ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 86/2021, 15/2/2022

ECLI:CY:AD:2022:B64

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 86/2021)

 

15 Φεβρουαρίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσείοντας

ν.

 

 

XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

Εφεσίβλητου

____________________

 

Θ. Παπανικολάου, Αν. Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Νικολεττόπουλος για Ε. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον  Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε πέντε κατηγορίες για αδικήματα κατά παράβαση του περί Προστασίας και Διαχείρισης Αγρίων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003, Ν.152(Ι)/2003.  Είχε εγκαταστήσει σε ανοιχτό χώρο ένα δίκτυ και μια ηχοπαραγωγική συσκευή με μιμητικές φωνές άγριων πτηνών σε λειτουργία.  Η λειτουργία της συσκευής προσέλκυε πτηνά που παγιδεύονταν στο δίκτυ.  Όταν το πρωί της 12.10.2017 ο Εφεσίβλητος έφθασε στο χώρο, άρχισε να σκοτώνει τα πτηνά που βρίσκονταν παγιδευμένα στο δίκτυ.  Επρόκειτο για τρείς σταφιδοτριροβάκους (Sylvia atricapilla) κοινώς αμπελοπούλια. Επενέβησαν τότε αστυνομικοί του Κλιμακίου Πάταξης Λαθροθηρίας της Μ.Μ.Α.Δ. που ήταν κρυμμένοι στο χώρο.  Όταν του επεστήθηκε η προσοχή στο νόμο απάντησε: «Συγνώμη, έκανα λάθος».

 

Οι κατηγορίες αφορούσαν την κατοχή του δικτύου και της ηχοπαραγωγικής συσκευής (κατηγορίες 1 και 3 αντίστοιχα) και τη χρήση τους (κατηγορίες 2 και 4 αντίστοιχα) καθώς και την κατοχή προστατευμένων αγρίων πτηνών (κατηγορία 5).  Παρατηρούμε ότι ενώ στις κατηγορίες της κατοχής γίνεται αναφορά σε δίκτυ και μια ηχοπαραγωγική συσκευή, στις κατηγορίες της χρήσης αναφέρονται δίκτυα και ηχοπαραγωγικές συσκευές.  Προδήλως εκ παραδρομής, αφού κατά την απαγγελία των γεγονότων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η αναφορά ήταν σε δίκτυ και μια ηχοπαραγωγική συσκευή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσίβλητο χρηματικές ποινές €100 στις κατηγορίες 1 και 3 και €75 στην κατηγορία 5.  Στο σύνολο €275.  Οι ποινές αυτές προσβάλλονται από τον Γενικό Εισαγγελέα ως έκδηλα ανεπαρκείς με τον λόγο έφεσης 1.  Δεν επέβαλε ποινή στις κατηγορίες 2 και 4 με το δικαιολογητικό ότι τα γεγονότα τους «απορροφούνται» από τα γεγονότα των κατηγοριών 1 και 3.  Η μη επιβολή ποινής στις κατηγορίες 2 και 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη με τον λόγο έφεσης 2.

 

Προδήλως και ήταν.  Ποινές θα άρμοζε να επιβληθούν στις κατηγορίες της χρήσης του δικτύου και της ηχοπαραγωγικής συσκευής, εφόσον η χρήση είναι σοβαρότερο αδίκημα από την απλή κατοχή τους την οποία και προϋποθέτει.  Το ουσιαστικότερο όμως ήταν να επιβληθούν τέτοιες χρηματικές ποινές που στο σύνολο τους να ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα των αδικημάτων, να ικανοποιούν το στοιχείο της αποτροπής για τον ίδιο τον Εφεσίβλητο, αλλά και της γενικής αποτροπής, παράγοντας ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτού του είδους τα αδικήματα, προσαρμοσμένες, κατά το επιτρεπτό, στο πρόσωπο του Εφεσίβλητου.    

 

Για όλα τα αδικήματα τα οποία ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε, προβλέπεται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τρία χρόνια ή και πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις €20.000 (Άρθρο 88 του Ν.152(Ι)/2003).

 

Ό,τι θα πρέπει εδώ να παρεμβάλουμε είναι ότι της δίωξης προηγήθηκε η έκδοση προς στον Εφεσίβλητο εξώδικου προστίμου €5.000.  Δεν επέλεξε να το πληρώσει, οπόταν ακολούθησε η καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του.  Επισημαίνουμε ότι το ύψος του εξώδικου προστίμου, που καθορίστηκε στη βάση του Άρθρου 80 του Ν.152(Ι)/2003, δεν συνιστά καθοδήγηση ως προς την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί, η οποία επιμετράται στη βάση των γενικών αρχών που διέπουν την επιβολή της (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, 532).

 

Επανερχόμενοι στην προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, παραμένουμε στην Βραχίμης και στην αναφορά (σελ.532-3) ότι:

 

«Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, "το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή".»

 

 

 

Η προβλεπόμενη μέγιστη χρηματική ποινή ήταν €10.000 και είχε αυξηθεί σε €20.000 μόλις τον Ιούλιο του 2017, λίγους μήνες πριν την διάπραξη των υπόψη αδικημάτων από τον Εφεσίβλητο, με τον τροποποιητικό Ν.99(Ι)/2017. Είναι προφανές ότι η μεγάλη χρηματική ποινή που προνοείται και η φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην πρόληψη της εμπορίας προστατευόμενων πτηνών, ειδικά των αμπελοπουλιών, που έχουμε δικαστική γνώση ότι έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις και εκθέτει την Κύπρο και στο εξωτερικό, σε κάθε όμως περίπτωση το κάθε αδίκημα που αντιστρατεύεται τους σκοπούς του νομοθέτη είναι σοβαρό.

 

Ο Ν.152(Ι)/2003 κατάργησε και αντικατέστησε τον περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραµάτων και Άγριων Πτηνών Νόµο του 1974, Ν.39/1974, όπως είχε κατά καιρούς τροποποιηθεί, και οι παρατηρήσεις που κατά καιρούς εκφράστηκαν εξακολουθούν να είναι επίκαιρες.  Από πολύ παλιά είχε επισημανθεί (xxx Andrea and Others v. Police (1966) 2 C.L.R. 71, 73) η ανάγκη για προστασία του θηράματος και των αγρίων πουλιών στην Κύπρο και κρίθηκε ότι ήταν επιτακτικό όπως κάθε δυνατή φροντίδα ασκείται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δέουσα παρατήρηση και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας και πως τα Δικαστήρια θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν ως σοβαρά τα συναφή αδικήματα.  Με το πέρασμα του χρόνου (Prakki v. The Police (1985) 2 C.L.R. 142, 145) επισημάνθηκε η ανάγκη να γίνει πιο πλατιά κατανοητό ότι η προστασία της άγριας ζωής του νησιού θα έπρεπε να γίνει πιο αποτελεσματική και τα Δικαστήρια θα έπρεπε να επιβάλλουν τέτοιες ποινές που πράγματι θα είχαν αποτρεπτικά αποτελέσματα και θα έπρεπε σοβαρά να εξετάζουν το ενδεχόμενο, στις κατάλληλες περιπτώσεις, ακόμα και επιβολής ποινής φυλάκισης.

  Στην Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354, 358-9, αναφέρεται με επιδοκιμασία απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου είχε σημειωθεί με αναφορά στο Ν.39/1974 ότι:

 

«Ο σκοπός του νόμου αυτού είναι η προστασία της πανίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση των αγρίων πτηνών που είναι προστατευόμενα. Πράξεις όπως των κατηγορουμένων πλήττουν καίρια και ουσιαστικά τους σκοπούς του νόμου εφόσον δια της χρήσεως δικτύων όπως ήταν η προκειμένη περίπτωση, γίνεται μαζική αφαίρεση άγριων πτηνών από την άγρια ζωή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην οποία ανήκουν. Η συχνότητα δε διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, για το οποίο γεγονός μπορώ να λάβω δικαστική γνώση ως εκ της ιδιότητας μου, ενισχύει την νομολογιακή σημασία ότι τα πρωτόδικα δικαστήρια θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρά στην προσέγγιση τέτοιου είδους αδικημάτων με σκοπό την αποτρεπτικότητα (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Σε διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με υποθέσεις παρόμοιων αδικημάτων, έχει τονισθεί η αυστηρή προσέγγιση των πρωτόδικων δικαστηρίων σε συνάρτηση με την ανάγκη προστασίας της άγριας ζωής του νησιού η οποία, όπως διαπιστώθηκε, κινδυνεύει με αφανισμό (βλ. xxx Αντρέα ν. Αστυνομίας (1966) 2 Α.Α.Δ. 71Prakki v. The Police (1985) 2 C.L.R. 142 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5)».

 

 

 

Αναφέρθηκε ακόμα ότι (σελ.360):

 

«Η άγρια ζωή αποτελεί κοινό εθνικό πλούτο.  Πρέπει να τύχει προστασίας με όλα τα μέσα που διαθέτει ο Νόμος.  Επιεικής αντιμετώπιση των παραβατών θα δώσει λανθασμένα μηνύματα.  Πρόσθετα η συχνότητα διάπραξης του επίδικου αδικήματος, για την οποία ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δικαστική γνώση, υπαγορεύει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών». 

 

Η κατάσταση σήμερα είναι απελπιστική αναφορικά με την ύπαρξη θηράματος και αγρίων πτηνών.  Γίνονται επίπονες προσπάθειες από οργανωμένα σύνολα για τον εμπλουτισμό του θηράματος και των αγρίων πτηνών και λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα προστασίας τους, καμία όμως προσπάθεια δεν θα μπορέσει να επιτύχει εάν δεν παταχθεί η παρανομία στον τομέα αυτό.  Και καμιά σημασία δεν θα μπορούσε να έχει ότι τα πτηνά που παγιδεύτηκαν και φονεύθηκαν ήταν στην προκειμένη περίπτωση αποδημητικά.

 

Διαχρονικά οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονταν για αυτού του είδους τα αδικήματα ήταν, ανάλογα και με την εποχή, σοβαρές (Περικλέους ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 34, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 385, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5,  Prakki, Archimides  και xxxs Yiangou Antoniades And Another v. The Police (1964) C.L.R. 139) ενώ στην κατάλληλη περίπτωση είχε επιβληθεί και ποινή φυλάκισης (Παναγιώτου).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέτρησε την ποινή αποδίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου.  Η θέση του Εφεσίβλητου ότι η από μέρους του παράβαση του νόμου δεν σκοπούσε στην αποκόμιση κέρδους, που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και το γεγονός ότι στην ηλικία των 77 χρόνων ήταν λευκού ποινικού μητρώου και καρδιοπαθής, όπως και η σύζυγος του, έχοντας στην φροντίδα του δύο εγγόνια, παιδιά της κόρης του που εγκαταλείφθηκε από το σύζυγο της, ήταν παράγοντες που ορθά λήφθηκαν υπόψη, δεν έπρεπε όμως να αφεθούν να υπερφαλαγγίσουν και ουσιαστικά να εξουδετερώσουν την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος μέσω της γενικής αποτροπής.  Υπέρμετρη βαρύτητα δόθηκε και στην όποια ταλαιπωρία είχε ο Εφεσίβλητος μέχρι και τη διεκπεραίωση της υπόθεσης του στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το αποτέλεσμα ήταν οι επιβληθείσες ποινές να μην ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα των αδικημάτων, να μην εξυπηρετούν την παράμετρο της γενικής αποτροπής και να καταλήγουν έκδηλα ανεπαρκείς κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες  έχουν τη σημασία τους, γι΄αυτό και οι ποινές που επιβάλλουμε, μετά που τους έχουμε λάβει υπόψη, δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι καθορίζουν το μέτρο στη συνήθη περίπτωση  τέτοιων αδικημάτων.

 

 Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.  Επιβάλλεται στον Εφεσίβλητο πρόστιμο €400 τόσο στην κατηγορία 2 όσο και στην κατηγορία 4.  Στην κατηγορία 5, η ποινή αυξάνεται σε €600.  Έτσι η συνολική του ποινή ανέρχεται, μαζί με τις ποινές που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 1 και 3, σε €1600.

 

 

                                                      Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                      Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο