ΕΛΕΝΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 68/2020, 11/5/2022

ECLI:CY:AD:2022:B180

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 68/2020)

 

 

 11 Μαΐου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

                            

xxx ΕΛΕΝΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

________________________________________________________________________

 

Β. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

                                        Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων παραδέχτηκε την κατοχή ναρκωτικών και την κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα. Επρόκειτο για κάνναβη (810,44 γρ.) και κοκαΐνη (100 και 35 γρ.). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στις κατηγορίες της κατοχής με σκοπό την προμήθεια με μεγαλύτερη αυτή των οκτώ ετών.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 9/12/2019, μετά από πληροφορία και παρακολούθηση, μέλη της ΥΚΑΝ ανέκοψαν αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο Εφεσείων. Κατά την έρευνα που ακολούθησε εντοπίστηκε μεταξύ της θέσης οδηγού και συνοδηγού πλαστικό ποτήρι με τεμάχια από νάιλον σακούλια, τεμάχια κολλητικής ταινίας και ίχνη κοκαΐνης. Μέσα σε αποθηκευτικό χώρο μπροστά από την θέση του συνοδηγού εντοπίστηκε ζυγαριά ακρίβειας με ίχνη κοκαΐνης. Στην συνέχεια, μέσα στο εσώρουχο του κατηγορούμενου εντοπίστηκε κοκαΐνη συνολικού βάρους 100,1 γραμμαρίων, μέσα σε πλαστικό σακούλι.

 

 

Αργότερα την ίδια μέρα ερευνήθηκε το διαμέρισμα του Εφεσείοντα όπου εντοπίστηκαν μαύρο σακούλι με 24 νάιλον συσκευασίες με κάνναβη συνολικού βάρους 810,44 γραμμαρίων, πλαστικό σακούλι με ίχνη κάνναβης, πλαστικό σακούλι με 35 γραμμάρια κοκαΐνης, αλεστήρι με ίχνη κάνναβης και ζυγαριά ακρίβειας με ίχνη κάνναβης.

 

Ο Εφεσείων την ίδια μέρα έδωσε κατάθεση στην οποία παραδέχτηκε την κατοχή όλων των ανευρεθέντων, καθώς και ότι την ανευρεθείσα κοκαΐνη και τις 24 συσκευασίες με κάνναβη τα κατείχε με σκοπό να τα πωλήσει λόγω της κακής του οικονομικής κατάστασης.

 

Ο Εφεσείων βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες στις υποθέσεις:

 

Στις 26/10/2005 του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές τετραετούς φυλάκισης για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 132 γραμμαρίων και 246 γραμμαρίων καννάβεως αντιστοίχως.

 

Στις 21/12/2012 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι ετών σε κατηγορία κατοχής 688 γραμμαρίων καννάβεως με σκοπό την προμήθεια. Η ποινή μειώθηκε μετά από έφεση σε πέντε έτη.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει τις επιβληθείσες ποινές με 4 Λόγους Έφεσης.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «ενώ έδωσε λεκτική σημασία στους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, εντούτοις δεν τους έλαβε δεόντως υπόψη». Με το 2ο και 4ο Λόγο Έφεσης διατείνεται ότι υπήρξε σφάλμα αρχής, δυσαναλογία, ασυνέπεια και αδικαιολόγητη διάκριση στο ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο εξομοίωσε την ποινή που επέβαλε για την κατοχή με σκοπό την προμήθεια της κάνναβης με την κοκαΐνη. Με τον              3ο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντα.

 

Σε ό,τι αφορά τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993)                     2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16/5/2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015).

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Θα πρέπει να υπομνηστεί εξ’ αρχής ότι η νομολογία υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικές ουσίες. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ναρζίπ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2014, ημερ. 21/11/2014, η ενασχόληση με τα ναρκωτικά, είτε για ιδία χρήση ή κατά μείζονα λόγο με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτους, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Bora ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018:

 

«Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών».

 

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως αυτή προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, αλλά και ένεκα «των ευρύτερων κοινωνικών και άλλων συνεπόμενων που επιφέρουν στον κοινωνικό ιστό» σε συνάρτηση «με την πολύ μεγάλη, δυστυχώς, συχνότητα διάπραξης τους σε συνδυασμό και με την κοινωνική απαξία που τα χαρακτηρίζει» η οποία, ως ορθώς επεσήμανε, επιτάσσει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε και σε παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό της ποινής όπως το είδος, η ποσότητα των ναρκωτικών και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται καθώς και η ψηλή, στην προκείμενη περίπτωση, καθαρότητα της κοκαΐνης [75%] και το απροσδιόριστο της ποιότητας της καννάβεως.

 

Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στις συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων, ορθά υπογράμμισε το γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε εμφανώς σταθμίσει τα πράγματα προτού αποφασίσει να προχωρήσει με την εκτέλεση της εγκληματικής του συμπεριφοράς, συνδράμοντας ενεργώς ως μεταφορέας των επίδικων ναρκωτικών στη διάδοση του ολέθρου και της καταστροφής λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που περιέγραψε ο συνήγορος του, ήτοι για να εξασφαλίσει τη δόση του, όντας ο ίδιος χρήστης ναρκωτικών.

 

Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του.  Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Όπως διαπιστώνεται, αφού κατέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις σχετικές με το πρόσωπο του Εφεσείοντα πληροφορίες που μπορούσαν να έχουν σημασία για την επιμέτρηση της ποινής, όπως αυτές προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας και όπως ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του, κατευθύνθηκε ορθά από τη νομολογία αναφορικά με το βαθμό που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη  για τέτοιου είδους αδικήματα. Με αναφορά στις υποθέσεις Παναγιώτου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478, 484-485, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 124, 129-130 και Jovanovic v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635, 638, σημείωσε ότι, ακόμη και στα σοβαρότερα των αδικημάτων, το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής «ουδόλως συρρικνώνεται ή ατονεί» χωρίς, ωστόσο, η διεργασία εξατομίκευσης να «υπερακοντίζει το έτερο καθήκον επιβολής της αρμόζουσας ποινής που η νομοθεσία προβλέπει και η νομολογία υποδεικνύει».

 

Επιπλέον, το Κακουργιοδικείο λαμβάνοντας υπόψη την άμεση ομολογία και παραδοχή του Εφεσείοντα προς την Αστυνομία και την επί τούτω συνεργασία του με τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, ορθά επεσήμανε ότι η παραδοχή, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή αφού «αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων» (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28).

 

Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη προς όφελος του Εφεσείοντα οι προσπάθειες που κάνει για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά.  

 

Ο Εφεσείων, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες για συναφή αδικήματα στις οποίες του έχουν επιβληθεί σοβαρές ποινές φυλάκισης και οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών οπωσδήποτε περιόριζε το εύρος της επιείκειας που μπορούσε, εν προκειμένω, να επιδειχθεί χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ο Εφεσείων θα τιμωρείτο για τα ίδια δεύτερη φορά ή ότι οι προηγούμενες καταδίκες του θα αποτελούσαν  στοιχείο που θα απέληγε σε τιμωρία του πέραν εκείνης που επέβαλλε η σοβαρότητα των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Από την άλλη η ύπαρξη των εν λόγω καταδικών συνιστούσε ένδειξη της ευρύτερης στάσης και του σεβασμού του Εφεσείοντα στους νόμους της Πολιτείας και δεν μπορούσε να αναμένει την περαιτέρω επιείκεια του Δικαστηρίου στην οποία μπορούσε να προσδοκεί κάποιος με λευκό ποινικό μητρώο (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17, Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γεωργίου, άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Iordache v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 430/2019, ημερ. 7/4/2020).

 

Με το 2ο και 4ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι υπήρξε δυσαναλογία και αδικαιολόγητη διάκριση στο ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν εφόσον, σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξομοίωσε την ποινή που επέβαλε στην κατοχή της κάνναβης με σκοπό την προμήθεια με τις ποινές που επέβαλε για την κατοχή της κοκαΐνης με σκοπό την προμήθεια. Κατά την αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι η ποινή που επιβλήθηκε για την παράνομη κατοχή 810,44 γραμμαρίων κάνναβης με σκοπό την προμήθεια (οκτώ έτη), εξομοιώθηκε με την ποινή που επιβλήθηκε «για τα 135 γραμμάρια κοκαΐνης» (έξι έτη για τα 100,1 γρ. και δύο έτη για τα 35 γρ.).

 

Δεν διαπιστώνουμε η επιβληθείσα ποινή των οκτώ ετών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια κάνναβης, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, είτε από μόνη της είτε σε σύγκριση με τις ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες της κατοχής κοκαΐνης με σκοπό την προμήθεια να αφίσταται του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα με βάση τη σχετική νομολογία. Παρά το ότι επρόκειτο για ναρκωτικά τάξεως Β, η ποσότητα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αυτό δε που ενέχει σημασία είναι κατά πόσο η τιμωρία των οκτώ ετών για τη συνολική εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα ήταν έκδηλα υπερβολική.

 

Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες, όπως επεσήμανε, δίδουν το στίγμα των ευρύτερων παραμέτρων επιμέτρησης ποινής σε παρόμοιες περιπτώσεις, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι «ουδέποτε κατά την επιμέτρηση της ποινής είναι δυνατόν να αντληθεί άμεση βοήθεια από προηγούμενες αποφάσεις λόγω των ιδιαίτερων γεγονότων της κάθε υπόθεσης» (LCA Domiki Ltd v. RKA Kikkos Developers Ltd κ.ά., Ποινική Έφεση Αρ. 116/2011, ημερ. 17/3/2015 και Πολυδώρου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 141/2017, ημερ. 31/5/2019).

 

Θα αναφερθούμε σε δύο αποφάσεις από αυτές τις οποίες το Κακουργιοδικείο παρέθεσε, οι οποίες είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για ό,τι κειμένως απασχολεί.

 

Στην Ahmed και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 801, επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης με ανώτατη ποινή έξι ετών για προμήθεια ρητίνης καννάβεως συνολικού βάρους «... περίπου 947γρ...», σε νεαρούς κατηγορουμένους, με λευκό ποινικό μητρώο, μετά από παραδοχή και με τον ιθύνοντα νου να είναι άλλο πρόσωπο που δεν συνελήφθη. Η ποινή χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο, ως «... αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις και οπωσδήποτε όχι έκδηλα υπερβολική».

 

Στην Soleimani ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 476, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών μετά από παραδοχή, για κατοχή 977.7691 γραμμαρίων ρητίνης καννάβεως με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 26 ετών. Δεν ήταν ο ιθύνων νους, συνεργάστηκε με την Αστυνομία και ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Ο ρόλος του κατηγορουμένου ως μεταφορέα των ναρκωτικών (που εντοπίστηκαν στο μοτοποδήλατο που οδηγούσε μετά από ανακοπή του και αστυνομική έρευνα στο χώρο αποσκευών), χαρακτηρίστηκε ως «... ιδιαιτέρως σημαντικός, θα προσθέταμε απαραίτητος, πράγμα που δικαιολογεί και την περαιτέρω παρατήρηση του Κακουργιοδικείου πως η δράση του δεν διέφερε από τη δράση οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί ως έμπορος ναρκωτικών».

 

Θα προσθέταμε στο σημείο αυτό και την υπόθεση Πολυδώρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 492, στην οποία επικυρώθηκε η επιβολή ποινής φυλάκισης οκτώ ετών στον εφεσείοντα για κατοχή 733 γραμμαρίων κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο.

 

Το παράπονο του Εφεσείοντα (με βάση τον 1ο Λόγο Έφεσης) ότι, παρά τη λεκτική αναφορά ότι λαμβάνονταν υπόψη οι μετριαστικοί παράγοντες το Κακουργιοδικείο δεν τους έλαβε δεόντως υπόψη, θα μπορούσε να τεκμηριωθεί αν διαφαινόταν ότι οι επιβληθείσες ποινές δεν ήταν αρμόζουσες και κατέληξαν υπερβολικές υπό τις περιστάσεις.

 

Είναι η κρίση μας ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε προσεκτικά κάθε σχετικό παράγοντα και έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα. Όσον δε αφορά τις προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο που η ίδια η νομολογία καθορίζει και δεν διαπιστώνουμε να δόθηκε σε αυτές υπέρμετρη βαρύτητα, όπως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα (με βάση τον 3ο Λόγο Έφεσης).

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται, οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                        Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                  

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο