ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 51/2021, 17/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:D117

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ                              

(Ποινική Έφεση 51/2021)

 

 17 Μαρτίου, 2022

 

 

[Π. ΠΑΝΑΓΉ, Πρόεδρος]

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

XXX ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

---------------

 

Χρ. Νεοφύτου, για τον εφεσείοντα.

Φρ. Κακούρη (κα), δημόσιος κατήγορος Α για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

 

---------------

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  O εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατηγορίες για πλαστογραφία τεσσάρων πληρεξουσίων εγγράφων, για κυκλοφορία των πλαστών αυτών εγγράφων, για εξασφάλιση πιστοποιητικών εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας με ψευδείς παραστάσεις με βάση τα πλαστά πληρεξούσια και για εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις με βάση επίσης τα πλαστά αυτά πληρεξούσια.

 

          Η ουσία είναι πως ο εφεσείων παρουσιαζόμενος, με βάση τα εν λόγω πληρεξούσια, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του xxx Μαλέκκου (ΜΚ4) και της xxx Μαλέκκου (ΜΚ5) στο Κτηματολόγιο, πώλησε και μεταβίβασε δύο τεμάχια των εν λόγω προσώπων σε μια εταιρεία, εξασφαλίζοντας χιλιάδες ευρώ.   Πρόκειται για το τεμάχιο 2XX3 του xxx Μαλέκκου και για το τεμάχιο 2XX5 του xxx Μαλέκκου και της xxx Μαλέκκου, εξ ημισείας, αμφότερα στο Γέρι. 

 

          Πρόκειται για δύο γενικά και δύο ειδικά πληρεξούσια από τον ΜΚ4 και τη ΜΚ5. 

          Δεν αμφισβητήθηκε ότι τα εν λόγω πληρεξούσια που αναφέρονται στο κατηγορητήριο ήταν πλαστά, ότι δηλαδή δεν έφεραν τις γνήσιες υπογραφές των ΜΚ4 και ΜΚ5.  Ό,τι αμφισβήτησε ο εφεσείων ήταν, καταρχάς, τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι είναι αυτός που τα είχε πλαστογραφήσει.  Ως προς τούτο, εν όψει της μαρτυρίας του γραφολόγου που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή (ΜΚ2), ότι οι αμφισβητούμενες υπογραφές στα πληρεξούσια δεν μπορούν να συνδεθούν με τον εφεσείοντα, αυτός απαλλάχθηκε των κατηγοριών περί πλαστογραφίας στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. 

 

Κλήθηκε όμως σε απολογία για τις υπόλοιπες κατηγορίες περί κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων κλπ. ως ανωτέρω.  Ήταν η θέση του, την οποία προέβαλε με ανώμοτη δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου, όπως ήταν και εξ αρχής με τις καταθέσεις του στην Αστυνομία, πως δεν είχε γνώση ότι τα πληρεξούσια ήταν πλαστά.

 

          Συνεπώς, το επίδικο θέμα περιορίστηκε στο κατά πόσον ο εφεσείων είχε γνώση της πλαστότητας των εγγράφων και είχε με δόλο κυκλοφορήσει τα έγγραφα αυτά ως γνήσια πληρεξούσια (άρθρο 339 του Ποινικού Κώδικα). Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι η γνώση και ο δόλος μπορεί να αποδειχθούν με περιστατική μαρτυρία.  Με αναφορά στη νομολογία ορθά σημείωσε τα εξής: 

 

«Το στοιχείο της γνώσης συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου.  Η κατηγορούσα αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη γνώση.  Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορούμενου που δημιουργεί αμφιβολία στο δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωση του  (Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 258 και Yussef v. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 289).»

 

          Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων και ο xxx Μαλέκκος (ΜΚ4) ουδέποτε συναντήθηκαν.     

 

Η εξήγηση που είχε δώσει ο εφεσείων σε καταθέσεις του στην Αστυνομία είναι ότι έξι μήνες πριν από τον ουσιώδη χρόνο γνώρισε ένα πρόσωπο το οποίο του συστήθηκε ως xxx Μαλέκκος σε καζίνο στα κατεχόμενα.  Κάποιες φορές αλληλοδανείζονταν χρήματα και πάντα τα επέστρεφε ο ένας στον άλλο.  Ακολουθούν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα όπως τους έθεσε στην κατάθεση του προς την Αστυνομία ημερ. 3.10.2012 (τεκμήριο 2):

 

«Μετά από δύο εβδομάδες που γνωριστήκαμε μου είπε ότι είχε δύο οικόπεδα για να πουλήσει και με ρώτησε αν ξέρω κάποιον να τα αγοράσει.  Μου είπε ότι ζητούσε €160.000 για το ένα οικόπεδο και €110.000 για το άλλο.  Του έδινα όσα κέρδιζα από το καζίνο μέχρι να του εξοφλήσω το πρώτο οικόπεδο των €145.000 αφού συμφωνήσαμε να το αγοράσω εγώ. Αφού πέρασε ένας μήνας και του έδωσα τα μισά λεφτά μου ζήτησε τα στοιχεία της ταυτότητας μου για να μου κάνει δύο πληρεξούσια για να μπορέσω εγώ να κάμω τη μεταβίβαση. Για τα ποσά που του έδινα, αφού συμπληρωνόταν ένα σημαντικό ποσό, του έβγαζα απόδειξη πληρωμής και είναι οι τρεις αποδείξεις και το μπλοκ που παρέδωσα στην Αστυνομία.  Σε κάθε απόδειξη ο xxx Μαλέκκος μου υπέγραφε.» 

 

Οι αποδείξεις αυτές μαζί με το μπλοκ κατατέθηκαν από την Αστ. 3XX2 xxx Κρητιώτου (ΜΚ1) ως τεκμήριο 14. 

 

Σε άλλη του κατάθεση ο εφεσείων, ημερ. 7.10.2012 (τεκμήριο 3), ανέφερε ότι «…αφού τον ξόφλησα για το ένα οικόπεδο των €145.000 μου έφερε δύο πληρεξούσια συμπληρωμένα και υπογραμμένα από πιστοποιόν [sic] υπάλληλο.  Μετά εγώ μεταβίβασα το οικόπεδο στον Πιερή και έπιασα τα λεφτά από τον Πιερή.»

Στο δικαστήριο επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση στην οποία ανέφερε πως εάν γνώριζε ότι τα πληρεξούσια έγγραφα ήταν πλαστογραφημένα δεν θα τα έπαιρνε και θα κατάγγελλε την υπόθεση στην Αστυνομία. 

Τα εν λόγω πληρεξούσια φέρονται να είχαν πιστοποιηθεί από τον πιστοποιούντα υπάλληλο XXXXX Θουκυδίδη (ΜΚ3).  Αυτός ισχυρίστηκε ότι τα τρία εξ αυτών ήταν εξ ολοκλήρου πλαστογραφημένα, ενώ η συμπλήρωση της σφραγίδας στο τέταρτο έγινε από τον ίδιο εκτός από την αναγραφή του αριθμού ταυτότητας.  Επίσης στο εν λόγω πληρεξούσιο αναγνώρισε την υπογραφή του.  Ως εκ τούτου ήταν η θέση του, όχι κατά τρόπο θετικό αλλά συμπερασματικά όπως ισχυρίστηκε, ότι το πληρεξούσιο αυτό παρουσιάστηκε στις 13.7.2012 στον ίδιο και πιστοποίησε την υπογραφή του πληρεξουσιοδοτούντος που αναγράφεται ως xxx Μαλέκκος.  Δεν θυμόταν την περίπτωση αλλά δεν πιστοποιεί, ισχυρίστηκε, υπογραφές χωρίς την παρουσία του υπογράφοντος. 

 

Οι ΜΚ4 και ΜΚ5 βεβαίωσαν στη μαρτυρία τους ότι ουδέποτε υπέγραψαν οποιαδήποτε πληρεξούσια έγγραφα με τα οποία να διορίζουν τον εφεσείοντα ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο τους ή άλλο πρόσωπο για να πωλήσουν τα τεμάχια τους και ότι ουδέποτε συνάντησαν τον εφεσείοντα.  Επιπρόσθετα ο ΜΚ4 βεβαίωσε ότι ουδέποτε συνάντησε τον ΜΚ3. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των ΜΚ4 και ΜΚ5 και απέρριψε τον ισχυρισμό του ΜΚ3 ότι είχε υπογράψει στην παρουσία του ο ΜΚ4 το πληρεξούσιο.  Απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη ότι η εκδοχή του έδιδε εξήγηση μόνο για την υποτιθέμενη αγορά του ενός τεμαχίου, ενώ είναι δύο τα τεμάχια που φέρεται να είχε αγοράσει από τον υποτιθέμενο xxx Μαλέκκο και επίσης ότι έδιδε εξήγηση μόνο για τα δύο πληρεξούσια, ενώ στην κατοχή του υπήρχαν τέσσερα πληρεξούσια. 

 

Ως αποτέλεσμα ο εφεσείων καταδικάστηκε στις εναπομείνασες κατηγορίες (κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κλπ.) σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η υψηλότερη των οποίων είναι ποινή φυλάκισης δύο ετών. 

 

Με την έφεση εγείρεται ζήτημα πλημμελούς έρευνας από πλευράς Αστυνομίας με τέτοιο τρόπο ώστε να είχε επιφορτιστεί στον εφεσείοντα το βάρος απόδειξης.  Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων δεν ρωτήθηκε καν ως προς τις αποδείξεις που ισχυριζόταν ότι κατείχε (τεκμήριο 14), ούτε και ρωτήθηκε ως προς οιαδήποτε άλλα στοιχεία, όπως τηλέφωνο επικοινωνίας του φερόμενου ως ο xxx Μαλέκκος.  Ως προς τα ζητήματα αυτά υποδεικνύουμε ότι ο εφεσείων στην κατάθεση του (τεκμήριο 2) είχε ερωτηθεί για την περιγραφή του υποτιθέμενου xxx Μαλέκκου και ρωτήθηκε για τυχόν αποδεικτικά στοιχεία της ταυτότητας του και απάντησε «Όχι τίποτε.  Μου είπε απλά το όνομα του xxx Μαλέκκος».  Είναι φανερό ότι ρωτήθηκε και ότι είναι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση ή που δεν ήθελε να προσδιορίσει κατά τρόπο συγκεκριμένο τον υποτιθέμενο ως xxx Μαλέκκο. 

 

Προβάλλεται περαιτέρω με την έφεση ότι κατακερματίστηκε η μαρτυρία του ΜΚ3 και αντιστράφηκε το βάρος απόδειξης από το γεγονός ότι το δικαστήριο, ενώ δέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ3, δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό του ότι είχε πιστοποιήσει την υπογραφή του πραγματικού xxx Μαλέκκου (ΜΚ4).  Το δικαστήριο είχε ευχέρεια να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό και να αποδεχθεί τη θέση του ΜΚ4, πολύ πειστική υπό το σύνολο των περιστάσεων, ότι ουδέποτε υπέγραψε τέτοιο πληρεξούσιο έγγραφο και ουδέποτε συναντήθηκε με τον πιστοποιούντα υπάλληλο.  Σε σχέση με το ζήτημα αυτό δίδονται οδηγίες όπως η απόφαση κοινοποιηθεί στον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα για διερεύνηση κατά την αρμοδιότητα και την κρίση του, υπόθεσης σε σχέση με τον πιστοποιούντα υπάλληλο ΜΚ3. 

 

Περαιτέρω δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι το δικαστήριο ήταν μεροληπτικό εναντίον του εφεσείοντα και χρησιμοποίησε την ανώμοτη δήλωση εναντίον του υπό συνθήκες που να αντιστρατεύονται τη δίκαιη δίκη και ότι δεν υπήρχε περιστατική μαρτυρία που να δικαιολογούσε εύρημα για την ένοχη διάνοια του εφεσείοντα. Η αιτιολογία που έδωσε για την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν επαρκής σε βαθμό που να κρίνεται ως αχρείαστα εκτεταμένη. Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ή στη διατύπωση ευρημάτων ή την εξαγωγή συμπερασμάτων,  ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των πρωτοδίκων δικαστηρίων.  Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648).  Εν προκειμένω δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση. 

Ο εφεσείων αδιαμφισβήτητα κυκλοφόρησε τα πλαστά πληρεξούσια.  Η εξήγηση που έδωσε για τις συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκαν στην κατοχή του ήταν ελλιπείς και ορθά δεν έγιναν δεκτές από το δικαστήριο.  Βέβαια, το γεγονός ότι το δικαστήριο απορρίπτει την εκδοχή ενός κατηγορούμενου δεν συνιστά αφ’  εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260).  Παραμένει όμως δεδομένο ότι ο εφεσείων βρέθηκε να κατέχει πλαστά πληρεξούσια και να τα χρησιμοποιεί με τρόπο ώστε να αποκομίζει όφελος χιλιάδων ευρώ.  Αυτή είναι περιστατική μαρτυρία.  Το ερώτημα είναι κατά πόσον θα μπορούσε εξ αυτής να στοιχειοθετηθεί η γνώση του εφεσείοντα.  Η γνώση, ως στοιχείο της νοητικής διεργασίας του ανθρώπου σπάνια μπορεί να αποδειχθεί με άμεση μαρτυρία, ως λ.χ. μια παραδοχή.  Κατά κανόνα συνάγεται μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706).

Στις περιπτώσεις όπου η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία το δικαστήριο θα πρέπει όχι μόνο να κρίνει κατά πόσον τα γεγονότα συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα.  Τα διάφορα περιστατικά της υπόθεσης τότε μόνο μπορούν να οδηγήσουν σε καταδίκη εάν, σωρευτικά αποτιμούμενα, δεν επιδέχονται λογικά άλλης ερμηνείας ή εξήγησης από την ενοχή του κατηγορούμενου.  Κατά τα άλλα η περιστατική μαρτυρία, όχι μόνο δεν υπολείπεται της άμεσης μαρτυρίας, αλλά τείνει να περιορίσει τις πιθανότητες του ανθρώπινου λάθους (Fournides v. Republic (1976) 2 CLR 73, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, 55, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444).

 

Η κατοχή και η κυκλοφορία, εν προκειμένω, των πλαστών πληρεξουσίων προς αποκόμιση μεγάλου κέρδους με την πώληση ξένων κτημάτων, ελλείψει άλλης εξήγησης που να μπορούσε έστω να προκαλέσει αμφιβολία, δεν μπορεί να οδηγήσει σε άλλο συμπέρασμα, παρά στο ότι ο εφεσείων είχε την απαιτούμενη για να καταδικαστεί γνώση. 

Προσβάλλεται και η ποινή των δύο ετών ως υπερβολική.  Δεν δίδεται καμιά εξήγηση γιατί.  Εν πάση περιπτώσει, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που η ποινή κρίνεται εξ αντικειμένου ως υπερβολική, κάτι που εν προκειμένω καθόλου δεν ισχύει.

 

Η έφεση απορρίπτεται. 

 

                                                          Π. Παναγή, Π.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο