ΜΟΥΖΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 127/2020, 18/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:B119

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 127/2020)

 

 

18 Μαρτίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

XXX ΜΟΥΖΟΥ

 

Εφεσείοντας

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

____________________

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών

____________________

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Μετά από ακρόαση, ο Εφεσείων καταδικάστηκε σε δύο κατηγορίες για απόπειρα φόνου δύο αστυνομικών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και του επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο ποινές φυλάκισης 13 χρόνων, που διατάχτηκε να συντρέχουν.  Αριθμό άλλων κατηγοριών που περιλήφθηκαν στο κατηγορητήριο τις παραδέχτηκε και του επιβλήθηκαν σε τρείς από αυτές ποινές φυλάκισης τριών, δύο και δύο χρόνων, διαδοχικές μεταξύ τους και σε σχέση με τις ποινές για τις απόπειρες.  Έτσι, η φυλάκιση που ο Εφεσείων θα πρέπει να εκτίσει είναι 20 χρόνια.

 

Με το λόγο έφεσης 1 ο Εφεσείων προσβάλλει την ποινή των 13 χρόνων ως έκδηλα υπερβολική «υπό το φως του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης και των μετριαστικών παραγόντων».  Εκ του αποτελέσματος, αναφέρει, το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, που δεν αντανακλώνται στην επιβληθείσα ποινή.

 

Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλει τη διαταγή όπως όλες οι ποινές που επιβλήθηκαν είναι διαδοχικές.  Λόγω ακριβώς της διαδοχικότητας, αναφέρει, παραβιάστηκε η αρχή της συνολικότητας της ποινής που κατέστη έτσι υπερβολική.  Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι τα αδικήματα στα οποία επιβλήθηκαν οι ποινές των τριών, δύο και δύο χρόνων σχετίζονταν μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας συμπεριφοράς, έτσι ώστε να δικαιολογείται η επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης.  Προβάλλει και την περαιτέρω θέση ότι παρέχετο έδαφος για να διαταχθεί όπως όλες οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης συντρέχουν μεταξύ τους.

 

Τέλος, με το λόγο έφεσης 3 ο Εφεσείων επικαλείται και πάλι παραβίαση της αρχής της συνολικότητας της ποινής, στη βάση ότι η απολήγουσα ποινή των 20 χρόνων υπερβαίνει το ανώτατο όριο του κανονικού φάσματος των ποινών που επιβάλλονται για το πλέον σοβαρό αδίκημα της απόπειρας φόνου στο οποίο καταδικάστηκε, λαμβανομένων υπόψη της ιδιαιτερότητας των γεγονότων και των προσωπικών του περιστάσεων.

 

Τα αδικήματα της απόπειρας φόνου διαπράχτηκαν την 5.5.2018 στον Ύψωνα της επαρχίας Λεμεσού.  Ο Εφεσείων, που ήταν καταζητούμενος, καθόταν στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου ενοικίασης που ήταν σταθμευμένο σε ανοικτό χώρο, έχοντας στην κατοχή του έμφορτο αυτόματο πυροβόλο όπλο τύπου ΑΚ47, ευρέως γνωστό ως Kalashnikov.  Στο αυτοκίνητο βρίσκονταν ακόμα δύο άνδρες, οι πρώην συγκατηγορούμενοι του.  Σε κάποιο χρονικό σημείο αστυνομικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν δύο αστυνομικοί στάθμευσε κοντά τους και ο συνοδηγός κατέβηκε και κινήθηκε προς το αυτοκίνητο ενοικίασης με πρόθεση να διενεργήσει συνήθη έλεγχο.  Τότε ο Εφεσείων, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, «χωρίς δεύτερη σκέψη πυροβολεί από μικρή απόσταση προς το μέρος του για να τον φονεύσει, και εξοντώσει έτσι το εμπόδιο στην παράνομη δραστηριότητα του», έχοντας μάλιστα το όπλο του ρυθμισμένο ώστε να βάλλει κατά ριπάς. Ο αστυνομικός υπέστηκε σοβαρότατους τραυματισμούς, κατάφερε ωστόσο, προτού σωριαστεί αιμόφυρτος στο έδαφος, να ανταποδώσει τα πυρά με το υπηρεσιακό του πιστόλι.  Ο Εφεσείων συνέχισε να πυροβολεί τόσο προς το μέρος του τραυματισμένου αστυνομικού όσο και προς το αστυνομικό αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν ο οδηγός.  Ο τελευταίος εκκίνησε το αστυνομικό αυτοκίνητο προσπαθώντας να ανακόψει την πορεία του αυτοκινήτου ενοικίασης που επιχείρησε να απομακρυνθεί.  Ο Εφεσείων συνέχισε να πυροβολεί προς το αστυνομικό αυτοκίνητο και τραυμάτισε και τον οδηγό, αναγκάζοντας τον να εγκαταλείψει την προσπάθεια ανακοπής του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε, που κατάφερε να απομακρυνθεί.  Ο πρώτος αστυνομικός είχε πληγεί στη δεξιά πλευρά.  Μια βολίδα τραυμάτισε το δεξιό του πνεύμονα και το συκώτι και εξήλθε από την πλάτη του.  Σε καταστολή μεταφέρθηκε στο Ισραήλ. Παρουσίασε ακατάσχετη αιμορραγία, που για να ελεγχθεί αφαιρέθηκε το 40% του συκωτιού του.  Κινδύνευσε να πεθάνει, ωστόσο, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας.

 

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του εγκλήματος της απόπειρας φόνου, που τιμωρείται με ανώτατη ποινή την δια βίου φυλάκιση και που συνιστά την αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής.  Δεν θα μπορούσε παρά να αναφερθεί και στη μνημειώδη υπόμνηση στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, 584, ότι:  «Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεση της μέγιστο έγκλημα», προσθέτοντας ότι το ίδιο ισχύει και για την απόπειρα αφαίρεσης της (Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 563, 607-8).  Ανάφερε ότι ήταν από ευτυχείς συγκυρίες που οι δύο αστυνομικοί δεν έχασαν τη ζωή τους.  Επεσήμανε ακόμα ότι τα εγκλήματα που στρέφονται εναντίον της ζωής του ανθρώπου συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας και πως η αυξητική τάση του εγκλήματος θα πρέπει να έχει την ανάλογη αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια με την αύξηση των ποινών (Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.235/2013 και 236/2013, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B469).

 

 Το Κακουργιοδικείο δίκαια χαρακτήρισε τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων ως άκρως επιβαρυντικές και την υπόθεση από τις σοβαρότερες του είδους.  Η συμπεριφορά του Εφεσείοντα αντιστρατευόταν το έργο των αστυνομικών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και συνιστούσε, ανάφερε, επίθεση ενάντια στους φορείς εξουσίας του δικαίου.  Μνημόνευσε και την Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560, που αφορούσε απόπειρα φόνου εναντίον Δικαστή και της θυγατέρας του, όπου το Εφετείο, επικυρώνοντας την ποινή φυλάκισης 18 χρόνων που είχε επιβάλει το Κακουργιοδικείο, κατέληξε ότι (σελ.582):

 

 

«Το Κακουργιοδικείο έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στις προσωπικές του συνθήκες, άλλως δεν θα είχε νόημα η επιβολή ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, δηλαδή ποινής άλλης από εκείνης της φυλάκισης δια βίου.  Το έγκλημα που διέπραξε ο [εφεσείων] είναι φρικαλέο.  Επεδίωξε το θάνατο δύο ανθρώπων εμφορούμενος από τα πιο ευτελή κίνητρα. Η σοβαρότητα του εγκλήματός του δεν περιορίζεται ως εκεί. Επεκτείνεται σε υπονόμευση του βάθρου της Πολιτείας.   Ο εφεσείων δυναμίτισε το θεμέλιο της Δικαιοσύνης, το συνεκτικό ιστό της κοινωνίας, τον πυρήνα της κοινωνικής οργάνωσης».

 

 

Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων «έδειξε πως όχι μόνο δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή, αλλά ότι είναι έτοιμος να την αφαιρέσει ανά πάσα στιγμή από οποιονδήποτε ήθελε σταθεί εμπόδιο στην παράνομη δραστηριότητα του».  Και δικαιολογημένα τον χαρακτήρισε ως άτομο εξαιρετικά επικίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο, ώστε ο εγκλεισμός του στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα να καθίστατο απαραίτητος για την προστασία της κοινωνίας. 

 

Η σύλληψη του Εφεσείοντα επιτεύχθηκε τρεις ημέρες αργότερα, κατόπιν επεισοδιακής καταδίωξης.  Μετά τη σύλληψη του, ομολόγησε πως είχε στην κατοχή του εκρηκτικές ύλες που είχε κρυμμένες σε τοποθεσία στο χωριό Άγιος Μάμας. 

 

Η εγκληματική δράση του Εφεσείοντα περιλάμβανε και άλλα σοβαρά εγκλήματα.  Τον Νοέμβριο του 2017, για λόγους εκδίκησης προσώπου που θεωρούσε εμπόδιο στην «επαγγελματική του δραστηριότητα», τοποθέτησε βόμβα που είχε κατασκευάσει χρησιμοποιώντας εκρηκτική ύλη SEMTEX H και μποτίλια υγραερίου στην κατοικία του, η οποία και εξερράγη προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές.  Τον Ιανουάριο του 2018, έχοντας οικονομικές διαφορές με συγκεκριμένο πρόσωπο σε σχέση με την εμπορία ναρκωτικών, το απήγαγε και τον Φεβρουάριο του ιδίου χρόνου, για να το εκφοβίσει έριξε πυροβολισμούς κατά της κατοικίας του.

 

Είναι σε σχέση με τις πιο πάνω εγκληματικές του δραστηριότητες, που ο Εφεσείων παραδέχτηκε τα άλλα σοβαρά αδικήματα που περιλήφθηκαν στο κατηγορητήριο.  Το Κακουργιοδικείο τα προσέγγισε με αναφορά στις διακριτές εγκληματικές συμπεριφορές και επέλεξε να επιβάλει ποινές σε τρία ξεχωριστά αδικήματα, που χαρακτήριζαν την κάθε εγκληματική συμπεριφορά.  Όπως στην περίπτωση της απόπειρας θανάτωσης των δύο αστυνομικών (κατηγορίες 1 και 2), δεν επέβαλε ποινή για την κατοχή και μεταφορά του πυροβόλου όπλου που χρησιμοποιήθηκε και των πυρομαχικών του (κατηγορίες 3-7) έτσι και στην περίπτωση των εκρηκτικών υλών που είχε κρυμμένες του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 χρόνια για την κατοχή της εξαιρετικά μεγάλης ποσότητας, βάρους 7 κιλών και 892 γραμμαρίων εκρηκτικής ύλης SEMPTEX H, που περιγράφηκε ως υψηλής ισχύος με μεγάλη ταχύτητα εκρήξεως (κατηγορία 11), ενώ δεν του επιβλήθηκε ποινή στις κατηγορίες της κατοχής των υπόλοιπων υλικών που κατείχε παράνομα (κατηγορίες 10, 12 και 13).  Το ίδιο και στην περίπτωση της ρίψης  των πυροβολισμών εναντίον κατοικίας, όπου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων για τη χρησιμοποίηση των φυσιγγίων που πυροβόλησε (κατηγορία 18), ενώ δεν του επιβλήθηκε ποινή για την κατοχή και μεταφορά του πυροβόλου όπλου και των πυρομαχικών του  και της απαγωγής του προσώπου (κατηγορίες 14 και 16-20).  Στην περίπτωση της βόμβας στην κατοικία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων στο αδίκημα της απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες (κατηγορία 29), ενώ δεν του επιβλήθηκε ποινή στις κατηγορίες της κατοχής και χρήσης της εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποίησε και της κακόβουλης ζημιάς στην κατοικία και σε παρακείμενο αυτοκίνητο άλλου προσώπου (κατηγορίες 30-34).

 

    Ορθή είναι η ποινή που αντανακλά την εγκληματική συμπεριφορά του καταδικασθέντα για την οποία δικάστηκε, προσαρμοσμένη στο βαθμό που είναι επιβεβλημένο και επιτρεπτό στο πρόσωπο του.  Η επιμέτρηση της ποινής που συνιστά έργο λεπτό και επίπονο, καθίσταται πολύπλοκο όταν η εγκληματική δραστηριότητα του καταδικασθέντα περιλαμβάνει διάφορα αδικήματα.  Περιοριζόμαστε στις περιπτώσεις φυλάκισης και στον καθορισμό του εύρους της.  Στο πλαίσιο καθορισμού της αρμόζουσας ποινής, το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιβάλει συντρέχουσες ή διαδοχικές ποινές ή συνδυασμό τους.  Η συνολική ποινή είναι αυτή που, κατά κύριο λόγο, ενδιαφέρει, τόσο τον καταδικασθέντα που θα την εκτίσει, όσο και την κοινωνία για σκοπούς παραδειγματισμού και γενικής αποτροπής.  Η νομολογία έχει καθορίσει τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά πόσο ποινές μπορούν να συντρέχουν ή ενδείκνυται να είναι διαδοχικές (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331, 333-4, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, 132-3, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, 446-8, Παπασυμεού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 523, 529-30 και  Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433, 439-40).  Όταν τα αδικήματα διαπράττονται στα πλαίσια μιας εγκληματικής ενέργειας και συνδέονται μεταξύ τους θεματικά και χρονικά, είναι ενδεδειγμένο να τιμωρούνται με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποιν. Εφ. Αρ.132/2007 και 136/2007, ημερ.26.6.2019 και Magna Ecole v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.108/2021, ημερ.15.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B62).  Από την άλλη, σε διακριτές εγκληματικές συμπεριφορές μπορούν να επιβληθούν διαδοχικές ποινές.  Στο τέλος όμως, είναι η αίσθηση του δικαίου από το Δικαστήριο που θα διαμορφώσει το ορθό αποτέλεσμα.  Διαφορετικά, διαδοχικές ποινές, ορθές ιδωμένες μεμονωμένα, μπορεί να οδηγήσουν σε αδικαιολόγητα μεγάλες ποινές, ενώ από την άλλη συντρέχουσες ποινές να δώσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι ένα πιο σοβαρό έγκλημα επικαλύπτει άλλα λιγότερο σοβαρά, κατά τρόπο που αυτά να παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητα και να μπορούν να διαπράττονται χωρίς κόστος.

 

    Το Κακουργιοδικείο ανάφερε ότι αν δεν είχε να εξετάσει θέμα επιβολής διαδοχικών ποινών, οι ποινές που θα επέβαλλε θα ήταν αυστηρότερες.  Αναφέρθηκε σε ποινές που επικυρώθηκαν ή επιβλήθηκαν σε διάφορες περιπτώσεις από το Εφετείο που επιβεβαίωναν του λόγου το αληθές (Αναστασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 492, Wasel ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 682, Γενικός Εισαγγελέας ν. Chrony (2006) 2 Α.Α.Δ. 117 και Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143)

 

    Συμφωνούμε με την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, σε σχέση με όλες τις ποινές που επέβαλε.  Αυτό οδηγεί στην απόρριψη του λόγου έφεσης 1.  Η ποινή φυλάκισης των 13 χρόνων που επιβλήθηκε στις κατηγορίες της απόπειρας φόνου κάθε άλλο παρά υπερβολική ήταν.  Το δε παράπονο του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, είναι δίκαιο να εξετάσουμε σε σχέση με τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε. 

 

Ο λόγος έφεσης 3 φαίνεται να εδράζεται στο απόσπασμα που ακολουθεί  από τη Δημητρίου (Μιχαήλ) ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21, 23, ότι:

 

«Όπως σημειώνεται και από τη θεωρία (Nigel Walker, Sentencing, Theory, Law and Practice, 1985, σελ. 136) ακόμα και όταν δεόντως επιβάλλονται διαδοχικές ποινές, η αρχή της συνολικότητας επιβάλλει όπως κανονικά το σύνολο των επιβληθεισών διαδοχικών ποινών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ανώτερο όριο του κανονικού φάσματος των ποινών που επιβάλλονται στην κατηγορία των αδικημάτων, στην οποία το πιο σοβαρό από τα αδικήματα ανήκει. Η ολική ποινή μπορεί να παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας, αν συνολικά είναι ουσιαστικά πιο πάνω από το κανονικό επίπεδο των ποινών που επιβάλλονται στο πιο σοβαρό αδίκημα ή αν στην ουσία επιβάλλεται στον αδικοπραγούντα μια συντριπτική ποινή».

 

 

    Κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Εφεσείοντα το Κακουργιοδικείο έδωσε μεγάλη βαρύτητα στις αποφάσεις «Ονουφρίου» και καθοδηγήθηκε λανθασμένα από την δεύτερη.  Επρόκειτο για την Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.208/2015, ημερ.12.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B229, όπου ο αποφυλακισθείς δράστης στην πρώτη υπόθεση, αποπειράθηκε σε δύο ξεχωριστά επεισόδια να φονεύσει δύο αστυνομικούς που τον καταδίωξαν για αδικήματα που διέπραξε.  Του επιβλήθηκαν, μετά από ακρόαση, διαδοχικές ποινές φυλάκισης 10 χρόνων για κάθε απόπειρα, στο σύνολο 20 χρόνια.  Είναι γεγονός ότι είχε πλέον βεβαρημένο ποινικό μητρώο, που περιλάμβανε την καταδίκη του στην πρώτη υπόθεση, ενώ στην προκειμένη περίπτωση ο Εφεσείων είχε μια προηγούμενη καταδίκη σε σχέση με ναρκωτικά όπου του είχε επιβληθεί φυλάκιση δύο μηνών, στην οποία το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να δώσει πολύ μικρή βαρύτητα.  Ωστόσο, όπως υπέδειξε και το Κακουργιοδικείο, στη περίπτωση που εξετάζεται υπήρξαν σοβαροί τραυματισμοί, παράμετρος που δεν μπορούσε να παραγνωριστεί, ενώ στη δεύτερη υπόθεση Ονουφρίου ουδείς είχε τραυματιστεί,.  Αναγνωρίζουμε ότι εάν τα κύρια αδικήματα ήταν τα μόνα που ο Εφεσείων  είχε διαπράξει η ποινή του, κατά πάσα πιθανότητα, θα ήταν μικρότερη των 20 χρόνων, χωρίς όμως η νομολογία να είναι απαγορευτική για την επιβολή τέτοιας ποινής λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης.  Η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών που την περιβάλλουν και δεν υπάρχουν άκαμπτοι κανόνες.  Όπως υποδεικνύεται στην Μιχαήλ (σελ.127) η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιβάλει συνεχόμενες ποινές μπορεί να ασκηθεί, «Έστω και αν το αποτέλεσμα είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται να επιβληθεί για οποιοδήποτε από τα αδικήματα», εφόσον κρίνεται αναγκαίο (Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποιν. Έφ. Αρ.132/2017, ημερ.26.6.2017).

 

Ό,τι λοιπόν θα πρέπει να εξεταστεί, στα πλαίσια του ουσιαστικότερου λόγου έφεσης 2, είναι κατά πόσο η συνολική ποινή των 20 χρόνων ήταν δυσανάλογη της εγκληματικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα.

 

Όπως περιγράφηκε, ο Εφεσείων, πέραν των κύριων αδικημάτων της απόπειρας φόνου, διέπραξε και άλλα αδικήματα, χρονικά διακριτά, που όσο και αν υπολείπονταν σε σοβαρότητα των κύριων αδικημάτων, ήταν πολύ σοβαρά για να επισκιαστούν από τα κύρια αδικήματα.  Έχρηζαν ξεχωριστών κυρώσεων.  Βρίσκουμε ότι ορθά επιβλήθηκαν σε αυτά ποινές και ορθά διατάχτηκε να εκτιθούν διαδοχικά, ώστε να επιτευχθεί η αρμόζουσα συνολική ποινή.  Η σοβαρότητα των εγκλημάτων που παραδέχτηκε ο Εφεσείοντας επέβαλλε την επιβολή τέτοιων ποινών που θα είχαν ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση της συνολικής περιόδου που ο Εφεσείων θα εκτίσει στη φυλακή.

 

    Στην προκειμένη περίπτωση, βρίσκουμε ότι η εμπειρία των Δικαστών του Κακουργιοδικείου είχε ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μια καλοζυγισμένη συνολική ποινή για τον Εφεσείοντα και τα εγκλήματα του.

 

    Η επιβληθείσα ποινή επιμαρτυρεί εμφατικά ότι λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Εφεσείοντα, αφού δεν υφίστατο άλλος ουσιαστικός μετριαστικός παράγοντας, πέραν από αυτές, για να αποκλίνει το Κακουργιοδικείο από του να επιβάλει τη δια βίου φυλάκιση, προοπτική που το απασχόλησε στη βάση των άκρως επιβαρυντικών γεγονότων της υπόθεσης που αναδείκνυαν πόσο επικίνδυνος ήταν ο Εφεσείων για το κοινωνικό σύνολο (Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 417, 431-3).  Αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο στα δύσκολα παιδικά χρόνια του Εφεσείοντα και στάθηκε στο γεγονός ότι είναι πατέρας δύο ανηλίκων παιδιών από τα οποία το ένα έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας.

 

    Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική.  Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).

 

Καταλήγουμε ότι η συνολική ποινή των 20 χρόνων που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα δεν ήταν εσφαλμένη ως ζήτημα αρχής, ούτε ήταν έκδηλα υπερβολική ώστε να παρέχεται περιθώριο επέμβασης από το Εφετείο.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο