ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. Σ. Σ., Ποινική Έφεση Αρ. 202/2021, 17/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:D116

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 202/2021)

 

 17 Μαρτίου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

 

Σ. Σ.,

Εφεσίβλητου.

------------

 

Α. Γιάλλουρου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α, για τον εφεσείοντα.

Π. Ζαπούνης, για τον εφεσίβλητο.

 

---------------

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων ήταν ηλικίας 46 χρόνων κατά τον επίδικο χρόνο και ήταν γείτονας και φίλος με την οικογένεια της ανήλικης παραπονούμενης, ηλικίας τότε 11 χρονών.  Ήταν μαθήτρια της ΣΤ’ Δημοτικού και παιδί με περιορισμένες διανοητικές δυνατότητες.  Ο πατέρας της βρισκόταν στη φυλακή.  Ζούσε με τη μητέρα της. 

 

          Περί τα μέσα Ιουλίου του 2017, αργά το βράδυ, γύρω στις 00:00 – 01:00, ο εφεσείων χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της ανήλικης.  Αυτή του άνοιξε.  Η μητέρα της κοιμόταν στον πάνω όροφο.  Ο εφεσείων κάθισε στον καναπέ και την ρώτησε αν ήθελε να τη φιλήσει στο στόμα.  Η μικρή αρνήθηκε.  Μετά  από παραινέσεις του κάθισε κοντά του.  Τη φίλησε τότε στο στέρνο, λίγο πάνω από το ύψος του στήθους και στον ώμο.  Την ακούμπησε με τις παλάμες στο στήθος, της έκαμε μαλάξεις στην περιοχή της κοιλιάς και στο πάνω μέρος του μηρού και την αγκάλιαζε.  Όλα αυτά πάνω από τα ρούχα.  Η ανήλικη αντιδρούσε φεύγοντας τα χέρια του και αυτός τα ξανάβαζε.  Στη συνέχεια όμως σηκώθηκε, πήγε και ξύπνησε τη μητέρα της η οποία κατέβηκε κάτω και έδιωξε τον εφεσείοντα.  Αυτός έφυγε χωρίς να πει οτιδήποτε. 

 

Τα παραπάνω γεγονότα διαπιστώθηκαν μετά από ακρόαση, αφού ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπισε, ήτοι σεξουαλική κακοποίηση παιδιού (άρθρο 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014) και άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας (άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).  Πρόκειται για κατηγορίες που στηρίζονται στα ίδια γεγονότα. Παρά το ότι πρόκειται για κακουργήματα, η υπόθεση καταχωρίστηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Αυτή είναι η πρακτική όταν δεν αναμένεται να επιβληθεί ποινή πάνω από πέντε χρόνια, έστω και αν πρόκειται για κακούργημα. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης έξι μηνών στην 1η κατηγορία.  Στη 2η κατηγορία δεν επέβαλε ποινή.

 

Έλαβε προς τούτο υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, τις οικογενειακές περιστάσεις του, το γεγονός ότι η ποινή επιβλήθηκε με καθυστέρηση τεσσάρων και πλέον ετών, με καίρια την ευθύνη της κατηγορούσας αρχής και ότι είναι πολύ πιθανόν να χάσει την εργασία του αν θα του επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης.  Ειδικότερα σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις έλαβε υπόψη ότι η υπέργηρη μητέρα του εφεσείοντα έχει την ανάγκη της φροντίδας του λόγω ηλικίας και σοβαρών προβλημάτων υγείας.  Επίσης ο εφεσείων έχει το 2019 νυμφευθεί.  Η σύζυγος του κατάγεται από την Ινδία.  Ο εφεσείων είναι το μόνο άτομο με το οποίο συνδέεται η σύζυγος του στην Κύπρο.

 

Σε ότι αφορά τις περιστάσεις του αδικήματος το δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό, χωρίς προσχεδιασμό, «για αδίκημα που ασκήθηκε χωρίς σφοδρότητα και παρατεταμένη πίεση, με περιορισμένη έκταση» και ενόσω η ανήλικη και ο εφεσείων έφεραν τα ρούχα τους.  Ανέφερε επίσης ότι η παραπονούμενη παρουσίαζε μόνο «σύντομο συναίσθημα».

 

Από την άλλη το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

 

Είναι όμως η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι στην πραγματικότητα η ποινή δεν αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος, ούτε εκπληρώνει την ανάγκη για αποτροπή.  Αντ’  αυτού, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες με αποτέλεσμα η ποινή να είναι έκδηλα ανεπαρκής. 

 

Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο όταν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562).   

 

Εν προκειμένω, σαφώς η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Η σοβαρότητα του αδικήματος διαφαίνεται τόσο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, όσο και από την μεγάλη κοινωνική απαξία που χαρακτηρίζει αυτής της φύσεως τα αδικήματα, ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι ανήλικα άτομα.  Τέτοια αδικήματα έχουν δυστυχώς καταστεί δεσπόζοντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται έτι περαιτέρω αναγκαία η επιβολή αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής. Όπως επαναλήφθηκε πρόσφατα στην ΣΛ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 155/19, 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία  διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους και ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, ακριβώς σκοπό έχει την προστασία τους.  Στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 69/16, 23.3.2017, τονίστηκε ότι τα δικαστήρια είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατεύσει, δηλαδή τα παιδιά, παραπέμποντας στην προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή. 

 

Οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν βοηθούν ως καθοδηγητικές ή έστω ενδεικτικές (Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 433, Μ.Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 174, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 141).  Αφορούν σε προγενέστερες εποχές, προτού καταστεί έκδηλα επιβεβλημένη η επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών ποινών σε αυτής της φύσεως τα αδικήματα, όταν μάλιστα στρέφονται εναντίον μικρών παιδιών, λόγω της απαράδεκτα μεγάλης συχνότητας με την οποία διαπράττονται. 

 

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη ότι επρόκειτο για ένα παιδί του Δημοτικού, 11 μόλις χρόνων, με περιορισμένες διανοητικές δυνατότητες και χωρίς την παρουσία του πατέρα.  Σε ένα τέτοιο παιδί επιτέθηκε σεξουαλικά ο εφεσείων, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, το οικογενειακό του άσυλο, στο οποίο εισήλθε μετά τα μεσάνυχτα.  Χωρίς να σεβαστεί την φιλία που τον συνέδεε με την οικογένεια του παιδιού, δεν έλαβε υπόψη του ούτε την ηλικία του, ούτε τη διανοητική του κατάσταση, ούτε την ελλιπή προστασία που είχε.  Αντίθετα επεχείρησε να εκμεταλλευτεί τους παράγοντες αυτούς. 

 

Πέραν τούτου, ναι μεν δεν προχώρησε περαιτέρω, αλλά από την άλλη είναι γεγονός ότι αυτός δεν σταμάτησε όταν η μικρή τον απέτρεψε και όταν προσπαθούσε με τα χέρια της να τον σταματήσει.  Σταμάτησε μόνο όταν η μικρή σηκώθηκε και ξύπνησε τη μητέρα της. 

 

Ήταν μεν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά τούτο δεν δικαιολογούσε μια τόσο επιεική μεταχείριση, έστω και αν επρόκειτο για άσεμνη επίθεση «πάνω από τα ρούχα».  Στην υπόθεση ΓΑ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 176/17, 24.10.2018, ο εφεσείων εκδήλωσε παρόμοια συμπεριφορά με φιλιά στο στόμα και χάδια «πάνω από τα ρούχα» επανειλημμένα (11 φορές), παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο και τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης έξι ετών η οποία και επικυρώθηκε κατ’  έφεση.

 

Επιπρόσθετα θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη σημασία στον επιβαρυντικό παράγοντα της μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ του θύματος και του δράστη, στοιχείο που όχι μόνο προσδίδει σοβαρότητα, αλλά προκαλεί αποστροφή.

 

Οι προσωπικές περιστάσεις και η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τον σκοπό της ποινής όταν κρίνεται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής όπως στην παρούσα υπόθεση. 

Δεδομένο είναι το στοιχείο της καθυστέρησης, η οποία όμως και πάλι δεν δικαιολογεί την επιείκεια που επιδείχθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Ο ίδιος ο εφεσείων με το να υποβάλει το παιδί στη δοκιμασία της ακροαματικής διαδικασίας περιόρισε τα περιθώρια επιείκειας που θα μπορούσε να του είχε επιδειχθεί εάν εξέφραζε έμπρακτη μεταμέλεια και ζητούσε συγνώμη από το δικαστήριο αλλά και από το ίδιο το παιδί.  Τούτο βεβαίως χωρίς να εκλαμβάνεται η μη παραδοχή ως επιβαρυντικός παράγοντας. 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, έστω και αν αφορά σε μια περίπτωση, έστω και αν επρόκειτο για σεξουαλική επίθεση «πάνω από τα ρούχα», λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τους ιδιαίτερα επιβαρυντικούς παράγοντες που προσπαθήσαμε να τονίσουμε ανωτέρω και την έντονη ανάγκη αποτροπής, εφόσον αυτής της φύσεως τα αδικήματα κατέστησαν μάστιγα, παρά την καθυστέρηση και τους μετριαστικούς παράγοντες, η ποινή των έξι μηνών φυλάκισης στην 1η κατηγορία αυξάνεται σε ποινή φυλάκισης δύο ετών.

                                                          Π. Παναγή, Π.

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο