα του εντάλματος του Ν.29/1977 που δεν προνοείται στον προβλεπόμενο τύπο, δεν επηρέαζε την εγκυρότητα του εντάλματος, αφού τα άρθρα που καταγράφονται δεν είναι καθοριστικά για τη διαπίστωση της σχετικής εξουσίας έκδοσης του εντάλματος  (βλ. ακόμη Χέυς ν. Φιλιππίδης, Έφεση αρ. 41/2015 Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερ. 18.2.2020). Κατ΄ αναλογία και στην παρούσα περίπτωση δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα της έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα προσωπικά δεδομένα των Εφεσίβλητων ήταν τέτοια που σε συνάρτηση με άλλους όρους που θα επιβάλλονταν μπορούσαν να μετριάσουν τον κίνδυνο της φυγοδικίας τους.

 

Με τον δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιον του που να δημιουργούσαν ισχυρές και εύλογες ανησυχίες ότι σε περίπτωση που οι Εφεσίβλητοι παρέμεναν ελεύθεροι υπήρχε κίνδυνος να επηρεάσουν μάρτυρες.

 

Η κα Παπαλοίζου στο πλαίσιο προώθησης των πιο πάνω Λόγων Έφεσης υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, δίνοντας υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις των Εφεσίβλητων και παραγνωρίζοντας τις αρχές της νομολογίας ότι οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου δεν επενεργούν ως ασπίδα γι΄ αυτόν ώστε να υπερφαλαγγίζουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ούτε και το γενικό δημόσιο συμφέρον για απονομή της δικαιοσύνης. Ως προς το δεύτερο Λόγο Έφεσης υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του οποιονδήποτε πραγματικό υπόβαθρο για τη στοιχειοθέτηση του κινδύνου επηρεασμού μαρτυρίας. Προς υποστήριξη της θέσης της παρέπεμψε στις καταθέσεις της Παραπονούμενης.

 

Αντίθετη, είναι η θέση των Δικηγόρων των Εφεσίβλητων οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης.

Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.

Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση[1]. Η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου (Μαυρομιχάλης v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251,262). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Τουμάζου v.  Δημοκρατίας (2014)  2  Α.Α.Δ. 70).

 

Από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εμπλοκή των Εφεσίβλητων στα επίδικα αδικήματα προέκυπτε, κυρίως, από τις καταθέσεις της Παραπονούμενης η οποία αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας προσώπων. Με βάση αυτές ο Εφεσίβλητος 1 την στρατολόγησε και εξώθησε στην πορνεία, ενώ σε άλλη περίπτωση την απείλησε ότι θα την σκοτώσει και την έπιασε από τον λαιμό. Όσον αφορά τον Εφεσίβλητο 2, αυτός βίασε την Παραπονούμενη σε δύο περιπτώσεις, ενώ αποπειράθηκε σε άλλη περίπτωση να την βιάσει και την απείλησε ότι θα της κάνει κακό. Τέλος σε σχέση με τον Εφεσίβλητο 3, αυτός, αφού αγόρασε υπηρεσίες εκπόρνευσης, βίασε την Παραπονούμενη.

 

Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας της ευπαιδεύτου εκπροσώπου για το Γενικό Εισαγγελέα υπήρξε η λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, που καλύπτεται από το Λόγο Έφεσης 2 τον οποίο θα εξετάσουμε πρώτα.

 

Εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας  που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397).Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες.  Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/2018, ημερ. 4/2/2019). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 80/2019, ημερ.8/7/2019.  Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό.

 

Για τον επηρεασμό μαρτύρων η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής επικαλέστηκε τη γνωριμία της Παραπονούμενης με τους Εφεσίβλητους, το είδος της υπόθεσης και την ηλικία της Παραπονούμενης (18 ετών) και το μαρτυρικό υλικό χωρίς, ωστόσο, ως ήταν η υποχρέωση της, να εξειδικεύσει ή να παραπέμψει σε συγκεκριμένα στοιχεία ή καταθέσεις από το μαρτυρικό υλικό που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του πιο πάνω λόγου, έκρινε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του οτιδήποτε που να καταδεικνύει κάποια πιθανότητα στον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Σε ό,τι δε αφορά το γεγονός ότι η Παραπονούμενη και η μητέρα της γνωρίζονται με τους Εφεσίβλητους καθώς και το γεγονός ότι όλοι κατάγονται από την Ρουμανία, το Δικαστήριο θεώρησε κατάλληλο να εκδώσει Διάταγμα όπως οι Εφεσίβλητοι να μην πλησιάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την Παραπονούμενη.

 

Μελέτη του μαρτυρικού υλικού αναδεικνύει ότι στην αναφορά της Κοινωνικής Λειτουργού από το Σπίτι του Παιδιού ημερ. 10/11/2021, κατόπιν ατομικής συνάντησης που είχε με την Παραπονούμενη εκείνη την ημέρα, πριν η Παραπονούμενη δώσει τις τρεις καταθέσεις της (12/11/2021,26/11/2021  και 5/12/2021), καταγράφετο ότι κατ΄ εκείνο το χρονικό διάστημα η Παραπονούμενη ήταν αρνητική να καταθέσει για όσα της είχαν συμβεί και ότι αυτό σχετίζετο άμεσα με τον έντονο φόβο που την διακατείχε καθώς δεχόταν απειλές από τα πρόσωπα με τα οποία είχε συνευρεθεί κατά το διάστημα που βρισκόταν στη Λευκωσία.

 

Στην κατάθεση της ημερ. 5/12/2021 η Παραπονούμενη ανέφερε ότι λίγες μέρες προηγουμένως, όταν ήταν στο Καταφύγιο Θυμάτων Εμπορίας Προσώπων μαζί με άλλες κοπέλες και περπατούσαν με συνοδό, είδε από μακριά να προσεγγίζει ο Εφεσίβλητος 1 με το αυτοκίνητο του με συνοδηγό τον Εφεσίβλητο 2 και νομίζει ότι την κατάλαβαν γιατί ο Εφεσίβλητος 1 σταμάτησε το αυτοκίνητο και ο Εφεσίβλητος 2 άνοιξε την πόρτα και πήγε να κατεβεί. Η Παραπονούμενη το είπε στη συνοδό και κρύφτηκε πίσω από μια πολυκατοικία με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 να μην την δουν και να φύγουν. Επιπλέον το βράδυ που προηγήθηκε της κατάθεσης της (5/12/2021) ο Εφεσίβλητος 2 της είπε ότι είναι με αυτοκίνητο έξω από το σπίτι της. Η Παραπονούμενη υπέθεσε ότι αυτός πήγε έξω από την πολυκατοικία που την είδε θεωρώντας ότι μένει εκεί.

 

Από την ημέρα που η Παραπονούμενη μένει στο Καταφύγιο λάμβανε τηλεφωνήματα από τους Εφεσίβλητους 1 και 2 και επειδή εκείνη δεν απαντούσε την έπαιρναν τηλέφωνο από άγνωστους αριθμούς και, όταν απαντούσε, διαπίστωνε ότι ήταν εκείνοι. Την ρωτούσαν γιατί δεν απαντούσε και που βρισκόταν. Επιπλέον ο Εφεσίβλητος 2 της έστειλε στις 3/12/2021 απειλητικά μηνύματα, ότι δηλαδή θα την σκοτώσει και ότι θα την κάνει κομματάκια να μην την βρίσκουν.

 

Ενόψει των όσων έχουν πιο πάνω εκτεθεί, διαφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία δεν απεκάλυπτε αναφορικά με τους Εφεσίβλητους 1 και 2 πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Το γεγονός ότι η σχετική μαρτυρία αφορούσε στο χρονικό στάδιο πριν την καταγγελία της Παραπονούμενης, δεν την καθιστούσε λιγότερο σημαντική (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γ.Κ., Ποιν. Έφ. 88/2021, ημερ. 5/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B294).

 

Σε σχέση με τον Εφεσίβλητο 3, όπως ορθά παρατήρησε ο συνήγορος του, δεν υπήρξε στο μαρτυρικό υλικό οποιοδήποτε στοιχείο ότι ο Εφεσιβλητος 3 είχε προσπαθήσει να επηρεάσει την Παραπονούμενη.

 

Ως αποτέλεσμα, οι Εφέσεις εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 επιτυγχάνουν ως προς το Λόγο Έφεσης 2 καθιστώντας αχρείαστο να εξεταστούν σε σχέση με το Λόγο Έφεσης 1. Σε σχέση με τον Εφεσίβλητο 3, ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται καθιστώντας επιτακτικό να εξετάσουμε την εναντίον του Έφεση σε σχέση με το Λόγο Έφεσης 1.

 

Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997)  2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93). Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του Κατηγορουμένου στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).

 

Όπως προκύπτει, ο πρώτος Λόγος Έφεσης επικεντρώνεται στον κατ΄ισχυρισμό πλημμελή τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε   τους υποκειμενικούς παράγοντες καταλήγοντας ότι αυτοί θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Αναφορικά με τα αντικειμενικά κριτήρια, δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Εφεσίβλητος 3 είναι πολύ σοβαρά και ότι, στη βάση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτό έκρινε ότι η πιθανότητα καταδίκης είναι υπαρκτή «χωρίς όμως να αποκλείεται εύλογη προσδοκία για αθώωση» όπως, επίσης, και το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρής ποινής.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων ικανοποιούνταν τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η Νομολογία για σκοπούς κράτησης του Εφεσίβλητου 3 μέχρι τη δίκη.

 

Ορθά δε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου 3 και οι δεσμοί του με την Κύπρο συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Στο πλαίσιο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα πιο κάτω δεδομένα σε σχέση με τον Εφεσίβλητο 3.

 

Ο Εφεσίβλητος 3 κατάγεται από τη Ρουμανία και από το 2010 είναι εγκατεστημένος στην Κύπρο όπου και εργάζεται με την οικογένεια του. Έχει δύο παιδιά τα οποία γεννήθηκαν στην Κύπρο και τα οποία φοιτούν σε ελληνικά σχολεία. Οι γονείς του έχουν αποβιώσει, ενώ έχει και μια αδελφή η οποία διαμένει στην Κύπρο και είναι παντρεμένη.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές του περιστάσεις επενεργούν ενάντια στην τυχόν επιθυμία του να φυγοδικήσει. Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι Εφέσεις 206 και 209/2021 επιτυγχάνουν ως προς τον Λόγο Έφεσης 2 και διατάσσεται η κράτηση των Εφεσίβλητων 1 και 2 μέχρι τις 17.1.2022. Η Έφεση 210/2021 απορρίπτεται.

 

 

                                       Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1]Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134: «Το δικαστήριο θα πρέπει πάντα να ξεκινά από την αρχή ότι η ελευθερία του ατόμου είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και ότι η κράτηση χωρίς την επιβολή ποινής αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο