ECLI:CY:AD:2022:D195
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 54/2019)
19 Mαίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
___________________
Δώρος Κακουλλής, για τον Εφεσείοντα.
Έλλη Παπαγαπίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με την Ευριδίκη Βλάχου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Ο εφεσείων, κατόπιν δικής του παραδοχής, κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας/Αμμοχώστου σε τέσσερεις κατηγορίες: Δύο για περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό διάπραξης κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 227 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 1 και 2) και δύο για απαγωγή προσώπου, με σκοπό κρυφό και άδικο περιορισμό κατά παράβαση των άρθρων 247 και 250 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 3 και 4). Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα οκταετή ποινή φυλάκισης για κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2 και τετραετή ποινή φυλάκισης για κάθε μια από τις κατηγορίες 3 και 4. Ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως οι ποινές στις κατηγορίες 1 και 3 συντρέχουν μεταξύ τους όπως και οι ποινές στις κατηγορίες 2 και 4. Περαιτέρω διατάχθηκε όπως οι συντρέχουσες ποινές στις κατηγορίες 2 και 4 να είναι διαδοχικές με τις συντρέχουσες ποινές στις κατηγορίες 1 και 3 ώστε το σύνολο των επιβληθεισών ποινών να ανέρχεται στα 16 χρόνια.
Ο εφεσείων με την παρούσα αμφισβητεί την ορθότητα της οκταετούς ποινής φυλάκισης στις κατηγορίες 1 και 2 καθώς και την ορθότητα της διαδοχικότητας των εν λόγω ποινών.
Τα παραδεκτά γεγονότα, όπως καταγράφηκαν από το Κακουργιοδικείο, συνοψίζονται στα πιο κάτω:
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων ηλικίας 35 ετών, διέμενε μόνος σε διαμέρισμα στη Λάρνακα. Το πρωί της 25.9.2018 οι μαθητές της Ε’ τάξης δημοτικού A και B μεταφέρθηκαν από τους γονείς τους στο Δημοτικό σχολείο Καμάρων, οι οποίοι αφού βεβαιώθηκαν ότι τα παιδιά εισήλθαν στο προαύλιο του σχολείου, αναχώρησαν. Τα παιδιά, έβαλαν τις τσάντες τους στην τάξη και στη συνέχεια βγήκαν στην αυλή του σχολείου με άλλους μαθητές, μέχρι να κτυπήσει το κουδούνι στις 7:45. Ο εφεσείων, στις 7:30 εισήλθε στο προαύλιο του σχολείου, πλησίασε τρεις μαθητές, οι δύο από τους οποίους ήταν ο A και ο B, και τους συστήθηκε ως νέος δάσκαλος ο οποίος χρειαζόταν βοήθεια λόγω του κτυπημένου χεριού του το οποίο ήταν δεμένο, για να φέρει βιβλία από την αποθήκη του σχολείου. Οι A και B προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν και τον συνάντησαν, όπως τους ζήτησε, στην έξοδο από την πλευρά του γηπέδου της καλαθόσφαιρας. Ακολούθως, ο εφεσείων οδήγησε τα παιδιά στην υπόγεια διάβαση πλησίον του σχολείου, καταλήγοντας στο διαμέρισμά του, έχοντας διανύσει 480 μέτρα γύρω στα 5-6 λεπτά.
Γύρω στις 7:50, ο εφεσείων με σκοπό τον αντιπερισπασμό, τηλεφώνησε μέσω προπληρωμένης κάρτας τηλεφωνίας την οποία προμηθεύτηκε την προηγούμενη μέρα, στο Δημοτικό Σχολείο Δροσιάς, Κύκλος Β΄, αναφέροντας ότι στο κτίριο υπάρχει βόμβα, προκαλώντας έτσι μεγάλη αναστάτωση καθότι εκκενώθηκε το σχολείο. Τη συγκεκριμένη κάρτα απέκρυψε στο φούρνο μικροκυμάτων στο διαμέρισμά του.
Όταν τα παιδιά εισήλθαν στο διαμέρισμα, ο εφεσείων ζήτησε από αυτά να καθίσουν στον καναπέ, τους ρώτησε τι ήθελαν να δουν στην τηλεόραση και κατά πόσο ήθελαν να τους δώσει λεμονάδα ή νερό. Παρά το ότι τα παιδιά απάντησαν αρνητικά, ο εφεσείων τους έφερε λεμονάδα, προτρέποντάς τους να την πιουν διότι την έφτιαξε ο ίδιος και ήταν καλή. Επίσης τους είπε να την πιουν μονορούφι και «άσπρο πάτο», όπως και έκαναν. Ο εφεσείων, στο μεταξύ, ζήτησε από τα παιδιά τους αριθμούς των τηλεφώνων των γονιών τους, τους οποίους κατέγραψε, ενώ δεν επέτρεψε στα παιδιά να βγουν έξω από το διαμέρισμα όταν το ζήτησαν.
Στη λεμονάδα την οποία κατανάλωσαν τα παιδιά, ο εφεσείοντας είχε τοποθετήσει τη φαρμακευτική ουσία λοραζεπάμη με αγχολυτική δράση, η χρήση της οποίας δεν συνίσταται για άτομα κάτω των 18, «με σκοπό να τα ναρκώσει για τη διάπραξη του αδικήματος της απαγωγής». «Η επικινδυνότητα χορήγησης του εν λόγω φαρμάκου συνίστατο και στη περίπτωση δυνητικής εισρόφησης με κίνδυνο τα εμέσματα να διοχετευτούν στους πνεύμονες». Τα παιδιά άρχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα υπνηλίας και ζάλης, ενώ ο B έκανε εμετό και ο εφεσείων του αφαίρεσε την μπλούζα. Ο εφεσείων είπε στα παιδιά να κοιμηθούν στο κρεβάτι του όπου ξάπλωσε και ο ίδιος, παρά το ότι υπήρχε κρεβάτι σε άλλο υπνοδωμάτιο στο διαμέρισμα. Ο A κοιμήθηκε πρώτος και ο B μάταια προσπαθούσε να τον ξυπνήσει για να επιστρέψουν στο σχολείο τους. Εν τέλει, κοιμήθηκε και ο B.
Εν τω μεταξύ, 10-15 λεπτά μετά την έναρξη των μαθημάτων, ένας συμμαθητής των παιδιών πληροφόρησε τη δασκάλα της τάξης πως οι τσάντες των παιδιών ήταν στις θέσεις τους, αυτά όμως απουσίαζαν. Η δασκάλα επικοινώνησε με τους γονείς των παιδιών οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι τα παιδιά προσήλθαν κανονικά στο σχολείο. Η διευθύντρια ειδοποίησε αμέσως την Αστυνομία και άρχισε η αναζήτηση των παιδιών. Δάσκαλοι και μαθητές οι οποίοι είχαν δει τον εφεσείοντα στο σχολείο, χωρίς όμως να τους κινήσει υποψίες, έδωσαν περιγραφή του. Το γεγονός της απαγωγής των παιδιών έλαβε δημοσιότητα στον τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μετά από βάσιμες πληροφορίες, η Αστυνομία οδηγήθηκε στον εφεσείοντα, το διαμέρισμα του οποίου επισκέφθηκαν δύο αστυνομικοί. Αφού εξήγησαν στον εφεσείοντα τον λόγο της εκεί παρουσίας τους, ο εφεσείων ανέφερε ότι γνωρίζει την υπόθεση. Ερωτηθείς δε για τις κινήσεις του κατά τη διάρκεια της ημέρας, ανέφερε ότι κοιμόταν και δεν έφυγε από το διαμέρισμα. Ακολούθως ανέφερε ότι σε κάποιο στάδιο πήγε στο φαρμακείο αλλά δεν θυμόταν πολλά πράγματα καθότι όπως ανέφερε, αναληθώς, ήταν καρκινοπαθής. Έδωσε τη συγκατάθεσή του στους αστυνομικούς για έρευνα του διαμερίσματος αλλά τους ζήτησε να κάνουν ησυχία διότι στο ένα υπνοδωμάτιο, του οποίου η πόρτα ήταν κλειστή, κοιμόταν η ξαδέλφη του η οποία ήταν πολύ στενοχωρημένη γιατί την προηγούμενη ημέρα ήταν η κηδεία της προγιαγιάς τους. Η πόρτα του δικού του υπνοδωματίου ήταν κλειδωμένη, την ξεκλείδωσε και κατά την έρευνα που ακολούθησε εντοπίστηκε καρτέλα με σχοινάκι στην οποία από τη μια υπήρχε η φωτογραφία του και ανεγράφετο ότι είναι υπάλληλος των δημοσίων έργων και από την άλλη ότι είναι δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Καμάρων. Ερωτηθείς ποια ήταν η εργασία του, ο εφεσείων ανέφερε ότι είναι σχεδιαστής ιστοσελίδων στο διαδίκτυο. Μετά από επίστηση της προσοχής του στο νόμο, χωρίς αυτός να απαντήσει οτιδήποτε, οι αστυνομικοί περιόρισαν τον εφεσείοντα και άνοιξαν την πόρτα του άλλου δωματίου όπου εντόπισαν τον A και τον B να κοιμούνται. Έθεσαν τον εφεσείοντα υπό σύλληψη για το αδίκημα της άδικης απόκρυψης και περιορισμού αρπαγέντος προσώπου και αφού του επέστησαν εκ νέου την προσοχή του στο νόμο, αυτός απάντησε «εν ο πατέρας τους που φταίει». Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει τι εννοούσε, ο εφεσείων έλεγε διάφορες ασυναρτησίες.
Τα παιδιά κοιμόντουσαν σκεπασμένα. Ο ένας αστυνομικός απομάκρυνε το σκέπασμα και είδε τον B να φορεί μόνο το σχολικό παντελόνι χωρίς φανέλα σε αντίθεση με τον A που ήταν ντυμένος κανονικά. Ξύπνησε τα παιδιά και διαπίστωσε ότι φαίνονταν ναρκωμένα. Όταν τα ρώτησε τι έγινε, ο A είπε ότι ήπιαν λεμονάδα και κοιμήθηκαν. Ο B ήθελε να κάνει εμετό και φαινόταν καταβεβλημένος. Λόγω της κατάστασής τους, τα παιδιά μεταφέρθηκαν αμέσως από αστυφύλακες στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας όπου διαπιστώθηκε ότι ο B παρουσίαζε χαμηλή πίεση, ωχρότητα, υπνηλία, έκανε εμετό, είχε έντονο ρίγος, βρισκόταν σε ψυχική αναστάτωση και είχε μέτριου βαθμού αφυδάτωση. Του χορηγήθηκαν ενδοφλέβια υγρά και ξηρή τροφή. ΟA ήταν ξύπνιος και επικοινωνούσε με μικρή δυσαρθρία. Επίσης παρουσίαζε ήπια αφυδάτωση και του χορηγήθηκαν ενδοφλέβια υγρά. Τα δύο παιδιά εξετάστηκαν και ιατροδικαστικά και λήφθηκαν αίμα και ούρα. Ο B εισήχθη στην παιδιατρική κλινική για νοσηλεία μέχρι την επόμενη μέρα. Δόθηκαν και για το A οδηγίες για νοσηλεία, όμως ο πατέρας του, ο οποίος είναι ιατρός, τον μετέφερε η ώρα 20:30 στο σπίτι του.
Εν τω μεταξύ, παραλήφθηκαν κλειστά κυκλώματα τα οποία δείχνουν τον εφεσείοντα και τα παιδιά να φεύγουν από το σχολείο κατευθυνόμενα προς την υπόγεια διάβαση και την οικία του εφεσείοντα.
Ανακρινόμενος, ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι απήγαγε τα παιδιά με σκοπό να ζητήσει λύτρα από τους γονείς τους λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Επέλεξε τα συγκεκριμένα παιδιά τυχαία, ενώ είπε σε τρίτο παιδί το οποίο ήταν με τα άλλα δύο, ότι δεν το χρειαζόταν. Ήθελε δύο παιδιά σε περίπτωση που οι γονείς του ενός δεν είχαν τα χρήματα τα οποία θα ζητούσε. Παραδέχθηκε ότι σχεδίασε το έγκλημα μερικές μέρες προηγουμένως για την υλοποίηση του οποίου προέβη σε προετοιμασία με την αγορά τηλεφωνικών καρτών, την ετοιμασία καρτέλας και την επίδεση του χεριού του. Παραδέχθηκε, επίσης ότι έβαλε χάπια στη λεμονάδα των παιδιών για να κοιμηθούν και πως κατανάλωσε και ο ίδιος χάπια. Ανέφερε, επίσης ότι παρακολουθούσε διαδικτυακά τις ειδήσεις και τα περί της απαγωγής και πως μετάνιωσε που έβαλε τα παιδιά σε κίνδυνο.
Και τα δύο παιδιά, όπως σημειώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, παρακολουθούνται από κλινική ψυχολόγο, οι δε γονείς και τα αδέλφια τους πέρασαν έντονο φόβο, αγωνία και άγχος για τη ζωή τους, αλλά και μετά τον εντοπισμό τους για την ψυχική και σωματική κατάσταση τους.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων η οποία, καθώς σημείωσε, αντανακλάται στις ανώτατες ποινές που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154 των 7 ετών φυλάκισης για το αδίκημα της απαγωγής (άρθρο 250) και της δια βίου φυλάκισης για την περιαγωγή σε νάρκωση (άρθρο 227). Περαιτέρω, κατέγραψε πως δεν εντόπισε οποιαδήποτε παρόμοια υπόθεση απαγωγής και περιαγωγής σε νάρκωση παιδιών με απαίτηση λύτρων στην κυπριακή νομολογία. Γι’ αυτό ανέτρεξε για καθοδήγηση σε αγγλική νομολογία[1] με τη διευκρίνηση ότι στην Αγγλία η δια νόμου ποινή για την απαγωγή είναι η ισόβια φυλάκιση - όπως είναι η προβλεπόμενη από τον κυπριακό Ποινικό Κώδικα ποινή για την περιαγωγή σε νάρκωση - σε αντίθεση με την επταετή ποινή για απαγωγή που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας.
Μη αποδεχόμενο τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί έλλειψης σχεδιασμού από μέρους του, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στα γεγονότα, τόσο πριν όσο και μετά την απαγωγή, τα οποία φανερώνουν «τον πολύ καλό σχεδιασμό και προμελέτη του όλου εγχειρήματος εκ μέρους του» αλλά και ότι δεν πρόκειται για «έγκλημα καθοδηγούμενο υπό την επήρεια φαρμάκων» ως ήταν επίσης θέση του εφεσείοντα. Θεώρησε ως άκρως επιβαρυντικό το γεγονός ότι ο εφεσείων χορήγησε με ανέλεγκτο και εξαιρετικά επικίνδυνο για παιδιά στην ηλικία των θυμάτων του, φαρμακευτικό σκεύασμα που επιφέρει βαριές και έντονες αντιδράσεις, ενώ η υπερδοσολογία μπορεί να επιφέρει κώμα ακόμα και θάνατο. Τα πολλαπλής μορφής σοβαρά ψυχολογικά τραύματα τα οποία απαιτούν συστηματική ψυχολογική στήριξη των παιδιών αποτέλεσε «ακόμα ένα ιδιαίτερο σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα», καθώς και ο χρόνος της κράτησης και περιορισμού των παιδιών, ιδιαίτερα ο χρόνος που αυτά βρίσκονταν σε κατάσταση νάρκωσης. Τονίζοντας δε πως η νάρκωση αυτή καθ’ αυτή στα παιδιά αποτελεί μορφή βίας, κακομεταχείρισης και βασανιστηρίου το Κακουργιοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η συμπεριφορά του δεν ήταν καταπιεστική ή βίαιη προς τα παιδιά.
Υπέρ του εφεσείοντα λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο οι προσωπικές και άλλες συνθήκες του, μεταξύ αυτών και τα όσα καταγράφονται σε ιατρικό πιστοποιητικό αναφορικά με την ψυχική του υγεία και τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, το λευκό ποινικό μητρώο του, την ηλικία του και όλα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του για μετριασμό της ποινής.
Ακολούθως, αφού όρισε το ύψος των ποινών φυλάκισης, το Κακουργιοδικείο εξέτασε το ενδεχόμενο οι επιβληθείσες ποινές να συντρέχουν ή να είναι διαδοχικές. Κατέγραψε, επί τούτου, σειρά νομολογίας[2], ενώ άντλησε καθοδήγηση και από τις κατευθυντήριες οδηγίες του Sentencing Council του Ηνωμένου Βασιλείου, Offences Taken into Consideration and Totality Definitive Guideline, 2012 αναφορά στις οποίες γίνεται στην Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541, ECLI:CY:AD:2014:B496. Για να καταλήξει πως, τόσο από την εν λόγω νομολογία όσο και από την ερμηνεία του όρου «ενιαία συμπεριφορά», προέκυπτε ότι «έστω και αν η συμπεριφορά και η πράξη του κατηγορούμενου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ενιαία, επενεργούν και λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες και παράμετροι, μεταξύ αυτών, πρωτεύοντα ρόλο έχει αν η συμπεριφορά εκείνη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ενιαία, προκαλεί απέχθεια, φρίκη και αποστροφή και περιλαμβάνει πέραν του ενός θύματα…». Aπάντησε καταφατικά στο ερώτημα κατά πόσο η περιαγωγή σε νάρκωση των παιδιών, σχετιζόταν με την απαγωγή ώστε να θεωρηθεί ως μέρος ενιαίας συμπεριφοράς για να μπορούσε να επιβληθεί συντρέχουσα ποινή με εκείνη της απαγωγής και διέταξε όπως οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης στις κατηγορίες 1 και 3 συντρέχουν μεταξύ τους και όπως οι ποινές στις κατηγορίες 2 και 4 επίσης συντρέχουν μεταξύ τους. Κατέληξε δε, μετά από αναφορά σε νομολογία[3], οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 2 και 4 να είναι διαδοχικές με τις συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 1 και 3, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Λάβαμε υπόψη μας όλους τους σχετικούς παράγοντες και αναλογιστήκαμε κάθε τι σχετικό με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Συνεκτιμήσαμε το πρωτοφανές της εγκληματικής δράσης και συμπεριφοράς του κατηγορούμενου σε βάρος δύο μικρών και αθώων παιδιών που προσέτρεξαν να βοηθήσουν τον κατηγορούμενο, προφασιζόμενος ότι ήταν δάσκαλος και κατέληξαν τελικά υπό απαγωγή και άδικο και κρυφό περιορισμό και σε κατάσταση ομηρίας, ναρκωμένα επί επτάωρο στο δωμάτιο ενός διαμερίσματος, με σκοπό την αναζήτηση λύτρων. Οι σωματικοί κίνδυνοι που διέτρεξαν, λόγω της χορήγησης ναρκωτικού εκ μέρους του κατηγορούμενου, ήταν άμεσα προφανείς, ορατοί και ενδεχόμενοι, μη αποκλειόμενης και της απώλειας της ζωής τους. Τα ψυχολογικά τραύματα που άφησε η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, τόσο στα παιδιά όσο και στις οικογένειες τους έχει αρκούντως περιγραφεί. Οι ενέργειες του συντάραξαν και σόκαραν ολόκληρη την κοινωνία που κατελήφθη με αισθήματα φόβου, άγχους και ανασφάλειας. …. Η ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί θα πρέπει να είναι ανάλογη του βάρους των πράξεων του κατηγορούμενου, και των επί μέρους κατηγοριών που αντιμετωπίζει, αλλά και των πολλαπλών επιπτώσεων που επέφεραν αυτές στα θύματα του, τις οικογένειες τους, αλλά και στην κοινωνία γενικά.
…Οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 2 και 4, θα είναι διαδοχικές με τις συντρέχουσες ποινές που επιβάλαμε στις κατηγορίες 1 και 3. Το σύνολο των επιβληθεισών ποινών ανέρχονται στα 16 χρόνια, ώστε κατά την κρίση μας, αντανακλούν τη σοβαρότητα, το μέγεθος, την έκταση αλλά και τις επιπτώσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, αποστέλλοντας τα κατάλληλα αποτρεπτικά μηνύματα σε κάθε επίδοξο παραβάτη».
Η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης, ότι η ποινή των 8 ετών την οποία το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα στις κατηγορίες της χορήγησης φαρμακευτικής ουσίας κατά παράβαση του άρθρου 227 του Ποινικού Κώδικα, είναι υπερβολική και δεν συνάδει με τους μετριαστικούς παράγοντες του εφεσείοντα και τη νομολογία[4], (1ος λόγος έφεσης). Η απόφαση δε του Κακουργιοδικείου να επιβάλει διαδοχικές ποινές ανερχόμενες συνολικά σε 16 έτη ετών είναι λανθασμένη και ή αδικαιολόγητη (2ος λόγος έφεσης).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε τον πρώτο λόγο έφεσης με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, (2015) 2 ΑΑΔ 680, ECLI:CY:AD:2015:D672, στην οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου να επιβάλει διαδοχικές ποινές φυλάκισης απολήγουσες στη σωρευτική ποινή της 26ετους φυλάκισης. Επισημαίνοντας ότι στις έξι κατηγορίες που αφορούσαν στην περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, ήτοι βιασμού, το Κακουργιοδικείο είχε επιβάλει ποινή φυλάκισης 4 ετών σε κάθε κατηγορία, ενώ ο αριθμός των γυναικών θυμάτων, ασθενείς του εφεσείοντα γιατρού, ήταν μεγάλος, μεταξύ των οποίων και ανήλικη, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς η μεγάλη διαφοροποίηση από την υπόθεση εκείνη.
Ειδικά, σε σχέση με τον 2ο λόγο, υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση για επιβολή διαδοχικών ποινών δεν συνάδει με τις νομολογιακές αρχές ως προς τη διαδοχικότητα[5]. Αυτό γιατί η εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντα αποτελούσε μια ενιαία πράξη με όλες τις ενέργειες του να καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα με την ίδια χρονική διασύνδεση μεταξύ τους. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιβάλλονται διαδοχικές ποινές με τη διάρκεια της εγκληματικής πράξης, εν προκειμένω επτά περίπου ώρες μόνο, να είναι παράγοντας που νομολογιακά λαμβάνεται υπόψη[6]. Επίσης, η διαδοχικότητα στις ποινές δεν συνήδε με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και τους μετριαστικούς παράγοντες του εφεσείοντα. Κατά τον εφεσείοντα, η κρίση του Κακουργιοδικείου επηρεάστηκε από «μη εκδηλωμένες και/ή ενδεχόμενες πράξεις ή συνέπειες που θα επέφεραν πράξεις του» κατά των παιδιών.
Αποτέλεσε εισήγηση επίσης, ότι όταν για ειδεχθή αδικήματα με μεγαλύτερες ζημιές στα θύματα επιβάλλονται ποινές 10 ετών και κάτω[7], δεν νοείται στην προκειμένη περίπτωση να επιβάλλεται 16ετή ποινή. Πέραν τούτου, η παραμονή του εφεσείοντα για τόσα χρόνια μακρυά από τις εξελίξεις του αντικειμένου εργασίας του, με την αποφυλάκισή του θα είναι ανίκανος να προσφέρει οτιδήποτε στην κοινωνία, την οικογένειά του ή τον εαυτό του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με αναφορά σε νομολογία. Εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε σοβαρά υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που επικαλέστηκε ο εφεσείων, επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι οι σοβαρές και πρωτοφανείς άνομες ενέργειες του εφεσείοντα είχαν πολλαπλές επιπτώσεις στα δύο ανήλικα θύματα, στις οικογένειες τους αλλά και στην κοινωνία.
Οι προηγούμενες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, για το λόγο ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά σημείωσε το Κακουργιοδικείο, δεν υπήρξε ποτέ παρόμοια υπόθεση στην Κύπρο. Οι υποθέσεις δε στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, όπως καταγράφηκε και στην πρωτόδικη απόφαση, «απέχουν κατά πολύ από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ώστε να μην είναι καθοδηγητικές και επιβοηθητικές στο έργο του δικαστηρίου».
Εξετάσαμε με προσοχή την απόφαση του Κακουργιοδικείου και είμαστε ικανοποιημένοι ότι έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες που τέθηκαν για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Αντίθετα δε με τη θέση που προωθήθηκε από τον εφεσείοντα, συνυπολόγισε τους μετριαστικούς παράγοντες και εν γένει τα ενώπιον του δεδομένα. Έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί ότι η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής, δεν μπορεί να οδηγεί σε εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων, ούτε του στοιχείου της αποτροπής της ποινής (Θεοδώρου ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 376). Και εδώ, όπως εύστοχα παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων ήταν «ιδιαιτέρως ειδεχθή αλλά και εξωφρενικά». Κρίνουμε, λοιπόν, ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης των οκτώ ετών δεν είναι έκδηλα υπερβολικές ώστε να χωρεί επέμβαση του Εφετείου προς μείωση τους.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε τη διαδοχικότητα των συντρεχουσών ποινών που είχε επιβάλει, για την οποία ο εφεσείων επίσης παραπονείται.[8]
Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς την επιβολή συντρέχουσων ή διαδοχικών ποινών, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση αρ. 132/17, ημερομηνίας 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B260, ως ακολούθως:
«Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas Principles of Sentencing, σελ. 47 κ. επ.). Η ομοιότητα των παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v. P. (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).
Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα όπως όταν κάποιος διαπράττοντας σεξουαλικό αδίκημα, προχωρεί ταυτόχρονα φεύγοντας και σε ληστεία του θύματος (R. v. Buckland [2013] EWCA Crim 91, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B214.
Η αρχή που υπερίπταται στη διαδοχικότητα είναι αυτή της συνολικότητας. Οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες εν τω συνόλω τους με τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Η επιβαλλόμενη ποινή οφείλει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη. Αυτή είναι και η οδηγούσα αρχή του Sentencing Guidelines Council: Definitive Guideline του 2012. Σημειώνεται όμως επίσης ότι αδικήματα τα οποία έστω και αν απορρέουν από την ίδια συμπεριφορά ή είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα εκ της φύσεως τους, δυνατόν να επισύρουν την ανάγκη για διαδοχικές ποινές εάν οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το Νόμο, αυτό δεν αποκλείεται όταν κρίνεται αναγκαίο (Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292). Στον Thomas, ανωτέρω, ανωτέρω, σελ. 56, αναφέρεται ότι ακόμη και εάν δύο αδικήματα είναι χρονικά συνδεδεμένα αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι θα αντιμετωπισθούν ως μέρος μιας συμπεριφοράς εάν είναι κατ’ ουσίαν διαφορετικά σε χαρακτήρα ή έχουν αναφορά σε διαφορετικό θεματολόγιο.»
Και πρόσφατα, στην υπόθεση Μούζου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 127/2020, απόφαση ημερ. 18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B119.
Εξετάζοντας κατά πόσο θα πρέπει να επιβάλλονται συντρέχουσες ποινές ως θέμα πρακτικής όταν τα αδικήματα πηγάζουν από το ίδιο περιστατικό, το αγγλικό Εφετείο παρατήρησε τα ακόλουθα στην R v. Lawrence (Justin Paul), (1989) 11 Cr. App. R.(S) 580:
«It seems to this Court that the problem is really one of determining what sentence is appropriate to the offences taken as a whole, that is to say the whole of the criminal activity of the defendant on that particular occasion. Driving whilst disqualified, one would have thought, is obviously not so serious as driving whilst disqualified and with an excess of alcohol in the blood stream. The latter plainly deserves greater punishment if justice is going to be done. Whether that is done by imposing shorter sentences to run consecutively or longer sentences to run concurrently, does not really in the end make any difference. »
Πιο πρόσφατα το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση R v. Shahid (Shazad) [2021] 2 Cr. App.R.(S.) 6 (υπόθεση ναρκωτικών) παρατήρησε τα ακόλουθα σχετικά με το Definitive Guideline του 2012 του Sentencing Guidelines Council:
« …the guideline makes clear that there is no inflexible rule governing whether sentences should be structured as concurrent or consecutive components. The overriding principle is that the overall sentence must be just and proportionate.
[….]
We agree with the single judge that where different drugs are being supplied at the same time and might attract a single sentence it should be increased to reflect the overall criminality. In those circumstances it is acceptable to impose consecutive sentences of a shorter length to achieve the correct outcome.»
Αυτό που προκύπτει από το Definitive Guideline (ανωτέρω) και από τη νομολογία, είναι πως δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας που να διέπει κατά πόσο οι ποινές πρέπει να δομούνται (structured) ως συντρέχουσες ή διαδοχικές. Η πρωταρχική αρχή είναι ότι η συνολική ποινή πρέπει να είναι δίκαια και αναλογική.
Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στο γεγονός ότι είχε ενώπιον του μια ενιαία εγκληματική συμπεριφορά και ότι για τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2 ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου. Συνεπώς, θα μπορούσε να είχε επιβάλει στις κατηγορίες αυτές αυστηρότερες συντρέχουσες μεταξύ τους ποινές.
Έχοντας δε εξαντλήσει το μέτρο της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα σε οκταετή ποινή φυλάκισης σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι οι επιμέρους ποινές δεν επαρκούσαν για να στιγματίσουν την ολική έκνομη συμπεριφορά του και διέταξε τη διαδοχικότητα τους, η οποία απέληξε στο διπλασιασμό της κάθε ποινής και σε συνολική ποινή φυλάκισης 16 ετών.
Αναμφίβολα, τα περιστατικά της υπόθεσης την καθιστούσαν από τις σοβαρότερες του είδους. Το Κακουργιοδικείο τα απαρίθμησε στο σκεπτικό της απόφασης του να επιβάλει διαδοχικές ποινές, το οποίο παραθέσαμε ανωτέρω, και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Ωστόσο, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε στα περιστατικά αυτά που να δικαιολογούσε την επιβολή διαδοχικών ποινών. Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί στα πλαίσια μιας εγκληματικής ενέργειας και συνδέονταν μεταξύ τους θεματικά και χρονικά. Ως θέμα αρχής, λοιπόν, η διαδοχικότητα των ποινών φυλάκισης στις κατηγορίες 1 και 2 ήταν λανθασμένη, ενώ το αθροιστικό τους αποτέλεσμα ξεπερνούσε το όριο, καθιστώντας τη συνολική ποινή δυσανάλογη προς την ενιαία εγκληματική του συμπεριφορά.
Υπό το φως των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Δικαιολογείται, λοιπόν, η αναδιάρθρωση της ποινής, κατά τρόπο που να αντανακλάται η αρχή της συνολικότητας και η σοβαρότητα των εγκληματικών πράξεων του εφεσείοντα, για τα οποία ο νομοθέτης προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης δια βίου. Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση των ποινών στις κατηγορίες 1 και 2, οι οποίες, όμως να συντρέχουν μεταξύ τους.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει ως πιο πάνω. Η ποινή φυλάκισης των 8 ετών φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2 αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 13 ετών σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές να συντρέχουν μεταξύ τους. Η διαταγή για διαδοχικότητα ακυρώνεται. Νοείται ότι η ποινή φυλάκισης των 4 ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στην 3η κατηγορία θα είναι συντρέχουσα με την ποινή φυλάκισης των 13 ετών στην 1η κατηγορία. Το ίδιο ισχύει για την ποινή φυλάκισης των 13 ετών που επιβλήθηκε στην 4η κατηγορία, η οποία θα είναι συντρέχουσα με την ποινή που επιβλήθηκε στη 2η κατηγορία.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] R. v. Edwards [2016] EWCA Crim 1592, R. v. Williams [2018] EWCA Crim 121, R. v. Smickele and others [2012] EWCA Crim 1470, R. v. Stephens [2011] 1 Cr App R (S), R. v. Syed Ahmed & Others [2011] 2 Cr App R(S) 35, R. v. Spence and Thomas (1983) 5 Cr App R(S) 413.
[2] Ν. Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2ΑΑΔ 762, Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2ΑΑΔ 62, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2ΑΑΔ 123, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (2006) 2ΑΑΔ 188
[3] Δημητρίου (Μιχαήλ) ν. Αστυνομίας (2007) 2ΑΑΔ 21, R. v. Mannan [2016] EWCA Crim 1082, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2ΑΑΔ 331.
[4] με ιδιαίτερη αναφορά στην Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, (2015) 2ΑΑΔ 680, ECLI:CY:AD:2015:D672 στην οποία, για το ίδιο αδίκημα, επιβλήθηκε ποινή 4 ετών.
[5] Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2ΑΑΔ 123, Τρύφωνος ν. Αστυνομίας (2009) 2ΑΑΔ 197, Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 433
[6] Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 762
[7] Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (2006) 2 ΑΑΔ 183, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπαγεωργίου (2007) 2 ΑΑΔ 514
[8] Ν.Ν v Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 762, Παπαχρίστου ν Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 62, Μιχαήλ ν Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Πέτρου (2006) 2 ΑΑΔ 188, Ευσταθίου ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541, ECLI:CY:AD:2014:B496, Ομήρου ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214, Αχιλλέως ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 331, Δημητρίου (Μιχαήλ) ν Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 21 και R v Mannan [2016] EWCA Crim 1082.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο