Α. Ν. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 147/2021, 16/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:B95

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 147/2021)

 

 

 16 Μαρτίου, 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

Α. Ν.,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Θ. Παπανικολάου, Αν. Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε μία κατηγορία που αφορούσε το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4, 5 και 6(3)(4)(α) του περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν. 91(Ι)/2014 (1η Κατηγορία) και μία κατηγορία που αφορούσε το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η Κατηγορία).

 

Προς απόδειξη των Κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία συνολικά 11 Μάρτυρες, ήτοι, τέσσερις Αστυνομικοί μάρτυρες, η Μ.Κ.1 η οποία ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, ο Μ.Κ.2 ο οποίος χειρίστηκε τη συσκευή οπτικογράφησης της κατάθεσης που έδωσε η Παραπονούμενη, η Μ.Κ.3 η οποία έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση της Παραπονούμενης, ο Μ.Κ.7 που έλαβε φωτογραφίες από το περιβόλι του Εφεσείοντα, ο πατέρας και η μητέρα της Παραπονούμενης (Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6), λειτουργός στο Γραφείο Ευημερίας για οικογενειακά θέματα στην xxx xxx (Μ.Κ.8), η Διευθύντρια του σχολείου όπου φοιτούσε η Παραπονούμενη (Μ.Κ.9), η δασκάλα της Παραπονούμενης (Μ.Κ.10) και ένας Παιδοψυχίατρος (Μ.Κ.11). Ο Εφεσείων όταν κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και κάλεσε την κόρη του ως μάρτυρα Υπεράσπισης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε από κάθε μάρτυρα, την αξιολόγησε και κατέληξε σε αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας, ενώ έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο απορρίπτοντας την εκδοχή του. Ειδικότερα, αναφορικά με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, αναφέρθηκε ότι αυτή έκανε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Όσον αφορά τη μαρτυρία της κόρης του, Μ.Υ.1, αν και το Δικαστήριο την αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, θεώρησε ότι το μόνο που προέκυπτε από αυτή ήταν απλώς ότι είχε δει τα παιδιά, δηλαδή την Παραπονούμενη και τον αδελφό της που επισκέπτονταν το χωράφι του πατέρα της, διαπιστώνοντας ότι αυτά είχαν οικειότητα με το χώρο.

 

Κατ’ ακολουθίαν της αξιολόγησης τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ανάλογα της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας. Αυτά μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

 

Κατά την περίοδο από 1/1/2014 μέχρι 30/11/2016 και ενώ η Παραπονούμενη ήταν ηλικίας 8 μέχρι 10 ετών, επισκεπτόταν μαζί με τον αδελφό της, ο οποίος ήταν μικρότερος της, το περιβόλι του Εφεσείοντα που βρισκόταν κοντά στο περιβόλι των γονιών της γιατί σε αυτό υπήρχαν ζώα και της άρεσε να πηγαίνει να τα βλέπει. Λόγω του ότι ο Εφεσείων ήταν φίλος του παππού της Παραπονούμενης και γνωστός στους γονείς της, οι τελευταίοι επέτρεπαν στην ίδια και στον αδελφό της να επισκέπτονται ασυνόδευτοι το περιβόλι του Εφεσείοντα. Στο πλαίσιο αυτών των επισκέψεων ο Εφεσείων προέβη στις πράξεις που του καταλογίζονται με βάση το κατηγορητήριο, ήτοι τη χάιδευε στο στήθος και στα γεννητικά όργανα και την φιλούσε στο στόμα.

 

Με 16 Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του.

 

Είναι σημαντικό εξαρχής να επισημάνουμε ότι, πέραν του ότι οι Λόγοι Έφεσης, όπως είναι διατυπωμένοι, δεν είναι ιδιαίτερα σαφείς και ευκρινείς, ούτε και στο Διάγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα καταγράφονται ευσύνοπτα οι σχετικές εισηγήσεις εφόσον στο μεγαλύτερο του μέρος παρατίθενται σε έκταση σκόρπια αποσπάσματα από τη μαρτυρία, χωρίς παράλληλα να εξειδικεύονται στο βαθμό που να καθιστά ευχερή την εξέταση των σημείων και ζητημάτων που η πλευρά του Εφεσείοντα ήθελε να αναδείξει.

 

Οι Λόγοι Έφεσης περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από την ισχυριζόμενη λανθασμένη αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας των μαρτύρων Κατηγορίας 1, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10 (Λόγοι Έφεσης 1, 2,                  3, 7, 8, 10, 11) συμπεριλαμβανομένης και της αξιολόγησης της Παραπονούμενης, Μ.Κ.4 (Λόγος Έφεσης 12) και του ειδικού Παιδοψυχίατρου, Μ.Κ.11 (Λόγος Έφεσης 13) καθώς και του Εφεσείοντα (Λόγος Έφεσης 15). Με το Λόγο Έφεσης 14 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι από μόνος του ο τρόπος που έγινε η αποκάλυψη από την Παραπονούμενη της κακοποίησης της έδειχνε το γνήσιο της καταγγελίας. Με το Λόγο Έφεσης 16 εγείρεται ότι ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Με το Λόγο Έφεσης 4 η πλευρά του Εφεσείοντα διατείνεται λανθασμένη αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με συγκεκριμένη θέση της Υπεράσπισης για το ζήτημα της ορατότητας στο περιβόλι του Εφεσείοντα. Με το Λόγο Έφεσης 5 προβάλλεται ότι ο Μ.Κ.3 ενήργησε λανθασμένα σε ό,τι αφορά τον τρόπο λήψης της κατάθεσης της Παραπονούμενης και ότι αυτό δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με το Λόγο Έφεσης 6 υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη η θέση της Υπεράσπισης σε ό,τι αφορά τα χρονικά διαστήματα που η συνάντηση του Εφεσείοντα με την Παραπονούμενη δεν ήταν εφικτή. Με το Λόγο Έφεσης 9 προβάλλεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.7 που αφορούσε στο ζήτημα της ορατότητας από το δρόμο στο χώρο πίσω από τα κλουβιά.

 

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό               εξαρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 2/2016, ημερ. 28/3/2018:

 

«Η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά. Η μαρτυρία κρίνεται από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου του, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του. Ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι το έργο της αξιολόγησης, κρινόμενο εξ αντικειμένου, κατέληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά

 

Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Αναφορικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει δε να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019).

 

Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε τα όσα η συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Λόγος Έφεσης 1

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 προβάλλεται γενικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τις μαρτυρίες των μαρτύρων Κατηγορίας, αλλά και των μαρτύρων Υπεράσπισης, χωρίς, ωστόσο, να εξειδικεύεται ο πιο πάνω ισχυρισμός εφόσον στην αιτιολογία που τον στηρίζει επαναλαμβάνεται, απλώς, η θέση περί λανθασμένης αξιολόγησης χωρίς οτιδήποτε άλλο, η οποία μάλιστα εκεί περιορίζεται στους μάρτυρες Κατηγορίας.

 

Ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται ως ανυπόστατος.

 

Λόγος Έφεσης 2

 

Μεταξύ άλλων στο Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε λανθασμένα ότι η Υπεράσπιση ανέφερε ότι δεν υπήρχε σπίτι στο χωράφι του Εφεσείοντα, ενώ η θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι υπήρχε αρχικά παράγκα και ακολούθως κτίστηκε ένα σπιτάκι εξοχικό.

 

Εξέταση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε αναδεικνύει ότι ενώ η Παραπονούμενη είχε στη διάρκεια της αντεξέτασης αναγνωρίσει σε φωτογραφίες που της υποδείχθηκαν (Τεκμήριο 13) το λυόμενο σπιτάκι που είχε ο Εφεσείων μέσα στο περιβόλι του, η Υπεράσπιση επέμενε ότι δεν υπήρχε καν το λυόμενο σπιτάκι το 2014 και ότι κτίστηκε μετά το 2015. Και τούτο παρά το γεγονός ότι, όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο ίδιος ο Εφεσείων ουδέποτε προέβαλε ότι «σπίτι δεν υπήρχε και ότι η παραπονούμενη φαντάστηκε ότι υπήρχε σπίτι το χρονικό διάστημα της καταγγελίας και ότι το σπίτι στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 13 είχε κτιστεί μεταγενέστερα».

 

Στη βάση των πιο πάνω όχι μόνο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτύπωσε τη θέση της Υπεράσπισης σχετικά με το πιο πάνω θέμα, αλλά και οι ίδιες οι υποβολές της Υπεράσπισης, με τις οποίες άφηνε να νοηθεί ότι στο επίδικο διάστημα που αφορούσε η καταγγελία δεν υπήρχε σπίτι στο περιβόλι, παρέμειναν μετέωρες, χωρίς οποιοδήποτε υπόβαθρο.

 

Όσον αφορά το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που είχε σχέση με τις «συγκεκριμένες ημερομηνίες όπου δεν θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να βρεθεί μόνος με την παραπονούμενη», αυτό εξετάζεται στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης 15 που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.

 

Ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 3

 

Μέσω του Τρίτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι αφενός αξιολογήθηκε λανθασμένα η μαρτυρία της Μ.Κ.1, ανακριτού της υπόθεσης, και αφετέρου ότι δεν έκανε καλά τη δουλειά της, αφήνοντας ένα βασικό και, όπως χαρακτηρίστηκε, τον «κυριότερο μάρτυρα κατηγορίας» έξω από το να ερωτηθεί τι ξέρει και να κρίνει κατά πόσο βοηθά ή όχι την όλη υπόθεση.

 

Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε που να επηρεάζει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία της Μ.Κ.1. Ούτε και μας υποδείχθηκε οτιδήποτε συγκεκριμένο από πλευράς του Εφεσείοντα που να προωθεί ή να υποστηρίζει τη θέση του περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας της εν λόγω μάρτυρος.

 

Όσον δε αφορά τα όσα φαίνεται να καταλογίζει στη Μ.Κ.1 ως στοιχείο που, όπως αντιλαμβανόμαστε, αφορά σε πλημμελή διερεύνηση της υπόθεσης στη βάση του ότι κακώς δεν λήφθηκε κατάθεση από τον τότε 6χρονο αδελφό της Παραπονούμενης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις εξηγήσεις της Μ.Κ.1. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η Μ.Κ.1 είχε αναφέρει ότι, με βάση τα λεχθέντα της Παραπονούμενης, όλα όσα γίνονταν μεταξύ της ιδίας και του Εφεσείοντα ο αδελφός της δεν τα έβλεπε, οπότε θεώρησε σωστό να μην υποβάλει τον ανήλικο σε αυτή τη διαδικασία. Τα ίδια είχε επίσης πληροφορηθεί, όπως κατέθεσε, και από τη Μ.Κ.8 η οποία της μετέφερε ότι είχε ήδη μιλήσει με τον αδελφό της Παραπονούμενης, ο οποίος είχε πει ότι δεν είχε αντιληφθεί οτιδήποτε από αυτά που καταλόγιζε η Παραπονούμενη σε βάρος του Εφεσείοντα.

 

Ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 4

 

Μέσω του πιο πάνω Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λαθεμένα ανέφερε ότι η Υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι το περιβόλι του είχε απεριόριστη θέα και δεν θα μπορούσε να κάνει αυτά που του καταλογίζονταν γιατί θα το έβλεπαν, ενώ το ζήτημα που είχε τεθεί ήταν σε σχέση με τα δέντρα και ότι αυτά είχαν ψηλή φυλλωσιά.

 

Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία που προσφέρθηκε δεν διαπιστώνεται να υπήρξε από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε λανθασμένη αντίληψη και καταγραφή των θέσεων της Υπεράσπισης σε σχέση με το πιο πάνω θέμα. Αντίθετα ήταν σαφές μέσω των σχετικών υποβολών της Υπεράσπισης ότι εκείνο που προβάλλετο με διάφορους τρόπους, τόσο προς την εξεταστή της υπόθεσης, Μ.Κ.1, όσο και προς την Παραπονούμενη, ήταν ότι υπήρχε η δυνατότητα κάποιος που βρισκόταν στο χωράφι των γονιών της Παραπονούμενης να βλέπει ό,τι συνέβαινε εντός του περιβολιού του Εφεσείοντα.

 

Ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 5

 

Μέσω του Πέμπτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η Μ.Κ.3 προέβη σε πληθώρα καθοδηγητικών ερωτήσεων στην Παραπονούμενη και ότι δεν άφησε την Παραπονούμενη να δώσει τις απαντήσεις.

 

Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, απορρίπτοντας τη θέση της Υπεράσπισης ότι η Μ.Κ.3 καθοδήγησε την ανήλικη τι να απαντήσει, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Σε σχέση με τη μεθοδολογία που ακολούθησε κατά τη συνέντευξη της ανήλικης και τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης ότι καθοδήγησε την ανήλικη τι να απαντήσει, επισημαίνω τα ακόλουθα. Πρώτον ότι αυτή η θέση είναι άνευ υποβάθρου και δεύτερο αναφέρω το αυτονόητο ότι η συνέντευξη λήφθηκε γιατί είχε προηγηθεί συγκεκριμένη καταγγελία από την ανήλικη για σεξουαλική κακοποίηση της. Είναι σε σχέση με αυτή την καταγγελία που έγινε η συνέντευξη και σε συσχετισμό με αυτή (εννοείται την καταγγελία) που η μάρτυρας αυτή έκανε τις ερωτήσεις, οι οποίες ερωτήσεις είτε από ανάγνωση του τεκμηρίου 9 είτε βλέποντας το τεκμήριο 1, μάλλον διευκρινιστικές παρά καθοδηγητικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.»

 

 

Είναι φανερό τόσο από τα όσα επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και από το ίδιο το κείμενο της απομαγνητοφωνημένης κατάθεσης που λήφθηκε από την Παραπονούμενη, Τεκμήριο 9, όπου φαίνονται οι ερωτήσεις που η Μ.Κ.1 είχε υποβάλει στην Παραπονούμενη, ότι η θέση της Υπεράσπισης για υποβολή καθοδηγητικών ερωτήσεων στην Παραπονούμενη στερείται οποιουδήποτε πραγματικού ερείσματος.

 

Ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 7

 

Με τον 7ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο πίστεψε τον πατέρα της Παραπονούμενης, Μ.Κ.5.

 

Ούτε εδώ διαπιστώσαμε η πλευρά του Εφεσείοντα να εξειδικεύει στο βαθμό που χρειάζεται τα ζητήματα για τα οποία θεωρεί ότι τα ευρήματα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία του Μ.Κ.5 δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά, έτσι ώστε να προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του από το Δικαστήριο. Μέσω της αιτιολογίας που στηρίζει τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης, μάλλον σύνοψη της μαρτυρίας του Μ.Κ.5 γίνεται χωρίς οτιδήποτε άλλο.

 

Αντίθετα, εξετάζοντας τους λόγους που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στο πλαίσιο της κατάληξης του σε εύρημα αξιοπιστίας σε σχέση με το Μ.Κ.5 σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που αυτός έδωσε, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, κρίνουμε ότι οι εν λόγω λόγοι ήταν απόλυτα πειστικοί.

 

Το ότι ο Μ.Κ.5 ανέφερε στη μαρτυρία του ότι αυτά που του είχε πει η κόρη του σε σχέση με τα επίδικα περιστατικά αποτελούν γεγονότα, δεν συνιστά, σε καμία περίπτωση, ζήτημα που θα μπορούσε να επηρεάσει την αξιοπιστία του. Το ότι, δηλαδή, ο Μ.Κ.5 πίστεψε την κόρη του και την εκδοχή που του μετέφερε, ασφαλώς και δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην εικόνα του ως μάρτυς της αλήθειας και ούτε, βεβαίως, η άποψη του για το αν έλαβαν χώρα ή όχι τα επίδικα περιστατικά ήταν το ζητούμενο για το πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον ο ίδιος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει.

 

Ο Λόγος Έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 8

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 8 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη την αναφορά της μητέρας της Παραπονούμενης Μ.Κ.6, ότι αν ο γιος της έβλεπε κάτι κακό θα το αντιλαμβανόταν και θα της το έλεγε.

 

Και στην περίπτωση αυτή, αυτό το μέρος από τη μαρτυρία της Μ.Κ.6 δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία διατύπωση άποψης εκ μέρους της αναφορικά με το κατά πόσο ο γιος της θα της μιλούσε αν έβλεπε κάτι κακό ή ύποπτο να συμβαίνει στην αδελφή του που αφορούσε σε σεξουαλική κακοποίηση. Είναι φανερό ότι η πιο πάνω αναφορά δεν αποτελούσε πραγματικό γεγονός αλλά έκφραση γνώμης.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό η προσπάθεια του Εφεσείοντα ήταν να καταδείξει ότι λαμβάνοντας ως δεδομένη την πιο πάνω θέση από τη Μ.Κ.6, το γεγονός ότι ο γιος της δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με τη σεξουαλική κακοποίηση που η Παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι υπέστη από τον Εφεσείοντα στο περιβόλι του, αυτό οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα τα ισχυριζόμενα περιστατικά τέτοιας κακοποίησης.

 

Η πιο πάνω θέση παραγνωρίζει βεβαίως το γεγονός ότι στη μαρτυρία της η Μ.Κ.6 διευκρίνισε ότι ο γιος της θα της μιλούσε, νοουμένου ότι αυτός αντιλαμβανόταν τέτοιο συμβάν να λαμβάνει χώρα. Δεν έχουμε διαπιστώσει να υπήρξε οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο είτε ότι οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις που ισχυρίστηκε η Παραπονούμενη ότι είχαν συμβεί είχαν σε όλες τις περιπτώσεις γίνει στην παρουσία του ανήλικου αδελφού της, είτε ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτός ήταν παρών, το πώς ο ίδιος αντιλαμβανόταν και αξιολογούσε ό,τι γινόταν ως κάτι κακό.

 

Ο Λόγος Έφεσης 8 απορρίπτεται.

 

 

 

 

Λόγος Έφεσης 9

 

Με τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα όσα ο αστυνομικός φωτογράφος Μ.Κ.7 είπε και τα οποία, όπως αναφέρεται, «συνηγορούν με τη θέση της υπεράσπισης σε σχέση με τα δέντρα, τη φυλλωσιά και αν κάποιος μπορούσε να δει απ’ έξω τι γινόταν πίσω από τα κλουβιά».

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η μαρτυρία του Μ.Κ.7 συνίστατο στην κατάθεση αριθμού φωτογραφιών, τις οποίες ο ίδιος είχε βγάλει καθ’ υπόδειξη της ανακριτού της υπόθεσης και η οποία μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Στο πλαίσιο της αντεξέτασής του ο Μ.Κ.7 υπέδειξε στη φωτογραφία 18 κάποια δέντρα τα οποία, όπως ανέφερε, δεν ήταν πελώρια ή πάρα πολύ ψηλά και τα οποία χώριζαν τα δύο χωράφια, το ένα εκ των οποίων ήταν εκείνο του Εφεσείοντα. Απ’ εκεί και πέρα δεν είναι αντιληπτή η θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αυτά που κατέθεσε ο Μ.Κ.7, ο οποίος ουδέποτε ρωτήθηκε σε σχέση με την ορατότητα ή τη δυνατότητα κάποιος από το δρόμο να δει τι γινόταν πίσω από τα κλουβιά, όπως προβάλλεται στον πιο πάνω Λόγο Έφεσης.

 

Έπεται ότι ο Λόγος Έφεσης 9 είναι άνευ οποιουδήποτε ερείσματος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

 

 

 

Λόγος Έφεσης 10

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 10 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα όσα η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, Μ.Κ.8, ανέφερε σε σχέση με τον ανήλικο αδελφό της Παραπονούμενης και τη συνέντευξη που είχε μαζί του. Μάλιστα η πλευρά του Εφεσείοντα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποτύπωσε τη θέση της Μ.Κ.8 σχετικά με τα όσα το παιδί είχε αναφέρει στη Μ.Κ.8.

 

Για το ζήτημα αυτό στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταγράφονται τα εξής:

 

«Η μάρτυρας επισκέφτηκε το σπίτι της οικογένειας και πήρε συνέντευξη από τον αδερφό της παραπονούμενης μια και η ανήλικη της είπε ότι κάποιες φορές ήταν παρών ο αδερφός της. Μίλησε μαζί του και ο ίδιος δεν είδε τίποτε. Όταν ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη ήταν μέσα στο σπίτι αυτός έφευγε να δει τα ζώα. Δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τον κατηγορούμενο γιατί αυτός έδινε σημασία μόνο στην αδερφή του.»

 

 

Έχοντας υπόψη τα πρακτικά δεν έχουμε διαπιστώσει να υπήρξε από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε λανθασμένη αποτύπωση των λεχθέντων της Μ.Κ.8 σε σχέση με το πιο πάνω θέμα. Συγκεκριμένα, η Μ.Κ.8 είχε καταθέσει ότι ο ανήλικος της είχε αναφέρει ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν μάρτυρας της παρενόχλησης που δέχθηκε η αδελφή του και ότι όταν η αδελφή του μαζί με τον Εφεσείοντα βρίσκονταν στο υποστατικό που υπήρχε στο χωράφι, ο ίδιος έφευγε.

 

Ο Λόγος Έφεσης 10 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 11

Μέσω του πιο πάνω Λόγου Έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι ενώ τα όσα η Παραπονούμενη ανέφερε στη δασκάλα της, Μ.Κ.10, ήταν «μυθεύματα», η Μ.Κ.10 την πίστεψε.

 

Δεν έχουμε αντιληφθεί τη βάση του πιο πάνω ισχυρισμού. Το αν η Μ.Κ.10 πίστεψε ή όχι τα όσα της ανέφερε η Παραπονούμενη σε σχέση με τον Εφεσείοντα και το τι αυτός της έκαμνε, ουδεμία σημασία είχε για την υπόθεση. Ό,τι είχε σημασία και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη, ήταν την εκδοχή της Μ.Κ.10 σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η Παραπονούμενη της εκμυστηρεύτηκε αυτό που, με βάση τα λεγόμενα της, είχε συμβεί με τον Εφεσείοντα.

 

Ο Λόγος Έφεσης 11 απορρίπτεται.

 

 

Λόγος Έφεσης 12

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 12 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία της Παραπονούμενης η οποία, όπως αναφέρεται, χαρακτηριζόταν από μία συνεχή εναλλαγή των θέσεων της. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του πιο πάνω Λόγου Έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντα προβάλλει σειρά σημείων που θεωρεί ως σοβαρές αντιφάσεις τόσο στην ίδια τη μαρτυρία της, όσο και σε σχέση με εκείνη που προσέφεραν άλλοι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Πέραν των όσων καταγράφονται στην αιτιολογία του πιο πάνω Λόγου Έφεσης, τα οποία σε αρκετά σημεία είναι ασαφή και νεφελώδη, στο Διάγραμμα Αγόρευσης απλώς καταγράφονται σε έκταση σκόρπια αποσπάσματα από τη μαρτυρία χωρίς να προβάλλονται συγκεκριμένες θέσεις οι οποίες να συσχετίζονται με αυτά τα αποσπάσματα, με αποτέλεσμα η εξέταση των σημείων που η πλευρά του Εφεσείοντα ήθελε να αναδείξει ως αντιφάσεις και αδυναμίες στη μαρτυρία της Παραπονούμενης να μην είναι ιδιαίτερα ευχερής.

 

Μεταξύ άλλων η πλευρά του Εφεσείοντα ισχυρίστηκε αντιφάσεις σε σχέση με τον τρόπο περιγραφής του αγγίγματος από τον Εφεσείοντα των γεννητικών της οργάνων και ότι ο ισχυρισμός της ότι ο Εφεσείων την φίλησε στο στόμα δεν είχε αναφερθεί καθόλου στην κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία.

 

Σε ό,τι αφορά το πρώτο δεν έχουμε διαπιστώσει να υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική διαφοροποίηση στον τρόπο περιγραφής των αγγιγμάτων του Εφεσείοντα στα γεννητικά της όργανα όσες φορές αυτή ρωτήθηκε. Ούτε και το γεγονός ότι δεν είχε αναφερθεί στην κατάθεση της ότι, πέραν των άλλων σεξουαλικών παρενοχλήσεων, ο Εφεσείων την είχε φιλήσει στο στόμα, είναι στοιχείο που θα μπορούσε να πλήξει το εύρημα αξιοπιστίας της μαρτυρίας της. Η θέση της κατά την αντεξέταση ότι πιθανόν να μην ρωτήθηκε σχετικά με αυτό το θέμα επιβεβαιώνεται από την ίδια την κατάθεση της, Τεκμήριο 9, αλλά και από τη μαρτυρία της Μ.Κ.8. Η εν λόγω μάρτυρας, η οποία ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια της λήψης της κατάθεσης της Παραπονούμενης, ανέφερε ότι ρώτησε την Παραπονούμενη μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αν τα είπε όλα και εκείνη της απάντησε ότι είχε ξεχάσει να πει ότι ο Εφεσείων την φιλούσε στο στόμα. Ούτε ακόμη και ο ισχυρισμός της Παραπονούμενης ότι δεν είχε αποκαλύψει αυτά που της έκανε ο Εφεσείων επειδή φοβόταν μήπως της κάνει κακό, έστω και αν αυτός δεν την απείλησε για κάτι τέτοιο, αποτελεί ζήτημα που, όπως η πλευρά του Εφεσείοντα φαίνεται να προβάλλει, θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει το εύρημα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Έχουμε εξετάσει όλα τα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε η δικηγόρος του Εφεσείοντα και που χαρακτήρισε ως αντιφάσεις και αντιθέσεις σε ουσιαστικά σημεία τόσο στη μαρτυρία της Παραπονούμενης, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της και των άλλων μαρτύρων Κατηγορίας. Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τα όσα σχετικά με το κάθε επιμέρους ζήτημα ανέφερε η Παραπονούμενη στο πλαίσιο του συνόλου της προσφερθείσας μαρτυρίας και του τρόπου που σε κάθε περίπτωση εκφράστηκε. Δεν έχουμε διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε επιμέρους ζήτημα, ή και όλα μαζί, ήταν τέτοιας σημασίας για την υπόθεση ώστε να έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία της. Αντίθετα, καταλήγουμε ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης ήταν τέτοια που επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την, να κρίνει ότι οι όποιες διαφορές και ασυμφωνίες της μαρτυρίας της με άλλη μαρτυρία ή με προγενέστερες δικές της αναφορές, δεν άπτοντο ζητημάτων ουσίας και δεν επηρέαζαν αρνητικά την αξιοπιστία της. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Οι οποιεσδήποτε αντιφάσεις μπορεί να υπήρξαν στη μαρτυρία της ήταν ελάχιστες και κρίνονται ως επουσιώδεις και δικαιολογούνται τόσο από το χρόνο που έχει παρέλθει αλλά από το γεγονός ότι ως η ίδια έχει δηλώσει προσπαθεί να ξεχάσει για να ηρεμήσει. Περαιτέρω τα όσα ανάφερε παρουσιάζουν λογική συνέχεια, δεν είναι ασυνάρτητα και παρά την αντεξέταση που δέχτηκε δεν έχει αποστεί από τον πυρήνα των όσων είπε ούτε κατ' ελάχιστο. Η εκδοχή της καθόλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ήταν μία και σε πλήρη ταύτιση με τα όσα είπε κατά την οπτικογραφημένη της κατάθεση». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αρκέστηκε μόνο στην εντύπωση που του προκάλεσε η Παραπονούμενη κατά τη μαρτυρία της την οποία και χαρακτήρισε ως εξαιρετική. Όπως προκύπτει από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονουμένης έγινε σύμφωνα με ό,τι επιτάσσει η νομολογία, ήτοι αξιολογήθηκε σφαιρικά, όχι μόνο με βάση το περιεχόμενο της και την ποιότητα της μαρτυρίας, αλλά σε συνάρτηση και σύγκριση και με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Εν ολίγοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια                  και, έχοντας έναντι μας το πλεονέκτημα να παρακολουθήσει την Παραπονούμενη στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτό εύρημα ως προς την αξιοπιστία της.

Ο Λόγος Έφεσης 12 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 13

 

Μέσω του πιο πάνω Λόγου Έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντα φαίνεται να προβάλλει ότι, παρά το ότι ο Παιδοψυχίατρος, Μ.Κ.11, δεν ακολούθησε την ενδεδειγμένη διαδικασία και μεθοδολογία κατά την εξέταση της Παραπονούμενης, το πρωτόδικο Δικαστήριο τον πίστεψε θεωρώντας ότι, όπως στο σχετικό λόγο Έφεσης καταγράφεται, «έκανε καλά τη δουλειά του».

 

Επισημαίνουμε ότι η μαρτυρία η οποία προέρχεται από ειδήμονα ψυχίατρο ή ψυχολόγο εξετάζεται και η αποδοχή ή απόρριψη της μαρτυρίας του αποφασίζεται από το Δικαστήριο ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. Ειδικότερα ερευνάται ο στόχος τέτοιας μαρτυρίας. Απαραβίαστη είναι η αρχή πως η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία περί ενοχής ή μη του κατηγορούμενου σε ποινική υπόθεση, ανήκει στο Δικαστήριο και καμία εξωγενής επέμβαση δεν γίνεται σε αυτό το έργο (xxx xxx Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390).

 

Στο πλαίσιο προώθησης του πιο πάνω λόγου, η πλευρά του Εφεσείοντα διατείνεται ότι η δουλειά του Μ.Κ.11 ως Παιδοψυχίατρος ήταν να εξακριβώσει το αληθές ή όχι των καταγγελιών.

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικείμενο της εξέτασης που ο Μ.Κ.11 διενήργησε μέσω των συναντήσεων που είχε με την Παραπονούμενη ήταν η αξιολόγηση της ψυχικής της κατάστασης στη δεδομένη φάση και όχι, ασφαλώς, η αναζήτηση της αλήθειας και του κατά πόσο η καταγγελία της ήταν βάσιμη.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση xxx Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 91/2017, ημερ. 2/5/2018, «δεν είναι ο ρόλος του πραγματογνώμονα να καταθέτει ή να σχολιάζει επί της αξιοπιστίας ενός συγκεκριμένου μάρτυρα. Το βαρύ και δύσκολο καθήκον της κρίσης της αξιοπιστίας και της τελικής ετυμηγορίας, περιλαμβανομένης της διατύπωσης ευρημάτων, βαραίνει τους Δικαστές και όχι οποιοδήποτε άλλο».

 

Καθόσον αφορά τη μεθοδολογία, υποστηρίχτηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα ότι ο Μ.Κ.11 θα έπρεπε να είχε και συναντήσεις με το οικογενειακό περιβάλλον της Παραπονούμενης για να μπορέσει να πάρει το ιστορικό και, επίσης, να διερευνήσει τις σχετικές καταγγελίες.

 

Όπως διαπιστώνεται και όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, η πλευρά του Εφεσείοντα, παρά τις διάφορες υποβολές που έγιναν αναφορικά με τον τρόπο που θα έπρεπε ο πιο πάνω μάρτυς να διενεργήσει την εξέταση και τις οποίες ο ίδιος απέρριψε, ουδεμία μαρτυρία από ειδικό προσφέρθηκε αναφορικά με την ενδεδειγμένη, με βάση τα λεγόμενα της Υπεράσπισης, στην περίπτωση αυτή μεθοδολογία, με αποτέλεσμα οι σχετικές υποβολές να παραμείνουν αίολες και μετέωρες και, συνεπακόλουθα, χωρίς οποιαδήποτε αποδειχτική αξία.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση xxx Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640, μια υποβολή συνηγόρου από μόνη της δεν έχει καμία αποδειχτική αξία, αφού δεν συνιστά μαρτυρία. Επισημάνθηκε περαιτέρω ότι:

 

«Μέσω μιας υποβολής προς ένα μάρτυρα, τίθεται απλά μια θέση ή ένας ισχυρισμός προς αυτόν, τον οποίο ο μάρτυρας μπορεί είτε να τον αποδεχτεί, οπότε τότε καθίσταται μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο το μάρτυρα, είτε να τον απορρίψει, οπότε αυτός παραμένει ένας απλός ισχυρισμός, ο οποίος αν δεν εμπεδωθεί αργότερα με άλλη μαρτυρία, ασφαλώς και θα παραμείνει μετέωρος. Στην προκείμενη περίπτωση, η υποβολή εκείνη απορρίφθηκε εμφαντικά από τον παραπονούμενο και αργότερα δεν προσήχθη μαρτυρία από το πρόσωπο που θα μπορούσε να δώσει τη σχετική με το θέμα μαρτυρία, οπότε πολύ ορθά σχολίασε το Δικαστήριο ότι παρέμεινε απλά μια μετέωρη υποβολή.»

 

Ο Λόγος Έφεσης 13 απορρίπτεται.

Λόγος Έφεσης 14

Μέσω του Λόγου Έφεσης 14 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι από μόνος του ο τρόπος που έγινε η αποκάλυψη δείχνει το γνήσιο της καταγγελίας.

Ο πιο πάνω ισχυρισμός αφορά το ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Η παραπονούμενη μέχρι και τη μέρα που τους μίλησαν στο σχολείο για τα δικαιώματα του παιδιού δεν είπε τίποτα γιατί φοβότανε. Όταν όμως τους μίλησε η δασκάλα για τα δικαιώματα του παιδιού και το ότι κανείς δεν μπορεί να ακουμπά τα ιδιωτικά μέρη των παιδιών, η παραπονούμενη αντιλήφθηκε ότι αυτό το οποίο βίωνε και δεν της άρεσε και για το οποίο φοβόταν να μιλήσει δεν ήταν ορθό να συμβαίνει. Κατάλαβε ότι είχε δίκαιο που δεν της άρεσε και κατάλαβε ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου ήταν η λανθασμένη και πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να την ακουμπά. Τότε ήταν που τελικά μίλησε. Μίλησε εξ' αφορμής του μαθήματος και στη δασκάλα της, την ώρα που γινόταν μια απόλυτα σχετική συζήτηση με αυτό που της συνέβαινε. Το πιο πάνω το αναφέρω για να αναδείξω ότι ακόμα και η στιγμή που επέλεξε να μιλήσει ως η ίδια λέει και ως η μαρτυρία της δασκάλας της, xxx xxx ΜΚ10, επιβεβαιώνει, ήταν όταν γινόταν μάθημα για τα δικαιώματα του παιδιού. Τότε η μικρή xxx κατάλαβε ότι ο κατηγορούμενος δεν θα έπρεπε να την ακουμπά, το είπε στη δασκάλα της και ξέσπασε συναισθηματικά (πέρασε το υπόλοιπο μάθημα κλαίγοντας). Από μόνος του ο τρόπος που έγινε η αποκάλυψη, δείχνουν το γνήσιο της καταγγελίας, εφόσον η παραπονούμενη μίλησε για την παρενόχληση που υφίστατο στο πλαίσιο σχετικού μαθήματος για τα δικαιώματά της. Συσχετισμένη η καταγγελία και η στιγμή της καταγγελίας. Η παραπονούμενη αποκάλυψε την κακοποίηση που της συνέβαινε και τον άνθρωπο που την κακοποιούσε. Το θεωρώ εξαιρετικά απομακρυσμένο, πρώτη φορά και αυθόρμητα κατά τη διάρκεια του μαθήματός της να σκεφτεί να πει ψέματα ότι της συμβαίνει κάτι τέτοιο και σε αυτό το ψέμα της να επιλέξει χωρίς λόγο να εμπλέξει τον κατηγορούμενο. Πόσο μάλλον όταν η δασκάλα της είπε ότι πρόκειται για ήσυχο κορίτσι, μαρτυρία που συγκλίνει με αυτή της ΜΚ9 (κοινωνική λειτουργός), των γονιών της αλλά και την εντύπωση που αποκόμισα και εγώ κατά την μαρτυρία της. Περαιτέρω δεν προωθήθηκε θέση από την υπεράσπιση ότι η παραπονούμενη είναι μυθομανής ή ότι είχε οποιοδήποτε λόγο να κατηγορήσει ψευδώς συγκεκριμένα τον κατηγορούμενο. Ο δε ΜΚ10 ο παιδοψυχίατρος που την παρακολούθησε, έχει προβεί σε διαπιστώσεις ότι, η παραπονούμενη ήταν σταθερή και χωρίς σύγχυση στις περιγραφές της, νοιώθει ντροπή και θυμό και παρουσιάζει συμπτώματα μετατραυματικού στρες.»

 

 

Δεν έχουμε διαπιστώσει να υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στο τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, αντιμετώπισε τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή απεκάλυψε όλα όσα αφορούσαν στην κακοποίηση της από τον Εφεσείοντα. Αντίθετα, το ξέσπασμα της Παραπονούμενης και η αποκάλυψη αυτών που της συνέβαιναν εξ’ αφορμής σχετικού μαθήματος όπου η δασκάλα μίλησε για τα δικαιώματα των παιδιών και ότι κανείς δεν μπορεί να τα ακουμπά στα ιδιωτικά τους μέρη, σε συνάρτηση με τα όσα μαρτυρήθηκαν για την ίδια από τη δασκάλα της, την κοινωνική λειτουργό αλλά και τον παιδοψυχίατρο, ο οποίος αναφέρθηκε σε συμπτώματα μετατραυματικού στρες, εύλογα συνηγορούσαν στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καταγγελία της Παραπονούμενης ήταν γνήσια.

 

Ο Λόγος Έφεσης 14 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 15

Μέσω του Λόγου Έφεσης 15 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν πίστεψε τον Κατηγορούμενο αναφέροντας ότι αυτός έδωσε αντικρουόμενες και συγκεχυμένες εκδοχές. 

Το έργο κρίσης της αξιοπιστίας του καταγράφεται σε έκταση στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως διαπιστώνεται, με περισσή λεπτομέρεια ανέλυσε την εκδοχή του επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, την «υπερπροσπάθεια του», όπως την χαρακτήρισε, από τη μια να καταδείξει ότι κατά την περίοδο που καταγράφεται στο Κατηγορητήριο, στη διάρκεια της οποίας του καταλογίζετο σεξουαλική κακοποίηση της Παραπονούμενης, δεν υπήρχε αντικειμενικά χρόνος και ευκαιρίες να έχει επαφή ή οποιαδήποτε σχέση με την Παραπονούμενη και τον αδελφό της, και τούτο για να αποκλείσει τον οποιοδήποτε συσχετισμό του με την Παραπονούμενη καθώς και την παρουσία της στο περιβόλι του, ενώ από την άλλη υποστήριζε ότι υπήρχε οικειότητα και επαφή με την Παραπονούμενη και τον αδελφό της τους οποίους, σύμφωνα με την εκδοχή του, έβλεπε σαν δικά του εγγόνια. Όπως δε εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, «εάν η σχέση του με τα παιδιά ήταν αθώα και φιλική δεν υπήρχε λόγος με υπερβολές να προσπαθήσει αναληθώς και αντιφατικά να αποκλείσει την παρουσία τους από το χωράφι του».

Επιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άφησε ασχολίαστη και την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι ο αδελφός της Παραπονούμενης ήταν πάντοτε παρών και μπορούσε, αν καλείτο ως μάρτυρας, να επιβεβαιώσει ότι ουδέποτε συνέβησαν τα όσα ισχυρίζεται η Παραπονούμενη, επισημαίνοντας, εν πρώτοις, ότι αυτή η τοποθέτηση του αναπόφευκτα συνεπάγετο ότι ο ίδιος ήταν μόνος του στο χωράφι με τα παιδιά καθ’ ην δε στιγμή η Υπεράσπιση είχε προωθήσει έντονα τη θέση ότι σχεδόν πάντα ήταν μαζί του στο περιβόλι η γυναίκα του, την οποία, ωστόσο, δεν κάλεσε να δώσει μαρτυρία.

Όπως δε ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ίδια η θέση του Εφεσείοντα ότι στερήθηκε ένα σημαντικό μάρτυρα, τον αδελφό της Παραπονούμενης ο οποίος ήταν πάντα παρών όταν ήταν στο χωράφι του η Παραπονούμενη, πέραν του ότι έρχετο σε αντίθεση με άλλους ισχυρισμούς του ότι δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με την Παραπονούμενη και τον αδελφό της κατά τη χρονική περίοδο που καταγράφεται στο Κατηγορητήριο, καταδεικνύει ότι ο Εφεσείων ευρισκόταν στο χωράφι μόνος του με τα παιδιά.

 

Η μαρτυρία Εφεσείοντα εξετάστηκε με σχολαστικότητα, όπως έπρεπε και όλες οι ουσιώδεις πτυχές της απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Τα ευρήματα και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογες και δικαιολογημένες.

 

Ο Λόγος Έφεσης 15 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 6

 

Τα όσα προβάλλονται μέσω του Λόγου Έφεσης 6 αναφορικά με το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη θέση της Υπεράσπισης ότι δεν υπήρχε αντικειμενικά χρόνος και ευκαιρίες να έχει ο Εφεσείων επαφή ή οποιαδήποτε σχέση με την Παραπονούμενη και τον αδελφό της, έχουν ήδη καλυφθεί με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω.

 

Ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 16

Μέσω του Λόγου Έφεσης 16 προβάλλεται ότι ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης στη βάση του ότι κανένας εμπλεκόμενος δεν σκέφτηκε να ερωτήσει ή να μιλήσει με τον αδελφό της Παραπονούμενης και να εξετάσουν αν όντως αυτό το αγοράκι είδε, άκουσε ή γνώριζε οτιδήποτε σχετικό με τα όσα είχε ισχυριστεί εναντίον του Εφεσείοντα η Παραπονούμενη.

Όπως διαπιστώνεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, το ζήτημα αυτό εξετάστηκε και κρίθηκε ότι δεν ενδεικνυόταν το ανήλικο αγοράκι να υποβληθεί στη διαδικασία να καταθέσει ως μάρτυρας. Ειδικότερα η Μ.Κ.1, εξεταστής της υπόθεσης, αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι, με δεδομένο ότι η Παραπονούμενη ανέφερε ότι όλα όσα γίνονταν μεταξύ της ιδίας και του Εφεσείοντα ήταν όταν ο αδελφός της δεν έβλεπε, δεν υπήρχε λόγος να υποβάλει το παιδί στη διαδικασία να μαρτυρήσει.

Περαιτέρω η Μ.Κ.8, λειτουργός στο Γραφείο Ευημερίας, κατέθεσε ότι σε συνέντευξη που είχε με το ανήλικο παιδί στο πλαίσιο προσπάθειας για να διαφανεί κατά πόσο αυτό γνώριζε κάτι συγκεκριμένο με τα όσα ανέφερε η αδελφή του, προέκυψε ότι δεν ήταν μάρτυρας της παρενόχλησης που η αδελφή του είχε δεχτεί.

Εν πάση περιπτώσει, αν η Υπεράσπιση του Εφεσείοντα θεωρούσε ότι το παιδί θα μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία ευνοϊκή για αυτόν θα μπορούσε κάλλιστα να τον καλέσει η ίδια.

Των πιο πάνω λεχθέντων, η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης είναι άνευ ερείσματος.

Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 16 απορρίπτεται.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο