ECLI:CY:AD:2022:B131
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 130/2021)
29 Μαρτίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
χχχ ΙΩΣΗΦ,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Η. Σατολιάς, για Κώστας Σατολιάς ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χ»Κύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε την κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Α, ήτοι κοκαΐνης, συνολικού βάρους 71.14 γρ. (2η κατηγορία), κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια (4η κατηγορία), κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Α, ήτοι μεθαμφεταμίνης, συνολικού βάρους 60.5 γρ. (5η κατηγορία), κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια (6η κατηγορία), κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, ήτοι κάνναβη, συνολικού βάρους 880.85 γρ. (8η κατηγορία) και κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια (9η κατηγορία). Περαιτέρω, κατηγορία κατοχής διαφόρων χρυσαφικών, για τα οποία υπήρχαν εύλογες υπόνοιες ότι ήταν κλοπιμαία (11η κατηγορία). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6½ ετών στην 4η, 6η και 9η κατηγορία, και τριών μηνών στην 11η κατηγορία.
Η ποινή που του επιβλήθηκε προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική, λόγω των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων, της ποσότητας των ναρκωτικών ουσιών, της άμεσης παραδοχής του αρχικά στην Αστυνομία και μετά στο Δικαστήριο, της συνεργασίας του με την Αστυνομία, στην οποία ανέφερε συγκεκριμένα στοιχεία και ονόματα ατόμων που εμπλέκονται στην εμπορία ναρκωτικών, το ρόλο του στη διάπραξη των αδικημάτων, ήτοι ότι ενεργούσε ως αποθηκάριος και των υπόλοιπων μετριαστικών παραγόντων.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τις πιο πάνω κατηγορίες συνοψίζονται ως ακολούθως:
Την 10.12.2020, κατόπιν πληροφορίας που δόθηκε στην ΥΚΑΝ Πάφου, ερευνήθηκαν η οικία, τα υποστατικά και τα οχήματα της πρώην κατηγορούμενης 2, πρώην συζύγου του εφεσείοντα, όπου ανευρέθηκαν τα πιο πάνω αναφερόμενα ναρκωτικά. Περαιτέρω, στο χρηματοκιβώτιο, που βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο της εν λόγω οικίας, ανευρέθηκαν διάφορα χρυσαφικά και χρηματικό ποσό €9.969, 50 ρούβλια, 640 Αγγλικές λίρες και 21 δολάρια Αμερικής. Το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στα σακούλια, πλαστικά δοχεία και παγωνιέρα, εντός των οποίων υπήρχαν οι πιο πάνω ναρκωτικές ουσίες, ταυτίστηκε από το Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων βαρύνεται με έξι προηγούμενες καταδίκες.
Σύμφωνα δε με την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, πρόκειται για άτομο 36 ετών, που προέρχεται από πολυμελή οικογένεια, χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, ο οποίος δεν μεγάλωσε με ιδανικές συνθήκες λόγω του προβλήματος αλκοολισμού του πατέρα του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φοιτήσει μέχρι την A’ τάξη Γυμνασίου. Υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά για περίπου έξι μήνες και, ακολούθως, πήρε αναστολή λόγω του ότι καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών για υπόθεση ληστείας. Για κάποιο διάστημα διατηρούσε πρακτορείο στοιχημάτων, του οποίου αναγκάστηκε να τερματίσει την λειτουργία του λόγω μειωμένου όγκου εργασιών. Στη συνέχεια εργάστηκε ως φρουρός ασφαλείας σε νυχτερινό κέντρο. Την περίοδο 2013 με 2014 βοηθείτο με κρατικό επίδομα και έκτοτε δεν έχει σταθερό εισόδημα, καταβάλλοντας προσπάθειες για να δημιουργήσει το δικό του μπαράκι. Αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας με υποθυρεοειδισμό, το οποίο αντιμετωπίζει με τη λήψη θυροξίνης. Είναι πατέρας τριών παιδιών, δύο από τα οποία είναι ανήλικα. Το πρώτο παιδί απέκτησε από γάμο που τέλεσε με την πρώην κατηγορούμενη 2, πριν την κατάταξή του στην Εθνική Φρουρά, από την οποία έλαβε διαζύγιο το 2013, ενώ τα δύο ανήλικα τα απέκτησε με γυναίκα που γνώρισε το 2014, από την οποία χώρισε το 2018. Από την ηλικία των 15 χρόνων ήταν χρήστης ναρκωτικών. Όπως δε αναφέρθηκε από το συνήγορό του, καταβάλλει προσπάθειες απεξάρτησης, έχοντας ενταχθεί στο πρόγραμμα «Δανάη» των Φυλακών.
Το Κακουργιοδικείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα των κατηγοριών, ειδικότερα αυτών που αφορούν την κατοχή με σκοπό την προμήθεια, όπου η ποινή που προβλέπεται είναι αυτή της δια βίου φυλάκισης, καθώς και «των ευρύτερων κοινωνικών και άλλων δυσμενών παρεπόμενων επιδράσεων που επιφέρουν στον κοινωνικό ιστό της κάθε τοπικής κοινωνίας». Αυτά, σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται σε αυτής της φύσης αδικήματα, τονίστηκε ότι καθιστούν επιβεβλημένη την επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Ως επιβαρυντικό για την υπόθεση θεώρησε την ποσότητα των ναρκωτικών και την ποικιλομορφία τους. Αποδέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν είχε λάβει αμοιβή, θεώρησε ωστόσο ότι «η συνδρομή του στη διακίνηση των ναρκωτικών προβάλλει σημαντική και καθοριστική, γεγονός εξίσου επιβαρυντικό, αφού σχετίζεται με τη διευκόλυνση των εμπόρων, είτε για σκοπούς διακίνησης είτε για σκοπούς προστασίας τους και αποφυγής εντοπισμού τους από ενδεχόμενες έρευνες της αστυνομίας.». Σημειώθηκε από το Κακουργιοδικείο η ύπαρξη των προηγουμένων καταδικών που δείχνει τη ροπή του στο έγκλημα και δεν του επιτρέπει να επιζητεί την επιείκεια του Δικαστηρίου.
Εξέτασε στη συνέχεια τους μετριαστικούς παράγοντες με πρώτον την παραδοχή του τόσο στην Αστυνομία, όσο και στο Δικαστήριο, προσδίδοντας παράλληλα ιδιαίτερη βαρύτητα στη συνεργασία του με την Αστυνομία, παρέχοντας «πληροφορίες και στοιχεία έστω και αν δεν οδήγησαν σε θετικά αποτελέσματα εντοπισμού κάποιου εμπόρου, κάτι για το οποίο δεν έχουμε πληροφόρηση».
Λήφθηκαν επίσης υπόψη, σύμφωνα με την απόφαση, οι προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες του εφεσείοντα, όπως προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και όσα αναφέρθηκαν από την συνήγορό του.
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν ποινές σε ίδια ή παρόμοια αδικήματα ως καθοδηγητικές για την επιβολή ποινής, τονίζοντας παράλληλα ότι δεν μπορούν να είναι δεσμευτικές, δεδομένων των ξεχωριστών περιστάσεων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση.
Εξετάσαμε τους λόγους που προβάλλονται από τον εφεσείοντα για μείωση της ποινής στη βάση των αρχών που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου, όπως καθορίστηκε από τη νομολογία. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Bora ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερομηνίας 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110 :
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 222/2014 ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779.»
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525)».
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε ορθά στη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων, καθώς και στην συχνότητα που αυτά διαπράττονται, με αποτέλεσμα η επιβολή αποτρεπτικής ποινής να είναι επιβεβλημένη.
Στην υπόθεση Bora, πιο πάνω, επαναλήφθηκαν οι αρχές που εφαρμόζονται κατά την επιβολή ποινής σε τέτοιου είδους υποθέσεις:
«Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016), ECLI:CY:AD:2016:B469.».
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν, δίδοντας βαρύτητα στην παραδοχή του εφεσείοντα, τόσο στην Αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μη σπαταλείται πολύτιμος χρόνος (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), καθώς και τη συνακόλουθη μεταμέλειά του. Ορθά, επίσης, έδωσε βαρύτητα στη συνεργασία του με την Αστυνομία, όπως υποδείχθηκε στις υποθέσεις Gani κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 243, Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 222/2014, ημερομηνίας 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779, και Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2016, ημερομηνίας 4.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B130, δεδομένων των κινδύνων που συνεπάγεται τέτοιου είδους συνεργασία, έστω και εάν δεν υπήρξαν θετικά αποτελέσματα εντοπισμού κάποιου εμπόρου.
Οι προσωπικές του περιστάσεις ορθά αναφέρθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι λαμβάνονται υπόψη σε κάποιο βαθμό, χωρίς όμως να εξουδετερώνουν την αποτελεσματικότητα της ποινής. O εφεσείων είναι χρήστης ναρκωτικών από 15 ετών και, όπως τόνισε ο συνήγορός του, δέχθηκε πιέσεις για τη διάπραξη των αδικημάτων, γεγονός που, κατά την εισήγησή του, δεν λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο.
Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε το εγειρόμενο ζήτημα στην ορθή του διάσταση. Σχετικά είναι και όσα διαχρονικά υποδεικνύει η νομολογία, τα οποία επαναλήφθηκαν στη Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 400 ότι «η πείρα καταδείχνει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για την μεταφορά των ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου.».
Το Κακουργιοδικείο, συναφώς, ανέφερε τα ακόλουθα, ορθά κατά την κρίση μας, σε σχέση με αυτόν τον παράγοντα:
«Επισημαίνουμε ότι τα ναρκωτικά, είτε προωθούνται με σκοπό το άμεσο χρηματικό κέρδος, είτε για οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο όφελος, η κατάληξη παραμένει πάντα η ίδια, που δεν είναι άλλη από τη διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα και τη διασπορά του θανάτου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος 1 διέπραξε τα αδικήματα με τη συνδρομή του στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών, δίδοντας ξεκάθαρα χέρι βοήθειας σε εμπόρους. Ό,τι οφείλουμε να επισημάνουμε είναι πως, ο μόνος δρόμος για όσους δέχονται πιέσεις ή πειρασμούς είναι, είτε η απόσταση είτε η συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους, κυρίως πριν την εμπλοκή τους στη διάπραξη αδικημάτων, παρ΄ ότι και η μετέπειτα συνεργασία είναι καλοδεχούμενη, προκειμένου να βοηθήσουν και τους ίδιους αλλά και την υπόλοιπη κοινωνία. Δικαιολογίες για αντίθετη συμπεριφορά δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα τυγχάνουν ιδιαίτερης βαρύτητας ως μετριαστικός παράγοντας.».
Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη προς όφελος του εφεσείοντα οι προσπάθειες που κάνει για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά.
Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες είναι καθοδηγητικές ως προς το ύψος της ποινής που επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς βέβαια να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, δεδομένων των ξεχωριστών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 1).
Όλα όσα τέθηκαν από τον εφεσείοντα λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο, το οποίο τα στάθμισε ορθά και εντός των πλαισίων της νομολογίας και αντικατοπτρίζονται στην επιβληθείσα ποινή η οποία κάθε άλλο παρά έκδηλα υπερβολική είναι. Συνακόλουθα, δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο