ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 119/2021, 20/1/2022

ECLI:CY:AD:2022:B13

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 119/2021)

 

20 Ιανουαρίου 2022

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

xxx ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ,

                                                              Eφεσείων,

                                                 

v.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

                                            Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

Χρ. Θεοδούλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού

 Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της απειλής, κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Συγκεκριμένα, με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσείων «στις 24.4.2018 και περί ώρα 19.40 στην οδό 9ης Ιουλίου στο Λιοπέτρι, εκστόμισε προς τον [Κ.Π.Κ.] τις ακόλουθες φράσεις «θα σε σκοτώσω εσένα και τον γιό σου»».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του παραπονούμενου, Μ.Κ.1, και της κόρης του, Μ.Κ.2, ενώ βρήκε εντελώς αναξιόπιστο τον εφεσείοντα, ο οποίος έδωσε μαρτυρία, μετά που κλήθηκε σε απολογία. Σημειώνεται ότι αρχικά ο εφεσείων χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση και διόρισε δικηγόρο στο στάδιο που έκλεισε την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι αποδείχτηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ενώ με το δεύτερο προσβάλλει την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Με τον τρίτο λόγο ισχυρίζεται ότι δεν είχε δίκαιη και αμερόληπτη δίκη.

 

Το Άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, προνοεί ως ακολούθως:

 

«91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε ορθά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που είναι (1) η απειλή (άσκησης) βίας ή (τέλεσης) παράνομης πράξης ή παράλειψης κατά προσώπου, (2) που του προκαλεί τρόμο ή ανησυχία.

 

Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154, αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τα αποφασισθέντα σ΄ εκείνη την υπόθεση εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα.

 

Ως προς την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον απειλούμενο αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Σχετική είναι η αγγλική υπόθεση DPP v. Ramos [2000] All E.R. (D) 544, όπου εξετάστηκε το Άρθρο 4 του αγγλικού Public Order Act 1986, που αφορά το αδίκημα «fear or provocation of violence»[1], όπου τονίστηκε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, παρά τη στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας σε σύντομο χρόνο[2].

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος.

 

Το Δικαστήριο, για να καταλήξει σε συμπέρασμα ύπαρξης πρόθεσης εκφοβισμού από τον κατηγορούμενο, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρέπει να εξετάσει όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν το συμβάν. Οι περιστάσεις των εμπλεκομένων και η συμπεριφορά τους, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια που εξελίσσεται το συμβάν, ακόμα και μετά από αυτό, καθώς και η φύση της απειλής, πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο, προτού καταλήξει στα συμπεράσματά του.

 

Εν προκειμένω, η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι πληρούντο τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ήταν αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι, κατά την αξιολόγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, εξ αντικειμένου, σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα, που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά.  

 

Το Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους που αποδέχτηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απέρριψε αυτή του εφεσείοντα. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«…η μαρτυρία του Μ.Κ.1 για το επίδικο περιστατικό παρέμεινε στην ουσία αναντίλεκτη. Η επιλογή της αντεξέτασης να επεκταθεί σε άσχετα ζητήματα και άλλα περιστατικά δεν μπορεί να εκτροχιάσει την προσοχή του Δικαστηρίου από τα επίδικα. Πρέπει δε να αναφέρω ότι αν και πολλάκις η αντεξέταση ανακόπηκε ως αφορούσα άσχετα ζητήματα, η πλευρά της Υπεράσπισης επέμενε σε αυτήν την πορεία αφήνοντας την ουσία της υπόθεσης χωρίς αντίλογο. Δεν έχω καμιά αμφιβολία στο μυαλό μου ότι ο Μ.Κ.1 είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια, ενώ διαφάνηκε στα πλαίσια της αντεξέτασης ένα ιστορικό αντιπαλότητας το οποίο προερχόταν από την έντονη δυσαρέσκεια του κατηγορούμενου σε σχέση με την ύπαρξη δεσμού μεταξύ του υιού του παραπονούμενου και της πρώην συμβίας του κατηγορουμένου. Μάλιστα δε, η πορεία της σχέσης μεταξύ των δύο καταδεικνύει σειρά από περιστατικά έντασης, τα οποία ο παραπονούμενος έλαβε υπόψη σοβαρά όταν εξελίχθηκε το επίδικο περιστατικό, θεωρώντας ότι πλέον έπρεπε να αναλάβει δράση καταγγέλλοντας στην Αστυνομία αφού η ενέργεια του κατηγορούμενου να έρθει στο σπίτι του του έδωσε το μήνυμα ότι η απειλή ήτο πλέον σοβαρή. Αποδέχομαι τα όσα ο Μ.Κ.1 ανέφερε και κυρίως την δημιουργία έντονης ανησυχίας από τα λεγόμενα του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την πράξη του να μεταβεί στην οικία του.

 

Η Μ.Κ.2 άφησε ομοίως πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο έγινε το περιστατικό με την αναμενόμενη λεπτομέρεια. Οι θέσεις της συνάδουν πλήρως και επιβεβαιώνουν τις θέσεις του παραπονούμενου. Η ίδια ως αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της και η μαρτυρία της δεν κλονίστηκε με κανένα τρόπο κατά την αντεξέταση. Μάλιστα μέσω της αντεξέτασης της ο κατηγορούμενος εισήγαγε την θέση ότι πήγε στην οικία της ενώ προηγουμένως δεν το αποδεχόταν.

 

Από την άλλη ο κατηγορούμενος δεν άφησε καθόλου καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν διάχυτη και εμφανής η προσπάθεια του να εκτροχιάσει σε μη επίδικα θέματα την διαδικασία. Ήταν δε εμφανέστερο ότι ο ίδιος ένιωθε πολύ έντονα για τις σχέσεις της πρώην συμβίας του με νέα άτομα και την έκθεση των παιδιών του στους νέους της συντρόφους. Πέραν των αντιφάσεων στις οποίες υπέπεσε (αναφέρονται πιο πάνω στο μέρος της προσαχθείσας μαρτυρίας) ο κατηγορούμενος εισήγαγε σειρά από ζητήματα κατά την κυρίως εξέταση του τα οποία δεν υπέβαλε ούτε ανέφερε στους μάρτυρες κατηγορίας Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 για να τα σχολιάσουν. Σημαντικότερο στοιχείο είναι η θέση του ότι άγνωστα σε αυτόν άτομα όπως ο Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 τον στοχοποιούν ως άτομα του περιβάλλοντος της πρώην συμβίας του και προβαίνουν σε ψευδείς καταγγελίες εναντίον του, θέση που δεν έπεισε σε καμία περίπτωση το Δικαστήριο.

 

Η μαρτυρία του κατηγορούμενου απορρίπτεται στην ολότητά της, δεν έχει πείσει το Δικαστήριο στις αναφορές του, αντιθέτως ήταν έκδηλο και διάχυτο από τη δια ζώσης μαρτυρία ότι προσπαθούσε με εκ των υστέρων σκέψεις και εξηγήσεις να πείσει ότι οι εναντίον του καταγγελίες ήταν ψευδείς.»

 

Εξετάσαμε τα πρακτικά της υπόθεσης και τις αιτιάσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ως προς το λανθασμένο της αξιολόγησης. Διαπιστώνουμε, όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η μαρτυρία του παραπονούμενου ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση, η οποία επικεντρώθηκε σε γεγονότα που δεν είχαν σχέση με το επίδικο συμβάν. Ούτε υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας θέσεις που προέβαλε ο ίδιος ο εφεσείων στη μαρτυρία του. Θεωρούμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας κινήθηκε στα ορθά πλαίσια σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και δεν διαπιστώνουμε ότι τα συμπεράσματά του δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή ότι δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία.

 

Το συμπέρασμα ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι απότοκο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Εφόσον έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του παραπονούμενου, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων εκστόμισε τις φράσεις «θα σε σκοτώσω εσένα και το γιό σου», τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η απειλή και ότι ο ίδιος ένοιωσε φόβο, τότε δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

 

Είναι σαφές από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, πιο πάνω, ότι στα πλαίσια αντεξέτασης του παραπονούμενου διαφάνηκε η αντιπαλότητα μεταξύ του ιδίου και του εφεσείοντα, η οποία σχετιζόταν με τη σχέση του υιού του παραπονούμενου με την πρώην συμβία του εφεσείοντα. Τα περιστατικά έντασης που σημειώθηκαν μεταξύ των δύο, καθώς και η μετάβαση στο σπίτι του παραπονούμενου και ο τρόπος που εξελίχθηκε το επίδικο περιστατικό, ορθά οδήγησαν το Δικαστήριο να αποδώσει στον εφεσείοντα πρόθεση εκφοβισμού και πρόκλησης τρόμου στον παραπονούμενο.

 

Εγείρει, περαιτέρω, ο εφεσείων ζήτημα ότι υπήρξε παραβίαση της δίκαιης δίκης, λόγω ισχυριζόμενων παρεμβάσεων του Δικαστηρίου. Παραπονείται ότι το Δικαστήριο παρέμβαινε κατά την αντεξέταση από τον ίδιο του ΜΚ1, με σκοπό, όπως φαίνεται, να προειδοποιήσει το ΜΚ1 και, ακολούθως, να θεωρεί δεδομένο ότι «πρόκειται για θέμα που δεν είναι επίδικο, ενώ η γραμμή αντεξέτασης του κατηγορουμένου καθιστούσε το θέμα επίδικο.».

 

Είναι γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχαν παρεμβάσεις του Δικαστηρίου, όπως άλλωστε και το ίδιο αναφέρει στην απόφασή του, καθότι η αντεξέταση επεκτείνετο σε άσχετα θέματα. Αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να μην επιτρέπει την εκτροπή της δίκης σε άσχετα θέματα, όπως επίσης και να επιζητεί τη διευκρίνηση  ασαφών πτυχών της μαρτυρίας κατά το δυνατό ευθύς μετά την αποτύπωση της ασάφειας. Είναι εντός αυτών των πλαισίων που το Δικαστήριο ενήργησε. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων δεν προβάλλει με ποιο τρόπο επηρεάστηκαν τα δικαιώματά του. Όπως ορθά παρατήρησε ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, ένα τέτοιο ζήτημα δεν εξετάζεται θεωρητικά (in abstracto).

 

Παραπονείται, επίσης, ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της δίκαιης δίκης που διαφυλάσσει το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ότι οι αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες, εισηγούμενος, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο υιοθέτησε τις θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής στην απόφασή του.

 

Τα παράπονα του εφεσείοντα δεν ευσταθούν. Όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι θέσεις που προβάλλονται ενώπιόν του, είτε από την υπεράσπιση, είτε από την Κατηγορούσα Αρχή είναι ορθές, δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στο να υιοθετηθούν. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ορθά δομημένη και αιτιολογημένη. Εξηγείται στην απόφαση εναργώς πως το Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του και δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασης του Εφετείου. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ



[1] (1)A person is guilty of an offence if he—

(a)uses towards another person threatening, abusive or insulting words or behaviour, or

(b)distributes or displays to another person any writing, sign or other visible representation which is threatening, abusive or insulting,

with intent to cause that person to believe that immediate unlawful violence will be used against him or another by any person, or to provoke the immediate use of unlawful violence by that person or another, or whereby that person is likely to believe that such violence will be used or it is likely that such violence will be provoked.

 

[2] «And it is perhaps worth bearing in mind that in the 1986 Act, as well as in the 1861 Act, it is the state of the mind of the victim which is crusial rather than the statistical risk of violence actually occurring within a very short space of time.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο