Μ & K TELEFONE LTD v. GEO. HA. MA. TELECOMMUNICATIONS LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 73/2021, 19/5/2022

ECLI:CY:AD:2022:D196

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 73/2021)

 

19 Μαίου, 2022

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

Μ & K TELEFONE LTD,

                                                                Εφεσείουσα,

v.

 

1.    GEO. HA. MA. TELECOMMUNICATIONS LTD,

2.    xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

3.    xxx ΠΑΣΧΑΛΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

                   Εφεσιβλήτων.

___________________

Α. Πετρίδης, για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία, για την Εφεσείουσα.

Κ. Γιατρού, για Συμεού & Κονναρής Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Οι εφεσίβλητοι κατηγορήθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής  χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των άρθρων 305Α(1), 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (11η κατηγορία).  Επρόκειτο για ιδιωτική ποινική υπόθεση. 

 

To άρθρο 305Α(1) καθιστά ποινικό αδίκημα την έκδοση επιταγής «… η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία, κατά την οποία αυτή έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε, δεν εξοφλείται, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής, και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της …».

  

Οι εφεσίβλητοι 2 και 3, πρώην κατηγορούμενοι 2 και 3, αθωώθηκαν από το Δικαστήριο στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως με απόφαση του, ημερομηνίας 3.3.2021. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ενώ κατηγορούντο ως εκδότες της επίδικης επιταγής δεν απεδείχθη το συστατικό στοιχείο του αδικήματος της έκδοσης της από τους ίδιους.

 

Η εφεσίβλητη 1 εταιρεία, πρώην κατηγορούμενη 1, μετά που κλήθηκε σε απολογία, αθωώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.5.2021, με το σκεπτικό ότι η επιταγή έπαυσε να είναι εκτελεστή.

 

Προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα, παρατίθενται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του ημερομηνίας 18.5.2021:

 

«…οι διάδικοι υπήρξαν συνεργάτες και συγκεκριμένα η παραπονούμενη προμήθευε τα καταστήματα της κατηγορούμενης 1 στη Λεμεσό με είδη τηλεφωνίας. Για τη μεταξύ τους συνεργασία η παραπονούμενη διατηρούσε σχετικό λογαριασμό. Στα πλαίσια της συνεργασίας τους τον Μάρτη του 2013 παραδόθηκε στην παραπονούμενη η επίδικη επιταγή η οποία είχε υπογραφεί από την κα XXX Πασχάλη Νικολάου [εφεσίβλητη 3], διευθύντρια της κατηγορούμενης 1 η οποία είχε εξουσία να υπογράφει για την έκδοση επιταγών από τον επίδικο λογαριασμό της κατηγορούμενης 1. Η εν λόγω επιταγή παραδόθηκε στον Μ.Κ.1 κ. XXX Γούναρη. Στην επιταγή είχε αναγραφεί επίσης από την κα XXX Πασχάλη Νικολάου το ποσό των €20.000 ολογράφως και αριθμητικά αλλά αυτή δεν είχε χρονολογηθεί ούτε είχε συμπληρωμένο το όνομα του δικαιούχου. Ο Μ.Κ.1 χωρίς να ενημερώσει σχετικά την κατηγορούμενη 1 ή κάποιον από τους διευθυντές της συμπλήρωσε στην επίδικη επιταγή το όνομα της παραπονούμενης και την ημερομηνία 9.9.2015 και την ίδια ημέρα την παρουσίασε στην Τράπεζα Κύπρου για πληρωμή. Η εν λόγω επιταγή δεν τιμήθηκε και στις 10.9.2015 σφραγίστηκε με την ένδειξη «να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα». Στη συνέχεια η επίδικη επιταγή παρουσιάστηκε ακόμα 4 φορές για πληρωμή στις 15.9.2015, 18.9.2015, 23.9.2015 και στις 28.9.2015 χωρίς πάλι να τιμηθεί».

 

 

Σύμφωνα δε με μαρτυρία που δόθηκε από τον κ. Γούναρη (ΜΚ1), διευθυντή της εφεσείουσας, παραπονούμενης, ο οποίος κρίθηκε ως ειλικρινής μάρτυρας από το Δικαστήριο, η εφεσείουσα, στα πλαίσια της συνεργασίας της με την εφεσίβλητη 1, διατηρούσε σχετικό χρεωπιστωτικό λογαριασμό. Η επίδικη επιταγή της δόθηκε από την εφεσίβλητη 1 ως εγγύηση για την κάλυψη αποθέματος εμπορευμάτων που ευρίσκονταν στην κατοχή των εφεσιβλήτων και δεν είχαν πληρωθεί, για να υπάρχει μια εξασφάλιση ότι θα πληρωθεί, με τη συμφωνία ότι οι εφεσίβλητοι θα είχαν πάντοτε διαθέσιμο στο λογαριασμό επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή το ποσό των €20.000. Σε περίπτωση που η οφειλή της εφεσίβλητης 1, στα πλαίσια της συνεργασίας τους, ξεπερνούσε το ποσό αυτό, τότε η εφεσείουσα θα μπορούσε να συμπληρώσει επί της επιταγής την ημερομηνία και να την καταθέσει σε τράπεζα προς πληρωμή «όποτε θέλει», ούτως ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο της εφεσίβλητης 1 να μηδενιστεί, αν αυτό ήταν δυνατό, ή να μειωθεί σε σημαντικό βαθμό.  Η εφεσίβλητη 1 είχε χρεωστικό υπόλοιπο αρκετές φορές.  Τον Ιούλιο 2015 δε, σταμάτησε να αγοράζει προϊόντα από την εφεσείουσα και άρχισε να συνεργάζεται με άλλο πρόσωπο, με αποτέλεσμα η συνεργασία της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη 1 να τερματιστεί.  Η επιταγή κατατέθηκε για πρώτη φορά στις 9 Σεπτεμβρίου 2015 επειδή την τότε περίοδο, η εφεσίβλητη 1 όφειλε στην εφεσείουσα τα ποσά των €2.576 και €28.308,59 δυνάμει δύο ξεχωριστών καταστάσεων λογαριασμού.

 

Επικαλούμενος την υπόθεση Στέλιος Χατζησπύρου ν Βάσου Συμιλλίδη, Ποινική Έφεση Αρ. 139/2015, ημερομηνίας 22.4.2016, τα γεγονότα της οποίας θεώρησε ότι ομοίαζαν με αυτά της ενώπιον του υπόθεσης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε πως η επίδικη επιταγή ήταν επιταγή εν τη εννοία του Nόμου, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Με δεδομένο ότι από τον Μάρτη του 2013 έως τον Σεπτέμβρη του 2015 μεσολάβησαν 2 ½ χρόνια, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση από την παραπονούμενη γιατί αδράνησε να χρονολογήσει την επίδικη επιταγή νωρίτερα, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις ο εν λόγω χρόνος είναι μεγάλος και συνακόλουθα ότι η εξουσία του Μ.Κ.1 να θέσει σε αυτήν την ημερομηνία 9.9.2015 δεν ασκήθηκε εντός ευλόγου χρόνου. Κρίνω επίσης ότι έπραξε τούτο χωρίς να λάβει προηγουμένως και την αναγκαία προς τούτο εξουσιοδότηση της κατηγορούμενης 1. Κρίνω επίσης ότι το γεγονός πως λέχθηκε στον Μ.Κ.1 πως μπορούσε να καταθέσει την επίδικη επιταγή «όποτε θέλει» στην περίπτωση που η κατηγορούμενη 1 είχε υπόλοιπο, δεν αναιρεί την υποχρέωση της παραπονούμενης, αφού μεσολάβησε και το ως άνω μεγάλο χρονικό διάστημα, να ενημέρωνε την κατηγορούμενη για την πρόθεσή της να συμπληρώσει στην επιταγή συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία θα την παρουσίαζε προς πληρωμή, και να εξασφάλιζε προς τούτο τη σχετική εξουσιοδότησή της.

 

Ως αποτέλεσμα κρίνω ότι η συμπλήρωση της ημερομηνίας 9.9.2015 στην επίδικη επιταγή από τον Μ.Κ.1 έγινε χωρίς να ληφθεί προηγουμένως η σχετική και συνάμα αναγκαία εξουσιοδότηση της κατηγορούμενης 1. Αυτό ήταν αναγκαίο να είχε προηγηθεί λόγω του γεγονότος ότι η επίδικη επιταγή είχε ήδη απωλέσει τη νομική υπόστασή της ως επιταγή παύοντας πλέον να είναι εκτελεστή για σκοπούς του Κεφ. 262 και συνακόλουθα και του άρθρου 305 Α του Κεφ. 154.»

 

 

Συνακόλουθα, αθώωσε την εφεσίβλητη 1 στην κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Η έφεση προωθείται στη βάση δύο λόγων. Ο πρώτος αφορά την αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3.3.2021 και ο δεύτερος την απόφαση του ημερομηνίας 18.5.2021.  Είναι η θέση της εφεσείουσας σε σχέση με αμφότερους τους λόγους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το Νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων και στη βάση των ορίων που έθεσε η πρόσφατη νομολογία για το ζήτημα των ακάλυπτων επιταγών.  Στον πρώτο λόγο έφεσης εξειδικεύεται ότι, ακόμα και αν είχε έρεισμα το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3 κατηγορούνταν ως εκδότες, αυτό δεν ήταν αρκετό για να απαλλαγούν από το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο, αναφέρεται ότι η επίκληση από το Δικαστήριο της υπόθεσης  Χατζησπύρου ανωτέρω, ήταν λανθασμένη και δεν ταυτίζεται με τα γεγονότα που αυτό είχε ενώπιον του. 

 

Ως θέμα λογικής σειράς, θα μας απασχολήσει κατά προτεραιότητα ο δεύτερος λόγος έφεσης  καθότι σε περίπτωση που κριθεί αβάσιμος, θα συμπαρασύρει σε αποτυχία και τον πρώτο λόγο.

 

Αμφισβητώντας τα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα εισηγείται ότι το ουσιώδες για την υπόθεση ήταν αν, κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος της συμπλήρωσης της ημερομηνίας επί της επιταγής, υπήρχε οφειλή των εφεσιβλήτων προς την εφεσείουσα που ξεπερνούσε τις €20.000 και όχι ο χρόνος που συμπληρώθηκε η ημερομηνία επί της επιταγής και κατά πόσο είχε ληφθεί σχετική εξουσιοδότηση από τους εφεσίβλητους.  Ταυτόχρονα υποδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε πως η επιταγή ουδέποτε ανακλήθηκε από τους εφεσίβλητους και, συνεπώς, οι ίδιοι θεωρούσαν ότι συνέχιζε να έχει  νομική υπόσταση και να είναι εκτελεστή.

 

Προσεγγίζοντας το ζητούμενο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε τη θέση της εφεσείουσας περί δυνατότητας παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή όποτε αυτή ήθελε. Έκρινε, ωστόσο, θεωρώντας ως δεδομένο ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από την εφεσείουσα για την καθυστέρηση στην συμπλήρωση της επιταγής, πως λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που είχε μεσολαβήσει,  η εξουσία της να την συμπληρώσει δεν ασκήθηκε εντός ευλόγου χρόνου.

 

Το άρθρο 3(4) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί (στο εξής «ο Νόμος»), προβλέπει ότι «(4) Συναλλαγματική δεν είναι άκυρη λόγω του ότι αυτή: (α) δεν είναι χρονολογημένη».  Κάτοχος δε επιταγής έχει εκ πρώτης όψεως εξουσία να συμπληρώσει την παράλειψη (άρθρο 20(1)). Για να είναι εκτελεστή, όμως, η επιταγή, η συμπλήρωση πρέπει να γίνει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20(2) του Νόμου, δηλαδή:-

 

«20(2)  … πρέπει να συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου, και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία.  Εύλογος χρόνος για το σκοπό αυτό είναι θέμα πραγματικό:».

 

 

Το τί συνιστά εύλογο χρόνο, στην κάθε υπόθεση, διαπιστώνεται στη βάση των σχετικών γεγονότων [Χατζησπύρου (ανωτέρω)].  Παρεμπιπτόντως, ίδια είναι η προσέγγιση και των αγγλικών Δικαστηρίων. Αναφερόμαστε, ειδικά, στην υπόθεση Griffiths v. Dalton [1940] 2 KB 264 όπου λέχθηκε από τον Macnaghten, J., με αναφορά στην ταυτόσημη, με το άρθρο 20, αγγλική νομοθετική διάταξη - άρθρο 20 του Bills of Exchange Act, 1882:

 

«Although the cheque in the present case bore no date, the plaintiff, by s.20 of the Bills of Exchange Act, 1882, following what, I think, was the common law before the passing of that Act, had a prima facie authority to fill in the date, but by the common law he was bound to do so within a reasonable time.  The question what is a reasonable time is a question of fact…».

 

Σημειώνεται ότι αν ο νομοθέτης είχε πρόθεση να ορίσει χρονικά τι είναι «εύλογος χρόνος» θα το έπραττε. Αντιθέτως, συνδέει το εύλογο του χρόνου με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Συναφώς, στην απόφαση T. Nagappa v. Y.R. Murlidhar (2008) 5 SCC του Ινδικού Ανωτάτου Δικαστηρίου λέχθηκε ότιAll issues regarding the nature and scope of the authority of the respondent to put any particular date on the cheque in question, are all matters for trial.”

 

Εν προκειμένω, η αχρονολόγητη επιταγή δόθηκε στον κάτοχο με σκοπό να χρονολογηθεί όποτε ο κάτοχος ήθελε, νοουμένου ότι η οφειλή από τον εκδότη ξεπερνά τις 20.000 ευρώ. Η οφειλή όχι μόνο έφθασε σε διάφορα διαστήματα το ποσό αυτό αλλά, μάλιστα, το ξεπερνούσε και κατά πολύ (ανήλθε μέχρι και στις 60.000 ευρώ), όμως, προφανώς επειδή μειωνόταν με πληρωμές από τον εκδότη, η επιταγή χρονολογήθηκε όταν η συνεργασία έληξε και η οφειλή πέραν των 20.000 ευρώ εξακολουθούσε να υπάρχει. Συνακόλουθα, κάτω από αυτά τα δεδομένα και σε αντίθεση με την πρωτόδικη κρίση, θεωρούμε ότι ο κάτοχος της επιταγής δεν αδράνησε να την χρονολογήσει.

 

Περαιτέρω, σε αντίθεση με την Χατζησπύρου, ανωτέρω, η  απαιτούμενη από το άρθρο 20(2) εξουσία δόθηκε από τον εκδότη της επιταγής ως ασφάλεια έναντι χρέους, στα πλαίσια μιας ζωντανής συνεργασίας. Χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τη MOJJ Engineering Systems Ltd. And Ors. Vs. A.B. Sugars Ltd. 154 (2008) DLT 579, Ινδικού Δικαστηρίου, στην οποία συναφώς λέχθηκε:

 

«7. Even otherwise, prime facie, it was the petitioners who had handed over the undated cheque for a certain amount to the respondent in terms of a contract between the parties. Since an undated cheque cannot be encashed, it can only mean that the petitioners had authorized the complainant to enter an appropriate date on it. In Young v. Grote, (1827)4 Bing. 253. it was held that when a blank cheque is signed and handed over, it means the person signing it has given an implied authority to any subsequent holder to fill it up. Similarly, in Scholfield v. Lord Londesborough, (1895­1899) All. ER Rep. 282. it was held that whoever signs a cheque or accepts a bill in blank, and then puts it into circulation, must necessarily intend that either the person to whom he gives it, or some future holder, shall fill up the blank which he has left. This common law doctrine was also affirmed by Justice Macnaghten in Griffiths v. Dalton , (1940) 2 KB 264. where it was held that the drawer of an undated cheque gives a prima facie authority to fill in the date».

 

Συνεπώς, στα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης δεν χρειαζόταν εκ νέου εξουσιοδότηση από τον εκδότη για τη συμπλήρωση της ημερομηνίας στην επιταγή.

 

Διέλαθε την προσοχή του Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ1 ρωτήθηκε ευθέως κατά την αντεξέταση γιατί η επιταγή δεν κατατέθηκε πριν από την 9.9.2015, και απάντησε πως την κατάθεσε μετά από την τελευταία επικοινωνία που είχε με τον εφεσίβλητο 2, διευθυντή της εφεσίβλητης 1, με σκοπό την πληρωμή των οφειλομένων. Αυτό αφού είχε τερματιστεί η συνεργασία της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη 1, μόλις δύο μήνες προηγουμένως, τον Ιούλιο 2015. Εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι τότε ήταν που αποκρυσταλλώθηκε πλέον οριστικά η οφειλή της εφεσίβλητης 1 προς την εφεσείουσα. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ικανοποιούν την προϋπόθεση του Νόμου για συμπλήρωση της επιταγής εντός ευλόγου χρόνου και διακρίνονται, σαφώς, από τα δεδομένα της Χατζησπύρου, στην οποία η χρονολόγηση των επίδικων επιταγών έγινε μετά από τέσσερα χρόνια, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση γιατί δεν χρονολογήθηκαν νωρίτερα.

 

Με δεδομένα δε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την κατάληξη μας ως προς το εύλογο του χρόνου χρονολόγησης της επίδικης επιταγής, αποδεικνύονται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δηλαδή η έκδοση, η παρουσίαση της επιταγής και η μη εξόφλησή της, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, λοιπόν, επιτυγχάνει.

Όπως έχει αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τους εφεσίβλητους 2 και 3 από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.  Αυτό με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι εφεσίβλητοι κατηγορούνταν ως εκδότες της επίδικης επιταγής, ενώ από τη μαρτυρία που δόθηκε φαινόταν ότι αυτή είχε εκδοθεί επί λογαριασμό της εφεσίβλητης 1 στην Τράπεζα Κύπρου και επιμαρτυρείτο πως εκδότης της ήταν η εφεσίβλητη 1.  Δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου, ότι στην έκθεση του αδικήματος περιλαμβανόταν το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα. Παρατήρησε, ωστόσο, ότι στις λεπτομέρειες του επίδικου αδικήματος δεν αναφερόταν ειδικά ότι οποιοσδήποτε από τους εφεσίβλητους 2 και 3 κατηγορείτο ως συνεργός, ούτε καταχωρήθηκε προς τούτο άλλη ξεχωριστή κατηγορία.  Αντιθέτως, από τις λεπτομέρειες, φαινόταν ότι όλοι οι εφεσίβλητοι κατηγορούνταν ως εκδότες της επιταγής.  Το Δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη 3 υπέγραψε την επιταγή, δεν επαρκούσε για να θεωρηθεί πως εναντίον της αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση συμμετοχής της ως συνεργός στη διάπραξη του επίδικου αδικήματος. Ειδικά για τον εφεσίβλητο 2, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι αυτός  υπέγραψε την επιταγή ή συνέδραμε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο στην τέλεση του αδικήματος.

Υποστηρίζεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, με ιδιαίτερη αναφορά στην  υπόθεση Χριστάκη Κίρλαππου ν. Αντρέα Πέτρου, Ποινική Έφεση Αρ. 32/2016 24.4.2018 ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3, ως διοικητικοί σύμβουλοι-διευθυντές της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, υπέχουν ποινική ευθύνη ως εκδότες της επιταγής. Συνακόλουθα, η κατηγορία που αντιμετώπισαν ήταν ξεκάθαρη τόσο ως προς την έκθεση του αδικήματος, όσο και προς τις λεπτομέρειες του. Εκ της περίληψης δε στο κατηγορητήριο του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, ήταν σαφές για πoιο λόγο διώκονταν οι εφεσίβλητοι 2 και 3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως, τους απάλλαξε, λανθασμένα, από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, προβαίνοντας από το στάδιο εκείνο σε κρίση και αξιολόγηση  μαρτυρίας.

 

Αντίθετη είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων, ο οποίος υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης υποδεικνύει ότι πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει ένσταση περί ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου, λόγω ασάφειας, αοριστίας και γενικότητας των λεπτομερειών του αδικήματος, καθότι δεν προσδιορίζονταν όλα τα ουσιώδη γεγονότα και στοιχεία του.  Η εφεσείουσα είχε την ευχέρεια και τη δυνατότητα να ζητήσει την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και την προσθήκη ξεχωριστής κατηγορίας σχετικά με το αδίκημα της συμμετοχής και/ή συνεργίας, όμως δεν το έπραξε, εμμένοντας στη θέση ότι το κατηγορητήριο ήταν ορθό.  Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, όχι επί της ουσίας αλλά επειδή αυτή δεν είχε τεθεί πριν οι εφεσίβλητοι απαντήσουν στο κατηγορητήριο. Σχολιάζοντας την Κίρλαππου, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι αυτή δεν υποστηρίζει τη θέση της εφεσείουσας, ότι όσα πρόσωπα υπέχουν την ιδιότητα του διοικητικού συμβούλου μιας εταιρείας υπέχουν αυτόματα ευθύνη ως εκδότες μιας επιταγής.

 

Το ζήτημα που εδώ απασχολεί εξετάστηκε στην Ajini κ.ά ν Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 319, στην οποία βεβαιώθηκε η δυνατότητα που παρέχει ο νόμος, να κατηγορηθεί ο συνεργός ως αυτουργός. Το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ρητά ότι ο καθένας, ο οποίος εμπλέκεται στο αδίκημα, περιλαμβανομένων των συνεργών σ΄ αυτό, μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός (βλ. ιδιαίτερα το άρθρο 20(γ), και τις υποθέσεις Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalaras & Associates Ltd κ.ά. (1999) 2 ΑΑΔ 523 και Μαρκίδης ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1999) 2 ΑΑΔ 598).  Επισημάνθηκε, ωστόσο στην Ajini, με αναφορά στην αγγλική υπόθεση Maxwell v. D.P.P. for Northern Ireland 68 Cr. App.R. 128 (H.L.), ότι είναι επιθυμητό, όταν η Κατηγορούσα Αρχή «γνωρίζει εξ αρχής ότι ο ρόλος κατηγορουμένου ήταν ρόλος συνεργού να το εκθέτει αυτό για πληρέστερη ενημέρωση της υπεράσπισης. Δεν είναι όμως απαραίτητο». Εξηγείται στην Maxwell ότι η έλλειψη εξειδίκευσης δεν αναιρεί την ετυμηγορία εφόσον η μεταχείριση συνεργού ως αυτουργού είναι επιτρεπτή από το νόμο.   

 

Η Αjini επεκτάθηκε και σε θεώρηση του άρθρου 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων έχει παραβιαστεί εκ της περίληψης δύο αδικημάτων σε μία κατηγορία, ήτοι της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα και της συμμετοχής σε αδίκημα.  Παρατηρήθηκε ότι αυτό:  «θέτει ως κατευθυντήρια γραμμή στο υπό αναφορά ζήτημα την παροχή στοιχείων που εύλογα επαρκούν προκειμένου να γνωρίζει ο κατηγορούμενος την υπόθεση που θα αντιμετωπίσει. Βλ. ιδιαίτερα την παράγραφο (ζ)Το κατά πόσο αυτό επιτυγχάνεται, συναρτάται με την υφή και τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης».

 

Όπως στην Ajini  ήταν και εδώ πρόδηλο από την αρχή της ακρόασης τι στην πραγματικότητα αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι, τα δικαιώματα των οποίων δεν παραβλάφτηκαν.

 

Θεωρούμε δε ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία ενέπλεκε και τους τρεις εφεσίβλητους στο επίδικο αδίκημα, ήταν αρκετή να δικαιολογήσει την κλήση όλων των εφεσιβλήτων σε απολογία.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται βάσιμος και ο πρώτος λόγος έφεσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 3.3.2021 παραμερίζεται και η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για ολοκλήρωση της υπόθεσης ενώπιον του ίδιου Δικαστή, με κλήση των εφεσιβλήτων 2 και 3 σε απολογία.

 

 

 

Η απόφαση ημερομηνίας 18.5.2021 επίσης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με καταδικαστική απόφαση. Η δε εφεσίβλητη 1 κρίνεται ένοχη στην κατηγορία που αντιμετώπισε πρωτόδικα.

 

Tα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

                                                          Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                          Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο