
ECLI:CY:AD:2022:B337
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 19/2020)
(Σχ. Αρ. 34/2020, 37/2020, 39/2020, 41/2020 και 44/2020)
20 Ιουλίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Eφεσείουσα,
v.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 34/2020)
(Σχ. Αρ. 19/2020, 37/2020, 39/2020, 41/2020 και 44/2020)
HELECTOR CYPRUS LTD,
Eφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 37/2020)
(Σχ. Αρ. 19/2020, 34/2020, 39/2020, 41/2020 και 44/2020)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΛΛΑΠΗΣ,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 39/2020)
(Σχ. Αρ. 19/2020, 34/2020, 37/2020, 41/2020 και 44/2020)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,
Eφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 41/2020)
(Σχ. Αρ. 19/2020, 34/2020, 37/2020, 39/2020 και 44/2020)
ΑΝΤΡΕΑΣ ΛΟΥΡΟΥΤΖΙΑΤΗΣ,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 44/2020)
(Σχ. Αρ. 19/2020, 34/2020, 37/2020, 39/2020 και 41/2020)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΝΤΗΣ,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Ν. Κέκκος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα στην
19/2020.
Ν. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο στην 19/2020.
Γ. Παπαϊωάννου, για την Εφεσείουσα στην 34/2020.
Α. Κανναουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην 37/2020.
Α. Αλεξάνδρου με Ε. Αλεξάνδρου (κα), για τον Εφεσείοντα στην
39/2020.
Α. Πελεκάνος με Γ. Βρυώνη (κα) για Πελεκάνος και Πελεκάνος ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην 41/2020.
Χρ. Τριανταφυλλίδης με Ε. Μάνουλο και Ντ. Τριανταφυλλίδου (κα),
για τον Εφεσείοντα στην 44/2020.
Ν. Κέκκος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στις
34/2020, 37/2020, 39/2020, 41/2020 και 44/2020.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ: Η απόφαση επί όλων των εφέσεων είναι ομόφωνη. Στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 34/2020, 37/2020, 39/2020, 41/2020 και 44/2020 η απόφαση για τις καταδίκες θα δοθεί από εμένα, ενώ για τις ποινές στις Ποινικές Εφέσεις 37/2020 και 39/2020 καθώς και στην Ποινική Έφεση 19/2020, η απόφαση θα δοθεί από τη Δημητριάδου – Ανδρέου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες στις εφέσεις 34/2020, 37/2020, 39/2020, 41/2020 και 44/2020 και ο εφεσίβλητος στην έφεση 19/2020 αντιμετώπισαν κατηγορητήριο ομού με άλλους 10 κατηγορούμενους και κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε σωρεία αδικημάτων που διαπράχθηκαν κατά την κατασκευή και λειτουργία του Συστήματος Συλλογής, Επεξεργασίας και Υγειονομικής Ταφής Οικιακών Απορριμμάτων στις επαρχίες Πάφου και Λάρνακας, «ΧΥΤΑ Πάφου» και «ΧΥΤΥ Κόσιης», αντίστοιχα.
Το έργο ΧΥΤΑ Πάφου προκηρύχθηκε με δημόσιο διαγωνισμό από το Υπουργείο Εσωτερικών το έτος 2003 και κατακυρώθηκε στην Κοινοπραξία TΟΜΗ Α.ΤΕ. - BILFINGER BERGER BAVGESELLESCHAFT M.B.H, «η Κοινοπραξία ΤΟΜΗ», η οποία υπέγραψε σχετική σύμβαση με το Υπουργείο Εσωτερικών, ημερομηνίας 23.10.2003 για την κατασκευή και 10ετή λειτουργία του. Το έργο κατασκευάστηκε και άρχισε να λειτουργεί το έτος 2005. Την 1.11.2006 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ της Κοινοπραξίας ΤΟΜΗ και της Κατηγορούμενης 15 (η οποία τότε είχε την ονομασία ELEMAX LTD), Κ15, με βάση την οποία ανατέθηκε από την πρώτη στη δεύτερη, η διαχείριση λειτουργίας του ΧΥΤΑ Πάφου, με βάση τους όρους της σύμβασης που είχε συνάψει η Κοινοπραξία ΤΟΜΗ με το Υπουργείο Εσωτερικών. Ακολούθησαν και άλλες συμπληρωματικές συμφωνίες.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που προέκυψε, το οποίο διεφάνη από την έναρξη της λειτουργίας του ΧΥΤΑ, ήταν το γεγονός ότι οι εισερχόμενες ποσότητες οικιακών αποβλήτων ήταν σχεδόν διπλάσιες από τις προβλεπόμενες στη Σύμβαση. Συγκεκριμένα, ενώ το Συμβόλαιο προέβλεπε ετήσιες ποσότητες 36.000 τόνων ± 5%, οι ποσότητες που εισέρχονταν ήταν πέριξ των 65.000-70.000 τόνων ετησίως. Τούτο δημιούργησε προβλήματα και συζητήσεις αναφορικά με την τιμή χρέωσης των υπερσυμβατικών ποσοτήτων.
Τα τιμολόγια της Κοινοπραξίας ΤΟΜΗ για την κατασκευή του Έργου και, ακολούθως, της Κατηγορούμενης 15, για τη λειτουργία του ΧΥΤΑ, πληρώνονταν από το Υπουργείο Εσωτερικών μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2010, οπόταν η διαχείριση εκχωρήθηκε στο Συμβούλιο του ΧΥΤΑ, το οποίο, έκτοτε, ανέλαβε να πληρώνει τα τιμολόγια της Κατηγορούμενης 15.
Το Έργο ΧΥΤΥ Κόσιης που επίσης προκηρύχθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, με δημόσιο διαγωνισμό, το έτος 2006, κατακυρώθηκε στην Κοινοπραξία ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε. - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΤΕΒ ΑΕ – CYBARCO PLC, «η Κοινοπραξία ΗΛΕΚΤΩΡ», η οποία υπέγραψε σχετική σύμβαση ημερομηνίας 20.12.2006 με το Υπουργείο Εσωτερικών, με βάση την οποία ανέλαβε το σχεδιασμό, μελέτη, ανέγερση και 10ετή λειτουργία του.
Με συμφωνία ημερομηνίας 13.10.2007, η Κοινοπραξία ανέθεσε την εκτέλεση και λειτουργία του υπό αναφορά Έργου, στην Κ15. Το έργο κατασκευάστηκε και άρχισε να λειτουργεί περί τον Απρίλιο του 2010.
Ο εφεσείων στην έφεση 39/2020 ήταν ο κατηγορούμενος 1, Κ1, και ήταν ο οικονομικός διευθυντής του Δήμου Πάφου. Με το κατηγορητήριο του αποδίδεται χρηματισμός από την Κ15, κατά τη χρονική περίοδο Ιουνίου 2011 – Φεβρουαρίου 2014. Με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάστηκε σε συναφείς και απορρέουσες κατηγορίες με το συνολικό ποσό που επωφελήθηκε να ανέρχεται σε €124.600.
Ο εφεσείων στην έφεση 44/2020 ήταν ο κατηγορούμενος 2, Κ2, και ήταν ανώτερος λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, αποσπασμένος στο Υπουργείο Εσωτερικών κατά την περίοδο 18.3.2005 – 2010, στον κλάδο διαχείρισης στερεών αποβλήτων. Με το κατηγορητήριο του αποδίδεται ότι κατά το έτος 2012 δωροδοκήθηκε από την Κ15. Καταδικάστηκε για συναφείς και απορρέουσες κατηγορίες, με το ποσό που επωφελήθηκε να ανέρχεται σε €10.000.
Ο εφεσίβλητος στην έφεση 19/2020 ήταν ο κατηγορούμενος 3, Κ3. Αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ως αναλύεται πιο κάτω, κατά την εξέταση της Έφεσης της Δημοκρατίας εναντίον του.
Ο εφεσείων στην έφεση 41/2020 ήταν ο κατηγορούμενος 6, Κ6, και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο Δήμαρχος Λάρνακας. Με το κατηγορητήριο του αποδίδεται ότι χρηματίστηκε από την Κ15 κατά την περίοδο 23.11.2012 – 28.5.2014 με σκοπό να προωθήσει, ως εκ της θέσης που κατείχε, την επίσπευση πληρωμής των ποσών που οφείλονταν προς την Κ15 από το ΧΥΤΥ Κόσιης, καθώς και για να συνδράμει στην χρονική επέκταση της υφιστάμενης σύμβασης μεταξύ της μονάδας Ολοκληρωμένων Εγκαταστάσεων Διαχείρισης Απορριμμάτων, ΟΕΔΑ και της Κ15. Κρίθηκε ένοχος σε συναφείς κατηγορίες για το συνολικό ποσό των €138.000.
Ο εφεσείων στην έφεση 37/2020 ήταν ο κατηγορούμενος 7, Κ7, και ήταν ανώτερος λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, αποσπασμένος στο Υπουργείο Εσωτερικών την περίοδο 3.6.2002 μέχρι 12.10.2007, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στον τομέα διαχείρισης στερεών αποβλήτων. Με το κατηγορητήριο του αποδίδεται ότι κατά το έτος 2006, χρηματίστηκε από την Κατηγορουμένη 15, με το συνολικό ποσό των €100.000. Κρίθηκε ένοχος σε όλες τις συναφείς και απορρέουσες κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Η εφεσείουσα στην έφεση 34/2020 ήταν η Κ15. Πρόκειται για εταιρεία 100% θυγατρική της ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε., η αρχική ονομασία της οποίας ήταν ELEMAX LTD και μετονομάστηκε σε Helector Cyprus Ltd το έτος 2007. Όπως προαναφέρθηκε, ανέλαβε, στη βάση συμφωνιών που υπέγραψε με τις αντίστοιχες κοινοπραξίες, την παροχή υπηρεσιών λειτουργίας των δύο έργων, ήτοι την ευθύνη της 10ετούς λειτουργίας τους, με δικό της προσωπικό, εξοπλισμό και τεχνογνωσία. Επιπρόσθετα, ανέλαβε και τις εργασίες σχεδιασμού, μελέτης και κατασκευής του ΧΥΤΥ Κόσιης. Κρίθηκε ένοχη σε κατηγορίες καταρτισμού και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση, καθώς και κατηγορίες δεκασμού και δωροδοκίας και συνομωσίας προς καταδολίευση, περιοριζόμενες στο ότι δωροδόκησε τον Κ1 με το συνολικό ποσό των €124.600 και τον Κ2 με το ποσό των €10.000 και όχι τα μεγαλύτερα ποσά που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Αθωώθηκε σε κάποιες κατηγορίες στις οποίες όμως δεν θα γίνει αναφορά, καθότι δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Η βασική εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι οι Κ1, 2, 3, 6 και 7, λόγω των θέσεων που κατείχαν, αξίωναν την καταβολή διαφόρων ποσών χρημάτων («μίζες») από την Κ15, η οποία διαχειριζόταν τα δύο έργα (ΧΥΤΑ Πάφου και ΧΥΤΥ Κόσιης), για τη διαμεσολάβηση τους, προκειμένου να μην παρατηρούνται καθυστερήσεις και να μην δημιουργούνται προσκόμματα στις πληρωμές των τιμολογίων, τα οποία εξέδιδε κατά καιρούς, στα πλαίσια εκτέλεσης των εργασιών της. Οι «μίζες» δίδονταν από τους διευθυντές της Κ15, με οδηγίες ανωτάτων στελεχών της μητρικής ελληνικής εταιρείας, ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε., ήτοι των Μπόμπολα και Κατρή.
H Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε 87 μάρτυρες, εκ των οποίων οι 4 κλήθηκαν μετά από αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης για σκοπούς αντεξέτασης. Οι Κ1 και Κ3 προέβηκαν σε ανώμοτη δήλωση, ενώ οι Κ2, Κ6, και Κ7 κατέθεσαν ενόρκως. Περαιτέρω, κάποιοι εκ των κατηγορουμένων κάλεσαν και μάρτυρες υπεράσπισης. Συγκεκριμένα, ο Κ1 κάλεσε δύο μάρτυρες, ο Κ2 τέσσερις, ο Κ6 πέντε, ο Κ7 ένα και η Κ15, επίσης, ένα. Σημειώνεται ότι ένας από τους μάρτυρες του Κ6 και συγκεκριμένα η κα Χ''Βαρνάβα (ΜΥ5(Κ6)), κλήθηκε μετά από αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, για σκοπούς αντεξέτασης σε σχέση με εξ ακοής μαρτυρίας, συμφώνως του Άρθρου 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία παρατίθενται σε όση έκταση αφορούν τις υπό κρίση εφέσεις:
«Α) Αρχίζοντας από τον Κατηγορούμενο 1, έχοντας αποδεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ76, βρίσκουμε ότι, κατά την περίοδο Ιουνίου 2011-Φεβρουαρίου 2014, ζήτησε και έλαβε από το ΜΚ76, τότε διευθυντή της Κατηγορούμενης 15, τα ακόλουθα ποσά:
i) €95.600 για τα υπερσυμβατικά. Το ποσό αυτό αποτελούσε το ½ του συνολικού ποσού των €191.200 που δόθηκε από το ΜΚ76 στους Βέργα και Κατηγορούμενο 1, στη βάση της συμφωνίας τους, ότι θα λάμβαναν μίζες 8% επί των εισπράξεων για τις υπερσυμβατικές ποσότητες σκουπιδιών που θα μεταφέρονταν στο ΧΥΤΑ Πάφου.
ii) €14.000 από τις υπερτιμολογήσεις για τα φύκια, ως επεξηγήθηκε με λεπτομέρεια από το ΜΚ76.
iii) €12.000 στη βάση της συμφωνίας του Κατηγορούμενου 1, με το ΜΚ76, για συμβουλευτικές, δήθεν, υπηρεσίες του Κατηγορούμενου 1 προς την Κατηγορούμενη 15.
iv) €3.000 το οποίο πληρώθηκε από την Κατηγορούμενη 15 στην Εταιρεία του ΜΚ4, για υδραυλικές εργασίες που εκτέλεσε στην οικία του Κατηγορούμενου 1.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα ποσά που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, παρόλο που αποτελεί εύρημά μας ότι ο ΜΚ76 έδωσε στον Βέργα περαιτέρω σημαντικά ποσά, δηλαδή 5% επί όλων των εισπράξεων για τις συμβατικές ποσότητες, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, διατηρούμε αμφιβολίες κατά πόσο ο Βέργας, όντως, έδιδε το ποσοστό που ισχυρίστηκε στη μαρτυρία του (60%) στον Κατηγορούμενο 1. Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου ότι ο Βέργας στη μαρτυρία του, υποστήριξε ότι το ποσό του 5% που εισέπραττε ως μίζες από τους Γιαννακόπουλο, αρχικά και Κοκότση, από τον Ιούλιο του 2010, το μοιραζόταν με τον Μαληκίδη (μέχρι το έτος 2010) και από το έτος 2011 και μετά με τον Κατηγορούμενο 1, στους οποίους έδινε το 60% από τα ποσά που εισέπραττε, ενώ εκείνοι, με τη σειρά τους, διαμοίραζαν τα ποσά με «τους ανθρώπους του Υπουργείου».
Για τους λόγους, όμως, που εξηγήσαμε στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Βέργα, διατηρούμε επιφυλάξεις κατά πόσο έδωσε τα ποσά που ισχυρίστηκε (συνολικά γύρω στις €195.000) στον Κατηγορούμενο 1, για να τα διαμοίραζε με «τους ανθρώπους του Υπουργείου», δηλαδή με τον μ. Παπαμιχαήλ και τον πρώην Κατηγορούμενο 4. Ενόψει τούτου, δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλές εύρημα ότι ο Κατηγορούμενος 1, πέρα από τα ποσά που έλαβε από το ΜΚ76 (i-iv, ανωτέρω) έλαβε και από τον Βέργα τα ποσά που ισχυρίστηκε ότι του έδωσε, ή οποιοδήποτε άλλο ποσό.
Επανερχόμενοι στα συμπεράσματα μας, συμπληρώνουμε ότι ο Κατηγορούμενος 1, ζητούσε και λάμβανε τα ανωτέρω ποσά από τον Κοκότση, υπό τις ιδιότητες του ως Οικονομικός Διευθυντής του Δήμου Πάφου και Οικονομικός Σύμβουλος του Συμβουλίου Διαχείρισης του ΧΥΤΑ Πάφου, προκειμένου να μην παρουσιάζονται καθυστερήσεις στις πληρωμές των οφειλών του Συμβουλίου Διαχείρισης σε σχέση με τις υπερσυμβατικές ποσότητες καθώς και στα τιμολόγια που αφορούσαν τα φύκια. Επί τούτου, αποτελεί εύρημά μας ότι ο Κατηγορούμενος 1, υπό τις ως άνω ιδιότητές του, είχε ενεργό ρόλο και εμπλοκή με τις πληρωμές των οφειλών του Συμβουλίου προς τον Εργολάβο αλλά και με τις πληρωμές του Δήμου Πάφου, σε σχέση με την οφειλόμενη συνεισφορά του Δήμου, για τις εν γένει υπηρεσίες που πρόσφερε ο Εργολάβος, οι οποίες σχετίζονται με τη λειτουργία του ΧΥΤΑ Πάφου.
Β) Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2, βρίσκουμε ότι, ο ΜΚ76, κατόπιν σχετικών οδηγιών του Κατρή (ΜΚ75), του παρέδωσε κλειστό φάκελο με το ποσό των €10.000 σε συνάντηση που είχε μαζί του στο Ξενοδοχείο "Four Seasons" στη Λεμεσό, το Δεκέμβριο του έτους 2012.
Το υπό αναφορά ποσό, αποφασίστηκε να δοθεί χαριστικά από τους ΜΚ75 και Μπόμπολα, μετά από την επίσκεψη του Κατηγορούμενου 2 στα γραφεία της ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε. στην Αθήνα, κατά την οποία είχε συναντήσει τα ανωτέρω πρόσωπα και είχε ζητήσει δάνειο από την Εταιρεία για αγορά αυτοκινήτου.
Αποτελεί, επίσης, εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ75 έδωσε στον Κατηγορούμενο 2 το ποσό των €5.000, σε συνάντηση που είχε μαζί του το έτος 2008, στην Αθήνα. Βρίσκουμε, περαιτέρω, ότι το υπό αναφορά ποσό, δόθηκε στον Κατηγορούμενο 2 από προσωπικά χρήματα του Κατρή, όπως, αναντίλεκτα, εξήγησε στη μαρτυρία του, χωρίς να ενημερώσει τον Μπόμπολα και χωρίς να ληφθεί απόφαση, προς τούτο, από την Εταιρεία ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου 2 ότι το ποσό των €5.000 δόθηκε για εξόφληση οφειλής του ΜΚ75 από την αγορά 11 πακέτων εισιτηρίων αξίας €4.400 και επιπλέον οφειλή της Κοινοπραξίας από την αγορά κινητού τηλεφώνου, διαπιστώνουμε πως τέτοια αξίωση ουδέποτε είχε υποβληθεί και ότι προβλήθηκε για πρώτη φορά, στα πλαίσια εκδίκασης της υπόθεσης. Δεχόμαστε, ωστόσο, ότι ο Κατηγορούμενος 2, το έτος 2008, μετά από παράκληση του ΜΚ75, είχε εξασφαλίσει άγνωστο αριθμό εισιτηρίων, αγνώστου αξίας, για τον ποδοσφαιρικό αγώνα Ανόρθωσης-Παναθηναϊκού.
Με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ο Κατηγορούμενος 2 ήταν υπεύθυνος του Ενδιάμεσου Φορέα για το ΧΥΤΥ Κόσιης.
Γ) Αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 3, βρίσκουμε ότι ζήτησε και έλαβε από τον ΜΚ75 το ποσό των €15.000, σε συνάντηση που είχαν σε κεντρικό Ξενοδοχείο στην Αθήνα το έτος 2008.
Πέραν, τούτου, διατηρούμε αμφιβολίες κατά πόσο ο Bagleh (MK78) έδωσε στον Κατηγορούμενο 3 τους φακέλους με το συνολικό ποσό των €120.000 τους οποίους, είχε παραλάβει, σε διάφορες ημερομηνίες από το ΜΚ76, όπως ο τελευταίος ανέφερε με λεπτομέρεια στη μαρτυρία του. Σημειώνουμε, πως δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο ΜΚ76, έδωσε στο ΜΚ78 το υπό αναφορά ποσό, μετά από συνεννοήσεις και επικοινωνίες που είχε, για το σκοπό αυτό, με το ΜΚ75. Οι αμφιβολίες μας, στο κατά πόσο ο ΜΚ78 παρέδιδε, εν τέλει, τους φακέλους με τα ποσά που παραλάμβανε από το ΜΚ76, όπως επεξηγήσαμε και κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ78, οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στις υποψίες του ΜΚ76 ότι ο ΜΚ78 ζητούσε τα χρήματα για προσωπικό του όφελος. Υποψίες που εν τέλει ισχυροποιήθηκαν, από το γεγονός ότι ο ΜΚ78 είχε, αρχικά, κατηγορηθεί για υπεξαίρεση του ποσού των €120.000 (βλ. κατηγορία 80 Τεκμηρίου 466).
Υπενθυμίζουμε πως με βάση τη μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε, ο Κατηγορούμενος 3 ήταν, ανάμεσα σε άλλα, ο συντονιστής του Έργου του ΧΥΤΥ Κόσιης και μέλος της Επιτροπής αξιολόγησης των προσφορών για το υπό αναφοράν Έργο.
Δ) Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 6, η αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ76, δεν αφήνει περιθώριο για την παραμικρή, έστω, αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος 6, ζήτησε και έλαβε ανταλλάγματα για να βοηθούσε:
i) στην έγκαιρη αποπληρωμή των οφειλόμενων ποσών στην Κατηγορούμενη 15 και
ii) στην επιμήκυνση της σύμβασης.
Ειδικότερα, βρίσκουμε ότι το Νοέμβριο του έτους 2012, ο Κατηγορούμενος 6 συναντήθηκε με τους Μπόμπολα και ΜΚ76 και ότι επίσης συμφωνήθηκε να του δίδεται μίζα 0,5% επί των εισπράξεων και επιπλέον, το κατ' αποκοπήν ποσό των €100.000 για τη συνδρομή του στην επιμήκυνση της σύμβασης.
Βρίσκουμε, επίσης, ότι κατ' ακολουθία της πιο πάνω συνεννόησης τους, ο ΜΚ76 του έδωσε σε 9 διαφορετικές περιπτώσεις, όπως με λεπτομέρεια ανέφερε στη μαρτυρία του, το συνολικό ποσό των €138.000.
Ε) Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 7, υποδεικνύουμε ότι τα συμπεράσματά μας στηρίζονται στη μαρτυρία του Κατρή (ΜΚ75), η οποία υποστηρίζεται και από τα Τραπεζικά δεδομένα του Κατηγορούμενου 8 (υιού του Κατηγορούμενου 7), ως υποδεικνύεται πιο κάτω. Με βάση τη μαρτυρία αυτή καταλήγουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις κατά το έτος 2006 συναντήθηκε με το ΜΚ75 στην Αθήνα και του έδωσε το ποσό των €25.000 στην κάθε μία από τις δύο συναντήσεις, στα μέρη και υπό τις περιστάσεις που ο ΜΚ75 επεξήγησε λεπτομερώς στη μαρτυρία του.
- Επιπλέον, ο ΜΚ75, παρέδωσε, για λογαριασμό του, φάκελο με το ποσό των €50.000 στον υιό του (Κατηγορούμενο 8) κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων 2006, σε συνάντηση που είχε μαζί του στον αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος. Η υπό αναφορά συνάντηση διευθετήθηκε μετά από προηγούμενη συνεννόηση του ΜΚ75 με τον Κατηγορούμενο 7.
Αποτελεί, περαιτέρω, εύρημά μας ότι ο Κατηγορούμενος 7 είχε ζητήσει από τον ΜΚ75, τα ανωτέρω ανταλλάγματα, προκειμένου να βοηθούσε, υπό την ιδιότητά του ως συντονιστής των Επιτροπών στις οποίες έχουμε κάνει εκτενή αναφορά πιο πάνω, για την εμπρόθεσμη εξόφληση των τιμολογίων της Κοινοπραξίας για το Έργο του ΧΥΤΑ Πάφου καθώς και για την κατακύρωση του Έργου του ΧΥΤΥ Κόσιης στην Κοινοπραξία που συμμετείχε η ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε.
Ο ζήλος και το ενδιαφέρον που επεδείκνυε ο Κατηγορούμενος 7, συμμετέχοντας σε συνεδρίες του ΧΥΤΥ Κόσιης, ακόμη και μετά τον τερματισμό της απόσπασης του, ως έχουμε επισημάνει πιο πάνω, δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για τις παράνομες αξιώσεις του για τα αναφερθέντα αθέμιτα ανταλλάγματα.
Καταλήγουμε, περαιτέρω, ότι όλα τα ποσά που δόθηκαν από το ΜΚ75 στους Κατηγορούμενους 7 και 8 (συνολικά €100.000) κατατέθηκαν στους λογαριασμούς του Κατηγορούμενου 8 που διατηρούσε σε Τραπεζικά Ιδρύματα στην Ελλάδα, ως έχει αναδειχθεί από τα τραπεζικά δεδομένα (βλ. Τεκμήριο 58(γ)) και την λεπτομερή ανάλυση τους από το ΜΚ58. Συγκεκριμένα, κατατέθηκαν τα ποσά των €28.000 και €25.000 στις 31/08/2006 και 08/11/2006, αντίστοιχα και το ποσό των €48.000 στις 17/01/2007. Το συμπέρασμά μας ότι οι υπό αναφοράν καταθέσεις συνδέονται με τις μίζες που δόθηκαν στον Κατηγορούμενο 7, από τον Κατρή (€50.000 στον ίδιο και €50.000, μέσω του Κατηγορούμενου 8), συνάγεται εύλογα από τα ακόλουθα δύο δεδομένα:
i) Τα ποσά των καταθέσεων παρουσιάζουν πολύ μικρές αποκλίσεις από τα ποσά των μιζών και
ii) δεν δικαιολογήθηκε διαφορετικά η πηγή προέλευσης των ως άνω τριών καταθέσεων.
ΣΤ) Όσον αφορά τους Κατηγορούμενους 8 και 16, είναι φανερό πως με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τις ιατρικές υπηρεσίες που πρόσφεραν στα δύο έργα, δεν προκύπτει ότι διαπράχθηκαν τα αδικήματα που τους αποδίδονται. Συγκεκριμένα, έχει διαφανεί από την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ57 και 79, ότι τα επίδικα τιμολόγια δεν ήταν εικονικά αλλά εκδόθηκαν νομότυπα και στη βάση της συμφωνίας που συνομολόγησαν με την Κατηγορούμενη 15, (βλ. παραδεκτά γεγονότα Τεκμήριο 148(α)).
Το γεγονός ότι οι ΜΚ2 και 25, ανάφεραν στη μαρτυρία τους ότι δεν είδαν τον Κατηγορούμενο 8 στο εργοτάξιο του ΧΥΤΑ Πάφου, δεν υποδηλώνει, απαρεγκλίτως, ότι τα επίδικα τιμολόγια (Τεκμήρια 108-113), ήταν εικονικά. Ούτε, ασφαλώς, ότι οι Κατηγορούμενοι 8 και 16 απέσπασαν τα ποσά των υπό αναφορά τιμολογίων με ψευδείς παραστάσεις. Υποδεικνύεται πως με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ79, ο οποίος εκπροσώπησε την Κατηγορούμενη 15 κατά τη συνομολόγηση της σχετικής συμφωνίας, την οποία και υπέγραψε δια λογαριασμό της, υποστήριξε πως όλα τα τιμολόγια εκδίδονταν με βάση τις πρόνοιες των δύο συμφωνιών και ουδεμία επιλήψιμη ενέργεια του Κατηγορούμενου 8, περιέπεσε στη δική του αντίληψη.
Στο σημείο αυτό ανοίγουμε μια παρένθεση, για να υποδείξουμε ότι πέραν της γενικής αναφοράς των ΜΚ2 και 25, σε σχέση με την απουσία του Κατηγορούμενου 8 από το χώρο του εργοταξίου του ΧΥΤΑ Πάφου, εκείνο που στην ουσία προέκυψε από τη μαρτυρία ήταν κάποιες υπόνοιες (των ΜΚ75 και 76) ότι οι συμφωνίες για την προσφορά ιατρικών υπηρεσιών της Κατηγορούμενης 16 με την Κατηγορούμενη 15, ήταν υπερτιμολογημένες, κατά τρόπο ώστε να επωφελείται ο πατέρας του, Κατηγορούμενος 8, για την ευνοϊκή στάση και βοήθειά του προς την Κατηγορούμενη 15. Δεν αντιμετωπίζουν, όμως, οι Κατηγορούμενοι 7, 8 και 16 οποιαδήποτε κατηγορία για τέτοια επιλήψιμη συμπεριφορά. Δεν είναι, ως εκ τούτου, ορθό ούτε και κρίνεται από το Δικαστήριο αναγκαίο να εξάξει ευρήματα σε σχέση με αυτό το ζήτημα, αφού είναι εντελώς άσχετο με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι 8 και 16.
Όσον αφορά την εμπλοκή του Κατηγορούμενου 8 στις μίζες του πατέρα του, βρίσκουμε ότι το Δεκέμβριο του έτους 2006, συναντήθηκε με το ΜΚ75 στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος και παρέλαβε, δια λογαριασμό του πατέρα του, φάκελο με το ποσό των €50.000. Βρίσκουμε, περαιτέρω, ότι το μεγαλύτερο μέρος του υπό αναφορά ποσού και συγκεκριμένα το ποσό των €48.000, το κατέθεσε στις 17/01/2007 στον τραπεζικό λογαριασμό του, όπως παρουσιάζεται στα τραπεζικά του δεδομένα (βλ. Έγγραφο 58(γ)) και όπως ήδη έχουμε επισημάνει πιο πριν.
Ζ) Ό,τι υπολείπεται είναι η διατύπωση των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου σε σχέση:
(α) με το ρόλο που διαδραμάτισε η Κατηγορούμενη 15 στα δύο έργα και
(β) την εμπλοκή της στις μίζες που δόθηκαν στους Κατηγορούμενους από τους ΜΚ75, 76 και 79, ως τα ανωτέρα ευρήματα.
Αρχίζοντας από το πρώτο σκέλος, υποδεικνύουμε πως δεν τελούν υπό αμφισβήτηση τα δεδομένα που περιβάλλουν τη σύσταση και μετονομασία της Εταιρείας ούτε και το μετοχικό και διευθυντικό καθεστώς της, καθόλη την επίδικη χρονική περίοδο. Τα δεδομένα αυτά, εξάλλου, προκύπτουν από τα επίσημα πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών, Τεκμήρια 455(α)-(στ), το περιεχόμενο των οποίων καθίσταται εύρημα του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα και στο βαθμό που ενδιαφέρει την υπόθεση, αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου ότι:
- Η Κατηγορούμενη 15 συστάθηκε στις 15/10/2003 με την ονομασία ELEMAX LIMITED (βλ. Τεκμήριο 455(ε)).
- Στις 10/05/2007, μετονομάστηκε σε Helector Cyprus Ltd (βλ. Τεκμήριο 455(δ)).
- Διευθυντές της Κατηγορούμενης 15 από την ημερομηνία της σύστασής της μέχρι τις 14/11/2018 με βάση το Τεκμήριο 455(α), ήταν:
(α) ο ΧΧΧ Μιχαηλίδης από 15/10/2003-16/04/2007
(β) ο ΧΧΧ Κοκότσης από 16/04/2007-07/03/2016
(γ) ο ΧΧΧ Κατρής από 16/04/2007-08/02/2012
(δ) ο ΧΧΧ Γιαννακόπουλος από 15/05/2007-05/07/2010
(ε) ο ΧΧΧ Μπόμπολας από 08/02/2012-05/05/2016
(στ) ο ΧΧΧ Ντέκας από 13/04/2016-14/11/2018
(ζ) ο ΧΧΧ Σκουτερόπουλος από 13/04/2016-14/11/2018
και
(η) η ΧΧΧ Παπαδημητρίου από 15/10/2003-16/04/2007
Μοναδικός μέτοχος της Εταιρείας, από την ημερομηνία σύστασης της μέχρι τις 14/11/2018, ήταν η ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε. (βλ. Τεκμήριο 455(στ)).
Υποδεικνύεται πως στο Τεκμήριο 455(στ), δεν αναφέρεται κατά πόσο υπήρξαν άλλοι μέτοχοι στο παρελθόν. Το συμπέρασμά μας ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή στο μετοχικό καθεστώς της Εταιρείας από την ημέρα της σύστασης της μέχρι τις 14/11/2018, προκύπτει και από τη μαρτυρία του ΜΚ75, ο οποίος επιβεβαίωσε αυτό το γεγονός. Η περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου της Κατηγορούμενης 15, κρίνεται παντελώς ατεκμηρίωτη και απορρίπτεται. Εάν υπήρξαν τέτοιες αλλαγές θα αναμενόταν να παρουσιάζονταν από την Κατηγορούμενη 15 με τεκμηριωμένα στοιχεία και όχι με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς και υποθέσεις.
Με βάση τα πιο πάνω, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η Κατηγορούμενη 15, τελούσε υπό τον πλήρη και απόλυτο έλεγχο της ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε., η οποία κατείχε το σύνολο του μετοχικού της κεφαλαίου. Κατ' αυτό τον τρόπο εξηγείται και το γεγονός ότι στα αρχικά στάδια της ανάληψης της διαχείρισης του έργου του ΧΥΤΑ Πάφου από την Κατηγορούμενη 15, περίοδο κατά την οποία δεν είχε αυτόνομη οικονομική ευρωστία, για τους λόγους που επεξήγησαν οι ΜΚ75, 76 και 79 στην αξιόπιστη μαρτυρία τους, αντλήθηκαν ή/και μεταφέρθηκαν στην Κύπρο μεγάλα χρηματικά ποσά σε μετρητά από τη μητρική εταιρεία, μέρος των οποίων μεταφέρθηκε και στην Κύπρο και χρησιμοποιήθηκαν για τις μίζες από τους ΜΚ75 (στην Αθήνα) και ΜΚ76 και 79 (στην Κύπρο).
Όσον αφορά την εμπλοκή της Κατηγορούμενης 15 στις μίζες, είναι πιστεύουμε αυταπόδεικτη. Με βάση τα ευρήματά μας, οι ΜΚ75, 76 και 79, έδιδαν μίζες από πόρους και έσοδα τα οποία αντλούσαν από τα ταμεία της Εταιρείας καθώς και από την Εταιρεία Balom και τα εικονικά και τα υπερτιμολογημένα τιμολόγια, ως έχει επεξηγηθεί πιο πάνω. Υποδεικνύουμε ότι με βάση τα Τεκμήρια 309 και 148(β) παρ. 54, είχε αναλάβει τη διαχείριση των δύο Έργων. Για το σκοπό αυτό διατηρούσε γραφεία στη Λευκωσία, εργοδότησε δικό της προσωπικό για τη διεκπεραίωση όλων των εργασιών που απαιτούσαν οι ανάγκες των δύο Έργων (ΜΚ2, ΜΚ23 και άλλους) καθώς και υπαλλήλους που στελέχωναν το λογιστήριο και τα γραφεία της, τόσο στα κεντρικά στη Λευκωσία όσο και στα γραφεία που διατηρούσε στα δύο εργοτάξια. Από το σύνολο της αξιόπιστης μαρτυρίας, προκύπτει, επίσης, ότι η Κατηγορούμενη 15, στη βάση των ανωτέρω συμφωνιών της με τις αντίστοιχες Κοινοπραξίες, τιμολογούσε τις υπηρεσίες που πρόσφερε και οι Κοινοπραξίες, με τη σειρά τους, τιμολογούσαν τα Συμβούλια διαχείρισης των δύο Έργων.
Βρίσκουμε, τέλος, ότι η Κατηγορούμενη 15, εμπλέκεται, μέσω των διευθυντών και υπαλλήλων της, στην έκδοση των εικονικών τιμολογίων, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία των ΜΚ2, 56, 57 και 76 που έγινε αποδεκτή.»
Οι Κ1, Κ2, Κ6, Κ7 και Κ15 προσβάλλουν την απόφαση με τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
Έφεση Αρ. 39/2020 - Κ1
Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης άπτονται της αξιολόγησης του Κοκότση ΜΚ76, ενώ με τον 4o λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του Κ1, που δόθηκε με την ανώμοτή του δήλωση. O 5ος λόγος εγείρει ζήτημα δίκαιης δίκης, ο 6ος ότι η καταδίκη του στηρίχθηκε σε σειρά από εικασίες και αυθαίρετα συμπεράσματα και ο 7ος ότι η καταδικαστική απόφαση είναι ακροσφαλής. Ο Κ1 προσβάλλει επίσης την ποινή που του επιβλήθηκε στη βάση ότι συγκρούεται με την αρχή της ισότητας (1ος λόγος) και ότι είναι έκδηλα υπερβολική (2ος λόγος).
Έφεση Αρ. 44/2020 - Κ2
Ο Κ2 προβάλλει ότι η απόφαση δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία (1ος λόγος) και ότι οι νομικές αρχές που σχετίζονται με τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα βάσει των οποίων κατηγορείται, δεν ικανοποιούνται (2ος λόγος).
Έφεση Αρ. 41/2020 - Κ6
Με τους λόγους έφεσης 1, 2, 10, 17 και 18 αμφισβητείται η αξιοπιστία μαρτύρων κατηγορίας, ενώ με τους λόγους έφεσης 11 και 15 αμφισβητείται η απόρριψη της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης. Οι λόγοι έφεσης 3-9, 13 και 19 άπτονται της δίκαιης δίκης, ενώ με το λόγο έφεσης 22 προσβάλλεται ως αντικανονική η διαδικασία σε ό,τι αφορά την αντικατάσταση των καταστραφέντων τεκμηρίων, κατόπιν ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου. Με το λόγο έφεσης 20 προσβάλλεται ως νομικά εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση. Με το λόγο έφεσης 21 προσβάλλεται ως αυθαίρετο το συμπέρασμα ενοχής για τις κατηγορίες 37-44 και 104. Οι λόγοι έφεσης 12 και 14 άπτονται της κλήσης της ΜΥ5 (Κ6) προκειμένου να αντεξεταστεί επί εξ ακοής μαρτυρίας που είχε κατατεθεί από τη ΜΥ3 (Κ6), καθώς και της αξιολόγησης της μαρτυρίας της, ενώ με το λόγο έφεσης 16 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την κατάθεση έκθεσης εκ μέρους του ΜΚ58, καθώς και της αξιολόγησης της μαρτυρίας του.
Έφεση Αρ. 37/2020 - Κ7
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 άπτονται της δίκαιης δίκης, ενώ οι λόγοι έφεσης 3-10 άπτονται της αξιοπιστίας μαρτύρων κατηγορίας. Με τον 11o λόγο προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα προέβη σε ευρήματα που δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Οι λόγοι έφεσης 12-14 αφορούν την αξιολόγηση του εφεσείοντα. Με το 15ο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα κλήθηκε σε απολογία ο εφεσείων στις κατηγορίες 45-48 και 50, ενώ οι λόγοι έφεσης 16-17 άπτονται της λανθασμένης καταδίκης του. Με το λόγο έφεσης 18 προβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι κατά το χρόνο συνομολόγησης των συμφωνιών για το ΧΥΤΑ Πάφου και ΧΥΤΥ Κόσιης υφίστατο η Κ15. Προσβάλλεται, επίσης, και η ποινή ως έκδηλα υπερβολική και αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.
Έφεση Αρ. 34/2020 - Κ15
Η Κ15 προβάλλει ότι δεν υπήρξε δίκαιη δίκη, λόγω παράλειψης ανάκρισης της ως εταιρεία (1ος λόγος) και ότι υπήρξε εσφαλμένη ενδιάμεση απόφαση, με την οποία δεν επετράπη να δοθεί ανώμοτη δήλωση εκ μέρους της εταιρείας (2ος λόγος). Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1 που κλήθηκε από την Κ15. Οι λόγοι έφεση 4, 5, 5Α, 6 και 6Α άπτονται θεμάτων αξιοπιστίας μαρτύρων κατηγορίας ενώ με τους λόγους έφεσης 7, 7Α-7Γ, 8-11 προβάλλεται ότι υπήρξε εσφαλμένη καθοδήγηση και εσφαλμένη καταδίκη της εταιρείας στις διάφορες κατηγορίες.
Οι λόγοι έφεσης συμπλέκονται σε αρκετά σημεία και έτσι θα εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης που άπτονται κοινών ζητημάτων με προεξάρχων το ζήτημα της αξιοπιστίας των βασικών μαρτύρων κατηγορίας και, ακολούθως, θα εξετάσουμε τα επί μέρους θέματα που εγείρονται στην κάθε έφεση χωριστά.
Τα θέματα που θα τύχουν κοινής εξέτασης άπτονται των ακολούθων θεμάτων:
1. Αξιολόγηση των δύο μαρτύρων κατηγορίας, Κοκότση, ΜΚ76, και Κατρή, ΜΚ75, στη μαρτυρία των οποίων ουσιαστικά κρίθηκε η καταδίκη των εφεσειόντων, με προεξάρχουσα αυτή του Κοκότση.
2. Την παροχή ασυλίας στους εν λόγω μάρτυρες και τις επιπτώσεις που αυτό ενείχε στην αξιοπιστία τους και τη δίκαιη δίκη.
3. Το κατ΄ισχυρισμό μεμπτό ανακριτικό έργο.
Η μαρτυρία των Κοκότση και Κατρή μαζί ή του καθενός ξεχωριστά αποτέλεσε τη βάση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής επί της οποίας οικοδομήθηκε η καταδίκη. Η μαρτυρία τους συνδυάστηκε και συσχετίστηκε και με άλλη μαρτυρία που δόθηκε από αριθμό άλλων μαρτύρων. Οι δύο αυτοί μάρτυρες υπήρξαν συνεργοί, στους οποίους δόθηκε ασυλία.
Το γεγονός ότι ήταν συναυτουργοί αναγνωρίστηκε ευθύς εξ αρχής από το Κακουργιοδικείο, το οποίο καθοδηγήθηκε ορθά, ως προς τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση συνεργών.
Η μαρτυρία συνεργού, κατά πάγια νομολογία, εξετάζεται με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Παρά το ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής, από τη νομολογία προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε πρώτο στάδιο οφείλει να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο είναι ή όχι διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία του συνεργού χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Υπό αυτά τα δεδομένα, έχει νομική υποχρέωση να αυτουπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, δεδομένου ότι η μαρτυρία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από την εμπλοκή του στα γεγονότα που καθορίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν είναι διατεθειμένο να βασιστεί σ΄ αυτή χωρίς ενίσχυση, τότε προχωρεί στην αναζήτηση ενίσχυσης από ανεξάρτητη μαρτυρία τέτοιας μορφής που, όχι μόνο υποστυλώνει την εκδοχή του συνεργού σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος, αλλά και συνδέει ή τείνει να συνδέσει το συγκεκριμένο κατηγορούμενο με το αδίκημα αυτό (Zacharia v. The Republic (1962) 2 CLR 52, Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.2017, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας κ.ά. Ποιν. Εφ. Αρ. 38/2019 κ.ά. ημερ. 20.1.22 και Loy Dejan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 205/2017 κ.ά., ημερ. 11.5.2022).
Το Κακουργιοδικείο ανέφερε πως προχώρησε στην αξιολόγηση των συνεργών μαρτύρων κατηγορίας, των Κοκότση και Κατρή περιλαμβανομένων, έχοντας συνεχώς κατά νου τις πιο πάνω αρχές. Βεβαίως, δεν αρκεί η λεκτική αναφορά, απαιτείται η ουσιαστική αντίκρυση της μαρτυρίας και η αντιπαραβολή της με τη λοιπή μαρτυρία (Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 142/2014, ημερ. 17.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:D834 και Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 125/2017 κ.ά., ημερ. 26.4.2018).
Ως προς τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη. Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, 320-1, αναφέρεται ότι:
«Στο δικό µας σύστηµα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των µαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους µάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συµπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισµό ευρηµάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται µόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασµα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραµµίζεται ότι το πλεονέκτηµα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο µε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους µάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αµφισβητεί τα ευρήµατα του δικαστηρίου που σχετίζονται µε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλµένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).»
Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι:
«επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Όπως δε τονίστηκε στην Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 166/2015, ημερ. 8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335, χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη.
ΜΚ76 – Κοκότσης
Ο κυριότερος μάρτυρας υπήρξε ο Ι. Κοκότσης, ΜΚ76, Γενικός Διευθυντής της Κ15 από τον Ιούλιο του 2010, οπόταν και αντικατέστησε το Δ. Γιαννακόπουλο, ΜΚ79. Ήταν αυτός που, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, έδιδε τις μίζες στους κατηγορούμενους και, συνεπώς, αυτός που άμεσα τους ενέπλεξε.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Κακουργιοδικείο δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία, ούτε τον αξιολόγησε με την απαιτούμενη προσοχή, ως επιτάσσει η νομολογία, με δεδομένο ότι ήταν συναυτουργός και του δόθηκε ασυλία. Η κρίση επί της αξιοπιστίας του αμφισβητείται από όλους τους εφεσείοντες. Κατ΄αρχάς να σημειώσουμε ότι δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, όπως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, παρά μόνο υποστηρικτική, στην οποία και θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Το ζήτημα της ασυλίας εξετάζεται τόσο σε σχέση με την αξιοπιστία των Κοκότση και Κατρή όσο και με το ευρύτερο ζήτημα της δίκαιης δίκης. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου εξετάστηκε η αξιοπιστία του μάρτυρα:
«Εξετάσαμε με κάθε επιφυλακτικότητα και με τη μέγιστη δυνατή προσοχή τη μαρτυρία του, έχοντας κατά νου το σύνολο της μαρτυρίας επί όλων των θεμάτων που κατέθεσε. Συνεκτιμήσαμε, επίσης, τις θέσεις όλων των Κατηγορουμένων τους οποίους ενέπλεξε με τη μαρτυρία του και τις σχετικές εισηγήσεις τους για κατ' ισχυρισμό αντιφάσεις, ανακρίβειες ή/και μυθοπλασίες του μάρτυρα, με σκοπό, όπως υποβλήθηκε από τους συνηγόρους των Κατηγορουμένων, να επωφεληθεί με αντάλλαγμα τη μη δίωξη του.
Η εκτίμησή μας είναι ότι ο μάρτυρας ήταν ειλικρινής και δεν διακρίναμε υστεροβουλία ή προσπάθεια παραποίησης των γεγονότων. Κάποιες αντιφάσεις που παρατηρήθηκαν στη μαρτυρία του, για τις οποίες γίνεται λόγος στη συνέχεια, δεν βρίσκονται στον πυρήνα της μαρτυρίας του και δεν ήταν ικανές να πλήξουν την αξιοπιστία του. Η ουσία της μαρτυρίας του παρέμεινε σταθερή, συμπαγής και αλώβητη και εξηγούμε:
-Η βασική του θέση ότι δίδονταν μίζες 5% στον Βέργα, πέραν από την μαρτυρία του ιδίου, επιβεβαιώθηκε από τους Κατρή και Γιαννακόπουλο. Δεν αμφισβητήθηκε εξάλλου, από τους Κατηγορούμενους ότι τόσο ο Κοκότσης όσο και ο Γιαννακόπουλος έδιναν μίζες στον Βέργα.
-Ο ισχυρισμός του ότι, ως συνέπεια των μιζών που δίδονταν, υπήρξε κάποιο έλλειμμα στο «Ταμείο Διευθυντών» της Κατηγορούμενης 15, επιβεβαιώθηκε από τις υπεύθυνες λογιστηρίου, Μαππούρα και Χειμαρρίδου (ΜΚ57 και 83, αντίστοιχα), καθώς και από τη γραμματέα της Εταιρείας, ΧΧΧ Πρωτοπαπά (ΜΚ56) και τα Τεκμήρια που κατέθεσε (βλ. Τεκμήριο 4). Κάποια μικρή διάσταση που παρατηρήθηκε στη μαρτυρία τους σε σχέση με το ακριβές ποσό του ελλείμματος δεν επέδρασε στην αξιοπιστία του ΜΚ76, αφού επί της ουσίας, ο ισχυρισμός του για την ύπαρξη ελλείματος επιβεβαιώθηκε. Υπενθυμίζουμε ότι ο ΜΚ76 υποστήριξε πως το έλλειμμα ήταν €165.900, η ΜΚ57 ότι ήταν €145.900 και η ΜΚ83 ότι ήταν €155.878,66. Υποδεικνύουμε με την ευκαιρία αυτή ότι η μαρτυρία της ΜΚ83, κρίνεται επί της πτυχής αυτής ορθή, δεδομένου ότι η ίδια είχε ετοιμάσει τη σχετική κατάσταση στην οποία παρουσιάζεται το έλλειμμα (βλ. σελ. 204 του Τεκμηρίου 4). Όπως εξήγησε, υπήρχε μεν έλλειμμα ύψους €166.853 αλλά υπήρχαν και €10.964 μετρητά στο ταμείο και για το λόγο αυτό το έλλειμμα ήταν μόνο €155.878.
-Ο ισχυρισμός του ότι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε για να καλυπτόταν το έλλειμμα αφ' ενός και για να υπήρχαν οι απαραίτητοι πόροι που θα δίδονταν οι μίζες, αφετέρου, δηλαδή με την κατάρτιση εικονικών και υπερτιμολογημένων / παραφουσκωμένων τιμολογίων επιβεβαιώνεται από πληθώρα μαρτυρίας. Είναι, πιστεύουμε, αρκετό να παραπέμψουμε στη μαρτυρία όλων των μαρτύρων της Ενότητας Β και στα σχετικά τιμολόγια και αποδείξεις που έχουν κατατεθεί ως Τεκμήρια.
Το γεγονός, εξάλλου, ότι υπήρχε «άνοιγμα» στο Ταμείο και εκδίδονταν εικονικά τιμολόγια για να καλυφθεί το έλλειμμα, ήταν γνωστό στην Εταιρεία, ως ανέφερε και ο Κατρή που ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της Ηλέκτωρ Α.Ε. Ότι ήταν ενήμερη η μητρική Εταιρεία, προκύπτει περαιτέρω και από το γεγονός ότι οι καταστάσεις που τηρούσε ο Κοκότσης αποστέλλονταν στο λογιστή της, ο οποίος μάλιστα προέβαινε και σε χειρόγραφες σημειώσεις, όπως επεσήμανε στη μαρτυρία του ο ΜΚ76 (βλ. πρακτικά ημερ. 08/10/2018 σ. 35).
-Ο ισχυρισμός του ότι μία από τις εισροές των εισοδημάτων που χρησιμοποιούσε για τις μίζες ήταν τα χρήματα που αποσύρονταν από την Balom, επιβεβαιώθηκε τόσο από τα τραπεζικά δεδομένα της υπό αναφορά Εταιρείας (Τεκμήριο 411) και τις εξουσιοδοτήσεις ανάληψης μετρητών (Τεκμήριο 413), όσο και από τη μαρτυρία των ΜΚ71 και ΜΚ72. Από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τη πτυχή αυτή, είναι έκδηλο ότι η συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ της Κατηγορούμενης 15 και της Balom, Τεκμήριο 117, είχε αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση χρημάτων, μέσω εικονικών τιμολογίων που εκδίδονταν από την Balom προς την Κατηγορούμενη 15 (βλ. Τεκμήριο 413), τα οποία θα εδίδοντο για τις μίζες.
Οι Κατηγορούμενοι 6 και 15, ανέδειξαν ως μείζον ζήτημα το γεγονός ότι με βάση τα αποδεικτικά ανάληψης (Τεκμήριο 413) ο Κοκότσης δεν έλαβε όλα τα ποσά που αποσύρθηκαν από την Balom, εφόσον κάποια ποσά φέρονταν να προορίζονταν για το Σωσσίδη ή/και άλλους αξιωματούχους της Balom. Δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία ότι όλα τα χρήματα που αποσύρθηκαν από την Balom κατέληγαν στον Κοκότση, όπως εξήγησε με πειστικότητα στη μαρτυρία του. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι όλες οι αποσύρσεις προορίζονταν για τις μίζες, γεγονός που επιμαρτυρείται από την εικονικότητα της συμφωνίας και των τιμολογίων, στη βάση των οποίων λάμβαναν χώρα οι επί μέρους αναλήψεις.
Πέραν των ανωτέρω γενικών επισημάνσεων, η μαρτυρία του στο σύνολό της παρουσιάζει συνοχή και συνέπεια. Οι απαντήσεις του επί όλων των θεμάτων που ρωτήθηκε, κατά τη μακρά αντεξέταση του από τους συνηγόρους των Κατηγορουμένων, διακρίνονται από σαφήνεια. Έδωσε όσες λεπτομέρειες και εξηγήσεις του ζητήθηκαν για κάθε επί μέρους πτυχή της δικής του εμπλοκής στην υπόθεση, χωρίς υπεκφυγές, αποδεχόμενος όλες τις δικές του επιλήψιμες πράξεις καθώς και τα λάθη και τις παραλείψεις του. Όπως εξήγησε, σημαντικό βοήθημα στη μαρτυρία του, υπήρξαν οι σημειώσεις που κρατούσε (Τεκμήριο 5 ή/και 188) στις οποίες κατέγραφε τις εισροές (inflows) και εκροές (outflows), για να έχει ένα «μπούσουλα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το υπό αναφορά Τεκμήριο, ήταν ένα από τα σημεία για τα οποία υπέστη σφοδρή αντεξέταση. Του υποβλήθηκε ότι κατασκευάστηκε από τον ίδιο εκ των υστέρων για να δικαιολογήσει τα ποσά που ο ίδιος οικειοποιήθηκε. Του υποδείχθηκαν, επίσης, κάποια λάθη, τόσο στα ποσά όσο και στις ημερομηνίες. Ο μάρτυρας αποδέχθηκε με παρρησία κάποιες αποκλίσεις στις ημερομηνίες. Προέβη, επίσης, σε διορθώσεις κάποιων ποσών, εξηγώντας και επαναλαμβάνοντας πολλές φορές ότι κατέγραφε τα διάφορα ποσά, με την πρώτη ευκαιρία και όχι κατ' ανάγκη την ώρα ή την ημέρα που έδινε τις μίζες ή που εξασφάλιζε τους πόρους που προορίζονταν για το σκοπό αυτό. Χωρίς να μας διαφεύγει ποσώς ότι υπήρξαν κάποιες λανθασμένες καταχωρίσεις, τόσο σε σχέση με τις ακριβείς ημερομηνίες όσο και στα επί μέρους ποσά, αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τηρούσε το συγκεκριμένο Τεκμήριο. Έδωσε πειστικές και επαρκείς εξηγήσεις, τόσο για τις αποκλίσεις στις ημερομηνίες όσο και για τον πολύ περιορισμένο αριθμό των ποσών που δεν ήταν ορθά. Ανάφερε, για παράδειγμα, ότι από λάθος κατέγραψε ότι είχε δώσει €50.000 για την προεκλογική εκστρατεία του Βέργα, ενώ του είχε δώσει €30.000, αποδίδοντας το λάθος στο γεγονός ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο έδιδε στον Βέργα και διάφορα ποσά για τις μίζες. Ανέφερε, επίσης, ότι το συνολικό ποσό που έδωσε στον Bagleh ήταν €127.500 και όχι €157.500, όπως αναφέρεται στο αρχείο του (Τεκμήριο 5), εξηγώντας, περαιτέρω, ότι από λάθος αναγράφηκε ότι δόθηκε στον Κατρή (Α.Κ. through Bagleh) €50.000 αντί του ορθού που ήταν €30.000. Ανέφερε, τέλος, ότι διαπίστωσε και κάποια άλλα λάθη στις πηγές από NKU, Elbiomec και Balom τα οποία διόρθωσε, καταθέτοντας νέες καταστάσεις (Τεκμήρια 431 και 431(α)).
Εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας του επί της πτυχής αυτής και αφού το αντιπαραβάλαμε με τη σχετική μαρτυρία άλλων εμπλεκομένων μαρτύρων (ΜΚ56, 57, 71, 72 και 81) προκύπτει αβίαστα ότι το Τεκμήριο 5 αποδίδει την ορθή εικόνα των εισροών και εκροών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τις οποίες δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις, τόσο από το ΜΚ76 όσο και από τους σχετικούς με το ζήτημα αυτό μάρτυρες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι διαφορές που παρουσιάζονται στις εισροές της NKU και Elbiomec για τις οποίες ο μάρτυρας εξήγησε ότι οφείλονται στο γεγονός ότι, στην μεν πρώτη περίπτωση (NKU) υπήρξε διπλοπληρωμή ενός τιμολογίου για το ποσό των €34.400, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από το ΜΚ70 και στη δεύτερη σε πληρωμή του ποσού των €50.000 στην Ελλάδα, γεγονός που επίσης επιβεβαιώθηκε από το ΜΚ81.
Ανεξάρτητα και πέρα από την εξαιρετική εικόνα που σχηματίσαμε για το μάρτυρα, εξετάσαμε τη μαρτυρία του σε κάθε επί μέρους πτυχή της και ιδιαίτερα σε σχέση με τους ισχυρισμούς του για τα χρήματα που έδωσε ως μίζες σε κάθε ένα από τους Κατηγορούμενους 1, 2 και 6, κρίνοντας την καθόλα πειστική και αξιόπιστη. Ειδικότερα:
-Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1, η μαρτυρία του κρίνεται απόλυτα πειστική. Αναφέρθηκε με παραστατικό τρόπο στις έντονες πιέσεις που δεχόταν για να δίνει μίζες, από τον ίδιο αλλά και από τον Βέργα (με τον οποίο διαμοιράζονταν τη μίζα του 8% για τα υπερσυμβατικά). Το ίδιο παραστατικά και με γλαφυρότητα, αναφέρθηκε και στις τακτικές συναντήσεις που είχε μαζί τους, τόσο στο γραφείο του Βέργα, όπου τους παρέδιδε τους φακέλους, τους οποίους ενίοτε άνοιγαν και μοίραζαν τα ποσά στην παρουσία του, όσο και σε κατ' ιδίαν συναντήσεις που είχε με τον Κατηγορούμενο 1. Αποδεχόμαστε το σύνολο της μαρτυρίας του σε σχέση με τα ποσά που του έχει δώσει, δηλαδή:
i) €95.600 για τα υπερσυμβατικά, ήτοι το ½ του συνολικού ποσού των €191.200 που έλαβαν μαζί με τον Βέργα για το ποσοστό 8% που είχε συμφωνηθεί, ως αναλυτικά καταγράφεται πιο πάνω, κατά την παράθεση της μαρτυρίας του.
ii) €14.000 από τις υπερτιμολογήσεις για τα φύκια και
iii) €12.000 με βάση τη συμφωνία για τις συμβουλευτικές, δήθεν, υπηρεσίες του προς την Κατηγορούμενη 15.
Πέραν του πιο πάνω συνολικού ποσού των €121.600, ο Κατηγορούμενος 1 επωφελήθηκε με το ποσό των €3.000, το οποίο κατέβαλε η Κατηγορούμενη 15, με τη διαμεσολάβηση του ΜΚ76, για υδραυλικές εργασίες που εκτέλεσε η Εταιρεία A&G Mechanical στην οικία του. Όπως υποστήριξε ο ΜΚ76, το τιμολόγιο εκδόθηκε επ' ονόματι της Κοινοπραξίας Τομή και εξοφλήθηκε με μετρητά τα οποία αποστάληκαν από το λογιστήριο της Εταιρείας, όπως συνάγεται και από τα Τεκμήρια 233(α) και (β). Σχετική επί του ζητήματος αυτού είναι και η μαρτυρία του ΜΚ4, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι πληρώθηκε το ποσό σε μετρητά από τον Κατηγορούμενο 1, τα οποία, προφανώς παρέλαβε από τον Κοκότση. Ο Κατηγορούμενος 1, βέβαια, υποστήριξε πως ο λόγος που εκδόθηκε το υπό αναφορά τιμολόγιο στο όνομα της Κοινοπραξίας ήταν για να μην πληρώσει ΦΠΑ, μετά από προτροπή, μάλιστα, του ΜΚ76, θέση η οποία κατά την κρίση μας στερείται πειστικότητας. Η αναφορά του ΜΚ4 ότι ο λόγος που του είχε ζητήσει ο Κατηγορούμενος 1 να εκδώσει το τιμολόγιο στην Κοινοπραξία ήταν για να μην πληρώσει ΦΠΑ, δεν προσθέτει κάτι στην εκδοχή του Κατηγορούμενου 1. Με αυτό τον τρόπο, προφανώς, θέλησε να δικαιολογήσει γιατί είχε ζητήσει από τον ΜΚ4 να εκδώσει το τιμολόγιο στην Κοινοπραξία και όχι στο όνομά του.
Υποδεικνύεται ότι τα ποσά υπό στοιχεία i, ii και iii, ανωτέρω, είναι καταχωρημένα στο αρχείο που τηρούσε ο ΜΚ76 (βλ. ΙΚ1 του Τεκμηρίου 5). Πέραν τούτου, η μαρτυρία του ότι κατέβαλλε μίζες στον Κατηγορούμενο 1, υποστηρίχθηκε και από τη μαρτυρία της ΜΚ57 ΧΧΧ Μαππούρα και του ΜΚ2 ΧΧΧ Μιχαήλ. Η πρώτη αναφέρθηκε σε μια περίπτωση κατά την οποία ο ΜΚ76 μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Κατηγορούμενο 1 και όταν τελείωσε το τηλεφώνημα, της είπε: «συνέχεια αυτοί οι απίθανοι από την Πάφο μου ζητούν λεφτά ως μίζες». Ο δεύτερος, ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, ότι μετά από κάποια από τις επισκέψεις του Κατηγορούμενου 1 στο χώρο του ΧΥΤΑ είχε κατ' ιδίαν συνάντηση με τον ΜΚ76, ο οποίος του είχε πει ότι «. ήρθε να πάρει το κάτι τις του». Δεν πρόκειται, βέβαια, για ενισχυτική μαρτυρία με τη νομική έννοια του όρου, αλλά για υποστηρικτική μαρτυρία, η οποία έχει και αυτή τη σημασία της, στο βαθμό που τείνει να τεκμηριώσει τη μαρτυρία του ΜΚ76, ως προς τη συνομιλία που είχε με τον Κατηγορούμενο 1 (βλ. Κουσουλίδης ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση Αρ. 10/18 ημερ. 09/11/18 και Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατία Ποιν. Έφεση Αρ. 147/16 ημερ. 20/11/19), ECLI:CY:AD:2019:B477.
Δεν διακρίναμε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση ή παλινδρόμηση στις επί μέρους αναφορές του, κατά τη μακρά και εξαντλητική αντεξέταση του από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 1. Επανέλαβε με συνέπεια τις αρχικές τοποθετήσεις του για τις μίζες που έδωσε στον Κατηγορούμενο 1, δίδοντας όσες λεπτομέρειες του ζητήθηκαν. Η εισήγηση του κ. Αλεξάνδρου ότι υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ειδικότερα και καθόσον αφορά τη θέση του Κατηγορούμενου 1 ότι οι ενέργειες του, όπως καταγράφονται και στα πρακτικά του Συμβουλίου Διαχείρισης του ΧΥΤΑ, δεν συνάδουν με τη θέση ότι χρηματιζόταν, έδωσε αφοπλιστική, κατά την κρίση μας, απάντηση ότι «το ένα δεν αναιρεί το άλλο», αναφέροντας ότι με αυτή τη στάση ήθελε να δείχνει στα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου ότι δεν προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Κοινοπραξίας. Όσον αφορά τις υποβολές ότι δεν είναι δυνατό να ζητούσε μίζες για τα φύκια, επειδή τα τιμολόγια δεν επέτρεπαν την καταβολή μιζών, εξήγησε πως η Εταιρεία δεν είχε ουσιαστικό κόστος για τα φύκια και κατά συνέπεια, υπήρχε περιθώριο να δίδονται μίζες. Η μαρτυρία του επί όλων των ζητημάτων για τα οποία κατέθεσε, κρίνεται καθόλα αξιόπιστη, αφού έδωσε επαρκείς και πειστικές εξηγήσεις σε κάθε επί μέρους πτυχή. Μία άλλη παρεμφερής πτυχή της μαρτυρίας του, η οποία αναδείχθηκε από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 1, ως αντιφατική και συγκρουόμενη με άλλη μαρτυρία, ήταν η αναφορά του για χωματουργικές εργασίες σε χωράφι ιδιοκτησίας του Κατηγορούμενου 1. Εξετάσαμε και αυτό το μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ76 και δεν συμφωνούμε με την Υπεράσπιση ότι δεν αληθεύουν όσα σχετικά κατέθεσε για το γεγονός. Υποδεικνύουμε πως η μαρτυρία του υποστηρίχθηκε και από το ΜΚ2. Σε κάθε περίπτωση, δεν βρίσκουμε να υπήρξε υστεροβουλία του ΜΚ76 όσον αφορά τη μαρτυρία του για το ανωτέρω γεγονός. Ας σημειωθεί ότι δεν έγινε αναφορά σε συγκεκριμένο ποσό, αφού όπως επεξήγησε ο ΜΚ76, η αξία των εργασιών ενσωματώθηκε σε κάποιο τιμολόγιο της Εταιρείας του ΜΚ22. Το γεγονός ότι ο ΜΚ22 αρνήθηκε ότι εκτέλεσε εργασίες σε χωράφι του Κατηγορούμενου 1, δεν αναιρεί τη μαρτυρία του ΜΚ76, αφού όπως θα επεξηγήσουμε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ22, για δικούς του λόγους, δεν θέλησε να αποκαλύψει τα αληθή γεγονότα επί της πτυχής αυτής.
-Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2, η μαρτυρία του περιορίζεται σε μία και μόνο συνάντηση στο ξενοδοχείο Four Seasons στη Λεμεσό κατά την οποία ο ΜΚ76 του παρέδωσε φάκελο που περιείχε το ποσό των €10.000, κατόπιν οδηγιών του Κατρή. Ο Κατηγορούμενος 2 δεν αρνήθηκε ότι συναντήθηκε με τον Κοκότση στο ξενοδοχείο Four Seasons, πλην όμως ανέφερε ότι η συνάντηση έλαβε χώρα σε άλλη ημερομηνία και όχι στις 20/12/2012, όπως υποστήριξε ο Κοκότσης. Σε κάθε περίπτωση, υποστήριξε, η συνάντηση έγινε με πρωτοβουλία του ΜΚ76, απλά «για καφεδάκι» και ότι ο ισχυρισμός του ΜΚ76 ότι του έδωσε φάκελο με το ποσό των €10.000 είναι ψευδής. Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ76 και επί της πτυχής αυτής. Κατέθεσε με απόλυτη ειλικρίνεια ότι παρέδωσε απλά το φάκελο με οδηγίες του Κατρή και δεν διαπιστώσαμε ότι διακατείχετο από εχθρική διάθεση εναντίον του Κατηγορούμενου 2 ή ότι είχε οποιοδήποτε λόγο να τον εμπλέξει αδίκως στην υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι έλαβε χώρα συνάντηση στο ξενοδοχείο «Four Seasons», ασχέτως ακριβούς ημερομηνίας, τείνει να υποστηρίξει την εκδοχή του ΜΚ76. Ο φάκελος με το ποσό των €10.000, ήταν η λογική συνέχεια της όποιας συζήτησης, την οποία παραδεκτά είχε ο Κατηγορούμενος 2 με τον Κατρή στην Αθήνα, περί το τέλος του 2012, στην οποία, μάλιστα, συζητήθηκε το ενδεχόμενο παραχώρησης δανείου, ως δέχθηκε και ο Κατηγορούμενος 2 στη μαρτυρία του.
-Αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 6, η μαρτυρία του κρίνεται απόλυτα πειστική. Υποστήριξε με συνέπεια, τόσο στις γραπτές του καταθέσεις όσο και κατά την ένορκη μαρτυρία του ότι του είχε δώσει, σε 9 διαφορετικές περιπτώσεις, φακέλους με διάφορα ποσά που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €138.000. Έδωσε όσες λεπτομέρειες μπορούσε να θυμηθεί για τα μέρη και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συναντούσε τον Κατηγορούμενο 6 και του έδιδε τους φακέλους με τα επί μέρους χρηματικά ποσά (στο γραφείο του Κατηγορούμενου 6, στο χώρο στάθμευσης του αερολιμένα Λάρνακας, στο χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου ΧΙΛΤΟΝ και σε διάφορες καφετέριες στη Λάρνακα). Έδωσε επίσης πειστικές εξηγήσεις για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προσεγγίστηκε από τον Κατηγορούμενο 6, για την πρώτη τους συνάντηση και εν συνεχεία για τη συνάντηση που είχαν στο γραφείο του με τον Μπόμπολα στις 09/11/2012, που είχε ζητήσει ο Κατηγορούμενος 6 κατόπιν επιστολής (Τεκμήριο 387). Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις αξιώσεις του Κατηγορούμενου 6 και στη συμφωνία που κατέληξαν με τον Μπόμπολα για να του εδιδόταν μίζα 0,5% επί των εισπράξεων και επιπλέον ποσό €100.000 για την επιμήκυνση της σύμβασης. Η μαρτυρία του σε σχέση με τα επί μέρους ποσά που κατέβαλε στον Κατηγορούμενο 6, υποστηρίζεται από τα Τεκμήρια 411, 413 και 414. Υποδεικνύεται πως με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ76, όλα τα λεφτά για τις μίζες του Κατηγορούμενου 6 προήλθαν από την Balom, που ήταν το «μαύρο ταμείο» της Εταιρείας (Helector), όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Από τα πιο πάνω Τεκμήρια, επιβεβαιώνεται η μαρτυρία του, αφού συμπίπτουν, σε μεγάλο τουλάχιστο βαθμό, οι ημερομηνίες και τα ποσά ανάληψης, με τις ημερομηνίες και τα ποσά που υποστήριξε ο ΜΚ76 ότι έδιδε τις μίζες στον Κατηγορούμενο 6.
Η προσπάθεια του Κατηγορούμενου 6 να καταρρίψει τη μαρτυρία του, μέσω υποδείξεων και υποβολών του συνηγόρου του, δεν τελεσφόρησε. Ειδικότερα:
Σε σχέση με την υποβολή ότι μέρος των αναλήψεων κατέληγαν στον Σωσσίδη, αφού αυτός κατονομαζόταν σε κάποιες από τις εντολές ανάληψης μετρητών, ο μάρτυρας επανέλαβε πως όλα τα ποσά που αποσύρονταν από την Balom προορίζονταν για τις μίζες και κατέληγαν στον ίδιο. Εξήγησε δε πως ο μόνος λόγος που «έσπαζαν» τα ποσά, ήταν για να μπορούν να δικαιολογούνται στην Τράπεζα τα ποσά των αναλήψεων, αφού δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ανάληψη €30.000, για παράδειγμα, ως έξοδα ταξιδιού ενός και μόνο αξιωματούχου.
Όσον αφορά τις υποδείξεις του συνηγόρου ότι ήταν αδύνατο να εδίδοντο μίζες σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, επειδή ο ΜΚ76 δεν βρισκόταν στην Κύπρο - με βάση την κατάσταση που κατατέθηκε για τα αεροπορικά του εισιτήρια (Τεκμήριο 185) - ο μάρτυρας, με πειστικότητα επανέλαβε ότι πιθανό να υπάρχουν αποκλίσεις στις ημερομηνίες που καταγράφονται στο αρχείο του. Υποδεικνύεται πως όλα τα ποσά που δόθηκαν στον Κατηγορούμενο 6, καθώς και οι αντίστοιχες εισροές από την Balom, καταγράφονται στο αρχείο που διατηρούσε (βλ. ΙΚ2, ΙΚ5 και ΙΚ6 του Τεκμηρίου 5).
Στις υποδείξεις του συνηγόρου, ότι από τα ποσά των αναλήψεων της Balom δεν είχε τη δυνατότητα να δίδει τις κατ' ισχυρισμό μίζες που καταγράφονται στο Τεκμήριο 5, καθότι τις ίδιες ημερομηνίες φέρεται να έδιδε μίζες και σε άλλα πρόσωπα, ο μάρτυρας παρέπεμψε στο αρχείο του, υποδεικνύοντας και εισροές από άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα την μεταφορά μετρητών €10.000 από τη μητρική εταιρεία της Ελλάδας, στις 05/08/2013 (βλ. ΙΚ6 Τεκμηρίου 5) καθώς και την επιστροφή μετρητών από εικονικό τιμολόγιο για τα χωματουργικά.
Όσον αφορά, τέλος, κάποιες ανακολουθίες σε σχέση με αναφορές για ποσά που έδιδε μίζες επί των υποδείξεων σκηνών και τις σχετικές καταχωρίσεις του Τεκμηρίου 5, ο ΜΚ76 δέχθηκε ότι μπέρδεψε σε κάποιες περιπτώσεις τα ποσά με τα μέρη που έδιδε τις μίζες, τονίζοντας όμως και επαναλαμβάνοντας, ότι έδωσε σίγουρα όλα τα ποσά στον Κατηγορούμενο 6, όπως τα κατέγραψε στις καταθέσεις και στο αρχείο του.
Από πλευράς Δικαστηρίου, δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση ή διάσταση στη μαρτυρία του σε συνάρτηση με τις καταθέσεις και το αρχείο του. Αντίθετα, έχουμε ικανοποιηθεί ότι ο μάρτυρας έχει καταθέσει με απόλυτη ειλικρίνεια τα γεγονότα και οι όποιες μικροδιαφορές στις ημερομηνίες ή/και σύγχυση στα μέρη που έδωσε τα διάφορα ποσά στον Κατηγορούμενο 6, δεν επηρέασαν την αξιοπιστία του. Ο μάρτυρας κατέθεσε σταθερά και αταλάντευτα τα ουσιώδη γεγονότα και δεν διακρίναμε οποιαδήποτε προσπάθεια ούτε και φάνηκε να υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να ενέπλεκε αδίκως τον Κατηγορούμενο 6 στην υπόθεση. Οι όποιες ανακολουθίες είναι αναμενόμενες και φυσιολογικές, έχοντας κατά νου, την παρέλευση του χρόνου, το εύρος των μιζών που δόθηκαν αλλά και αυτή καθ' αυτή τη φύση των δοσοληψιών. Ότι δηλαδή επρόκειτο για «σκοτεινές» συναλλαγές που ως επί το πλείστον λάμβαναν χώρα στο πόδι και εκ του προχείρου.
Ανακεφαλαιώνοντας, για τους λόγους που εξηγήσαμε διεξοδικά πιο πάνω, κρίνουμε ειλικρινή και καθόλα αξιόπιστο το ΜΚ76. Θεωρούμε, ως εκ τούτου, ότι μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία του για να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για όλα τα ουσιώδη γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε. Έχοντας δε προειδοποιήσει κατάλληλα τους εαυτούς μας για τους κινδύνους που ελλοχεύουν, λόγω και της δικής του εμπλοκής στη διάπραξη των αδικημάτων, αποφασίσαμε ότι μπορούμε να στηριχθούμε στη μαρτυρία του, χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας».
Το Κακουργιοδικείο, στα πλαίσια της αξιολόγησης του MK76, εξέτασε λεπτομερώς και με επιμέλεια όλα τα ζητήματα που εγέρθηκαν από τους εφεσείοντες, σταθμίζοντας προβαλλόμενες αντιφάσεις και κενά στη μαρτυρία του. Αξιολογώντας τον μάρτυρα αναφέρθηκε στα ποσά που δίδονταν στον κάθε κατηγορούμενο χωριστά εξετάζοντας τη μαρτυρία του υπό το φως των εισηγήσεων της υπεράσπισης και με αναφορά στην υπόλοιπη σχετική με τα επίδικα θέματα μαρτυρία.
Έχουμε εξετάσει όλα τα ζητήματα που εγείρουν οι εφεσείοντες ως προς την αξιολόγηση του μάρτυρα. Με δεδομένο ότι πρόκειται για μία εξαιρετικά μεγάλη υπόθεση, όπου τα πρακτικά καταλαμβάνουν χιλιάδες σελίδες, δεν προτιθέμεθα να επαναλάβουμε εξ αρχής και σε πλήρη λεπτομέρεια το έργο της αξιολόγησης, κάτι που σύμφωνα με πάγια νομολογία αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως τονίστηκε στη Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 125/2017 κ.ά., ημερ. 26.4.2018, η οποία αφορούσε παρόμοια ζητήματα με την παρούσα και όπου επίσης επρόκειτο για μία ιδιαίτερα μεγάλη και πολύπλοκη υπόθεση, «αν αναλυθούν οι σχετικοί λόγοι έφεσης που αφορούν την αξιολόγηση μαρτυρίας στην πράξη, θα σήμαινε το Εφετείο να επαναλάβει εξ αρχής και σε πλήρη λεπτομέρεια το έργο της αξιολόγησης, κάτι που δεν αποτελεί καθήκον του Εφετείου και, αν προέβαινε σε τέτοιο έργο, θα διέπραττε λάθος αρχής».
Το Κακουργιοδικείο, όπως προκύπτει από το εκτεταμένο απόσπασμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ76, εξέτασε λεπτομερώς τις θέσεις που προέβαλε ο κάθε κατηγορούμενος ως προς τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα. Πέραν λοιπόν της γενικής αξιολόγησης του μάρτυρα εξέτασε και την εκδοχή του κάθε κατηγορούμενου τον οποίο ενέπλεξε με τη μαρτυρία του διεξοδικά και με πολλή επιμέλεια. Η κάθε πτυχή της μαρτυρίας του αντιπαραβλήθηκε με τη μαρτυρία άλλων σχετικών μαρτύρων.
Θα αναφερθούμε πιο κάτω σε κάποιες από τις κυριότερες πτυχές της μαρτυρίας του που αμφισβητήθηκαν έντονα από τους εφεσείοντες.
Ο Κ1 ισχυρίζεται ότι η καταδίκη του στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στη μαρτυρία του ΜΚ76 η οποία στερείτο πειστικότητας, παρουσίαζε αντιφάσεις, συγκρουόταν με άλλη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, χωρίς να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία του ως συναυτουργού σε συνδυασμό με τις αδυναμίες που παρατηρούνται καθώς και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, εσφαλμένα έγινε αποδεκτή.
Όπως προειπώθηκε, ο ΜΚ76 ενέπλεξε τον Κ1 στη διάπραξη των αδικημάτων. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο Βέργας, ΜΚ32, είχε συμφωνήσει με τον Κατρή, ΜΚ75, στην παρουσία του Γιαννακόπουλου ΜΚ79, να του δίδεται ως μίζα ποσοστό 5% επί των ετήσιων εσόδων του συμβολαίου λειτουργίας του ΧΥΤΑ Πάφου. Σε κάποιο στάδιο το 2010 ο Βέργας του ζήτησε όπως δίδεται στον ίδιο και στον Κ1 ποσοστό 10% επί των εισπράξεων από τα υπερσυμβατικά απόβλητα που εισέπραττε η Κ15. Ο ΜΚ76 ενημέρωσε τον Κατρή και αποφάσισαν να τους δίδουν ποσοστό 8% επί των εισόδων στα υπερσυμβατικά.
Το γεγονός ότι ο Κ1 ζητούσε μίζες το ανέφεραν και οι ΜΚ57 και ΜΚ2 η μαρτυρία των οποίων, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν ενισχυτική αλλά υποστηρικτική στο βαθμό που τείνει να τεκμηριώσει τη μαρτυρία του ΜΚ76 ως προς τη συνομιλία που είχε με τον Κ1 (Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 147/2016, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477). Περαιτέρω, ο ΜΚ76 ανέφερε ότι ο Κ1 έπαιρνε και μίζες από τα ποσά που εισέπραττε η Κ15 από τους Δήμους της Επαρχίας Πάφου για τα φύκια που αυτοί εναπόθεταν στο χώρο του ΧΥΤΑ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημάρχου Γεροσκήπου, ΜΚ30 και της Προϊσταμένης του Οικονομικού Τμήματος του Δήμου Γεροσκήπου, ΜΚ29, ο Κ1 προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει από το Δήμο Γεροσκήπου την πληρωμή του ποσού που του αναλογούσε για τη διάθεση των φυκιών.
Συγκεκριμένα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, οι Δήμοι της Επαρχίας Πάφου μάζευαν από τις παραλίες μεγάλες ποσότητες από φύκια που απέβαλλε η θάλασσα, τις οποίες μετέφεραν στο χώρο του ΧΥΤΑ Πάφου, κατόπιν συμφωνίας με την HELECTOR. Η εταιρεία χρέωνε τους Δήμους γι’ αυτή την υπηρεσία και ο κάθε Δήμος πλήρωνε ανάλογα με τις ποσότητες που παρέδιδε στο ΧΥΤΑ. Οι Δήμοι Πάφου και Γεροσκήπου ήταν ανάμεσα στους Δήμους που παρέδιδαν φύκια, στην πληρωμή των οποίων είχε ουσιαστικό ρόλο ο Κ1, ο οποίος, χωρίς να αποτελεί δικό του καθήκον, έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο για την είσπραξη των ποσών αυτών.
Όταν σε κάποιο στάδιο ο ΜΚ30 αρνείτο να καταβάλει το ποσό που αναλογούσε στην εταιρεία χωρίς τιμολόγιο, ο Κ1 ζητούσε φορτικά από τον ΜΚ76 να τον εφοδιάσει με τιμολόγιο, με την πληρωμή του οποίου θα καταβάλλετο και στον ίδιο το ποσοστό που θα λάμβανε ως μίζα. Ο υπερβολικός ζήλος για το ζήτημα της πληρωμής για την εναπόθεση φυκιών παρόλο που δεν ήταν δική του αρμοδιότητα, εξηγείται με την εμπλοκή του, όπως αποκαλύπτει η μαρτυρία του ΜΚ76.
Προβάλλεται, επίσης, ότι υπήρξε συγκρουόμενη εκδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ76 και του Βέργα σε σχέση με τον ισχυρισμό του μάρτυρα ότι υπήρξε συμφωνία ότι ο Κ1 και ο Βέργας θα λάμβαναν μίζες σε ποσοστό 8% επί των εισπράξεων για τις υπερσυμβατικές ποσότητες σκουπιδιών που θα μεταφέρονταν στο ΧΥΤΑ Πάφου. Πρόκειται για ζήτημα που εντοπίστηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Βέργα για τους λόγους που εξήγησε επαρκώς και δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει σφάλμα. Το ίδιο και ως προς τη μαρτυρία που έδωσε προς τούτο ο ΜΚ75, ο οποίος εξέφρασε άγνοια για τη συμφωνία. Και σε αυτή τη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Κατρή, διέκρινε προσπάθεια να περιορίσει τη δική του εμπλοκή σε κάποιες από τις επιλήψιμες ενέργειες του ΜΚ76 που σχετίζονται με δωροδοκίες. Προφανώς, αναφερόταν σε αυτό το ζήτημα. Δεν αποτελεί σφάλμα όταν γίνεται αποδεκτός ως αξιόπιστος ένας μάρτυρας να υπάρχουν και κάποια σημεία όπου η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή, όπως εν προκειμένω (Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266 και Ιωσηφίδη ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 307, ECLI:CY:AD:2014:B289). Για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγούνται στην απόφαση, η μαρτυρία του ΜΚ76 ως προς αυτό το ζήτημα έγινε αποδεκτή και δε χωρεί επέμβαση μας. Τα ποσά που ο ΜΚ76 έδιδε στον Κ1 καταγράφονταν λεπτομερώς στο Τεκμ. 5 και, για τους λόγους που επαρκώς εξηγήθηκαν από το Κακουργιοδικείο, έγινε αποδεκτό ότι το Τεκμ. 5 αποδίδει την ορθή εικόνα των εισροών και εκροών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τις οποίες δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις. Τα ποσά που δίδονταν στον Κ1 δεν περιλαμβάνονταν σε αυτές τις εξαιρέσεις.
Αναφορικά με τον Κ6, ο ΜΚ76 ισχυρίστηκε στη μαρτυρία του ότι σε εννέα περιπτώσεις του έδωσε μίζες, τις οποίες κατέγραφε στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, τον σκληρό δίσκο του οποίου στη συνέχεια κατέστρεψε. Οι καταγραφές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Τεκμ. 5, έντυπο ΙΚ2, αναφέρονται σε εννέα διαφορετικές ημερομηνίες, ήτοι, 22.11.2012, 20.12.2012, 20.2.2013, 2.5.2013, 14.6.2013, 3.7.2013, 26.9.2013, 21.11.2013 και 28.5.2014. Ενώ ο ΜΚ76 ανέφερε ότι οι ημερομηνίες αυτές είναι πραγματικές, ο Κ6 προβάλλει ότι τις αναίρεσε στην πορεία της αντεξέτασής του, με το Δικαστήριο να μην θεωρεί σημαντικό αυτό το στοιχείο που να επηρεάζει την αξιοπιστία του, αναφέροντας ότι «οι όποιες ανακολουθίες είναι αναμενόμενες και φυσιολογικές, έχοντας κατά νου την παρέλευση του χρόνου, το εύρος των μιζών που δόθηκαν αλλά και αυτή καθ΄ αυτή τη φύση των δοσοληψιών».
Στο διάγραμμα αγόρευσης του Κ6 αναλύεται η κάθε ημερομηνία που ισχυρίστηκε ο ΜΚ76 ότι έδιδε μίζες στον Κ6 και οι λόγοι που καταδεικνύουν, κατά την εισήγηση, ότι αυτός ψεύδετο.
Εξετάσαμε τη μαρτυρία υπό το φως των αιτιάσεων του Κ6, όπως αναλύονται από το συνήγορό του, τόσο στο διάγραμμα αγόρευσης, όσο και προφορικά ενώπιόν μας. Ο ΜΚ76 ανέφερε ότι δεν ήταν τόσο σίγουρος για τις ημερομηνίες και ώρες που δίδονταν οι μίζες γιατί, όπως ο ίδιος ανέφερε, πέρασαν αρκετά χρόνια και γι’ αυτόν σημασία είχαν τα ποσά που δόθηκαν. Στο Τεκμ. 5 αναγράφονται τόσο τα ποσά που δόθηκαν, όσο και το όνομα του Κ6 και η πηγή προέλευσης των χρημάτων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ76, τα ποσά αυτά προέρχονταν από το λογαριασμό της Balom. Στις τραπεζικές καταστάσεις της εν λόγω εταιρείας, Τεκμ. 411 και 413, εντοπίζονται αναλήψεις μετρητών που συνάδουν με τη μαρτυρία του. Επίσης, οι τραπεζικοί λογαριασμοί του εφεσείοντα κατά την επίδικη περίοδο παρουσιάζουν καταθέσεις μετρητών, ύψους €107.000 οι οποίες παρέμειναν ατεκμηρίωτες με τη δικαιολογία που έδωσε ο ίδιος κατά τη μαρτυρία του, να κρίνεται εντελώς αναξιόπιστη.
Η θέση που προώθησε ο Κ6 είναι ότι ο ίδιος ουδέποτε συναντήθηκε με τον Κοκότση και τον Μπόμπολα και πως ο λόγος που τον ενοχοποίησε ο Κοκότσης ήταν για να λάβει τα «γενναιόδωρα ανταλλάγματα τα οποία έλαβε από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα ουδέποτε να κατηγορηθεί και/ή να διωχθεί.». Αυτή η θέση, με βάση τα όσα εκτενώς επεξήγησε το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, δεν έχει έρεισμα.
Ο Κ7 παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του ΜΚ76 σε σχέση με αυτόν και δεν την αντιπαρέβαλε με τις υπερασπίσεις του και ειδικότερα αναφορικά με το ρόλο του στα δύο έργα. Κατ΄αρχάς σημειώνεται ότι το Δικαστήριο προβαίνει μόνο σε σύνοψη της μαρτυρίας και δεν απαιτείται η ακριβής καταγραφή της. Η μαρτυρία του ΜΚ76 δεν είχε ουσιαστική επίπτωση στην καταδίκη του Κ7. Το γεγονός δε ότι του αποδόθηκε ρόλος που δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντα του, σχετιζόταν με το ότι ο ίδιος εμφανιζόταν ως υπεύθυνος έργου και συνεπώς δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η αξιολόγηση του ΜΚ76 σ΄ αυτή τη βάση. Ούτε βεβαίως προκύπτει ότι υπήρξε συμφωνία με την Αστυνομία να του δοθεί ασυλία προκειμένου να δώσει θεληματική κατάθεση και να εμπλέξει, μεταξύ άλλων, τον Κ7, η καταδίκη του οποίου δεν στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ76, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο.
Η Κ15 ως προς τον τρόπο αξιολόγησης του ΜΚ76 προβάλλει πως το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να ασχοληθεί στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες του παραχωρήθηκε ασυλία. Οι εκ των υστέρων αναφορές όταν είχε πλέον προδιαγραφεί το αποτέλεσμα της δίκης δεν ήταν δυνατό, σύμφωνα με την εισήγηση, να οδηγήσουν σε κατάληξη ότι υπήρχε κενό ως προς τις συνθήκες ασυλίας και τη μη λήψη κατάθεσης από τον Γ. Γεωργίου, υπεύθυνο ανακρίσεων.
Το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση του ΜΚ76 αναφέρει ρητά ότι συνεκτίμησε τις θέσεις των κατηγορουμένων τους οποίους ενέπλεξε με τη μαρτυρία του και τις εισηγήσεις τους περί κατ΄ ισχυρισμόν αντιφάσεων, ανακριβειών και μυθοπλασίας, με στόχο να επωφεληθεί, με αντάλλαγμα τη μη δίωξη του. Συνεπώς είναι σαφές ότι η ασυλία που δόθηκε στο μάρτυρα βρισκόταν στο μυαλό του Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση του. Το ότι ασχολήθηκε ειδικά με το ζήτημα της ασυλίας σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης ενώ είχε ήδη αποδεχτεί το μάρτυρα ως αξιόπιστο, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση. Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στη κρίση του δικαστή. Σε μία μεγάλης έκτασης υπόθεσης, όπως ήταν η παρούσα, όπου εγείρονται πολλά και περίπλοκα ζητήματα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις συμπλέκονται, είναι φυσικό να χωρίζεται η απόφαση σε ενότητες.
Αναφορικά με την Κ15, η μαρτυρία του ΜΚ76 ήταν ότι αυτή έδιδε μίζα 5% στον Βέργα για τη λειτουργία του ΧΥΤΑ Πάφου. Η μαρτυρία του αυτή επιβεβαιώθηκε από τους ΜΚ75 και Γιαννακόπουλο, ΜΚ79 και από τον ίδιο τον Βέργα, ΜΚ32, ο οποίος παραδέχθηκε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε για χρηματισμό του. Κατά την ακρόαση δεν αμφισβητήθηκε από τους κατηγορούμενους η μαρτυρία του ιδίου όσο και αυτή του Γιαννακόπουλου, ότι έδωσαν μίζες στον Βέργα. Όπως ανέφερε ο ΜΚ76 λόγω των μιζών που δίδονταν είχε δημιουργηθεί έλλειμα στο «Ταμείο Διευθυντών» της εταιρείας το οποίο έπρεπε να δικαιολογηθεί στα λογιστικά βιβλία. Αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε από τις υπεύθυνες του λογιστηρίου της εταιρείας, ΜΚ57 και ΜΚ83, καθώς επίσης και από τη γραμματέα της εταιρείας, ΜΚ56. Για να καλυφθεί το έλλειμα εκδίδονταν εικονικά τιμολόγια τα οποία και καταχωρούνταν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας. Η έκδοση εικονικών τιμολογίων επιβεβαιώνεται από τους Μιχαήλ, ΜΚ2, και Μαππούρα, ΜΚ55, που εξέδωσαν ή υπέγραψαν τέτοια τιμολόγια και από την υπεύθυνη λογιστηρίου, ΜΚ57. Όπως δε τονίστηκε από το Κακουργιοδικείο η μαρτυρία τους είναι υποστηρικτική και όχι ενισχυτική.
Οι καταγραφές που γίνονταν από τον ΜΚ76 στο Τεκμ. 5, αμφισβητήθηκαν και από την Κ15. Πέραν των ποσών στα οποία έχουμε αναφερθεί πιο πάνω σε συνάρτηση με τους Κ1, Κ2, Κ6 και Κ7, χρηματικά ποσά αναφέρεται ότι δόθηκαν και στον Βέργα, ο οποίος έχει παραδεχθεί το χρηματισμό του. Περαιτέρω, ο ΜΚ76 αναφέρθηκε στην εταιρεία Balom που ήταν επίσης συμφερόντων του Μπόμπολα και των συνεργατών του από την οποία προέρχονταν χρήματα που δίδονταν για χρηματισμό. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τα τραπεζικά δεδομένα της εταιρείας και τις εξουσιοδοτήσεις ανάληψης μετρητών καθώς και από τη μαρτυρία του λειτουργού της Eurobank, MK71 και του Ραφτόπουλου, ΜΚ72. Από το σύνολο της μαρτυρίας κατέστη σαφές ότι με βάση τη συμφωνία μεταξύ της Κ15 και της Balon εκδίδονταν εικονικά τιμολόγια έτσι ώστε να εξασφαλιστούν χρήματα. Τα χρήματα αυτά δίδονταν ως μίζες.
Χρήματα επίσης εξασφαλίζονταν μέσω της εταιρείας ΝΚU όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του Γ. Γεωργίου, ΜΚ70 ο οποίος εξέδιδε τιμολόγια για υπηρεσίες εκτελώνισης για μεγαλύτερο ποσό και το επιπλέον ποσό το έδιδε στον ΜΚ76. Άλλη πηγή άντλησης μετρητών ήταν η εταιρεία Elbionec όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη της Χ. Γανωτή, ΜΚ81.
Προβάλλεται επίσης ότι υπήρξε σύγκρουση μαρτυρίας μεταξύ Κοκότση και Κατρή σε θέματα που αφορούσαν τον πυρήνα της υπόθεσης. Ο ίδιος ο Κατρής, ΜΚ75, ουδέποτε αρνήθηκε το ουσιώδες της υπόθεσης, ότι δηλαδή είχε ληφθεί απόφαση από τις εταιρείες και δίδονταν μίζες. Κάποιες διαφορές που υπήρχαν στη μαρτυρία τους, πέραν του ότι είναι φυσικό να προκύπτουν σε τόσο μεγάλο εύρος γεγονότων, έχουν σχολιαστεί από το Κακουργιοδικείο και εν πάση περιπτώσει δεν αφορούν τον πυρήνα της υπόθεσης. Μαρτυρία ότι δίδονταν μίζες δόθηκε και από τον Κατρή και από τον Γιαννακόπουλλο, όπως προαναφέρθηκε.
Άλλο σημείο που εγείρει η Κ15 είναι ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Κοκότση να την αντιπαραβάλει με τη μαρτυρία του λογιστή ΜΥΙ(Κ15). Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Ο ΜΚ76 ανέφερε ρητά ότι τα όσα κατέγραφε σχετικά με τις μίζες που δίδονταν στο Τεκμ. 5 δεν ήταν με λογιστικά πρότυπα που έγινε. Συνεπώς δεν επρόκειτο για μαρτυρία εμπειρογνώμονα που θα έπρεπε να συγκριθεί με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της άλλης πλευράς προτού γίνει αποδεκτή. Εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση. Ισχύουν και σε αυτή την περίπτωση τα όσα αναφέρθηκαν ως προς τον τρόπο συγγραφής μιας απόφασης. Τα ίδια ισχύουν και για άλλες συναφείς αναφορές που γίνονται σε συνάρτηση με άλλους μάρτυρες.
Η Κ15 παραπονείται επίσης για παράλειψη αξιολόγησης από το Κακουργιοδικείο της θέσης της ότι υπήρξε απάτη από πλευράς ΜΚ76 και Γανωτή, ΜΚ81, αναφορικά με ένα ψεύτικο τιμολόγιο που είχε εκδοθεί για δήθεν εργασίες της Elbiomec στο Συμβούλιο Διαχείρισης Αδρανών Υλικών. Πρόκειται για ζήτημα που έτυχε εξέτασης από το Κακουργιοδικείο σε συνάρτηση με τις πιέσεις που δέχετο ο μάρτυρας από τον Κ1.
Άλλο παράπονο της Κ15 ήταν ότι η θέση του ΜΚ76 ότι κατέστρεψε τον σκληρό δίσκο στον οποίο υπήρχε το ηλεκτρονικό του αρχείο, υποβαθμίστηκε και δεν εξετάστηκε εντός των ορθών παραμέτρων. Με δεδομένο ότι για το μεγαλύτερο μέρος των εγγραφών στο ηλεκτρονικό αρχείο ανευρέθηκαν τιμολόγια και άλλα έγγραφα στο λογιστήριο της εταιρείας και δόθηκαν εξηγήσεις για το κάθε ένα από αυτά, η καταστροφή του δίσκου δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του Τεκμηρίου 5, όπως ορθά κατέληξε το Κακουργιοδικείο.
Εξετάσαμε όλες τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των εφεσειόντων, οι οποίοι αναφέρθηκαν λεπτομερώς σε κάθε πτυχή της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα, παραπέμποντας και σε εκτενή αποσπάσματα από αυτήν, την οποίαν αντιπαρέβαλαν και με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε κάθε ουσιαστική πτυχή της μαρτυρίας του ΜΚ76 και αιτιολόγησε την απόφαση του να αποδεχτεί τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και σε κάποιες αντιφάσεις και αδυναμίες που παρατηρήθηκαν στη μαρτυρία του, τις οποίες ανέλυσε και αιτιολόγησε, ορθά, κατά την κρίση μας, γιατί δεν ήταν ικανές να πλήξουν την αξιοπιστία του. Όπως αναφέρθηκε, οι αντιφάσεις που παρατηρήθηκαν δεν βρίσκονταν στον πυρήνα της μαρτυρίας του μάρτυρα. Αποτελεί εδραιωμένη αρχή της νομολογίας ότι αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία για να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα πρέπει είναι ουσιαστικής μορφής και να καταδεικνύουν διάθεση του μάρτυρα να ψευσθεί (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98).
Δεν διαπιστώσαμε σφάλμα στην αξιολόγηση έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβαση του Εφετείου. Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν καθόλα επιτρεπτά και δικαιολογημένα. Η δε κατάληξη του να βασιστεί στη μαρτυρία του ΜΚ76 χωρίς ενίσχυση βρισκόταν εντός των νομικά επιτρεπομένων ορίων.
ΜΚ75 – Κατρής
Η μαρτυρία του υπήρξε σημαντική για τις συναντήσεις που είχε με τους Κ2, K3, K7 και τον υιό του, πρώην κατηγορούμενο 8. Το Κακουργιοδικείο εξέφρασε θετική γενικά εκτίμηση, κρίνοντάς τον κατά βάση αξιόπιστο μάρτυρα. Παρά ταύτα, διέκρινε προσπάθεια εκ μέρους του μάρτυρα να περιορίσει τη δική του εμπλοκή σε κάποιες από τις επιλήψιμες ενέργειές του που σχετίζονταν με δωροδοκίες. Αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα:
«Η γενική εκτίμησή μας για το ΜΚ75 ήταν θετική και τον κρίνουμε έτσι κατά βάση αξιόπιστο μάρτυρα. Όπως, όμως, επεξηγούμε στη συνέχεια, διακρίναμε προσπάθεια να περιορίσει τη δική του εμπλοκή σε κάποιες από τις επιλήψιμες ενέργειες του που σχετίζονται με τις δωροδοκίες.
Δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο ΜΚ75, υπό την ιδιότητα του διευθύνοντα συμβούλου της μητρικής Εταιρείας, στην οποία υπήρξε και μέτοχος, μαζί με τον Μπόμπολα, είχε πλήρη γνώση και άμεση ή έμμεση εμπλοκή, για όλα τα γεγονότα που αφορούσαν τα δύο έργα. Υποδεικνύουμε πως πέραν από την πιο πάνω θέση που κατείχε στη μητρική Εταιρεία, ήταν και διευθυντής της Κατηγορούμενης 15 από τις 16/04/2007 μέχρι τις 08/02/2012 (βλ. Τεκμήριο 455(α)). Δεν είναι τυχαίο που οι σημαντικότερες προσφορές και συμφωνίες φέρουν τη δική του υπογραφή (βλ. Τεκμήρια 118, 119, 308, 309 κλπ). Παρόλα αυτά, προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από κάποια γεγονότα, προσποιούμενος ότι δεν είχε προσωπική γνώση. Ειδικότερα, υποστήριξε πως δεν γνώριζε ότι εκδίδονταν από την Κατηγορούμενη 15 εικονικά τιμολόγια για να καλυφθεί το έλλειμα που είχε δημιουργηθεί από τις μίζες. Υποστήριξε, περαιτέρω, πως δεν έδωσε ποτέ οδηγίες σε οποιονδήποτε αξιωματούχο της Κατηγορούμενης 15, να δώσει μίζες.
Είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο ότι ο ΜΚ75 και γνώση είχε για τα εικονικά τιμολόγια και οδηγίες έδινε για τις μίζες, γεγονός που προκύπτει τόσο από τις θέσεις που κατείχε στις δύο Εταιρείες, όσο και από την ενεργή συμμετοχή του σε όλα τα ουσιώδη ζητήματα που αφορούσαν τα δύο έργα. Δεν είναι δυνατό να δεχθούμε ότι ο ΜΚ75, υπό τις πιο πάνω ιδιότητές του, δεν γνώριζε ότι εκδίδονταν εικονικά τιμολόγια και δεν έδινε οδηγίες για να δίδονται μίζες, τη στιγμή που:
- γνώριζε ότι υπήρχε «άνοιγμα» - όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στη μαρτυρία του - στο ταμείο της Εταιρείας, λόγω των μιζών που δίδονταν
- οι καταστάσεις που τηρούσε ο Κοκότσης, αποστέλλονταν και ελέγχονταν από το λογιστή της ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε.
- αποστέλλονταν μετρητά από την ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε. στην Κύπρο για να δίδονται οι μίζες
- ο ίδιος, ως ανέφερε στη μαρτυρία του, έδωσε σε αρκετές περιπτώσεις διάφορα χρηματικά ποσά σε κάποιους εκ των Κατηγορουμένων καθώς και σε άλλα πρόσωπα (Κατηγορούμενους 2, 3, 7 και στον Παπαμιχαήλ)
- Επισκεπτόταν τα εργοτάξια, λάμβανε μέρος σε συσκέψεις και ήταν ενήμερος, ως αποδέχθηκε, για τα προβλήματα με τις πληρωμές από τους τοπικούς φορείς καθώς και για τις αξιώσεις για μίζες
- συναποφάσιζε, ως ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του, μαζί με τον Μπόμπολα για όλα τα σημαντικά θέματα
Πέραν των ανωτέρω, κρίνεται ανακόλουθη η θέση του πως δεν έδινε οδηγίες στον Κοκότση να δίνει μίζες, τη στιγμή που δέχθηκε ότι ο Κοκότσης τον ενημέρωσε πως υποψιαζόταν ότι ο Bagleh οικειοποιείτο τα ποσά τα οποία του ζητούσε για να δίδει μίζες.
Η ανάμιξη του στο ζήτημα των μιζών, με τη μορφή οδηγιών προς τους διευθυντές της Κατηγορούμενης 15, συνάγεται και από το γεγονός ότι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν από κοινού με τον Μπόμπολα, όπως δέχθηκε στη μαρτυρία του. Κρίνεται ως εκ τούτου, ορθή η μαρτυρία του Κοκότση ότι για όλες τις μίζες που έδινε ενημέρωνε και λάμβανε οδηγίες, είτε από τον Κατρή είτε από τον Μπόμπολα.
Για τους πιο πάνω λόγους δεν αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του επί των ζητημάτων αυτών.
Όσον αφορά, όμως, τη μαρτυρία του για τις συναντήσεις που είχε με τους Κατηγορούμενους 2, 3, 7 και 8, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα και για τα ποσά που τους έδωσε, η μαρτυρία του διακρίνεται από συνοχή και συνέπεια. Ειδικότερα:
- Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 2, έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις, τόσο για τη συνάντηση που είχε μαζί του το έτος 2008, κατά την οποία του ζήτησε και του έδωσε το ποσό των €5.000, όσο και για τη συνάντηση τους περί το τέλος του έτους 2011, κατά την οποία ο Κατηγορούμενος 2 στην παρουσία και του Μπόμπολα, τους ζήτησε δάνειο για αγορά αυτοκινήτου.
- Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 3, η μαρτυρία του κρίνεται επίσης πειστική. Υποστήριξε με συνέπεια τη θέση ότι του έδωσε το χρηματικό ποσό των €15.000 σε συνάντηση που είχε μαζί του στην Αθήνα και δεν διακρίναμε οποιαδήποτε υστεροβουλία ή ανακολουθία στη μαρτυρία του επί της πτυχής αυτής.
- Πειστική κρίνεται και η μαρτυρία του για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες συναντήθηκε με τον Κατηγορούμενο 7 καθώς και με τον υιό του και τους έδωσε τους φακέλους με τις μίζες. Υποστήριξε ότι έδωσε στον Κατηγορούμενο 7 σε δύο συναντήσεις που είχε μαζί του το έτος 2006 στην Αθήνα €25.000 την κάθε φορά, ενώ έδωσε και στον υιό του (Κατηγορούμενο 8) ποσό €50.000 για λογαριασμό του πατέρα του, παραμονές Χριστουγέννων στο χώρο του αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος. Αναφέρθηκε, μάλιστα και σε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, οι οποίες ενδυνάμωσαν την εκδοχή του. Ανέφερε για πράδειγμα ότι η μια συνάντηση με τον Κατηγορούμενο 7 διευθετήθηκε στην πλατεία Κοτζιά, που ήταν πολύ κοντά στο Δήμο Αθηνών, όπου τη συγκεκριμένη ημέρα, είχε κάποια εργασία.
Πέραν των ανωτέρω, έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για τις οχλήσεις που δεχόταν από τον Κατηγορούμενο 7, κατά τις συναντήσεις που είχε μαζί του όταν επισκεπτόταν τα εργοτάξια στην Κύπρο.
Ενόψει των ανωτέρω, αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του σε σχέση με τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες συναντήθηκε με τους Κατηγορούμενους 2, 3, 7 και 8 καθώς και τους ισχυρισμούς του για τα χρηματικά ποσά που τους έχει δώσει.
Όσον αφορά τα γενικότερα θέματα για τα οποία κατέθεσε που σχετίζονται με τις δικές του ενέργειες και την εν γένει εμπλοκή του στα δύο έργα, η μαρτυρία του υπήρξε ιδιαιτέρως κατατοπιστική. Φάνηκε να γνώριζε σε βάθος όλα τα ζητήματα και τα προβλήματα που προέκυψαν, από το πρώτο στάδιο των προσφορών μέχρι και την κατακύρωση και την υλοποίηση των δύο έργων. Αναφέρθηκε λεπτομερώς στα προβλήματα πληρωμών που παρουσιάστηκαν, εστιάζοντας στο θέμα των υπερσυμβατικών ποσοτήτων και στις συζητήσεις που ακολούθησαν για την εξεύρεση λύσης. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια, τόσο στις δικές του ενέργειες όσο και στις πιέσεις που δεχόταν ο ίδιος και η Εταιρεία, εξηγώντας πως και γιατί οδηγήθηκαν τελικά στην απόφαση να ενδώσουν στις πιέσεις και να καταλήξουν σε συμφωνία με τον Βέργα για τη μίζα 5% επί των εισπράξεων. Οι εξηγήσεις που έδωσε για όλα τα ζητήματα αυτά κρίνονται απόλυτα πειστικές και τεκμηριωμένες και η επ' αυτών μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.».
Όλοι οι εφεσείοντες, τους οποίους ενέπλεξε με τη μαρτυρία του, αμφισβήτησαν την αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο, με αναφορά σε διάφορες πτυχές της μαρτυρίας του, προβάλλοντας παράλληλα τις δικές τους θέσεις, για να υποστηρίξουν την αναξιοπιστία του. Εξετάσαμε όλα τα εγειρόμενα θέματα με την απαιτούμενη προσοχή. Θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του εξέτασε λεπτομερώς τη μαρτυρία του και εξήγησε τους λόγους που αυτή έγινε αποδεκτή, αναγνωρίζοντας παράλληλα την προσπάθειά του να αποστασιοποιηθεί από κάποια γεγονότα. Δε διακρίνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι το Κακουργιοδικείο, έχοντας εξετάσει σφαιρικά την υπόθεση και έχοντας ειδικά εντοπίσει τα στοιχεία μαρτυρίας που αφορούσαν στον κάθε κατηγορούμενο, κατέληξε σε ορθή κρίση, η οποία συνάδει με τη μαρτυρία και οδηγεί σε λογικά συμπεράσματα.
Ασυλία
Το ζήτημα της ασυλίας που δόθηκε σε κάποιους μάρτυρες αποτέλεσε αντικείμενο λόγων έφεσης τόσο σε συνάρτηση με την αξιολόγηση τους όσο και σε συνάρτηση με την δίκαιη δίκη.
Ως προς την ασυλία που δόθηκε στο ΜΚ76 έγινε εκτενής αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κ6 σε νομολογία του ΕΔΔΑ και, συγκεκριμένα, στις υποθέσεις Cornelis v. Ολλανδίας, Προσφυγή υπ΄ αριθμό 994/2003, ημερ. 25.5.2004, Zhang v. Ουκρανίας, Προσφυγή υπ΄ αριθμό 6970/2015, ημερ. 13.2.2019 και Adamčo v. Σλοβακίας, Αίτηση Αρ. 45084/2014, ημερ. 12.2.2020.
Στην υπόθεση Adamčo, πιο πάνω, ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Η καταδίκη του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία συνεργού, ο οποίος διαφοροποίησε την εκδοχή που αρχικά έδωσε σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, ώστε να ενοχοποιήσει τον προσφεύγοντα και ο ίδιος να επωφεληθεί. Ο συνεργός, με τη μεταβολή της εκδοχής του και την ενοχοποίηση του προσφεύγοντα αφέθηκε ελεύθερος από την κράτηση, εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης, και δεν διώχθηκε για το υπό αναφορά αδίκημα. Ο προσφεύγων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη, για το λόγο ότι ο συνεργός είχε επωφεληθεί από την αλλαγή της κατάθεσής του, αφού αναστάληκε η ποινική δίωξη εναντίον του. Υπό αυτά τα δεδομένα το ΕΔΔΑ κατέληξε στη διαπίστωση παραβίασης του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ.
Τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται από αυτά της υπόθεσης Adamčo. Εδώ ο ΜΚ76, όχι μόνο δεν άλλαξε την κατάθεσή του, αλλά η θέση του ως προς τον πυρήνα των γεγονότων παρέμεινε σταθερή, τόσο στις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία, όσο και στο Δικαστήριο. Υπήρξε δε ο κύριος μάρτυρας στην υπόθεση όπου υπήρχε μεγάλος αριθμός κατηγορουμένων που αντιπροσωπεύονται από ξεχωριστούς δικηγόρους, υπέστη εκτενή αντεξέταση από όλους τους συνηγόρους, με τη μαρτυρία του να καταλαμβάνει 398 σελίδες πρακτικών.
Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, «Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού». Εν προκειμένω, όχι μόνο δεν υπήρξε τέτοια ενθάρρυνση, αλλά, από το σύνολο της μαρτυρίας και των ερευνών της Αστυνομίας, είναι φανερό πως αυτό που επιζητείτο ήταν η διακρίβωση της αλήθειας και προς αυτή την κατεύθυνση στόχευε η διερεύνηση αυτής της περίπλοκης υπόθεσης. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι σε μία υπόθεση όπου εμπλέκονται δύο δήμαρχοι και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι το έργο της Αστυνομίας είναι δύσκολο και απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί. Η δε απόφαση της νομικής υπηρεσίας, όπως δώσει ασυλία στον ΜΚ76, δεν απαγορεύεται, ούτε ελέγχεται δικαστικά. Ούτε απαιτείται να δοθεί εξήγηση, ως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κ15 γιατί δε δόθηκε ασυλία στους Γιαννακόπουλο και Bagleh με πιο υποβαθμισμένο ρόλο σχετικά με τους ΜΚ75 και ΜΚ76.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, όπως τέθηκε στη Σκορδέλλη κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 101/2013 κ.ά., ημερ. 6.6.2016, η ασυλία ενός μάρτυρα λειτουργεί μόνο ως ένα ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο ώστε η μαρτυρία να ειδωθεί με ιδιαίτερη περίσκεψη και με άκρως βαρύνουσα προσοχή. Δε λειτουργεί αυτόνομα και καταλυτικά ώστε η δίκη να γίνει μη δίκαιη.
Τα ίδια ισχύουν και για τον ΜΚ75, Κατρή ο οποίος επίσης δεν διώχθηκε μετά από απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας. Και σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αντιστοιχία με τα γεγονότα της Adamčo. Δεν πρόκειται για μάρτυρα που άλλαξε την κατάθεση του, αντεξετάστηκε και αυτός επί μακρό και η μαρτυρία του αξιολογήθηκε λεπτομερώς.
Μεμπτό ανακριτικό έργο
Το κατ΄ισχυρισμό μεμπτό ανακριτικό έργο αποτέλεσε ένα από τα παράπονα των εφεσειόντων τόσο σε συνάρτηση με την αξιολόγηση κυρίως του ΜΚ76 όσο και ως προς τη δίκαιη δίκη.
Όπως τέθηκε στην υπόθεση Σκορδέλλη κ.ά., πιο πάνω:
«Είναι αναντίλεκτο και πηγάζει ως σύμφυτο της έννοιας της δίκαιης δίκης ότι η εξέταση της δικαιότητας και του «καθαρού» τρόπου δράσης της Αστυνομίας κατά την ανάκριση είναι έκφανση – και μάλιστα σημαντική – για να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη και κατά συνέπεια την καταδίκη ανασφαλή. Εάν αυτό το πρωτογενές βάθρο ενεργειών είναι σαθρό μοιραία αυτό επηρεάζει – πολλές φορές με θανάσιμο τρόπο – ό,τι επακολουθεί, ακόμη και αν η διαδικασία στο Δικαστήριο είναι άψογη.»
Στην Ορέστης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.2017, όπου εξετάστηκε τέτοιο ζήτημα, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με την ανακριτική διαδικασία και τη δίκαιη δίκη έχουμε παραπεμφθεί σε Ινδική Νομολογία, η οποία βασίζεται και στο άρθρο 21 του Ινδικού Συντάγματος αλλά και σε γενικές αρχές του Κοινού Δικαίου αναφορικά με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου. Υπάρχει γενικά υποχρέωση στις Ανακριτικές Αρχές να διεξάγουν την ανακριτική διαδικασία κατά τρόπο δίκαιο και ηθικά ορθόν (Δέστε: State of Bihar v. P.P. Sharma, AIR 1991, SC 1260). Η ανάκριση θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο δίκαιο, διαφανή και ορθό, απαλλαγμένο από ενστάσιμα στοιχεία, όπως η προκατάληψη, αλλότριο κίνητρο κλπ. Ο ανακριτής θα πρέπει να ενεργεί κατά τρόπον που να αποκλείει την πιθανότητα κατασκευής μαρτυρίας και η αμερόληπτη συμπεριφορά του θα πρέπει να αποκλείει και οποιανδήποτε υποψία ως προς τη γνησιότητα της ανάκρισης. Η ανακριτική διαδικασία πρέπει να είναι έντιμη, δίκαιη, αμερόληπτη και να διεξάγεται σύμφωνα με το Νόμο. Ο σκοπός της ανάκρισης θα πρέπει να είναι η παρουσίαση της αλήθειας ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου (Δέστε: Vinay Tyagi v Irshad Ali @ Deepak (2013) (5) SCC 762).
Σε περίπτωση ελαττωματικής ανακριτικής διαδικασίας το δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογεί τη μαρτυρία με καχυποψία και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ανεύρεση της αλήθειας. Η επιταγή για δίκαιη ανάκριση πηγάζει από την εφαρμογή των κανόνων του Κράτους Δικαίου (Δέστε: Manu Sharma v. State (NCT of Delhi) (2010) 6 SCC 1).
Τα εγειρόμενα με τις εφέσεις παράπονα των εφεσειόντων ως προς το μεμπτό ανακριτικό έργο εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο το οποίο έκρινε ότι παρά την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και τις εγγενείς δυσκολίες του ανακριτικού έργου, «διερευνήθηκε αντικειμενικά και δίκαια από τις ανακριτικές αρχές και δεν ευσταθεί οποιοδήποτε από τα παράπονα των Κατηγορουμένων για παραβίαση του δικαιώματός τους για δίκαιη δίκη».
Εξετάσαμε όλα τα ζητήματα που εγέρθηκαν από τους εφεσείοντες και σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο θεωρούμε ότι σε αυτή την πολύπλοκη και μεγάλη υπόθεση, οι ανακριτικές αρχές έχουν ενεργήσει δίκαια και αμερόληπτα. Το γεγονός της παραχώρησης ασυλίας σε συναυτουργούς έτσι ώστε αυτοί να μην κατηγορηθούν και να χρησιμοποιηθούν ως μάρτυρες κατηγορίας, δεν οδήγησε σε εφησυχασμό των ανακριτικών αρχών. Εξετάστηκαν οι διάφορες πτυχές της υπόθεσης και συλλέγηκε μαρτυρία με στόχο την ανεύρεση της αλήθειας και αποκλεισμό της πιθανότητας κατασκευής μαρτυρίας. Ούτε προκύπτουν στοιχεία που θέτουν εν αμφιβόλω την γνησιότητα της ανάκρισης. Θα αναφερθούμε στα επί μέρους στοιχεία που εγέρθηκαν από τους εφεσείοντες στην πορεία της απόφασης μας.
Έφεση Αρ. 39/2020 - Κ1
Πέραν των λόγων έφεσης που άπτονται της αξιοπιστίας του ΜΚ76 με τους οποίους ασχοληθήκαμε πιο πάνω, ο Κ1 με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι λανθασμένα απορρίφθηκε η εκδοχή του, η οποία υποστηριζόταν από το σύνολο των τεκμηρίων, χωρίς να δοθεί επαρκής εξήγηση από το Κακουργιοδικείο.
O Κ1 προέβη σε ανόμωτη δήλωση. Το Κακουργιοδικείο την αξιολόγησε στη βάση της νομολογίας (βλ. Σίφουνας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91, Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505 και Α.Δ. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2014, ECLI:CY:AD:2016:B296, ημερ. 22.06.2016). Όπως ορθά ανέφερε, «η ανώμοτη δήλωση δεν ισοδυναμεί με μαρτυρία. Έχει περισσότερο πειστική παρά αποδεικτική αξία. Η αξία της είναι περιορισμένη αφού ο Κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε αντεξέταση. Το Δικαστήριο οφείλει να την εξετάσει, έχοντας κατά νου ότι η δήλωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη κάποιου γεγονότος. Από την άλλη, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια δήλωση χωρίς οποιαδήποτε αποδεικτική αξία και ισχύ. Για να καταλήξει το Δικαστήριο ως προς τη βαρύτητα που μπορεί να της προσδώσει, οφείλει να την εξετάσει με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, έχοντας ιδιαίτερα υπόψη τα στοιχεία μαρτυρίας που δεν τελούν υπό αμφισβήτηση (βλ. επίσης Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195). Όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι πειστική, μπορεί να δει τα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία, με διαφορετικό μάτι. Όταν όμως κρίνει ότι δεν είναι πειστική, το θέμα τελειώνει εκεί.»
Κατέληξε δε ως ακολούθως:
«Έχουμε εξετάσει το περιεχόμενο της αναφερθείσας δήλωσης του και καταλήξαμε ότι ουδεμία πειστική αξία περιέχουν οι επί μέρους αναφορές του, καθόσον οι ισχυρισμοί που προβάλλει για την όλη στάση και τις ενέργειές του, καταρρίπτεται από την αξιόπιστη μαρτυρία του Κοκότση. Ο οποίος εξήγησε, πειστικά και τεκμηριωμένα, τις συνεχείς πιέσεις που δεχόταν από τον Κατηγορούμενο 1 για να του δίδει μίζες. Τον θεωρούσε, ως ανέφερε, πολύ σημαντικό παράγοντα για την έγκαιρη πληρωμή των οφειλών του Δήμου Πάφου, λόγω της θέσης του ως οικονομικός διευθυντής. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, το γεγονός ότι στα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου, φέρεται να διεκδικούσε μειώσεις στις χρεώσεις τόσο για τις βασικές τιμές όσο και για τα υπερσυμβατικά, δεν αναιρεί τη μαρτυρία που τον παρουσιάζει να απαιτούσε μίζες, τόσο για τις υπερσυμβατικές ποσότητες, όσο και για τα φύκια. Υποδεικνύουμε ότι η μαρτυρία του Κοκότση, όσον αφορά τις καθυστερήσεις και το ρόλο που διαδραμάτιζε ο Κατηγορούμενος 1, υποστηρίχθηκε από τους ΧΧΧ Δημοσθένους (ΜΚ11) και ΧΧΧ Βέργα (ΜΚ32), οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι υπήρχαν σκόπιμες καθυστερήσεις στην έκδοση των επιταγών που αφορούσαν τις οφειλές του Δήμου Πάφου.
Όσον αφορά τη θέση του ότι ο ίδιος πέτυχε μειώσεις στις τιμές των φυκιών παρουσιάζοντας εντελώς αθώα την ανάμιξη του στο όλο ζήτημα, σχετική είναι η μαρτυρία των ΜΚ12, 15 και 16, οι οποίοι αναφέρθηκαν στην εμπλοκή του κατά την προώθηση των ενταλμάτων πληρωμής, χωρίς να ακολουθείται η νομότυπη διαδικασία. Τέθηκε επίσης μαρτυρία από τον δήμαρχο Γεροσκήπου ΧΧΧ Παυλίδη (ΜΚ30) και την ταμεία του υπό αναφορά δήμου ΧΧΧ Παπαπέτρου (ΜΚ29), οι οποίοι αναφέρθηκαν στην ανάμιξη που είχε ο Κατηγορούμενος 1 για την πληρωμή συγκεκριμένου τιμολογίου που αφορούσε τα φύκια (βλ. Τεκμήριο 114)».
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε την ανώμοτη δήλωση του Κ1 με βάση τις αρχές της νομολογίας και ήταν καθόλα επιτρεπτό να αναφερθεί στη μαρτυρία του ΜΚ76 την οποία είχε αποδεχθεί και παρουσίαζε μία διαφορετική εικόνα από αυτή που παρουσίαζε ο Κ1 με την ανώμοτή του δήλωση. Αντιπαραβολή έγινε και με άλλη σχετική μαρτυρία, όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα.
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης του Κ1. Έχουμε εξετάσει τις αιτιάσεις του εφεσείοντα υπό το φως της μαρτυρίας και διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας. Ο Ε. Δημοσθένους, ΜΚ11, στον οποίο γίνεται αναφορά, διορίστηκε το Μάιο του 2011 στο Συμβούλιο του ΧΥΤΑ στη θέση διοικητικού λειτουργού, με καθήκοντα την επαλήθευση των τιμολογίων του εργολάβου για τις συμβατικές και υπερσυμβατικές ποσότητες, παρέμεινε όμως στο Συμβούλιο ο Κ1 μέχρι το 2014 και υπήρχε σαφής μαρτυρία, τόσο από τον ΜΚ11, όσο και από το Βέργα, ότι υπήρχαν σκόπιμες καθυστερήσεις στις πληρωμές από το Δήμο Πάφου προς το Συμβούλιο ώστε να απαιτείται η παρέμβαση του. Ούτε θεωρούμε ότι το γεγονός ότι ο ίδιος είχε προβεί σε προσπάθειες μείωσης των τιμών οδηγεί άνευ άλλου στην αποδοχή των δικών του θέσεων. Η μαρτυρία που υπάρχει ως προς το χρηματισμό του είναι τέτοια που δεν μπορεί να αναιρεθεί στη βάση αυτής του της ενέργειας, η οποία μπορεί να τύχει και άλλης εύλογης εξήγησης.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν υπήρξε δίκαιη δίκη, λόγω παραλείψεων των ανακριτικών αρχών. Έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω με το ζήτημα της δίκαιης δίκης. Εν προκειμένω, θα εξετάσουμε τα επιμέρους ζητήματα που εγείρει ο Κ1. Με αποσπάσματα από τη μαρτυρία των ανακριτών ΜΚ69 και ΜΚ68 προωθεί τη θέση ότι το ανακριτικό έργο ήταν μεμπτό ως προς το κατά πόσο ο ΜΚ22 προέβη σε χωματουργικές εργασίες στο χωράφι του Κ1, με δεδομένο ότι ο μάρτυρας αρνήθηκε ότι προέβη σε τέτοιες εργασίες σε χωράφι του Κ1. Πρόκειται για ένα στοιχείο μαρτυρίας που δεν αφορά τον πυρήνα της υπόθεσης, ούτε έχει κατηγορηθεί ο εφεσείων για κάτι τέτοιο. Έπειτα, η μαρτυρία του ΜΚ22 δεν έγινε αποδεκτή. Επρόκειτο για παρεμφερή μαρτυρία που σκοπό είχε να καταδείξει πως ο Κ1 εκμεταλλευόταν κάθε τι για ίδιον όφελος.
Η άλλη εισήγηση ότι οι ανακριτές δεν είχαν ασχοληθεί με τη διαφορά στη μαρτυρία των Βέργα και Κοκότση ως προς τα συμβατικά, στερείται ερείσματος. Η υποχρέωση των ανακριτικών αρχών ήταν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τη μαρτυρία όπως την περισυνέλεξαν. Η όποια διαφορά στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων ορθώς αποτέλεσε αντικείμενο αξιολόγησης από το Δικαστήριο, ως ο τελικός κριτής της αλήθειας. Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τον τρόπο που αξιολόγησε το Κακουργιοδικείο το εν λόγω ζήτημα, όπου αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Κοκότση, ενώ, επί του σημείου αυτού, δεν απεδέχθη τη μαρτυρία των Βέργα και Κατρή, για τους λόγους που εξήγησε και θεωρούμε ότι δεν χωρεί επέμβαση μας.
Εγείρεται, περαιτέρω, ζήτημα ότι η Αστυνομία διερεύνησε πλημμελώς το ύψος των μιζών που, εν τέλει, έλαβε ο Βέργας για το οποίο, κατά την εισήγηση, υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Ο Βέργας παραδέχτηκε ότι είχε λάβει ποσό €766.600, ενώ ο Κοκότσης ανέφερε ότι το ποσό ανερχόταν σε €793.600. Το γεγονός ότι υπήρξαν κάποιες αποκλίσεις στα ποσά, οι οποίες μάλιστα εξηγήθηκαν από τον Κοκότση, δεν μπορεί, σε μία τόσο μεγάλη και περίπλοκη υπόθεση, να οδηγήσει σε εύρημα περί μη δίκαιης δίκης και ανατροπής των ευρημάτων του Δικαστηρίου.
Η έφεση ως προς την καταδίκη απορρίπτεται.
Έφεση Αρ. 44/2020 - Κ2
Ο Κ2 προβάλλει ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν υποστηρίζεται από την ενώπιόν του μαρτυρία και είναι αντίθετη προς αυτή και, συγκεκριμένα, με τη μαρτυρία μαρτύρων κατηγορίας που κρίθηκαν ως αξιόπιστοι.
Αποτελεί θέση του Κ2 ότι η υπόθεση που προωθήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ότι καταβάλλονταν μίζες για να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στις εργασίες και στις πληρωμές. Ο Κ2, όμως, αποχώρησε από το έργο δύο χρόνια πριν δοθούν οι κατ΄ ισχυρισμό μίζες. Σύμφωνα με την εισήγηση, ο ΜΚ75 ανέφερε ότι ο Κ2, τέλος του 2012, πήγε στα γραφεία της Κ15 στην Αθήνα και ζήτησε δάνειο €20.000, στην παρουσία του Μπόμπολα. Αποφάσισαν να του δώσουν χαριστικά €10.000. Ουδέποτε εκβιάστηκε από τον Κ2 και ουδεμία εξυπηρέτηση αναμενόταν από αυτόν. Ακόμα, προβάλλει ότι όταν υπηρετούσε στο έργο, τα καθήκοντά του ήταν τέτοια, που δεν σχετίζονταν με την εκπλήρωση του σκοπού προς επίτευξη του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των €10.000. Περαιτέρω, τα τραπεζικά του δεδομένα δεν συνάδουν με τη λήψη του εν λόγο ποσού.
Η μαρτυρία που προσήχθη εναντίον του Κ2 προέρχεται από τους Κοκότση, ΜΚ76, Κατρή, ΜΚ75 και Κοτζιάπασιη, ΜΚ3.
Ο ΜΚ75, αναφερόμενος στον Κ2, ανέφερε πως είχε την αξίωση να λαμβάνει περιοδικά χρήματα, προκειμένου να υπογράφει εγκαίρως τα έγγραφα σύντομα, τα οποία ήταν απαραίτητα για την πληρωμή της κοινοπραξίας. Στα πλαίσια αυτά αναφέρθηκε στην πληρωμή ποσού €5.000 το καλοκαίρι του 2009, το οποίο όμως το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε ότι καλυπτόταν από το κατηγορητήριο, καθώς επίσης και για την περίπτωση που είχε ζητηθεί από αυτόν δάνειο, ενώ το έργο είχε ολοκληρωθεί. Ζητήθηκε δάνειο €20.000 για προσωπικούς λόγους και αποφασίστηκε μαζί με τον κ. Μπόμπολα να υποδείξουν στον Κοκότση να του δώσει ποσό €10.000, χωρίς αξίωση επιστροφής του. Ο ΜΚ76 ανέφερε πως, κατόπιν εντολής του Κατρή, συναντήθηκε με τον Κ2 στο ξενοδοχείο Four Seasons, στη Λεμεσό, όπου του έδωσε φάκελο με €10.000 και πως, σύμφωνα με τις σημειώσεις του, η ημερομηνία φαίνεται να ήταν η 20.12.2012. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη μαρτυρία τόσο του Κατρή, όσο και του Κοκότση. Δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Κ2 σε σχέση με τη συνάντηση που είχε με τον Κοκότση, ότι δηλαδή πήγαν μεν για καφέ αλλά δεν πήρε φάκελο με το ποσό των €10.000. Η απόρριψη της μαρτυρίας του δεν αποτελεί λόγο έφεσης. Ούτε η αξιολόγηση των μαρτύρων υπεράσπισης αμφισβητείται με την έφεση. Επισημαίνεται, επίσης, πως ο Κ2 ενώ ισχυρίστηκε ότι δεν πήρε ποτέ το ποσό αυτό, σε άλλο σημείο είπε ότι ακόμα και αν το πήρε, αυτό ήταν δάνειο και όχι μίζα. Ουσιαστικά δεν απέκλεισε λήψη του ποσού, κάτι το οποίο ευλόγως μπορεί να διασυνδεθεί με το ρόλο του ως υπεύθυνου του ενδιάμεσου φορέα στη σύμβαση για την κατασκευή και λειτουργία του ΧΥΤΥ Κόσιης.
Στη Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 271, το Εφετείο υιοθέτησε την ανάλυση που έγινε στην Αγγλική υπόθεση Leslie Charles Parker (1986) 82 Cr. Appl. Re. 69, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Στην υπόθεση Leslie Charles Parker ο εφεσείων, που ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Έκδοσης Αδειών Οικοδομής ενός Δημοτικού Συμβουλίου, αποδέχθηκε, μετά την έκδοση μιας άδειας οικοδομής προς όφελος μιας εταιρείας, ένα χρηματικό ποσό. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το ποσό που εισέπραξε δεν ήταν αποτέλεσμα οποιασδήποτε συμφωνίας και ότι δεν τον επηρέασε στη λήψη της απόφασης, αφού δόθηκε μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής. Το ποσό απλά εξέφραζε την ευαρέσκεια της εταιρείας όταν εκδόθηκε η άδεια οικοδομής. Το Ποινικό Εφετείο αποφάνθηκε, υιοθετώντας την απόφαση Wellburn and others [1979] 69 Cr. App. R. 254, ότι η έννοια του όρου της διαφθοράς συμπεριλαμβάνει και την αποδοχή χρηματικών ποσών για μια παλιά εύνοια, έστω και αν δεν υπήρχε προς τούτο οποιαδήποτε συμφωνία. Και τούτο γιατί το αδίκημα διαπράττεται όχι με την επίδειξη εύνοιας στην αίτηση που υποβάλλεται, αλλά με την αποδοχή αμοιβής για ό,τι έχει γίνει.»
Στη βάση της πιο πάνω απόφασης και της μαρτυρίας που έχει δοθεί, τόσο από το ΜΚ75, όσο και από το ΜΚ76 και έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, καθώς και του αναντίλεκτου γεγονότος ότι ο Κ2 ήταν υπεύθυνος του ενδιάμεσου φορέα για το ΧΥΤΗ Κόσιης, δεν κρίνουμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασης στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Έφεση Αρ. 41/2020 - Κ6
Πέραν από τους λόγους έφεσης που αφορούν την αξιοπιστία του ΜΚ76, ο Κ6 προβάλλει ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι το ανακριτικό έργο ήταν δίκαιο και άρτιο είναι εσφαλμένο, αυθαίρετο και αντίθετο με την ενώπιόν του μαρτυρία, όπου προκύπτει πλημμελής, μεροληπτική και στοχευμένη αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης, σε βαθμό που θίγεται το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, κατά παράβαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, των Άρθρων 12 και 13 του Συντάγματος και του Άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης.
Έχουμε αναφερθεί πιο πάνω στις αρχές που διέπουν το εξεταζόμενο ζήτημα.
Ως πρώτο ζήτημα εγείρεται ότι δεν υπήρξε διερεύνηση αναφορικά με το Τεκμ. 5. Το εν λόγω τεκμήριο δημιουργήθηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ76, από τον ίδιο και σ΄ αυτό καταγράφονται δεδομένα που σχετίζονται με τις μίζες που έδιδε η Κ15. O MK76 το διατηρούσε για να μπορεί να δίδει εξηγήσεις στην εταιρεία του για το πού δίδονταν οι μίζες και για να έχει ένα «μπούσουλα» ο ίδιος, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και μία εικόνα στο ζήτημα των μιζών, αφού δίδονταν μίζες για μια μεγάλη χρονική περίοδο σε αρκετά πρόσωπα. Σ΄ αυτό το τεκμήριο καταγράφονται συγκεκριμένα ποσά και συγκεκριμένες ημερομηνίες που, κατ΄ ισχυρισμό του ΜΚ76, έδιδε μίζες, μεταξύ άλλων, στον Κ6. Στο έντυπο ΙΚ2 του Τεκμ. 5, το οποίο αφορούσε αποκλειστικά τον εφεσείοντα, κατέγραφε τις ημερομηνίες και τα συγκεκριμένα ποσά που του έδιδε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ76, το Τεκμ. 5, που δημιουργήθηκε από τον ίδιο στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, το φύλαγε σε τραπεζική θυρίδα σε περίπτωση ανάγκης. Κατέστρεψε δε το σκληρό δίσκο μετά το σκάνδαλο του ΣΑΠΑ. Ο Κ6 ισχυρίζεται ότι οι ανακριτές παρέλαβαν το εν λόγω τεκμήριο από το ΜΚ76, χωρίς να προβούν σε καμία διερεύνηση κατά πόσο είχε όντως διαγραφεί ο συγκεκριμένος ηλεκτρονικός φάκελος και, αν ναι, πότε, κατά πόσο υπήρχε η δυνατότητα επανάκτησής του, ποιος ήταν ο χρόνος δημιουργίας και ολοκλήρωσης του κατ΄ ισχυρισμό διαγραφέντος φακέλου και αν υπήρξαν τροποποιήσεις σ΄ αυτόν και πότε είχαν γίνει. Ούτε η σύζυγός του ΜΚ76 ρωτήθηκε από πού παρέλαβε το Τεκμήριο το οποίο παρέδωσε στην Αστυνομία στις 11.3.2016.
Η Δημοκρατία από την άλλη αντικρούοντας τις πιο πάνω θέσεις, αναφέρεται στις ενέργειες που προέβησαν οι ανακριτικές αρχές για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο το εν λόγω τεκμήριο να είναι κατασκευασμένο εκ των υστέρων. Προς τούτο, παραπέμπει στη μαρτυρία του επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας Γ. Κωνσταντίνου, ΜΚ69, ο οποίος ανέλυσε τις εγγραφές που υπάρχουν στο τεκμήριο αυτό, απ΄ όπου συνέλεξε τιμολόγια, τραπεζικές καταστάσεις, αποδείξεις πληρωμών κλπ. Σχετικό είναι το ημερολόγιο ενεργείας (Τεκμ. 386), το οποίο ετοίμασε ο ΜΚ69, στο οποίο γίνεται αναφορά σε διάφορα τιμολόγια που εντοπίστηκαν και ανταποκρίνονται στα όσα αναγράφονται στο Τεκμ. 5. Στη βάση δε του Τεκμ.5 οι ανακριτές έλαβαν καταθέσεις από ένα μεγάλο αριθμό προσώπων, τα ονόματα των οποίων αναφέρονταν σ΄ αυτό, με στόχο να επιβεβαιωθεί η αυθεντικότητα του εν λόγω εγγράφου. Λήφθηκε, περαιτέρω, μαρτυρία από το ταξιδιωτικό γραφείο που χρησιμοποιούσε ο ΜΚ76, για να διαφανεί κατά πόσο αυτός βρισκόταν στην Κύπρο κατά το χρόνο που ο ίδιος κατέγραψε στο Τεκμ. 5 ότι είχαν δοθεί μίζες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ76 στο εν λόγω έγγραφο κατέγραφε τις ημερομηνίες και τα ποσά όταν του διδόταν η ευκαιρία. Όπως δε προκύπτει από τα έγγραφα στα οποία γίνεται αναφορά στο Τεκμ.5, αυτό δημιουργήθηκε εξελικτικά σε διάφορους χρόνους.
Στη βάση όλων των πιο πάνω ενεργειών της Αστυνομίας δεν θεωρούμε ότι η παράλειψη των ανακριτικών αρχών να προβούν σε δικανικό έλεγχο του ηλεκτρονικού υπολογιστή του ΜΚ76 μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ο ΜΚ76 κατέθεσε ως μάρτυρας και υπέστη εκτενή αντεξέταση με ιδιαίτερη έμφαση στο εν λόγω τεκμήριο. Η μαρτυρία του έχει αξιολογηθεί λεπτομερώς και ειδικά για το εν λόγω τεκμήριο, με την αξιολόγηση να κρίνεται ότι κινήθηκε εντός των ορθών νομολογιακών πλαισίων.
Προβάλλεται, περαιτέρω, πως οι ανακριτικές αρχές παρέλειψαν να ζητήσουν αποκάλυψη όλων των τραπεζικών λογαριασμών του ΜΚ76 και της συζύγου του που διατηρούσαν, είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, τα τραπεζικά δεδομένα των κυπριακών ή ξένων εταιρειών που είχε ο ίδιος ή η σύζυγός του συμφέρον, την τραπεζική του θυρίδα και αυτή της συζύγου του στην Αθήνα, καθώς και τις φορολογικές του δηλώσεις, ούτε έγινε ανάλυση των δεδομένων των τραπεζικών του λογαριασμών.
Το γεγονός ότι οι ανακριτικές αρχές δεν αιτήθηκαν και δεν έλαβαν τα τραπεζικά δεδομένα του ΜΚ76 σχολιάστηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο κατέληξε ότι δεν υπήρχε σκοπιμότητα, εφόσον αποφασίστηκε από τη Νομική Υπηρεσία όπως το εν λόγω πρόσωπο χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας και όχι ως κατηγορούμενος. Ούτε σ΄ αυτή την κατ΄ισχυρισμό παράλειψη των ανακριτικών αρχών θεωρούμε ότι μπορεί να αποδοθεί σφάλμα που να καθιστά τη δίκη μη δίκαιη, εφόσον τα στοιχεία που έδωσε ο ΜΚ76 στην Αστυνομία είχαν διερευνηθεί και επιβεβαιωθεί από άλλη μαρτυρία και έγγραφα που εξασφάλισε η Αστυνομία. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι αυτό που διερευνούσε η Αστυνομία ήταν τις μίζες που δίδονταν για τα δύο έργα και όχι οιονδήποτε παράπονο της Κ15 εναντίον είτε του ΜΚ76, είτε οποιουδήποτε άλλου εργαζόταν σ΄ αυτή, έτσι ώστε να καθίστατο αναγκαία η διερεύνηση των τραπεζικών του λογαριασμών. Τέτοιο παράπονο από την Κ15, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα θα μπορούσε να είχε βαρύτητα εάν, τα όσα ανέφερε ο ΜΚ76 στις καταθέσεις του, κατά το στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης, παρέμεναν μετέωρα ή εάν υπήρχε παράλληλα καταγγελία από την Κ15 ότι οικειοποιήθηκε χρήματα της εταιρείας.
Η εταιρεία Silverstone Establishment Holdings Ltd, ιδιοκτησίας του ΜΚ76 και της συζύγου του, εξέδιδε εικονικά τιμολόγια. Ο Κ6 παραπονείται ότι δεν έγινε διερεύνηση για την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων εκ μέρους της εν λόγω εταιρείας, ενώ, σύμφωνα με την κατάθεση του Α. Τσιρίδη, η δικηγορική εταιρεία του οποίου κρατούσε τις μετοχές της Silverstone ως καταπιστευματοδόχος ΜΥ2(Κ6), ουδέποτε οποιοσδήποτε διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας υπέγραψε τα τιμολόγια που παρουσιάζονται να αφορούν οφειλές σε σχέση με ισχυριζόμενη συμφωνία παροχής υπηρεσιών της Silverstone προς την Κ15.
Ο ΜΚ76 παραδέχθηκε στη μαρτυρία του ότι εκδόθηκαν εικονικά τιμολόγια από τη Silverstone, γεγονός το οποίο διερευνήθηκε από την Αστυνομία για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης και έλαβε κατάθεση από το δικηγόρο της εταιρείας, κ. Α. Τσιρίδη, τον οποίο στη συνέχεια κλήτευσε ο Κ6. Όπως δε ο ίδιος ο ΜΚ76 ανέφερε, ο ίδιος διέπραξε την πλαστογραφία για σκοπούς συγκάλυψης των μιζών που έδιδε, χωρίς η σύζυγός του να έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση. Δεν βλέπουμε με πιο τρόπο η μη δίωξη της εν λόγω εταιρείας μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση.
Ένα άλλο ζήτημα που εγείρει ο εφεσείων αφορά τη μη διερεύνηση του ισχυρισμού του ΜΚ76 ότι την 9.11.2012 είχε πραγματοποιηθεί συνάντηση στο Δημαρχείο Λάρνακας μεταξύ του Κ6, του Μπόμπολα και του ιδίου. Το ζήτημα αυτό εγείρεται σε συνδυασμό με την καταστροφή ή μη αποκάλυψη των χειρόγραφων ημερολογίων του εφεσείοντα.
Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης, λόγω έκρηξης που σημειώθηκε στην αίθουσα φύλαξης των τεκμηρίων του Δικαστηρίου, όσα τεκμήρια είχαν κατατεθεί μέχρι την εν λόγω ημερομηνία καταστράφηκαν. Τα κατεστραμμένα τεκμήρια αντικαταστάθηκαν με τα αντίστοιχα αντίγραφα που είχαν δοθεί κατά τη διάρκεια της ακρόασης από την Κατηγορούσα Αρχή σε όλα τα μέλη του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, αξιοποιήθηκαν τα αντίγραφα που είχαν δοθεί σε μέλη του Κακουργιοδικείου.
Η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.4.2018, αποτελεί ξεχωριστό λόγο έφεσης 22. Ενόψει της συνάφειας όμως του ζητήματος με το υπό εξέταση, θεωρούμε σκόπιμο όπως εξετάσουμε το λόγο έφεσης 22 σ΄ αυτό το στάδιο.
Σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου προς αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε με την καταστροφή των τεκμηρίων, το Δικαστήριο εισηγήθηκε όπως τα καταστραφέντα τεκμήρια αντικατασταθούν από τα αντίστοιχα έγγραφα, τα οποία βρίσκονταν υπό τη φύλαξη ενός εκ των μελών του. Η διαδικασία που ακολουθείτο ήταν ότι τα τεκμήρια κατατίθεντο εις τριπλούν. Το πρωτότυπο, όταν υπήρχε πρωτότυπο, ή ένα από τα αντίγραφα σημειώνονταν ως το τεκμήριο και τοποθετείτο στο φάκελο της διαδικασίας, ενώ τα δύο άλλα αντίγραφα παραδίδονταν στα δύο μέλη, τα οποία είχαν καταρτίσει δικό τους ξεχωριστό αρχείο αντιγράφων τεκμηρίων, ως η πάγια πρακτική σε υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον τριμελών Δικαστηρίων. Τα έγγραφα αυτά επιθεωρήθηκαν στις 30.3.2018, στην παρουσία εξουσιοδοτημένης υπαλλήλου του Δικαστηρίου, εκ μέρους της Πρωτοκολλητού του Ποινικού Τμήματος, η οποία παρέδωσε σχετική βεβαίωση. Η επιθεώρηση έγινε στην παρουσία του Κ1 και δικηγόρων του Κ6. Επισημάνθηκαν κάποιες ελλείψεις οι οποίες συμπληρώθηκαν από τα αντίστοιχα έγγραφα που είχε υπό τη φύλαξή του άλλο μέλος του Κακουργιοδικείου. Το ημερολόγιο ενεργείας ημερ. 22.3.2016 που κατατέθηκε κατά την αντεξέταση του ΜΚ41 από το συνήγορο του Κ6, χωρίς να δοθούν αντίγραφα στα μέλη του Κακουργιοδικείου προς αναπλήρωση του, παραδόθηκε στο Δικαστήριο αντίγραφο από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής κ. Κέκκο. Ο συνήγορος του Κ6 προέβαλε ότι με την εισήγηση ενδέχετο να επηρεαστούν δυσμενώς τα δικαιώματα του πελάτη του και προς τούτο παρέπεμψε στις αποφάσεις του ΕΔΔΔ στις υποθέσεις COEMΕ and others v. BELGIUM, Αιτήσεις υπ΄ αριθμό 32492/96, 32547/96, 32548/96, 33209/96 και 33210/96, ημερ. 18.10.2010 και Παπαγεωργίου ν. Ελλάδας, Προσφυγή Αρ. 21032/2008, ημερ. 15.10.2009, καθώς και προγενέστερη απόφαση του ιδίου προσφεύγοντα, ημερομηνίας 9.8.2003. Οι συνήγοροι επισήμαναν ότι υπήρχαν χειρόγραφες σημειώσεις επί του Τεκμηρίου 5, οι οποίες δεν μπορούν να αξιοποιηθούν, αφού δεν υπάρχουν σε πρωτότυπη μορφή επί των αντιγράφων, με το συνήγορο του Κ6 να υποστηρίζει, σ΄εκείνο το στάδιο, ότι επιθυμούσε να προέβαινε σε γραφολογικές εξετάσεις.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η εισήγηση του ήταν η μόνη ενδεδειγμένη οδός προς αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε σε σχέση με την οποία παρείχετο τέτοια ευχέρεια στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 175 του Κεφ. 155. Παράλληλα, ενόψει της απουσίας ειδικής δικονομικής ρύθμισης, όσον αφορά τη διαδικασία αντικατάστασης τεκμηρίων, έκρινε ότι το Δικαστήριο διατηρεί σύμφυτη εξουσία αναπλήρωσης του κενού με γνώμονα βεβαίως την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Προς τούτο, παρέπεμψε σε νομολογία ως προς τον τρόπο άσκησης της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου. Κατέληξε, συναφώς, ότι η αντικατάσταση των τεκμηρίων που καταστράφηκαν, με τον τρόπο που εισηγήθηκε είναι υπό τις περιστάσεις η ενδεδειγμένη λύση. Υποδείχθηκε, περαιτέρω, πως όλα τα τεκμήρια είχαν κατατεθεί χωρίς ένσταση και είχαν τεθεί στη διάθεση όλων των παραγόντων της δίκης. Άφησε δε ανοικτό το ενδεχόμενο σε κάθε κατηγορούμενο να υποβάλει στο τέλος της δίκης την όποια εισήγηση θεωρεί πρόσφορη σε σχέση με την καταστροφή συγκεκριμένων τεκμηρίων.
Ο Κ6 ισχυρίζεται ότι η νομική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, ήτοι το Άρθρο 175 του Κεφ. 155 είναι εσφαλμένη. Πρόβαλε δε ότι με βάση το Άρθρο 34(5) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, έγγραφο αποδεκτό ως μαρτυρία δύναται να κατατεθεί από οποιοδήποτε το έχει στην κατοχή του. Η αντικατάσταση των τεκμηρίων με έγγραφα που διατηρούσαν τα μέλη του Κακουργιοδικείου, απαιτούσε σαφές και συγκεκριμένο υπόβαθρο, κάτι το οποίο δεν υφίστατο και δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το Άρθρο 175.
Το Άρθρο 175 του Κεφ. 155 προνοεί τα ακόλουθα:
«Σε κάθε δίκη, το Δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει κατά την ελεύθερη του κρίση την πορεία της διαδικασίας με οποιοδήποτε τρόπο ο οποίος ήθελε φανεί επιθυμητός και ο οποίος δεν είναι ασυμβίβαστος με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.»
Η κατάσταση που δημιουργήθηκε με την έκρηξη στο χώρο όπου φυλάττοντο τα τεκμήρια των ποινικών υποθέσεων ήταν πρωτόγνωρη και δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο νόμο ή τους κανονισμούς με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αντικατασταθούν τα κατατεθέντα τεκμήρια. Με δεδομένο ότι επρόκειτο για έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, αντίγραφα των οποίων δίδονταν κατά την ώρα της κατάθεσης τόσο στα μέλη του Κακουργιοδικείου όσο και στους κατηγορούμενους και δόθηκε ευκαιρία να ελεγχθούν από τους κατηγορούμενους προτού αντικατασταθούν, θεωρούμε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή, υπό τις περιστάσεις, και δεν δημιουργούσε οποιαδήποτε αδικία. Όπως ορθά ανέφερε το Κακουργιοδικείο άσκησε επί του προκειμένου τη σύμφυτη του εξουσία, όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία (βλ. Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd (1983) CLR 248, Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (1997) 1(Β) ΑΑΔ 724, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 2 ΑΑΔ 339, Κορέλλη ν. Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1 ΑΑΔ 1718). Σημειώνεται, επίσης, ότι οι δικηγόροι όλων των πλευρών είχαν αντεξετάσει στη βάση των τεκμηρίων τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής που είχαν καταθέσει, δεν υπήρξε αντεξέταση ως προς τη γνησιότητα των εγγράφων, ούτε ζητήθηκε η επανακλήτευση οποιουδήποτε μάρτυρα που κατέθεσε πριν την καταστροφή των τεκμηρίων.
Τα ημερολόγια του Δημάρχου Λάρνακας των ετών 2012 – 2015 είχαν κατατεθεί στο σύνολό τους ως Τεκμ. 6 από τον ΜΚ1. Η ιδιαιτέρα του Δημάρχου, η οποία ενημέρωνε τα ημερολόγια, κατέθεσε ως ΜΚ26, πριν καταστραφούν τα ημερολόγια, χωρίς να αντεξεταστεί ως προς το κατά πόσο κατέγραφε σ΄ αυτά όλες τις συναντήσεις που είχε ο Δήμαρχος. Εν πάση περιπτώσει, η θέση του Κ6 ήταν εξ αρχής ότι ουδέποτε συνάντησε τον Κοκότση ή τον Μπόμπολα στο Δημαρχείο προκειμένου να του δώσουν μίζες κατά το χρόνο που καθόρισε ο ΜΚ76 στις καταθέσεις του ή στις υποδείξεις σκηνών. Προς τούτο, ζητήθηκε από το ΜΚ27, υπάλληλο του Δήμου Λάρνακας, να παρουσιάσει τις υπερωρίες που εργάστηκε για τα έτη 2012 – 2016, για να διαφανεί ότι το Δημαρχείο ήταν κλειστό τις απογευματινές ώρες που ο ΜΚ76 έλεγε ότι είχαν δοθεί μίζες. Είναι σαφές ότι η υπεράσπιση είχε την ευκαιρία αφενός να επιθεωρήσει τα τέσσερα ημερολόγια με χειρόγραφες σημειώσεις για τα έτη 2012 – 2015 τα οποία κατατέθηκαν από την ΜΚ26 και αφετέρου να υποβάλει σε αυτήν οποιεσδήποτε ερωτήσεις επιθυμούσε ως το πρόσωπο που τηρούσε ημερολόγια. Όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή πως δεν υπήρχε καταγραμμένη τέτοια συνάντηση στο ημερολόγιο του Δημάρχου αλλά θα ήταν ότι πιο παράδοξο να κατεγράφετο συνάντηση με παράνομο σκοπό.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση αναφέρει τα ακόλουθα ως προς αυτό το σημείο:
«Όσον αφορά τέλος την καταστροφή των χειρόγραφων ημερολογίων του Κατηγορούμενου 6, θα περιοριστούμε να επαναλάβουμε, την παρατήρηση μας πως δεν θα αναμενόταν να κατέγραφε σ' αυτά συναντήσεις που σχετίζονταν με τα θέματα του χρηματισμού του. Σε κάθε περίπτωση, δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή πως δεν υπήρχε καταγραμμένη συνάντηση στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο του Κατηγορούμενου 6, με τον Κοκότση ή τον Μπόμπολα. Τίποτα, συνεπώς, ουσιαστικό δεν θα προσέθετε στην Υπεράσπιση του Κατηγορούμενου 6 το υπό αναφορά τεκμήριο.»
Ενόψει των όσων έχουμε αναλύσει πιο πάνω, δεν διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.
Περαιτέρω, ο Κ6 παραπονείται ότι τα δεδομένα των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρείας Balom, τα οποία πριν ακόμα αρχίσει η ακροαματική διαδικασία ζητούντο από την υπεράσπιση λόγω της σημασίας τους, με στόχο να προβούν σε αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να παρουσιάσει τις καταστάσεις κίνησης των λογαριασμών, Τεκμ. 411, μέσω επιπρόσθετου μάρτυρα, του λειτουργού της Eurobank, ΜΚ71, και οι εντολές ανάληψης μετρητών που, κατά την υπεράσπιση, ήταν οι σημαντικές, κατατέθηκαν από τον εν λόγω μάρτυρα κατά την αντεξέτασή του, Τεκμ. 413. Η καθυστερημένη παρουσίαση αυτής της μαρτυρίας, κατά την εισήγηση, δεν επέτρεψε την αντεξέταση συγκεκριμένων μαρτύρων κατηγορίας επί τούτου, ήτοι των ΜΚ41, ΜΚ50, ΜΚ54, ΜΚ56, ΜΚ57, ΜΚ69. Όπως σημειώνεται από τον Κ6, το Τεκμ. 413 φανερώνει ότι τα χρήματα που λαμβάνονταν από την Balom δίδονταν όχι μόνο στον ΜΚ76, αλλά και στους Σωσσίδη και Κουτσοποδιώτη. Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του ΜΚ72, τα χρήματα που λάμβανε από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας τα παρέδιδε «είτε στον κύριο Σωσσίδη, είτε στον κύριο Κοκότση, είτε σε κάποιον από το γραφείο του ή κάποιο messenger να τα παραλάβει, είτε ο Κοκότσης, είτε ο κύριος Σωσσίδης», μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε και επιβεβαιώνεται από το Τεκμ. 413. Σύμφωνα με το Τεκμ. 413 και τη μαρτυρία του ΜΚ72, με απλή μαθηματική πράξη, επιβεβαιώνεται ότι ο ΜΚ76 δεν είχε διαθέσιμο το ποσό που ισχυρίστηκε ότι έδωσε ως μίζες στον Κ6. Ως εκ τούτου, λανθασμένα κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι η μαρτυρία του ΜΚ76 υποστηρίζεται από το εν λόγω τεκμήριο.
Ο κ. Κέκκος διευκρίνισε ότι όντως ο Κ6 ζήτησε αυτές τις καταστάσεις πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Αυτές εξασφαλίστηκαν και δόθηκαν στην υπεράσπιση διαρκούσης της ακροαματικής διαδικασίας, πριν την κατάθεση του ΜΚ76, στον οποίο αφορούσαν. Ζήτησε, συναφώς, η Κατηγορούσα Αρχή να προσθέσει μάρτυρα με στόχο την κατάθεσή τους, κάτι για το οποίο έφερε ένσταση η πλευρά του Κ6. Τελικά, μετά από ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, επετράπη η κλήση του ΜΚ71, λειτουργού της Eurobank, για να παρουσιάσει τις καταστάσεις αυτές.
Η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, με την οποία επετράπη η κλήση του ΜΚ71, στηρίχθηκε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 111 του Κεφ. 155 και, αφού έκρινε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις που τίθενται από το εν λόγω άρθρο, καθώς επίσης και ότι, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, δεν διαφαινόταν δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης.
Στη μαρτυρία του ο ΜΚ76 εξήγησε ότι ο λόγος που σε κάποιες εντολές αναφερόταν το όνομα του Σωσσίδη ήταν για να μπορούν να δικαιολογούν τα ποσά και να μην εγείρουν υποψίες στην τράπεζα, λόγω του ότι έπαιρναν μετρητά σε μεγάλα ποσό και όφειλαν να αναφέρουν στην εντολή ανάληψης και το σκοπό που αυτή γινόταν. Η εξήγηση αυτή η οποία έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο στα πλαίσια εξέτασης της αξιοπιστίας του ΜΚ76, είναι εύλογη λογική και δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης του Εφετείου.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ η υπεράσπιση επεδίωξε την παρουσίαση μαρτυρίας ως προς τις λεπτομέρειες των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρείας και, ειδικότερα, των αναλήψεων που γίνονταν, όταν η Κατηγορούσα Αρχή έλαβε αυτή τη μαρτυρία και προσπάθησε να την παρουσιάσει, υπεβλήθη ένσταση. Η μαρτυρία αυτή, έστω και καθυστερημένα, προσφέρθηκε. Το επιχείρημα ότι δεν μπόρεσαν στη βάση αυτής να αντεξετάσουν και κάποιους από τους μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν προηγουμένως, για να είχε βάση θα έπρεπε να καταδειχθεί με πιο τρόπο η μαρτυρία αυτή σχετίζετο με τους εν λόγω μάρτυρες. Ούτε όμως ζητήθηκε η επανακλήτευση αυτών των μαρτύρων με στόχο την αντεξέτασή τους επί των κατατεθέντων τεκμηρίων.
Ο Κ6 παραπονείται για τη μη κλήση του Γ. Σωσσίδη από την Κατηγορούσα Αρχή, παρά το ότι υπήρξε μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου, και, σύμφωνα με την υπεράσπιση, σημαντικός μάρτυρας γι’ αυτήν, ενόψει της μαρτυρίας των Κοκότση και Ραφτόπουλου και του Τεκμ. 413.
Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου, μετά από τη δήλωση του κ. Κέκκου ότι δεν θα προσφέρει τον εν λόγω μάρτυρα, τον οποίο συνάντησε και δεν ήταν πρόθυμος να προσέλθει στο Δικαστήριο, αλλά και να ήταν πρόθυμος δεν θα προσφέρετο γιατί δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Όπως ανέφερε «έδωσε μία κατάθεση για το θέμα της Balom, όπου εξιστορεί ένα κομμάτι μόνο, γι΄αυτό που γινόταν. Δηλαδή μας λέει με ποιο τρόπο δίδονταν οι οδηγίες στους λογαριασμούς, για να εκδίδονται τα τιμολόγια, όταν του ζήτησα να μου πει τα λεφτά τί απογίνονται, μου είπε ότι τα έπαιρνε ο Κοκότσης, για να πληρώνει συνεργάτες της εταιρείας, σε ένα έργο στη Γερμανία. Δεν είναι και πρόθυμος να έρθει.».
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε κατά πόσο δικαιολογείτο είτε να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει το μάρτυρα, είτε να τον καλέσει το ίδιο με βάση τις εξουσίες που του παρέχουν οι πρόνοιες του Άρθρου 54 του Κεφ. 155. Έκρινε ότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής γιατί δεν θεωρεί αξιόπιστη τη μαρτυρία του ήταν επαρκείς. Ορθά καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία υπέδειξε, το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής για να καλέσει όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες δεν επεκτείνεται και σε μάρτυρες τους οποίους θεωρεί αναξιόπιστους. Επιπρόσθετα, η κλήση του συγκεκριμένου μάρτυρα θα προκαλούσε επιπλοκές και καθυστέρηση στη διαδικασία, με απρόβλεπτες δυσχέρειες, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας διέμενε στο εξωτερικό και είχε δηλώσει την απροθυμία του να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο.
Ως προς το επικαλούμενο κενό που δημιουργήθηκε, λόγω της μη κλήτευσης του μάρτυρα, η Δημοκρατία προβάλλει ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, λόγω του ότι οι μίζες που δόθηκαν καταγράφηκαν από τον ΜΚ76 στο Τεκμ. 5, σε ανύποπτο χρόνο. Οι ημερομηνίες των αναλήψεων που έγιναν από το λογαριασμό της Balom, σύμφωνα με το Τεκμ. 411, ταυτίζονται στο μεγαλύτερό τους μέρος με τα ποσά που αναφέρονται στο Τεκμ. 5, ενώ στους τραπεζικούς λογαριασμούς του Κ6 εντοπίστηκαν καταθέσεις μετρητών για την περίοδο που δόθηκαν οι μίζες, 2012-2014, ύψους €107.104, τις οποίες δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει από που προήλθαν.
Αρχίζοντας από τη μη κλήτευση του Σωσσίδη, είναι αρκετό να υποδειχθεί ότι ο λόγος που η Κατηγορούσα Αρχή, ως ανέφερε ο κ. Κέκκος, δεν τον κάλεσε, είναι επειδή τον θεωρούσε αναξιόπιστο. Το Δικαστήριο, ακολουθώντας την πάγια επί του ζητήματος νομολογία, έκρινε ότι δεν είχε υποχρέωση η Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει ένα μάρτυρα τον οποίο θεωρεί αναξιόπιστο (βλ. Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 657, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 806 και, πρόσφατα, Dejan, πιο πάνω). Εφόσον, λοιπόν, έκρινε και ορθά, ότι δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις γιατί η Κατηγορούσα Αρχή δεν θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία του, θεωρούμε ότι ορθώς το αίτημα για κλήτευση του μάρτυρα απερρίφθη. Επιπρόσθετα, η απροθυμία του μάρτυρα να καταθέσει, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βρισκόταν εκτός δικαιοδοσίας, η τυχόν κλήση του ως μάρτυρα, ήταν πιθανό να προκαλέσει επιπλοκές και καθυστέρηση στην υπόθεση, όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο. Σε κάθε περίπτωση, εάν επιθυμούσε η Υπεράσπιση, θα μπορούσε να τον είχε καλέσει η ίδια ως μάρτυρα.
Ο Γ. Γεωργίου, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ήταν ο εποπτεύων τις ανακρίσεις και ο σύνδεσμος των ανακριτικών αρχών με τη Νομική Υπηρεσία. Αποτελεί θέση του Κ6 ότι η μαρτυρία του ήταν σημαντική ως το άτομο που συναντήθηκε με το δικηγόρο του ΜΚ76, πριν αυτός δώσει κατάθεση στις 11.3.2016, η οποία ήταν και η μοναδική μαρτυρία εναντίον του. Αυτός ήταν το άτομο που έδωσε οδηγίες να μην εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης εναντίον των Κοκότση και Κατρή και είναι αυτός που είχε επικοινωνία με τη Νομική Υπηρεσία όπου λήφθηκε η απόφαση να μην διωχθεί ο Κοκότσης. Το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι:
«Όσον αφορά τη μη κλήτευση του υπευθύνου των ανακρίσεων, δεν διακρίναμε οποιαδήποτε επιλήψιμη ενέργεια ή σκοπιμότητα από την Κατηγορούσα Αρχή. Κατέθεσαν αρκετοί ανακριτές, οι οποίοι αντεξετάστηκαν επί όλων των πτυχών του ανακριτικού έργου και δεν θεωρούμε ότι δημιουργείται ρήγμα στη διερεύνηση της υπόθεσης, επειδή δεν κλήθηκε ο υπεύθυνος των ανακρίσεων, ο οποίος κατά την εκτίμηση της Κατηγορούσας Αρχής, δεν θα προσέθετε οτιδήποτε ουσιαστικό. Θα μπορούσαν, όμως, οι Κατηγορούμενοι να τον καλούσαν οι ίδιοι, εάν θεωρούσαν ότι είχε κάτι σημαντικό να προσθέσει, το οποίο δεν είχε καλυφθεί από τους άλλους ανακριτές που έχουν δώσει μαρτυρία.»
Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Η πλευρά του Κ6 θα μπορούσε να ζητήσει την παρουσία του εν λόγω μάρτυρα για σκοπούς αντεξέτασης εάν θεωρούσε ότι η μαρτυρία του ήταν ουσιαστική και θα μπορούσε να ήταν μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου (βλ. Παρασκευάς ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 649).
Ως ΜΚ58 κατέθεσε ο Θ. Χ»Δημητρίου, εκπρόσωπος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ο οποίος κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας. Ο Κ6 παραπονείται ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του είναι εσφαλμένη, αναιτιολόγητη και αντίθετη με την ενώπιον του μαρτυρία. Σύμφωνα με την εισήγηση, η μαρτυρία του ΜΚ58 ήταν ανεπαρκής και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την οικονομική κατάσταση του Κ6. Υπήρξε ελλιπής διερεύνηση από την ανακριτική ομάδα, με αποτέλεσμα να μην διερευνηθούν διάφορες πηγές εσόδων του Κ6, όπως ήταν μισθοί από την οικογενειακή εταιρεία ΕΒΕΧ, εισπράξεις ενοικίων, τόκοι επί ομολόγων και αξιογράφων, καθώς, με αποτέλεσμα ο ΜΚ58 να δηλώνει συνεχώς άγνοια ως προς την πηγή προέλευσης των εσόδων του Κ6. Η μη διερεύνηση της προέλευσης των χρημάτων και η μη φορολογική διερεύνηση δημιούργησε λανθασμένη εντύπωση ως προς την οικονομική κατάσταση του Κ6. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατά τον Κ6, να εξαναγκαστεί η υπεράσπιση να καλέσει τον λογιστή, ΜΥ4(Κ6), ο οποίος αδικαιολόγητα κρίθηκε αναξιόπιστος από το Κακουργιοδικείο.
Από την άλλη, η Δημοκρατία προβάλλει ότι ο ΜΚ58 δεν προέβη σε ανάλυση της συνολικής οικονομικής κατάστασης του Κ6, παρά μόνο προέβη σε ανάλυση των τραπεζικών του δεδομένων, βάσει των τραπεζικών του καταστάσεων, και του δόθηκαν, επίσης, οι φορολογικές του δηλώσεις. Αντιθέτως, προβάλλεται ότι ο ΜΥ4(Κ6) ορθά δεν έγινε πιστευτός από το Κακουργιοδικείο και, προς τούτο, ανέλυσε τα διάφορα στοιχεία που επικαλέστηκε η υπεράσπιση για να δικαιολογήσει τα τραπεζικά του δεδομένα.
Κατ΄ αρχάς, σημειώνεται ότι αυτό που ανατέθηκε στον ΜΚ58 ήταν η ανάλυση των τραπεζικών δεδομένων του Κ6 και άλλων κατηγορουμένων, τα οποία του παρέδωσαν οι ανακριτικές αρχές και ετοίμασε σχετική έκθεση. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η έρευνα του περιορίστηκε στα στοιχεία που του δόθηκαν για το συγκεκριμένο σκοπό, που δεν ήταν η ανάλυση της εν γένει οικονομικής κατάστασης του Κ6, αλλά η αποτύπωση και ανάλυση των τραπεζικών δεδομένων όπως προέκυπταν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της περιόδου 1.1.2012 – 31.12.2014. Ο μάρτυρας εξήγησε πως ο λόγος που δεν μπορούσε να γνωρίζει την πηγή της κάθε κατάθεσης που περιέχεται στους λογαριασμούς του Κ6 είναι γιατί, στα δεδομένα που του δόθηκαν, δεν υπήρχαν τα αιτιολογικά των καταθέσεων. Αυτό, όμως, δεν επηρεάζει την αντικειμενικότητα και ορθότητα της έρευνας στη βάση των δεδομένων που του είχαν δοθεί. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η έρευνα αποσκοπούσε στο να εξεταστούν τα τραπεζικά δεδομένα του Κ6 και των άλλων κατηγορουμένων, από τα οποία προέκυψαν καταθέσεις μετρητών κατά την περίοδο που, κατ΄ ισχυρισμό, δίδονταν στον Κ6 μίζες. Διαζευκτικές δικαιολογίες που δόθηκαν από τον Κ6 απορρίφθηκαν από το Κακουργιοδικείο κρινόμενες ότι αντιστρατεύονται την κοινή λογική.
Η μαρτυρία κατέδειξε ότι, κατά την περίοδο 2012 – 2014, υπήρχαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του Κ6 καταθέσεις μετρητών ύψους €107.104, τις οποίες ο ίδιος δικαιολόγησε ότι προέρχονταν από την μισθοδοσία του από την εταιρεία ΕΒΕΧ, από εισπρακτέα ενοίκια, από τον μισθό του ως Δήμαρχος και από αναλήψεις πιστωτικών καρτών μέσω Αυτόματων Ταμειακών Μηχανών, ΑΤΜ. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η μαρτυρία του ΜΥ4(Κ6), η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Όσον αφορά το ΜΥ4(Κ6) ΧΧΧ Χ''Ζαχαρία, δεν έχουμε πεισθεί ότι παρουσίασε με αντικειμενικότητα την περιουσιακή κατάσταση του Κατηγορούμενου 6 (Τεκμήριο 497). Η μεροληπτική του στάση, συνάγεται, πιστεύουμε, αβίαστα από την ανάλυση των διαθέσιμων μετρητών, όπως παρουσιάζονται στο σχετικό πίνακα που ετοίμασε (Τεκμήριο 505).
Είναι κατά την εκτίμησή μας φανερή η προσπάθεια που κατέβαλε να δικαιολογήσει ότι ο Κατηγορούμενος 6 είχε διαθέσιμα μετρητά κατά την περίοδο 2012-2014, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι καταθέσεις μετρητών που παρουσιάζονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς του, όπως επεξηγήθηκαν από το ΜΚ58.
Ένδειξη για τη στάση του αυτή, αποτελούν τα ακόλουθα:
- θεώρησε ως μέρος των μετρητών που κατατέθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς τα ποσά που απέσυρε ο Κατηγορούμενος 6, από τις αυτόματες ταμειακές μηχανές (ATM) με τη χρήση των πιστωτικών του καρτών.
- επίσης, θεώρησε ως πιθανή πηγή διαθέσιμων μετρητών τα μετρητά που προέρχονταν από την εξαργύρωση των επιταγών της μισθοδοσίας του. Παρά το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 6, την κρίσιμη περίοδο (11/12-5/14), κατά την οποία φέρεται να χρηματιζόταν, δεν εξαργύρωσε τις επιταγές αλλά τις κατέθετε στους λογαριασμούς του, ο ΜΥ4 θεώρησε ότι τα χρήματα που προήλθαν από την εξαργύρωση επιταγών που αφορούσαν άλλες προγενέστερες χρονικές περιόδους, τα είχε στη διάθεση του και συνεπώς ήταν μετρητά που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ή/και να τα κατέθεσε στους λογαριασμούς του. Δεν είναι, όμως, δυνατό να γίνει αποδεκτό ένα τέτοια σενάριο, το οποίο αντιστρατεύεται την κοινή λογική. Ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος 6, είχε εξαργυρώσει, για παράδειγμα, τις επιταγές της μισθοδοσίας του για τους μήνες 1ο, 2ο, 3ο ή 4ο του έτους 2012 και κρατούσε ή φύλαγε τα μετρητά από την εξαργύρωση των επιταγών, ώστε να ήταν διαθέσιμα για να τα καταθέσει ξανά στην τράπεζα, την περίοδο Νοεμβρίου 2012-Μαΐου 2014, που φέρεται να λάμβανε τις μίζες.
- θεώρησε, τέλος, ότι εισέπραττε σε μετρητά τα ενοίκια καθώς και τους μισθούς από την εταιρεία ΕΒΕΧ, χωρίς τούτο να τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία. Υποστήριξε, συναφώς, ότι διερευνήθηκε από άλλο συνάδελφο του γραφείου του, ο τρόπος πληρωμής από την εταιρεία ΕΒΕΧ και διαπιστώθηκε, από διαβεβαιώσεις που έλαβε από το λογιστήριο της εταιρείας, ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι μισθοί των υπαλλήλων και των διευθυντών πληρώνονταν σε μετρητά.»
Έχουμε ήδη υποδείξει πως απορρίπτουμε αυτό τον ισχυρισμό, επισημαίνοντας ότι θα αναμενόταν από τον Κατηγορούμενο 6, εάν ίσχυε πράγματι αυτή η θέση να παρουσίαζε σχετική πρωτογενή μαρτυρία από το λογιστήριο της εταιρείας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΥ4, ο οποίος εμφανώς, προσπάθησε να βοηθήσει με τη μαρτυρία του τον πελάτη του, Κατηγορούμενο 6.»
Εξετάσαμε τη μαρτυρία του ΜΥ4(Κ6) και τα όσα προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κ6. Το Κακουργιοδικείο έδωσε επαρκείς και πειστικές εξηγήσεις για τους λόγους που το οδήγησαν να κρίνει τη μαρτυρία του μεροληπτική και, συνεπώς, μη αποδεκτή και δεν κρίνουμε ότι παρέχεται πεδίο παρέμβασης του Εφετείου.
Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας και της αρχής της αμεροληψίας η οποία προκύπτει, κατά τη θέση του, από τα δηλωθέντα και καταγραφέντα από το Κακουργιοδικείο γεγονότα, στη βάση των οποίων επιβλήθηκε ποινή στους Βέργα, Γιαννακόπουλο, Πέτρου και Bagleh, πρώην κατηγορούμενους 10, 12, 5 και 9 αντίστοιχα. Σύμφωνα με την εισήγηση, το Κακουργιοδικείο συνεχίζοντας τη δίκη μετά την επιβολή ποινής στους πιο πάνω κατηγορούμενους δεν ήταν φαινομενικά αμερόληπτο, η σύνθεση του έπασχε με συνακόλουθο η δίκη να μην είναι δίκαιη.
Στη Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 263, αναφέρθηκε ότι, κατά πόσο παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας με συνακόλουθο να μην είναι δίκαια η δίκη εξετάζεται «στη βάση του πάγιου κριτηρίου ως προς το κατά πόσο ένας δικαιόφρων και πληροφορημένος παρατηρητής θα ήταν δυνατό να συμπεράνει πως ετίθετο ζήτημα προκατάληψης, εξ αντικειμένου.»
Στη Χατζηξενοφώντος ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. Αρ. 26/2020, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B441, εξετάστηκε ζήτημα παραβίασης τεκμηρίου της αθωότητας και αμεροληψίας, όταν το Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα μετά την παραδοχή και επιβολή ποινής στο συγκατηγορούμενο του. Κρίθηκε ότι δεν υπήρξε ζήτημα υποκειμενικής ή αντικειμενικής αμεροληψίας ούτε ζήτημα παραβίασης της δίκαιης δίκης εφόσον η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε σε αξιόπιστη μαρτυρία.
Ο εφεσείων αναφέρθηκε σε πτυχές της απόφασης της ποινής των συγκατηγορουμένων του προς υποστήριξη των θέσεων του. Από την άλλη ο κ. Κέκκος εισηγήθηκε πως τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν για σκοπούς ποινής ουδόλως σχετίζονται με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε εναντίον του Κ6 και καμία αναφορά έγινε στον Κ6.
Είναι γεγονός ότι τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τους Βέργα, Γιαννακόπουλο, Πέτρου και Bagleh ουδεμία σχέση είχαν με τον Κ6. Εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα δικά του ευρήματα στη βάση αξιολόγησης της μαρτυρίας που δόθηκε από τους μάρτυρες κατηγορίας η οποία ήταν εκτεταμένη και η οποία αξιολογήθηκε λεπτομερώς χωρίς να αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία στον πληροφορημένο αντικειμενικό παρατηρητή ότι υπήρξε επίδραση στη σκέψη και απόφαση του Κακουργιοδικείου από την παραδοχή των πρώην συγκατηγορουμένων του Κ6. Συνακόλουθα ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Έφεση Αρ. 37/2020 - Κ7
Ο Κ7 με τον 1ο και 2ο λόγο έφεσης προβάλλει ότι το ανακριτικό έργο ήταν μεμπτό και δεν έτυχε δίκαιης δίκης, ενώ με τον 4ο λόγο αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μιχαήλ, ΜΚ2.
Παραπονείται ο εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να αναφερθεί και να αξιολογήσει τις προβληθείσες από αυτόν υπερασπίσεις, καθώς και την ουσιώδη μαρτυρία που δόθηκε σε σχέση με την υπεράσπισή του, με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι αναιτιολόγητη και να παραβιάζεται η δίκαιη δίκη.
Ως προς το πλημμελές έργο των ανακριτικών αρχών, προβάλλει ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ Aστυνομίας και Μιχαήλ, ΜΚ2, για τη μη δίωξη του ιδίου και της συζύγου του, ΜΚ17, από τα αρχικά στάδια της διερεύνησης, νοουμένου ότι αυτοί θα έδιδαν θεληματική κατάθεση, με τη μεσολάβηση του κ. Φ. Φαίδωνος, Δημάρχου Πάφου, αδιαφορώντας για την αλήθεια των ισχυρισμών του Κ7 και του υιού του, πρώην Κ8. Το ίδιο έπραξε η Αστυνομία και με τους Κοκότση και Κατρή, ΜΚ76 και ΜΚ75 αντίστοιχα. Ο δε υπεύθυνος των ανακρίσεων ΜΚ69 προέβη σε σκόπιμες παραλείψεις, με σκοπό να μην αμφισβητηθεί η μαρτυρία των Μιχαήλ, Κοκότση, Κατρή, λόγω των συμφωνιών ασυλίας που είχαν συνάψει μαζί τους.
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο στάδιο, πρόκειται για μία υπόθεση πολύπλοκη, με διαφορετικές πτυχές, όπου δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία. Στα πλαίσια αυτά, το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να σκιαγραφήσει όλες τις πτυχές της υπόθεσης. Δεν μπορεί, όμως, να αναμένεται να γίνεται λεπτομερής αναφορά σε κάθε στοιχείο μαρτυρίας που δόθηκε από τον κάθε κατηγορούμενο και σε κάθε λεπτομέρεια των εισηγήσεων που προβλήθηκαν.
Η όλη υπόθεση ήρθε στο προσκήνιο μετά από καταγγελία του Δημάρχου Πάφου στην Αστυνομία, ως αποτέλεσμα κάποιων πληροφοριών που του δόθηκαν από τον Μιχαήλ, MK2, για χρηματισμό διαφόρων προσώπων από την HELECTOR, μέσω του διευθυντή της Κοκότση, MK76. Ανάμεσα στα πρόσωπα που αναφέρθηκαν ήταν ο πρώην Δήμαρχος Πάφου, καθώς και ο οικονομικός διευθυντής του Δήμου Πάφου, Κ1, και ο υιός του Κ7, ο οποίος, μέσω εταιρείας του, πρώην κατηγορούμενης 16, είχε συμφωνήσει να παρέχει ιατρικές υπηρεσίες στο ΧΥΤΑ Πάφου, χωρίς όμως να επισκεφθεί τους χώρους των εγκαταστάσεων.
Μετά από αυτή την καταγγελία, άρχισαν οι έρευνες της Αστυνομίας. Οι καταγγελίες του Φαίδωνος διερευνήθηκαν από την Αστυνομία, με αποτέλεσμα ο πρώην Δήμαρχος Πάφου να κατηγορηθεί και να παραδεχτεί ότι χρηματίστηκε. Ο ΜΚ2 είχε, επίσης, αναφερθεί σε εικονικά τιμολόγια που είχε εκδώσει με οδηγίες του Κοκότση για να δικαιολογηθούν οι μίζες και αυτά εντοπίστηκαν στα γραφεία της Κ15 εταιρείας και επιβεβαιώθηκε από την Μαππούρα - ΜΚ48, υπεύθυνη του λογιστηρίου της Κ15 ότι ήταν εικονικά. Επίσης, ο Κοκότσης ομολόγησε στην κατάθεσή του ότι είναι αυτός που είχε δώσει οδηγίες στο Μιχαήλ, ΜΚ2, να εκδώσει εικονικά τιμολόγια. Η μαρτυρία του Μιχαήλ, ΜΚ2, αφορούσε την έκδοση εικονικών τιμολογίων μετά από οδηγίες του Κοκότση, για να δικαιολογεί τις μίζες που έδιδε σε διάφορα πρόσωπα. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη θετική εντύπωση που σχημάτισε για το μάρτυρα, ο οποίος εξήγησε επαρκώς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες κατήρτισε, με τη βοήθεια της συζύγου του, ΜΚ17, τα εικονικά τιμολόγια στα ονόματα του πατέρα του, του πεθερού του και άλλου συγγενικού του προσώπου, κατόπιν οδηγιών του Κοκότση. Ο μάρτυρας επιβεβαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη σύζυγο και τον αδελφό του, ΜΚ18, καθώς και από το πρόσωπο που κατάρτησε εικονικά τιμολόγια μετά από οδηγίες του, ΜΚ21.
Ο Κ7 δεν είχε σχέση με την πληρωμή των τιμολογίων, είχε όμως ουσιαστικό ρόλο στο όλο έργο και ήταν το άτομο που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κατρή, όποτε επισκεπτόταν το εργοτάξιο αυτός ήταν παρών.
Η κατ΄ ισχυρισμό συμφωνία της Αστυνομίας με μεσάζοντα τον Δήμαρχο Πάφου για μη δίωξη του Μιχαήλ και της συζύγου του, δεν έχει έρεισμα στη μαρτυρία. Η απόφαση για να μην διωχθούν ο Μιχαήλ και η σύζυγος του λήφθηκε από τη Νομική Υπηρεσία, προς την οποία τέθηκε όλο το μαρτυρικό υλικό. Σημειώνεται ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ από μόνη της, χωρίς τη μαρτυρία του προσώπου που έδινε τα χρήματα, δεν μπορούσε να στηρίξει καταδίκη. Δεν έχει καταδειχθεί ότι η μαρτυρία του ήταν προϊόν αθέμιτου ανταλλάγματος (Σ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 202/2015, ημερ. 21.2.2019), ECLI:CY:AD:2019:B55.
Δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι ο ΜΚ2, όταν ανέφερε στο Δήμαρχο Πάφου περί χρηματισμού, δεν εξεταζόταν οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον του. Άλλωστε, η όλη υπόθεση ξεκίνησε να διερευνάται μετά από τις καταγγελίες Φαίδωνος, με βάση πληροφόρηση που έλαβε από το ΜΚ2.
Ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημά του να κληθεί ο Δήμαρχος Πάφου για να αντεξεταστεί. Η κατάθεση του είχε καταχωριστεί στη διαδικασία κατά την αντεξέταση του ΜΚ69, όχι όμως για την αλήθεια του περιεχομένου της. Η εν λόγω κατάθεση δεν αξιολογήθηκε από το Κακουργιοδικείο, εφόσον ο Δήμαρχος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στην υπόθεση. Άλλωστε η εμπλοκή του στην υπόθεση περιορίζετο στην καταγγελία της υπόθεσης, μετά από πληροφόρηση που έλαβε από τον ΜΚ2, με τον ίδιο να μην έχει ιδία γνώση των γεγονότων. Ως εκ τούτου, ορθά απερρίφθη το αίτημα της υπεράσπισης για κλήση του με στόχο την αντεξέταση, εφόσον τίποτε το ουσιαστικό δεν μπορούσε να προκύψει.
Ο Κ7 ισχυρίζεται, περαιτέρω, σκόπιμη παράλειψη του ανακριτή να διερευνήσει πτυχές της υπόθεσης που αφορούσαν είτε τον ίδιο, είτε τον υιό του, Κ8. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι ανακριτές ερεύνησαν όλες τις πτυχές της υπόθεσης. Η καταδίκη του προέκυψε από τη μαρτυρία του Κατρή ότι αυτός χρηματίστηκε με ποσό ύψους €100.000 και υποστηρίζεται έτι περαιτέρω από τα ποσά των καταθέσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς του υιού του, Κ8, στην Ελλάδα.
Προβάλλεται, περαιτέρω, παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ως μάρτυρες κατηγορίας τους Γιαννάκη Γεωργίου, υπεύθυνο ανακρίσεων, την κα Ε. Κλεόπα, υπεύθυνη του ποινικού τμήματος ή άλλο λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και το Μιλτιάδη Ζυγούρα, εκπρόσωπο της εταιρείας Bilfinger Baugesellschaft M.B.H.. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης κλήθηκαν και έδωσαν μαρτυρία αρκετά μέλη της Αστυνομίας, οι οποίοι εξήγησαν τις ενέργειες στις οποίες προέβηκαν κατά τη διερεύνηση αυτής της περίπλοκης αυτής υπόθεσης. Δεν προέκυψε κατά τη δίκη οποιοδήποτε κενό έτσι ώστε αποδεδειγμένα να απαιτείτο η κλήση του υπεύθυνου των ανακρίσεων. Αναφορικά με την κα Ε. Κλεόπα, η εμπλοκή της οποίας ήταν να δώσει τις τελικές οδηγίες ως προς τα πρόσωπα που θα διωχθούν, καταγράφεται στο ημερολόγιο ενεργείας. Δεν προκύπτει οτιδήποτε που να καθιστούσε αυτή τη μάρτυρα αναγκαία για την υπόθεση, έτσι ώστε παράλειψη κλήτευσής της να δημιουργεί ρήγμα. Αναφορικά με τον Ζύγουρα, δεν λήφθηκε κατάθεση από αυτό το πρόσωπο και δεν καταδεικνύεται με πιο τρόπο η μαρτυρία του ήταν αναγκαία για την υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να κληθεί από την υπεράσπιση.
Έχουμε αναφερθεί πιο πάνω στις αρχές στη βάση των οποίων εξετάζεται το ζήτημα της επάρκειας του ανακριτικού έργου. Εν προκειμένω, όπως ορθά κατέληξε το Κακουργιοδικείο, δεν έχει καταδειχθεί πλημμέλεια στη διεξαγωγή του ανακριτικού έργου, έτσι ώστε να επηρεάζεται η δίκαιη δίκη. Καμία από τις παραλείψεις που αναφέρθηκαν από τον Κ7 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πλημμέλεια και σίγουρα δεν επηρεάζει τη δίκαιη δίκη. Παρά το γεγονός ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν να εξετάσουν μίαν περίπλοκη υπόθεση, με εμπλεκόμενους διάφορους κρατικούς αξιωματούχους και δύο δημάρχους, έργο επίπονο και δύσκολο, εν τούτοις η διερεύνηση διεξήχθη εντός των ορθών πλαισίων.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του Λοχ. 2192, Γ. Κωνσταντίνου, ΜΚ69.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν συνόψισε τη μαρτυρία του ΜΚ69, συμπεριλαμβανομένης και της αντεξέτασής του, με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι αναιτιολόγητη. Παραπονείται, επίσης, ότι δεν αντιπαρέβαλε τη μαρτυρία του ΜΚ69 με τους υπόλοιπους μάρτυρες.
Όπως υποδείχθηκε στην Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 177/2017, ημερ. 20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B550, «είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας, καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό».
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία του MK69, καθώς και όλης της ανακριτικής ομάδας. Ο ΜΚ69 υπέστη εκτενή αντεξέταση από όλους τους συνηγόρους των κατηγορουμένων και το Δικαστήριο ήταν σε θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία του. Η μαρτυρία του ως ανακριτή, είχε να κάνει με τις ενέργειες που έλαβε για να εκτελέσει τα όσα του ανατέθηκαν για τη διερεύνηση αυτής της δύσκολης και πολύπλοκης υπόθεσης. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι ο μάρτυρας κατέθεσε την αλήθεια ως προς τις ενέργειες στις οποίες προέβη. Αυτό που προβάλλεται είναι ότι παρέλειψε να διερευνήσει πτυχές της υπόθεσης, με αποτέλεσμα η διερεύνηση να μην είναι αντικειμενική. Κεντρικό στοιχείο που εγείρεται είναι η ασυλία που δόθηκε στους Μιχαήλ, Κοκότση και Κατρή. Σύμφωνα με την εισήγηση, τους υποσχέθηκαν ασυλία σε αρχικό στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης, με στόχο να εξασφαλίσουν μαρτυρία που να ενοχοποιεί τους κατηγορούμενους, αφήνοντάς τους ελεύθερους σε χρόνο πριν ακόμα δοθούν οδηγίες από τη Νομική Υπηρεσία ως προς τα πρόσωπα που θα διώκονταν.
Το Κακουργιοδικείο δεν διαπίστωσε ότι οι ανακριτές υποσχέθηκαν ανταλλάγματα στους μάρτυρες κατηγορίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μαρτυρία τους. Έχοντας διεξέλθει της μαρτυρίας, υπό το φως των εκτεταμένων αγορεύσεων του Κ7, δεν βρίσκουμε να προκύπτει αντίθετο συμπέρασμα. Ορθή επίσης κρίνουμε και την υπόδειξη του Κακουργιοδικείου ότι δεν θα ήταν ανεπίτρεπτη τυχόν υπόσχεση για παραχώρηση ασυλίας σε ουσιώδεις μάρτυρες σε αυτή τη σοβαρή υπόθεση. Εκείνο που είναι επιλήψιμο είναι εάν οι ανακριτές παρότρυναν ή ενθάρρυναν τους μάρτυρες, όπως, με αντάλλαγμα την ασυλία, παραποιήσουν στοιχεία ή αποκρύψουν οποιαδήποτε γεγονότα σχετικά με την υπόθεση, προκειμένου να διευκολυνθεί η καταδίκη των κατηγορουμένων. Καταλήγοντας, έκρινε ότι τέτοια συμπεριφορά δεν είχε επιδειχθεί από οποιοδήποτε από τους ανακριτές. Θέση την οποία συμμεριζόμαστε, έχοντας εξετάσει το μαρτυρικό υλικό στη βάση των επιχειρημάτων του εφεσείοντα.
Περαιτέρω, γίνεται εκτενής αναφορά στην αγόρευση σε ζητήματα που αφορούν τον υιό του Κ7, πρώην Κ8 και την εταιρεία, πρώην Κ16, οι οποίοι έχουν αθωωθεί. Δεν θα ήταν ορθό, ειδικά στα πλαίσια μίας υπόθεσης με αυτή την τεράστια έκταση, όπως είναι η παρούσα, να εξεταστούν εκ νέου ζητήματα που αφορούν τους δύο αυτούς αθωωθέντες κατηγορούμενους. Όπως δε ορθά υπέδειξε ο κ. Κέκκος, στη δική του αγόρευση, ο ίδιος ο Κ7, όταν ρωτήθηκε αναφορικά με τη συμφωνία με την Κ16, καθώς και για τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Κ8, απάντησε ότι ο ίδιος δεν είχε σχέση με αυτά. Δεν μπορεί, συνεπώς, τώρα να εγείρει θέματα που αφορούν τους Κ8 και Κ16.
Υποδεικνύονται σκόπιμες παραλείψεις του ανακριτή, ΜΚ69, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η αξιοπιστία των Μιχαήλ, Κοκότση και Κατρή. Πέραν των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μαρτυρία των μαρτύρων αυτών έχει αξιολογηθεί από το Κακουργιοδικείο λεπτομερώς. Ο δε ισχυρισμός της Κατηγορούσας Αρχής ότι οι μίζες που λάμβανε ο Κ7 βρίσκονταν κατατεθειμένες στο λογαριασμό του πρώην Κ8 αντικρούστηκε από τον ίδιο, όμως η μαρτυρία του κρίθηκε αναξιόπιστη στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
« Όσον αφορά, όμως, το δεύτερο σκέλος, η μαρτυρία του κρίνεται παντελώς αναξιόπιστη. Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε, θεωρούμε ότι σε συνεννόηση προφανώς με τον πατέρα του, τον οποίο θέλησε να προστατεύσει, απέκρυψε τα ορθά γεγονότα, παρουσιάζοντας ένα εντελώς ψευδές και χαλκευμένο ιστορικό, σε σχέση με τα τραπεζικά δεδομένα. Ειδικότερα:
Υποστήριξε ότι οι καταθέσεις που παρουσιάζονται στους λογαριασμούς του τις ημερομηνίες 31/08/2006 (για ποσό €28.000), 08/11/2006 (για το ποσό των €25.000) και 17/01/2007 (για το ποσό των €48.000) δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με κατ' ισχυρισμό μίζες του πατέρα του αλλά προήλθαν από δικές του οικονομίες και μεταφορές από άλλους λογαριασμούς που διατηρούσε σε διάφορα άλλα τραπεζικά ιδρύματα στην Ελλάδα. Εξετάσαμε με προσοχή τους ισχυρισμούς του για κάθε μια από τις υπό αναφορά καταθέσεις και καταλήξαμε ότι είναι καταφανώς αστήρικτοι. Ειδικότερα:
- Σε σχέση με τις δυο πρώτες καταθέσεις, ως άνω, για το συνολικό ποσό των €53.000, υποστήριξε ότι τα μετρητά προήλθαν από την απόσυρση του ποσού των €15.000 από λογαριασμό που διατηρούσε στην Ελληνική Τράπεζα, ένα άλλο ποσό (γύρω στις €32.000) προήλθε από αναλήψεις που έκανε από λογαριασμό που διατηρούσε στην Ελληνική το έτος 2005, επειδή υπήρχαν φήμες ότι η τράπεζα θα έκλεινε και το υπόλοιπο - γύρω στις €7.000-€8.000 - από επιπλέον εισοδήματα που είχε, τα οποία προήλθαν από κατ' οίκον επισκέψεις σε διάφορους ασθενείς του.
Οι ανωτέρω εξηγήσεις δεν κρίνονται από το Δικαστήριο ικανοποιητικές. Αδυνατούμε να αποδεχθούμε ότι ο Κατηγορούμενος 8 φύλαγε τα χρήματα που απέσυρε από τις ΑΤΜ, για μεγάλο χρονικό διάστημα (ένα περίπου έτος) και ότι αποφάσισε, όλως αιφνιδίως, να τα επανακαταθέσει στην τράπεζα, τμηματικά μάλιστα, τον Αύγουστο και Νοέμβριο 2006.
- Όσον αφορά την κατάθεση των €48.000 υποστήριξε ότι προήλθε από αναλήψεις από τους λογαριασμούς του στην Ελληνική Τράπεζα ημερ. 13/12/2005 και 11/01/2006, για τα ποσά των €40.000 και €8.000, αντίστοιχα. Όταν του υποδείχθηκε ότι τις ίδιες, ως άνω, ημερομηνίες, είχε προβεί σε άλλες προθεσμιακές καταθέσεις για τα αντίστοιχα ποσά που είχε αποσύρει, δηλαδή των €40.000 και €8.000 (βλ. Τεκμήρια 344(γ) και 344(δ), αντίστοιχα), πρόβαλε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή, υποστηρίζοντας ότι τα χρήματα αυτά τα είχε εξοικονομήσει από τις εργασίες του το έτος 2005 και τα είχε φυλαγμένα στο σπίτι του. Πρόκειται για, εμφανώς, κατασκευασμένη μαρτυρία η οποία επινοήθηκε όταν συνειδητοποίησε, αντεξεταζόμενος, ότι ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής είχε εντοπίσει, μέσα από τα τραπεζικά του δεδομένα, την πορεία των χρημάτων που είχε αποσύρει από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Η ευκολία με την οποία κατέφευγε στο ψεύδος συνάγεται από την εξήγηση που επιχείρησε να δώσει, όταν καταρρίφθηκε ο αρχικός του ισχυρισμός, ότι το χρηματικό ποσό των €40.000 που είχε αποσύρει στις 13/12/2005, το είχε φυλάξει στο πατάρι του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε, πίσω από ένα τούβλο. Όταν, λοιπόν, του υποδείχθηκε ότι την ίδια ημερομηνία είχε προβεί σε άλλη προθεσμιακή κατάθεση για το ίδιο ποσό, ανασκεύασε την εκδοχή του, υποστηρίζοντας ότι, το αντίστοιχο ποσό το είχε φυλαγμένο στο σπίτι και θέλησε να το αντικαταστήσει, αν είναι δυνατό, με καινούργια «κολλαριστά» χαρτονομίσματα. Υποδεικνύεται ότι την ίδια εκδοχή έδωσε και για το ποσό των €8.000. Πρόκειται για εξωφρενικούς, με κάθε εκτίμηση, ισχυρισμούς, που επινοήθηκαν από τον Κατηγορούμενο 8 σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
Επιτηδευμένη κρίνεται και η μαρτυρία του πως δεν συνάντησε τον Κατρή στον αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων του έτους 2006. Η προσπάθειά του να αποστασιοποιηθεί από το γεγονός αυτό, παρουσιάζοντας το πρόγραμμα των εφημεριών του κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2006, καθώς και άλλα αποδεικτικά στοιχεία για τις πληρωμές των υπερωριών του (βλ. Τεκμήριο 526), δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη μαρτυρία του ΜΚ75, σε σχέση με τη συνάντηση που είχε μαζί του κατά την επίδικη περίοδο. Αρκεί, επί του προκειμένου, να υποδείξουμε, ότι ο Κατρής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία που είχε συναντήσει τον Κατηγορούμενο 8 στο αεροδρόμιο και του έδωσε το φάκελο με το ποσό των €50.000. Άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να ήταν είτε πριν τα Χριστούγεννα είτε μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Δεν διατηρούμε, συνεπώς, αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος 8 συναντήθηκε με τον Κατρή στον αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος σε κάποια από τις ημερομηνίες αυτές και τα όσα προφασίσθηκε για να αντικρούσει αυτή τη συνάντηση, αποτελούν απλά προφάσεις και εκ των υστέρων σκέψεις».
Η καταδίκη του Κ7 στηρίχθηκε σε μαρτυρία που καταδείκνυε ότι αυτός χρηματίστηκε και ότι τα χρήματα κατατέθηκαν στο λογαριασμό του υιού του με τις εξηγήσεις που αυτός έδωσε να μην γίνονται αποδεκτές από το Κακουργιοδικείο, ως αναφέρθηκε ανωτέρω. Ο πυρήνας της υπόθεσης εναντίον του Κ7 ερευνήθηκε από τις ανακριτικές αρχές και δεν διαπιστώνουμε ότι όσα καταλογίζονται στον ΜΚ69 και στους άλλους ανακριτές επηρεάζουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ουσία της υπόθεσης.
Με τον πέμπτο λόγο αμφισβητείται η αξιολόγηση του Κατρή, ΜΚ75. Πρόκειται για τον κύριο μάρτυρα κατηγορίας εναντίον του Κ7. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο Δ. Γραμματάς, μηχανικός της εταιρείας, του είχε πει ότι ο Κ7 του είχε ζητήσει, πριν την υποβολή προσφορών για το ΧΥΤΑ Πάφου, να λαμβάνει ποσοστό 3,5% επί των εισπράξεων του έργου, στην περίπτωση που θα συνέδραμε μέσω της αξιολόγησης, ώστε το έργο να αναληφθεί από την εταιρεία τους. Η αξίωση αυτή απορρίφθηκε, μετά από συζήτηση με τον Μπόμπολα. Κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, σε διάφορες συναντήσεις που είχε με τον ΜΚ75, αξίωνε από αυτόν την καταβολή χρημάτων, προκειμένου να καταβάλλονται οι πληρωμές των λογαριασμών εμπρόθεσμα. Η αξίωση συζητήθηκε με τον Μπόμπολα και αποφάσισαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματά του για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα, τόσο στις πληρωμές, όσο και στη λειτουργία του έργου, ούτε να δημιουργηθεί εχθρότητα με ένα πρόσωπο που κατείχε θέση κλειδί για τα έργα της ειδικότητας τους.
Με δεδομένο ότι, κατά τη διάρκεια που εκτελείτο το έργο της Πάφου, τροχοδρομούντο οι εργασίες στο ΧΥΤΥ Κόσιης, το οποίο επίσης διεκδικούσε η εταιρεία του ΜΚ75, δικαιολογείτο η καταβολή χρημάτων στον Κ7. Το ποσό των €50.000 είχε δοθεί λίγες μέρες μετά που υπεγράφη η συμφωνία ημερ. 20.12.2006. Μαρτυρία ότι υπήρχαν πληροφορίες ότι ο Κ7 εμπλέκετο σε χρηματισμό αναφέρθηκαν και από τον ΜΚ74, Λάζαρο Σαββίδη, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και τον ΜΚ43, Θάσο Νεοκλέους, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και αφορούσαν την περίοδο 2006 - 2008 πολύ πριν δοθούν οι καταθέσεις του Κατρή. Επίσης, ο ΜΚ76 ανέφερε ότι ο Κατρή του είχε πει ότι ο Κ7 χρηματίζετο και ότι ο ίδιος είδε τον Κ7, μαζί με το γιό του, να επισκέπτονται τον Κατρή στην Αθήνα 4 – 5 φορές μεταξύ του 2008 -2009. Από την άλλη, ο Κ7 ανέφερε ότι δεν είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα από την 1.1.2005 μέχρι την 31.12.2010. Η αναφορά του αυτή διαψεύσθηκε καθότι χρησιμοποίησε την πιστωτική του κάρτα του για αγορές από συγκεκριμένα καταστήματα στην Ελλάδα το 2009. Η δικαιολογία που ο ίδιος έδωσε ήταν ότι την κάρτα του την έδιδε στη σύζυγο του όταν ταξίδευε, για να ψωνίζει. Στην πορεία κάλεσε ως μάρτυρα την κόρη του, η οποία ανέφερε ότι είναι αυτή που την χρησιμοποίησε, θέση που δεν έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, το οποίο ανέφερε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Μας λυπεί πραγματικά το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 7, δεν δίστασε να επιστρατεύσει και τη θυγατέρα του, ιατρό στο επάγγελμα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσει ότι δεν είχε επισκεφθεί την Αθήνα τον Ιούλιο του έτους 2009. Είναι χωρίς δισταγμό που απορρίπτουμε τη μαρτυρία της, στο μέρος που σχετίζεται με τη, δήθεν, χρήση της πιστωτικής κάρτας του πατέρα της. Είναι, κατά την εκτίμησή μας, προφανές, ότι ο μόνος λόγος που υποστήριξε αυτή τη θέση, ήταν για να βοηθήσει τον πατέρα της. Δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της, ότι της είχε δοθεί η κάρτα και το PIN, από τον πατέρα της. Διερωτόμαστε, γιατί, να μην έβαζε λεφτά στο δικό της λογαριασμό ο πατέρας της, εάν το πρόβλημα αφορούσε διαθέσιμο υπόλοιπο στη δική της πιστωτική κάρτα.
Σε κάθε περίπτωση, υποδεικνύουμε ότι ο Κατηγορούμενος 7 στη δική του μαρτυρία, υποστήριξε, αντιφατικά, ότι την πιστωτική του κάρτα την είχε δώσει στη σύζυγό του και όχι στη θυγατέρα του.
Δεν αμφισβητούμε, βέβαια, ότι τις συγκεκριμένες ημερομηνίες ταξίδεψε στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη για τους λόγους που επικαλέστηκε στη μαρτυρία της αλλά χωρίς δισταγμό απορρίπτουμε τον ισχυρισμό της ότι η ίδια χρησιμοποίησε την πιστωτική κάρτα του πατέρα της και μάλιστα στην απουσία του ιδίου».
Περαιτέρω, εγέρθηκαν διάφορα επιχειρήματα που, κατά τον εφεσείοντα, καταδεικνύουν ότι ο Κατρή έλεγε ψέματα. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε όλα τα επιχειρήματα, τα οποία εξετάσαμε και δεν διαπιστώσαμε ότι ευσταθούν. Μία εκ των εισηγήσεων ήταν ότι το ποσό των €30.000 που δόθηκε στον Κ. Παπαμιχαήλ, προϊστάμενο του Κ7, ήταν «μίζα» και όχι βοήθεια για να αντιμετωπίσει ένα οξύ πρόβλημα υγείας, όπως ισχυρίστηκε ο Κατρή. Ο Παπαμιχαήλ είχε στο μεταξύ αποβιώσει και συνεπώς ο Κατρή δεν θα λάμβανε ασυλία γι αυτό, ψευδώς έδωσε μαρτυρία εναντίον του Κ7. Αυτός ήταν ο λόγος που, κατά την εισήγηση, ενοχοποιήθηκε ο Κ7. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που δεν έχει καθόλου βάση, ούτε στη μαρτυρία, ούτε στη λογική. Το ποσό που δόθηκε στον Παπαμιχαήλ, έστω και να επρόκειτο για μίζα, αυτό δεν αναιρεί το χρηματισμό του Κ7.
Ως προς τη λανθασμένη αξιολόγηση του ΜΚ76 που αποτελεί τον έκτο λόγο έφεσης έχουμε αναφερθεί πιο πάνω.
Ο εφεσείων με τον έβδομο λόγο παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ43 Θ. Νεοκλέους, ο οποίος ήταν ο διευθυντής τεχνικού ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας από το έτος 2000 και υπό αυτή την ιδιότητα είχε εμπλακεί στον έλεγχο του ΧΥΤΑ Πάφου και ΧΥΤΥ Κόσιης, ούτε κατά πόσο τον έκρινε αξιόπιστο μάρτυρα. Παρά ταύτα, αναφέρθηκε σε πληροφορίες που υπήρχαν για τον χρηματισμό του Κ7 από το ΜΚ43 και MK74, οι οποίοι ενημερώθηκαν από την τότε Γενική Ελέγκτρια για τις πληροφορίες αυτές. Ο Κ7 προβαίνει σε εκτενή ανάλυση της μαρτυρίας του ΜΚ43, για να καταδείξει ότι αυτός ήταν αναξιόπιστος.
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ43 ως ακολούθως:
«Ο ΜΚ43, αναφέρθηκε, ουσιαστικά, σε παρατηρήσεις που περιέχονται στις Ετήσιες Εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (Τεκμήριο 288). Ό,τι ενδιαφέρει από τη μαρτυρία του είναι οι επισημάνσεις σε σχέση με τη διαδικασία προσφορών για το ΧΥΤΑ, περί ανεπάρκειας της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, καθώς και για το γεγονός ότι τα έγγραφα της προκήρυξης ήταν μόνο στην Ελληνική γλώσσα. Όπως, ήδη υποδείξαμε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ44, το ζήτημα αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου, μάλιστα, ότι όπως παραδέχθηκαν και οι δύο, η διαδικασία προκήρυξης ήταν σύννομη. Ουδεμία, συνεπώς, σημασία θα δοθεί από το Δικαστήριο στην εκφρασθείσα άποψη τους ότι υπήρξε πλημμέλεια εκ μέρους του Κατηγορούμενου 7 στην όλη διαδικασία, για την οποία ευθύνεται ο ΜΚ7, ως ο συντονιστής του Έργου.».
Το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στη γνώμη που εξέφρασε ο μάρτυρας ως προς τη πλημμέλεια εκ μέρους του Κ7 στην όλη διαδικασία. Η δε μαρτυρία του δεν αφορούσε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα της υπόθεσης, έτσι ώστε να απαιτείται εις βάθος ανάλυση, ως προβάλλεται από τον εφεσείοντα. Η αναφορά στις πληροφορίες που υπήρχαν περί χρηματισμού του Κ7, ουδόλως αποτέλεσαν την βάση της καταδίκης του. Αυτό απαντά και στο λόγο έφεσης 8 ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δέχθηκε ως αληθείς τις πληροφορίες που υπήρχαν σε ανύποπτο χρόνο ότι ο εφεσείων χρηματίζετο. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την ύπαρξη τέτοιων πληροφοριών, χωρίς όμως να στηρίξει σε αυτές, έστω κατ΄ ελάχιστον την ενοχή του Κ7. Ούτε στη μαρτυρία της ΜΚ44, η οποία αμφισβητείται με τον ένατο λόγο έφεσης, δόθηκε βαρύτητα από το Κακουργιοδικείο. Η αξιολόγηση του ΜΚ74, Λάζαρου Σαββίδη, τότε Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών αμφισβητείται με το δέκατο λόγο έφεσης. Ο μάρτυρας κρίθηκε ως αντικειμενικός μάρτυρας, ο οποίος κατάθεσε τα γεγονότα όπως είχαν περιέλθει στην αντίληψή του. Έχουμε εξετάσει όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα και δεν κρίνουμε ότι ευσταθούν. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση του μάρτυρα.
Ο εντέκατος λόγος αφορά μία πτυχή της μαρτυρίας του ΜΚ75 και έχουμε ήδη επιληφθεί της αξιολόγησης του ΜΚ75.
Με το δωδέκατο λόγο προβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση των μελών της Αστυνομίας. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι αστυνομικοί δεν απέκρυψαν μαρτυρία ή ουσιώδη γεγονότα που περιέπεσαν στην αντίληψή τους και δεν διακρίνουμε σφάλμα σε αυτή του την κατάληξη. Η εισήγηση περί προσυνεννόησης μεταξύ Αστυνομίας και ΜΚ2 ότι ο μάρτυρας τοποθέτησε τα Τεκμ. 1 – 3 (δύο μπλοκ αποδείξεων και ένα τιμολόγιο) εσκεμμένα σε ευδιάκριτο σημείο, για να τα εντοπίσει η Αστυνομία, θεωρούμε ότι αποτελεί σενάριο στη σφαίρα της φαντασίας. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι «ο ζήλος και το ενδιαφέρον που επεδείκνυε ο Κατηγορούμενος 7, συμμετέχοντας σε συνεδρίες του ΧΥΤΥ Κόσιης, ακόμη και μετά τον τερματισμό της απόστασής του, δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για τις παράνομες αξιώσεις του για τα αναφερθέντα αθέμιτα ανταλλάγματα», ήταν αποτέλεσμα της αξιολόγησης των μαρτύρων κατηγορίας, ειδικότερα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και, βεβαίως, δεν κατέληξε στο συγκεκριμένο εύρημα στηριζόμενο μόνο σε αυτό το γεγονός αλλά στο σύνολο της μαρτυρίας.
Ο δέκατος τρίτος έφεσης είναι ανεδαφικός εφόσον ο Κ8 έχει αθωωθεί.
Με το δέκατο τέταρτο λόγο προβάλλεται παράλειψη αντεξέτασης του Κ7 από την Κατηγορούσα Αρχή. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Από τα πρακτικά προκύπτει ότι αυτός αντεξετάστηκε σε όλα τα ουσιώδη ζητήματα της υπόθεσης.
Ο δέκατος πέμπτος λόγος σχετίζεται με την κατηγορία 45, όπου o K7 ισχυρίζεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων το 2006 έλαβε τις €100.000 από την Κ15, μέσω του Κατρή, καθότι το 2006 δεν υπήρχε η εν λόγω εταιρεία. Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε ζητήσει από τον Κατρή το ποσό των €100.000, προκειμένου να βοηθούσε, υπό την ιδιότητα του ως Συντονιστής Επιτροπών, για την εμπρόθεσμη εξόφληση των τιμολογίων της Κοινοπραξίας για το ΧΥΤΑ Πάφου και για την κατακύρωση του ΧΥΤΥ Κόσιης στην Κοινοπραξία που συμμετείχε η Ηλέκτωρ Α.Ε., κάτι που δεν συνάδει, ούτε με τη μαρτυρία του Κατρή, ούτε με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας 45 και των άλλων κατηγοριών. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι, σε σχέση με την κατηγορία 46, δεν απεδείχθη το συστατικό στοιχείο της εκκρεμούσας συναλλαγής που προβλέπεται στο Άρθρο 102 του Κεφ. 154 και, επίσης, ότι αυτή πάσχει λόγω «διπλοπροσωπίας» (εννοώντας προφανώς πολλαπλότητας), γεγονός που τέθηκε πρωτοδίκως, αλλά δεν εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο. Στην κατηγορία 47 δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων απέκτησε περιουσιακό όφελος από την Κ15, ενώ στην κατηγορία 48 δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων δέχθηκε από την Κ15, μέσω του Κοκότση, το ποσό των €100.000. Στη μαρτυρία αναφερόταν ότι έλαβε το εν λόγω ποσό από την Ηλέκτωρ Α.Ε. μέσω του Κατρή. Το ίδιο και στην κατηγορία 49, για την οποία επίσης προβάλλεται ελάττωμα, λόγω του ότι απαιτείτο όπως ο Γενικός Εισαγγελέας καταχωρήσει με το κατηγορητήριο γραπτή έγκριση, η οποία ουδέποτε αναζητήθηκε από το Δικαστήριο, ενώ ήγειρε το θέμα η υπεράσπιση.
Στην κατηγορία 45 αποδίδεται στον Κ7 ότι, κατά το 2006, παράνομα αποδέχτηκε χρηματικό ποσό ύψους €100.000 από την Κ15, μέσω του Κατρή ΜΚ75 με σκοπό, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, σε σχέση με το ΧΥΤΑ Πάφου και ΧΥΤΥ Κόσιης να την ευνοεί και να μην καθυστερεί την έκδοση διατακτικών πληρωμής προς όφελος της Κ15.
Δόθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες προς την Υπεράσπιση, όπου διευκρινίστηκε ότι, πέραν της μη καθυστέρησης στην έκδοση διατακτικών πληρωμής προς όφελος της Κ15, η επίδειξη εύνοιας από τον εφεσείοντα αφορούσε γενικά στη διαχείριση λειτουργίας του ΧΥΤΑ Πάφου, καθώς και στην αξιολόγηση της Κ15 στην διεκδίκηση του έργου για το ΧΥΤΥ Κόσιης.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ο Κ7 έλαβε μίζες από τον Κατρή για το ΧΥΤΑ Πάφου και για το ΧΥΤΥ Κόσιης, μετά την υπογραφή της συμφωνίας στις 20.12.2006. Όπως ανέφερε ο Κατρή, ήθελε να έχει τον Κ7, άνθρωπο κλειδί, με το μέρος του για να ευνοούνται οι εταιρείες του. Το γεγονός ότι η Κ15 δεν ήταν ανάδοχος των δύο έργων δεν είχε σημασία, εφόσον επρόκειτο για την εταιρεία που ανέλαβε την λειτουργία τους. Στην μαρτυρία του ο Κατρή ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο Κ7 «για οποιαδήποτε εμπλοκή είχε σε οποιοδήποτε έργο θεωρούσε ότι πρέπει να λαμβάνει και κάποια χρήματα».
Όπως υποδείχθηκε από τον κ. Κέκκο, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος ποια συγκεκριμένη εταιρεία συμφερόντων του Κατρή ευνοείτο. Ούτε ήταν σημαντικό αν τα διατακτικά εκδίδοντο στο όνομα της Κοινοπραξίας και όχι επ΄ ονόματι της Κ15.
Σχετική είναι η πιο κάτω αναφορά από το Explanatory Report to the Criminal Law Convention on Corruption No.173 Strasbourg, 27.1.1999, που μας παρέπεμψε, σε σχέση με την παθητική δωροδοκία δημόσιων αξιωματούχων:
«Article 3 Passive bribery of domestic public officials
41. “Requesting” may for example refer to a unilateral act whereby the public official lets another person know, explicitly or implicitly, that he will have to “pay” to have some official act done or abstained from. It is immaterial whether the request was actually acted upon, the request itself being the core of the offence. Likewise, it does not matter whether the public official requested the undue advantage for himself or for anyone else.»
Προτού εξετάσουμε το πιο πάνω ζήτημα προέχει η εξέταση της εισήγησης περί ελαττωματικότητας της κατηγορίας 46. Είναι προφανές ότι στην Έκθεση Αδικήματος γίνεται αναφορά στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς, Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000 και όχι στο Άρθρο 102 του Κεφ. 154 που δημιουργεί το αδίκημα.
Πρόκειται για τυπικής μορφής ελαττωματικότητα που δεν κρίνουμε ότι επηρέασε ή με οποιοδήποτε τρόπο παραπλάνησε τον Κ7 στην υπεράσπιση του, δεδομένου ότι είναι σαφές από τις λεπτομέρειες του αδικήματος τι ακριβώς καταλογίζεται σ΄αυτόν. Αναμφίβολα πρόκειται για το αδίκημα που δημιουργεί το Άρθρο 102 το οποίο δεν συμπεριελήφθηκε στην Έκθεση Αδικήματος.
Σε συμφωνία δε με τα όσα υποστήριξε ο κ. Κέκκος, από τη μαρτυρία ξεκάθαρα προέκυπτε ότι η εκκρεμής συναλλαγή αφορούσε στα δύο έργα που βρίσκονταν εν εξελίξει.
Αναφορικά με την κατηγορία 47 κρίνουμε ότι δεν επηρεάζεται η καταδίκη σ΄ αυτήν, επειδή τα χρήματα καταβλήθηκαν από την Κ15, αντί από την ανάδοχο εταιρεία. Ό,τι είχε σημασία ήταν η απόκτηση περιουσιακού οφέλους από λειτουργό του δημοσίου κατά κατάχρηση ή εκμετάλλευσης της θέσης του.
Στην κατηγορία 48 είναι γεγονός ότι από τη μαρτυρία προέκυψε ότι τα χρήματα δόθηκαν μέσω του Κατρή και όχι του Κοκότση, όπως λανθασμένα αναφέρεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Πρόκειται για ένα μέρος των λεπτομερειών που δεν είναι ουσιώδες. Κάποιος θα μπορούσε να καταδικαστεί σ΄ αυτή την κατηγορία και χωρίς να γίνεται αναφορά μέσω ποιου δόθηκαν τα χρήματα. Με δεδομένο δε ότι το μαρτυρικό υλικό δόθηκε από την αρχή στον Κ7 και γνώριζε τη μαρτυρία που αντιμετώπιζε, κρίνουμε ότι η εν λόγω διάσταση με τις λεπτομέρειες δεν επηρεάζει την καταδίκη.
Ως προς την απαίτηση του Άρθρου 5 του περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμος, Ν.51(Ι)/2004 και του Άρθρου 106 του Κεφ. 154 να υπάρχει άδεια του Γενικού Εισαγγελέα για να προσαφθούν οι κατηγορίες, το γεγονός ότι η ποινική δίωξη αποφασίστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, καθιστά την εισήγηση απορριπτέα (Κονναρής ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 184/2019, ECLI:CY:AD:2021:B73, ημερ. 1.3.2021).
Ο δέκατος έκτος λόγος έχει απαντηθεί.
Με το δέκατο έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα καταδικάστηκε στην κατηγορία 50, καθότι τα γεγονότα που την στοιχειοθετούν επεσυνέβησαν πριν τη θέσπιση του Νόμου 188(Ι)/2007. Προς τούτο, παραπέμπει στην υπόθεση Φειδίας Σαρίκας ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 127/2017, ημερ. 26.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B196.
Είναι παραδεκτό από τη Δημοκρατία ότι ο χρηματισμός του Κ7 έλαβε χώρα το 2006, πριν τη θέσπιση του Νόμου 188(Ι)/2007, όπως άλλωστε προκύπτει και από την απόφαση. Παραπέμπει, όμως, ο κ. Κέκκος στο Άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155,[1] προς υποστήριξη της θέσης ότι το Εφετείο θα μπορούσε να καταδικάσει τον εφεσείοντα με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, χωρίς να υπάρξει επηρεασμός των δικαιωμάτων του, εφόσον ο εφεσείων γνώριζε το αδίκημα που αντιμετώπιζε και αντεξέτασε όλους τους μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν ειδικά για το εν λόγω αδίκημα.
Στην υπόθεση Σαρίκας, πιο πάνω, όπου εγέρθηκε παρόμοιο θέμα, το Εφετείο ανέφερε ότι «θα μπορούσε η κατηγορία να βασισθεί στον καταργηθέντα νόμο - νόμο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (Άρθρο 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1). Αυτό δεν έγινε. Ούτε κρίνουμε ορθό ή σκόπιμο να διερευνηθεί τέτοια δυνατότητα στο στάδιο αυτό. Η εφεσίβλητη αφενός δεν εισηγήθηκε κάτι τέτοιο και αφετέρου δεν εξειδίκευσε με ποια άρθρα θα μπορούσε τούτο να επιτευχθεί. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα επέμβασης μας».
Στην παρούσα περίπτωση, υπήρξε εισήγηση εκ μέρους της εφεσίβλητης για ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης στη βάση του Νόμου 188(Ι)/2007 και καταδίκη του εφεσείοντα στη βάση του καταργηθέντα νόμου, ο οποίος ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Σύμφωνα με το Άρθρο 78(1) του Νόμου 188(Ι)/2007 οι περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμοι του 1996 έως 2004, καταργήθηκαν άνευ επηρεασμού οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας που έγινε ή άρχισε δυνάμει των καταργηθέντων Νόμων. Με βάση δε το Άρθρο 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1,[2] η κατηγορία θα μπορούσε να βασιστεί στον καταργηθέντα Νόμο.
Όπως ορθά αναφέρθηκε από τον κ. Κέκκο, ο εφεσείων αντεξέτασε όλους τους μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν για το εν λόγω αδίκημα, με αποτέλεσμα να μη δημιουργηθεί σ΄ αυτόν δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων σε περίπτωση καταδίκης του για το αντίστοιχο αδίκημα που προνοείται στο Νόμο.
Ως εκ τούτου, η καταδίκη του στην κατηγορία 50 παραμερίζεται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155 και προστίθεται νέα κατηγορία 105 όπου στην Έκθεση Αδικήματος περιλαμβάνεται το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(ιιι), 5, 7 και 8 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, Ν.61(Ι)/1996, ως τροποποιήθηκε και άρθρα 5 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 με τις ίδιες λεπτομέρειες, στην οποία κατηγορία καταδικάζεται.
Ο δέκατος όγδοος λόγος έφεσης έχει ήδη απαντηθεί.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η καταδίκη στην κατηγορία 50 παραμερίζεται και αντικαθίσταται με την κατηγορία 105 στην οποία καταδικάζεται ο Κ7. Κατά τα λοιπά η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.
Έφεση Αρ. 34/2020 - Κ15
Η Κ15 παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη θέση της ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω παράλειψης ανάκρισης της εταιρείας και αγνόησε ολόκληρη ενότητα στα πλαίσια της τελικής αγόρευσης του συνηγόρου της.
Σύμφωνα με την εισήγηση, η βασική θέση της εταιρείας ήταν ότι αποτελούσε θύμα των ενεργειών των αξιωματούχων της, όπως αντιλήφθηκε και το Κακουργιοδικείο. Δεν μπορεί, συνεχίζει η εισήγηση, το θύμα να ανακρίνεται μέσω του θύτη. Παρατηρείται ότι η εταιρεία βρέθηκε για πρώτη φορά κατηγορούμενη στο τέταρτο κατηγορητήριο χωρίς να δοθεί εξήγηση για το γεγονός αυτό. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κ15 παράπεμψε στις κατευθυντήριες γραμμές που έχουν πρόσφατα δοθεί στην Αγγλία για την Εταιρική Ανθρωποκτονία (Corporate Manslaughter), κάτι που ανέφερε και στο πρωτόδικο Δικαστήριο με την τελική του αγόρευση. Η μη ανάκριση της εταιρείας, κατά την εισήγηση, είχε δυσμενείς συνέπειες γι αυτήν. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι συνεπεία της μη ανάκρισης της εταιρείας δεν διερευνήθηκαν από τις ανακριτικές αρχές η διπλή σύμβαση και το ψεύτικο τιμολόγιο για τα φύκια.
Η πλευρά της Δημοκρατίας αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της Κ15 πρόβαλε ότι αυτή διέθετε δικό της λογιστήριο, τύγχανε εσωτερικού ελέγχου από τη μητρική εταιρεία, ελεγχόταν από εξωτερικούς ελεγκτές και δεν διαφάνηκε οι αξιωματούχοι της να ενεργούσαν εις βάρος των συμφερόντων της, ούτε παρουσιάστηκε τέτοια μαρτυρία, ούτε βέβαια κατήγγειλε στην Αστυνομία οποιοδήποτε από τους αξιωματούχους της. Απαντώντας στον ισχυρισμό της εταιρείας ότι οι αξιωματούχοι της επέλεξαν να δίδουν μίζες αντί να κινηθούν δικαστικά προς διεκδίκηση των οφειλομένων ποσών, ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε σε αποσπάσματα από τη μαρτυρία του Κατρή η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την Κ15 και που καταδεικνύει ότι καταβλήθηκαν όλες οι προσπάθειες για να εισπράξουν τα χρήματα που τους οφείλοντο.
Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ήταν ότι η Κ15 ανακρίθηκε αφού λήφθηκαν καταθέσεις από όλους τους αξιωματούχους της (Γιαννακόπουλο, Κατρή, Κοκότση) αλλά και από όλους τους λειτουργούς, που είτε εργάστηκαν στο παρελθόν, είτε εξακολουθούσαν να εργάζονται στην Εταιρεία (γραμματείς, λογίστριες κ.ά.). Το μόνο πρόσωπο το οποίο δεν είχε ανακριθεί ήταν ο Μπόμπολας, γενικός διευθυντής της μητρικής εταιρείας και διευθυντής της Κ15 από 8.2.2012 για τον οποίο δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειες των ανακριτικών αρχών να το πρασαγάγουν ενώπιον του Δικαστηρίου, λόγω απόφασης των αρμοδίων ελληνικών αρχών και χωρίς αυτό να επηρέασε το δικαίωμα της εταιρείας σε δίκαιη δίκη δεδομένου ότι τέτοια θέση δεν εγέρθηκε από την υπεράσπιση.
Όπως τονίστηκε στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 38/2019 κ.ά., ημερ. 20.1.2022, υιοθετώντας απόσπασμα από τη Μακρίδης v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 189/2019, ημερ. 7.9.2020, συνιστά πάγια νομολογία «πως το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη, απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης προς διαπίστωση, έχοντας πλέον ολοκληρωμένη εικόνα το Δικαστήριο, αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Στην πορεία αυτή, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto)».
Η πιο πάνω θέση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή. Κανένα υπόβαθρο μαρτυρίας δεν υπήρξε ως προς την εισήγηση ότι η Κ15 ήταν θύμα των ενεργειών των αξιωματούχων της. Τούτου δοθέντος, η λήψη καταθέσεων από τους αξιωματούχους της συνιστούσε ακριβώς τη διενέργεια ανάκρισης της Εταιρείας.
Τα όσα αναφέρονται από την Κ15 ως προς τις κατευθυντήριες γραμμές που υπάρχουν στην Αγγλία, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο και ιδιαίτερα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εν προκειμένω, πέραν του ότι ανακρίθηκαν όλοι οι διευθυντές της εταιρείας κατά τον επίδικο χρόνο πλην του Μπόμπολα, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, κατά την ακρόαση δόθηκε μαρτυρία τόσο από το τους υπεύθυνους του λογιστηρίου της εταιρείας όσο και από τους ελεγκτές της, χωρίς να προβάλουν ή να τους τεθεί τέτοια θέση. Ούτε ο Κατρή, ΜΚ75, αντεξετάστηκε από την εταιρεία επί της πιο πάνω θέσης της. Και αυτό, παρά το ότι, όπως ορθά υπεδείχθη από τον κ. Κέκκο, αναφέρθηκε ο εν λόγω μάρτυρας στις προσπάθειες που έγιναν για διεκδίκηση των οφειλομένων ποσών μέσω δικαστικών διαδικασιών. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από τη μαρτυρία του:
«Ε. Επίσης κύριε Κατρή, είπες ότι: «Εξετάσατε και το ενδεχόμενο … (διαβάζει)…χρόνο.». Έγιναν προσπάθειες από εσάς να ληφθούν νομικά μέτρα εναντίον του Φορέα ή του κράτους, για να εισπράξετε το λαβείν σας. Ακριβώς τι κάνετε, συγκεκριμένα πες μας;
Α. Κατ΄αρχήν στείλαμε κάποια μορφή εξωδίκου προς τον Φορέα, ζητώντας να πληρώσει τα δεδουλευμένα.
Ε. Όταν λες εξωδίκου;
A. Μια επιστολή δικηγόρου της Εταιρείας, η οποία ζητούσε να γίνει καταβολή των δεδουλευμένων και απειλούσαμε ότι εάν αυτό δεν γίνει, μέσα σε κάποιο τακτό χρονικό διάστημα θα κινούμεθα δικαστικά. Ταυτόχρονα και εγώ ο ίδιος προσωπικά επισκέφθηκε ένα μεγάλο δικηγορικά γραφείο στη Λευκωσία και συζητήσαμε την πιθανότητα να κινηθούμε δικαστικά. Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν ότι ο χρόνος, ο οποίος απαιτείτο για να μπορέσει να υπάρξει μια δικαστική απόφαση, ήταν σημαντικός, της τάξης των 2 ετών, αφενός και αφετέρου εξετάσαμε και την εκδοχή να σταματήσουμε προσωρινά τη λειτουργία απαιτώντας να δοθούν τα χρήματα. Η νομική συμβουλή, την οποία λάβαμε, ήταν ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει, δεδομένου ότι ήταν μια υπηρεσία κοινής ωφελείας και στην περίπτωση αυτήν θα μπορούσε η Εταιρεία να κατηγορηθεί ότι προκαλεί ζημιά στο κοινωνικό, στην κοινωνία και δεν υπήρχε, όπως υπάρχει για τα έργα, μια πρόβλεψη που μπορείς να κάνεις μια διακοπή εάν η Αναθέτουσα Αρχή δεν σε πληρώνει, επειδή εδώ πρόκειται για υπηρεσία. Δεν υπήρχε μια πρόβλεψη στη νομοθεσία, η οποία να δίνει το δικαίωμα στον ανάδοχο να διακόψει τις εργασίες. Καταβλήθηκαν, δηλαδή, όλες οι προσπάθειες πριν φτάσουμε στον έσχατο αυτόν τρόπο για να μπορέσουμε να λάβουμε χρήματα, τα οποία μας οφείλοντο, για να υπάρξει μια βιωσιμότητα της Εταιρείας».
Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ο ΜΚ75 ανέφερε:
«Ε. Χθές κατά την αντεξέταση συναδέλφου αναφέρατε ότι όταν είχατε κάποια θέματα και κάποια προβλήματα πήγατε ο ίδιος προσωπικά στον κύριο Συλικιώτη και αμέσως επιλύθηκε το πρόβλημά σας. Γιατί ο κύριος Συλικιώτης τότε δεν ήταν άλλη επιλογή και έπρεπε να δίνετε μίζες κατ΄εσάς;
Α. Να πάρω παράδειγμα της μεγαλύτερης ζημιάς που είχαμε υποστεί, από τη μη πληρωμή δεδουλευμένων στο ΧΥΤΑ της Πάφου, αρμόδιος δεν ήταν ο Υπουργός, δεν υπήρχε κάποιο άλλο όργανο υψηλότερ. Στο οποία θα μπορούσαμε να αποτεθούμε για να λυθεί το θέμα. Η μόνη λύση ήταν να κινηθούμε δικαστικά και η δικαστική λύση του ζητήματος απαιτούσε τουλάχιστον 2 χρόνια και στη διάρκεια των ετών αυτών η Εταιρεία θα είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και ενδεχομένως δεν θα είχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, αφού δεν θα είχε έσοδα για να μπορέσει να καλύψει τις υποχρεώσεις της».
Συνακόλουθα ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία δεν επέτρεψε στην Κ15 να προβεί σε ανώμοτη δήλωση μέσω του μόνου τότε διοικητικού της συμβούλου. Με σκοπό την κατανόηση του λόγου έφεσης ζητείται από τον ευπαίδευτο συνήγορο όπως το Εφετείο αξιολογήσει την προτιθέμενη τότε ανώμοτη δήλωση, η οποία σημειώθηκε ως «έγγραφο Ψ» πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Μετά που το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κ15, αυτή κλήθηκε να παρουσιάσει την υπεράσπισή της, με το συνήγορό της να εκδηλώνει πρόθεση όπως αυτή απολογηθεί μέσω ανώμοτης δήλωσης ενός εκ των διοικητικών της συμβούλων κατά το χρόνο της ακρόασης. Σύμφωνα με την Κ15, αυτή διατηρεί ανάλογο δικαίωμα ανώμοτης δήλωσης, όπως είναι κατοχυρωμένο από το Νόμο για κατηγορούμενα φυσικά πρόσωπα, αφού η Ποινική Δικονομία δεν διαχωρίζει μεταξύ των δικαιωμάτων των φυσικών και των νομικών προσώπων. Προς τούτο, αναφέρθηκε στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθώς και στον περί Ερμηνείας Νόμο, στον οποίο συγκαταλέγονται στον όρο «πρόσωπο» και εταιρείες. Σύμφωνα με την εισήγηση, το νομικό πρόσωπο απολαμβάνει των ίδιων δικαιωμάτων με το φυσικό πρόσωπο. Προς τούτο παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως προκύπτει ξεκάθαρα τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο ότι ίδια προστασία που παρέχεται σε φυσικά πρόσωπα παρέχεται και σε νομικά πρόσωπα στη σφαίρα του ποινικού δικαίου, σε ό,τι αφορά το τεκμήριο της αθωότητας. Αυτό που διαφοροποιείται είναι ο τρόπος που εφαρμόζεται η συγκεκριμένη προστασία, κάτι που αναγνωρίζεται και από την παράγραφο 13 της Οδηγίας 2016/343. Με αναφορά στα Άρθρα 72 και 74 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, τα οποία συσχέτισε, οδηγήθηκε στην κατάληξη «ότι ένα νομικό πρόσωπο δεν μπορεί δια εκπροσώπου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, αλλά τα δικαιώματά του διασφαλίζονται δια του αναφαίρετου δικαιώματος του να καλέσει ή και να μην καλέσει μάρτυρες προς υπεράσπισή του...».
Κατ΄ αρχάς, η εξέταση του περιεχομένου της ανώμοτης δήλωσης που προτίθετο η εταιρεία να καταθέσει (εγγράφο Ψ) ουδόλως υποβοήθά την εξέταση του λόγου έφεσης, καθότι το ζήτημα είναι νομικό και ως τέτοιο ορθά εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της δήλωσης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 72 του Κεφ. 155,[3] σε περιπτώσεις όπου κατηγορούμενη είναι εταιρεία, όπως εν προκειμένω, αυτή εμφανίζεται μέσω αντιπροσώπου, ο οποίος καταχωρεί έγγραφη απάντηση.
Στο στάδιο όπου το Δικαστήριο αποφασίζει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση καλεί τον κατηγορούμενο να προβάλει την υπεράσπισή του ως προνοείται στο Άρθρο 74(1)(γ), το οποίο αναφέρει τα εξής:
«74.-(1) Μετά την εγκατάλειψη του Δικαστηρίου από τους μάρτυρες όπως προβλέπεται στο άρθρο 73, το Δικαστήριο προχωρεί στην ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης κατά τον ακόλουθο τρόπο:
………………………………………………………
(γ) μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορία αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου επαρκώς ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπιση του, το Δικαστήριο καλεί αυτόν να προβάλει την υπεράσπιση του και τον πληροφορεί ότι δύναται να προβεί σε κατάθεση χωρίς όρκο, από τη θέση στην οποία βρίσκεται κατά τον εν λόγω χρόνο, οπότε δεν υπόκειται σε αντεξέταση ή ότι δύναται να δώσει μαρτυρία από τη θέση εξεταζόμενου μάρτυρα, αφού ορκιστεί ως μάρτυρας, οπότε υπόκειται σε αντεξέταση ως μάρτυρας.»
Είναι προφανές από το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου ότι μόνο φυσικά πρόσωπα μπορούν να προβούν σε «κατάθεση χωρίς όρκο από τη θέση που βρίσκονται». Όπως ορθά υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, ο συσχετισμός των δύο άρθρων οδηγεί στην κατάληξη ότι ένα νομικό πρόσωπο δεν μπορεί δια εκπροσώπου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση παρά μόνο να καλέσει μάρτυρες προς υπεράσπισή του ή όχι και πως αυτή είναι η λογική του πράγματος, λόγω των εγγενών διαφορών που ενυπάρχουν στη φύση και υπόσταση των φυσικών και νομικών προσώπων. Εξηγείται στην Lindos Construction Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1993) 1 ΑΑΔ 17, ότι «το νομικό πρόσωπο στερείται εγγενώς της δυνατότητας αυτοπρόσωπης παρουσίας και ενέργειας».
Αυτό αναγνωρίζεται και από την παράγραφο 13 της Οδηγίας 2016/343, η οποία αναφέρει τα εξής:
«(13) Η παρούσα οδηγία αναγνωρίζει τις διαφορετικές ανάγκες και τα διαφορετικά επίπεδα προστασίας ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα. Όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, η εν λόγω προστασία αντικατοπτρίζεται στην πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Δικαστήριο ωστόσο έχει αναγνωρίσει ότι τα νομικά πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα των δικαιωμάτων που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας με τον ίδιο τρόπο όπως τα φυσικά πρόσωπα.»
Ως εκ τούτου, η εισήγηση ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας ως προνοείται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν ευσταθεί.
Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του Νόμου, δηλαδή την όμοια μεταχείριση ομοιογενών και τον αποκλεισμό ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Όπως δε τονίζεται στο Σύγγραμμα Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Β, παράγραφος 1366, η αρχή της ισότητας σημαίνει την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατο ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων. Από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων, γιατί κι αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα αυθαίρετη μεταχείριση, αφού αγνοεί υφιστάμενα ή στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια.
Ως εκ της διαφορετικής φύσης του φυσικού προσώπου από το νομικό πρόσωπο επιβάλλεται διαφορετική αντιμετώπισή του, όχι μόνο αναφορικά με τη δυνατότητα να προβούν σε ανώμοτη δήλωση, αλλά επεκτείνεται και στην ποινή που δυνατόν να επιβληθεί. Δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί ποινή φυλάκισης σε νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται η ελευθερία του νομικού προσώπου, το οποίο συνεχίζει να λειτουργεί απρόσκοπτα μετά την καταδίκη του. Αυτό, όμως, δεν οδηγεί σε ανισότητα μεταχείρισης με ένα φυσικό πρόσωπο, ακριβώς λόγω της διαφορετικής φύσης των δύο προσώπων.
Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1(Κ15) λογιστή ελεγκτή Σάββα Κασάπη η οποία κατά την εισήγηση θα πρέπει να κριθεί σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρονται στα πλαίσια ανάπτυξης του λόγου έφεσης 6 που αφορά την αξιολόγηση του ΜΚ76, Κοκότση.
Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση σε συνάρτηση με την αξιολόγηση του ΜΥ1(Κ15):
«Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία του και την Έκθεση που ετοίμασε, (Τεκμήριο 527), με την οποία, όπως διαπιστώνουμε, επιχειρείται η λογιστική ανάλυση των σημειώσεων/πινάκων Κοκότση (Τεκμήριο 188). Σχηματίσαμε την εντύπωση ότι η προσπάθεια του μάρτυρα ήταν να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα, αφενός και την ορθότητα, αφετέρου, των καταχωρίσεων που υπάρχουν στο υπό αναφορά τεκμήριο. Στα πλαίσια αυτά υπέδειξε κάποια αθροιστικά λάθη, τα οποία, σε συνδυασμό με τα δεδομένα που του τέθηκαν από το συνήγορο της Κατηγορούμενης 15, τον οδήγησαν, ως υποστήριξε, στα συμπεράσματα που καταγράφονται στην Έκθεσή του. Εκείνο, συνεπώς, που διαπιστώνουμε είναι ότι αυτό που στην ουσία παρουσίασε και ανέδειξε ο μάρτυρας, είναι τα κατ' ισχυρισμό λάθη που περιέχονται στους πίνακες Κοκότση ώστε να καταδειχτούν αντιφάσεις και ανακολουθίες στη μαρτυρία του. Αυτή, κατά την εκτίμησή μας, ήταν η προσπάθεια του μάρτυρα, η οποία, όπως εξηγούμε στη συνέχεια, απέτυχε. Επισημαίνουμε ότι για όλα τα κατ' ισχυρισμό λάθη, δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις από τον Κοκότση, που ήταν το αρμοδιότερο πρόσωπο να δώσει απαντήσεις και διευκρινίσεις για τις επί μέρους καταχωρίσεις. Υποδεικνύεται, πως το υπό αναφορά τεκμήριο δεν αποτελεί επίσημο λογιστικό έγγραφο αλλά, όπως εξήγησε ο Κοκότσης, που είναι ο συντάκτης του, μια δική του κατάσταση για να έχει ο ίδιος «ένα μπούσουλα», αλλά και για να μπορεί να δικαιολογήσει στην Εταιρεία (εργοδότες του) τα χρήματα που δίνονταν για τις μίζες. Δεδομένου, μάλιστα, ότι τα έγγραφα αυτά διαβιβάζονταν και ελέγχονταν από το λογιστή της μητρικής Εταιρείας (Πλιάτσικα), οι τυχόν ανακολουθίες στις διάφορες καταχωρίσεις, δεν μπορεί να έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία. Κρίνεται δε ορθή η επί του προκειμένου παρατήρηση του κ. Κέκκου, πως το αρμοδιότερο πρόσωπο να αμφισβητούσε τους πίνακες θα ήταν ο υπό αναφορά εσωτερικός λογιστής της μητρικής εταιρείας ο οποίος γνώριζε και έλεγχε τις σχετικές καταχωρίσεις, κατά την επίδικη χρονική περίοδο.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε εξετάσει με προσοχή τις κατ' ισχυρισμό ανακολουθίες ή/και λάθη που αποδίδονται στους πίνακες Κοκότση και παρατηρούμε ότι δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις για κάθε ουσιαστικό ζήτημα που έχει αναδειχθεί. Ειδικότερα:
- Αναδεικνύεται με την Έκθεση το γεγονός ότι με βάση τις εξουσιοδοτήσεις ανάληψης από το λογαριασμό της Balom (Τεκμήριο 413) ο Κοκότσης είχε στη διάθεσή του μόνο €155.350 και όχι ολόκληρο το ποσό, ως καταγράφεται στο Τεκμήριο 188. Εξηγήθηκε, όμως, από τον Κοκότση, (εξήγηση που κρίθηκε αξιόπιστη και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο), ότι όλα τα ποσά των αναλήψεων από την Balom κατέληγαν στον ίδιο, αφού ο μοναδικός λόγος που γίνονταν αναλήψεις από την Balom (μαύρο ταμείο) ήταν για να δίδονται οι μίζες.
- Επαναφέρεται, επίσης, το θέμα των συνολικών εισροών από την Balom, ζήτημα που εξήγησε επαρκώς και με στοιχεία ο Κοκότσης. Ότι δηλαδή οι πραγματικές εισροές ήταν €252.500 και όχι €330.000, που ήταν το σύνολο των τιμολογίων. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο, επεσήμανε χαρακτηριστικά στη μαρτυρία του ο Κοκότσης.
- Αναφέρεται, περαιτέρω, σε διαφοροποιήσεις για επιμέρους ποσά που καταγράφονται στα Τεκμήρια 188 και 431, με σημαντικότερες τα ποσά που σχετίζονται με την NKU και την Elbiomec, θέματα που επίσης επεξηγήθηκαν επαρκώς από τον Κοκότση, κατά τη μακρά αντεξέταση του από το συνήγορο της Κατηγορούμενης 15.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι οι διαπιστώσεις του μάρτυρα της Κατηγορούμενης 15, όπως διατυπώνονται στην Έκθεση του, έχουν πραγματικό έρεισμα.
Καταλήγουμε, συνεπώς, πως τα όποια επουσιώδη, αθροιστικά, κυρίως, λάθη στις καταστάσεις Κοκότση, εντοπίστηκαν από τον ΜΥ1(Κ15) και αναδείχθηκαν στην Έκθεση του, δεν επηρέασαν ποσώς την ουσία της μαρτυρίας του Κοκότση, η οποία παρέμεινε αλώβητη.».
Η Κ15 προβάλλει ότι η καταστροφή του ηλεκτρονικού αρχείου που τηρούσε ο Κοκότσης δεν επέτρεψε τον έλεγχο των καταχωρίσεων του σε σχέση με τις ισχυριζόμενες μίζες, στοιχείο καταλυτικής σημασίας για την αξιοπιστία του. Με την αξιολόγηση του Κοκότση και την καταστροφή του αρχείου του έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω. Επαναλαμβάνουμε πως αυτό που έχει σημασία είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ76 και ειδικότερα η αποδοχή του τεκμηρίου που περιείχε τις καταστάσεις που αυτός ετοίμαζε.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες αιτιάσεις της Κ15 ως προς την αξιολόγηση του ΜΥ1(Κ15), τις εξετάσαμε υπό το φως της μαρτυρίας και ιδιαίτερα των εκτενών αποσπασμάτων στα οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος και δεν διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα, ούτε ότι κατέληξε σε παράλογα συμπεράσματα ως προς την αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 4, 5 και 5 Α αμφισβητείται η αξιολόγηση των Γ. Κουσουμή, ΜΚ86 και Γανωτή, ΜΚ81, η μαρτυρία των οποίων σχετιζόταν με τα εικονικά τιμολόγια καθώς και τα υπερτιμολογημένα. Η θέση που προωθήθηκε από την Κ15 ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν ότι ενώ η αρχική σύμβαση μεταξύ της Κ15 και της Elbiomec Ltd για το Κύτταρο Β1 ήταν ύψους €92.000, ο Κοκότσης σε συνεργασία με το Γανωτή υπέγραψαν δεύτερη συμφωνία, εν αγνοία της Κ15 για ποσό ύψους €263.500 χωρίς να υπάρχουν πρόσθετες εργασίας. Το ποσό εισέπραξε ο Γανωτής χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες πιστοποιήσεις από τον μηχανικό του έργου, με αποτέλεσμα να εξαπατήσουν την Κ15 εισπράττοντας χρήματα χωρίς να προσφέρουν τις ανάλογες υπηρεσίες. O κ. Παπαϊωάννου, υποστήριξε τη θέση του περί λανθασμένης αξιολόγησης των δύο αυτών μαρτύρων με εκτεταμένη αναφορά στη μαρτυρία, από την οποία, σύμφωνα με την εισήγηση, προκύπτει σαφώς η αναξιοπιστία των δύο μαρτύρων. Εισηγείται περαιτέρω πως εάν ανακρίνετο η εταιρεία θα αποκαλύπτετο ότι η μόνη αυθεντική σύμβαση είναι αυτή των €92.000. Ένα άλλο ζήτημα που εγέρθηκε από την εφεσείουσα είναι ότι η μαρτυρία του Γανωτή θα έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα μαρτυρίας συναυτουργού. Το Κακουργιοδικείο, κατά την εισήγηση, δεν αναφέρθηκε στις επιλήψιμες ή έστω ύποπτες σχέσεις και συνεργασίας των Κοκότση και Γανωτή κατά το στάδιο της εργοδότησης του πρώτου από την Κ15.
Το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας τη μαρτυρία των Γανωτή, ΜΚ81 και Κασουμή, ΜΚ86, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Παρά την αρχική του άρνηση στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την ανακριτική του κατάθεση (βλ. 1η ανακριτική κατάθεση, Τεκμήριο 328), η γενική εντύπωση που έδωσε, κατά την ένορκη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν θετική. Σχηματίσαμε την εντύπωση πως πρόκειται για έντιμο και ειλικρινή μάρτυρα, ο οποίος ενέδωσε στις προτροπές του Κοκότση, χωρίς να έχει οποιοδήποτε προσωπικό κέρδος, λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας που είχε με την εταιρεία Ηλέκτωρ Α.Ε.
Έδωσε πειστικές εξηγήσεις για τα ποσά που έδωσε στον Κοκότση, έχοντας, όπως εξήγησε, την εντύπωση ότι θα εξυπηρετούσε την Κατηγορούμενη 15, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο Κοκότσης και χωρίς να γνωρίζει ότι τα ποσά από τις υπερτιμολογήσεις θα δίδονταν για μίζες.
Παρά τη μακρά αντεξέταση του, κυρίως από το συνήγορο της Κατηγορούμενης 15, δεν έχουμε πεισθεί ότι οικειοποιήθηκε οποιοδήποτε ποσό ή ότι συμφώνησε με τον Κοκότση να εξαπατούσαν, προς ίδιον όφελος, την Κατηγορούμενη 15. Ειδικότερα και καθόσον αφορά τις δύο συμβάσεις για τις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις του Κυττάρου Β1 στο ΧΥΤΑ Πάφου, αποδεχόμαστε την εξήγηση του μάρτυρα πως η πρώτη σύμβαση (Τεκμήριο 439), ενσωματώθηκε κατ' ουσία στη δεύτερη (Τεκμήριο 383 - ΓΧΙ -), λόγω των αλλαγών και των αυξήσεων που προέκυψαν, μετά από την επί τόπου καταμέτρηση του όλου Έργου.
Δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή η θέση της Κατηγορούμενης 15, ότι εξαπατήθηκε, πληρώνοντας τα τιμολόγια που εξέδωσε η Εταιρεία του ΜΚ81. Υποδεικνύεται ότι υπήρχαν επιβλέποντες μηχανικοί της Κατηγορούμενης 15 Εταιρείας, οι οποίοι επέβλεπαν και πιστοποιούσαν την εκτέλεση των εργασιών. Πέραν τούτου, η μία εκ των επιταγών για τις υπό αναφορά εργασίες της Elbiomec, για το ποσό μάλιστα των €254.615,60 (βλ. Τεκμήριο 442) φέρει και την υπογραφή του Κατρή, διευθύνοντα συμβούλου της Ηλέκτωρ Α.Ε., γεγονός που υποδηλώνει ότι η επέκταση της αρχικής συμφωνίας με το Τεκμήριο 383 (ΓΧ1), ήταν εις γνώση της μητρικής εταιρείας, ως ήταν η θέση του ΜΚ81 αλλά και του Κοκότση.
Όσον αφορά, τέλος, τον ΧΧΧ Κασούμη (ΜΚ86), ο οποίος κλήθηκε για αντεξέταση από το συνήγορο της Κατηγορούμενης 15, διαπιστώσαμε ότι κατέβαλε εμφανή προσπάθεια να εξυπηρετήσει με τη μαρτυρία του τους πρώην εργοδότες του. Στα πλαίσια αυτά, προσποιήθηκε πως δεν γνώριζε για την ύπαρξη της δεύτερης συμφωνίας με την Elbiomec (Τεκμήριο 328 - ΓΧ1). Υποδεικνύουμε πως ο ΜΚ86 ήταν ο επιβλέπων μηχανικός, για την Κατηγορούμενη 15, των εργασιών που εκτελούνταν από τους υπεργολάβους - όπως ήταν η Elbiomec - κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν είναι, συνεπώς, δυνατό να αποδεχθούμε ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη της υπό αναφορά συμφωνίας. Η προσπάθειά του να πείσει περί της ορθότητας της εκδοχής του, με αναφορά στην προσφορά της Κοινοπραξίας (Τεκμήριο 429(α)), η οποία κατακυρώθηκε από το Υπουργείο (βλ. Τεκμήριο 429(β)), ουδόλως τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του. Υποδεικνύουμε πως ο Κατρή, ο οποίος ρωτήθηκε σε σχέση με το ζήτημα αυτό, απέδωσε τις αυξήσεις των ποσοτήτων που περιέχονται στη δεύτερη συμφωνία, σε πιθανή «αστοχία» της προσφοράς της Κοινοπραξίας. Με την επισήμανση μας αυτή δεν θεωρούμε, βεβαίως, ότι η μαρτυρία του Κατρή επί του ζητήματος της δεύτερης συμφωνίας ήταν ειλικρινής. Η εκτίμησή μας είναι ότι για δικούς του λόγους δεν θέλησε να αποκαλύψει τη γνώση και την εμπλοκή του στην κατάρτιση και εκτέλεση των δύο συμφωνιών της Elbiomec. Η γνώση του, όπως ήδη υποδείξαμε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ81, συνάγεται από το γεγονός ότι υπέγραψε και ο ίδιος την επιταγή των €254.615 (Τεκμήριο 442) προς την Elbiomec, η οποία, σαφώς, αφορούσε εργασίες που εκτελέστηκαν στα πλαίσια της δεύτερης, ως άνω, συμφωνίας.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν αποδεχόμαστε τους ισχυρισμούς του ΜΚ86 ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη της δεύτερης συμφωνίας και την εν γένει μαρτυρία του σε σχέση με τις εργασίες που εκτέλεσε η Elbiomec, στη βάση της υπό αναφορά συμφωνίας.»
Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Κ15 υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας. Κατ΄ αρχάς, δεν κρίνουμε ότι η μαρτυρία του Γανωτή θα έπρεπε να ιδωθεί υπό το πρίσμα του συναυτουργού. Δεν πρόκειται για πρόσωπο που ήταν καθ΄ οιονδήποτε χρόνο «ύποπτο» για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος έτσι ώστε να απαιτείται να εξεταστεί η μαρτυρία του υπό αυτό το πρίσμα. Ο ισχυρισμός περί «απάτης» εις βάρος της Κ15 προέκυψε στα πλαίσια της αντεξέτασης του μάρτυρα από τον συνήγορο της Κ15, θέση που ο ίδιος απέρριψε δίδοντας τη δική του εξήγηση για τα όσα του καταλογίστηκαν. Η μαρτυρία του αξιολογήθηκε ως ανωτέρω. Το ίδιο και η μαρτυρία του ΜΚ86, που κλήθηκε για σκοπούς αντεξέτασης από την Κ15. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση των δύο αυτών μαρτύρων, ούτε θεωρούμε ότι στη βάση της μαρτυρίας τους και ειδικότερα των σημείων που εγέρθηκαν από τον συνήγορο της Κ15, προκύπτει ότι τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου δεν συνάδουν με τη μαρτυρία και τη λογική. Όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Κέκκος, τα τιμολόγια που παρουσιάζονταν στο λογιστήριο της εταιρείας συνοδεύονταν από πιστοποίηση του επιβλέποντος μηχανικού ότι είχαν εκτελεστεί οι εργασίας, σύμφωνα με τη μαρτυρία της υπεύθυνης του λογιστηρίου της Κ15, ΜΚ57. Η εν λόγω μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε ως προς τις πληρωμές των τιμολογίων της Elbiomec Ltd. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι την επιταγή που δόθηκε στην εν λόγω εταιρεία για το ποσό των €254.615,60 και όχι για το ποσό που αφορούσε η πρώτη συμφωνία, προσυπογράφει ο Κατρή, στον οποίο δεν καταλογίζεται από την Κ15 συμμετοχή στην «απάτης».
Οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 5Α απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 7, 7Α, 7Β και 7Γ άπτονται της καταδίκης της Κ15 στις κατηγορίες 91-93, 98-99 και 102-104, για τις οποίες αξιώνεται ο παραμερισμός τους.
Σύμφωνα με την εισήγηση, προσβάλλεται η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου να θεωρήσει ως ζήτημα ελαττωματικότητας κατηγορητηρίου τη θέση της υπεράσπισης ότι (α) η μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή δεν στοιχειοθετούσε τις λεπτομέρειες των κατηγοριών και (β) ότι δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία για την πλήρωση βασικών συστατικών στοιχείων των αδικημάτων για την απαραίτητη σύνδεση μεταξύ παροχής και αντιπαροχής με αποτέλεσμα να μην μπορούν να τεκμηριωθούν οι κατηγορίες εναντίον της εταιρείας όπως έχουν προσδιοριστεί.
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι υπήρξε σύγχυση του Κακουργιοδικείου και αντιφατικά ευρήματα ως προς το κατά πόσο η Κ15 έδιδε μίζες προκειμένου η ίδια να λαμβάνει τις καθυστερημένες προς αυτήν οφειλές ή επειδή ενδιαφερόταν να εισπράττει τα ποσά που οφείλονταν στις ανάδοχες κοινοπραξίες, ώστε με τη σειρά της να τις τιμολογεί για τις υπηρεσίες της στη βάση των συμβάσεων που υπόγραψαν μεταξύ τους, με το τελευταίο να μην καλύπτεται από τις λεπτομέρειες των κατηγοριών. Η εφεσείουσα παρέπεμψε σε αποσπάσματα από τη μαρτυρία των Κοκότση, Σκίτσα, ΜΚ19 και Ζάνου, ΜΚ23, όπου γίνεται αναφορά στο ότι τα τιμολόγια εκδίδονταν στο όνομα της κοινοπραξίας καθώς και ότι υπήρχε εγγύηση από πλευράς του κράτους, προς υποστήριξη της θέσης της ότι μαρτυρία που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή με κανένα τρόπο στοιχειοθετούσε τις λεπτομέρειες των κατηγοριών.
Περαιτέρω, αναφέρεται ότι στις κατηγορίες του δεκασμού και δωροδοκίας δεν γίνεται αναφορά στο Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σ΄ ότι αφορά το τελευταίο, παράλειψη αναφοράς του δεν αποτελεί ουσιαστική παρατυπία (Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174).
Το Κακουργιοδικείο, αφού εξέτασε τις θέσεις της Κ15, κατέληξε ως ακολούθως:
«Εισηγήθηκε, συναφώς, ο κ. Παπαϊωάννου ότι η Κατηγορούμενη 15 δεν είχε εμπλοκή με τις μίζες, υποδεικνύοντας ότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στις συμβάσεις που υπόγραψε το κράτος με τις ανάδοχες Κοινοπραξίες. Πάσχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την εισήγηση, το Κατηγορητήριο, στο βαθμό που αποδίδει στην Κατηγορούμενη 15 χρηματισμό ή/και άλλες παράνομες πράξεις, με αντάλλαγμα την επίσπευση των οφειλόμενων πληρωμών. Οι όποιες πληρωμές, υπέδειξε ο συνήγορος, οφείλονταν προς τις ανάδοχες Κοινοπραξίες οι οποίες τιμολογούσαν για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν τα Συμβούλια Διαχείρισης και τους τοπικούς φορείς, στη βάση των προνοιών των συμβάσεων.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Κατηγορούμενη 15 ενεπλάκη εξ αρχής στα δύο έργα, με τις συμφωνίες διαχείρισης που υπόγραψε με τις δύο ανάδοχες Κοινοπραξίες. Είχε, κατά συνέπεια, άμεση εμπλοκή και συμφέρον από τις εισπράξεις των οφειλόμενων ποσών, αφού στην ουσία είχε αναλάβει τη λειτουργία των δύο έργων, χρησιμοποιώντας δικά της μηχανήματα και δικό της προσωπικό. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη 15, στα πλαίσια υλοποίησης των συμφωνιών που υπέγραψε με τις ανάδοχες Κοινοπραξίες, συνομολόγησε σωρεία συμβάσεων για την εκτέλεση διαφόρων εργασιών και των αναγκαίων υπηρεσιών για τα έργα. Όπως για παράδειγμα τις συμφωνίες για τις ιατρικές υπηρεσίες (Τεκμήριο 29), για χωματουργικές εργασίες στο ΧΥΤΑ Πάφου (Τεκμήριο 228), για διάφορες υπεργολαβίες (Τεκμήριο 328) κλπ. Υποδεικνύεται πως όλες οι πιο πάνω συμφωνίες, υπογράφονταν από τους αξιωματούχους της Κατηγορούμενης 15 οι οποίοι έδιναν τις μίζες.
Δεν ευσταθεί, συνεπώς, η εισήγηση ότι η Κατηγορούμενη 15 δεν είχε σχέση με την εκτέλεση των δύο έργων και ότι πάσχει καθ' οιονδήποτε τρόπο το κατηγορητήριο, επειδή οι συμβάσεις με το κράτος είχαν υπογραφεί από τις ανάδοχες Κοινοπραξίες. Το ουσιώδες, είναι ότι η Κατηγορούμενη 15, έδινε τις μίζες επειδή ενδιαφερόταν να εισπράττει τα ποσά που οφείλονταν στις ανάδοχες κοινοπραξίες, ώστε, με τη σειρά της, να τις τιμολογεί για τις υπηρεσίες της, στη βάση των συμβάσεων που υπόγραψαν μεταξύ τους.».
Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι σαφές ότι εξετάστηκαν στην ουσία τους οι θέσεις της Κ15, ανεξάρτητα αν αυτές χαρακτηρίστηκαν ως παρατυπίες του κατηγορητηρίου. Το γεγονός ότι στις λεπτομέρειες των κατηγοριών που αφορούν δεκασμό και ενεργό δωροδοκία αξιωματούχων, αναφέρεται ότι ο λόγος καταβολής των διαφόρων ποσών ήταν για επίσπευση της καταβολής καθυστερημένων οφειλών προς την Κ15, δεν επηρεάζει είτε την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου είτε την ουσία των κατηγοριών.
Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή. Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί, έστω για την επίσπευση των πληρωμών προς τις Κοινοπραξίες από τις οποίες, βέβαια, θα επωφελείτο η Κ15. Ενδεχομένως, υπό τις περιστάσεις, να ήταν ορθότερο να τροποποιηθούν όλες οι σχετικές κατηγορίες. Αυτό δεν έγινε. Δεν είναι όμως αυτό που προσβάλλεται μέσω των σχετικών λόγων έφεσης, με τους οποίους η εισήγηση είναι ότι η Κ15 θα πρέπει να αθωωθεί και απαλλαγεί.
Οι λόγοι έφεσης 7, 7Α, 7Β και 7Γ απορρίπτονται.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η καθοδήγηση του Δικαστηρίου και η καταδίκη της Κ15 στις κατηγορίες ενεργητικής διαφθοράς του Κ7 (κατηγορίες 100-101). Εν πρώτοις, η Κ15 εισηγείται έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο τόπος διάπραξης των εγκλημάτων είναι στην Ελλάδα.
Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 5(1)(γ) του Κεφ. 154[4] εφόσον ο Κ7 είναι Κύπριος πολίτης και κατά τον επίδικο χρόνο ευρίσκετο στην υπηρεσία της Δημοκρατίας ως δημόσιος λειτουργός του Υπουργείου Εσωτερικών, υπάρχει δικαιοδοσία εκδίκασης των κατηγοριών στην Κύπρο.
Περαιτέρω, προβάλλεται πως δεν υπήρχε ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία που να στοιχειοθετεί τις λεπτομέρειες των δύο αυτών κατηγοριών όπως είχαν διατυπωθεί και υπήρχε μαρτυρία για το αντίθετο.
Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Εφαρμόζονται σε αυτή την περίπτωση όσα έχουμε αναφέρει σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης 7, 7Α, 7Β και 7Γ.
Ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται εσφαλμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου και εσφαλμένη καταδίκη της Κ15 στις κατηγορίες ενεργητικής διαφθοράς του Κ2 (κατηγορίες 94 και 95). Οι εισηγήσεις που προβάλλονται σε συνάρτηση με αυτό το λόγο έφεσης είναι πανομοιότυπες με αυτές που προβλήθηκαν στους λόγους έφεσης 7, 7Α, 7Β και 7Γ και υιοθετούμε το ίδιο σκεπτικό. Στην περίπτωση του Κ2 το Κακουργιοδικείο κατέληξε ως ακολούθως:
«Όσον αφορά όμως το ποσό των €10.000, κρίνουμε ότι καλύπτεται πλήρως από το κατηγορητήριο, εφόσον το ποσό δόθηκε από την Κατηγορούμενη 15, μετά από απόφαση των Κατρή και Μπόμπολα.
Σε σχέση με τις περιστάσεις που περιβάλλουν την καταβολή του ποσού, ως έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω, δεν χωρεί αμφιβολία ότι εμπίπτουν στην εμβέλεια των αδικημάτων που αντιμετωπίζει. Όπως ήδη υποδείχθηκε, κατά την ανάλυση της νομικής πτυχής, «η έννοια της διαφθοράς συμπεριλαμβάνει και την αποδοχή χρηματικών ποσών για μια παλιά εύνοια, έστω και αν δεν υπήρχε προς τούτο οποιαδήποτε συμφωνία» (βλ. Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας, πιο πάνω).
Ότι ο Κατηγορούμενος 2 είχε εμπλοκή στο Έργο του ΧΥΤΥ Κόσιης είναι αδιαμφισβήτητο. Έχει επεξηγηθεί ο ρόλος του (Ενδιάμεσος Φορέας) τόσο από το ΜΚ3 όσο και από τον Κατρή.
Το γεγονός ότι δεν ζήτησε ευθέως χρήματα αλλά με τον προσχηματικό τρόπο που έχει αναφερθεί, (δήθεν δάνειο), δεν μπορεί να έχει επίδραση στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών, ως εισηγήθηκαν οι συνήγοροί του. Σημασία έχει ότι συναντήθηκε με τον Κοκότση, που ήταν διευθυντής της Κατηγορούμενης 15 και έλαβε φάκελο με το ποσό των €10.000. Η Κατηγορούμενη 15 δεν ήταν τραπεζιτικό ίδρυμα για να χορηγούσε δάνειο στον Κατηγορούμενο 2, αλλά η εταιρεία που είχε αναλάβει τη διαχείριση του ΧΥΤΥ Κόσιης, την επίβλεψη του οποίου είχε, στο βαθμό που έχει επεξηγηθεί από τους μάρτυρες, ο Κατηγορούμενος 2, ως ενδιάμεσος φορέας, υπό την ιδιότητά του ως ανώτερος δημόσιος λειτουργός.»
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Συνακόλουθα ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η καταδίκη της εταιρείας στις κατηγορίες 57, 58 και 60 μέχρι 63, οι οποίες αφορούν αδικήματα καταρτισμού πλαστών εγγράφων (κατηγορίες 57 και 60) κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, (κατηγορίες 58 και 61) και κατάρτισης ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση (κατηγορίες 62 και 63). Πρόκειται για κατηγορίες που αντιμετώπισε η Κ15 ομού με τον πρώην κατηγορούμενο 9 (ο οποίος έχει παραδεχθεί τις κατηγορίες και του επιβλήθηκε ποινή). Σύμφωνα με την εισήγηση, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ο πρώην κατηγορούμενος 9 ως ιθύνων νους της εταιρείας και, ως εκ τούτου, η όποια επιλήψιμη συμπεριφορά του δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυτήν.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε την αντίστοιχη εισήγηση που προβλήθηκε ενώπιόν του και αποφάσισε ως ακολούθως:
«Οι υπό αναφορά κατηγορίες σχετίζονται με την έκδοση των δύο τιμολογίων που επισυνάπτονται στη γραπτή κατάθεση του Bagleh (Έγγραφο 78(α)), για τα ποσά των €30.000 και €20.000, αντίστοιχα (βλ. επίσης Τεκμήριο 331). Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα υπό αναφορά τιμολόγια ήταν εικονικά, όπως εξάλλου αποδέχθηκε και ο ίδιος ο Bagleh. Σχετική επί του ζητήματος είναι και η αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ56 και 57, με βάση την οποία τα πιο πάνω τιμολόγια (όπως και πολλά άλλα) εκδόθηκαν κατόπιν οδηγιών του Κοκότση, προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα που παρουσιαζόταν στο ταμείο της Κατηγορούμενης 15, το οποίο είχε προκύψει από τις μίζες που δίδονταν σε διάφορα πρόσωπα. Η Κατηγορούμενη 15 δεν αμφισβήτησε στην ουσία ότι τα τιμολόγια ήταν πλαστά. Όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της, η όποια παρανομία αφορά τον Bagleh και όχι την Κατηγορούμενη 15, υποδεικνύοντας ότι ο Bagleh δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο ιθύνων νους της Εταιρείας. Διαφωνούμε με την εισήγηση. Με βάση τα ευρήματά μας όλα τα εικονικά τιμολόγια, συμπεριλαμβανομένων και των ανωτέρω δύο, καταρτίστηκαν και εκδόθηκαν, κατόπιν οδηγιών του Κοκότση, ο οποίος ήταν κατά τον επίδικο χρόνο ο διευθύνων σύμβουλος της Κατηγορούμενης 15. Άλλη εισήγηση του συνηγόρου ήταν ότι η Κατηγορούμενη 15 ήταν θύμα των παράνομων ενεργειών του Κοκότση, ο οποίος οικειοποιείτο τα ποσά των εικονικών τιμολογίων. Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, καταλήξαμε σε εύρημα ότι τα υπό αναφορά τιμολόγια, όπως και τα υπόλοιπα τα οποία εκδόθηκαν στα ίδια πλαίσια, αποσκοπούσαν στην κάλυψη του ελλείματος και ουδέν ποσό οικειοποιήθηκε ο Κοκότσης.
Δεν χωρεί, συνεπώς, αμφιβολία ότι έχουν αποδειχθεί, στον απαιτούμενο βαθμό όλες οι υπό εξέταση κατηγορίες, εφόσον τα πλαστά τιμολόγια έχουν κυκλοφορήσει για να καταλήξουν, τελικά, στα βιβλία της Εταιρείας, από όπου και παραλήφθηκαν από την Αστυνομία, στα πλαίσια εκτέλεσης των ενταλμάτων έρευνας.»
Η πιο πάνω κατάληξη του Κακουργιοδικείου είναι ορθή και προκύπτει άμεσα από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, με δεδομένο μάλιστα ότι ο ΜΚ76 κρίθηκε αξιόπιστος μάρτυρας. Συνεπώς, δεν κρίνουμε ότι ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.
Το ίδιο θεωρούμε και για τον εντέκατο λόγο έφεσης, όπου προβάλλεται ως εσφαλμένη καταδίκη της εταιρείας στην κατηγορία της συνωμοσίας, του Bagleh με την Κ15 και το ΜΚ76 για έκδοση πλαστών τιμολογίων της εταιρείας προς δικαιολόγηση ποσών που εδίδοντο ως μίζες. Εφόσον έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΚ76, ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Ποινική Έφεση αρ. 39/2020
(Δημήτρης Πατσαλίδης - Κ1)
Λόγοι Έφεσης επί της Ποινής
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Κ1 διάφορες ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 5 ετών στην κατηγορία της νομιμοποίησης.
Παραπονείται ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, του επέβαλε μέγιστη ποινή πολύ αυστηρότερη από ό,τι σε συγκατηγορούμενους του. Διατείνεται, επίσης, ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και προϊόν λανθασμένης προσέγγισης καθότι το Κακουργιοδικείο, παρά τη φραστική αναφορά σε αυτούς, δεν στάθμισε ορθά το σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων και δεν έλαβε υπόψη του το χρόνο που παρήλθε από την τέλεση των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής και τις εξοντωτικές συνέπειες που η ποινή θα επέφερε σε αυτόν.
Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο (Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5.10.2016, Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 53/2017, ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 79/2017, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 110/2019, ημερ. 29.9.2020).
Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Κ1, όπως αυτή προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, αλλά και από την ίδια τη φύση τους η οποία, ως ορθώς επεσήμανε, επιτάσσει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Αφού αναφέρθηκε σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271, Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 και Μαληκκίδης v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 40/2015, ημερ. 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534), δεν παρέλειψε να επισημάνει και το γεγονός των διαδοχικών αυξήσεων στις προβλεπόμενες ποινές για το αδίκημα του δεκασμού δημόσιου λειτουργού που καταδεικνύει, ως ορθώς ανέδειξε, «την πρόθεση του Νομοθέτη για αυστηρότερη αντιμετώπιση τέτοιου είδους αδικημάτων με απώτερο σκοπό την πάταξη του κοινωνικού καρκινώματος της διαφθοράς». Συγκεκριμένα με το Νόμο 38(Ι)/1999 η τριετής τότε φυλάκιση αυξήθηκε σε πενταετή, ενώ με το Νόμο 95(Ι)/2012 οι ποινές ανήλθαν στα σημερινά επίπεδα των επτά ετών φυλάκιση και/ή €100.000 πρόστιμο.
Ενδεικτική του τρόπου αντιμετώπισης τέτοιων αδικημάτων από τη νομολογία μας είναι η υπόθεση Μαληκκίδης (ανωτέρω) στην οποία παρέπεμψε το Κακουργιοδικείο και στην οποία είχαν επιβληθεί συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών για αδικήματα δεκασμού και έξι ετών για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων στον 58χρονο εφεσείοντα, Γενικό Διευθυντή του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου, ο οποίος είχε αποκομίσει γύρω στις €600.000 και νομιμοποίησε παράνομα το ποσό των €498.000. Επισημαίνεται ότι κατ’ εκείνο το στάδιο η προβλεπόμενη κατ’ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης για το αδίκημα του δεκασμού ήταν πέντε έτη. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας τις ποινές ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
«Η Πολιτεία εμπιστεύτηκε στον εφεσείοντα μια υψηλή θέση, με τα ανάλογα ωφελήματα που τη συνοδεύει. Με την ανάληψη όμως των καθηκόντων του από υπηρέτης και φύλακας των συμφερόντων του Δημοσίου ενεπλάκη στον φαύλο κύκλο της διαφθοράς και αξιώνοντας και λαμβάνοντας μεγάλα ποσά καταχράστηκε κατά το χείριστο τρόπο τη θέση του. Με όλες τις αυτονόητες επιπτώσεις όχι μόνο στα οικονομικά του Δήμου Πάφου, που από τη φύση της θέσης του όφειλε να προστατεύει, αλλά και στην εν γένει εμπιστοσύνη του πολίτη έναντι των δημοσίων προσώπων την οποία καίρια έπληξε. Με τις επιγραμματικές αυτές επισημάνσεις είναι νομίζουμε πρόδηλο ότι σε αδικήματα τέτοιας φύσεως, με εμπλεκόμενα δημόσια πρόσωπα, η ποινή που πρέπει να επιβάλλεται θα πρέπει να είναι αυστηρή και να ενέχει έντονα το στοιχείο της αποτροπής. Όπου δε εντοπίζεται τέτοια ανάγκη ναι μεν οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου λαμβάνονται υπόψη, αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής καθότι προέχει η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου ……………………..
Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά την εισήγηση ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι ο εφεσείων θα έχανε και τη δουλειά του, να τονίσουμε ότι οι συνέπειες στη σταδιοδρομία ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του θα ήταν αντιφατικό να προβάλλονται ως μετριαστικός παράγοντας τη στιγμή που ο ίδιος όχι μόνο δεν σεβάστηκε τη θέση που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία αλλά την εκμεταλλεύτηκε για να αποκομίσει με επιλήψιμο τρόπο προσωπικό όφελος σε βάρος του Δημοσίου…..»
Όσον δε αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις, το Κακουργιοδικείο, αφού επεσήμανε ότι οι προβλεπόμενες κατ’ ανώτατο όριο ποινές ανέρχονται σε ποινή φυλάκισης 14 ετών ή ποινή προστίμου €500.000, ορθά καθοδηγήθηκε από το ακόλουθο απόσπασμα της υπόθεσης Θεοφάνους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 298/2018, ημερ. 27.6.2018:
«Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγήσαντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητάς του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρό του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (Δέστε: Μαληκκίδης (ανωτέρω), Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/2015 ημερ. 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B241 και Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 212/2017 ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της. Το Κακουργιοδικείο, ορθά επεσήμανε, πως τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων έχουν σε έντονο βαθμό το στοιχείο της απάτης και περαιτέρω ότι η διάπραξή τους ήταν προϊόν οργάνωσης και προσχεδιασμού με τη συμμετοχή και άλλων προσώπων - τα οποία ως ιθύνων νους δεν κατονόμασε.»
Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο υπογράμμισε ότι ο εφεσείων, ανώτερος δημόσιος λειτουργός, εκμεταλλεύτηκε τη θέση που η Πολιτεία του εμπιστεύτηκε για να αποκομίσει αθέμιτα οφέλη.
Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του το λευκό ποινικό μητρώο, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα όπως αυτές ανεδείχθησαν τόσο μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του, όσο και από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας, καθώς και όλα όσα έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του. Υπογραμμίζοντας, ταυτόχρονα, ότι οι προσωπικές του περιστάσεις θα λαμβάνονταν υπόψη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν θα οδηγούσαν σε εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής με βάση και την καθοδήγηση της Μαληκκίδης (ανωτέρω).
Η προβαλλόμενη ανισότητα στη μεταχείριση γίνεται σε συνάρτηση με τον πρώην συγκατηγορούμενο Βέργα και υποστηρίχτηκε ότι η ποινή που θα έπρεπε το Κακουργιοδικείο να επιβάλει θα έπρεπε να μην ξεπερνά τα δύο έτη φυλάκισης, που ήταν και η μεγαλύτερη ποινή που επιβλήθηκε στον τελευταίο. Εισηγήθηκε ότι η εγκληματική δραστηριότητα του Βέργα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη δική του, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Βέργα δεν αντικατόπτριζε το σύνολο των εγκληματικών του πράξεων εφόσον με εύρημα του Δικαστηρίου αυτός δεν είχε αποκαλύψει τη συνολική του εμπλοκή στην υπόθεση.
Όπως έχουμε υποδείξει στην υπόθεση Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 138/2020, ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B176, η αδικαιολόγητη διαφοροποίηση της ποινής, είναι νομολογιακά αναγνωρισμένος ως ξεχωριστός λόγος για τη μείωση της ποινής (Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120, 122-3 και Azinas and Others v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9, 140-1). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η ποινή, κρινόμενη από μόνη της, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική. Πρέπει, ωστόσο, η ανισότητα μεταχείρισης να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι είναι υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου (Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, 593, Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, 280, Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190, 197-8 και Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 268/2015, 298/2015, 304/2015 και 307/2016, ημερ. 13.12.2018).
Όπως ορθά επεσήμανε ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, ο Βέργας είχε παραδεχτεί όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και στη συνέχεια κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλάκισης δύο ετών στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η νομιμοποίηση αφορούσε ποσό €766.600 από το οποίο ο Βέργας ωφελήθηκε προσωπικά €311.240 το οποίο, μετά την παραδοχή του, επέστρεψε.
Το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης, έλαβε υπόψη του τις ποινές που είχαν επιβληθεί από το Δικαστήριο στους πρώην Κατηγορούμενους 5, 9, 10, 11 και 12. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον Βέργα έλαβε υπόψη την παραδοχή του και τη συνεργασία του με την Αστυνομία, καθώς και την πρόθεση του να κατέθετε ως μάρτυρας κατηγορίας. Περαιτέρω, έλαβε υπόψη του την αρχή της συνολικότητας της ποινής αφού, ο Βέργας, κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής, εξέτιε ποινή φυλάκισης έξι ετών σε άλλη υπόθεση για αδικήματα παρόμοιας φύσεως που είχαν διαπραχθεί κατά την ίδια χρονική περίοδο και οι επιβληθείσες στην παρούσα υπόθεση ποινές διατάχτηκε να αρχίζουν μετά την έκτιση της ποινής των έξι ετών, ώστε η συνολική ποινή που θα εξέτιε να μην ήταν δυσανάλογη σε σχέση με την όλη εγκληματική συμπεριφορά του.
Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν δικαιολογείται το όποιο παράπονο του Κ1 λόγω της διάστασης σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στον ίδιο.
Συνεπώς, απορρίπτεται ο πρώτος Λόγος Έφεσης.
Το ζήτημα του δεύτερου Λόγου Έφεσης θα μπορούσε να τεκμηριωθεί μόνο εφόσον διαφαινόταν ότι η ποινή που του επιβλήθηκε δεν ήταν η αρμόζουσα και κατέληξε υπερβολική υπό τις περιστάσεις.
Είναι η κρίση μας ότι δεν μπορεί, κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με κανένα τρόπο οι επιβληθείσες ποινές να θεωρηθούν ως υπερβολικές, ούτε καν αυστηρές. Βρίσκονταν εντός του μέτρου και στο πλαίσιο το οποίο καθορίζεται από τη νομολογία.
Ως εκ τούτου και ο δεύτερος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Ποινική Έφεση αρ. 37/2020
(Γεώργιος Κουλλαπής - Κ7)
Λόγος Έφεσης επί της ποινής
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Κ7 διάφορες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 3½ ετών στην Κατηγορία της νομιμοποίησης.
Εξετάσαμε όλα τα ζητήματα που εγείρει ο Κ7 με αναφορά όχι μόνο στην ποινή της Κατηγορίας 50 η οποία, ως έχει αναφερθεί πιο πάνω, παραμερίστηκε και προσετέθη η Κατηγορία 105 για το ίδιο αδίκημα με αναφορά στην τότε ισχύουσα νομοθεσία που προνοούσε και την ίδια ποινή, αλλά σε σχέση και με όλες τις ποινές που του επιβλήθηκαν.
Έχουμε ήδη παραθέσει - στα πλαίσια της εξέτασης των λόγων έφεσης επί της ποινής που αφορούσαν τον Κ1 - τις βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου προς επέμβαση σε αναφορά με επιβληθείσες πρωτοδίκως ποινές. Παρέλκει, επίσης, η οποιαδήποτε επανάληψη αναφορικά με τη σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς, που κινείται γύρω από πράξεις δεκασμού δημόσιου λειτουργού και νομιμοποίησης εσόδων.
Στρεφόμενο στα γεγονότα της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο υπογράμμισε ότι ο Κ7, ανώτερος δημόσιος λειτουργός, εκμεταλλεύτηκε τη θέση που η Πολιτεία του εμπιστεύτηκε για να αποκομίσει αθέμιτα οφέλη.
Στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του το λευκό ποινικό μητρώο, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα όπως αυτές ανεδείχθησαν τόσο μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του, όσο και από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας, καθώς και όλα όσα έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του. Υπογραμμίζοντας, ταυτόχρονα, ότι οι προσωπικές του περιστάσεις θα λαμβάνονταν υπόψη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν θα οδηγούσαν σε εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής με βάση και την καθοδήγηση της Μαληκκίδης (ανωτέρω). Mάλιστα οι παράγοντες που αφορούσαν στην ηλικία του Κ7 (71 ετών), τα πολλαπλά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε καθώς και η παρέλευση 14 ετών από το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων το αδίκημα του δεκασμού τιμωρείτο από το Νόμο ηπιότερα, λήφθηκαν σοβαρά υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής το οποίο και διαφοροποίησε την ποινή που του επέβαλε σε σχέση με τους πρώην Κατηγορούμενους 1 και 6.
Προβλήθηκε από το συνήγορο του Κ7 ότι το Δικαστήριο στην καταδικαστική του Απόφαση δεν διαπίστωσε την επίδειξη «εύνοιας» από τον Κ7. Η εν λόγω θέση δεν είναι ορθή. Το Κακουργιοδικείο είχε καταλήξει ότι ο Κ7 ζήτησε και έλαβε το συνολικό ποσό των €100.000 για να επιδεικνύει εύνοια υπό τις ιδιότητες και καθήκοντα που αυτός είχε.
Ο Κ7 παραπονείται, ακόμη, ότι το Δικαστήριο στην Απόφαση του δεν κατέγραψε, ούτε έλαβε υπόψη του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που ο συνήγορος του ανέφερε στην αγόρευση του.
Ο Κ7 διατείνεται, επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα επέβαλε ποινή στο γενεσιουργό αδίκημα που αφορούσε στο αδίκημα του δεκασμού δημοσίου υπαλλήλου, υποστηρίζοντας ότι τα γεγονότα αυτού του αδικήματος καλύπτονταν από τα γεγονότα του αδικήματος της νομιμοποίησης.
Είναι γνωστή η αρχή που καθιερώθηκε στη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Pefkos & Others v. Republic (1961) C.L.R. 340, Alexandrou v. Director of Customs (1985) 2 C.L.R. 47) ότι εκεί που τα ίδια γεγονότα στοιχειοθετούν κατηγορίες πέραν της μιας, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλλει ποινή μόνο στη μια από αυτές, συνήθως την σοβαρότερη, και όχι σε όλες τις κατηγορίες για τις οποίες απλώς καταχωρεί καταδίκη.
Όπως επισημάνθηκε στην Μαληκκίδη (ανωτέρω) με αναφορά στην Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, οι δύο αυτές κατηγορίες αδικημάτων διακρίνονται νομοθετικώς με διαφορετικό και το ανώτατο όριο ποινής. Το ένα, το γενεσιουργό αδίκημα, αφορά στην παράνομη κτήση περιουσίας, ενώ το άλλο αφορά στην κατοχή, χρήση και διαχείριση του προϊόντος της παρανομίας η οποία και επεκτείνεται σε εύρος χρόνου πέραν του χρόνου διάπραξης του γενεσιουργού αδικήματος.
Όπως επαναλήφθηκε στην υπόθεση Λεμονάρη v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 212/2017, ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικώς από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος και, ως εκ τούτου, η επιβολή ποινής για το γενεσιουργό αδίκημα δεν συνιστά λόγο για μη επιβολή ποινής και στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Στη βάση των πιο πάνω η σχετική εισήγηση του Κ7 είναι άνευ ερείσματος.
Κρίνουμε ότι και οι υπόλοιπες εισηγήσεις του Κ7 δεν ευσταθούν. Οι επιβληθείσες ποινές θεωρούμε ότι κινούνται εντός των ορθών πλαισίων και αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων, λαμβανομένων παράλληλα υπόψη όλων των ελαφρυντικών στοιχείων του Κ7. Ούτε διακρίνουμε λόγο γιατί στην Κατηγορία 105, που προσετέθη στο κατηγορητήριο, να επιβληθεί διαφορετική ποινή στον Κ7 από αυτή που είχε επιβάλει το Κακουργιοδικείο.
Συνακόλουθα, η έφεση κατά της Ποινής απορρίπτεται. Επιβάλλεται στον Κ7 ποινή φυλάκισης 3½ ετών στην Κατηγορία 105, συντρέχουσα με τις υπόλοιπες ποινές.
Ποινική Έφεση αρ. 19/2020
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, Κ3, Ανώτερος Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αποσπασμένος στο Υπουργείο Εσωτερικών την περίοδο Αυγούστου 2008 – Αυγούστου 2010, αντιμετώπισε συνολικά έξι Κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν στα αδικήματα του δεκασμού δημόσιου λειτουργού (Κατηγορία 15), της δωροληψίας από δημόσιο αξιωματούχο (Κατηγορία 17), της αθέμιτης απόκτησης περιουσιακού οφέλους από λειτουργό του δημοσίου (Κατηγορία 19), της απόσπασης από δημόσιο λειτουργό (Κατηγορία 21), της κατάχρησης εξουσίας (Κατηγορία 23) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Κατηγορία 25).
Με βάση τις λεπτομέρειες των πιο πάνω Κατηγοριών, καταλογίζετο στον εφεσίβλητο ότι μεταξύ των ετών 2010-2011 δωροδοκήθηκε από την Κ15 με το συνολικό ποσό των €135.000 για να ευνοεί την εν λόγω εταιρεία, δηλαδή να μην καθυστερεί την έκδοση διατακτικών πληρωμής προς όφελος της, ως αναδόχου του έργου ΧΥΤΥ Κόσιης και ΧΥΤΑ Πάφου.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ο εφεσίβλητος είχε λάβει από την Κ15, μέσω των Α. Κατρή (Μ.Κ.75) και I. Bagled (Μ.Κ.78), μίζες συνολικού ύψους €135.000. Συγκεκριμένα είχε λάβει €120.000 από το Μ.Κ.78 και €15.000 από το Μ.Κ.75.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε εν μέρει τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.78 λόγω αμφιβολιών ως προς την αξιοπιστία του, αλλά αποδέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος είχε χρηματιστεί από το Μ.Κ.75. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ότι ο Κ3 ζήτησε και έλαβε από το Μ.Κ.75 το ποσό των €15.000, σε συνάντηση που είχαν σε κεντρικό ξενοδοχείο στην Αθήνα το έτος 2008 και ότι το ποσό αυτό ενέπιπτε στην εμβέλεια των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.
Με δεδομένη την κατάληξη του Κακουργιοδικείου και τα ευρήματα τα οποία είχε διατυπώσει, ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να καταδικαστεί για τα αδικήματα που αντιμετώπιζε. Ούτε, όμως, και για το ποσό των €15.000 εφόσον, όπως ορθά το Κακουργιοδικείο εντόπισε, υπήρχε ανακολουθία των γεγονότων που είχαν αποδειχθεί με τις λεπτομέρειες των Κατηγοριών που αντιμετώπιζε τόσο σε σχέση με το χρόνο, όσο και σε σχέση με τον τόπο διάπραξης των αδικημάτων. Οι επιλήψιμες πράξεις του εφεσίβλητου που αφορούσαν στη δωροδοκία για το ποσό των €15.000 αποκάλυπταν τη διάπραξη αδικημάτων που δεν περιλαμβάνονταν στο Κατηγορητήριο. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της εν λόγω κατάστασης ήταν μέσω της τροποποίησης του Κατηγορητηρίου δια της προσθήκης νέων κατηγοριών, με ταυτόσημη έκθεση αδικήματος όπως αυτές του Κατηγορητηρίου, αλλά με διαφορετικές λεπτομέρειες.
Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής ότι τα πιο ζητήματα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τροποποίηση των Κατηγοριών, με βάση τις εξουσίες που παρέχονται στο Δικαστήριο από το Άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Έκρινε ότι «ένα τέτοιο εγχείρημα θα επηρέαζε δυσμενώς τα δικαιώματα του Κατηγορουμένου, εφόσον θα μετέβαλλε ουσιωδώς δύο πολύ σημαντικές πτυχές των γεγονότων, που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων, ως είχαν διατυπωθεί στο κατηγορητήριο. Του χρόνου και όλως ιδιαιτέρως του τόπου, που δεν είναι μια άλλη περιοχή της Κυπριακής επικράτειας, αλλά μια τρίτη χώρα (η Ελλάδα)».
Η απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην εφαρμόσει τις διατάξεις του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 επί των περιστατικών της υπόθεσης προσβάλλεται από τον εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα με ένα Λόγο Έφεσης. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τις διατάξεις του πιο πάνω Άρθρου στα πραγματικά γεγονότα, με αποτέλεσμα να αθωώσει τον εφεσίβλητο σε όλες τις Κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Ως αιτιολογία υποστηρίζεται ότι το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου είναι λανθασμένο για τους εξής λόγους:
«(i) Ο Εφεσίβλητος γνώριζε εξ υπαρχής για την αναφορά του ΜΚ76 σχετικά με τη μίζα των €15,000 που ο εν λόγω μάρτυρας του έδωσε στην Αθήνα το 2008, αφού αυτό το γεγονός καταγραφόταν στην κατάθεση του ΜΚ76 αντίγραφο της οποίας είχε δοθεί στον Εφεσίβλητο κατά το στάδιο της παραπομπής του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
(ii) Ο Εφεσίβλητος γνώριζε από το μαρτυρικό υλικό ότι το ποσό των €15,000 ήταν μέρος του συνολικού ποσού των €135,000 που του καταλογίζετο ότι είχε λάβει από την 15η Κατηγορούμενη ως μίζες.
(iii) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος είχε αντεξετάσει τον ΜΚ76 εις βάθος για το ζήτημα της μίζας των €15,000 και συνεπώς δεν επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του με οποιοδήποτε τρόπο όπως λανθασμένα κατέληξε το Δικαστήριο.»
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 85(4), αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι με τη μαρτυρία έχει αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία δεν μπορεί να καταδικασθεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου, τότε μπορεί να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο κατηγορίας ή κατηγοριών για το ποινικό αυτό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα και να αποφασίσει πάνω σε αυτά ως εάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες να αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω Άρθρο και όπως διατυπώθηκε από τη νομολογία (Panayides and others v. The Police (1985) 2 C.L.R. 147, 162-163, Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96, 103, Κυριάκου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, 467 και Issa and Another v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 39, 46-47) για την εφαρμογή του Άρθρου 85(4) πρέπει να συντρέχουν οι εξής τέσσερις προϋποθέσεις:
(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον Κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.
(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του Κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο Κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του έχει επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου. Δηλαδή η ποινή που προβλέπεται για την κατηγορία που προστίθεται δεν υπερβαίνει εκείνη που προβλέπεται για τα αδικήματα του αρχικού κατηγορητηρίου.
(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δεν θα επηρεάσει δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του.
Η τροποποίηση κατηγορητηρίου συνιστά ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας μέσα στα πλαίσια των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Βασικό κριτήριο στη μετατροπή ενός κατηγορητηρίου είναι η απουσία δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων του Κατηγορουμένου.
Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Charalambous v. Municipality of Nicosia (1965) 2 C.L.R. 63, η πιθανότητα επηρεασμού της υπεράσπισης του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποκλειστεί όπου υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση των λεπτομερειών της υφιστάμενης κατηγορίας, συγκρινόμενη με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας που προστίθεται από το Δικαστήριο.
Εν πρώτοις ο τόπος διάπραξης ενός αδικήματος, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, δεν είναι ανάγκη να προσδιοριστεί στο κατηγορητήριο, εκτός και αν είναι αναγκαίο για την κατηγορία.[5]
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2016, D11.40, σελ.1605:
“Provided the conduct alleged against the accused constitutes an offence regardless of where it occurred, it is unnecessary for the particulars to specify venue”.
Στην υπόθεση R. v. Wallwork (1958) 42 Cr. App. R. 153 στην οποία παραπέμπει το πιο πάνω απόσπασμα από τον Blackstone’s ο Λόρδος Goddard τόνισε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
“So far as place is concerned, I think [counsel for the prosecution] point is a perfectly good one, that incest is an offence wherever it is committed, and it matters not whether it is committed in one place or another, provided the prisoner knows the substance of the charge against him. It makes no difference whether the incest in this case was committed in Sussex or Surrey or any other place…There are cases…in which it is necessary to indicate a particular place in the indictment,…”.
Το ότι το αδίκημα διεπράχθη σε ξένη χώρα δεν αποτελεί κώλυμα στην υπό κρίση περίπτωση εφόσον ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που δημιουργεί αδίκημα, εφαρμόζεται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας ενόσω αυτός είναι στην υπηρεσία της Δημοκρατίας[6]. Αποτέλεσε δε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσίβλητος ήταν Ανώτερος Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αποσπασμένος στο Υπουργείο Εσωτερικών την περίοδο Αυγούστου 2008 - Αυγούστου 2010 στον τομέα διαχείρισης στερεών αποβλήτων.
Το ουσιαστικό είναι ο κατηγορούμενος να γνωρίζει την υπόθεση που αντιμετωπίζει. Στην προκείμενη περίπτωση αποτέλεσε κοινό τόπο ότι στην κατάθεση του στην Αστυνομία, η οποία αποτελούσε μέρος του μαρτυρικού υλικού που είχε δοθεί στην Υπεράσπιση, ο Μ.Κ.75 προέβαλε την εκδοχή ότι το 2008, σε ξενοδοχείο στην Αθήνα, είχε δώσει στον εφεσίβλητο, ως μίζα, το ποσό των €15.000[7]. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, η πιο πάνω εκδοχή αποτέλεσε αντικείμενο αντεξέτασης από το συνήγορο του εφεσίβλητου, μέσω του οποίου αμφισβητήθηκε τόσο ο ισχυρισμός για τη συνάντηση του Μ.Κ.75 με τον εφεσίβλητο κατά το 2008 στην Αθήνα, όσο και ο ισχυρισμός ότι στην εν λόγω συνάντηση είχε δοθεί το συγκεκριμένο ποσό.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η τροποποίηση του Κατηγορητηρίου δια της προσθήκης νέων αδικημάτων που θα κάλυπταν τις αξιόποινες πράξεις του εφεσίβλητου αναφορικά με τη δωροδοκία που έλαβε για το ποσό των €15.000, δεν θα επηρέαζε δυσμενώς τον εφεσίβλητο στην υπεράσπιση του. Έπεται ότι η ευχέρεια του Κακουργιοδικείου δεν ασκήθηκε δικαστικά στη βάση του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης ώστε να διαταχτεί η τροποποίηση.
Εφόσον τούτο δεν έγινε πρωτοδίκως θα εξετάσουμε τώρα πλέον το ζήτημα.
Παρέχεται στο Εφετείο, βάσει του Άρθρου 145(3)(α)(ι) του Κεφ. 155, ευχέρεια να παραμερίσει την αθωωτική απόφαση και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για οποιοδήποτε αδίκημα θα μπορούσε να καταδικαστεί, με βάση τη μαρτυρία η οποία είχε προσαχθεί και αφού πρώτα τροποποιηθεί το κατηγορητήριο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης. Η εξουσία αυτή προσομοιάζει προς την αντίστοιχη εξουσία που παρέχεται στο δικάζον Δικαστήριο να καταδικάσει τον κατηγορούμενο βάσει των προνοιών του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 για αδίκημα άλλο ή άλλα από εκείνα που αντιμετώπισε στη δίκη. Για το λόγο αυτό οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 85(4) παρέχουν καθοδήγηση και ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 145(3)(α)(ι) (Γ.Μ. Πικής «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η Έκδοση 2013, σελ. 328-329 και 337).
Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 και θεωρώντας ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του Άρθρου αυτού, με βάση τις εξουσίες που προβλέπονται στο εν λόγω Άρθρο και στο Άρθρο 145(3)(α)(ι) του Κεφ. 155, διατάσσεσαι η τροποποίηση του Κατηγορητηρίου με την προσθήκη έξι νέων Κατηγοριών αρ. 106 μέχρι 111, με την ίδια Έκθεση Αδικήματος και λεπτομέρειες όπως οι Κατηγορίες 15, 17, 19, 21, 23 και 25, πλην εκείνες που αφορούν στο χρόνο και τόπο διάπραξης των αδικημάτων οι οποίες θα είναι «σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2008» και «στην Αθήνα», αντίστοιχα, στις οποίες καταδικάζουμε τον εφεσίβλητο.
Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται και ο εφεσίβλητος καταδικάζεται στις Κατηγορίες που έχουν προστεθεί.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] 145.-(1) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-
(α) ……
(β) ……
(γ) να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα
[2] 10.-(1) Όταν Νόμος ακυρώνει και επαναθεσπίζει, με ή χωρίς τροποποίηση, οποιαδήποτε πρόνοια του προηγούμενου Νόμου, αναφορές σε οποιοδήποτε άλλο Νόμο στην ακυρωθείσα πρόνοια, θα ερμηνεύονται, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, ως αναφορές στην πρόνοια που επαναθεσπίσθηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Όταν Νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η ακύρωση δεν θα-
(α) επαναφέρει οτιδήποτε που δεν ισχύει ή δεν υπάρχει κατά το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να ισχύει η ακύρωση~
(β) επηρεάζει την προηγούμενη ισχύ νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό ή οτιδήποτε που τελέστηκε κανονικά ή που επιτράπηκε με βάση το νομοθέτημα που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(γ) επηρεάζει δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ή ευθύνη που εξασφαλίζεται, προέρχεται ή προκύπτει, βάσει νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(δ) επηρεάζει ποινή, κατάσχεση, ή τιμωρία που προέκυψε σχετικά με ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε εναντίον νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό~ ή
(ε) επηρεάζει έρευνα, νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ευθύνη, ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία όπως αναφέρθηκε πιο πάνω,
και τέτοια έρευνα, νομική διαδικασία, ή θεραπεία, μπορεί να εγερθεί, συνεχιστεί, ή εκτελεσθεί και τέτοια ποινή, κατάσχεση, ή τιμωρία μπορεί να επιβληθεί ωσάν ο ακυρωτικός Νόμος δεν ψηφιζόταν.
[3] 72. Όταν ο κατηγορούμενος είναι οργανισμός, αυτός δύναται να εμφανιστεί και απαντήσει σε κατηγορητήριο ή σε κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, με τον αντιπρόσωπο του, καταχωρώντας έγγραφη απάντηση και, αν είτε ο οργανισμός δεν εμφανίζεται με αντιπρόσωπο είτε, αν και εμφανίζεται με αυτό τον τρόπο παραλείπει να καταχωρίσει οποιαδήποτε απάντηση, το Δικαστήριο προκαλεί την καταχώριση μη ομολογίας και η δίκη προχωρεί ανάλογα.
[4] «5.-(1) Ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν-
(α) ……………………………………
(β) ……………………………………
(γ) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας ενόσω αυτός είναι στην υπηρεσία της Δημοκρατίας, ή
(δ) ………………….»
[5] Δέστε R. v. Wallwork (1958) 42 Cr. App. R. 153.
[6] Δέστε Άρθρο 5(1)(γ) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154 ως έχει τροποποιηθεί.
[7] Δέστε Έγγραφο 75: «Όσον αφορά τον Αντώνη Κουρουζίδη προσωπικά του έδωσα μίζα το ποσό των €15000 στην Αθήνα σε κεντρικό ξενοδοχείο το οποίο δεν θυμάμαι τώρα το έτος 2008 περίπου».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο