ΙΩΑΝΝΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 25/2022, 4/2/2022

ECLI:CY:AD:2022:B50

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 25/2022)

 

4 Φεβρουαρίου 2022

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

XXX ΙΩΑΝΝΟΥ,

                                                              Eφεσείων,

                                                 

v.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

                                            Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

Κ. Σιαηλής, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού

 Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου μαζί με άλλο πρόσωπο κοινό κατηγορητήριο. Οι κατηγορίες που τον αφορούν (είναι ο κατηγορούμενος 2) είναι  συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (6η κατηγορία), απόπειρα διάρρηξης οικίας (7η κατηγορία) και μεταφορά μάχαιρας εκτός κατοικίας (8η κατηγορία). Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 11.2.2022 και, μετά από σχετικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, το Δικαστήριο αποφάσισε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε λόγω κινδύνου διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων. Το αίτημα στηρίζετο και στον κίνδυνο φυγοδικίας, όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι υφίστατο τέτοιος κίνδυνος.

 

Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία, σύμφωνα με την απόφαση, καταδεικνύουν ροπή του εφεσείοντα προς διάπραξη αδικημάτων, ήταν το ποινικό του μητρώο που συνίστατο σε προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση 2571/21 για παραβίαση του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, όπου του επιβλήθηκε στις 15.10.2021 ποινή προστίμου €450 και καταδίκη στην υπόθεση 7077/20 για κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της νύχτας, όπου του επιβλήθηκε στις 11.3.2021 ποινή προστίμου €350.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το σκεπτικό του Δικαστηρίου:

 

«Εις ότι αφορά το 2ο κατηγορούμενο, φαίνεται ότι αυτός βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη για το αδίκημα της παραβίασης μέτρων που αφορούν τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο και μια προηγούμενη καταδίκη για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά τη διάρκεια της νύκτας. Αδίκημα για το οποίο κατηγορείται και στην παρούσα υπόθεση. Το ότι επιβλήθηκε στην προηγούμενη υπόθεση για το αδίκημα αυτό ποινή προστίμου δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 έχει διαπράξει πανομοιότυπο αδίκημα στο πρόσφατο παρελθόν, με αυτό το οποίο του αποδίδεται με την παρούσα υπόθεση. Το κατηγορητήριο επίσης το οποίο αντιμετωπίζει από κοινού με την 1η κατηγορούμενη, αποδίδει στον 2ο κατηγορούμενο μια συμπεριφορά για αδικήματα τα οποία στρέφονται κατά της περιουσίας σε δύο περιπτώσεις.

 

Τα πιο πάνω στο σύνολο τους με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και για τον 2ο κατηγορούμενο έχει καταδειχθεί μια ροπή προς τη διάπραξη αδικημάτων.»

 

Με ένα λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε και δεν εφάρμοσε σωστά τις πάγιες νομολογιακές αρχές και αντινομικά κατέληξε στο συμπέρασμα περί κράτησης, παραγνωρίζοντας το χρόνο ο οποίος μεσολάβησε από την καταδίκη, ότι δηλαδή ένα μήνα μετά, αυτή θα παραγραφόταν και ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν πρόστιμο που δεν κατατάσσεται στις σοβαρές του είδους ποινές ενώ παραγνώρισε ότι δεν εκκρεμούσαν προς διερεύνηση υποθέσεις έτσι ώστε να διαφαίνεται κίνδυνος επανάληψης του αδικήματος.

 

Η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία ότι η ελευθερία του ατόμου είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και ότι η κράτηση είναι μέτρο κατ΄ εξαίρεση. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 131/2021, ημερομηνίας 1.9.2021 και Κασσίρ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 146/2021, ημερομηνίας 21.9.2021).

 

Ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων αποτελεί έναν από τους τρεις αυτοτελείς λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη του. Στη Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45 αναφέρθηκε ότι η πρόβλεψη αναφορικά με την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης, είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της. Για να καταλήξει το Δικαστήριο σε συμπέρασμα για τη διάπραξη άλλου αδικήματος, δεν απαιτείται σύμφωνα με τη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν, με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, να δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα.

 

Στην παρούσα περίπτωση, το μόνο στοιχείο που μπορούσε να επιδράσει στην κρίση του Δικαστηρίου ήταν η ύπαρξη της προηγούμενης καταδίκης σε συναφές αδίκημα με το υπό εκδίκαση σοβαρότερο. Θεωρούμε ότι η προηγούμενη καταδίκη σε αδίκημα κατά παράβαση του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην κρίση του Δικαστηρίου. Με βάση δε το κατηγορητήριο ο εφεσείων κατηγορείται για απόπειρα διάρρηξης οικίας και μεταφορά μαχαιριού εκτός της οικίας του. Το αδίκημα της συνομωσίας αναφέρεται σε συνομωσία με την κατηγορούμενη 1 για τη διάπραξη του αδικήματος της 7ης κατηγορίας. Εσφαλμένα προσμέτρησε ότι του αποδίδεται συμπεριφορά για αδικήματα τα οποία στρέφονται κατά της περιουσίας σε δύο περιπτώσεις.

 

Με βάση τη νομολογία που παραθέσαμε πιο πάνω για να καταδειχθεί η ύπαρξη ροπής ενός κατηγορουμένου στο έγκλημα θα πρέπει τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου να δημιουργούν ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.  Εν προκειμένω, τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν θεωρούμε ότι αναδείκνυαν τάση του εφεσείοντα προς την παρανομία σε βαθμό που, σταθμίζοντας την ελευθερία του από τη μία, με την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου γενικά, η πλάστιγγα να κλίνει προς το δεύτερο. Επρόκειτο για ουσιαστικά μια μόνο ένδειξη της συμπεριφοράς του στο παρελθόν που, όσο κι αν ήταν σχετική, δεν καταδείκνυε τάση. Στην υπόθεση Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 216, 219, αναφέρθηκε ότι: «Το γεγονός της προηγούμενης καταδίκης  του εφεσείοντα από μόνο του, δεν συνιστά και επιβεβαίωση του ενδεχόμενου ότι θα διαπράξει νέο ποινικό αδίκημα.». Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109, 121, γίνεται, σε αντιδιαστολή, αναφορά στην Matznetter v. Austria (1969), όπου το ΕΔΑΔ θεώρησε ότι η πολύ παρατεταμένη συνέχιση αξιόμεμπτων πράξεων εκ μέρους του κατηγορούμενου, δικαιολογούσαν την άρνηση απόλυσης με εγγύηση για λόγο που σχετίζεται με την αποτροπή διάπραξης άλλου αδικήματος.

 

Κρίνουμε, συναφώς, ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη. Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος, νοουμένου ότι θα συμμορφωθεί με τους όρους που θα καθοριστούν.

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

/ΧΤΘ                                                                                  ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο