ACHRAF κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 156/2021, 15/4/2022

ECLI:CY:AD:2022:B154

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 156/2021)

(Σχ. με 157/2021)

 

15 Απριλίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

xxx ACHRAF,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

____________________

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ.  157/2021)

(Σχ. με 156/2021)

 

xxx AHMAD,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

____________________

 

K. Σοφοκλέους (κα) και Ι. Ιωάννου (κα) για Κ. Σοφοκλέους και Ι. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

Α. Χ"Κύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

____________________

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες παραδέχτηκαν ότι συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν κακούργημα και με σκοπό την παραμόρφωση, πρόκληση αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης, προκάλεσαν βαριά σωματική βλάβη στον παραπονούμενο, κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.  Το Κακουργιοδικείο τους επέβαλε ποινή φυλάκισης 18 μηνών για την ίδια την πράξη και δεν επέβαλε ποινή για τη συνωμοσία. 

 

Με πέντε ταυτόσημους λόγους έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της ποινής τους.  Τους παραθέτουμε με τη σειρά που κρίνεται πρόσφορο να εξεταστούν.

Με τους λόγους έφεσης 3 καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο σφάλμα αρχής στη βάση ότι έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες των Εφεσείοντων μόνο για σκοπούς επιλογής της έκτασης της ποινής, αλλά όχι το είδος της.  

 

Με τους λόγους έφεσης 4 προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο είχε λανθασμένη αντίληψη των γεγονότων και αναβάθμισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, υποπίπτοντας και πάλι σε σφάλμα αρχής.   Έτσι, με τους λόγους έφεσης 5 η επιβληθείσα ποινή χαρακτηρίζεται έκδηλα υπερβολική, άδικη και δυσανάλογη.  Όχι μόνο ως προς το εύρος της, αλλά και γιατί δεν διατάχτηκε η αναστολή της εκτέλεσης της.   Οι λόγοι έφεσης 1 αφορούν την απόφαση να μην ανασταλεί η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης.  Καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι θεώρησε ότι οι μετριαστικοί παράγοντες είχαν ληφθεί υπόψη στον καθορισμό του εύρους της φυλάκισης και ότι η επιείκεια του εξαντλήθηκε κατά το στάδιο επιλογής του εύρους της ποινής, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ανάγκη αναστολής και οι λόγοι έφεσης 2 ότι έλαβε υπόψη του λανθασμένο κριτήριο για την αναστολή, δηλαδή κατά πόσο ήταν «ορθό και δίκαιο».

 

Ο Εφεσείων στην 157/2021 προβάλλει περαιτέρω λόγο έφεσης 6, καταλογίζοντας στο Κακουργιοδικείο ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών, στη βάση ότι του επέβαλε την ίδια ποινή που επέβαλε στον Εφεσείοντα στην 156/2021, ενώ ο δικός του βαθμός συμμετοχής στην τέλεση του αδικήματος ήταν μικρότερος και είναι πρόσωπο νεαρής ηλικίας, 24 χρόνων σε σύγκριση με τον Εφεσείοντα στην 156/2021 που είναι 37 χρόνων. 

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:  Την 2.3.2020, ο παραπονούμενος οδηγούσε αυτοκίνητο του εργοδότη του, κατευθυνόμενος στην εργασία του.  Του αυτοκινήτου επέβαιναν και δύο γυναίκες.  Στην ίδια κατεύθυνση οδηγούσε το αυτοκίνητο της η σύζυγος του Εφεσείοντα στην 156/2021 με συνοδηγό την αδελφή της. Το αυτοκίνητο της βρισκόταν πίσω από το αυτοκίνητο του παραπονούμενου.  Η οδηγός εξέλαβε ότι ο παραπονούμενος της έκαμε άσεμνη χειρονομία και κατέβηκε από το αυτοκίνητο της και του ζητούσε εξηγήσεις.  Ο παραπονούμενος αρνιόταν ότι χειρονόμησε.  Τότε αυτή τηλεφώνησε στο σύζυγο της και του ανάφερε ότι ο παραπονούμενος της έκαμε διάφορες χειρονομίες και έβγαλε τη γλώσσα του έξω με σεξουαλικό υπονοούμενο.  Ο Εφεσείοντας σύζυγος κατέφθασε στο μέρος συνοδευόμενος από τον Εφεσείοντα στην 157/2021, αδελφό του και αμέσως επιτέθηκαν στον παραπονούμενο κτυπώντας τον σε διάφορα μέρη του σώματος του.  Ο τελευταίος ξεφεύγοντας προς στιγμή, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο που οδηγούσε και πήρε στο κάθε χέρι από ένα πριόνι για σκοπούς άμυνας.  Τότε, ο σύζυγος πήρε μια αλουμινένια σκάλα και ο αδελφός του ένα σκουπόξυλο και κτύπησαν τον παραπονούμενο στο κεφάλι, εγκαταλείποντας στη συνέχεια το μέρος. 

 

Ο παραπονούμενος υπέστη συμπιεστικό κάταγμα κρανίου και υποσκληρίδιο αιμάτωμα.  Η κατάσταση του κρίθηκε σοβαρή και κρατήθηκε για νοσηλεία στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου.  Μετά την πάροδο κάποιων ημερών η υγεία του αποκαταστάθηκε.

 

Δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση των δικηγόρων των Εφεσείοντων ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες τους μόνο για σκοπούς επιλογής της έκτασης της ποινής, αλλά όχι το είδος της.  Το ίδιο το απόσπασμα που μεταφέρεται στην αιτιολογία των λόγων έφεσης 3, επεξηγεί γιατί η φυλάκιση κρίθηκε ως η αρμόζουσα ποινή.  Το Κακουργιοδικείο είχε αναφέρει ότι:

 

«Έχοντας αναλύσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι, υπενθυμίζοντας εαυτούς ότι η προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της κατηγορίας 2 είναι η ποινή φυλάκισης διά βίου, με τη συνύπαρξη βέβαια όλων των μετριαστικών παραγόντων που έχουμε λάβει υπόψη μας προς όφελος τους, ως τους προσδιορίσαμε πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι εν λόγω μετριαστικοί παράγοντες διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο στο βαθμό όμως που αφορά το εύρος και την έκταση της ποινής και όχι το είδος της. 

 

Κρίνουμε, συνακόλουθα, πως η σοβαρότητα των αδικημάτων που  διέπραξαν  οι κατηγορούμενοι, όπως την έχουμε αποτιμήσει πιο πάνω, δεν επιτρέπει την επιβολή ποινής άλλης εκτός από την ποινή φυλάκισης, μετά από συνεκτίμηση της σοβαρότητας των αδικημάτων, των αποτροπιαστικών γεγονότων της υπόθεσης, τα οποία διαδραματίστηκαν, αλλά και των συνθηκών των συγκεκριμένων παραβατών.  Η ανάγκη, μέσω της τιμωρίας, για αποτροπή της αλόγιστης επιθετικότητας μέσω της χρήσης αντικειμένων, είναι επιβεβλημένη, προφανώς λόγω της αυτόδηλης επικινδυνότητας τους.  Παρά τους σοβαρούς ελαφρυντικούς παράγοντες που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, οφείλουμε να επισημάνουμε πως η εξατομίκευση της ποινής δεν αποσκοπεί ούτε συνεπάγεται την εξουδετέρωση, είτε της σοβαρότητας του εγκλήματος είτε του στοιχείου της αποτροπής.  Ταυτόχρονα έχουμε κατά νου ότι η επιλεχθείσα ποινή δεν στοχεύει στην εξουθένωση του παραβάτη αλλά στην αναμόρφωση του, ανάλογα βέβαια με την προσωπικότητα του, και τις πιθανότητες αναμόρφωσης μέσα στο χρονικό διάστημα της τιμωρίας». 

 

 

Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε τους μετριαστικούς παράγοντες που διαπίστωσε και κατέγραψε στην απόφαση του.  Τους έλαβε υπόψη, δεν ήταν όμως, κατά την κρίση του, δυνατόν να οδηγήσουν, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας του αδικήματος και τις περιστάσεις διάπραξης του, σε ποινή άλλη από τη φυλάκιση. 

Το αδίκημα του Άρθρου 228(α) του Κεφ.154,[1] που οι Εφεσείοντες παραδέχτηκαν ότι διέπραξαν, είναι πολύ σοβαρό και πιο σοβαρό από το αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 231 του Κεφ.154.[2]  Οι επιπτώσεις στο θύμα μπορεί να είναι οι ίδιες, δηλαδή η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, όμως υπάρχει ειδοποιός διαφορά ως προς την πρόθεση του παραβάτη.  Στην περίπτωση του Άρθρου 231, η πρόκληση της βλάβης παραπέμπει σε ηθελημένη ενέργεια, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόθεση του κατηγορούμενου να επιφέρει το αποτέλεσμα.  Προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια.  Στην περίπτωση του Άρθρου 228, υπάρχει σκοπός, δηλαδή πρόθεση πρόκλησης της βαριάς σωματικής βλάβης, που διαφοροποιεί άρδην τα δεδομένα.  Σε αυτή την περίπτωση ο νομοθέτης προνόησε τη δια βίου φυλάκιση.

 

Κρίναμε σκόπιμο να υποδείξουμε τη διαφορά, όχι μόνο γιατί στις αγορεύσεις τους οι δικηγόροι των Εφεσειόντων παρέπεμψαν σε επιβληθείσες ποινές για αδικήματα κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Κεφ.154, αλλά και γιατί στις εισηγήσεις τους παραγνωρίζουν πλήρως το στοιχείο αυτό της πρόθεσης για πρόκληση σοβαρότατης βλάβης.

 

Επιστρέφοντας στις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, διαπιστώνουμε σε αυτές επιβαρυντικά στοιχεία, που δεν μας επιτρέπουν να αποδεχτούμε την περί του αντιθέτου εισήγηση των δικηγόρων των Εφεσείοντων.  Προηγήθηκε συνομωσία των δύο Εφεσείοντων, έστω στο σύντομο χρόνο που ακολούθησε το τηλεφώνημα της συζύγου του πρώτου, οι οποίοι έδρασαν ως ομάδα εναντίον του παραπονούμενου που ήταν μόνος.  Φτάνοντας στο χώρο που ήταν ο παραπονούμενος του επιτέθηκαν αμέσως, με την απαραίτητη πρόθεση στοιχειοθέτησης του αδικήματος που παραδέχτηκαν και στην πορεία χρησιμοποίησαν και τα αντικείμενα που ανέλαβαν για να του επιφέρουν τις βλάβες που υπέστηκε, χωρίς να κινδυνεύουν από τα αντικείμενα που ο παραπονούμενος είχε πάρει για να αμυνθεί, «Υπό το κράτος και διάθεση “υπερίσχυσης” και “τιμωρίας”», όπως χαρακτηριστικά σημείωσε το Κακουργιοδικείο. Το πλέον ανησυχητικό και επιβαρυντικό στοιχείο στην υπόθεση είναι ότι ο παραπονούμενος βρέθηκε στην κατάσταση αυτή χωρίς να έχει οιαδήποτε διαφορά ή σχέση με τους Εφεσείοντες, ενδεχομένως χωρίς πταίσμα από μέρους του και χωρίς να μπορεί να κάμει κάτι για να αποτρέψει τους Εφεσείοντες από του να βιαιοπραγήσουν εναντίον του.  Κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί οποιοσδήποτε νομοταγής πολίτης.

 

Καταλήγουμε ότι η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η φυλάκιση ήταν η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν απόλυτα ορθή.  Οιαδήποτε ποινή άλλη από τη φυλάκιση, θα ήταν, υπό τις περιστάσεις, ακατάλληλη και ανεπαρκής.  Οι λόγοι έφεσης 3 και στις δύο εφέσεις απορρίπτονται.

 

Το Κακουργιοδικείο δεν είχε λανθασμένη αντίληψη των γεγονότων και αντιμετώπισε το αδίκημα στην ορθή του διάσταση, προσδίδοντας του την ανάλογη σοβαρότητα.  Οι λόγοι έφεσης 4 και στις δύο εφέσεις επίσης απορρίπτονται.

 

Ούτε ήταν η επιβληθείσα ποινή έκδηλα υπερβολική, άδικη ή δυσανάλογη ως προς το εύρος της.  Είναι πρόδηλο ότι για να καταλήξει το Κακουργιοδικείο στην επιβολή ποινής φυλάκισης 18 μηνών σε κακούργημα για το οποίο ο νομοθέτης προβλέπει ως μέγιστη ποινή την δια βίου φυλάκιση, έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, την παραδοχή και μεταμέλεια των Εφεσείοντων, το λευκό τους ποινικό μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, την αποκατάσταση της υγείας του παραπονούμενου και την συμφιλίωση του με τους Εφεσείοντες.  Στην απουσία έστω και ενός από τους δύο πρώτους παράγοντες (παραδοχή και λευκό μητρώο), η ποινή θα αναμενόταν να ήταν αρκετά μεγαλύτερη.

 

    Ως προς το ζήτημα της μη αναστολής της ποινής των Εφεσείοντων, διαπιστώνουμε ότι αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο διεργασία την οποία δεν ακολούθησε.  Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε τους μετριαστικούς παράγοντες που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο εύρος της φυλάκισης, όταν αποφάσιζε πλέον κατά πόσο θα ανέστελλε την έκτιση της ποινής που είχε επιβάλει.  Αντίθετα, κατευθυνόμενο από νομολογία (Αστυνομία ν. Μιλτιάδους, Ποιν. Έφ. Αρ.277/2018, ημερ.10.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B179) κατέληξε ότι «το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για μετριασμό της ποινής, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στην εξέταση του ζητήματος κατά πόσο είναι ορθό και δίκαιο να ανασταλεί επιβληθείσα ποινή φυλάκισης» (βλ. ακόμα Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.27/2016, ημερ.19.7.2016).  Και δεν αποφάνθηκε ότι η επιείκεια του είχε εξαντληθεί κατά τον καθορισμό του εύρους της φυλάκισης.  Η αναφορά ότι οι μετριαστικοί παράμετροι είχαν «πλήρως» ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του εύρους της φυλάκισης, δεν σήμαινε ότι η σημασία τους είχε αναλωθεί, ώστε να μην μπορούσαν να προσμετρήσουν στην επακόλουθη κρίση.  Καθίσταται επιβεβλημένο να παραθέσουμε ό,τι ακριβώς αναφέρθηκε:

 

«… κρίνουμε πως το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, αλλά και  οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των κατηγορούμενων, έχουν πλήρως ληφθεί υπόψη με γενναιόδωρη επιείκεια, αποτιμούμενη στο εύρος της ποινής φυλάκισης, σε βαθμό που αν αναστέλλαμε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, αυτή δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι και δεν θα εξυπηρετούνταν οι πολλαπλοί σκοποί της ποινής και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης.  Με κάθε σεβασμό στην αντίθετη θέση του συνηγόρου των κατηγορούμενων, κρίνουμε πως θα στέλλαμε λανθασμένα μηνύματα και στους κατηγορούμενους αλλά και σε άλλους επίδοξους παραβάτες τέτοιων πολύ σοβαρών αδικημάτων». 

 

 

    Ότι στην κρίση του κατά πόσο θα ανέστελλε την ποινή προσδόθηκε βαρύτητα στο στοιχείο της γενικής αποτροπής, ήταν επιτρεπτό και δικαιολογημένο στα περιστατικά της υπόθεσης (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, 939, Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.121/2017, ημερ.21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.9/2021, ημερ.29.7.2021). Και ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια, κατέληξε ότι, ήταν τόσο σοβαρό το αδίκημα, που οι μετριαστικές περιστάσεις των Εφεσείοντων δεν ήταν ικανές για να δικαιολογήσουν αναστολή της ποινής. 

    Πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο, στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αναστολή ή όχι ποινής φυλάκισης, παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του. (Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Εφ. Αρ.92 και 93/2017, ημερ.19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B18, Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποιν. Εφ. Αρ.78/2019, ημερ.15.10.2020, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 261 και Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, 27).  Η αποτίμηση των σχετικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Δεν  έχουμε ικανοποιηθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου έχει ασκηθεί κατά τρόπο ανεπίτρεπτο ή στη βάση εσφαλμένης αρχής δικαίου. Ούτε ότι αυτό περιόρισε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ευχέρεια του να ανέστελλε τη φυλάκιση που επέβαλε.    Η αναφορά του σε «ορθό και δίκαιο», έννοια ταυτισμένη με κάθε δικαστική κρίση, δεν εισαγάγει, κάτω από οποιαδήποτε οπτική γωνιά, ανεπίτρεπτο κριτήριο στην απόφαση για αναστολή ή όχι επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.  Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 και στις δύο εφέσεις απορρίπτονται.

Η κατάληξη να μην ανασταλεί η επιβληθείσα φυλάκιση, δεν καθιστούσε την ποινή έκδηλα υπερβολική, άδικη ή δυσανάλογη.  Οι λόγοι έφεσης 5 και στις δύο εφέσεις απορρίπτονται.

 

Ως προς το λόγο έφεσης 6 στην έφεση 157/2021, αναφορικά με άνιση μεταχείριση, ζήτημα που δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα, πέραν από το  ότι ο Εφεσείων σε αυτή ήταν νεαρό πρόσωπο, 24 χρόνων, δεν εντοπίζουμε κανένα άλλο στοιχείο που θα διέκρινε την περίπτωση του ως ελαφρότερη από του Εφεσείοντα στην 156/2021.  Ότι χρησιμοποίησε σκουπόξυλο για να κτυπήσει τον παραπονούμενο, ενώ ο αδελφός του αλουμινένια σκάλα, από μόνο του δεν οδηγεί σε οιονδήποτε συμπέρασμα για διαφορετικό βαθμό συμμετοχής στο έγκλημα, ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί ότι αν ο αδελφός του μπορούσε να έχει κάποιο ελαφρυντικό σε σχέση με τη φόρτιση που του δημιούργησε η αναφορά της συζύγου του, ο ίδιος δεν το είχε.  Στις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν βρίσκουμε ότι η συγκεκριμένη ηλικία ήταν παράμετρος που επέβαλλε διαφορετική αντιμετώπιση του Εφεσείοντα στην 157/2021 έτσι ώστε η επιβολή της ίδιας ποινής και στους δύο να εγείρει ζήτημα άνισης μεταχείρισης μεταξύ τους.  Επομένως απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 6 στην έφεση 157/2021.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.



[1] 228. Όποιος, με σκοπό ακρωτηριασμού, παραμόρφωσης, πρόκλησης αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης σε άλλο ή με σκοπό αντίστασης εναντίον της νόμιμης σύλληψης ή κράτησης οποιουδήποτε προσώπου ή αποτροπής αυτής-

(α) με οποιοδήποτε μέσο τραυματίζει παράνομα ή προκαλεί βαριά σωματική βλάβη σε άλλο

είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.

 

[2] 231. Όποιος προκαλεί παράνομα βαριά σωματική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο