Ν. ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2022, 22/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:B125

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 45/2022)

 

 

 22 Μαρτίου, 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

Ν. ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

Κ. Σοφοκλέους (κα) με Ι. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Περγαντή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

_________________________________________________________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

_________________________________________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου 61 κατηγορίες, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, διαρρήξεις κατοικιών, κλοπές από κατοικίες, κακόβουλης βλάβης, αδικήματα περί βίας στην οικογένεια, τροχαία αδικήματα, μεταφορά επιθετικού οργάνου και μάχαιρας. Κάποια από τα αδικήματα φέρονται να έχουν διαπραχθεί κατά το 2011 και 2012, ενώ τα υπόλοιπα κατά τα έτη 2018, 2019 και 2021, με πιο πρόσφατες τις κατηγορίες που αφορούν στα αδικήματα περί βίας στην οικογένεια. Πλείστα από τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στο Κατηγορητήριο είχαν στο παρελθόν ανασταλεί λόγω της έκδοσης στις 30/8/2021 εναντίον του Εφεσείοντα διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία, όμως, στις 10/2/2022 ακυρώθηκαν. Μετά από αυτή την εξέλιξη καταχωρήθηκαν εκ νέου όλες οι κατηγορίες που απαρτίζουν το επίδικο Κατηγορητήριο.

 

Εμφανιζόμενος στις 17/2/2022 ενώπιον του Δικαστηρίου ο Εφεσείων ζήτησε χρόνο για απάντηση και το Δικαστήριο, ικανοποιώντας το αίτημα του όρισε την υπόθεση την 1/3/2022. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε την κράτηση του μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία επικαλούμενη τον κίνδυνο φυγοδικίας, καθώς και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Στο αίτημα ενέστη η πλευρά του Εφεσείοντα. Αφού μεσολάβησαν δύο περαιτέρω δικάσιμοι, στις 18/2/2022 και 21/2/2022, κατά τις οποίες η υπόθεση ανεβλήθη από το Δικαστήριο με σκοπό να δοθούν περαιτέρω διευκρινίσεις αναφορικά με κάποια στοιχεία τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του και από τις δύο πλευρές, έδωσε εν τέλει την Απόφαση του στις 25/2/2022, με την οποία διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα επί τη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση, την οποία και προσέβαλε με την παρούσα Έφεση στις 8/3/2022.

 

Είναι σημαντικό να προστεθεί ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης Απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση για Απάντηση στις 9/3/2022. Κατά την εν λόγω ημερομηνία και αφού εγκρίθηκε το αίτημα της Υπεράσπισης για επαναορισμό της υπόθεσης για Απάντηση στις 16/3/2022, ζητήθηκε εκ νέου από την Κατηγορούσα Αρχή η κράτηση του Εφεσείοντα. Αυτή τη φορά η πλευρά του Εφεσείοντα δεν έφερε οποιαδήποτε ένσταση, δηλώνοντας «δεν φέρουμε καμιά ένσταση». Το Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι δεν είχαν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα από της έκδοσης της Απόφασης του σχετικά με το θέμα της κράτησης του Εφεσείοντα και τη θέση της Υπεράσπισης, έκρινε δικαιολογημένο το αίτημα και παράτεινε την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι τις 16/3/2022.

 

Στις 16/3/2022 ζητήθηκε εκ νέου από πλευράς Υπεράσπισης η αναβολή της υπόθεσης για Απάντηση και το Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση για Απάντηση στις 18/3/2022. Υπεβλήθη εκ νέου αίτημα από την Κατηγορούσα Αρχή για την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την επόμενη δικάσιμο, στο οποίο ούτε και αυτή τη φορά η πλευρά του Εφεσείοντα έφερε ένσταση, δηλώνοντας «Εντιμότατη, στη βάση της προηγούμενης αποφάσεως, δεν έχει διαφοροποιηθεί κάτι, άρα δεν θα υπάρχει ένσταση στη βάση της προηγούμενης σας απόφασης». Το Δικαστήριο επισημαίνοντας και σε αυτή την περίπτωση ότι δεν είχε παρουσιαστεί οποιοδήποτε νέο δεδομένο που να διαφοροποιεί την προηγούμενη του απόφαση, εξέδωσε νέο διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα με ισχύ μέχρι την 18/3/2022.

 

Ενόψει των πιο πάνω δεδομένων, ήτοι του γεγονότος ότι η ισχύς του προσβαλλόμενου με την παρούσα Έφεση διατάγματος κράτησης ημερ. 25/2/2022 έληξε και μεσολάβησαν στη συνέχεια δύο νέα διατάγματα κράτησης ημερ. 9/3/2022 και 16/3/2022, αντίστοιχα, ζητήσαμε τη θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντα κατά πόσο η Έφεση, εν προκειμένω, έχει απωλέσει το αντικείμενο της, ενόψει του γεγονότος ότι τα μεταγενέστερα διατάγματα κράτησης είχαν εκδοθεί χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε από μέρους του Εφεσείοντα ένσταση. Προς τούτο υποδείξαμε νομολογία στην οποία έχει διασαφηνιστεί ότι «υπό το πρίσμα των γεγονότων, της εκπνοής δηλαδή του διατάγματος κράτησης και της έκδοσης νέου μεταγενέστερα το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί, η έφεση έχει απολέσει το αντικείμενο της»[1].

 

Μετά από αυτή την εξέλιξη η πλευρά του Εφεσείοντα εκδήλωσε την πρόθεση της να καταχωρήσει άμεσα έφεση εναντίον των μεταγενέστερων διαταγμάτων, κρίνοντας πως με αυτό τον τρόπο θα υπήρχε αμφισβήτηση τους ώστε να μην τυγχάνει εφαρμογής η πιο πάνω νομολογία.

 

Δεν θεωρούμε ότι η εκδήλωση σε αυτό το στάδιο της πρόθεσης της πλευράς του Εφεσείοντα να ασκήσει έφεση εναντίον των πιο πάνω διαταγμάτων διαφοροποιεί την περίπτωση. Όταν κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες ζητήθηκε από την Εφεσίβλητη Κατηγορούσα Αρχή εκ νέου η κράτηση του δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένσταση από την πλευρά του, ούτε διατυπώθηκε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή επιφύλαξη δικαιώματος αμφισβήτησης. Αυτό ήταν το σημαντικό. Η εκ των υστέρων, και όταν τέθηκε προς τούτο σχετικό ζήτημα, εκδήλωση πρόθεσης αμφισβήτησης των πιο πάνω διαταγμάτων κράτησης δια της ασκήσεως έφεσης δεν μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα.

 

Παρόλο που η πιο πάνω διαπίστωση καθιστά την Έφεση άνευ αντικειμένου, θεωρούμε σκόπιμο να σχολιάσουμε τα παράπονα τα οποία έχει θέσει ενώπιον μας ο Εφεσείων.

Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση[2]. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 1 και 2 ο Εφεσείων επικαλείται λανθασμένη από το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμογή των κριτηρίων του Νόμου, καθώς και λανθασμένη διεργασία κατά την εξέταση του αιτήματος κράτησης. Όπως προβλήθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στηρίχθηκε σε δύο μόνο παράγοντες, ήτοι τη σοβαρότητα των αδικημάτων και το ύψος των ποινών, για να διατάξει την κράτηση του Εφεσείοντα.

Εξέταση της Απόφασης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, εξέτασε τον κίνδυνο της φυγοδικίας στη βάση τόσο των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικημάτων, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα και των δεσμών του με την Κύπρο.

 

Δεν είναι ορθή η θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι έχει ικανοποιηθεί ως προς τον κίνδυνο της φυγοδικίας εξετάζοντας μόνο τη σοβαρότητα των αδικημάτων και των ποινών, χωρίς να εξετάσει τα υποκειμενικά στοιχεία της υπόθεσης. Μάλιστα καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία επεσήμανε ότι η αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων και το ύψος της επιβληθεισόμενης ποινής ανεξαρτήτως, δηλαδή, των υπολοίπων παραμέτρων όπως η πιθανότητα καταδίκης, δεν είναι αρκετή για να διαταχθεί κράτηση ενός κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη του (Ψύλλας ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 444 και Θεοχάρους ν.  Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48). Αφού διαπίστωσε τη συνδρομή                    των τριών νομολογιακών κριτηρίων, συμπεριλαμβανόμενης και της πιθανότητας καταδίκης με βάση το μαρτυρικό υλικό το οποίο εξέτασε στην όψη του, επεσήμανε, και ορθώς, την ύπαρξη κινδύνου φυγοδικίας ως αντικειμενικά εγειρόμενου και προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει τα υποκειμενικά στοιχεία του Εφεσείοντα αναγνωρίζοντας, με αναφορά και σε σχετική νομολογία (Παρασκευά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607), ότι είναι κατόπιν συνεκτίμησης όλων των δεδομένων που θα κριθεί κατά πόσο η περίπτωση είναι κατάλληλη για να διαταχθεί η κράτηση του Εφεσείοντα ή αν θα πρέπει αυτός να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Απορρίπτουμε ως εσφαλμένη την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το να αποφασίσει ότι αντικειμενικά υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας, είχε αποφασίσει το ζήτημα κράτησης του Εφεσείοντα.

 

Προβλήθηκε, ακόμη, μέσω των Λόγων Έφεσης 3 και 5 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι οι προσωπικές του περιστάσεις ήταν τέτοιες που δημιουργούσαν αντικίνητρο για τον Εφεσείοντα να διαφύγει, καθώς και ότι από την κράτηση θα επηρεάζετο το ανήλικο του τέκνο το οποίο τελεί υπό την φροντίδα του.

 

Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).

 

Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται, οι δεσμοί του Εφεσείοντα με την Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ έγινε και ειδική αναφορά και στις προσωπικές του περιστάσεις οι οποίες περιελάμβαναν το γεγονός ότι ενώ κατάγεται από την Γεωργία, έχει Ελληνική υπηκοότητα και ευρίσκεται στην Κύπρο τόσο ο ίδιος όσο και οι γονείς του από το 2005, καθώς και το ότι είναι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού και έχει λευκό ποινικό μητρώο. Έκρινε, ωστόσο, ότι, παρά την ύπαρξη κάποιων δεσμών με τη Δημοκρατία, αυτοί δεν ήταν ισχυροί ώστε να εξαλείψουν τον κίνδυνο της φυγοδικίας εφόσον ο Εφεσείων αντιμετώπιζε ένα βαρύ Κατηγορητήριο με κατηγορίες για σοβαρά αδικήματα.

 

Στο κατά πόσο ο Εφεσείων ήταν πρόσωπο που θα μπορούσε να φυγοδικήσει δεν ήταν αδιάφορο και το γεγονός ότι αντιμετώπιζε κατηγορία υποβοήθησης απόδρασης άλλου προσώπου από νόμιμη κράτηση μόλις τον περασμένο μήνα.

 

Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και τους δεσμούς του με τη Δημοκρατία στο πλαίσιο του συνόλου της υπόθεσης, διεργασία απολύτως θεμιτή και εμπίπτουσα στη διακριτική του ευχέρεια.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο Εφεσείων τελούσε υπό κράτηση στην ποινική υπόθεση 3498/2021, ενώ ταυτόχρονα δεν έλαβε υπόψη του ότι ήταν ελεύθερος με όρους σε όλες τις άλλες υποθέσεις.

 

Για να γίνει αντιληπτό το επιχείρημα της πλευράς του Εφεσείοντα θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι, με βάση τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν στις κατηγορίες που απαρτίζουν το Κατηγορητήριο είχαν καταχωρηθεί σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε όλες, πλην της υπόθεσης  υπ’. αρ. 3498/2021 που αφορά τις Κατηγορίες 40-61 που ο Εφεσείων τελούσε υπό κράτηση, στις υπόλοιπες αυτός ήταν ελεύθερος υπό όρους.

Δεν έχουμε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στο πιο πάνω γεγονός. Ό, τι  διακρίνεται στην Απόφαση του είναι, απλώς, η καταγραφή του πιο πάνω αναντίλεκτου γεγονότος και τίποτα άλλο. Η καταχώρηση εκ νέου στο πλαίσιο ενός Κατηγορητηρίου με σύνολο 61 κατηγορίες που αφορούσαν σε 13 διαφορετικές υποθέσεις που κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν από το 2011 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021, που σε προηγούμενο στάδιο είχαν καταχωρηθεί σε διάφορα χρονικά στάδια και στη συνέχεια ανεστάλησαν, αναμφίβολα δημιουργούσε ένα νέο δεδομένο το οποίο, στο πλαίσιο εξέτασης του κινδύνου της φυγοδικίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς συνυπολόγισε.

 

Συνακόλουθα η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και ως προς την ουσία της.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                   Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                   Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 



[1] Γεωργίου v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 66/2020, ημερ. 4/8/2020. Βλέπε, επίσης, Χρίστου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 792, ECLI:CY:AD:2014:D804, Πατατάρης v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 46 και Ευθυμίου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 279/2015, ημερ. 18/12/2015.

[2] Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο