MANGA EKOLE v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, 15/2/2022

ECLI:CY:AD:2022:B62

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021)

 

 

15 Φεβρουαρίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

XXX MANGA EKOLE,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

 Μ. Χαραλάμπους (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, ως αποτέλεσμα δικής του παραδοχής, καταδικάστηκε σε 10 Κατηγορίες. Οι δύο κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα της διάρρηξης κατά τη διάρκεια της νύχτας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος (3η και 6η Κατηγορία), στις οποίες του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 12 και 16 μήνες, αντίστοιχα. Μία κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας με σκοπό διάπραξης κακουργήματος (1η Κατηγορία), στην οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 μηνών. Έξι κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα της κλοπής (2η, 4η, 7η, 8η, 9η, 10η Κατηγορίες), στις οποίες του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης έξι μηνών σε κάθε μια από αυτές και μία κατηγορία για το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και διάπραξης κακουργήματος                  (5η Κατηγορία), στην οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

 

Όλες οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 1-5 διετάχθη όπως συντρέχουν, όπως και οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 6-10. Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού περιέγραψε τις ποινές που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 1-5 ως «ομάδα ποινών Α» και τις ποινές που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 6-10 ως «ομάδα ποινών Β», διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης της «ομάδας ποινών Β» να εκτιθούν διαδοχικά των ποινών φυλάκισης της «ομάδας ποινών Α» με αποτέλεσμα το σύνολο της ποινής που θα εκτιθεί να ανέλθει σε 28 μήνες.

 

Τα γεγονότα που πλαισίωναν τις επίδικες κατηγορίες, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφορούσαν σε διαρρήξεις και κλοπές, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο του 2021 στο Καϊμακλί με επηρεαζόμενα επτά παραπονούμενα πρόσωπα. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο Εφεσείων διέρρηξε και έκλεψε από κατοικίες και κτίρια, κατά κύριο λόγο διάφορα χρηματικά ποσά.

 

Η ποινή που επιβλήθηκε προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα με έξι Λόγους Έφεσης.

 

Με τους Λόγους Έφεσης 1 και 4 ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέταξε, κατά το στάδιο επιβολής της ποινής, την ετοιμασία κοινωνικοοικονομικής έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας.

 

Με τους Λόγους Έφεσης 2 και 5 προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε επιβολή «άμεσης ποινής φυλάκισης» και εσφαλμένα δεν εξέτασε το ενδεχόμενο της αναστολής της και/ή δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια να την αναστείλει.

 

Με το Λόγο Έφεσης 3 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης δυσανάλογη προς το αδίκημα, ήτοι συνολική ποινή ύψους 28 μηνών, σε συνάρτηση με τις επιπτώσεις της ποινής προς τον Εφεσείοντα και την οικογένεια του.

 

Με τον έκτο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την άμεση παραδοχή του Εφεσείοντα η οποία, όπως αναφέρεται, δείκνυε και την έμπρακτη του μεταμέλεια.

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016[1], όπου λέχθηκαν τα εξής: 

 

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779)

 

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).

 

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 1 και 4 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την κοινωνικοοικονομική κατάσταση του και ότι εσφαλμένα δεν διέταξε την ετοιμασία κοινωνικοοικονομικής έκθεσης από το Γραφείο Ευημερίας.

 

Σε ό,τι αφορά το τελευταίο με βάση τη νομολογία, η ύπαρξη έκθεσης κοινωνικής έρευνας θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιμη για σκοπούς επιβολής ποινής στις περιπτώσεις νεαρών παραβατών κάτω από την ηλικία των                   21 ετών όπου είναι πιθανή η επιβολή ποινής φυλάκισης (Stylianou and others v. The Republic (1961) C.L.R 265).

 

Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ 701 (στη σελ. 707), η ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας δεν είναι απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις που το Δικαστήριο έχει υπόψη του να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Τέτοια έκθεση είναι επιθυμητό να ετοιμάζεται στις περιπτώσεις νεαρών παραβατών και στις υποθέσεις Κακουργιοδικείου. Κατά τα άλλα, εναπόκειται στον ίδιο τον Κατηγορούμενο να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ελαφρυντικά που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, ο Εφεσείων, ηλικίας 30 ετών, όταν κλήθηκε από το Δικαστήριο να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμούσε να είναι υπόψη του Δικαστηρίου όταν θα του επέβαλλε ποινή, αφού αναφέρθηκε σε έκταση στις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του καταστάσεις, εξήγησε κάτω από ποιες περιστάσεις οδηγήθηκε στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων προβάλλοντας, ουσιαστικά, την τραγική οικονομική του κατάσταση σε συνάρτηση με τις ανάγκες της οικογένειας του. Δεν παρέλειψε δε να αναφερθεί με λεπτομέρεια και για το καθεστώς υπό το οποίο βρίσκεται σήμερα στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Όπως διαπιστώνεται, το γεγονός ότι στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέταξε και δεν είχε ως αποτέλεσμα ενώπιον του έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για τον Εφεσείοντα, δεν επηρέασε ποσώς τη δυνατότητα να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά με τις προσωπικές και οικονομικές συνθήκες δεδομένα του Εφεσείοντα, εφόσον ο ίδιος ο Εφεσείων αναφέρθηκε σε αυτά τα δεδομένα και μάλιστα σε έκταση και με κάθε λεπτομέρεια. Δεν προβλήθηκε, εν πάση περιπτώσει, εισήγηση από πλευράς του Εφεσείοντα ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρχαν περιστατικά που δεν τέθηκαν και που, ως εκ τούτου, δεν συνυπολογίστηκαν.

 

Όσον δε αφορά τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα όσα ανέφερε ο Εφεσείων για τις προσωπικές περιστάσεις και ότι μάλιστα δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αναφορά, εξέταση της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητά στα όσα αυτός ανέφερε για μετριασμό της ποινής τα οποία και συνυπολόγισε.

 

Συνεπώς οι Λόγοι Έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.

 

Ούτε και η θέση του Εφεσείοντα, όπως αυτή προβάλλεται μέσω του Λόγου Έφεσης 6, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την άμεση παραδοχή του ως γεγονός που αποδείκνυε και την έμπρακτη μεταμέλεια του έχει οποιοδήποτε έρεισμα, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε και αυτόν τον παράγοντα, υπογραμμίζοντας μάλιστα τόσο την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, όσο και κατά το στάδιο της διερεύνησης των υποθέσεων από την Αστυνομία επισημαίνοντας, ιδιαιτέρως, το στοιχείο της απολογίας του καθώς και της μετάνοιας του για την εγκληματική του δράση.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 3 ο Εφεσείων προβάλλει ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης 28 μηνών αποτελεί δυσανάλογη ποινή. Όπως, συναφώς, υποστηρίχθηκε στο Διάγραμμα Αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να εξηγήσει το λόγο, επέβαλε διαδοχικές ποινές φυλάκισης για κλοπές και διαρρήξεις που αφορούσαν ευτελή, όπως χαρακτήρισε, χρηματικά ποσά με αποτέλεσμα η επιβληθείσα ποινή να συνιστά δυσανάλογη προς τα αδικήματα τιμωρία. 

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για διαδοχική έκτιση των ποινών φυλάκισης βασίστηκε στο ακόλουθο του σκεπτικό:

 

«Παρά το γεγονός ότι, τα αδικήματα αντικείμενο του Κατηγορητηρίου του Κατηγορουμένου, διαπράχθηκαν από τον Κατηγορούμενο σε κάποια χρονική, μεταξύ τους, εγγύτητα (δηλαδή, τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης από τις οποίες προέκυψαν τα αδικήματα του Κατηγορητηρίου του Κατηγορουμένου αυτής της υπόθεσης, έχουν χρονική εγγύτητα), είναι της ίδιας φύσης και το κίνητρο του Κατηγορουμένου, ως το παρουσίασε, ήταν το ίδιο, αυτά είναι αυτοτελή και έχουν διαφορετικό σε κάθε περίπτωση θύμα, δεδομένο που θα δικαιολογούσε, οι ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν, για τα αδικήματα που διέπραξε σχετικά με το κάθε ξεχωριστό περιστατικό, να εκτιθούν διαδοχικά, το Δικαστήριο έχει λάβει την προαναφερόμενη απόφαση ώστε να επιτευχθεί, η ποινή που τελικά ο Κατηγορούμενος θα εκτίσει, να αντανακλά ορθά της συνολικά κολάσιμης εγκληματικής του συμπεριφοράς και να μην είναι, είτε υπέρμετρη, είτε ανεπαρκής (βλ. στα συγγράμματα, Blackstones Criminal Practice 2020, στην παράγραφο Ε.2.20, στην σελίδα 2373 και Banks on Sentence, 14η έκδοση, τόμος 1, 5 στις παραγράφους 18.3, 18.6 και 18.9).»

 

 

Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς τις συντρέχουσες ή τις διαδοχικές ποινές είναι γνωστές. Βασική αρχή αποτελεί ότι δεν ενδείκνυται να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για αδικήματα που είναι όμοια ή που σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας ή συμπεριφοράς (Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπαγεωργίου (2007) 2 Α.Α.Δ. 514, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562, Κερκής ν. Δημοκρατίας (2010)                    2 Α.Α.Δ. 433 και Κατσιαρή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2019, ημερ. 20/12/2019).

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση Αρ. 132/2017, σχ. με 136/2017, ημερ. 26/6/2019:

 

«Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas: Principles of Sentencing σελ. 47              κ. επ.). Η ομοιότητα των παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v. P. (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).»

 

Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο, ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα τους και οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά, υπό την αίρεση, ωστόσο, ότι η αθροιστική ποινή δεν θα καταντούσε υπερβολική με βάση την αρχή της αναλογικότητας της τιμωρίας προς το έγκλημα και της συνολικότητας της ποινής η οποία έχει ως επίκεντρο την αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη ενός κατηγορούμενου (Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562).

 

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν του  γεγονότος ότι έδωσε αιτιολογία ότι η ποινή για κάθε περιστατικό θα εκτίθετο  διαδοχικά την οποία δεν εφάρμοσε, εντελώς αυθαίρετα, χωρίς δηλαδή να υφίστανται κάποια αντικειμενικά δεδομένα, διαχώρισε τα επίδικα αδικήματα σε δύο ομάδες Α και Β και στη συνέχεια αποφάσισε την έκτιση των ποινών που επιβλήθηκαν για τα αδικήματα της ομάδας Β διαδοχικά των ποινών που επιβλήθηκαν για τα αδικήματα της ομάδας Α.  Αν το Δικαστήριο ήθελε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος να εκτίσει 28 μήνες φυλάκιση, είχε την ευχέρεια να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή.

 

Όπως ήδη έχει επισημανθεί πιο πάνω, ανάμεσα στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αν θα διατάξει όπως οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης συντρέχουν, είναι η ομοιότητα των αδικημάτων, η συνάφεια γεγονότων, εάν υπάρχει, και ο χρόνος διάπραξης τους. Στην προκείμενη περίπτωση τα αδικήματα και των 10 κατηγοριών που παραδέχτηκε ο Εφεσείων αφορούσαν σε αδικήματα του ιδίου ή παρόμοιου χαρακτήρα με παρόμοιο, δηλαδή, είδος αξιόποινης συμπεριφοράς από πλευράς του Εφεσείοντα και υφίστατο κάποιος συσχετισμός τους από πλευράς χρόνου και περιστάσεων. Μπορεί τα επίδικα αδικήματα να μην αφορούσαν την κλασσική περίπτωση του ενός περιστατικού, στην οποία πρέπει να επιβάλλονται συντρέχουσες ποινές, όμως αυτά δεν ήταν, όπως ήδη σημειώσαμε ανωτέρω, ασύνδετα από άλλες απόψεις ώστε να μην μπορούν, τελικώς, να ενταχθούν σε ένα σύνολο συνδεόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, ο οποίος σε ένα μικρό χρονικό πλαίσιο, μεταξύ τέλος Απριλίου και αρχές Ιουλίου, επιδόθηκε στη διάπραξη διαρρήξεων και κλοπών με κίνητρο την εξασφάλιση χρημάτων.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα θεωρούμε την προκείμενη περίπτωση ως μη κατάλληλη περίπτωση για επιβολή διαδοχικών ποινών και ότι, ως θέμα ορθής προσέγγισης, οι ποινές έπρεπε να συντρέχουν. Ως εκ τούτου, η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκτιση των ποινών φυλάκισης της «ομάδας ποινών Β» διαδοχικά των ποινών της «ομάδας ποινών Α», ακυρώνεται έτσι ώστε όλες οι επιβληθείσες ποινές να συντρέχουν.

 

Έχοντας λοιπόν καταλήξει ως ανωτέρω, δεν εγείρεται πλέον προς εξέταση ζήτημα έκδηλα υπερβολικής ποινής, εφόσον ο προβαλλόμενος λόγος Έφεσης ότι η εκκαλούμενη ποινή των 28 μηνών αποτελούσε δυσανάλογη προς το αδίκημα ποινή, θεωρούμενης εν προκειμένω της ποινής ως σύνολο, βασίζετο στο αποτέλεσμα που προέκυπτε ως εκ του τρόπου έκτισης της. Σε κάθε περίπτωση η απολήγουσα ποινή των 16 μηνών με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, στις περιστάσεις της υπόθεσης, ως έκδηλα υπερβολική.

 

Με τους Λόγους Έφεσης 2 και 5 ο Εφεσείων ουσιαστικά διατείνεται ότι λανθασμένα επιβλήθηκαν ποινές «άμεσης φυλάκισης» και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε τη φύση και τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, ως αυτή οριοθετείται από τις μέγιστες από το Νόμο για καθένα από αυτά προβλεπόμενες ποινές, τις περιστάσεις, καθώς και συχνότητα διάπραξής τους. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Ακολούθως, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο                         των μετριαστικών παραγόντων που τέθηκαν ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένων του λευκού ποινικού μητρώου του Εφεσείοντα, των προσωπικών του περιστάσεων, της παραδοχής και μετάνοιας του, καθώς και της συνεργασίας του με τις ανακριτικές αρχές, χωρίς να παραβλέπει, όπως υπογράμμισε, το τελικό αποτέλεσμα της εγκληματικής του συμπεριφοράς, ειδικότερα στα θύματα του και την πορεία δράσης του Εφεσείοντα, επέβαλε τις πιο πάνω ποινές φυλάκισης. 

 

Δεν είναι λίγες φορές που το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τονίσει ότι οι κλοπές και διαρρήξεις, καθώς και ομοειδή αδικήματα, βρίσκονται εδώ και χρόνια στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη συχνότητα διάπραξης αυτού του είδους των αδικημάτων και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Σχετικά είναι και τα όσα επισημάνθηκαν στην υπόθεση Bezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785:

 

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει ρήξη στον κοινωνικό ιστό και στην ευόδωση της επίτευξης του στόχου εδραίωσης μιας φιλήσυχης και ειρηνικής κοινωνίας στην οποία δικαιούται να προσβλέπει ο κάθε πολίτης ώστε να νοιώθει ασφάλεια. Στις πρόσφατες αποφάσεις Mixaylov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους, (Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2011)                     2 Α.Α.Δ. 146). Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Bukowski και άλλος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92.»»

 

 

Στην υπόθεση xxx Saadi v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 308/2014, ημερ. 24/6/2016, που αφορούσε, επίσης, σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής: 

 

«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις.  Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήριτη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe  κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»

Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα επαναλήφθηκε και στην πρόσφατη υπόθεση Balampanidis v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 210/2018 ημερ. 10/5/2018, όπου αναφέρθηκε επίσης ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής».

 

Όσον αφορά το ζήτημα της αναστολής της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, συγκεκριμένα, τα εξής:

 

«Λαμβάνοντας υπ' όψιν το Δικαστήριο, το σύνολο των περιστάσεων αυτής της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, κρίνει, ειδικότερα λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που έχουν διαπραχθεί, και της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους στην κοινωνία, ότι οι ποινές φυλάκισης του Κατηγορούμενου πρέπει να εκτιθούν αμέσως.»

Η αναστολή της ποινής φυλάκισης αποτελεί απόφαση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου στη βάση όλων των περιστάσεων που αφορούν την υπόθεση και τον αδικοπραγούντα.

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012)                     2 Α.Α.Δ. 930:

 

«Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως το αρμόδιο να καθορίσει την ποινή, έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες περιλαμβανομένων, αφενός των περιστάσεων της υπόθεσης, της σοβαρότητας των αδικημάτων και της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους και, αφετέρου, των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα. Δεν βρίσκουμε ότι εδώ υπάρχει πεδίο για επέμβαση μας στον τρόπο που ασκήθηκε η δικαστική διακριτική ευχέρεια.

 

Ως εκ τούτου οι Λόγοι Έφεσης 2 και 5 απορρίπτονται.

 

Η Έφεση λοιπόν επιτυγχάνει εν μέρει και η διαταγή για διαδοχικές ποινές ακυρώνεται.

                                                        

 

 

                                                 Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                               Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] Δέστε, επίσης, Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017, ημερ. 15/12/2017, xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο