ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 61/2020, 64/2020, 14/7/2022

ECLI:CY:AD:2022:B304

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                [ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 61/2020

Σχ. με 64/2020]

14 Ιουλίου 2022

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

                          Εφεσείων

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                          Εφεσίβλητης

 

[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 64/2020

Σχ. με  61/2020]

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

                          Εφεσείουσα

v.

ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

                          Εφεσίβλητου

 

***************************

 

Ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση 61/2020 και Εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση 64/2020 παρουσιάζεται προσωπικά

Μαρίνα Μασούρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση αρ. 61/2020 και Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση 64/2020

                                               

­----------------------------

 

 

                                                -----------------

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση 61/2020 καταδικάστηκε στις 13.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:D185 από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για τα αδικήματα του βιασμού και της άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 151 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αντίστοιχα, (κατηγορίες 1, 2 και 4), ως και για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν.91(Ι)/2014 (κατηγορίες 3 και 5). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 ετών στις κατηγορίες 1, 3, 4 και 5 και 1 έτους στην κατηγορία 2.

 

Τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων διαπράχθηκαν στις 6 και 7 Φεβρουαρίου 2018.  Κατά τον επίδικο χρόνο η παραπονούμενη, η οποία γεννήθηκε το 2001, ήταν ηλικίας 16 ½ χρόνων, με οριακή νοημοσύνη, ενώ ο Εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 42 ετών, νυμφευμένος.

 

  Με Ειδοποίηση Έφεσης που καταχώρισε ο ίδιος ο Εφεσείοντας στην Ποινική Έφεση 61/2020, προσέβαλε την καταδίκη του, ως και τις ποινές που του επιβλήθηκαν.

 

Με Ειδοποίηση Έφεσης που καταχώρισε ο Γενικός Εισαγγελέας στην Ποινική Έφεση 64/2020, προσέβαλε τις πιο πάνω επιβληθείσες στον Εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης, ως έκδηλα ανεπαρκείς σε σχέση με όλες τις κατηγορίες.

 

  Διαπιστώνουμε ότι στην Ειδοποίηση Έφεσης της Ποινικής Έφεσης 61/2020 που καταχώρισε ο Εφεσείοντας, δεν περιλαμβάνονται λεπτομερείς λόγοι Έφεσης και προς υποστήριξη της Έφεσης του (υπό τύπο «διαγράμματος»), καταχώρισε στο Δικαστήριο χειρόγραφο  κείμενο, το οποίο είναι εντελώς  αδύνατο να αναγνωσθεί και να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο του.  

 

Του υποδείξαμε και μάλιστα επίμονα, ότι λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης και για σκοπούς ορθής εκπροσώπησης του, θα ήταν προς το συμφέρον του να διορίσει δικηγόρο – και  του επεξηγήσαμε την δυνατότητα παροχής νομικής αρωγής – όμως αυτός επέμενε πως ήθελε να χειριστεί ο ίδιος την υπόθεση του.  Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, παραβλέψαμε, με τη συναίνεση της άλλης πλευράς, τα προαναφερθέντα σοβαρά κενά και του δώσαμε την ευκαιρία να ακουστεί.   Υποστήριξε την αθωότητα του σε σχέση με τα αδικήματα στα οποία καταδικάστηκε και ισχυρίστηκε ότι η παραπονούμενη (ΜΚ2) τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του για να κάνει τατουάζ και έκτοτε ουδέποτε την συνάντησε.  Επεσήμανε ότι ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν κατέθεσε ως μάρτυρας ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου στο οποίο η παραπονούμενη (ΜΚ2) ισχυρίσθηκε ότι την μετέφερε και βίασε για δεύτερη φορά και προέβαλε τον ισχυρισμό ότι αντιμετωπίζει «πρόβλημα» (προφανώς σεξουαλικό), το οποίο τον καθιστά ανίκανο να διαπράξει το αδίκημα του βιασμού.  Προς τούτο επικαλέστηκε σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά. 

 

  Έργο του Εφετείου δεν είναι να επανεκδικάσει την υπόθεση, αξιολογώντας εκ νέου και μάλιστα μικροσκοπικά τη μαρτυρία.  Ούτε απαιτείται ειδική αναφορά ή αιτιολόγηση για οτιδήποτε τέθηκε.  Όπως νομολογήθηκε «δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται.  Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.» (Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490)

  Η αξιολόγηση ήταν έργο του Κακουργιοδικείου.  Τα περιθώρια επέμβασης του Εφετείου είναι περιορισμένα.  Παραπέμπουμε στα αναφερθέντα στην υπόθεση Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Lτd (1998) 1 A.A.Δ.

 

«Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8784/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).

 

 

  Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

 

  Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).»

 

 Έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες διαχρονικές νομολογιακές αρχές που αφορούν την δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου σ’ ό,τι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο και στα συνακόλουθα ευρήματα του, εξετάσαμε με προσοχή τα όσα σχετικά υποστήριξε ενώπιον μας ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση 61/2020, παρά την απουσία συγκεκριμένων λόγων έφεσης, ως και κατ’ ουσίαν   διαγράμματος.  Καταλήξαμε ότι οι αιτιάσεις του Εφεσείοντα,  δεν παρέχουν στο Εφετείο δυνατότητα επέμβασης για παραγκωνισμό των ευρημάτων στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας.  Τα ευρήματα στα οποία κατέληξε, εδράζονταν στην άμεση μαρτυρία της παραπονούμενης (ΜΚ2), ηλικίας 16 ½ χρόνων κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων,  η οποία κρίθηκε  αξιόπιστη. 

 

Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 21(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν.91(Ι)/2014  δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στο Νόμο.  Επιπρόσθετα, με βάση το  άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.14(I)/2009, «δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία του παιδιού». Παρά ταύτα η μαρτυρία της παραπονούμενης   (ΜΚ2)   ενισχύθηκε  από την επιστημονική μαρτυρία του Δρα Μ. Καριόλου (ΜΚ10), η οποία έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστη.  Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ΜΚ10, είχε εντοπιστεί στο εσωτερικό μέρος του εσώρουχου της παραπονούμενης που φορούσε κατά την ημέρα του βιασμού της στις 6.2.2018 (Τεκμήριο 5), η ύπαρξη γενετικού υλικού του Εφεσείοντα, προερχόμενο μάλιστα, από το Ειδικό Αντίγονο του Προστάτη, στοιχείο που εξουδετερώνει εξ’ αντικειμένου τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε ήρθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη.   Η εκδοχή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι  αντιμετώπιζε ιατρικό πρόβλημα στύσης το οποίο από μόνο του απέκλειε το ενδεχόμενο να είχε διαπράξει τα αδικήματα του βιασμού, ως και ότι το σπέρμα του βρισκόταν στην τουαλέτα του και τοποθετήθηκε από την ίδια την παραπονούμενη (ΜΚ2) στο εσώρουχο της όταν αυτή την επισκέφθηκε με σκοπό να τον ενοχοποιήσει, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως πλήρως αναξιόπιστη και στερούμενη κάθε λογικής. 

      Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε  λόγος που θα επέτρεπε την παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης του Κακουργιοδικείου και η Ποινική Έφεση  61/2020 σ’ ό,τι αφορά την καταδίκη,  θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.   

 

          Προχωρούμε να εξετάσουμε ταυτόχρονα υπό τις περιστάσεις, την Έφεση  61/2020 του Εφεσείοντα εναντίον του ύψους των ποινών που του επιβλήθηκαν, ως και   την αντίστοιχη  Ποινική Έφεση 64/2020, η οποία καταχωρίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με μοναδικό λόγο Έφεσης ότι οι επιβληθείσες στον Εφεσίβλητο ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς.  

 

          Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως συνοψίζονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, έχουν ως ακολούθως:

 

«Όλα άρχισαν λόγω της επιθυμίας της Παραπονούμενης, να κάνει τατουάζ, η οποία την οδήγησε στο στούντιο του Κατηγορούμενου στις 05/02/18. Προφασιζόμενος ο Κατηγορούμενος, ότι, θα έπρεπε να βάλει κρέμα στο τατουάζ, για να μην μολυνθεί, την κάλεσε να επισκεφτεί το στούντιο του την επόμενη μέρα. Για να μην της αφήσει επιλογή την επόμενη μέρα, 06/02/18, της τηλεφώνησε και πήγε με τη μοτοσυκλέτα του στο μέρος όπου βρισκόταν, μεταφέροντας την στο στούντιο του για να της τοποθετήσει, δήθεν, την κρέμα. Εκεί, δελεάζοντάς την, αρχικά, με τη προσφορά εργασίας στο κομμωτήριο της συζύγου του και ακολούθως εκφοβίζοντάς την με την επίδειξη τριών όπλων (ψεύτικων όπως διαφάνηκε αργότερα), το ένα από τα οποία είχε τοποθετήσει στο σακάκι του, τη μετέφερε μαζί του στη Λάρνακα όπου της επιτέθηκε άσεμνα. Ειδικότερα, ενώ κάθονταν σε μια καφετέρια-μπαράκι στις Φοινικούδες την άγγιξε στο μηρό, προκαλώντας της αμηχανία και τρόμο. Επιστρέφοντας από τη Λάρνακα, το βράδυ, την κλείδωσε στο στούντιο του με την δικαιολογία ότι θα έβλεπαν ταινία και με τη χρήση βίας, ήλθε σε συνουσία μαζί της, παρά τη θέλησή της και παρά τις προσπάθειές της να τον απωθήσει. Ακολούθως τη μετέφερε στο σπίτι της, έχοντας το θράσος να γνωρίσει τους γονείς της, όπου ο πατέρας της, απορρίπτοντας την προσφορά του Κατηγορούμενου να εργοδοτήσει το θύμα ως κομμώτρια, τον πληροφόρησε ότι ήταν μόλις 16½  χρονών οπόταν δεν ήταν σε ηλικία να εργαστεί. Την επόμενη μέρα, 07/02/18, το μεσημέρι την παρέλαβε με τη μοτοσυκλέτα του από το σχολείο της και την μετέφερε και πάλι στη Λάρνακα για φαγητό, όπου έφαγαν σε εστιατόριο στη Δεκέλεια. Ακολούθως, την οδήγησε σε ένα παλαιό ξενοδοχείο στο κέντρο της Λάρνακας όπου είχε ενοικιάσει δωμάτιο, επαναλαμβάνοντας την ίδια αποτρόπαια πράξη του. Και τις δυο μέρες την εκβίαζε να μην αποκαλύψει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε γιατί «κατίσιη της». Λόγω της ψυχοφθόρας κατάστασης που βίωνε και το καθεστώς φόβου υπό το οποίο τελούσε, το θύμα κλείστηκε στον εαυτό της και έκλαιγε στο σχολείο με αποτέλεσμα να πιεστεί από δυο φίλες της να αποκαλύψει τι είχε συμβεί. Ακολούθησε η καταγγελία στην Αστυνομία από τη Σύμβουλο του σχολείου, με οδηγίες της Διευθύντριας.» 

 

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη την σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων σε βάρος της ανήλικης παραπονούμενης με οριακή νοημοσύνη, όπως αυτή αντανακλάται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος και συγκεκριμένα την ποινή φυλάκισης διά βίου για το αδίκημα του βιασμού και της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση του Άρθρου 144 του ΚΕΦ. 154 και του Άρθρου 6(4)(γ) του Ν.91(Ι)/14 αντίστοιχα, ως και την ποινή φυλάκισης των 5 χρόνων για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του ΚΕΦ. 154. Όπως ορθώς επεσήμανε  το Κακουργιοδικείο, με αναφορά σε σχετική νομολογία,  τα Δικαστήρια θα πρέπει να επιβάλλουν αυστηρές ποινές που να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής σε αδικήματα βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, ιδιαίτερα όταν διαπράττονται σε βάρος νεαρών και ανυπεράσπιστων ατόμων, αφού τα σεξουαλικά αδικήματα, ως εκ της φύσεως τους, μειώνουν και καταρρακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εξευτελίζοντας την ανθρώπινη υπόσταση του θύματος, στιγματίζοντας πολλές φορές ακατάλυτα και κατά τρόπο απρόβλεπτο τη ζωή του. (βλ. Albu Mihalta v. Δημοκρατίας (2014) 2 (Β) ΑΑΔ, 764 και Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 184/2015 ημερομηνίας 13/2/2018), ECLI:CY:AD:2018:B72.

 

Περαιτέρω, ορθώς το Κακουργιοδικείο επεσήμανε και την συχνότητα διάπραξης τέτοιου είδους αδικημάτων, ως και την αυξητική τάση των επιβαλλόμενων ποινών, ιδιαίτερα όταν διαπράττονται σε βάρος ανηλίκων (βλ. Ο.Ο. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 337/2018, ημερομηνίας 20.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:B23, Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 228/2018 ημερομηνίας 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102 και Η.Ε. ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 50/2018 ημερομηνίας 8.4.2020), ECLI:CY:AD:2020:B120.

 

         Όπως σχετικά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, ο Εφεσίβλητος «εκμεταλλευόμενος την οριακή νοημοσύνη του θύματος, την εκφόβιζε για να επιτύχει τους ανίερους σκοπούς του, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες των άνομων πράξεων του στη σωματική και ψυχική υγεία της ανήλικης. Ο εκφοβισμός και η χρήση βίας και εξαναγκασμού συνιστούν επιβαρυντικούς παράγοντες. Άλλο επιβαρυντικό στοιχείο είναι και το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες πράξεις του τραυμάτισαν τον ψυχικό κόσμο του θύματος, το οποίο παρουσίασε μετατραυματικό στρες, με διαταραχές ύπνου και κρίσεις πανικού.»

 

 

            Παράλληλα το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ως ελαφρυντικούς παράγοντες για τον Εφεσίβλητο, το λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις όπως εκτέθηκαν  στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας – ειδικότερα ότι προέρχεται  από διαλυμένη οικογένεια χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης – ως και τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει.  Λήφθηκε επίσης υπόψη ως ελαφρυντικός παράγοντας, αλλά σε περιορισμένο βαθμό, η εκ των υστέρων εκφρασθείσα από το συνήγορο του Εφεσίβλητου, απολογία και μεταμέλεια του για την διάπραξη των αδικημάτων, παρά το γεγονός ότι αυτός είχε ασκήσει το αναφαίρετο του δικαίωμα, να μην παραδεχθεί τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και  η ενοχή του διαγνώσθηκε μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία, ως και το γεγονός ότι αυτός είχε τελέσει υπό κράτηση για διάστημα 7 ½ μηνών, δηλαδή από 8.2.2018 μέχρι 24.9.2018, λόγω αδυναμίας του να συμμορφωθεί με τους όρους εμφάνισης του στο Δικαστήριο [βλ. Γενικός Εισαγγελέα ν. Παντελή (2000) 2 ΑΑΔ 384, Chen Xiaojin κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 104 και Ο.Ο. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)].

 

         Έχοντας υπόψη τα όσα ορθώς επεσήμανε το Κακουργιοδικείο (ανωτέρω), καταλήξαμε ότι το παράπονο του Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 61/2020 σ’ ό,τι αφορά το ύψος των ποινών που του επιβλήθηκαν,  δεν ευσταθεί και συνεπώς η έφεση του για υπερβολική ποινή απορρίπτεται. 

         Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, παραμένει προς εξέταση η Ποινική Έφεση του Γενικού Εισαγγελέα 64/2020 για ανεπάρκεια της ποινής.

 

         Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι οι ποινές που έχουν επιβληθεί στον Εφεσίβλητο είναι έκδηλα ανεπαρκείς, ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων στα οποία αυτός κρίθηκε ένοχος, της βίας που ασκήθηκε στην παραπονούμενη, των απειλών που χρησιμοποιήθηκαν, και της χρήσης όπλου (ομοιώματος) κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, της ηλικίας της παραπονούμενης, αλλά και της μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ της ανήλικης παραπονούμενης και του Εφεσίβλητου, ότι αυτός επανέλαβε για δεύτερη φορά την έκνομη συμπεριφορά του, το νοητικό υπόβαθρο της παραπονούμενης, το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος εκμεταλλεύτηκε τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες της παραπονούμενης, ότι ενήργησε με προγραμματισμό και συγκεκριμένο στόχο, τον περιορισμό της παραπονούμενης σε συγκεκριμένους χώρους ώστε αυτή να μην μπορεί να αντιδράσει και τέλος τις ψυχολογικές συνέπειες στην ανήλικη παραπονούμενη.

 

          Εξετάσαμε όλα όσα η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα επικαλέστηκε για προώθηση της πιο πάνω θέσης της,  έχοντας κατά νου ότι το δύσκολο έργο επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική  (βλ.  Ismen Bora v. Δημοκρατίας,  Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110,  O.O. ν. Δημοκρατίας,  Ποιν. Έφ. 337/2018 και 351/2018, ημερ. 20/1/2020,  xxx xxx xxx H. E.  v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 50/2018 και 137/2018, ημερ. 8/4/2020 και χχχ Αθηνάκη ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 218/2017 ημερομηνίας 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B269.)  Έκδηλα ανεπαρκής ή υπερβολική ποινή προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής που οριοθετείται από τη νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις.

 

Οι προηγούμενες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, για το λόγο ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1).

     

         Στην υπό κρίση περίπτωση η σοβαρότητα των αδικημάτων που  διέπραξε ο Εφεσίβλητος είναι δεδομένη και σε τέτοιου είδους αδικήματα πρέπει να επιβάλλονται αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.  Τοσούτω μάλλον όταν ενώπιον του Δικαστηρίου, βρίσκεται παραβάτης ο οποίος εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά την ανήλικη παραπονούμενη, οριακής νοημοσύνης και προκειμένου να επιτύχει τους έκνομους σκοπούς του χρησιμοποίησε βία και εκφόβισε την παραπονούμενη.  Υπ’ αυτά τα δεδομένα ήταν καθήκον του Κακουργιοδικείου να επιβάλει αυστηρή ποινή με αποτρεπτικό χαρακτήρα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει και απογύμνωση  της ποινής από κάθε οφειλόμενη επίδειξη επιείκειας. 

 

         Όπως είναι νομολογημένο, η καταστολή της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, πόσω μάλλον της παράνομης συνουσίας με παιδιά, ιδιαίτερα όταν αυτή επιτυγχάνεται με τη χρήση εξαναγκασμού, απειλών ή βίας, είναι το αντικείμενο προστασίας κάτω από τον Ποινικό Κώδικα και το Νόμο 91(Ι)/2014.  Τα παιδιά, που αποτελούν τη βάση της κοινωνίας αλλά και το μέλλον της, θα πρέπει να προστατευθούν. (βλ. Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 59/2016, ημερομηνίας 23.3.2017)Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αστυνομία ν. Πατουρή, Ποινική Έφεση 51/2020, ημερομηνίας 3.12.2020 είναι σχετικό:

 

«Εμφανώς, η προστασία του παιδιού αναγνωρίζεται από το διεθνές και ημεδαπό δίκαιο ως κοινωνική ανάγκη, πηγάζουσα εκ της εγγενούς φύσεώς του.  Στο προοίμιο της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κυρωθείσας με τον ομώνυμο Νόμο του 1990, (Ν. 243/1990), αναφέρεται, συναφώς ότι:  «..., όπως υποδεικνύεται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, 'το παιδί, λόγω της σωματικής και διανοητικής του ανωριμότητας, χρειάζεται ειδική προστασία και φροντίδα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάλληλης νομικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννησή του'».  Στο επίπεδο, ειδικά, της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, εκτιμάται, στην αιτιολογική σκέψη 12 της Οδηγίας, πως:-

«Για τις σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές.»

 

 

         Λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως ορθώς επισημάνθηκε από το Κακουργιοδικείο α) τα εγκλήματα εναντίον παιδιών βρίσκονται σε συνεχή και ανησυχητική έξαρση, β) ο Εφεσίβλητος χρησιμοποίησε βία και εκφοβισμό στην ανήλικη παραπονούμενη, την οποία περιόρισε σε χώρους ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει και να ξεφύγει, γ) ο Εφεσίβλητος ενήργησε με προσχεδιασμό και προηγούμενη σκέψη και δ) οι βιασμοί είχαν τεράστια επίπτωση στον ψυχικό κόσμο της παραπονούμενης, η οποία είχε αναπτύξει φοβικές συμπεριφορές και αποφευκτικές προς τους άλλους ανθρώπους, εμφάνισε σκέψεις αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς και κρίσεις πανικού και η λειτουργικότητα της επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε να λειτουργήσει στην καθημερινότητα της, η ποινή που εν τέλει θα έπρεπε να επιβληθεί στον Εφεσίβλητο, θα έπρεπε να είναι αυστηρή και με αποτρεπτικό χαρακτήρα.  Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει τεκμηριώσει, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, πασιφανή αναντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας των εγκλημάτων που διέπραξε ο Εφεσίβλητος σε βάρος της ανήλικης παραπονούμενης, σε σχέση με την ποινή των 9 χρόνων φυλάκισης που του επιβλήθηκαν.  Η απάντηση κατά την άποψη μας είναι καταφανώς θετική.  Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης των 9 ετών που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο, θα ήταν η αρμόζουσα στην περίπτωση παραδοχής του στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.  Και αυτό, εφόσον η παραδοχή είναι ο πλέον σημαντικός μετριαστικός παράγοντας κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28) και ιδιαίτερα σε υποθέσεις της εξεταζόμενης φύσεως όπου, με την παραδοχή, αποφεύγεται η ψυχική ταλαιπωρία του θύματος, το οποίο με τη μη παραδοχή του δράστη, υποβάλλεται σε αντεξέταση, με αποτέλεσμα να βιώνει  εκ νέου, μέσα από τη δίκη, τα όσα τραυμάτισαν το σώμα και την ψυχή του (βλ. Σ. Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304). Αφ’ ης στιγμής η ανήλικη παραπονούμενη κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, υποβλήθηκε στη βάσανο της αντεξέτασης και βίωσε για ακόμα μια φορά τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπεια της και όσα την τραυμάτισαν σωματικά και ψυχικά, κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να αποδώσει τη σημασία που εκ των πραγμάτων φαίνεται να απέδωσε στην όψιμα εκφρασθείσα μέσω του συνήγορου του, μεταμέλεια του Εφεσίβλητου για την διάπραξη των αδικημάτων, με αποτέλεσμα ο παράγοντας αυτός να συνέτεινε στην λανθασμένη επιμέτρηση υπό τις περιστάσεις, της αρμόζουσας ποινής.

 

         Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, η ποινή φυλάκισης των 9 χρόνων που επιβλήθηκε σε έκαστη των κατηγοριών του βιασμού και της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, δυνάμει των άρθρων 144 του Ποινικού Κώδικα

 

ΚΕΦ. 154 και του άρθρου 6(4)(γ) του Νόμου 91(Ι)/2014, αυξάνεται σε 13 χρόνια, ποινές που βεβαίως θα συντρέχουν.

 

         Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Ποινική Έφεση με αριθμό 61/2020 εναντίον της καταδίκης και της ποινής απορρίπτεται. 

 

         Η Ποινική Έφεση με αριθμό 64/2020 για ανεπάρκεια της ποινής επιτυγχάνει ως ανωτέρω.

              

                                                                              Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                              Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                  

        ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο