Ι.Γ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2022, 21/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:B256

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.  130/2022)

 

 

21 Ιουνίου 2022

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΔΔ]

 

 

Ι.Γ.,

 

Εφεσείοντα,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

____________________

 

 

Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου, για Α. Χρίστου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Α. Αντωνίου, δημόσιος κατήγορος, με Μ. Καρύδη (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

___________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας-Αμμοχώστου που θα συνεδριάσει την 30.6.2022.  Αντιμετωπίζει δύο πολύ σοβαρές κατηγορίες.  Του καταλογίζεται ότι την 26.5.2022 αποπειράθηκε να επιφέρει το θάνατο του Λ.Λ. πυροβολώντας τον και ότι του προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη, δηλαδή μη βιώσιμο ακρωτηριασμό του δεξιού του χεριού.

 

Με ένα λόγο έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση του μέχρι τότε, στη βάση ότι υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.  Κατά τη θέση του, δεν συνεκτιμήθηκε ορθά το μαρτυρικό υλικό και έγινε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών νομολογιακών αρχών.

 

Ο παραπονούμενος είναι γιος του Εφεσείοντα και το περιστατικό από το οποίο προκύπτουν οι κατηγορίες φέρεται να επεσυνέβηκε στην κατοικία όπου αμφότεροι διέμεναν, μαζί και η σύζυγος του κατηγορούμενου και άλλοι δύο γιοι του.  Όλοι είναι μάρτυρες του περιστατικού, όπως και ένα φιλικό του Εφεσείοντα πρόσωπο.  Βασικός μάρτυρας είναι ακόμα ένας γείτονας, που είχε προστρέξει μετά τους πυροβολισμούς και είδε την προσπάθεια αφόπλισης του Εφεσείοντα. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατευθύνθηκε ως προς το ζήτημα της πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων από τα λεχθέντα στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ.206, 209 & 210/2021, ημερ.28.12.2021, παραθέτοντας το πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας  που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397).Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες.  Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/2018, ημερ. 4/2/2019). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 80/2019, ημερ.8/7/2019.  Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όλοι οι ουσιώδεις μάρτυρες ήταν πρόσωπα του στενού οικογενειακού και ευρύτερου φιλικού περιβάλλοντος του Εφεσείοντα.  Το γεγονός ότι ο Λ.Λ. είχε δώσει και, μεταγενέστερη της καταγγελίας του, συμπληρωματική κατάθεση στην Αστυνομία, αναφέροντας ότι ήταν η θέληση του να εξεύρει λύση με τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «ακριβώς ενδεικτική του κινδύνου που υπάρχει για επηρεασμό τόσο του παραπονούμενου όσο και των λοιπών μαρτύρων».  Περαιτέρω, σε σχέση με την πληροφόρηση, που προήλθε από την υπεράσπιση, ότι τα μέλη της οικογένειας του Εφεσείοντα που διαμένουν μαζί του, αναμένουν από τον Εφεσείοντα και τη σύνταξη του για να βιοποριστούν, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι αυτός ο «οικονομικός και βιοποριστικός έλεγχος» ενίσχυε τη διαπίστωση του ότι ο κίνδυνος επηρεασμού τους ήταν ορατός.

Ο Εφεσείων προσεγγίζει τα στοιχεία που προσμέτρησαν στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ξεχωριστά και από μόνα τους, επιχειρηματολογώντας κάθε φορά ότι το κάθε στοιχείο δεν οδηγούσε απαρέγκλιτα στην τεκμηρίωση κινδύνου επηρεασμού των μαρτύρων.  Απέτυχε έτσι να προσεγγίσει τις παραμέτρους της υπόθεσης σφαιρικά και να εκτιμήσει τη συνολική αντικειμενική εικόνα που αναδυόταν μέσα από αυτές.  Προεξάρχον στοιχείο στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η στενή συγγενική σχέση μεταξύ του Εφεσείοντα και των βασικών μαρτύρων κατηγορίας.  Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο Εφεσείων επηρέασε τον παραπονούμενο για να δώσει συμπληρωματική κατάθεση, ούτε καν ότι επιχείρησε κάτι τέτοιο.  Ούτε και ήταν απαραίτητο να καταδειχτεί τέτοια εκ μέρους του συμπεριφορά.  Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε το γεγονός ως ενδεικτικό του κινδύνου.  Ούτε υπήρχε ή απαιτείτο μαρτυρία για οικονομικό εκβιασμό ή πίεση προς τα μέλη της οικογένειας του από τον Εφεσείοντα.  Η οικονομική εξάρτηση, μικρού ή μεγάλου βαθμού, αντικειμενικά καθιστούσε τους μάρτυρες πιο ευάλωτους και τρωτούς σε πιέσεις και επομένως συνιστούσε μοχλό πίεσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.  Γι΄αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε ενίσχυση της διαπίστωσης του περί του κινδύνου επηρεασμού τους.

Επρόκειτο για πολύ σοβαρή υπόθεση με τους βασικούς μάρτυρες να προέρχονται όλοι από το στενό συγγενικό και φιλικό περιβάλλον του Εφεσείοντα.  Ο κίνδυνος επηρεασμού τους, στην περίπτωση που ο Εφεσείων παρέμενε ελεύθερος, αναδυόταν αντικειμενικά στις περιστάσεις της υπόθεσης ως πραγματικός και οι φόβοι για επηρεασμό τους ήταν εύλογα δικαιολογημένοι, αντισταθμίζοντας ως παράμετρος του δημοσίου συμφέροντος στην προώθηση μιας πολύ σοβαρής, επαναλαμβάνουμε, υπόθεσης το δικαίωμα ελευθερίας του Εφεσείοντα. 

 

Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που κινούμενο μέσα στα ορθά νομολογημένα πλαίσια  δικαιολογημένα διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα. 

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                          Στ. Χατζηγιάννη, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο