ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 152/2017, 20/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:D246

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 152/2017)

 

20 Ιουνίου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,

Εφεσείων

       v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

_________________________

Χρ. Πουτζιουρής για Χρ. Πουτζιουρής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.            

Θ. Παπανικολάου με Αδ. Δημοσθένους, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Η Daniela Rosca από τη Μολδαβία, που στο εξής θα αναφέρεται ως το θύμα, εντοπίστηκε νεκρή την 1.11.2015 και ώρα 19:45 σε διαμέρισμα πολυκατοικίας όπου διέμενε, στην οδό Τουζ Χανέ στη Λάρνακα.  Το θύμα εντοπίστηκε όταν στις 31.10.2015 και περί ώρα 03:00, η Liudmila Savva, στενή φίλη του θύματος, διαπίστωσε ότι οι διαδικτυακές εφαρμογές που χρησιμοποιούσε το θύμα, ήταν απενεργοποιημένες.  Αυτό την ανησύχησε, αφού γνώριζε ότι η φίλη της χρησιμοποιούσε συνεχώς και επί εικοσιτετραώρου βάσεως τις διαδικτυακές εφαρμογές.  Με τη βοήθεια κλειδαρά, και αφού προηγουμένως ενημέρωσε άλλες δύο φίλες της, εισήλθαν στο διαμέρισμα της όπου την εντόπισαν νεκρή.   Ένοικοι άλλων διαμερισμάτων της πολυκατοικίας, ανέφεραν ότι στις 31.10.2015 και μεταξύ των ωρών 03:00-05:00 ξύπνησαν από δυνατό θόρυβο, ο οποίος προερχόταν από το διαμέρισμα του θύματος. 

 

    Το θύμα εντοπίστηκε σε ένα από τα υπνοδωμάτια του διαμερίσματος του, όχι στο κυρίως, στο πάτωμα δίπλα από κρεβάτι, μπρούμυτα, με το κεφάλι του να βρίσκεται πάνω σε μαξιλάρι και με τα χέρια του δεμένα με κορδόνι πισθάγκωνα. Το κορδόνι είχε αφαιρεθεί από χάρτινη σακούλα εμπορικού καταστήματος η οποία βρισκόταν στο κυρίως υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος.  Τόσο στο υπνοδωμάτιο όπου εντοπίστηκε το θύμα όσο και στο κυρίως υπνοδωμάτιο, υπήρχε ακαταστασία.  Στο σαλόνι, εντοπίστηκε σπασμένο το τραπεζάκι του καθιστικού. Στο χαλί και στους καναπέδες του καθιστικού, υπήρχαν κηλίδες αίματος του θύματος.  Αίμα του θύματος υπήρχε και στο  μαξιλάρι για το οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω.   Το θύμα έφερε εμφανείς κακώσεις σε όλο του το σώμα, με το κεφάλι του να είναι παραμορφωμένο.  Ο θάνατος του προήλθε από ασφυξία συνεπεία εισρόφησης αίματος, από βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και από εσωτερική αιμορραγία.  Είχε αποβιώσει 8 με 12 ώρες πριν από τον εντοπισμό του.  Διαπιστώθηκε ακόμη ότι δεν απεβίωσε αμέσως μετά τα κτυπήματα και την κακοποίηση που δέχθηκε, αλλά ώρες μετά, περίπου 30. Από το διαμέρισμα του θύματος κλάπηκαν τα δύο κινητά του τηλέφωνα, το i-pad του, όλα συνολικής αξίας €1.500, τα δυο διαβατήρια του και τα κλειδιά του.  Ήταν φανερό  πως επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια.

 

    Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στη θύρα εισόδου του διαμερίσματος ούτε στη θύρα του μπαλκονιού του διαμερίσματος.   Το  παράθυρο του μπάνιου του διαμερίσματος, το οποίο επικοινωνεί με τον φωταγωγό της πολυκατοικίας, ήταν ανοικτό.  Στον τοίχο του φωταγωγού της πολυκατοικίας και  πλησίον του παραθύρου του μπάνιου, εντοπίστηκαν ίχνη μαυρίσματος από τρίψιμο παπουτσιού και ίχνη τριψίματος σχοινιού στη γωνιά του τοίχου του φωταγωγού της πολυκατοικίας.    Ήταν φανερό πως ο δράστης ή οι δράστες εισήλθαν στο διαμέρισμα από το παράθυρο του μπάνιου.

 

    Για τα διαπραχθέντα εις βάρος του θύματος εγκλήματα, ο 25χρόνος  Εφεσείων (κατηγορούμενος 3), και άλλοι δύο άνδρες, Βουλγαρικής καταγωγής (κατηγορούμενοι 1 και 2), αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας-Αμμοχώστου, τις ακόλουθες σοβαρές κατηγορίες:

 

(α) της Ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση των άρθρων 205(1)(3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία)

 

(β) της Συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των άρθρων 371, 291, 292(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η κατηγορία)

 

(γ) της Διάρρηξης Κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, κατά παράβαση των άρθρων 291, 292(α), 255, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (3η κατηγορία)

 

(δ) της Κλοπής από Κατοικία, κατά παράβαση των άρθρων 255, 266(β), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (4η κατηγορία) και

 

(ε) της Περιαγωγής σε Κατάσταση Ανικανότητας για αντίσταση με σκοπό διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος, κατά παράβαση των άρθρων 226, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (5η κατηγορία).

 

    Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 παραδέχθηκαν ενοχή σε όλες τις κατηγορίες, και το Κακουργιοδικείο στις 9.11.2016 τους επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης σε όλες τις κατηγορίες, με τις αυστηρότερες ποινές να επιβάλλονται στην 1η και 5η κατηγορία.  Πιο συγκεκριμένα, στον κατηγορούμενο 1 επιβλήθηκαν στις εν λόγω δύο κατηγορίες ποινές φυλάκισης 13 ετών και στον κατηγορούμενο 2 ποινές φυλάκισης 10 ετών.   Εφέσεις που καταχωρίστηκαν σε σχέση με τις εν λόγω επιβληθείσες ποινές, αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν.    Ως εκ τούτου, δεν εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης η ορθότητα των συγκεκριμένων επιβληθεισών ποινών, ούτε κατά πόσο δικαιολογημένα έγινε διαφοροποίηση στο ύψος τους.

 

   Ο Εφεσείων, κατηγορούμενος 3, ως είχε κάθε δικαίωμα, αρνήθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες, και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.  Διεφάνη, τόσο από τη νομική βάση των κατηγοριών αλλά και από την προσαχθείσα εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρία, ότι δεν ήταν η θέση της τελευταίας πως και ο Εφεσείων εισήλθε στο διαμέρισμα, και ακολούθως μαζί με τους πρώην κατηγορούμενους 1 και 2  κτύπησαν, κακοποίησαν και έδεσαν το θύμα αφήνοντας το αβοήθητο, το οποίο τελικά εξέπνευσε.   Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν ότι ο Εφεσείων παρότρυνε και προήγαγε τον πρώην κατηγορούμενο 1 και μέσω αυτού και τον πρώην κατηγορούμενο 2, να διαρρήξουν το διαμέρισμα του θύματος για να κλέψουν από αυτό, και μάλιστα προκειμένου να επιτευχθεί η διάρρηξη και η κλοπή, να αρπάξουν, να κτυπήσουν και να δέσουν το θύμα.  Ήταν ακόμη η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, ότι οι πρώην κατηγορούμενοι 1 και 2 διαμόρφωσαν με τον Εφεσείοντα κοινό σκοπό για τη διενέργεια αδικημάτων εις βάρος του θύματος, ως η παρότρυνση και οι  οδηγίες του Εφεσείοντα.   Κατά την επιδίωξη του κοινού παράνομου σκοπού, επήλθε ο θάνατος του θύματος.  Η Κατηγορούσα Αρχή, θεωρεί ότι ο θάνατος ήταν πιθανή συνέπεια κατά την επιδίωξη του κοινού παράνομου σκοπού, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να έχει διαπράξει και το αδίκημα της ανθρωποκτονίας (Άρθρα 205 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).    Είναι στη βάση των πιο πάνω που ο Εφεσείων κλήθηκε να προβάλει και είχε προβάλει την Υπεράσπιση του.   

 

    Ένας από τους βασικούς μάρτυρες που η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε για να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον του Εφεσείοντα, ήταν και ο πρώην κατηγορούμενος 1, ο οποίος κλήθηκε ως Μ.Κ. 7.  Ήταν το πρόσωπο που είχε εισέλθει στο διαμέρισμα του θύματος, από το παράθυρο του μπάνιου, και ακολούθως μαζί με τον πρώην κατηγορούμενο 2, κτύπησαν, κακοποίησαν και έδεσαν το θύμα αφήνοντας το αβοήθητο. Ακολούθως έκλεψαν τα αντικείμενα για τα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.  Το Κακουργιοδικείο παραθέτει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τη μαρτυρία του, η οποία καλύπτει 17 δακτυλογραφημένες σελίδες από την απόφαση του.   

 

    Αυτός αφίχθηκε στην Κύπρο τον Απρίλιο του 2008 όπου και ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες.  Γνώρισε τον Εφεσείοντα και το θύμα σε γυμναστήριο στους Αγίους Αναργύρους στη Λάρνακα, όπου μετέβαιναν όλοι για να γυμναστούν.  Κάποιες φορές έτυχε να δει τον Εφεσείοντα και το θύμα να μεταβαίνουν στο γυμναστήριο μαζί.  Συνομιλώντας με τον Εφεσείοντα στο γυμναστήριο, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι πωλεί λάδια για αυτοκίνητα, του  πρότεινε να τον εργοδοτήσει, και αυτός αποδέχθηκε.   Έτυχε να δει το θύμα στην οικία του Εφεσείοντα όταν τον επισκεπτόταν.   Ο Εφεσείων τον είχε ενημερώσει ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με το θύμα και ότι παράλληλα ήταν αρραβωνιασμένος με άλλη κύπρια γυναίκα.  Τον Αύγουστο του 2015 τον ενημέρωσε ότι είχε χωρίσει με το  θύμα, επειδή αυτό είχε κλέψει από την οικία του πατέρα του κοσμήματα και χρήματα αξίας €25.000.  Του ζήτησε να βρει κάποιο πρόσωπο για να διαρρήξουν το διαμέρισμα του  θύματος με σκοπό να εντοπίσουν και πάρουν τα  κλοπιμαία.   Του είπε ότι τα κλοπιμαία που θα ανευρίσκονταν στο διαμέρισμα του θύματος, θα τα μοιράζονταν σε τρία ίσα μερίδια.  Αρχικά αρνήθηκε, τελικά όμως δέχθηκε και ενημέρωσε τον Εφεσείοντα ότι βρήκε το άλλο πρόσωπο που θα τον βοηθούσε στη διάπραξη των εγκλημάτων.   Ένα με ενάμιση μήνα πριν από τη διάπραξη των εγκλημάτων, συναντήθηκε με τον Εφεσείοντα στην οικία του Μ.Κ. 4.   Εκεί ο Εφεσείων παρέλαβε από τον Μ.Κ. 4 ένα GPS λέγοντας του Μ.Κ. 4 ψέματα πως το ήθελε για να το τοποθετήσει στο αυτοκίνητο κάποιου ο οποίος του όφειλε χρήματα.   Το GPS παραδόθηκε στον Μ.Κ. 7 ο οποίος το τοποθέτησε, κατόπιν οδηγιών του Εφεσείοντα, στο αυτοκίνητο του θύματος για να παρακολουθούν τις κινήσεις του ούτως ώστε να μπορέσουν να εισέλθουν στο διαμέρισμα του όταν αυτό θα απουσίαζε από αυτό.      

 

     Όταν προσπάθειες που έγιναν από τον Μ.Κ. 7 και τον πρώην κατηγορούμενο 2  για να εισέλθουν στο διαμέρισμα του θύματος, απέτυχαν, ο Εφεσείων νευρίασε και του ανέφερε πως έπρεπε να εισέλθουν πάση θυσία στο διαμέρισμα του θύματος και, αν χρειαζόταν, να αρπάξουν το θύμα, να το κτυπήσουν και να το δέσουν, για να μπορέσουν έτσι να κλέψουν από το διαμέρισμα του τα χρήματα και τα κοσμήματα.   Μάλιστα προθυμοποιήθηκε και ο ίδιος ο Εφεσείων να τους βοηθήσει  κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων, λέγοντας του πως  δεν τον ενδιέφερε εάν θα τον αναγνώριζε το θύμα.   

 

    Το  επίδικο βράδυ του τηλεφώνησε ο Εφεσείων και του ανέφερε ότι το θύμα θα απουσίαζε από το διαμέρισμα του και ότι έπρεπε να εισέλθουν εντός αυτού.   Για το πώς ο Μ.Κ. 7 εισήλθε στο διαμέρισμα του θύματος και για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε το θύμα, το οποίο κακοποιήθηκε βάναυσα, τόσο από τον Μ.Κ. 7 όσο και από τον πρώην κατηγορούμενο 2, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή εντός του διαμερίσματος του, θα παραθέσουμε το μέρος της μαρτυρίας του όπως αυτό συνοψίζεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου:

 

«Ο ίδιος του είπε ότι θα το κανόνιζε, διότι είχε βαρεθεί αυτήν την συνεχή πίεση από τον κατηγορούμενο 3 και ήθελε να κάνει μια τελευταία δοκιμή. Τηλεφώνησε στο φίλο του, πρώην κατηγορούμενο 2, ο οποίος ήταν στη δουλειά και του είπε ότι θα εισέρχοντο εκείνο το βράδυ στο διαμέρισμα του θύματος. Ο πρώην κατηγορούμενος 2 συμφώνησε να συναντηθούν στο σπίτι του όταν τελειώσει τη δουλειά και να πάνε πρώτα για να ελέγξουν εάν το θύμα βρισκόταν στο σπίτι του. Έτσι, όταν σχόλασε από τη δουλειά ο πρώην κατηγορούμενος 2, συναντήθηκαν στο σπίτι του και ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο του πρώην κατηγορούμενου 2, μέσα στο οποίο υπήρχαν τα σχοινιά τα οποία θα χρησιμοποιούσε για να κατεβεί από τη στέγη, τα γάντια και η μάσκα (κουκούλα) την οποία θα φορούσε. Πέρασαν από την πολυκατοικία του θύματος και διαπίστωσαν ότι απουσίαζε το αυτοκίνητο του. Στάθμευσαν το αυτοκίνητο του πρώην κατηγορούμενου 2, μερικές πολυκατοικίες πιο κάτω και πήγαν με τα πόδια. Η πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας ήταν κλειδωμένη και έτσι ο πρώην κατηγορούμενος 2, με τη βοήθεια του, μπήκε από το παράθυρο στις σκάλες, στον διάδρομο και του άνοιξε την πισινή πόρτα απ΄ όπου ο ίδιος μπήκε στην πολυκατοικία. Αφού εισήλθαν στην πολυκατοικία, ανέβηκαν στη στέγη και εκεί έδεσε το σχοινί πάνω στο ντεπόζιτο. Έβαλε τη μάσκα (κουκούλα), τα γάντια και ειδική ζώνη για ορειβασία και κατέβηκε σιγά σιγά μέχρι το παράθυρο του μπάνιου του διαμερίσματος του θύματος. Είδε ότι όλα τα φώτα ήταν σβηστά μέσα στο διαμέρισμα και έτσι σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε κανένας μέσα. Έτσι εισήλθε με δυσκολία μέσα στο διαμέρισμα. Έκανε θόρυβο και τότε άναψε μια λάμπα μέσα στο διαμέρισμα και άκουσε το θύμα να φωνάζει "police, police". Έβγαλε το γάντζο και βγήκε από το μπάνιο. Στον διάδρομο, είδε το θύμα όρθιο στο σαλόνι μπροστά από την πόρτα εισόδου η οποία ήταν ανοικτή και συνέχιζε να φωνάζει φοβισμένο. Ο ίδιος έτρεξε προς την πόρτα για να φύγει, αλλά το θύμα ήταν μπροστά του. Επειδή φοβήθηκε ότι θα του τραβούσε τη μάσκα (κουκούλα), χτύπησε το θύμα με το χέρι του και μετά το έσπρωξε για να περάσει πιο γρήγορα. Από το χτύπημα και το σπρώξιμο του, το θύμα έπεσε από τη σκάλα της πολυκατοικίας, η οποία είναι απέναντι από την πόρτα του διαμερίσματος του και χτύπησε το κεφάλι του πάνω στον τοίχο της σκάλας. Φοβήθηκε ότι από τον θόρυβο θα τον εντόπιζαν οι γείτονες και εκείνη τη στιγμή, του τηλεφώνησε ο πρώην κατηγορούμενος 2. Του απάντησε και του είπε να έρθει στο διαμέρισμα. Φοβήθηκε πάρα πολύ και δεν ήξερε τι να κάνει. Από το φόβο του, έβαλε το θύμα πάνω στον ώμο του και το μετέφερε μέσα στο διαμέρισμα. Όπως  κρατούσε το θύμα πάνω στον ώμο του, αυτό άρχισε να κλωτσά και έτσι το έριξε κάτω και αυτό χτύπησε το κεφάλι του πάνω στο τραπεζάκι και κάτω στο πάτωμα. Έμεινε για λίγο ακίνητο και μετά άρχισε να κινείται, όμως ο ίδιος το κρατούσε ακίνητο και ήταν πολύ φοβισμένος. Τηλεφώνησε στον πρώην κατηγορούμενο 2 γιατί αργούσε και αγχώθηκε περισσότερο. Ο πρώην κατηγορούμενος 2 του είπε ότι περίμενε κάτω και του ζήτησε να ανοίξει την είσοδο της πολυκατοικίας από το θυροτηλέφωνο του διαμερίσματος, όπως και έκανε. Όταν ο πρώην κατηγορούμενος 2 εισήλθε στο διαμέρισμα, το θύμα σηκώθηκε και επειδή ο πρώην κατηγορούμενος 2 δεν φορούσε κουκούλα, ο ίδιος έσπρωξε το θύμα  και έπεσε κάτω στο πάτωμα. Πήρε ένα μαξιλάρι από τον καναπέ και το έβαλε πάνω στο πρόσωπο του θύματος για να μην δει τον πρώην κατηγορούμενο 2. Το θύμα προσπάθησε να σηκωθεί και τότε ο ίδιος μαζί με τον πρώην κατηγορούμενο 2, πάλεψαν μαζί του, το χτύπησαν και το άφησαν ακίνητο. Λόγω του πανικού τους, σήκωσαν το θύμα, κρατώντας το και οι δύο από τα χέρια και τα πόδια και το μετέφεραν στο ένα υπνοδωμάτιο. Το θύμα ήταν πολύ χτυπημένο και ανάπνεε βαριά. Το έβαλαν με το πρόσωπο προς το πάτωμα και ζήτησε από τον πρώην κατηγορούμενο 2 να του δώσει ένα σχοινί, το οποίο κρατούσε, για να το δέσουν και να φύγουν. Ο πρώην κατηγορούμενος 2 αρνήθηκε, επειδή, όπως του είπε, θα τους «έπιαναν», αφού το σχοινί ήταν δικό του. Έτσι, ο ίδιος του είπε να βρει κάτι άλλο για να δέσουν το θύμα και συνέχισε να το κρατά με τα χέρια πίσω στην πλάτη. Ο πρώην κατηγορούμενος 2 βρήκε ένα σχοινί και γύρισε σε λίγο κρατώντας το. Ο ίδιος κρατούσε τα χέρια του θύματος και ο πρώην κατηγορούμενος 2 προσπαθούσε να το δέσει, αλλά επειδή έτρεμαν τα δικά του χέρια, ο πρώην κατηγορούμενος 2 τον βοήθησε και έδεσαν μαζί το θύμα. Αφού το έδεσαν, τοποθέτησαν ένα μαξιλάρι κάτω από το πρόσωπο του. Δεν ξέρει γιατί το έκαναν αυτό. Άφησαν δεμένο το θύμα και είπε στον πρώην κατηγορούμενο 2 να μαζέψουν τα τηλέφωνα και τα tablet και έφυγαν. Ο λόγος για τον οποίο πήραν τα πράγματα, είναι διότι φοβήθηκαν ότι όταν ξυπνούσε το θύμα θα τηλεφωνούσε και θα έκανε παράπονο. Λόγω του πανικού τους, αυτό σκέφτηκαν. Πήγαν  στο σπίτι του πρώην κατηγορούμενου 2 και έκρυψαν τα ρούχα και όλα τα πράγματα τα οποία πήραν, σε ένα χωράφι απέναντι από το σπίτι του πρώην κατηγορούμενου 2. Τα κλειδιά από το διαμέρισμα του θύματος, τα οποία πήραν φεύγοντας, τα έκρυψε σε μια μικρή τρύπα την οποία έκανε με τα χέρια του, δίπλα σε έναν κάλαθο για σκουπίδια.

 

Όταν ξημέρωσε, πήγε στο σπίτι του πρώην κατηγορούμενου 2 με τη μοτοσικλέτα του και τοποθέτησαν τη μάσκα (κουκούλα), τα γάντια και τα πράγματα τα οποία έκλεψαν, στο αυτοκίνητο του πρώην κατηγορούμενου 2. Πήραν εφημερίδα, αναπτήρα και πετρέλαιο από ένα περίπτερο και πήγαν στο σπίτι ενός φίλου του Ιβάν. Του ζήτησε και αυτός του έδωσε ένα φτυάρι και πήγαν στην περιοχή Κόσιη, όπου έκαψαν όλα τα πράγματα, σε 2 διαφορετικούς τόπους. Την επόμενη μέρα, ήταν πολύ αγχωμένος, γιατί εκείνο το οποίο συνέβη, δεν το είχε υπολογίσει και δεν ήξερε τι να κάνει.»

 

 

    Το Κακουργιοδικείο, αφού παρέθεσε το σύνολο της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του, τα  εγκριθέντα από το ίδιο παραδεκτά γεγονότα,  και το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα, ο οποίος δεν κάλεσε μάρτυρες, προέβη σε λεπτομερή αξιολόγηση της τεθείσας ενώπιον του μαρτυρίας.   Με αναφορά στην ορθή Νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση μαρτυρίας, βρήκε πως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας είπαν την αλήθεια.   Στην απόφαση του καταγράφεται με ιδιαίτερη καθαρότητα  η αιτιολογία της κρίσης του.  Για την αξιολόγηση του Μ.Κ. 7, ο οποίος ήταν αναμεμιγμένος στα επίδικα εγκλήματα, αφού ήταν ένας από τους αυτουργούς, ανάλωσε, και δικαιολογημένα, αρκετές σελίδες από την απόφαση του.   Για συγκεκριμένους λόγους, που επίσης καταγράφει στην απόφαση του, αποφάσισε πως η ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα, εστερείτο κάθε πειστικότητας με αποτέλεσμα να μην της δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα.  

 

    Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας που δέχθηκε, προέβη σε ευρήματα.   Ακολούθως προχώρησε στην υπαγωγή των ευρημάτων του στις πέντε κατηγορίες που ο Εφεσείων αντιμετώπιζε, για να καταλήξει στις 22.5.2017 ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και τις πέντε κατηγορίες, στις οποίες έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα.  

    Στις 13.6.2017 επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με τις αυστηρότερες ποινές (15 έτη), να επιβάλλονται στην 1η  και 5η κατηγορία.    Ο Εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη του όσο και τις επιβληθείσες ποινές.   Θα ξεκινήσουμε από τους λόγους έφεσης που αφορούν στην καταδίκη.

 

Έφεση κατά της καταδίκης.

 

    Υπάρχουν λόγοι έφεσης που αφορούν σε κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.   Πρόκειται για τον 2ο, 11ο και 16ο λόγο έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε αμέσως πιο κάτω.  Ως γνωστό, ισχυρισμοί για  παράβαση του εν λόγω δικαιώματος, δεν εξετάζονται αφηρημένα (in abstracto) αλλά συγκεκριμένα (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 104, John ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 201/13, απόφαση ημερ. 17.6.2016  και Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 208/15, απόφαση ημερ. 12.6.2019).        

 

    Στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης αναφέρονται και τα ακόλουθα:   «Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να παρουσιάσει τη μαρτυρία που είχε στη διάθεση της αμερόληπτα και δίκαια αφού ενώ είχε κλείσει η διερεύνηση της υπόθεσης από τις 27/6/2016 παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου με τη συνεργασία των ανακριτικών αρχών νέα κατάθεση του ΜΚ7 ημερομηνίας 22/11/2016 στην οποία προστέθηκαν ισχυρισμοί μόνο που ενοχοποιούσαν τον Εφεσείοντα χωρίς να τύχουν διερεύνησης αυτοί οι ισχυρισμοί εκ μέρους των αστυνομικών αρχών και μάλιστα έγιναν για την στοιχειοθέτηση του άρθρου 21».  

 

    Να σημειώσουμε κατ΄  αρχάς ότι η «νέα» κατάθεση του Μ.Κ. 7 ημερ. 22.11.2016, δεν ήταν προϊόν συνεργασίας των ανακριτικών αρχών.   Ο Μ.Κ. 7 εξέφρασε την πρόθεση να δώσει και έδωσε κατάθεση στις 22.11.2016, η οποία δόθηκε μετά που αυτός παραδέχθηκε τα αδικήματα και του επιβλήθηκε ποινή.   Το γεγονός ότι στην εν λόγω κατάθεση υπήρχαν θέσεις και ισχυρισμοί που ενοχοποιούσαν τον Εφεσείοντα, δεν καθιστούσε την κατάθεση απαράδεκτη, ως αφήνει να νοηθεί ο Εφεσείων.  Μάλιστα αυτή κατατέθηκε χωρίς ένσταση ενώπιον του Κακουργιοδικείου και σημειώθηκε ως Έγγραφο «Η».   Ο Μ.Κ. 7 υιοθέτησε το περιεχόμενο της και αντεξετάστηκε.   Να σημειώσουμε ακόμη ότι η εν λόγω κατάθεση δόθηκε στην Υπεράσπιση πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και συνεπώς ο Εφεσείων είχε τη δυνατότητα να ετοιμάσει και να προβάλει την Υπεράσπιση του έχοντας κατά νού και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης κατάθεσης (Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ, 560).    Ως εκ τούτου, δεν  βρίσκουμε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη συνεπεία της εν λόγω κατάθεσης του Μ.Κ. 7.   

 

    Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο Εφεσείων θεωρεί ότι δεν είχε δίκαιη δίκη,  είναι γιατί, ως αναφέρει, «…  Η κατηγορούσα αρχή με σκοπό να εκμαιεύσει νέα ενοχοποιητική  κατάθεση εναντίον του Εφεσείοντα, την 21/11/2016 καταχώρησε ποινικές εφέσεις εναντίον των κατηγορουμένων 1 και 2 με σκοπό να τους εξαναγκάσει να δώσουν διαφοροποιημένη μαρτυρία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του Εφεσείοντα που ξεκινούσε την 25/11/2016.  Η κατηγορούσα αρχή ουδέποτε αποκάλυψε αυτό το γεγονός στην Υπεράσπιση πριν αντεξεταστούν οι  μάρτυρες κατηγορίας με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα του Εφεσείοντα να προβάλει όλη την υπεράσπιση του.   Η καταχώρηση των ποινικών εφέσεων φαίνεται μέσα στο φάκελο της δικογραφίας και εντοπίστηκε μεταγενέστερα με την αλλαγή δικηγόρου του Εφεσείοντα».   

 

    Η θέση του Εφεσείοντα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε εφέσεις εναντίον των επιβληθεισών ποινών για να εκμαιεύσει «νέα ενοχοποιητική κατάθεση» εναντίον του, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε γεγονότα.   Πρόκειται περί υποθέσεως.   Από την άλλη, ο Γενικός Εισαγγελέας είχε κάθε δικαίωμα να εφεσιβάλει ως έκδηλα ανεπαρκείς τις ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο στους πρώην κατηγορούμενους 1 και 2.   Αντίστοιχο δικαίωμα προσβολής των ποινών ως έκδηλα υπερβολικών είχαν και οι καταδικασθέντες (Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μ.Κ. 7, πρώην κατηγορούμενος 1, είχε καταχωρίσει έφεση κατά της ποινής, υποστηρίζοντας, ανάμεσα σ΄ άλλα, πως αδικαιολόγητα το Κακουργιοδικείο του επέβαλε αυξημένη κατά 3 έτη ποινή σε σχέση με την ποινή που επέβαλε στον πρώην κατηγορούμενο 2).  

 

    Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε   υποχρέωση εκ του Νόμου να γνωστοποιήσει το γεγονός της καταχώρισης των εφέσεων στον Εφεσείοντα.  Ο Εφεσείων ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να πληροφορηθεί κατά πόσο είχαν καταχωριστεί τέτοιες εφέσεις εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, και κατ΄ επέκταση ουδέποτε ο ίδιος θεώρησε ουσιώδες αυτό το γεγονός για την αντεξέταση των  μαρτύρων κατηγορίας ή γενικά για την ετοιμασία και  προβολή της Υπεράσπισης του.   Εν κατακλείδι, ουδέν επιλήψιμο υπάρχει συνεπεία της καταχώρισης εφέσεων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

 

    Ο Εφεσείων θεωρεί ότι δεν είχε δίκαιη δίκη και γιατί, ως αναφέρει: «Η κατηγορούσα αρχή ενώ γνώριζε ότι ο ΜΚ7 ήταν στο μέσο της αντεξέτασης του τον επισκέφθηκε στις Κεντρικές Φυλακές και είχε συνομιλίες μαζί του χωρίς την τήρηση οποιωνδήποτε πρακτικών και χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε ανεξάρτητου μάρτυρα».   

 

    Πρόκειται περί αιτιολογίας η οποία δεν ανταποκρίνεται στην  πραγματικότητα, και τούτο γιατί η επίσκεψη δεν έγινε στο μέσο της αντεξέτασης του Μ.Κ. 7, η οποία άρχισε στις 24.1.2017, αλλά πριν από την αντεξέταση του, και συγκεκριμένα στις 19.1.2017.   Το γεγονός αυτό ήταν γνωστό στην Υπεράσπιση, και την 1.2.2017, ημερομηνία κατά την οποία συνεχίστηκε η αντεξέταση του Μ.Κ. 7, ο τελευταίος ερωτήθηκε από τον τότε συνήγορο του Εφεσείοντα για την εν λόγω συνάντηση.   Είπε ο Μ.Κ. 7, και δεν αμφισβητήθηκε, ότι ο Αστυφύλακας 3967 Χρ. Κημήτρης, Μ.Κ. 8, δεν ήταν παρών καθ΄ ον χρόνο συνομίλησε (ο Μ.Κ. 7) με τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής κ. Θ. Παπανικολάου.   Ούτε ερωτήθηκε ο Μ.Κ. 7 για το περιεχόμενο της συνομιλίας τους.   Το μόνο για το οποίο ερωτήθηκε, ήταν αν τηρήθηκαν κάποιες σημειώσεις για το περιεχόμενο της συνομιλίας τους.   Όταν ο μάρτυρας (Μ.Κ. 7) απάντησε αρνητικά, η αντεξέταση εστιάστηκε άλλου.  Το θέμα ηγέρθη  εκ  νέου  από  την  Υπεράσπιση  κατά  την αντεξέταση  του

Μ.Κ. 8, ο οποίος ανέφερε ότι ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής κ. Θ. Παπανικολάου επικοινώνησε μαζί του, και του ζήτησε να διευθετήσει συνάντηση στις Κεντρικές Φυλακές για να δει τον Μ.Κ. 7.   Όπως του είχε αναφέρει ο κ. Θ. Παπανικολάου, ο Μ.Κ. 7 εξέφρασε την αγανάκτηση του λόγω των πολλών αναβολών της ποινικής υπόθεσης οι οποίες τον είχαν κουράσει.  Περαιτέρω στις Κεντρικές Φυλακές όπου εξέτιε τις ποινές φυλάκισης που του είχαν επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο, τον πλησίασαν τρίτα πρόσωπα και του προσέφεραν το  ποσό των €200.000 για να μην συνεχίσει να δίδει μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντα.   Αφού έγιναν οι απαραίτητες διευθετήσεις, συνόδευσε στις 19.1.2017 τον κ. Θ. Παπανικολάου στις Κεντρικές Φυλακές.   Ο τελευταίος είχε κατ΄ ιδίαν συνάντηση με τον Μ.Κ. 7 σε ειδικό χώρο που υπήρχε στο φρουραρχείο.   Ο μάρτυρας παρέμεινε έξω από τον ειδικό αυτό χώρο, και συνεπώς δεν γνώριζε τι ελέχθη μεταξύ του κ. Θ. Παπανικολάου και του Μ.Κ. 7.    Ουδέποτε υπεβλήθη στο Μ.Κ. 8 αλλά ούτε και ήταν ποτέ η θέση του τότε συνηγόρου του Εφεσείοντα, ότι ο κ. Θ. Παπανικολάου παρεκτράπη από το λειτούργημα του δικηγόρου, όπως ανέφερε ενώπιον μας ο κ. Πουτζιουρής.   Η Υπεράσπιση ουσιαστικά υπέβαλε στο Μ.Κ. 8 ότι ο λόγος για τον οποίο έγινε η επίσκεψη ήταν «για να του υποδείξει πώς να απαντά ειδικά σε θέματα που αφορούσαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα γιατί η κατάθεση του που είχε, δεν έστεκε με τα τηλεπικοινωνιακά και ο δεύτερος λόγος ήταν για να του δώσει διαβεβαιώσεις ότι αν εμμείνει στη μαρτυρία του θα τον βοηθούσαν να φύγει από την Κύπρο χωρίς να εκπληρώσει ολόκληρη την ποινή του».   Ο Μ.Κ. 8 απέρριψε κατηγορηματικά αυτή την υποβολή.   Το Κακουργιοδικείο σημειώνει τα ακόλουθα για τον εν λόγω μάρτυρα:   «Ο Μ.Κ. 8 κρίνεται ως αντικειμενικός και αμερόληπτος μάρτυρας και είμαστε πεπεισμένοι ότι είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια, όχι μόνο γιατί υποκειμενικά τον κρίναμε ως αξιόπιστο μάρτυρα αλλά και γιατί η μαρτυρία του ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης δεν έγινε κατορθωτό να κλονισθεί ή να προκληθεί οποιαδήποτε ρωγμή σε οποιοδήποτε ουσιώδες της σημείο.  ….  Ο Μ.Κ. 8 απαντούσε με ειλικρίνεια και σταθερότητα, χωρίς δισταγμό και υπεκφυγές στις σχετικές ερωτήσεις και υποβολές που του τέθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατηγορούμενου 3 και είμαστε πεπεισμένοι ότι είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια».    Δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης ότι κακώς το Κακουργιοδικείο έκρινε αξιόπιστο τον Μ.Κ. 8.   Κατ΄ επέκταση ούτε και λόγοι για τους οποίους αυτός δεν έπρεπε να είχε κριθεί αξιόπιστος.    Εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνουμε ότι υπάρχει πεδίο για να παρέμβουμε στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο τον αξιολόγησε.

 

    Όλα τα υπόλοιπα που αφορούν στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης αφορούν ουσιαστικά στην αξιοπιστία του Μ.Κ. 7.   Θα τα εξετάσουμε όταν θα επιλαμβανόμαστε των λόγων έφεσης που αφορούν στην αξιοπιστία του.                                                               

 

    Με τον 11ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο «απέτυχε στο ρόλο του να προστατεύσει τα δικαιώματα του  κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη αφού αποδέχθηκε μαρτυρία μεταφρασμένη από βουλγάρικο κείμενο καταθέσεων που δεν ανταποκρίνονταν στην πιστή μετάφραση από βουλγάρικα στα ελληνικά και/ή το αντίθετο». 

 

    Το θέμα αυτό προέκυψε στις 12.1.2017 όταν ήταν σε εξέλιξη η κυρίως εξέταση του Μ.Κ. 7.   Ο τότε συνήγορος του Εφεσείοντα ανέφερε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι η διερμηνέας Ναταλία Χριστοφή, η οποία κλήθηκε για να μεταφράζει από τα ελληνικά στα βουλγάρικα και αντίστροφα, δεν μετέφραζε ορθά κάποιες λέξεις που κατά τον τότε συνήγορο ήταν «λέξεις κλειδιά και ουσίας».  Το πρόβλημα εστιάστηκε τελικά στη μετάφραση του βουλγαρικού  κειμένου της γραπτής κατάθεσης που είχε δώσει ο Μ.Κ. 7 στην Αστυνομία.  Το Δικαστήριο καθηκόντως ζήτησε τότε τη σαφή θέση του τότε συνηγόρου Υπεράσπισης.    Όμως ο τότε συνήγορος δεν διευκρίνισε και δεν παρέθεσε συγκεκριμένα λάθη.  Αρκέστηκε σε μια γενικότητα που είχε ως εξής:   «Εάν υπάρχουν λάθη, επειδή δεν είμαι σε θέση να πω όλα τα λάθη και πόσα έχω εντοπίσει.  Όμως αριθμό λαθών που αφορούν χρόνους, αν είναι στον ενικό που μιλά ή στον πληθυντικό αφορούν λέξεις κλειδιά για κάποια πράγματα που αλλάζει η ουσία της μαρτυρίας, τις έχω πει στον κ. Παπανικολάου».

 

    Το Κακουργιοδικείο στις 12.1.2017 ανέβαλε την υπόθεση και προέβη σε διευθετήσεις ούτως ώστε την επόμενη φορά να εμφανιστεί άλλη διερμηνέας, η οποία και εμφανίστηκε.  Ουδέποτε η Υπεράσπιση επανέφερε το θέμα τόσο κατά την κυρίως εξέταση του  Μ.Κ. 7 όσο και κατά την αντεξέταση του.   Με άλλα λόγια, ουδέποτε ήταν  η  θέση  της  ότι  η  μετάφραση  της  γραπτής  κατάθεσης του

Μ.Κ. 7, που έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε συγκεκριμένα λάθη τα οποία επηρέασαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τον Εφεσείοντα.  Σε κάθε περίπτωση είχε τη δυνατότητα να αντεξετάσει τον Μ.Κ. 7, τον οποίο και αντεξέτασε, και να ζητήσει από αυτόν οποιεσδήποτε διευκρινίσεις σε σχέση με την γραπτή κατάθεση του στην Αστυνομία στη βουλγάρικη γλώσσα, την  οποία είχε στην κατοχή της, και σε σχέση με τα όσα μεταφράστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στην ελληνική γλώσσα αναφορικά με το περιεχόμενο της εν λόγω γραπτής κατάθεσης.   Δεν το έπραξε, και δεν  μπορεί εκ των υστέρων να εγείρεται θέμα παράβασης του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.   Από τα πρακτικά που είχαν τηρηθεί, προκύπτει ότι η Υπεράσπιση αντιλήφθηκε πολύ καλά τις θέσεις και ισχυρισμούς του Μ.Κ. 7 τόσο στην Αστυνομία όσο και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, τους οποίους και αμφισβήτησε μέσω της αντεξέτασης.   Μάλιστα προς το τέλος της αντεξέτασης, υπέβαλε στο Μ,Κ. 7 ότι ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι ο Εφεσείων του είπε να κτυπήσουν το θύμα.  

    

    Με τον 16ο  λόγο έφεσης ο Εφεσείων επανέρχεται στο θέμα της δίκαιης δίκης αλλά πάνω σε άλλη βάση.   Είναι η θέση του πως «… δεν είχε δίκαιη δίκη ένεκα πλημμελούς εκτέλεσης των δικηγορικών υπηρεσιών του δικηγόρου υπεράσπισης  ένεκα της ασθένειας του που προέκυψε κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας».  Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, καταγράφεται πως ο τότε συνήγορος του Εφεσείοντα είχε λιποθυμικό επεισόδιο και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (μπαλονάκι) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του ως συνήγορος «στο μέγιστο των δυνατοτήτων του και βάση της πείρας του παρόλο που θεωρείται ένας από τους καλύτερους ποινικολόγους δικηγόρους στην Κύπρο εντούτοις η πρόσκαιρη ασθένεια του τον εμπόδισε να αντεξετάσει τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής σε ουσιώδη ζητήματα και/ή για τα επίδικα θέματα».

 

    Να πούμε κατ΄ αρχάς το αυτονόητο, πως ένας δικηγόρος δεν τεκμαίρεται ότι δεν μπορεί να ασκήσει το λειτούργημα του δικηγόρου επειδή υποβλήθηκε σε κάποια χειρουργική επέμβαση ή επειδή είχε λιποθυμικό επεισόδιο.       Παρόλο που στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης δεν γίνεται αναφορά σε κατάφωρη επαγγελματική ανικανότητα εκ μέρους του τότε συνηγόρου του Εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε πως δεν αποκαλύπτεται τέτοια.   Ο τότε  συνήγορος του Εφεσείοντα, έμπειρος και ικανός, όπως και ο ίδιος ο Εφεσείων παραδέχεται,  χειρίστηκε με ικανότητα την Υπεράσπιση του και δεν διαπιστώνουμε ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκδηλα ανίκανη δικηγορία συνεπεία της οποίας ο Εφεσείων υπέστη αδικία (Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 402).   Στην Κωνσταντίνου άλλως Γιαλλούρης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ, 282, με αναφορά στη Γιουρούκκης (πιο πάνω), επαναλαμβάνεται ότι η γραμμή της Υπεράσπισης είναι ζήτημα που εμπίπτει στη σχέση πελάτη-δικηγόρου.   Ο πελάτης  διατηρεί πάντα το δικαίωμα, εφόσον είναι παρών κατά τη διεξαγωγή της δίκης, να παρέμβει, εάν διαπιστώσει ότι ο συνήγορος που διόρισε δεν ακολουθεί τις οδηγίες του.   Εδώ, ο Εφεσείων ήταν παρών κατά την ακροαματική διαδικασία, και συγκεκριμένα καθ΄ ον χρόνο οι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεταν.  Ουδέποτε όμως έθεσε θέμα ότι ο συνήγορος του δεν ακολουθούσε τις οδηγίες του.  

 

    Να σημειώσουμε πως ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα διερωτήθηκε γιατί ο  τότε συνήγορος του δεν αντεξέτασε τον Αστυφύλακα 311 Στέλιο Αναστάση, Μ.Κ. 6.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε:  «Είναι δυνατόν ένας δικηγόρος, κα Πρόεδρε, της εμβέλειας του μακαρίτη, να πει ‘καμία αντεξέταση;’.  Όμως ξέρουμε  τι έγινε μετά.  Τέλειωσε η δίκη και δυστυχώς αποδήμησε.  Και σ΄ αυτό το λόγο επιμένουμε, διότι δεν είχε δίκαιη δίκη ο κατηγορούμενος.  Όχι γιατί ήταν ανίκανος ο δικηγόρος του, αλλά γιατί δεν ήταν καλά στην υγεία του».

 

     Να πούμε πως δεν επιβάλλεται πάντα η αντεξέταση ενός μάρτυρα.  Ο δικηγόρος οφείλει να αντεξετάσει ένα μάρτυρα εφόσον διαπιστώσει ότι ο μάρτυρας έδωσε μαρτυρία που επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα του πελάτη του, και η οποία βεβαίως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.  Εάν δεν έχει δώσει τέτοια μαρτυρία, τότε δεν επιβάλλεται να αντεξετάσει τον εν λόγω μάρτυρα.  Κατ΄ επέκταση, η μη αντεξέταση μάρτυρα δεν συνιστά αφ΄ εαυτής  κακή άσκηση της δικηγορίας, όπως περίπου εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα.  Ας δούμε όμως τι είπε ο Μ.Κ. 6 ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Ο εν λόγω μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του ημερ. 2.11.2015 (Έγγραφο Ζ).   Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης, το θύμα ανακρίθηκε στις 4.7.2015 ως ύποπτο για αδικήματα διάρρηξης και κλοπής της οικίας της οικογένειας του Εφεσείοντα.  Πριν όμως ανακριθεί, ο Μ.Κ. 6 κάλεσε την 1.7.2015 τον Εφεσείοντα στο Αστυνομικό Τμήμα για να του αναφέρει και επιβεβαιώσει κάποιες λεπτομέρειες που αφορούσαν στη σχέση που διατηρούσε με το θύμα, για να μπορέσει έτσι να το ανακρίνει σωστά.  Καταγράφονται στην εν λόγω γραπτή κατάθεση (Έγγραφο Ζ) τα ακόλουθα: 

 

«Ο Παναγιώτης Αλεξάνδρου μου ανάφερε μεταξύ άλλων ότι με την Rosca είχαν χωρίσει  πρόσφατα γιατί φοβόταν ο ίδιος να μην το μάθει τελικά η αρραβωνιαστικιά του.  Λόγω ζήλιας, αυτή δεν δέχθηκε το χωρισμό τους, με αποτέλεσμα να του δημιουργεί προβλήματα, όπως να του τηλεφωνεί, να του στέλνει μηνύματα και να τον παρακολουθεί.  Σε κάποιο σημείο της συζήτησης μου με τον Παναγιώτη μου ανέφερε ότι του  πέρασε από το μυαλό να βάλει κάποιους να την δείρουν ή να την απειλήσουν, ώστε αυτή να σταματήσει να τον ενοχλεί γιατί θα του δημιουργούσε προβλήματα με την αρραβωνιαστικιά του, αλλά και επειδή πιθανόν να είχε ανάμειξη στη διάρρηξη της πατρικής του οικίας.  Μου άφησε να νοηθεί ότι είχε τις διασυνδέσεις και τον τρόπο να πραγματοποιήσει τη σκέψη του αλλά στο δεδομένο χρόνο δεν την έλαβα σοβαρά υπόψη, αφού πολλές φορές παραπονούμενοι μπορεί να εκφέρουν παρόμοιες απειλές, λόγω της έντασης και συναισθηματικής φόρτισης τους.  Παρόλα αυτά προέτρεψα τον Παναγιώτη να μην προχωρήσει σε κάτι τέτοιο, αφού θα διέπραττε ποινικά αδικήματα και του επίστησα την προσοχή του στο Νόμο». 

 

 

 

     Όταν ο Μ.Κ. 6 επιχείρησε να καταθέσει την κατάθεση που ο Εφεσείων έδωσε στην Αστυνομία την 1.11.2015, ο τότε συνήγορος του ήγειρε ένσταση, την  οποία μάλιστα αιτιολόγησε δεόντως, κάτι που απεκάλυπτε πως αντιλαμβανόταν πλήρως τη δικαστική διαδικασία.   Το Κακουργιοδικείο όμως είχε άλλη άποψη, και με ενδιάμεση απόφαση του, την οποία εξέδωσε μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, επέτρεψε την γραπτή κατάθεση του Εφεσείοντα την οποία και σημείωσε ως τεκμήριο 105.  Ακολούθησε η γραπτή κατάθεση του Εφεσείοντα, ημερ. 3.11.2105, η οποία κατατέθηκε  και σημειώθηκε ως τεκμήριο 106.  Φωτογραφίες για τις οποίες γινόταν αναφορά στο τεκμήριο 106, κατατέθηκαν ως τεκμήριο 107.   Στη βάση των πιο πάνω, ο τότε συνήγορος του Εφεσείοντα έκρινε σκόπιμο να μην αντεξετάσει τον Μ.Κ. 6.    Κατ΄ επέκταση, δεν αμφισβήτησε ότι ο Εφεσείων έκανε τις πιο πάνω δηλώσεις στο μάρτυρα, λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του θύματος.   Να σημειώσουμε εδώ πως ο Εφεσείων  με την ανώμοτη δήλωση του ουδέποτε ανέφερε ότι δεν έκανε τις εν λόγω δηλώσεις στο Μ.Κ. 6.  Συνάγεται από τα πιο πάνω, πως ο τότε συνήγορος του Εφεσείοντα δεν είχε οδηγίες από τον τελευταίο να αμφισβητήσει την πιο πάνω μαρτυρία του Μ.Κ. 6, προφανώς γιατί αυτή ανταποκρινόταν στην αλήθεια.   Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο σ΄ αυτή την προσέγγιση του τότε συνηγόρου του Εφεσείοντα.   Για ό,τι αξίζει, να  πούμε πως και άλλοι Αστυνομικοί-Μάρτυρες δεν κρίθηκε σκόπιμο να αντεξεταστούν από τον τότε συνήγορο του Εφεσείοντα.  

 

     Εκεί βεβαίως που ο τότε συνήγορος του έκρινε ότι έπρεπε να αντεξετάσει μάρτυρες κατηγορίας, το έπραξε.  Από τα πρακτικά της διαδικασίας, προκύπτει πως για τον Μ.Κ. 7 (που ήταν ένας βασικός μάρτυρας κατηγορίας – ίσως ο πιο βασικός) χρειάστηκαν δύο δικάσιμοι για να ολοκληρωθεί η αντεξέταση του.   Μάλιστα η αντεξέταση του Μ.Κ. 7 συνάδει και με το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα ότι ο Μ.Κ. 7 λέει ψέματα για να τον ενοχοποιήσει για αδικήματα που δεν διέπραξε.   Τελειώνοντας με αυτόν τον λόγο έφεσης, να πούμε το αυτονόητο, πως το αποτέλεσμα της δίκης δεν είναι αυτό που καθορίζει κατά πόσο υπήρξε εκ μέρους ενός συνηγόρου έκδηλα ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocacy).

   

    Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης που αφορούν σε παράβαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

    Ο 12ος λόγος έφεσης αφορά στην  απόφαση του Κακουργιοδικείου να απορρίψει στην ολότητά της την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα, ο οποίος θεωρεί ότι και εδώ έσφαλλε το Κακουργιοδικείο.   Ο Εφεσείων, ως είχε κάθε δικαίωμα, κάτι που καταγράφει και το ίδιο το Κακουργιοδικείο, προέβη σε ανώμοτη δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί:

 

« Έντιμοι Κύριοι Δικαστές,

 

Δηλώνω ότι για όλα τα αδικήματα που με κατηγορούν είμαι αθώος. Εγώ δεν έχω καμία σχέση ούτε με τον θάνατο, ούτε με την διάρρηξη του διαμερίσματος της Ντανιέλας Ρόσκα. Ο Πλάμεν είπε πολλά ψέματα στο Δικαστήριο φορτώνοντας μου πράξεις, που δεν έκαμα για να ελαφρύνει την θέση του και να έχει μειωμένη ποινή για αυτά που ο ίδιος παραδέχτηκε ότι έκαμε. Τον Πλάμεν τον γνώριζα αφού συναντιόμαστε στο γυμναστήριο που πηγαίναμε και οι δυο μας. Σε μερικές περιπτώσεις ήρθε στην δουλειά μου και με βοήθησε να ξεφορτώσουμε κοντέϊνερ και τον πλήρωνα για τον κόπο του. Όλη την περίοδο που τον γνώριζα ήρθε και δούλεψε για το ξεφόρτωμα κοντέϊνερ 3-4 φορές μόνο. Συνολικά πρέπει να τον πλήρωσα γύρω στα 150 ευρώ. Όταν μέσα από κουβέντες που κάμαμε του είπα ότι έγινε κλοπή χρημάτων και χρυσαφικών από το σπίτι των γονιών μου, και ότι για την κλοπή υποψιαζόμουν την Ντανιέλα Ρόσκα ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει να μάθουμε αν η Ντανιέλα ήταν πράγματι αυτή που έκαμε την κλοπή. To να βάλουμε το GPS στο αυτοκίνητο της Ντανιέλας ήταν ιδέα του Πλάμεν. To GPS το έβαλε στο αυτοκίνητο της Ντανιέλας ο Πλάμεν. Από όσα ξέρω εγώ το GPS έμεινε στο αυτοκίνητο της Ντανιέλας για 8-10 μέρες. Όταν είδα ότι με τις παρακολουθήσεις που έκαμνε ο Πλάμεν δεν υπήρχε κάποιο αποτέλεσμα του είπα να το βγάλει και να το δώσει του Μάριου. Ο ίδιος ο Πλάμεν μου είπε ότι το έβγαλε και το έδωσε στον Μάριο. Από την ημέρα που ο Πλάμεν έβγαλε το GPS εγώ δεν ξανά ασχολήθηκα με θέματα παρακολούθησης της Ντανιέλας, ούτε και είχα άλλες συζητήσεις με τον Πλάμεν σχετικά με την Ντανιέλα. Ούτε και ο ίδιος μου είπε ποτέ ότι συνέχισε να παρακολουθεί την Ντανιέλα. Μετά που ο Πλάμεν έβγαλε το GPS από το αυτοκίνητο της Ντανιέλας για πολλές μέρες δεν είχα καμία επαφή μαζί του. Ο ίδιος μου είχε πει ότι θα πήγαινε στην Βουλγαρία για να βαφτίσει το μωρό του. Εγώ από τα μέσα Οκτωβρίου και μετά δεν είχα καμία επαφή με τον Πλάμεν. Ούτε βρέθηκα μαζί του, ούτε μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο. Ο Πλάμεν λέει ψέματα όταν λέει ότι εγώ τον πίεζα είτε να μπει στο διαμέρισμα, είτε να κλέψει την Ντανιέλα. Ο ίδιος φαίνεται ότι μετά που του είπα και έβγαλε το GPS από το αυτοκίνητο της είχεν αποφασίσει να συνεχίσει να την παρακολουθεί και να την κλέψει. Όμως αυτό δεν έχει καμία σχέση μαζί μου. Εγώ ούτε του είπα να συνεχίσει να την παρακολουθεί, ούτε έξερα κάτι για τούτο. Από ότι μου είπε ο Μάριος ο Πλάμεν του είχε ζητήσει ξανά το GPS και ο Μάριος αρνήθηκε να του το δώσει. Όταν έμαθα ότι η Ντανιέλα βρέθηκε νεκρή μίλησα με τον Μάριο και αποφασίσαμε να τον πάρει ο Μάριος τον Πλάμεν τηλέφωνο να τον ρωτήσουμε αν έχει κάποια σχέση με τον θάνατο της Ντανιέλας. Η ιδέα να τον ρωτήσουμε αν ξέρει κάτι ήταν γιατί είχε ζητήσει από τον Μάριο το GPS. Ο ίδιος μας διαβεβαίωσε στο τηλέφωνο ότι ούτε άκουσε για τον φόνο, ούτε ξέρει κάτι. Την ίδια μέρα ήρθε ο Πλάμεν στο σπίτι του Μάριου και κουβεντιάζοντας πάλιν μας είπε ότι δεν έχει ιδέα για το τι έγινε με την Ντανιέλα και μας ανάφερε ότι θα έφευγε για την Βουλγαρία γιατί ήταν άρρωστη η μητέρα του. Εγώ δεν είχα κανένα σοβαρό λόγο να υποπτεύομαι τον Πλάμεν σχετικά με τον φόνο της Ντανιέλας. Ούτε ήξερα αν ο Πλάμεν μπήκε στο σπίτι της Ντανιέλας. Ούτε και είχα λόγο να αμφισβητήσω ότι η μητέρα του ήταν άρρωστη και για αυτό θα πήγαινε στην Βουλγαρία. Εγώ επειδή ξέρω ότι δεν είχα καμία σχέση με τον θάνατο της Ντανιέλας είπα του Μάριου ότι έπρεπε να πάμε στην αστυνομία και να τους πούμε για το GPS γιατί έκρινα ότι αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να το ξέρουν οι ανακριτές. θέλω να επαναλάβω ότι εγώ δεν έχω καμία σχέση με ότι έκαμε ο Πλάμεν μετά που του είπα και έβγαλε το GPS από το αυτοκίνητο της Ντανιέλας. Ότι λέει για να με μπλέξει στην υπόθεση είναι ψέματα. Μετά τα μέσα του Οκτώβρη δεν είχα καμία συνάντηση ή συνομιλία με τον Πλάμεν.

 

Είμαι αθώος.»

 

 

    Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων καταγράφει ότι το Κακουργιοδικείο «δεν εφάρμοσε ορθά τις σχετικές αρχές της Νομολογίας με αποτέλεσμα να απορρίψει όλη την  μαρτυρία του κατηγορούμενου η οποία περιεχόταν στην ανώμοτη δήλωση του».    Να υπενθυμίσουμε ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι μαρτυρία, ως ο Εφεσείων αναφέρει, και ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδειχθεί οποιοδήποτε γεγονός αφού η αξία της είναι μάλλον πειστική.                        

 

    Να προσθέσουμε πως σε δύο σχετικά πρόσφατες αποφάσεις, τις οποίες παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω, επαναλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα στον τρόπο που ένα Δικαστήριο θα πρέπει να προσεγγίζει την ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου.   Τα Δικαστήρια εξετάζοντας τη βαρύτητα που θα δώσουν σε μια ανώμοτη δήλωση,   θα πρέπει να θέσουν ενώπιον τους το σύνολο της μαρτυρίας και των γεγονότων.  Αν κρίνουν ότι η δήλωση είναι πειστική, τότε μπορούν να προσεγγίσουν τη  μαρτυρία και τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον τους με διαφορετικό τρόπο.  Εάν όμως κρίνουν  ότι η ανώμοτη δήλωση δεν έχει πειστική αξία  τότε το θέμα τελειώνει εκεί (Α.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 91/14, απόφαση ημερ. 22.6.2016 και Ονησίφορος Κολιάς ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 106/15 κ.α., απόφαση ημερ. 17.5.2018).  

 

 

     Το Κακουργιοδικείο γνώριζε πολύ καλά τα όσα ισχύουν σε σχέση με τις ανώμοτες δηλώσεις, τα οποία και κατέγραψε στην απόφαση του. Προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα σε συνάρτηση με το σύνολο της  προσαχθείσας μαρτυρίας και  κατέληξε, παραθέτοντας καλούς λόγους, ότι αυτή εστερείτο πειστικότητας.  Κατ΄ επέκταση δεν της έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα.   Ουδέποτε  είχε προβεί σε συμπέρασμα ή συσχετισμό ενοχής, ενόψει της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος από τον Εφεσείοντα.  Συνεπώς, δεν υπάρχει έδαφος για παρέμβαση του Εφετείου στην εν λόγω κατάληξη του Κακουργιοδικείου.  Τελειώνοντας με αυτόν τον λόγο έφεσης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στις 29.4.2022 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022, Ν. 64(Ι)/22, δυνάμει του οποίου καταργήθηκε το δικαίωμα των κατηγορουμένων να προβαίνουν σε κατάθεση χωρίς όρκο.  

 

     Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

    Με τον 13ο  λόγο έφεσης ο Εφεσείων αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο «λανθασμένα και  πλημμελώς έκαμε αποδεκτές ως τεκμήρια τις καταθέσεις του Εφεσείοντα οι οποίες λήφθηκαν από τις Ανακριτικές Αρχές με παραβίαση των δικαιωμάτων του και χωρίς επίστηση αυτών».

 

    Οι Δικαστικοί Κανόνες άπτονται του εθελούσιου μιας κατάθεσης (Azinas and Another v. Police (1981) 2 CLR, 9).  Εδώ ο Εφεσείων έδωσε στην Αστυνομία έξι καταθέσεις, οι οποίες κατατέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου.   Σε καμιά από αυτές δεν  παραδέχθηκε τη διάπραξη ή την ανάμειξη του στα εγκλήματα που αντιμετώπισε στη συνέχεια.   Να τονίσουμε πως το εκούσιο και των έξι καταθέσεων του, ουδόλως αμφισβητείται.  Με άλλα λόγια παραδέχεται πως όλες δόθηκαν με την ελεύθερη θέληση του.  Μάλιστα, από το περιεχόμενο κάποιων καταθέσεων του, προκύπτει πως είναι ο ίδιος που εξέφραζε την επιθυμία να συμπληρώσει ή προσθέσει πράγματα τα οποία δεν είχε αναφέρει σε προηγούμενες καταθέσεις του.    

     

    Να επαναλάβουμε πως ακόμη και εκεί που μια ομολογία γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο ως θεληματική, δεν σημαίνει και αποδοχή αυτής ως αληθούς, αφού η αλήθεια του περιεχομένου της κρίνεται στο πλαίσιο του συνόλου της προσαχθείσας μαρτυρίας.   Εν πάση περιπτώσει, θα πούμε λίγα λόγια για το κατά πόσο η Αστυνομία όφειλε να είχε προβεί στη δέουσα προειδοποίηση (caution) για την οποία  κάνει αναφορά ο Δικαστικός Κανών ΙΙ, όπως είναι και το παράπονο του Εφεσείοντα.   Να διευκρινίσουμε ότι ο Εφεσείων έδωσε την τελευταία κατάθεση του στις 24.6.2016 (τεκμήριο 102), ως ύποπτος για τα τότε υπό διερεύνηση εγκλήματα, και του ελέχθη από τον Αστυφύλακα που του έλαβε την κατάθεση, και υπογράφεται από τον ίδιο τον Εφεσείοντα ότι «Δεν είσαι υπόχρεος να πεις οτιδήποτε εκτός αν θέλεις να πεις, αλλά οτιδήποτε πεις, πιθανόν να γραφεί και να δοθεί ως μαρτυρία στο Δικαστήριο».  

 

    Το παράπονο του δεν αφορά στην τελευταία αυτή κατάθεση αλλά στις πέντε προηγούμενες.   Θεωρεί ο Εφεσείων ότι θα έπρεπε να του είχε γίνει η δέουσα προειδοποίηση (caution) και στις άλλες καταθέσεις του τις οποίες έδωσε μεταξύ 1.11.2015 και 24.2.2016.    Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.   Μέχρι τις 24.2.2016 η Αστυνομία δεν είχε στα χέρια της μαρτυρία στη βάση της οποίας ο Εφεσείων θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτος για να έχει εφαρμογή ο Δικαστικός Κανών ΙΙ.   Τέτοια μαρτυρία εξασφάλισε μέσα από τη θεληματική κατάθεση του πρώην κατηγορούμενου 2 ημερ. 20.6.2016.   Την ίδια ημέρα εξασφάλισε δικαστικό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντα το οποίο και εκτελέστηκε επίσης την ίδια ημέρα.  Κατά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, ο Εφεσείων αρνήθηκε, ως είχε κάθε δικαίωμα, οποιαδήποτε ανάμειξη στα υπό διερεύνηση τότε εγκλήματα.    Οδηγήθηκε ως ύποπτος την επόμενη ημέρα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, όπου και εξεδόθη εναντίον του διάταγμα προσωποκράτησης 7 ημερών.   Ενόσω τελούσε υπό κράτηση, έδωσε στις 24.6.2016 την έκτη κατάθεση του, για την οποία, ως ελέχθη, δεν εκφράζει οποιοδήποτε παράπονο.  Εν πάση  περιπτώσει, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν μπορεί να έχει έρεισμα και για τον ακόλουθο λόγο.   Με την τελευταία κατάθεση του ημερ. 24.6.2016, όπου ο Εφεσείων ανακρίθηκε ως ύποπτος με τη δέουσα προειδοποίηση (caution), σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν απάντησε πως δεν επιθυμούσε να προσθέσει οτιδήποτε άλλο, και πως ό,τι είχε να πει, το είπε στις προηγούμενες καταθέσεις του.  Με άλλα λόγια, επανέλαβε, κάτω από τη δέουσα προειδοποίηση (caution), τα όσα είχε πει στις πέντε προηγούμενες καταθέσεις του, για τις οποίες τώρα αδικαιολόγητα παραπονείται.   

 

     Εν κατακλείδι, και αυτός ο  λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

    Υπάρχει λόγος έφεσης (1ος) σύμφωνα με τον οποίο το Κακουργιοδικείο «λανθασμένα, αντινομικά και αυθαίρετα αποφάσισε και/ή έκανε εύρημα ότι όλοι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής ήταν αξιόπιστοι».   Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου καταγράφεται, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι η προσαχθείσα εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρία ήταν «αντιφατική μεταξύ της σε μεγάλο βαθμό αναφορικά με ουσιαστικά γεγονότα και ισχυρισμούς».       Συνάγεται από το  περιεχόμενο του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και από την αιτιολογία αυτού, ότι το παράπονο  του  Εφεσείοντα  εστιάζεται  κυρίως  στους   Μ.Κ. 4 και

Μ.Κ. 7, για τους οποίους θα κάνουμε ειδική αναφορά πιο κάτω.   

 

    Θεωρούμε όμως σκόπιμο να κάνουμε ένα γενικό σχόλιο σε σχέση με λόγους έφεσης οι οποίοι στρέφονται εναντίον ευρημάτων Πρωτόδικων Δικαστηρίων αναφορικά με την αξιοπιστία μαρτύρων.  Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι είναι το Πρωτόδικο Δικαστήριο που βλέπει και ακούει τους μάρτυρες ενόσω αυτοί καταθέτουν, και όχι το Εφετείο το  οποίο βλέπει τη μαρτυρία τους καταγεγραμμένη στα πρακτικά.   Είναι γι΄ αυτό τον λόγο που διάδικος που  προσβάλλει ενώπιον του Εφετείου ευρήματα Πρωτόδικων Δικαστηρίων που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο.    Όπως εύστοχα λέχθηκε στην Κοφτερός ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 83, «… την πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της μαρτυρίας την έχει το Πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, ενόψει στοιχείων που να δείχνουν ότι δεν μπορούσε εύλογα να διαμορφωθεί τέτοια κρίση στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης, δικαιολογείται παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

    Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά τα πρακτικά της  πρωτόδικης διαδικασίας έχοντας πάντα κατά νου τους λόγους για τους οποίους ο Εφεσείων ζητά την ανατροπή των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου που αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων.   Για τον Μ.Κ. 8 έχουμε ήδη κάνει αναφορά.  Έχουμε ακόμη σημειώσει ότι κάποιοι μάρτυρες κατηγορίας δεν αντεξετάστηκαν.  Το Κακουργιοδικείο, που είδε και άκουσε όλους τους μάρτυρες, δεν παρέβλεψε οτιδήποτε το ουσιώδες, συσχέτισε την προσαχθείσα ουσιώδη μαρτυρία στο σύνολο της και αιτιολόγησε την κρίση του δεόντως για την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Δεν βρίσκουμε ότι δικαιολογείται η παρέμβαση μας για την ανατροπή των εν λόγω ευρημάτων του.  Ούτε βρίσκουμε ότι εδώ η προσαχθείσα εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρία ήταν αντιφατική, ως η θέση του Εφεσείοντα.  Τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του διευκρίνισε ενώπιον  μας, αφορούν σε επουσιώδη στοιχεία τα οποία δεν επηρεάζουν την ουσία της μαρτυρίας αλλά φυσιολογικά αναμένεται να υπάρχουν (Αβραάμ ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 25).  Επαναλαμβάνουμε ότι για τους Μ.Κ. 4 και 7, που είναι και το ουσιαστικό παράπονο του Εφεσείοντα, θα κάνουμε ειδική αναφορά πιο κάτω.             

 

    Με τον 4ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων αναφέρει ότι:   «Το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Μ.Κ. 4 δεν ήταν συνεργός στην πραγμάτωση των επίδικων αδικημάτων αφού ο ίδιος ήταν ο ιδιοκτήτης του επίδικου GPS που το λειτουργούσε και έδινε τις πληροφορίες για τον εντοπισμό του οχήματος της αποβιώσασας και άρα η  μαρτυρία του θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως μαρτυρία συνεργού».    Το Κακουργιοδικείο απορρίπτοντας σχετική εισήγηση της Υπεράσπισης σημειώνει τα ακόλουθα:  «… Ο Μ.Κ. 4 ήταν σαφής στη  μαρτυρία του – ο οποίος δεν αντεξετάστηκε, ούτε και του υποβλήθηκε εκ μέρους της Υπεράσπισης οτιδήποτε το αντίθετο – ότι μέχρι και αρχές Νοεμβρίου 2015, δηλαδή μετά το θάνατο του θύματος, αυτό που είχε πληροφορηθεί από τον κατηγορούμενο 3 ήταν ότι το GPS είχε τοποθετηθεί σε κάποιο όχημα που ανήκε σε πρόσωπο που χρωστούσε στον κατηγορούμενο 3 το  ποσό των €6.000 περίπου.  Το ότι το GPS είχε τοποθετηθεί στο όχημα του θύματος, το πληροφορήθηκε μετά το θάνατο του θύματος, από τον κατηγορούμενο 3.  Με αυτά τα δεδομένα, είναι φανερό ότι ο Μ.Κ. 4 δεν είχε καμιά ανάμειξη στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων».       Συμφωνούμε.  Ουδέποτε  προέκυψε από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι  ο Μ.Κ. 4 είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στη διάπραξη των εγκλημάτων.   Ούτε βεβαίως υπήρξε τέτοια υποβολή κατά την αντεξέταση του.  Παρόμοια θέματα εξετάστηκαν στην Mousoulides v. Republic (1983) 2 CLR, 336.       

 

   Ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

    Όσον αφορά στην ουσία της μαρτυρίας του Μ.Κ. 4, την οποία το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως αληθή, και δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης από το Εφετείο, θα σημειώσουμε απλώς πως αυτή επιβεβαιώνεται πλήρως από το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του Εφεσείοντα στην Αστυνομία ημερ. 20.11.2015 (4η κατάθεση σε χρονολογική σειρά).   Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω κατάθεση του:  «Θέλω να αναφέρω ακόμα κάτι το οποίο δεν είπα στις προηγούμενες μου καταθέσεις γιατί φοβήθηκα ότι αν το έλεγα θα ήταν δύσκολη η θέση μου.  ……. Έτσι συναντήθηκα με τον Μάριο και τον Plamen στο σπίτι του Μάριου και τον ρώτησα τον Μάριο αν μπορούσε να μου δανείσει το GPS γιατί ήθελα να παρακολουθήσω κάποιον που  μου χρωστά λεφτά.   Δεν του  είπα τίποτε για την  Daniela.   Ο Μάριος μου είπε ότι θα μου το έδινε αλλά δεν ήθελε να έχει ο ίδιος μπλεξίματα.  ……  Την ίδια ημέρα ο Plamen έπιασε το GPS που το Μάριο και ανάλαβε να το βάλει στο αυτοκίνητο της Danielas, το οποίο ήξερε γιατί εγώ από πριν του είπα ότι λόγω της πολλής δουλειάς που έχω δεν είχα ώρα για να πάω να βρω το αυτοκίνητο της Danielas για να βάλω το GPS και μου είπε ότι θα το κανόνιζε ο ίδιος.  Αν θυμούμαι καλά την επόμενη μέρα ο Plamen μου είπε ότι έβαλε το GPS πάνω στο αυτοκίνητο  της ……..».        

 

    Με τον 5ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων αναφέρει ότι: «Το Δικαστήριο λανθασμένα αποφασίζει ότι τα ψέματα του Εφεσείοντα εκτός Δικαστηρίου αποτελούν ενισχυτική μαρτυρία εναντίον του και ένδειξη φόβου ενοχής».  

 

   Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του αναφέρει ότι έχει εντοπίσει ψέματα εκ μέρους του Εφεσείοντα τα οποία, όπως καταγράφει στην απόφαση του, «… είναι σκόπιμα, αφορούν ουσιώδη ζητήματα, το κίνητρο του κατηγορούμενου 3 γι΄ αυτά ήταν η επίγνωση ενοχής και ο φόβος για την αλήθεια και αποδεικνύονται με ανεξάρτητη μαρτυρία ή και με παραδοχή του ιδίου του κατηγορούμενου 3».   

 

    Το πρώτο ψέμα που το Κακουργιοδικείο εντόπισε ήταν οι λόγοι για τους οποίους είχε αναφέρει στο Μ.Κ. 4 ότι ήθελε να του δανείσει το GPS (τεκ. 100).   Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Κ. 4, ο Εφεσείων δεν του απεκάλυψε τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους ήθελε το GPS.  Τουναντίον, του είπε ψέματα.  Συγκεκριμένα του είπε ότι ήθελε να το χρησιμοποιήσει για να εντοπίσει κάποιο πρόσωπο που του όφειλε το χρηματικό ποσό των €6.000.   Αφού πήρε το GPS ανέφερε στο Μ.Κ. 4 ότι το τοποθέτησε σε αυτοκίνητο οφειλέτη του και όχι στο αυτοκίνητο της πρώην ερωμένης του, αποκρύπτοντας του ότι ήθελε να παρακολουθήσει τις κινήσεις της.   Μετά το θάνατο του θύματος, αρχές Νοεμβρίου του 2015, ο Εφεσείων παραδέχθηκε στο Μ.Κ. 4 ότι του είχε πει ψέματα, και ότι η αλήθεια ήταν ότι το GPS το είχε τοποθετήσει, μέσω του Μ.Κ. 7, στο αυτοκίνητο του θύματος, με το οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό.

 

    Το δεύτερο ψέμα που το Κακουργιοδικείο εντόπισε, αφορούσε στα κινητά τηλέφωνα του Εφεσείοντα.  Όταν ο Μ.Κ. 8 μελέτησε στις 17.11.2015 τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του κινητού τηλεφώνου του Εφεσείοντα   με αριθμό 99241754 διαπίστωσε ότι στις 2.11.2015 και μεταξύ των ωρών 10:00-10:29, δηλαδή την επόμενη ημέρα  που εντοπίστηκε το θύμα, στα δεδομένα εμφανιζόταν αλλαγή στον καταγεγραμμένο αριθμό ΙΜΕΙ, πράγμα που φανέρωνε αλλαγή συσκευής κινητού τηλεφώνου με τη χρήση της ίδιας κάρτας και αριθμού.   Μάλιστα η αλλαγή φερόταν να είχε γίνει λίγες ώρες μετά που ο Εφεσείων είχε δώσει την  πρώτη κατάθεση του στην Αστυνομία.  Περαιτέρω διεφάνη ότι η δεύτερη συσκευή ήταν του ίδιου μοντέλου, ίδιας μάρκας και ίδιου χρώματος με την πρώτη.   Όταν ο Εφεσείων κλήθηκε εκ νέου στις 18.11.2015 στο ΤΑΕ Λάρνακας ερωτήθηκε σχετικά.   Η αρχική του εκδοχή ήταν ότι μετά από ένα καυγά που είχε με την αρραβωνιαστικιά του αμέσως μετά την πρώτη κατάθεση του στην Αστυνομία, η αρραβωνιαστικιά πέταξε το κινητό του τηλέφωνο και το έσπασε.   Στη συνέχεια παραδέχθηκε στο Μ.Κ. 8 πως αυτό ήταν ψέμα, το οποίο είχε προβάλει λόγω φόβου που του προκλήθηκε κατά την πρώτη κατάθεση του στην Αστυνομία την 1.11.2015, και πως η αλήθεια ήταν ότι το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο το είχε κρύψει στο νηπιαγωγείο της αρραβωνιαστικιάς του διότι, ως ανέφερε, σ΄ αυτό υπήρχε πορνογραφικό υλικό που δεν ήθελε να δει η Αστυνομία.  Το εν λόγω κινητό τηλέφωνο εντοπίστηκε κρυμμένο στο νηπιαγωγείο της αρραβωνιαστικιάς του, κατόπιν έρευνας που διενήργησε η Αστυνομία.  

 

     Δεν διαπιστώνουμε  οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, το οποίο ενέταξε στο μαρτυρικό υλικό και τα πιο πάνω ηθελημένα ψεύδη του Εφεσείοντα.  Αυτά αφορούσαν σε ουσιώδη  ζητήματα και ικανοποιούσαν όλες τις προϋποθέσεις που η Νομολογία θέτει για να μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία εις βάρος του (Κολιάς, πιο πάνω).  

 

    Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

    Ο 6ος  λόγος έφεσης είναι, οφείλουμε να αναφέρουμε, πρωτότυπος.  Τον παραθέτουμε αυτολεξεί:   «Το Δικαστήριο με την αποδοχή των ψεμάτων του Εφεσείοντα εκτός Δικαστηρίου ως ενισχυτικής μαρτυρίας και ως ένδειξη ενοχής του παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του Νόμου και των Δικαστηρίων και της ίσης μεταχείρισης – Αιτιολογία 6ου λόγου έφεσης:  Ενώ τα εκτός Δικαστηρίου ψέματα κάποιου που δίνει κατάθεση εκτός Δικαστηρίου και τα αναιρεί κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου έχει αποφασιστεί ότι δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας του ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου, εντούτοις το ίδιο δεν συμβαίνει όταν ο κατηγορούμενος προβαίνει σε ψέματα εκτός Δικαστηρίου όπου αυτά προσμετρούν εναντίον του και αποτελούν ένδειξη ενοχής και φόβου για την αλήθεια του κατηγορουμένου πράγμα που παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος για την ισότητα ενώπιον του Νόμου και την ίση μεταχείριση και το άρθρο 32.2 του Συντάγματος για δίκαια δίκη».

    Πρόκειται, με κάθε σεβασμό, περί αβάσιμου λόγου έφεσης.   Κατ΄ αρχάς τέτοιος άκαμπτος κανών για τα ψέματα εκτός Δικαστηρίου των μαρτύρων, δεν υπάρχει.  Το Δικαστήριο, ως ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων, έχει ευχέρεια να αποτιμήσει τις όποιες αντιφατικές καταθέσεις  ενός μάρτυρα εκτός Δικαστηρίου, και να αποφασίσει κατά πόσο αυτές τον καθιστούν αξιόπιστο ή αναξιόπιστο (Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 147/16 (Σχ. με 148/16), απόφαση ημερ. 20.11.2019).   Όσον αφορά στα ψέματα των κατηγορουμένων, είτε εντός είτε εκτός Δικαστηρίου, αυτά προσμετρούν εις βάρος τους, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 260).   Κατ΄ επέκταση δεν τίθεται εδώ θέμα άνισης μεταχείρισης των ίσων ή ίσης μεταχείρισης των ανίσων.   

 

    Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

                         

    Με τον 7ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι:  «Το Δικαστήριο πλημμελώς και λανθασμένα αποφάσισε ότι θα μπορούσε χωρίς ενισχυτική μαρτυρία να βασιστεί στη μαρτυρία του Μ.Κ. 7  και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο».  Βέβαια θα πρέπει εξ αρχής να πούμε ότι τέτοιος λόγος έφεσης θα είχε σημασία εάν το Κακουργιοδικείο καταδίκαζε χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Εν προκειμένω όμως εντόπισε και καταδίκασε επί ενισχυτικής μαρτυρίας, εύρημα που δεν φαίνεται να εφεσιβάλλεται με συγκεκριμένο λόγο έφεσης.  Είναι επί διαζευκτικής βάσης που το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην παρατήρηση ότι η μαρτυρία του Μ.Κ. 7 ήταν τέτοια που θα καταδίκαζε και χωρίς ενισχυτική  μαρτυρία.  

 

    Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του, ως η Νομολογία επιτάσσει. Το Κακουργιοδικείο ορθά σημείωσε για τον εν λόγω μάρτυρα ότι η συμμετοχή του «στην όλη εγκληματική συμπεριφορά που καλύπτει τα γεγονότα της υπόθεσης, τον καθιστά αυτουργό στη διάπραξη των αδικημάτων, εφόσον ήταν το πρόσωπο που μαζί με τον πρώην κατηγορούμενο 2, διενήργησαν τη διάρρηξη στο διαμέρισμα του θύματος και επέφεραν το θάνατο του».  Επρόκειτο για πρόσωπο το οποίο είχε ήδη παραδεχθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου τις κατηγορίες που αντιμετώπισε και ο Εφεσείων (Saad and Another v. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ, 106).    Επιβάλλετο λοιπόν να προσεγγίσει τη μαρτυρία του με αυξημένη περίσκεψη, προσοχή,  και με καχυποψία, κάτι που το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να πράξει, αφού καταγράφει στην απόφαση του πως «… τον παρακολουθήσαμε με εξαιρετική προσοχή και επιφυλακτικότητα σε κάθε βήμα της παράθεσης της μαρτυρίας του και προσεγγίσαμε την όλη πορεία των ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμών του με σκεπτικισμό και καχυποψία.   Βρισκόμενοι σε συνεχή εγρήγορση θέλαμε σε κάθε στάδιο να βεβαιωθούμε ότι τα όσα ο μάρτυρας κατέθεσε δεν κηλιδώθηκαν από αλλότρια κίνητρα, ούτε μολύνθηκαν λόγω της συμμετοχής του στα επίδικα εγκλήματα».  Αυτό δεν ήταν σχήμα λόγου αλλά επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της απόφασης του.  Ενδεικτικά και μόνο θα σημειώσουμε πως δεν διέλαθε την προσοχή του ότι στη βάση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, η τελευταία κλήση του Μ.Κ. 7 από το κινητό του τηλέφωνο με αρ. 97697244 προς το κινητό τηλέφωνο του Εφεσείοντα με αρ. 99241754 ήταν στις 15.10.2015 και ώρα 18.58.41.   Οι δε δύο τελευταίες κλήσεις του Εφεσείοντα από το κινητό του τηλέφωνο με αρ. 99241754 προς το κινητό τηλέφωνο του Μ.Κ. 7 με αρ. 97697244 ήταν επίσης στις 15.10.2015 και ώρα 18.11.51 και 19.12.06.  Τα πιο πάνω δεδομένα, ως αναφέρει, ουδόλως διέψευδαν τον Μ.Κ. 7, ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι δεχόταν πολλές πιέσεις από τον Εφεσείοντα μέχρι και τις 30.10.2015 για να προβεί στη διάρρηξη και κλοπή, τόσο δια ζώσης όσο και τηλεφωνικώς. Τούτο, ως το Κακουργιοδικείο σημειώνει, ήταν δυνατόν, αφού ο Μ.Κ. 7 είχε αναφέρει ότι η τηλεφωνική επικοινωνία με τον Εφεσείοντα γινόταν και μέσω δεύτερων καρτών τηλεφώνου και δεύτερων συσκευών τηλεφώνου που κατείχε τόσο ο ίδιος όσο και ο Εφεσείων.  Μάλιστα ο Μ.Κ. 7 είχε αναφέρει πως εξασφάλισε δεύτερη συσκευή και κάρτα τηλεφώνου, κατόπιν προτροπής του Εφεσείοντα, και τούτο για να επικοινωνούν ειδικά για τη διάπραξη των αδικημάτων.  Το Κακουργιοδικείο σημειώνει ακόμη πως ο Εφεσείων στην κατάθεση του στην Αστυνομία ημερ. 18.11.2015 (τεκμήριο 109) παραδέχθηκε ότι αγόραζε κατά καιρούς κάρτες κινητών τηλεφώνων, τους αριθμούς των οποίων δεν θυμόταν, τις οποίες όμως, ως ανέφερε, χρησιμοποιούσε μόνο «για να παίρνει τηλέφωνα στις ροζ αγγελίες».

 

  Το Κακουργιοδικείο αφού κατέγραψε στοιχεία  τα οποία ενίσχυαν ουσιωδώς σημεία της μαρτυρίας του Μ.Κ. 7, αποφάσισε να αποδεχθεί, χωρίς κανένα ενδοιασμό, ως αξιόπιστο τον Μ.Κ. 7.   Σημείωσε, ως ελέχθη, πως και χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, θα ήταν πρόθυμο να αποδεχθεί και να βασιστεί στη μαρτυρία του, έχοντας προηγουμένως προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενέχει η αποδοχή της μαρτυρίας του χωρίς ενίσχυση.   Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Όπως αναφέραμε πιο πάνω, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τον ΜΚ7 να καταθέτει ενώπιον μας και να περιγράφει με λεπτομέρεια το σύνολο των γεγονότων που κάλυπταν τις ενέργειές του κατά τον επίδικο χρόνο, τις σχέσεις του με τον κατηγορούμενο 3, ως και τις συνεχείς προτροπές και πιέσεις που είχε δεχθεί και τις οδηγίες που έλαβε από αυτόν, για να διαρρήξει και εισέλθει στο διαμέρισμα του θύματος. Η εικόνα που σχηματίσαμε,  παρακολουθώντας τον να καταθέτει ενώπιον μας, είναι τόσο θετική, όπως είναι όταν κάποιο πρόσωπο λέει την αλήθεια, παραθέτοντας τέτοιες λεπτομέρειες, που μόνο ένας που πραγματικά βίωσε τα όσα ο ΜΚ7 εξιστόρησε, θα μπορούσε να τα αποδώσει με τον τρόπο και στην έκταση που αυτός τα απέδωσε και καταλήξαμε ότι τίποτε δεν κλόνισε τη μαρτυρία του. Αναλύσαμε επίσης και αξιολογήσαμε τα όσα ενώπιον μας έθεσε σφαιρικά και σε συσχέτιση με την υπόλοιπη μαρτυρία. Προχωρήσαμε και συγκρίναμε τη μαρτυρία του με αυτή των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας, ως και με τα παραδεκτά γεγονότα, και εντοπίσαμε ενίσχυσή της από ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία σε ουσιώδη και σημαντικά σημεία της, που έχουν άμεση σχέση με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 3, όπως αναλύσαμε πιο πάνω, σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας. Σταθμίσαμε κάθε λεπτομέρεια και κάθε απάντησή του και χωρίς να κατατεμαχίζουμε τη μαρτυρία του, εστιάσαμε την προσοχή μας στα σημεία εκείνα που αποτέλεσαν τον πυρήνα της υπόθεσης. Διαπιστώσαμε, ως αποτέλεσμα εξονυχιστικής ανάλυσης της μαρτυρίας του ΜΚ7, ότι αυτή αποτελεί ένα συμπαγές σύνολο, χωρίς ρωγμές και την αποδεχόμαστε εξ ολοκλήρου χωρίς κανένα ενδοιασμό ως αξιόπιστη. Δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι όσα ανέφερε στο Δικαστήριο ανταποκρίνονται πλήρως στην αλήθεια. Η αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ7 δεν είναι άμεσα εξαρτημένη από το γεγονός ότι έχουμε εντοπίσει ενισχυτική μαρτυρία σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του. Και αν ακόμη δεν εντοπίζαμε τέτοια ενισχυτική μαρτυρία και πάλι θα στηριζόμασταν στη μαρτυρία του. Και τούτο γιατί, παρόλο που έχουμε προειδοποιήσει έντονα τον εαυτό μας και έχουμε αναλογιστεί σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του χωρίς ενίσχυση, εντούτοις, συνεκτιμώντας το είδος, την ποιότητα, το εύρος, τη δύναμη και την πειστικότητα της μαρτυρίας του, μπορούμε με βεβαιότητα να βασιστούμε με απόλυτη ασφάλεια σ΄ αυτήν και χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης

 

(Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)

 

   

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα με αναφορά στην κατάθεση του Πανίκου Σουτζιή στην Αστυνομία, ημερ. 27.6.2016 (τεκμήριο 111), η οποία έγινε παραδεκτή για την αλήθεια του περιεχομένου της, μας ανέφερε πως ο Μ.Κ. 7 είπε ένα πολύ μεγάλο ψέμα ενώπιον του Κακουργιοδικείου.   Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης:  «Ο Πανίκος Σουτζιής είναι ιδιοκτήτης του ταξιδιωτικού γραφείου Lefkothea Travel & Tours Ltd στη Λάρνακα και συνεργάζεται με το τουριστικό γραφείο Orthodoxou Travel για σκοπούς έκδοσης εισιτηρίων.  Στις 3.11.15, πρέπει να ήταν κατά τις πρωινές  ώρες, προσήλθε στο γραφείο του κάποιο πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν μπορούσε να θυμηθεί, το οποίο του παρουσίασε βουλγάρικο διαβατήριο στο όνομα του Μ.Κ. 7 και του ζήτησε την έκδοση εισιτηρίου στο εν λόγω όνομα με αναχώρηση από Λάρνακα για Βουδαπέστη την ίδια ημέρα.  Μετά από ενέργειες στις οποίες προέβη, βρήκε και εξέδωσε επ΄ ονόματι του Μ.Κ. 7 αεροπορικό εισιτήριο με αναχώρηση  η ώρα 20.15 της ίδιας ημέρας».   Αντίγραφο διαβατηρίου του Μ.Κ. 7 και του εκδοθέντος εισιτηρίου είχαν επισυναφθεί στο τεκμήριο 111.   Επειδή στο επισυναφθέν εισιτήριο γινόταν αναφορά σε «Βooking date 31.10.2015», ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε πως είπε ψέματα ο Μ.Κ. 7 όταν ισχυρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων σε συνάντηση που είχε μαζί του στις 2.11.2015 του είπε «φύε που την Κύπρο να μεν σε εύρουν», και τούτο γιατί σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, ο Μ.Κ. 7 είχε ήδη  κλείσει εισιτήριο  από τις 31.10.2015.    Δεν συμφωνούμε.   Κατ΄ αρχάς στη συνάντηση ημερ. 2.11.2015 ο Μ.Κ. 7 ανέφερε, αντεξεταζόμενος, ότι ο Εφεσείων του είπε «αφού έτσι και αλλιώς θα πάεις στη Βουλγαρία, να μην του τηλεφωνήσω ξανά και να μην έχουμε οποιαδήποτε επικοινωνία πλέον».  Εν πάση περιπτώσει ουδέποτε ο Μ.Κ. 7 ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενος, κατά πόσο ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, είχε προβεί σε οποιαδήποτε κράτηση αεροπορικής θέσης από τις 31.10.2015.  Ούτε βεβαίως δόθηκε μαρτυρία για το τι αφορά η γραπτή αναφορά σε «booking date 31.10.2015» και κάτω από ποιες συνθήκες αυτή έγινε.   Τέλος, ουδεμία αναφορά υπάρχει στο  περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του Πανίκου Σουτζιή (η οποία έγινε δεκτή για την αλήθεια του περιεχομένου της) σε κράτηση από τις 31.10.2015 και ότι είναι συνεπεία αυτής της κράτησης που εξεδόθη το αεροπορικό εισιτήριο στις 3.11.2015.   Συνεπώς, δεν μπορεί να τίθεται εκ των υστέρων τέτοιο θέμα  και να επιδιώκεται να του δοθεί αυτή η δυναμική, ως η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα.          

  

   Επανερχόμαστε στα όσα ισχύουν για την αξιολόγηση μαρτυρίας συναυτουργού.  Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι η μαρτυρία ενός σπιλωμένου μάρτυρα ή ακόμη και ενός μάρτυρα καταδίκου δεν σημαίνει εκ προοιμίου ότι αυτή είναι προϊόν ψεύδους ή ανειλικρίνειας (Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) ΑΑΔ, 161 και Έλλη Κρασοπούλη Σκορδέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 101/13 (σχ. με 102/13, 103/13 και 104/13), απόφαση ημερ. 6.6.2016).   Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που η μαρτυρία συναυτουργού έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο παρόλο που στη μαρτυρία του υπήρχαν αδυναμίες (Γερμανός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ, 525 και Χριστόδουλος Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 210/14 (σχ. με 211/14), απόφαση ημερ. 19.7.2017).   Και τούτο, γιατί κριτής των αδυναμιών είναι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να δει και  να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.   Να επαναλάβουμε  πως το Κακουργιοδικείο καταγράφει στην απόφαση του, αφού έθεσε ενώπιον του το είδος, την ποιότητα, το εύρος, τη δύναμη και την πειστικότητα της μαρτυρίας του Μ.Κ. 7 (την οποία είχε προηγουμένως παραθέσει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια) και αφού προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του χωρίς ενίσχυση, πως μπορούσε να βασιστεί, με απόλυτη ασφάλεια, στη μαρτυρία του και χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.  Η αυτοκαθοδήγηση στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο είναι ορθή (Petrosyan v. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ, 90).    Το Κακουργιοδικείο βεβαίως έψαξε να εντοπίσει,  και εντόπισε, ενισχυτική μαρτυρία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είχε οποιεσδήποτε αμφιβολίες σε σχέση με την δύναμη ή την πειστικότητα της μαρτυρίας του Μ.Κ. 7.  Όπως λέχθηκε στη Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ, 221, «… Η θέση ότι μπορούσε να το πράξει αυτό χωρίς ενισχυτική μαρτυρία είναι βέβαια ορθή.   Ταυτόχρονα όμως και εκ του  περισσού προχώρησε να εντοπίσει ενισχυτική μαρτυρία, πρακτική η οποία έχει εξηγηθεί και στις υποθέσεις Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ, 251 και Σίμος Αμβροσίου Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ, 766.  Τέτοια πρόσθετη ενισχυτική  μαρτυρία δεν συνεπάγεται την ύπαρξη εγγενών ή ενδόμυχων αμφιβολιών ως  προς την ενοχή στη σκέψη του Δικαστηρίου».   Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε ορθά τη μαρτυρία του Μ.Κ. 7 καθοδηγούμενο από τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας συναυτουργού.   Προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενέχει η αποδοχή της μαρτυρίας του λόγω της ανάμειξης του στο έγκλημα και κατέληξε ότι ο Μ.Κ. 7 είπε την αλήθεια.   Δεν βρίσκουμε ότι έχει  προβληθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για να παραμεριστεί αυτό το εύρημα του (Καύκαρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ, 51).   

 

   Τελειώνοντας με αυτό τον λόγο έφεσης να σημειώσουμε και τα ακόλουθα.   Ο Μ.Κ. 7 από συγκατηγορούμενος έγινε μάρτυρας κατηγορίας αφού προηγουμένως του είχαν επιβληθεί, κατόπιν παραδοχής του, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης,  οι μεγαλύτερες εκ των οποίων ήταν 13 έτη.  Συνεπώς, δεν ετίθετο θέμα να  προσδοκεί να τύχει επιεικούς μεταχείρισης από το Κακουργιοδικείο  μετά την παράθεση της  μαρτυρίας του.   Δεν αγνοούμε βεβαίως πως η Υπεράσπιση υπέβαλε στον Μ.Κ. 8 ότι η Κατηγορούσα Αρχή υποσχέθηκε στον Μ.Κ. 7 ότι εάν ενέμενε στη μαρτυρία του, θα τον βοηθούσαν να φύγει από την Κύπρο χωρίς να εκτίσει ολόκληρη την ποινή του.   Παρόλο που όπως ελέχθη ο Μ.Κ. 8 αρνήθηκε την εν λόγω υποβολή, και η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο, καταγράφουμε πως επρόκειτο για γενική και αόριστη υποβολή, η οποία δεν υποστηρίχθηκε από οποιαδήποτε γεγονότα ή μαρτυρία.    Εν πάση  περιπτώσει, η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ. 7, ήταν εντός της δυνατότητας του Κακουργιοδικείου και, ως έχει ήδη λεχθεί, δεν έχει καταδειχθεί  οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη αξιολόγηση. 

 

     Υπό το φως των  πιο πάνω, και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

   

    Με τον 8ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η καταδίκη στην 5η  κατηγορία.  Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι κακώς το Κακουργιοδικείο «αποφάσισε ότι η αιτιολογία της πρώτης κατηγορίας στη βάση της οποίας κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής εναντίον του κατηγορούμενου συνιστά και την αιτιολογία σε συμπέρασμα ενοχής και για την 5η αιτιολογία», και τούτο γιατί, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, άλλα είναι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας και άλλα της πέμπτης κατηγορίας.

 

    Ουδέποτε το Κακουργιοδικείο είπε ότι τα συστατικά στοιχεία των δύο αδικημάτων είναι τα ίδια.  Και ούτε είναι, όπως ορθά ανέφερε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα.   Αυτό που ουσιαστικά το Κακουργιοδικείο είπε, και το οποίο είναι ορθό, είναι ότι η συμπεριφορά, αντικείμενο της πέμπτης κατηγορίας, ήταν μέρος των γεγονότων που οδήγησαν στην ανθρωποκτονία, αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας.   Συνεπώς ο 8ος  λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Εφαρμογή άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

    Ο Εφεσείων με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, θεωρεί  ότι  κακώς το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι είχε διαπράξει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατ΄ επίκληση του άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  

 

    Τα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθορίζουν την έννοια του αυτουργού και την ποινική ευθύνη δύο ή περισσοτέρων στη διάπραξη αδικημάτων.

  

    Το άρθρο 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 έχει ως εξής:  

 

«Αν δύο ή  περισσότεροι διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχθεί ποινικό αδίκημα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκημα.»

 

 

    Ο κοινός σκοπός για τον οποίο  κάνει αναφορά το άρθρο 21 είναι δυνατό να προκύπτει από τις ενέργειες ή παραλείψεις των δραστών, ή από την εν γένει συμπεριφορά τους.   Είναι, με άλλα λόγια, θέμα των ιδιαίτερων γεγονότων της κάθε υπόθεσης.  Εδώ βεβαίως υπήρξε για τον κοινό παράνομο σκοπό, η μαρτυρία του Μ.Κ. 7, η οποία, ως ελέχθη, κρίθηκε αξιόπιστη.    

 

     Για τη διαφορά του άρθρου 21 από το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, και για τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21, παραπέμπουμε στη Νικολάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ, 482, όπου λέχθηκε ότι «το κρινόμενο δεν είναι λοιπόν αν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι ο ίδιος ποινικό αδίκημα (….), αλλά αν το εξεταζόμενο αδίκημα, την κοινή ευθύνη για το οποίο καθορίζει το άρθρο 21, προέκυψε ως πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της πραγμάτωσης του κοινού  παράνομου σκοπού».

 

 

    Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Binnington κ.ά. (Αρ. 1) (2008) 2 ΑΑΔ, 108, με αναφορά στην Pefkos v. Republic (1961) 2 CLR, 340, καταγράφεται πως εφόσον υπάρχει κοινός σκοπός, η ποινική ευθύνη δεν αναιρείται επειδή διαπράττεται ποινικό αδίκημα στο πλαίσιο της προώθησης του, το οποίο δεν είχε προβλεφθεί, εφόσον αυτό ήταν πιθανή συνέπεια.

    

     Στη Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 25/14 (Σχ. με 29/14), απόφαση ημερ. 20.9.2018, επαναλαμβάνεται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 21 του Ποινικού μας Κώδικα, «αναφέρονται σε πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος, θέτοντας ως κριτήριο την εύλογη προβλεψιμότητα».    (Βλ. επίσης τις υποθέσεις Βο κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2007) 2 ΑΑΔ, 293 και  Kesov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 348).

    Εδώ, στη βάση της μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο έκρινε ως αξιόπιστη, ο Εφεσείων μαζί με τον Μ.Κ. 7 και τον πρώην κατηγορούμενο 2, είχαν κοινό σκοπό να διαρρήξουν το διαμέρισμα του θύματος για να κλέψουν από αυτό χρήματα και κοσμήματα.   Για να το  πετύχουν αυτό, είχαν επίσης κοινό σκοπό να αρπάξουν, να κτυπήσουν και να δέσουν το θύμα, αν χρειαζόταν.   Τα όσα έλαβαν χώρα στο διαμέρισμα του θύματος, όταν αυτό αντιλήφθηκε την παρουσία του Μ.Κ. 7 και άρχισε να φωνάζει «Police Police», έλαβαν χώρα για την πραγμάτωση του κοινού σκοπού.   Ούτε ο Μ.Κ. 7 αλλά ούτε και ο πρώην κατηγορούμενος 2 ενήργησαν εκτός του  κοινού σκοπού, από τον οποίο ο Εφεσείων ουδέποτε απέστη.  Μάλιστα, σύμφωνα με τα δικαιολογημένα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο Εφεσείων όχι μόνο δεν απέστη από αυτόν τον κοινό παράνομο σκοπό, αλλά απεναντίας πίεζε συνεχώς και έντονα τον Μ.Κ. 7 να ενεργήσει κατά τον πιο πάνω τρόπο.  Δικαιολογημένα το Κακουργιοδικείο σημειώνει τα ακόλουθα στην απόφαση του:

 

«Καταλήγουμε επομένως, ότι ο κατηγορούμενος 3 συμφώνησε και στη συνέχεια διαμόρφωσε κοινή πρόθεση με τον ΜΚ7, ώστε αυτός να διαρρήξει και κλέψει το διαμέρισμα του θύματος με την συνδρομή του πρώην κατηγορούμενου 2. Διαμόρφωσε επίσης κοινή πρόθεση με τον ΜΚ7 και μέσω αυτού και με τον πρώην κατηγορούμενο 2, ώστε να κτυπηθεί και δεθεί το θύμα, εάν αυτό καθίστατο αναγκαίο, προκειμένου να επιτευχθεί η διάρρηξη και η κλοπή, αποδεχόμενος ταυτόχρονα και τις οποιεσδήποτε συνέπειες θα επέφερε στο θύμα, η υλοποίηση του πιο πάνω σκοπού. Από τον κοινό αυτό σκοπό, ο κατηγορούμενος 3 όχι μόνο δεν αποσύρθηκε αλλά απεναντίας πίεζε συνεχώς και έντονα τον ΜΚ7 να προχωρήσει με την διάρρηξη και κλοπή του θύματος με οποιονδήποτε τρόπο. Κατά την διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης και κλοπής, ο ΜΚ7 και ο πρώην κατηγορούμενος 2, κτύπησαν και έδεσαν το θύμα, ως οι οδηγίες του κατηγορουμένου 3, με αποτέλεσμα όμως να επέλθει ο θάνατος του θύματος, ως συνέπεια των σοβαρών κτυπημάτων που επέφεραν στο θύμα και του δεσίματος του, καθιστώντας το ανίκανο να αντιδράσει. Η συνεχής και έντονη επιμονή και πίεση του κατηγορουμένου 3 προς τον ΜK7, να ενεργήσει όπως πιο πάνω, αποδεικνύει ότι αυτός μέχρι και την τελευταία στιγμή, που έδωσε το επίδικο βράδυ οδηγίες στον ΜΚ7 για να εισέλθει με τον πρώην κατηγορούμενο 2 στο διαμέρισμα του θύματος, δεν αποσύρθηκε από τον κοινό παράνομο σκοπό, ……………………………………………. …………………………………………………….»

 

 

    Να σημειώσουμε πως στην υπόθεση Βο κ.ά.  (πιο πάνω), η Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση αρ. 203/05, Μαγδαληνή Ελευθερίου, δεν απαλλάχθηκε από την ποινική ευθύνη παρόλο που ο εραστής της, με τον οποίο είχε διαμορφώσει τον κοινό  παράνομο σκοπό, υπερέβη τα συμφωνηθέντα, και τούτο γιατί η θανάτωση του συζύγου της ήταν, όσον αφορούσε στην ίδια, η συνέπεια του παράνομου τραυματισμού του, ως η κοινή επιδίωξη.

 

    Παραπονείται ο Εφεσείων με άλλο λόγο έφεσης, ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε κατά πόσο οι ενέργειες του Εφεσείοντα «στοιχειοθετούσαν απόσυρση από την επιδίωξη του παράνομου κοινού σκοπού.   Ούτε πήραν σχοινί μαζί τους οι 1 και 2 για να δέσουν το θύμα και το βρήκαν στο διαμέρισμα άρα πώς μπορεί να είχαν σκοπό να την δέσουν ή είχαν τέτοια συμφωνία».    Με κάθε σεβασμό,  πρόκειται περί αβάσιμου λόγου έφεσης.  Δεν χρειαζόταν να πάρουν μαζί τους σχοινί οι πρώην κατηγορούμενοι 1 και 2 για να αποδειχθεί η διαμόρφωση κοινής πρόθεσης για την επιδίωξη από κοινού του παράνομου σκοπού, που εδώ ήταν να αρπάξουν, να κτυπήσουν, και να δέσουν το θύμα, αν χρειαζόταν, προκειμένου να πετύχουν τη διάρρηξη και την κλοπή.  Εδώ, ως ελέχθη, ο κοινός παράνομος σκοπός είχε αποδειχθεί στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας του Μ.Κ. 7, και μάλιστα πριν αυτός με τον πρώην κατηγορούμενο 2 επιχειρήσουν να εισέλθουν στο διαμέρισμα του θύματος.

 

    Με τον 10ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο «πλημμελώς και λανθασμένα αποφάσισε ότι τα αδικήματα του κατηγορητηρίου ήταν πιθανή και  προβλεπτή συνέπεια της διάπραξης του αδικήματος της διάρρηξης και ή της  κλοπής».   Το Κακουργιοδικείο δεν ανέφερε κάτι τέτοιο.  Αυτό που ανέφερε ήταν ότι «… Κατά τη διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης και κλοπής, ο Μ.Κ. 7 και ο πρώην κατηγορούμενος 2 κτύπησαν και έδεσαν το θύμα, ως οι οδηγίες του κατηγορούμενου 3, με αποτέλεσμα όμως να επέλθει ο θάνατος του θύματος, ως συνέπεια των σοβαρών κτυπημάτων που επέφεραν στο θύμα και του δεσίματος του, καθιστώντας το ανίκανο να αντιδράσει».  

 

    Για να μπορούσε να είχε στοιχειοθετηθεί εδώ το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, το οποίο ο Εφεσείων αντιμετώπισε, δεν αρκούσε μόνο ο θάνατος.  Θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί πως ο θάνατος του θύματος ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του παράνομου κοινού σκοπού που είχε διαμορφώσει ο Εφεσείων με τους πρώην κατηγορούμενους 1 και 2.   Από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου και το οποίο κρίθηκε αξιόπιστο, βρίσκουμε ότι το αναπόφευκτο και μοναδικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί, ήταν ότι ο θάνατος του θύματος ήταν πιθανή συνέπεια της από κοινού επιδίωξης του παράνομου σκοπού για τον οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω. Ανάμεσα στα γεγονότα που καθιστούσαν αναπόφευκτη την εξαγωγή του πιο πάνω συμπεράσματος, είναι και τα ακόλουθα:

 

    (α) Η βιαιότητα και η διάρκεια της επίθεσης που το θύμα δέχθηκε από τους πρώην κατηγορούμενους 1 και 2.

 

     (β)  Τα πολλά κτυπήματα που το θύμα δέχθηκε από τους πρώην κατηγορούμενους 1 και 2, κυρίως στο κεφάλι, με αποτέλεσμα το κεφάλι του να παραμορφωθεί, και το θύμα να αναπνέει βαριά.

 

     (γ)  Ενόσω το θύμα βρισκόταν σε αυτή την πολύ κακή κατάσταση, οι πρώην κατηγορούμενοι 1 και 2 έδεσαν με κορδόνι τα χέρια του για να μην μπορεί αυτό να αντιδράσει.  

 

    (δ)   Αφού το έδεσαν το εγκατέλειψαν δεμένο.

 

    Ο θάνατος του θύματος προήλθε από τις πιο πάνω ενέργειες των πρώην κατηγορουμένων 1 και 2, οι οποίες βεβαίως έλαβαν χώρα στο πλαίσιο προώθησης  και πραγμάτωσης του κοινού παράνομου σκοπού που και οι τρεις διαμόρφωσαν.    

        

    Υπό το φως των πιο  πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης που αφορούν στην καταδίκη, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.                                 

 

Έφεση κατά των επιβληθεισών ποινών.

 

    Με τον 9ο  λόγο έφεσης, ο Εφεσείων αναφέρει ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης και στην πέμπτη κατηγορία «εφόσον τα γεγονότα της εμπεριέχονται και λήφθηκαν υπόψιν στην επιβολή της ποινής της πρώτης κατηγορίας στο κατηγορητήριο».   Το γεγονός ότι τα γεγονότα της πέμπτης κατηγορίας εμπεριέχονταν στα γεγονότα της πρώτης κατηγορίας που αφορούσε σε ανθρωποκτονία, είναι κάτι που καταγράφει και το ίδιο το Κακουργιοδικείο στην καταδικαστική του απόφαση.  Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «το αδίκημα της πέμπτης κατηγορίας περιέχεται στα γεγονότα που συνθέτουν την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Ισχύει, δηλαδή, εν προκειμένω, ότι το μείζον περιέχει και το έλασσον».

 

    Στη Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ, 385 ο Κωνσταντινίδης, Δ. σημειώνει τα ακόλουθα σε σχέση με συμπεριφορά, η οποία είναι δυνατό να στοιχειοθετεί περισσότερα από ένα ποινικά αδικήματα:

 

«Ορισμένη συμπεριφορά είναι δυνατό να στοιχειοθετεί περισσότερα από ένα αδικήματα. Το κάθε ένα από τα συστατικά στοιχεία ενός αδικήματος είναι δυνατό να είναι και από μόνο του αυτοτελής αξιόποινη πράξη. Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται μια κατηγορία είναι δυνατό να μή διαφέρουν από τα γεγονότα άλλης ή είναι δυνατό να περιλαμβάνουν και τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται άλλη κατηγορία. Οσο και αν είναι, ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης, ενδεδειγμένο να προσάπτεται ξεχωριστή κατηγορία για το καθένα από τα αδικήματα που στοιχειοθετούνται, στο τέλος, όταν αναζητείται το μέγεθος της κύρωσης που αρμόζει, σημείο αναφοράς θα πρέπει να είναι το συνολικό αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς και όχι τα επί μέρους αδικήματα στα οποία αυτή η συμπεριφορά μπορεί να διασπαστεί. Οταν λοιπόν προσάπτονται περισσότερες της μιας κατηγορίας και τα γεγονότα της μιας από αυτές υπερκαλύπτουν ή ενσωματώνουν ή εμπεριέχουν τα γεγονότα των υπολοίπων, το ορθό είναι να επιβάλλεται ποινή μόνο σ' αυτή. Διαφορετικά, ουσιαστικά ο κατηγορούμενος θα τιμωρείται διπλά για τα επί μέρους αδικήματα και επομένως για την ίδια πράξη. (Βλ. Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, άρθρο 40 (3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, Ioannis Michael Pefkos and others v. The Republic (1961) CLR 340, Savvas Yiangou Mitides v. Police (1966) 2 CLR 90, Nicos Charalambous v. The Republic (1966) 2 CLR 101, Constantinos HjiSinnos, v. The Police (1968) 2 CLR 130, Nicos A. Felekkis v. The Police (1968) 2 CLR 151, Loizos Costa v. Police (1976) 2 CLR 71, Ierides and another v. Republic (1987) 2 CLR 219).»

 

   

    (Βλ. επίσης Περικλέους ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ, 34 και     Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 22). 

 

    Υπό το φως των πιο πάνω, και με δεδομένο ότι εδώ το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή στην πρώτη  κατηγορία, δεν έπρεπε να είχε επιβάλει ποινή και στην πέμπτη κατηγορία.  Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι βάσιμος, και η επιβληθείσα ποινή στην πέμπτη κατηγορία παραμερίζεται.   Για τους ίδιους λόγους κρίνεται βάσιμος και ο 18ος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο κακώς το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή για το αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή για διάρρηξη της κατοικίας του θύματος κατά τη διάρκεια της νύκτας με σκοπό την  κλοπή (δεύτερη κατηγορία).  Και τούτο γιατί το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή τόσο για το αδίκημα της διάρρηξης της κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας (τρίτη κατηγορία) όσο και για το αδίκημα της κλοπής (τέταρτη κατηγορία) (Χασσάν  ν.  Δημοκρατίας (2014)

2(Β) ΑΑΔ, 742).   Η επιβληθείσα ποινή στη δεύτερη κατηγορία παραμερίζεται.

 

    Ο 19ος και ο 20ος λόγος έφεσης αφορούν στις ποινές που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας  και για το αδίκημα της κλοπής.   Προσβάλλονται οι ποινές ως έκδηλα υπερβολικές.    Το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 ετών (διάρρηξη κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας) και ποινή φυλάκισης 3 ετών (κλοπή).    Επαναλαμβάνουμε, πως όλες οι επιβληθείσες ποινές ήταν συντρέχουσες.

 

    Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τα αδικήματα που αφορούν σε διαρρήξεις και κλοπές, τα οποία δυστυχώς, εδώ και χρόνια, συνεχίζουν να παρουσιάζουν τρομακτική έξαρση (Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 311/14, απόφαση ημερ. 22.2.2016), κάτι που δικαιολογεί την επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών.   Η σοβαρότητα του αδικήματος της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, από απόψεως προβλεπομένης από το Νόμο ανώτατης ποινής, είναι δεδομένη.  Η  έξαρση των διαρρήξεων κατά τη διάρκεια της νύκτας επίσης (Gheorghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2  ΑΑΔ, 824).  Εδώ ο προσχεδιασμός και οι περιστάσεις διάπραξης των δύο αδικημάτων, για τα οποία ο Εφεσείων ήταν ο ιθύνων νους, καθιστούσαν τα αδικήματα εξαιρετικά σοβαρά.

    Θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή των 6 ετών για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, δεν είναι έκδηλα υπερβολική που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου.     Το ίδιο ισχύει και για την ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα για το αδίκημα της κλοπής. 

 

     Ο τελευταίος  λόγος έφεσης που απέμεινε για να εξεταστεί, είναι ο 17ος, ο οποίος  στρέφεται κατά της ποινής που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας.  Θεωρεί ο Εφεσείων ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 15 ετών «είναι έκδηλα υπερβολική και/ή παραβιάζει την αρχή της ισότητας στην επιβολή της ποινής και/ή  παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας».   Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης γίνεται αναφορά, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι ο Εφεσείων «τιμωρήθηκε» επειδή τόλμησε να προβάλει υπεράσπιση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

   

    Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την απόφαση που αφορά στις επιβληθείσες ποινές.  Δεν διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο «τιμώρησε» τον Εφεσείοντα επειδή αυτός αρνήθηκε τις κατηγορίες.  Δεν υπάρχει τέτοια αναφορά στην απόφαση του αλλά ούτε και συνάγεται κάτι τέτοιο.   Επαναλαμβάνουμε ότι ο Εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί τις κατηγορίες,  και η άρνηση του αυτή ουδόλως θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο ως επιβαρυντικός παράγων.  

 

   Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την αξία της ανθρώπινης ζωής, η οποία αποτελεί το ύψιστο αγαθό, και πως η αφαίρεση της έχει πάντα ολέθριες συνέπειες (Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ, 556, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ, 231 και Lasha Okmelashvili ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 146/20, απόφαση ημερ. 20.12.2021).     Άλλωστε, όχι τυχαία, για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, ο Νόμος μας προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου.

 

    Στην Βο κ.ά. (πιο πάνω), στην οποία παραπέμπει το Κακουργιοδικείο, ποινή φυλάκισης 8 ετών που επιβλήθηκε στην Εφεσίβλητη Μαγδαληνή Ελευθερίου αυξήθηκε από το Εφετείο σε 12 έτη.   Ούτε σε εκείνη την υπόθεση αλλά ούτε και εδώ υπήρχε πρόθεση πρόκλησης θανάτου του θύματος, η οποία βεβαίως δεν είναι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας.   Επρόκειτο δηλαδή για «αθέλητη» ανθρωποκτονία (Πουτζιουρής & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 309, 355).     

 

     Το δικό  μας Νομικό Σύστημα αναγνωρίζει ελαφρυντικά στοιχεία, εκεί όπου υπάρχουν, ακόμη και στα σοβαρά και ειδεχθή εγκλήματα, αφού η εξατομίκευση της ποινής έχει πάντα τη θέση της.  Ουδόλως διαφωνούμε με το Κακουργιοδικείο ότι προείχε το στοιχείο της αποτροπής.  Θεωρούμε ότι ο πρότερος σύννομος βίος του Εφεσείοντα, το νεαρό της ηλικίας του (25 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των εγκλημάτων), το γεγονός ότι αυτός είναι αρραβωνιασμένος και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού, τα προβλήματα υγείας του στα οποία έκανε αναφορά και το Κακουργιοδικείο, και γενικότερα οι προσωπικές/οικογενειακές του περιστάσεις, θα μπορούσαν να είχαν βαρύνει περισσότερο στη σκέψη του Κακουργιοδικείου επιβάλλοντας ελαφρώς χαμηλότερη ποινή.

 

     Παρόμοια  προσέγγιση υπήρξε στην Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 211, για άλλα βεβαίως αδικήματα, όπου και εκεί αποφασίστηκε πως η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης θα μπορούσε να ήταν χαμηλότερη, και τούτο γιατί δεν πρέπει να δίνεται η εντύπωση ότι οι προσωπικές/οικογενειακές περιστάσεις ενός καταδικασθέντος δεν λαμβάνονται ουσιαστικά υπόψη παρά το γεγονός ότι αυτές μνημονεύονται στη δικαστική απόφαση.

 

    Θεωρούμε ότι η ορθή ποινή φυλάκισης στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας, υπό το φως όλων των περιστάσεων, είναι αυτή των 13 ετών.

 

   Εν κατακλείδι, η Έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.  

  

   Η Έφεση που αφορά στις επιβληθείσες στην 2η και 5η κατηγορία ποινές επιτρέπεται.   Οι εν λόγω ποινές παραμερίζονται.  Η Έφεση που αφορά  στην επιβληθείσα ποινή φυλάκισης στην 1η κατηγορία της ανθρωποκτονίας επιτρέπεται με τη μείωση της από 15 σε 13 έτη.   Νοείται βεβαίως ότι οι  επιβληθείσες ποινές φυλάκισης θα συντρέχουν.

 

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο