Ν.Σ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 99/2021, 11/5/2022

ECLI:CY:AD:2022:B183

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 99/2021)

 

 

11 Μαΐου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

Ν.Σ.,

 

Εφεσείοντα,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

 

Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα. 

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο σε 27 κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 10 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν.87(Ι)/2007  και του Άρθρου  6(4)(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν.91(Ι)/2014.  Παραπονούμενη σε όλες τις κατηγορίες ήταν η θυγατέρα του, που γεννήθηκε τον Αύγουστο του 2007 και ήταν, κατά τους χρόνους που οι κατηγορίες αφορούσαν, δηλαδή την περίοδο 13.8.2012 - 29.8.2018, πέντε μέχρι έντεκα χρόνων.  Ήταν βέβαια ακόμα ανήλικη, 13 χρόνων, όταν κατάθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, που βασίστηκε στη δική της, ανώμοτη, χωρίς ενίσχυση, μαρτυρία για να καταδικάσει τον Εφεσείοντα.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο,   συνίστανται στο ότι ο Εφεσείων από την εποχή που η θυγατέρα του ήταν 6 χρόνων την παρενοχλούσε κατ’ επανάληψη.  Ξαπλώνοντας μαζί της, πότε στον καναπέ και πότε σε κρεββάτι, προσποιείτο τον κοιμισμένο και ακουμπούσε στα γεννητικά όργανα της ανήλικης, πότε το δάκτυλο του, κάνοντας κυκλικές κινήσεις, πότε το πέος του που ήταν σκληρό κάνοντας κινήσεις εμπρός-πίσω και πότε και με τους δύο τρόπους.  Η άνομη συμπεριφορά του διήρκησε για 6 περίπου χρόνια.  Περισσότερες λεπτομέρειες αναδεικνύονται μέσα από την εξέταση των επιμέρους λόγων.

 

Η καταδίκη του Εφεσείοντα, σε όλες τις κατηγορίες, προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης, ενώ με το λόγο έφεσης 9 προσβάλλονται ως έκδηλα υπερβολικές οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 χρόνων που του επιβλήθηκαν σε κάθε κατηγορία. Τους παραθέτουμε με τη σειρά που κρίνεται πρόσφορο να εξεταστούν, με πρώτους αυτούς που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία «παραθέτοντας όλα τα καλά των μαρτύρων της κατηγορίας και όλα τα λάθη του εφεσείοντα, πράγμα που δείχνει μεροληψία».  Συναρτάται με το λόγο έφεσης 2, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ότι τα ευρήματα του «αντιστρατεύονται την κοινή λογική και έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας».  Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης και των μαρτύρων κατηγορίας 1-3 και 7, στη βάση των αντιφάσεων και αδυναμιών της, ενώ επίσης ως εσφαλμένη προσβάλλεται η απόρριψη της μαρτυρίας του ιδίου του Εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης.  Συναφής είναι και ο λόγος έφεσης 5 με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου να καταδικάσει τον Εφεσείοντα στη βάση της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν ειδικά στη μαρτυρία της Μ.Κ.7, κλινικής ψυχολόγου που εξέτασε την παραπονούμενη μετά την καταγγελία.  Παραπονείται ο Εφεσείων ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου να απορρίψει το αίτημα του για αναβολή της ακρόασης μετά την κύρια εξέταση της ψυχολόγου, ήταν εσφαλμένη και καθοριστική για τα δικαιώματα του και επηρέασε το αποτέλεσμα της δίκης.  Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα παρέμβαινε κατά την αντεξέταση της, εμποδίζοντας σειρά ουσιωδών ερωτήσεων και την υπόδειξη σχετικής βιβλιογραφίας για σχολιασμό.

 

Με το λόγο έφεσης 6 καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι αντίστρεψε το βάρος απόδειξης εναποθέτοντας στους ώμους του Εφεσείοντα να αποδείξει την αθωότητα του.

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες.  Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει.  Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

    Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος, ενώ στην xxx Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.166/2015, ημερ.8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335, ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη.

 

    Έχουμε διέλθει με τη μεγαλύτερη προσοχή όλη τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, έχοντας υπόψη και τις υποδείξεις που γίνονται στους λόγους έφεσης.  Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι παρέχεται περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία ομόφωνα κατέληξαν οι τρείς Δικαστές του Κακουργιοδικείου.  Έχουμε εξετάσει όλα τα σημεία που παρατίθενται ως αντιφάσεις και αδυναμίες και δεν βρίσκουμε ότι είναι τέτοια που να καταδεικνύουν ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ήταν αδικαιολόγητη και εκτός του επιτρεπτού εύρους εκτίμησης του ως πρωτόδικο δικαστήριο.

 

    Διαφορές στην περιγραφή της παραπονούμενης, της μητέρας της (Μ.Κ.1), της γιαγιάς της (Μ.Κ.2) και του συντρόφου της μητέρας της (Μ.Κ.3) των όσων συνέβησαν την ημέρα που η παραπονούμενη αποκάλυψε το τί συνέβαινε στη μητέρα της, δεν είχαν διαλάθει της προσοχής του Κακουργιοδικείου, αλλά δεν θεωρήθηκαν ουσιαστικές ώστε να πλήττουν την αξιοπιστία τους.  Αντίθετα καταδείκνυαν, όπως εκτιμήθηκε, την απουσία προσυνεννόησης μεταξύ τους.  Διαπιστώνουμε ότι πράγματι ήταν επουσιώδεις και όχι της μορφής που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην απόρριψη της μαρτυρίας τους.

 

    Το Κακουργιοδικείο εξέτασε ενδελεχώς την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η καταγγελία ήταν επινόηση της μητέρας της παραπονούμενης, για να διαπιστώσει ότι, παρά τις διαφορές της με τον Εφεσείοντα, δεν φανέρωνε κακεντρέχεια στα λεγόμενα της γι’ αυτόν.  Εξέτασε διακριτικά τα όσα της αποκάλυψε η θυγατέρα της προτού προχωρήσει σε καταγγελία και παρότρυνε τα παιδιά της να έχουν επικοινωνία με τον Εφεσείοντα.  Όπως εύστοχα επεσήμανε, «έχοντας φτιάξει εκ νέου τη ζωή της, δεν είχε λόγο να την αναταράξει με τέτοιο τρόπο, ούτε να υποβάλει το παιδί της σε τέτοια διαδικασία».

 

    Εξαιρετική εντύπωση προκάλεσε στο Κακουργιοδικείο η ψυχολόγος, η μαρτυρία της οποίας δεν είχε κλονιστεί καθόλου με την αντεξέταση της.  Κανένα από τα σημεία που εκθέτει ο Εφεσείων δεν βρίσκουμε ότι θα μπορούσε να διαταράξει την κατάληξη αυτή.

 

    Καθ’ όσον αφορά τον Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο έδωσε τους λόγους του γιατί δεν τον πίστεψε, απορρίπτοντας την εκδοχή του για ψευδή καταγγελία και σκηνοθετημένα περιστατικά.  Όσον δε αφορά τους μάρτυρες υπεράσπισης 3, 4, 5 και 7 διαπίστωσε ότι η μαρτυρία τους σκοπό είχε απλά να βοηθήσει τον Εφεσείοντα και, για πειστικούς λόγους που εξέθεσε, την απόρριψε.

 

Δεν αμφισβητείται ότι το Κακουργιοδικείο μπορούσε να καταδικάσει τον Εφεσείοντα στη βάση της ανώμοτης μαρτυρίας της ανήλικης παραπονούμενης στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.  Εκείνο το οποίο εγείρεται με το λόγο έφεσης 5 είναι ότι, στις περιστάσεις της υπόθεσης δεν ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να προχωρήσει στην καταδίκη του Εφεσείοντα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή του παραπόνου, των αντιφάσεων που υπήρχαν στην ίδια τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αλλά και αντιπαραβάλλοντας την με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων.  Ουσιαστικά επανεγείρονται τα ίδια ζητήματα που ο Εφεσείων επικαλέστηκε για να υποστηρίξει τη θέση του ότι η παραπονούμενη δεν θα έπρεπε να είχε κριθεί αξιόπιστη.  Αυτό μπορεί να γίνει, εφόσον ζητήματα που άπτονται της αξιοπιστίας μάρτυρα δυνατό να είναι σχετικά με το κατά πόσο η αξιόπιστη μαρτυρία του μπορεί να αποτελέσει από μόνη της το υπόβαθρο για μια ασφαλή καταδίκη.  Το ζητούμενο, σε όλες τις περιπτώσεις, είναι κατά πόσο από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, είτε αυτό συνίσταται σε ένορκη μαρτυρία, είτε ανώμοτη κατάθεση, με ή χωρίς ενίσχυση, το εκδικάζον δικαστήριο αισθάνεται τη βεβαιότητα ότι είναι ασφαλές να καταδικάσει.  Κρίνει δηλαδή κατά πόσο αξιόπιστη μαρτυρία είναι της ποιότητας εκείνης που του επιτρέπει να προχωρήσει σε ευρήματα γεγονότων στη βάση της, χωρίς ενίσχυση ή ότι, παρά το αξιόπιστο της, εγγενή χαρακτηριστικά της δεν του επιτρέπουν να αισθάνεται την αναγκαία προς τούτο ασφάλεια.  Απόφαση καθοριστική για την έκβαση κάθε τέτοιας υπόθεσης, που πρέπει να αιτιολογείται δεόντως.  Όπως αναφέρεται στη Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.147-148/2016, ημερ.20.11.2019, «Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου». 

 

Το Κακουργιοδικείο είχε αποκομίσει την έντονη εντύπωση, όπως καταγράφεται στην καταδικαστική απόφαση, ότι η παραπονούμενη, παρά το νεαρό της ηλικίας της, ήταν πρόσωπο συγκροτημένο, που με πλήρη συνοχή στα λεγόμενα της υποστήριξε τις θέσεις της.  Δεν διέκρινε υπερβολές αλλά αντίθετα διαπίστωσε ότι η μαρτυρία της περιορίστηκε στα όσα πραγματικά μπορούσε να θυμηθεί.   Όπως αναφέρεται στην απόφαση, τα αμφιθυμικά συναισθήματα της για τον Εφεσείοντα, η αποφυγή αποκάλυψης και καταγγελίας νωρίτερα και η περιγραφή των γεγονότων με μη ταυτόσημο τρόπο σε διάφορα πρόσωπα, , εξηγούνταν επαρκώς στην βάση των όσων και η ψυχολόγος είχε παραθέσει.  Ακόμα, σημειώνεται ότι ο τρόπος διαχείρισης της όλης κατάστασης από την παραπονούμενη είχε επιστημονική εξήγηση σύμφωνα με τη μαρτυρία της ψυχολόγου. Αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο τους λόγους της καθυστέρησης στην αποκάλυψη του τι συνέβαινε στη μητέρα της.  Όπως αναφέρεται, το αργοπορημένο της καταγγελίας είχε οδηγήσει τους Δικαστές του Κακουργιοδικείου σε εξονυχιστική εξέταση και μελέτη της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη την πιθανότητα να υπήρχαν αλλότρια κίνητρα πίσω από τις αποκαλύψεις της παραπονούμενης.  Κατέληξαν ότι: «Όμως, έχοντας προειδοποιήσει καταλλήλως τους εαυτούς μας για τους ενδεχόμενους κινδύνους, η όλη εικόνα της [παραπονούμενης] Μ.Κ.6, το συγκροτημένο της σκέψης και περιγραφής της, η ποιότητα της μαρτυρίας της, η αυθεντικότητα και γνησιότητά της, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε και από τις δύο πλευρές, δεν μας αφήνουν με οποιανδήποτε αμφιβολία για το αξιόπιστο της μαρτυρίας της και το ασφαλές να βασιστούμε στη μαρτυρία της, ακόμη και χωρίς ύπαρξη ενίσχυσης».  Κρίνουμε ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου να ήταν εύλογη και δικαιολογημένη, ώστε να μην παρέχεται περιθώριο παρέμβασης μας.  Επομένως, οι λόγοι έφεσης 2 και 5 απορρίπτονται.

    

     Ακόμα και στην περίπτωση που επιτύγχανε ο λόγος έφεσης 2 και η αξιολόγηση των μαρτύρων από το Κακουργιοδικείο κρινόταν εσφαλμένη, αυτό θα απείχε πολύ από του να τεκμηριώσει το λόγο έφεσης 3, για μεροληψία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.  Δεδομένης της κατάληξης μας περιττεύει να ασχοληθούμε περισσότερο με την παντελώς ατεκμηρίωτη θέση που προβλήθηκε με το λόγο αυτό, που επίσης απορρίπτεται.

 

     Ο λόγος έφεσης 6 έχει ως υπόβαθρο τη θέση ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν ήταν αξιόπιστη και σαφής.  Ως τέτοια θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει πολλές αμφιβολίες που να επενεργούσαν προς όφελος του Εφεσείοντα και να οδηγούσαν στην απόρριψη των κατηγοριών. Γι΄ αυτό, υποστηρίζεται ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη και παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας.  Τα ζητήματα άπτονται της ποιότητας της μαρτυρίας για την Κατηγορούσα Αρχή.  Δεν έχει προταθεί άλλο υπόβαθρο εξέτασης τους.  Συνεπώς, δεν έχουμε επί του προκειμένου να προσθέσουμε οτιδήποτε στα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σε σχέση με την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

 

Ό,τι άλλο παραμένει προς εξέταση στα πλαίσια του λόγου έφεσης 6 είναι το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο έμμεσα έθεσε το βάρος στους ώμους του, να αποδείξει ότι υπήρχε κίνητρο για να προβεί η παραπονούμενη σε ψευδή καταγγελία.  Το παράπονο δεν ευσταθεί.  Το Κακουργιοδικείο διατυπώνει με σαφήνεια στην απόφαση του ότι ο Εφεσείων δεν βαρύνετο με υποχρέωση να αποδείξει το λόγο ψευδούς καταγγελίας.  Θεώρησε αναγκαίο να το τονίσει ακριβώς γιατί επεσήμανε ότι δεν είχε προταθεί από την υπεράσπιση λόγος ή κίνητρο που να υποστηρίζει αναληθή καταγγελία από μέρους της παραπονούμενης ή συμπαιγνίας της με τη μητέρα της.  Το Κακουργιοδικείο ήθελε να υποδείξει την απουσία τέτοιων θέσεων, που ήταν μια πραγματικότητα της δίκης και προς αποφυγή παρερμηνείας της διατύπωσης του, κατέγραψε και την ορθή νομική προσέγγιση.  Ο λόγος έφεσης 6 επίσης απορρίπτεται.

 

Η θέση ότι η άρνηση του Κακουργιοδικείου να αναβάλει τη συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας ώστε η ψυχολόγος να αντεξεταστεί από το δικηγόρο του Εφεσείοντα σε άλλη δικάσιμο ήταν εσφαλμένη και με τον αντίκτυπο που αναφέρεται στο λόγο έφεσης 7, είναι εντελώς αβάσιμη.  Η ψυχολόγος ήταν η τελευταία μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή.  Ότι αυτή θα μαρτυρούσε κατά τη δικάσιμο που είχε οριστεί για την 30.11.2020, είχε αναφερθεί από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής από την 25.11.2020 που είχε ολοκληρωθεί η μαρτυρία της παραπονούμενης.  Η υπεράσπιση είχε εκ των προτέρων στην κατοχή της την έκθεση της ψυχολόγου, η οποία κατά την κύρια εξέταση της, προς υποστήριξη των θέσεων της, επικαλέστηκε αποσπάσματα από βιβλιογραφία, παρουσιάζοντας φωτοτυπίες των σχετικών σελίδων. 

 

Το ζήτημα της αναβολής της ακρόασης υπόθεσης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου.  Μεταξύ των παραγόντων που εξισορροπούνται είναι, αφενός το γενικό, δημόσιο συμφέρον για εξοικονόμηση του δικαστικού χρόνου και διεκπεραίωση των υποθέσεων το συντομότερο και αφετέρου η διαφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, μεταξύ των οποίων η παροχή της δυνατότητας και από απόψεως χρόνου, για να προετοιμαστεί κατάλληλα στην άσκηση του δικαιώματος του για αντεξέταση των εναντίον του μαρτύρων.  Στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι αρνούμενο την αναβολή το Κακουργιοδικείο είχε ξεφύγει των ορθών πλαισίων άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.  Διαπιστώνοντας ότι η έκθεση της ψυχολόγου με τις θέσεις της ήταν υπόψη της υπεράσπισης και ότι οι αναφορές στη βιβλιογραφία έγιναν προς υποστήριξη των θέσεων της, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν προέκυπτε λόγος αναβολής σε άλλη ημερομηνία, παραχωρώντας χρόνο 45 λεπτών στην υπεράσπιση για να μπορέσει να μελετήσει τις σελίδες από τη βιβλιογραφία που είχαν παρουσιαστεί.  Καταλήγουμε ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στα επιτρεπτά πλαίσια και η απόφαση του να αρνηθεί την αναβολή σε άλλη δικάσιμο παραμένει άτρωτη. 

 

Σε κάθε περίπτωση, στην ενώπιον μας αγόρευση του δικηγόρου του Εφεσείοντα δεν εξηγείται με ποιο τρόπο η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν καθοριστική για τα δικαιώματα του Εφεσείοντα, ο δικηγόρος του οποίου αντεξέτασε στη συνέχεια τη ψυχολόγο (η αντεξέταση καλύπτει 33 σελίδες στα πρακτικά). Ούτε και υποδείχθηκε πώς η επιμέρους απόφαση επηρέασε το αποτέλεσμα της δίκης.  Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 8, στη βάση των παρεμβάσεων του Κακουργιοδικείου κατά την αντεξέταση της ψυχολόγου, απολήγει στη θέση ότι εμποδίστηκε ο Εφεσείων από του να προβεί σε ουσιώδεις ερωτήσεις.  Διερχόμενοι τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο.  Το Κακουργιοδικείο προέβηκε σε υποδείξεις στα πλαίσια του καθήκοντος του να ελέγχει την ενώπιον του διαδικασία και να επιτρέπει την εισαγωγή μόνο αποδεχτής, βάση του αποδειχτικού δικαίου, μαρτυρίας.  Στην περίπτωση που ο δικηγόρος του Εφεσείοντα διατηρούσε αντίθετη άποψη στο ζήτημα, σταθερά και με σεβασμό θα έπρεπε να επιμένει στην ερώτηση ή υποβολή που κρίνει σκόπιμο να θέσει, ώστε να έχει την ετυμηγορία (ruling) του δικαστηρίου, την οποία και να μπορεί να προσβάλει στα πλαίσια ενδεχόμενης έφεσης.  Αυτό δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση.  Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.

 

 Ο λόγος έφεσης 4 αφορά στην, προβαλλόμενη από τον Εφεσείοντα, απουσία χρονολογικού προσδιορισμού του κάθε αδικήματος.  Υποδεικνύεται ότι θα έπρεπε να υπήρχε μαρτυρία για κάθε ξεχωριστό αδίκημα «στο χρόνο που αναφερόταν στις λεπτομέρειες του», προτού να ήταν δυνατό να καταδικαστεί σε αυτό.

 

    Είναι αυτονόητο ότι σε κάθε καταδικαστική απόφαση πρέπει να διακρίνονται τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την καταδίκη σε κάθε κατηγορία.  Οι όποιες αντικειμενικές δυσκολίες, δεν απαλλάσσουν το εκδικάζον δικαστήριο από την υποχρέωση διαπίστωσης τους.  Κρίνουμε απαραίτητο, προτού προσεγγίσουμε την σχετική μαρτυρία στην υπόθεση, να παραπέμψουμε στη συζήτηση που γίνεται στην Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.44/2019, ημερ.18.9.2020, για το πρόβλημα που συνήθως παρουσιάζεται σε υποθέσεις όπως η παρούσα:

 

«Στις περιπτώσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων, που λαμβάνουν χώρα κατ’ επανάληψη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, παρουσιάζεται συνήθως δυσκολία στη διάκριση των επιμέρους περιστατικών και της αντιστοιχίας τους με συγκεκριμένες κατηγορίες.  Το θύμα δεν μπορεί να θυμάται και να περιγράψει όλα τα περιστατικά, ιδίως όταν είναι πολλά, όμοια και επαναλαμβανόμενα και ακόμα περισσότερο όταν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την διάπραξη τους.  Το πρόβλημα επιτείνεται όταν το θύμα είναι παιδί.  Σημασία έχει σε τέτοιες υποθέσεις ότι το θύμα έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά σε μια χρονική περίοδο, κατ’ επανάληψη, με κάποια συχνότητα και με τους τρόπους που μαρτυρούνται.  Άλλωστε έτσι προσδιορίζεται και η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη κατηγορούμενου, που προδιαγράφει και την αρμόζουσα ποινή.

 

Σε αυτή την πραγματικότητα, με ρεαλισμό, έχει προσαρμοστεί η ποινική δικονομία στην Αγγλία.  Είναι από το 2007[1]  επιτρεπτό όπως περισσότερα από ένα περιστατικά διάπραξης του αδικήματος περιλαμβάνονται στην ίδια κατηγορία, εφόσον αυτά τα περιστατικά μαζί συνθέτουν μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά  (course of conduct) σε σχέση με τον χρόνο, τόπο ή σκοπό της διάπραξης τους.  Στο σύγγραμμα των P. Rook και R. Ward «Sexual Offences Law & Practice», Sweet & Maxwell, 4η έκδ., σελ.663, αναφέρεται ότι ο νέος θεσμός έχει επιφέρει μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τον κανονισμό που δεν επέτρεπε τη διατύπωση σειράς αδικημάτων σε μια κατηγορία, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αναγκαίο για την κατηγορία να συνδέεται με μια διακριτή πράξη.

 

Στη Κύπρο, το ζήτημα της μορφής του κατηγορητηρίου σε τέτοιες υποθέσεις απασχόλησε στην Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, 775-80 και στην Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 468, ECLI:CY:AD:2014:B426, 484-91 (βλ. ακόμα Archbold "Criminal Pleading, Evidence and Practice", 2007, σελ. 87-89, παρ. 1-125 έως 1-132).  Η χρονική περίοδος μέσα στην οποία κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε το αδίκημα μπορεί να είναι μεγάλη και να καλύπτει αρκετά χρόνια.  Εάν υπάρχουν κατηγορίες για διάπραξη της ιδίας μορφής αδικήματος μέσα στην ίδια χρονική περίοδο, το αδίκημα διακρίνεται με το να προσδιορίζεται ως άλλη περίπτωση από αυτή που αναφέρεται στην άλλη κατηγορία ή άλλες κατηγορίες». 

 

 

 

Στην Α.Α. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. Αρ.203/2019, ημερ. 12.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:D467, επαναλήφθηκε ότι θα ήταν ίσως ορθό να εισαχθεί και στην Κύπρο η ρύθμιση που έγινε στην Αγγλία, θέση που επικροτούμε ανεπιφύλακτα.

 

Επιστρέφοντας στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι ο Εφεσείων καταδικάστηκε σε 27 κατηγορίες, αναφορικά με επτά χρονικές περιόδους και επιπλέον μια συγκεκριμένη ημερομηνία.  Δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζονται με τη μαρτυρία συγκεκριμένα περιστατικά και να περιγράφονται.  Μαρτυρία της μορφής ότι η παραπονούμενη επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα τον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου και κάθε φορά ο κατηγορούμενος την κακοποιούσε με συγκεκριμένο τρόπο, θα μπορούσε, νοουμένου ότι κρίνεται ακριβής, να στοιχειοθετήσει κατηγορίες όσες και οι εβδομάδες της συγκεκριμένης περιόδου.

Όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, από τη μαρτυρία της παραπονούμενης προέκυπτε ότι περιστατικά εκμετάλλευσης και κακοποίησης της, λάμβαναν χώρα σε τρείς χώρους.  Στην κατοικία όπου διαμένει ακόμα η παραπονούμενη με τη μητέρα και τα αδέλφια της, πριν φύγει ο Εφεσείων, στην κατοικία της αδελφής του Εφεσείοντα, όπου αυτός διέμενε προσωρινά στη συνέχεια και στην κατοικία όπου έχει εγκατασταθεί ο Εφεσείων στο χωριό xxx.  Το τελευταίο περιστατικό προσδιορίστηκε την 29.8.2018, που η παραπονούμενη είχε για πρώτη φορά περίοδο.  Αφότου ο Εφεσείων έπαψε να διαμένει μαζί με την οικογένεια του, η παραπονούμενη τον επισκεπτόταν κατά τα Σαββατοκύριακα.  Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι στην οικογενειακή κατοικία, περιστατικά «γίνονταν κατ’ επανάληψη», μεσημέρια και απογεύματα στον καναπέ, όπου ο Εφεσείων πήγαινε και ξάπλωνε δίπλα στην παραπονούμενη.  Στην κατοικία της αδελφής του Εφεσείοντα «συνέβηκε 2-3 φορές», στο κρεββάτι που χρησιμοποιούσαν όταν η παραπονούμενη με τον δίδυμο αδελφό της επισκέπτονταν τον Εφεσείοντα.  Στην κατοικία του Εφεσείοντα «πάλι γινόταν συχνά», με τελευταία φορά την 29.8.2018.  Το κατηγορητήριο αναφέρεται, όπως προειπώθηκε, σε επτά χρονικές περιόδους.  Ορθά διαπιστώθηκε ότι η περίοδος που ο Εφεσείων διέμενε στην κατοικία της αδελφής του καλύπτεται από τις κατηγορίες 16-19, δηλαδή 6.1.2015 - 6.1.2016.  6.1.2015 ήταν η γιορτή των Θεοφανίων και 2-3 ημέρες μετά ο Εφεσείων έφυγε από την οικογενειακή κατοικία και διέμενε στην κατοικία της αδελφής του μέχρι και το Δεκέμβριο του ιδίου έτους.   Σε αυτή την περίοδο είχαν επισυμβεί 2-3 περιστατικά, οπόταν με ασφάλεια μπορούσε να διαπιστωθεί ότι συνέβησαν τουλάχιστο δύο για τα οποία το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες 16 και 18.

 

Υπήρχαν και άλλα στοιχεία στη μαρτυρία, αναφορικά με το χρονικό προσδιορισμό των αδικημάτων, τα οποία δεν μεταφέρονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, ωστόσο είναι πρόδηλο ότι προσμέτρησαν στην κρίση του.  Πρόκειται για αναφορές στις καταθέσεις της παραπονούμενης, η μαρτυρία της οποίας έγινε πιστευτή από το Κακουργιοδικείο, τις οποίες εφόσον επικαλεστούμε,[2] καταλήγουμε στα ίδια συμπεράσματα.

 

Η παραπονούμενη είχε καταθέσει ότι τα περιστατικά άρχισαν από την εποχή που η ίδια ήταν 5-6 χρόνων.  Επομένως, ήταν ασφαλές να εκληφθεί ότι άρχισαν αφού έγινε 6 χρόνων, δηλαδή την 13.8.2012.  Πρόδηλα γι’ αυτό η πρώτη χρονικά περίοδος που καλύπτει το κατηγορητήριο επιλέγηκε η 13.8.2012 - 12.8.2013 (κατηγορίες 1-4).  Η δεύτερη περίοδος είναι 13.8.2013 - 3.7.2014 (κατηγορίες 6-9).  Η 3.7.2014 είναι η ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.91(Ι)/2014.  Η τρίτη περίοδος είναι  4.7.2014 - 5.1.2015 (κατηγορίες 11-14).  Οι τρείς αυτές περίοδοι καλύπτουν τους χρόνους που ο Εφεσείων διέμενε στην οικογενειακή κατοικία.  Η παραπονούμενη  είχε καταθέσει ότι τα περιστατικά γίνονταν 3-4 φορές την εβδομάδα που, εφόσον έγινε αποδεχτό, με βεβαιότητα στοιχειοθετούσε τις τέσσερεις κατηγορίες, που επιλέγηκε να προσαφθούν για κάθε επιμέρους περίοδο (A.F.K. ν. Δημοκρατίας και Δημοκρατίας ν. Χ.Α., Ποιν. Εφ. Αρ.44/2018 και 91/2018, ημερ.6.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B515 και xxx Mazid v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.215/2016, ημερ.30.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B135).  Η τέταρτη περίοδος είναι 6.1.2015 -6.1.2016 (κατηγορίες 16-19), που ο Εφεσείων διέμενε στην κατοικία της αδελφής του.  Η παραπονούμενη είχε καταθέσει ότι εκεί συνέβησαν 2-3 περιστατικά, οπόταν, ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι μόνο δύο αδικήματα μπορούσαν με ασφάλεια να τεκμηριωθούν.  Οι τρείς τελευταίες περίοδοι, 7.1.2016 - 7.1.2017, 8.1.2017 - 8.1.2018 και 9.1.2018 - 28.8.2018 (κατηγορίες 21-24, 26-29 και 31-34, αντίστοιχα) μαζί και με το τελευταίο περιστατικό που μαρτυρήθηκε ότι έγινε την 29.8.2018 (κατηγορία 36) καλύπτουν τους χρόνους που ο Εφεσείων διέμενε στη xxx.  Σε σχέση με την περίοδο αυτή η παραπονούμενη είχε καταθέσει ότι επισκεπτόταν τον Εφεσείοντα κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και μόνο 2-3 φορές δεν έγιναν περιστατικά.  Και σε αυτή την περίπτωση με βεβαιότητα τεκμηριώνονταν τέσσερεις κατηγορίες, που επιλέγηκε να προσαφθούν για κάθε επιμέρους περίοδο.  Για το τελευταίο περιστατικό η μαρτυρία καθόρισε χρονικά τη διάπραξη του με ακρίβεια.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 1 προβάλλεται ότι ο Εφεσείων εσφαλμένα καταδικάστηκε, σε όλες τις κατηγορίες, γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία που να τις στοιχειοθετεί.  Δεν αμφισβητείται ότι οι πράξεις που περιεγράφηκαν συνιστούσαν σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού την περίοδο που εφαρμοζόταν ο Ν.87(Ι)/2007, και σεξουαλική κακοποίηση παιδιού μετά τη θέσπιση του Ν.91(Ι)/2014.  Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε εδράζεται και περιορίζεται στη θέση ότι ο κόλπος συνιστά εσωτερικό μέρος των γυναικείων γεννητικών οργάνων, ώστε να μην είναι δυνατό να επιτευχθεί να ακουμπήσει οτιδήποτε σε αυτόν, αν δεν υπάρξει διείσδυση.  Και εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία για διείσδυση δεν θα μπορούσε, εξ αντικειμένου, να αποδειχτεί ότι ο Εφεσείων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακούμπησε στο κόλπο της θυγατέρας του.  Σε 14 κατηγορίες, καταλογιζόταν στον Εφεσείοντα ότι «άγγιξε στα γεννητικά της όργανα και ακούμπησε το δάκτυλο του στο κόλπο της», ενώ σε άλλες 13 ότι «ακούμπησε το πέος του στο κόλπο της».

 

Το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα σε αυτή του τη διάσταση.  Σε ό,τι απαντά στην απόφαση του, είναι στη θέση ότι αν υφίστατο επαφή με τον κόλπο της παραπονούμενης, που αναπόφευκτα εξυπακούει διείσδυση, θα υπήρχαν ιατρικά ευρήματα.  Και ξεκαθάρισε ότι δεν υπήρχε ισχυρισμός για διείσδυση και επομένως δεν αναμένονταν ενδείξεις διείσδυσης. 

 

Ακριβώς γιατί δεν υπήρξε ισχυρισμός για διείσδυση, το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τη μαρτυρία του γυναικολόγου και του ιατροδικαστή που κάλεσε η υπεράσπιση, Μ.Υ.2 και Μ.Υ.6 αντίστοιχα, ως μη σχετική με την υπόθεση.  Είχε ωστόσο σημασία η πτυχή της μαρτυρίας του γυναικολόγου ότι ανατομικά ο κόλπος βρίσκεται μετά τον παρθενικό υμένα, μαρτυρία που μεταφέρεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου και που δεν αμφισβητήθηκε. 

Σε ό,τι λοιπόν αφορά ο λόγος έφεσης 1 είναι στην απουσία μαρτυρίας για ακούμπημα στον κόλπο, δεδομένης της απουσίας ισχυρισμού για διείσδυση.  Εφόσον δεν υπήρξε διείσδυση δεν μπορεί, εξ αντικειμένου να υπήρξε ακούμπημα στον κόλπο και οι λεπτομέρειες των σχετικών κατηγοριών δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν. 

 

Οι 14  κατηγορίες (κατηγορίες 1, 2, 6, 7, 11, 12, 16, 21, 22, 26, 27, 31, 32 και 36) στις οποίες καταλογιζόταν στον Εφεσείοντα ότι «άγγιξε στα γεννητικά της όργανα και ακούμπησε το δάκτυλο του στο κόλπο της» μπορούσαν να τεκμηριωθούν ως προς το μέρος που αφορούσε το άγγιγμα στα γεννητικά όργανα μόνο και κατ΄ εφαρμογή του Άρθρου 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, να καταδικαστεί ο Εφεσείων στη βάση ότι αποδείχτηκε μέρος της κατηγορίας.  Ό,τι θα έπρεπε να αναφερθεί στην καταδικαστική απόφαση, ήταν ότι στις κατηγορίες αυτές ο Εφεσείων καταδικάζεται στη βάση ότι «άγγιξε στα γεννητικά της όργανα» μόνο, αλλά όχι ότι «ακούμπησε το δάκτυλο του στο κόλπο της».

 

Στις άλλες 13 κατηγορίες που καταδικάστηκε (κατηγορίες 3, 4, 8, 9, 13, 14, 18, 23, 24, 28, 29, 33 και 34) με λεπτομέρειες ότι «ακούμπησε το πέος του στο κόλπο της» δεν μπορούσε να υπάρξει καταδίκη χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και προσθήκη ανάλογων κατηγοριών, που θα ανταποκρίνονταν στη μαρτυρία που είχε δοθεί, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 85(4) του Κεφ.155, δηλαδή με λεπτομέρειες ότι  «ακούμπησε το πέος του στα γεννητικά της όργανα».

 

Το Κακουργιοδικείο δεν τροποποίησε το κατηγορητήριο, οπόταν θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο θα ασκήσουμε την αντίστοιχη εξουσία που παρέχεται στο Εφετείο από το Άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ.155 «να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σ’ αυτόν ποινή ανάλογα».  Η κάθε κατηγορία συναρτάται από την έκθεση αδικήματος, αλλά και τις λεπτομέρειες αδικήματος.  Κατηγορία με ταυτόσημη έκθεση αδικήματος, αλλά με διαφορετικές λεπτομέρειες αδικήματος από αυτές του κατηγορητηρίου, συνιστά διαφορετικό ποινικό αδίκημα στην έννοια του Άρθρου 145(1)(γ), που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο σύμφωνα με το Άρθρο 85(4) του Κεφ.155 (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, 467 και Issa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39).  Ουσιαστικά θα πρέπει να εξετάσουμε την προϋπόθεση να μην επηρεαζόταν δυσμενώς ο Εφεσείων στην υπεράσπιση του  (Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96, 103, Κυριάκου, 467 και Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762, 770 και Γ. Μ. Πικής, «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η Έκδ. 2013, σελ.328-9).  Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και ότι η υπεράσπιση του Εφεσείοντα ήταν ότι ουδέποτε παρενόχλησε με οποιοδήποτε τρόπο σεξουαλικά την παραπονούμενη και ότι η παρενόχληση σε εσωτερικό μέρος των γεννητικών οργάνων είναι επιβαρυντικό στοιχείο σε σχέση με παρενόχληση σε εξωτερικό μέρος τους, καταλήγουμε ότι δεν τεκμηριώνεται δυσμενής επηρεασμός του Εφεσείοντα και είναι ορθό και δίκαιο να προβούμε στην τροποποίηση ώστε να προσδοθεί στην υπόθεση η πραγματική της διάσταση.

 

Η καταδίκη του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 3, 4, 8, 9, 13, 14, 18, 23, 24, 28, 29, 33 και 34 παραμερίζεται και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες αυτές.  Προσθέτουμε στο κατηγορητήριο 13 νέες κατηγορίες, 37 μέχρι 49, με ίδια Έκθεση Αδικήματος και Λεπτομέρειες Αδικήματος αντίστοιχα, όπου αντί της φράσης «ακούμπησε το πέος του στο κόλπο της», θα αναφέρεται η φράση «ακούμπησε το πέος του στα γεννητικά της όργανα» και καταδικάζουμε τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες αυτές.

 

Παραμένει ο λόγος έφεσης 9 που αφορά στην ποινή, όπως περιορίζεται στις κατηγορίες 1, 2, 6, 7, 11, 12, 16, 21, 22, 26, 27, 31, 32 και 36.  Περαιτέρω, θα πρέπει να επιβάλουμε ποινή στις κατηγορίες που έχουμε προσθέσει και καταδικάσει τον Εφεσείοντα.

 

    Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική.  Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).

 

Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη την υπάρχουσα νομολογία και τις προσωπικές του περιστάσεις και άλλα μετριαστικά στοιχεία στην υπόθεση.

 

Το Κακουργιοδικείο έκαμε αναφορά σε αριθμό αποφάσεων που αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, σε ορισμένες δε περιπτώσεις αναφέρθηκε και στα ουσιώδη γεγονότα τους, επιλέγοντας υποθέσεις με γενικές ομοιότητες και επιμέρους διαφορές με την επίδικη περίπτωση (Ο.Ο. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Εφ. Αρ.337 και 351/2018, ημερ.20.1.2020, Κ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.272/2017, ημερ.26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B397 και Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.178/2017, ημερ.24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457) για να καθοδηγηθεί ως προς το μέτρο της ποινής.

 

Ορθά κατευθύνθηκε από τη νομολογία ότι σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων οι ποινές που επιβάλλονται πρέπει να είναι αυστηρές και αποτρεπτικές, γιατί πρόκειται για εγκλήματα τα οποία στρέφονται κατά των ηθών και προσβάλλουν και καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια του θύματος (Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, 500 και Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, 281).  Ειδικά για τις περιπτώσεις όπου το θύμα είναι παιδί μνημόνευσε απόσπασμα από την Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.184/2015, ημερ.13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72, όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«… θα τονίσουμε, όχι απλώς την ανησυχία, αλλά την αγωνία των Δικαστηρίων σε σχέση με την ολοένα αυξανόμενη τάση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, τα οποία έχουν καταστεί δεσπόζοντα.  Ό,τι πλήττ[εται] είναι το παιδί και ο ευαίσθητος κόσμος του, αξίες μεγάλης σπουδαιότητας για την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό.  Η αδιαμφισβήτητη αναγνώριση τέτοιας σπουδαιότητας αντανακλάται στη θέσπιση αυστηρότερων ποινών δια του Ν. 91(Ι)/2014, ως εκδήλωση της ανησυχίας της κοινωνίας και της αποφασιστικότητας της έννομης τάξης για αντιμετώπιση τέτοιων απαράδεκτων, από κάθε άποψη, συμπεριφορών.  Όσο δε νεαρότερο είναι ένα παιδί, εξ αντικειμένου, το αδίκημα καθίσταται σοβαρότερο».

 

 

 

Αναφέρθηκε και στη Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.178/2017, ημερ.24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457, όπου τονίστηκε ότι:

 

«η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».

 

 

Ωστόσο, δεν παραγνώρισε ότι ο Εφεσείων στην ηλικία των 51 ετών δεν βαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες, ούτε τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και ότι είναι πατέρας ακόμη δύο αγοριών, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεδομένης της καταδικαστικής απόφασης δεν μπορούσε να αποδεχτεί το χαρακτηρισμό του ως στοργικού πατέρα, όπως είχε προταχθεί από το δικηγόρο του.  Αντίθετα, τόνισε ότι αντί ο Εφεσείων να ήταν ο προστάτης και καθοδηγητής της παραπονούμενης, είχε καταστεί, με την επαναλαμβανόμενη δράση του για να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες ορέξεις του, ένας πραγματικός εφιάλτης γι΄αυτήν, τραυματίζοντας καίρια τον αθώο ψυχικό της κόσμο. 

 

Επεσήμανε ότι το Άρθρο 12(β) του Ν.87(Ι)/2007  προνοεί ότι είναι επιβαρυντικό στοιχείο ότι το θύμα είναι κάτω των 12 χρόνων, ενώ το Άρθρο 19(γ) του Ν.91(Ι)/2014 καθιστά επιβαρυντική περίσταση ότι το αδίκημα διαπράττεται από μέλος της οικογένειας του θύματος  και σημείωσε ότι, ενώ με το Ν.87(Ι)/2007 το αδίκημα τιμωρείτο με φυλάκιση που δεν υπερέβαινε τα 20 χρόνια, με το Ν.91(Ι)/2014 η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή είναι η δια βίου φυλάκιση. 

 

Έλαβε επίσης υπόψη του το Κακουργιοδικείο τον ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό των περιστατικών κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα μεγάλης χρονικής περιόδου, με ανάλογες τραυματικές επιπτώσεις στην παραπονούμενη, από τη ψυχολογική αξιολόγηση της οποίας είχε διαπιστωθεί η παρουσία σοβαρής και επίμονης συμπτωματολογίας διαταραχής μετατραυματικού στρες η οποία συνοδευόταν από συνδετικά συμπτώματα αποπροσωποποίησης.

 

    Καταλήγουμε ότι η επιβληθείσα ποινή βρισκόταν εντός των ορίων των ποινών που επιβάλλονται για τέτοιου είδους αδικήματα και με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την παρούσα περίπτωση.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλες τις σχετικές παραμέτρους και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για παρέμβαση από το Εφετείο.  Ούτε διακρίνουμε λόγο γιατί στις κατηγορίες που προστέθηκαν στο κατηγορητήριο, να επιβληθεί διαφορετική ποινή στον Εφεσείοντα.

 

    Η έφεση κατά της καταδίκης στις κατηγορίες 1, 2, 6, 7, 11, 12, 16, 21, 22, 26, 27, 31, 32 και 36 απορρίπτεται. Διευκρινίζεται ότι οι καταδίκες περιορίζονται στη βάση ότι «άγγιξε στα γεννητικά της όργανα» μόνο, αλλά όχι ότι «ακούμπησε το δάκτυλο του στον κόλπο της».

 

    Η έφεση κατά της καταδίκης στις κατηγορίες 3, 4, 8, 9, 13, 14, 18, 23, 24, 28, 29, 33 και 34 επιτυγχάνει.  Οι καταδίκες στις κατηγορίες αυτές παραμερίζονται όπως και οι επιβληθείσες σε αυτές ποινές.  Ο Εφεσείων καταδικάζεται στις κατηγορίες 37 μέχρι 49 που έχουν προστεθεί στο κατηγορητήριο. 

 

    Η έφεση κατά της ποινής στις κατηγορίες 1, 2, 6, 7, 11, 12, 16, 21, 22, 26, 27, 31, 32 και 36 απορρίπτεται.  Επιβάλλεται στο Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 8 χρόνων στις κατηγορίες 37 μέχρι 49.  Οι ποινές αυτές θα συντρέχουν μεταξύ τους και με τις υπόλοιπες ποινές με το χρόνο κράτησης του Εφεσείοντα από 18.6.2021 να συνυπολογίζεται και γι’ αυτές.

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

                                                        

Χ. Μαλαχτός, Δ.

                                                         

Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.



[1] Criminal Procedure (Amendment) Rules 2007, SI 2007/699, τώρα τα Criminal Procedure Rules   2010

[2] Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο