VLADIMIR KORBACKA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 170/2021, 13/9/2022

ECLI:CY:AD:2022:B352

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 170/2021)

 

 

 13 Σεπτεμβρίου, 2022

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

VLADIMIR KORBACKA,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Ε. Τουλέκκη (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Θ. Παπανικολάου, Ανώτερος Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε πέντε συνολικά Κατηγορίες ως ακολούθως:

 

·        Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι 150 χιλιοστά του λίτρου υγρού παράγωγου κανναβινόλης (Κατηγορία 4).

·        Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι 150 χιλιοστά του λίτρου υγρού παράγωγου κανναβινόλης χωρίς άδεια (Κατηγορία 5).

·        Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα (Κατηγορία 6).

·        Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 8,74 γρ. κάνναβης (Κατηγορία 7).

·        Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 8,74 γρ. κάνναβης χωρίς άδεια (Κατηγορία 8).

 

Με την Έφεση προσβάλλεται τόσο η Καταδίκη (Λόγοι Έφεσης 1-19), όσο και η Ποινή (Λόγοι Έφεσης 20-23).

 

Προς απόδειξη των Κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία έξι Μάρτυρες Κατηγορίας και συγκεκριμένα, ένας Αστυνομικός (Μ.Κ.1), δύο Τελωνειακοί Λειτουργοί και ένας κλητήρας στο Τελωνείο (Μ.Κ.2, Μ.Κ.3 και Μ.Κ.6), ένας υπάλληλος στο Γενικό Χημείο του Κράτους και η Προϊστάμενη του Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Γενικό Χημείο (Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5).

 

Ο Εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε και τέσσερις Μάρτυρες Υπεράσπισης.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, συμφώνως των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχουν ως ακολούθως:

 

·        Ο Εφεσείων πήγε στο Τελωνείο Λάρνακας για να παραλάβει πακέτα στο όνομά του.

·        Η Μ.Κ.2, κατόπιν πληροφορίας για πακέτα τα οποία θα περιείχαν προϊόντα κάνναβης, ζήτησε από τον Εφεσείοντα να τα ανοίξει αφού τον ρώτησε προηγουμένως τι περιείχαν και ο Εφεσείων της ανέφερε ότι περιείχαν τσάι κάνναβης.

·        Τα τρία από τα τέσσερα πακέτα περιείχαν προϊόντα κάνναβης, υγρό περιεχόμενο και ξηρή φυτική ύλη.

·        Τα πακέτα κατασχέθηκαν και απεστάλησαν για αναλύσεις στο Γενικό Χημείο του Κράτους σκευάσματα που περιείχαν υγρό περιεχόμενο και ξηρή φυτική ύλη.

·        Στην ξηρή φυτική ύλη βάρους 8,74 γρ. συμφώνως των αποτελεσμάτων των αναλύσεων εντοπίστηκε η ουσία τετραϋδροκανναβινόλη, THC, σε ποσοστό 0,28%, το οποίο δεν είναι βιομηχανική κάνναβη.

·        Σε ό,τι αφορά το σκεύασμα με το υγρό περιεχόμενο εντοπίστηκε η ουσία τετραϋδροκανναβινόλη, THC, το οποίο είναι προϊόν (παράγωγο) κάνναβης.

·        Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για ανίχνευση της ουσίας  τετραϋδροκανναβινόλης, THC, είναι διαπιστευμένη.

 

Λόγοι Έφεσης 3 και 4

 

Κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν πρώτα οι Λόγοι Έφεσης 3 και 4 στο πλαίσιο των οποίων εγείρονται ζητήματα παραβίασης της δίκαιης δίκης.

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Μακρίδης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 189/2019, ημερ. 7/9/2020:

 

«Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας μας πως το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη, απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης προς διαπίστωση, έχοντας πλέον ολοκληρωμένη εικόνα το Δικαστήριο, αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Στην πορεία αυτή, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε κατ’ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (χχχ Αθανάση (ανωτέρω).»

 

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματα του, τα οποία απορρέουν από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ειδικότερα το δικαίωμα του:

 

·        Να προσαγάγει μάρτυρες ή μαρτυρία.

·        Να εξετάζει και να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων κατηγορίας.

·        Να έχει επαρκή χρόνο και διευκόλυνση για την προπαρασκευή της υπεράσπισής του.

·        Να τύχει δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου.

·        Να υπερασπίσει τον εαυτό του δια συνηγόρου της επιλογής του.

 

Έχοντας διέλθει τα πρακτικά της υπόθεσης διαφαίνεται ότι ο Εφεσείων, μέσω της συνηγόρου του, είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει και αντεξέτασε όλους τους μάρτυρες Κατηγορίας που κατέθεσαν προβάλλοντας τις θέσεις και ισχυρισμούς του και στη συνέχεια, μετά την κλήση του σε απολογία, προέβη σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε τέσσερις μάρτυρες Υπεράσπισης. Δεν είναι, επομένως, αντιληπτό πώς επηρεάστηκε το δικαίωμα του να προσαγάγει την όποια μαρτυρία επιθυμούσε προς Υπεράσπισή του. Μάλιστα, μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου μάρτυρα Υπεράσπισης που είχε καλέσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ρώτησε τη δικηγόρο Υπεράσπισης αν επιθυμούσε να προσκομίσει περαιτέρω μάρτυρες, οπόταν και δόθηκε αρνητική απάντηση.

 

Ούτε διαπιστώνεται να μην είχε δοθεί στην πλευρά του Εφεσείοντα ο αναγκαίος χρόνος προς προπαρασκευή της Υπεράσπισης του, καθώς και προβολή των ισχυρισμών του ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη δημόσια, περιλαμβανομένης και της απαγγελίας της απόφασης και της ποινής, όπως προβλέπει η σχετική συνταγματική επιταγή. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν ανέγνωσε το σύνολο της απόφασης, αλλά περιορίστηκε στα κύρια της σημεία, ουδόλως αντιστρατεύεται τα πιο πάνω εφόσον δόθηκε στη συνέχεια αντίγραφο του κειμένου της απόφασης στον Εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα σε ποινική υπόθεση να ανακοινώνεται «συνοπτική περίληψη των κύριων σημείων» της απόφασης και να «δίδεται ευθύς αμέσως αντίγραφο της απόφασης», προβλέπεται ρητά στην Εγκύκλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπ’ αρ. 120, ημερ. 9/2/2017.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης ο Εφεσείων επικαλείται ότι η Κατηγορούσα Αρχή αρνείτο να δώσει μαρτυρικό υλικό στην Υπεράσπιση, παρόλες τις οχλήσεις της, τόσο με «γραπτή προδικαστική ένσταση», όσο και προφορικά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτού του ισχυρισμού προβλήθηκε ότι δεν δόθηκαν στην Υπεράσπιση οι γραπτές καταθέσεις των Μαρτύρων Κατηγορίας 4 και 5.

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μας πρακτικά, ο Μ.Κ.3 και η Μ.Κ.4, δεν προσκόμισαν ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτή κατάθεση την οποία να υιοθετήσουν κατά την κυρίως εξέτασή τους. Ειδικότερα, η Μ.Κ.4 κατέθεσε ως τεκμήρια δύο Εκθέσεις που η ίδια είχε ετοιμάσει τις οποίες υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της και για τις οποίες δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι δεν ήταν στην κατοχή της Υπεράσπισης ως μέρος του μαρτυρικού υλικού της υπόθεσης.

 

Δεν προέκυψε, συνεπώς, να υπήρχε γραπτή κατάθεση των εν λόγω μαρτύρων για να δοθεί στην Υπεράσπιση. Επιπλέον, οι πιο πάνω μάρτυρες, αφού κατέθεσαν, αντεξετάστηκαν επισταμένως από τη δικηγόρο του Εφεσείοντα αναφορικά με τα όσα ανέφεραν.

 

Ο Εφεσείων παραπονείται, ακόμη, ότι το Δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, διέκοπτε τη συνήγορο Υπεράσπισης, με αποτέλεσμα αυτή να παρεμποδιστεί στην εκτέλεση του έργου της, ενώ δεν έπραττε το ίδιο με τον Κατήγορο.

 

Έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά, δεν έχουμε διαπιστώσει παρεμβάσεις του Δικαστηρίου της μορφής που ο Εφεσείων ισχυρίστηκε. Οι όποιες παρεμβάσεις έγιναν ενέπιπταν στα ορθά πλαίσια. Αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση της εφαρμογής των κανόνων αποδοχής μαρτυρίας και της ορθής διαδικασίας και δικονομίας μέσω, μεταξύ άλλων, του αποκλεισμού άσχετων θεμάτων και επαναλήψεων. Όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο έχει καθήκον να περιορίζει τη δίκη μέσα στα ορθά της πλαίσια και να παρεμβαίνει ούτως ώστε η δίκη να προχωρεί απρόσκοπτα (Σακαρίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 396, 399).

 

Άλλο παράπονο του Εφεσείοντα αφορά στη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας την οποία χαρακτήρισε ως υπερβολική, στο πλαίσιο της οποίας ισχυρίστηκε ότι υπήρξαν «πολυάριθμα και ατεκμηρίωτα αιτήματα αναβολής της υπόθεσης» από την Κατηγορούσα Αρχή και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Με βάση την πάγια νομολογία το τι συνιστά εύλογο χρόνο για την αποπεράτωση της δίκης με την έκδοση της δικαστικής απόφασης για τον καθορισμό ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, εξαρτάται από τις συνθήκες και τα γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων. Η διαπίστωση της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για δίκη εντός ευλόγου χρόνου δεν εξετάζεται αόριστα (in abstracto). Η καθυστέρηση, από μόνη της, χωρίς τη συνύπαρξη άλλων παραμέτρων που να φανερώνουν ότι κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις παραβιάστηκε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, δεν οδηγεί σε τερματισμό της δικαστικής διαδικασίας και, συνακόλουθα, στην απαλλαγή του κατηγορουμένου (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22  και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2009)                 2 Α.Α.Δ. 376).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι προφανές ότι μεσολάβησε σημαντικό χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί η δίκη. Σε αυτό συνέτειναν τα διάφορα αιτήματα αναβολής τα οποία είχαν υποβληθεί τόσο από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, όσο και από πλευράς Υπεράσπισης, αλλά και από πλευράς Δικαστηρίου για τους λόγους που, σε κάθε περίπτωση, καταγράφονται στα πρακτικά της διαδικασίας. Επομένως, στην παράταση της διάρκειας της δικαστικής διαδικασίας συνέτειναν διάφοροι παράγοντες, οι οποίοι, κάθε φορά, δικαιολογούσαν την αναβολή της υπόθεσης. Όπως προκύπτει, σε κάποιες περιπτώσεις όπου δόθηκε αναβολή φαίνεται ότι αυτή επιζητείτο από την Υπεράσπιση, η οποία είτε ήθελε να επιθεωρήσει τα τεκμήρια, είτε επειδή θεωρούσε ότι δεν είχε μέρος του μαρτυρικού υλικού, ή ακόμη για λόγους υγείας της συνηγόρου του Εφεσείοντα. Όσον αφορά τα αιτήματα αναβολής από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, τις πλείστες των περιπτώσεων αυτά είχαν ως αιτία τη μη διαθεσιμότητα μαρτύρων, ενώ και από πλευράς Δικαστηρίου αναβλήθηκε η υπόθεση είτε λόγω άλλων συνεχιζόμενων ακροάσεων, είτε λόγω της μη εξασφάλισης διερμηνέα για να μεταφράσει στη μητρική γλώσσα του Εφεσείοντα, είτε λόγω της κατάστασης με την πανδημία του κορονοϊού.

 

Η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν χρειάζεται να αποδειχθεί δυσμενής επηρεασμός ενός κατηγορουμένου στην ετοιμασία ή παρουσίαση της υπεράσπισης του για να θεμελιωθεί παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για δίκη εντός ευλόγου χρόνου, δεν είναι ορθή.

Ως γενική αρχή δεν θα πρέπει να διατάσσεται η αναστολή της δίκης και στο στάδιο αυτό η ακύρωση της εκτός εάν δεν είναι πλέον δυνατό η διεξαγωγή της δίκαιης δίκης ή κάποιου άλλου πειστικού λόγου που καθιστά τη διεξαγωγή της δίκης άδικη για τον κατηγορούμενο υπό τις περιστάσεις.

Στην υπόθεση Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 λέχθηκε ότι: 

«Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην οποία στηρίζεται η δική μας επί του θέματος νομολογία, προκύπτει ότι η συνέπεια της παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο δεν είναι τόσο αυστηρή όπως διατυπώθηκε στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) και υποθέσεις που ακολούθησαν την ίδια γραμμή. Προκύπτει ότι το θέμα πρέπει να εξετάζεται ανάλογα με την έκταση της παραβίασης και κατά πόσο ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε στην υπεράσπιση του. Εκεί δε που διαπιστώνεται τέτοια παραβίαση αυτή λαμβάνεται υπόψη σοβαρά ως μετριαστικός παράγοντας. Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων και από την υπόθεση Beck v. Norway, Application No. 26390/95, ημερ. 26/9/01 (Final) στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε κατηγορίες για σοβαρά αδικήματα απάτης, παράνομη έκδοση επιταγών εκ μέρους αναξιόχρεης εταιρείας και κατηγορίες σχετικά με Φ.Π.Α. (V.Α.Τ.).»

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι η όποια καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση τον επηρέασε καθ’ οιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο αρνητικά στην υπεράσπιση του. Τα παράπονα του Εφεσείοντα για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη είναι άνευ ερείσματος.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 ο Εφεσείων διατείνεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε διερμηνεία και μετάφραση. Όπως ισχυρίστηκε, η κατάθεση του κατά το στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης λήφθηκε στην Αγγλική γλώσσα, ενώ η μητρική του γλώσσα είναι η Σλοβάκικη. Επικαλέστηκε προς τούτο τις πρόνοιες του περί του Δικαιώματος σε διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Νόμο του 2014, Ν. 18(Ι)/2014, το οποίο διαλαμβάνει το δικαίωμα του υπόπτου και του κατηγορούμενου σε διερμηνεία κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ενώπιον των ανακριτικών και δικαστικών αρχών στη μητρική γλώσσα του υπόπτου ή κατηγορούμενου ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα αυτός ομιλεί ή καταλαβαίνει[1].

 

Όπως προέκυψε, η κατάθεση του κατά το στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης λήφθηκε στην Αγγλική γλώσσα, ενώ στην ίδια γλώσσα υπήρξε και η συνεννόηση του με τους Λειτουργούς του Τελωνείου. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί προβλήθηκαν και κατά τη δίκη εντός δίκης όταν επιχειρήθηκε η κατάθεση ως τεκμηρίου της κατάθεσης του και απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, που αφορούσε στις σπουδές του, αλλά και στη χρήση της Αγγλικής στην καθημερινότητα του στην Κύπρο όπου διαμένει και εργάζεται, εύλογα έκρινε ότι ο Εφεσείων ομιλούσε και μπορούσε να επικοινωνήσει στα Αγγλικά.

 

Προβλήθηκε, ακόμη, ότι στον Εφεσείοντα δεν είχαν δοθεί μεταφρασμένα στη μητρική του γλώσσα τα ουσιώδη έγγραφα της ποινικής διαδικασίας κατά παράβαση του Άρθρου 5 εδάφια (1) και (2) του Ν. 18(Ι)/2014.[2]

Όπως προκύπτει, τέτοιο ζήτημα δεν προβλήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία αλλά εγείρεται για πρώτη φορά ενώπιον μας και, ως τέτοιο, δεν μπορεί να εξετασθεί (Ο.Ο. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 337/2018 και 351/2018, ημερ. 20/1/2020). Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης, δεν υπήρξε οποιοδήποτε αίτημα από πλευράς του Εφεσείοντα για παροχή τέτοιων εγγράφων σε μετάφραση.

 

Ο Εφεσείων παραπονείται, ακόμη, ότι υποχρεώθηκε από την Τελωνειακή Λειτουργό να υπογράψει έγγραφα που αφορούσαν στη δειγματοληψία στα σκευάσματα που εισήγαγε, τα οποία ήταν στην Ελληνική γλώσσα. Με βάση τη μαρτυρία της Τελωνειακής Λειτουργού Φλουρέντζου, την οποία το  Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, προέκυψε ότι το έντυπο που ο Εφεσείων είχε υπογράψει και το οποίο ήταν στα Ελληνικά το υπέγραψε μετά που η ίδια η μάρτυρας του εξήγησε το περιεχόμενό του.

 

Ως εκ τούτου το παράπονο του Εφεσείοντα είναι άνευ ερείσματος. 

Κατ’ ακολουθία όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 11, όπως γίνεται αντιληπτό, προσβάλλεται η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία που σχετίζετο με το ζήτημα του κατά πόσο το εργαστήριο του Γενικού Χημείου του κράτους ήταν διαπιστευμένο κατά το χρόνο διενέργειας των επίδικων χημικών αναλύσεων και η οποία προήλθε από τη Μ.Κ.5 και το Μ.Υ.3.

 

Ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης, θα εξετασθεί έχοντας κατά νου τις διαχρονικά αναλλοίωτες αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.

 

Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξαρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.

 

Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου.

 

Το έργο κρίσης της αξιοπιστίας των πιο πάνω μαρτύρων καταγράφεται στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην Απόφαση του, αξιολογώντας τη μαρτυρία της Μ.Κ.5, αφού δίδει πειστικούς λόγους, καταλήγει στο να κάνει δεκτή τη μαρτυρία της επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η μάρτυρας επεξήγησε και τοποθετήθηκε χωρίς αμφιβολίες και δισταγμούς σε ό,τι έχει ερωτηθεί». Ειδικότερα σε σχέση με το ζήτημα της διαπίστευσης επεσήμανε το γεγονός ότι η εν λόγω μάρτυρας είχε παρουσιάσει σχετική βεβαίωση επεξηγώντας παράλληλα τις εξετάσεις που καλύπτονταν από τη διαπίστευση, καθώς και εκείνες που δεν καλύπτονται και οι οποίες είναι σημειωμένες με αστερίσκο.

 

Σε ό,τι δε αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.3, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι αυτός ήταν «ιδιαίτερα επεξηγηματικός και σαφής στις τοποθετήσεις του», δεν παρέλειψε - και ορθά - να σημειώσει το γεγονός ότι οι όποιοι ενδοιασμοί του μάρτυρα σε σχέση με το Πιστοποιητικό Διαπίστευσης από τον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας, ΚΟΠΠ - που είναι ο εθνικός φορέας διαπίστευσης - το οποίο η Μ.Κ.5 είχε καταθέσει, δεν αφορούσαν στην εγκυρότητα του αλλά στο ποιες μέθοδοι καλύπτονταν από την εν λόγω διαπίστευση. Σε ό,τι δε αφορά τις τοποθετήσεις του μάρτυρα για το ζήτημα του προσδιορισμού της αβεβαιότητας, ήτοι τον προσδιορισμό του ορίου ή απόκλισης εντός του οποίου κυμαίνεται ένα αποτέλεσμα και ότι θα έπρεπε το διαπιστευμένο εργαστήριο να το καταγράφει, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη μαρτυρία της Μ.Κ.5 επισημαίνοντας, και ορθά, ότι αυτό το ζήτημα «είχε ήδη απαντηθεί και επεξηγηθεί από την Αυξεντίου, η οποία ανέφερε ότι ως η συμφωνία με τον πελάτη η αβεβαιότητα όπου δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα δεν καταγράφεται». Μάλιστα δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει και το γεγονός ότι η εν λόγω θέση της Αυξεντίου δεν είχε με οποιοδήποτε τρόπο καταρριφθεί από μέρους του Μ.Υ.3. 

 

Το αν η διαπίστευση ίσχυε κατά το χρόνο που είχαν διενεργηθεί οι σχετικές αναλύσεις από το εργαστήριο του Γενικού Χημείου, ήτοι τον Αύγουστο του 2016, εκείνη που ήταν σε θέση να το αναφέρει ήταν η Μ.Κ.5 και όχι ο Μ.Υ.3 στον οποίο απλώς είχε παρουσιασθεί το Πιστοποιητικό Διαπίστευσης με ισχύ από 15/4/2019 (Τεκμήριο 14) και οι δύο Εκθέσεις που είχε ετοιμάσει η Μ.Κ.5 τον Αύγουστο του 2016 (Τεκμήριο 6). Όπως δε προκύπτει από την προσφερθείσα μαρτυρία, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, στις 13/4/2016 είχε γίνει έλεγχος από τον ΚΟΠΠ για σκοπούς διαπίστευσης των μεθόδων και, για το σκοπό αυτό, η Μ.Κ.5 κατέθεσε σχετικό έγγραφο (Τεκμήριο 15). Το εν λόγω Τεκμήριο είχε παρουσιαστεί ενόψει της αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση της θέσης της Μ.Κ.5 ότι οι δύο μέθοδοι που είχαν χρησιμοποιηθεί δεν είχαν τύχει διαπίστευσης.

 

Όπως προκύπτει, η αξιολόγηση του  πρωτόδικου Δικαστηρίου κινήθηκε εντός των ορθών πλαισίων και τα συμπεράσματα του, ως προς την αξιοπιστία, ήταν λογικά και δικαιολογημένα.

 

Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 11 απορρίπτεται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 12 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και/ή έκρινε λανθασμένα τη μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες φύλαξης, ανοίγματος και δειγματοληψίας των πακέτων.

 

Πολύς λόγος έγινε από την Υπεράσπιση κατά το στάδιο της αντεξέτασης μαρτύρων Κατηγορίας ότι οι θερμοκρασίες φύλαξης των επίδικων Τεκμηρίων ήταν ψηλές, όπως και το ποσοστό υγρασίας, με αποτέλεσμα αυτά να επηρεαστούν και να αυξηθεί σε αυτά η δραστική ουσία THC. Στο πλαίσιο αυτό προσφέρθηκε από την Υπεράσπιση η μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο οποίος είναι Ανώτερος Μετεωρολογικός Λειτουργός, Προϊστάμενος στο Τμήμα Κλιματολογίας, ο οποίος κατέθεσε αναφορικά με τις θερμοκρασίες και το ποσοστό υγρασίας που υπήρχαν στις συγκεκριμένες μέρες στο περιβάλλον, ήτοι από τις 22/7/2016 μέχρι και τις 11/8/2016. Στο πλαίσιο στήριξης της πιο πάνω θέσης ήταν και η μαρτυρία του Μ.Υ.4.

 

Όπως προέκυψε, δεν υπήρξε μαρτυρία σε σχέση με τις συνθήκες φύλαξης των Τεκμηρίων κατά τη περίοδο από τις 22/7/2016 που τα Τεκμήρια είχαν δεσμευτεί, μέχρι τις 25/7/2016 που έγινε η δειγματοληψία ενόσω αυτά φυλάττονταν στο Ταχυδρομείο, ενώ στη συνέχεια φυλάττονταν από το Τελωνείο σε δωμάτιο με κλιματισμό επί 24ώρου βάσεως.

 

Η θέση της Υπεράσπισης ότι οι υψηλές θερμοκρασίες και η υγρασία αυξάνουν το ποσοστό της δραστικής ουσίας THC απερρίφθη από τη Μ.Κ.5 της οποίας η θέση ήταν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, σε αυτού του είδους τα σκευάσματα, δεν αυξάνουν αλλά, αντιθέτως, μειώνουν το THC, θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη στο σύνολο της τη μαρτυρία της Αυξεντίου ενώ απέρριψε εκείνη του Μ.Υ.4, επισημαίνοντας ότι «οι τοποθετήσεις του ήταν ενίοτε αντιφατικές, όπως το πως επηρεάζει η θερμοκρασία». Συγκεκριμένα υπογράμμισε και ότι «η αρχική θέση του ήταν ότι επηρεάζει αυξητικά και μετά ότι επηρεάζει αυξητικά τη στιγμή που εκτίθεται η κάνναβη σε υψηλή θερμοκρασία (όπως πχ όταν καίγεται ή ψήνεται), αλλά η εκτεταμένη έκθεση δεν αυξάνει τους δείκτες». Στο πλαίσιο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν υπήρχε, στην προκείμενη περίπτωση, μαρτυρία για απότομη αλλαγή στη θερμοκρασία όπως ο μάρτυρας την είχε περιγράψει η οποία, και αν ακόμη ίσχυαν οι τοποθετήσεις του, θα μπορούσε να επηρεάσει τους δείκτες.

 

Ως αποτέλεσμα των όσων έχουν καταγραφεί ανωτέρω, ο Λόγος Έφεσης 12 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 16

 

Ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης αφορά την κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα. Το παράπονο του Εφεσείοντα επικεντρώνεται στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και/ή αξιολόγησε την ανώμοτη δήλωση του αποσπασματικά, λαμβάνοντας υπόψη μόνο στοιχεία που θεώρησε ότι μπορούν να θεωρηθούν ενοχοποιητικά και δεν έλαβε υπόψη τα αθωωτικά στοιχεία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη σημασία ανώμοτης δήλωσης κατηγορούμενου προσώπου και την αξία που μπορεί να αποδοθεί σε αυτή, παραθέτοντας σχετική νομολογία (Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97 και Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22).

 

Εξετάζοντας τον τρόπο αξιολόγησης της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο ορθώς αποδέχτηκε στοιχεία από αυτή τα οποία συνέπιπταν με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, όπως π.χ. ότι αυτός ήταν το άτομο το οποίο είχε επιχειρήσει να εισάξει τα επίδικα σκευάσματα στην Κύπρο και ότι ήταν ο ίδιος ο παραλήπτης καθώς και το άτομο που πήγε να τα παραλάβει.

 

Σε ό,τι αφορά το τι διημείφθη είτε στο Τελωνείο, είτε, αργότερα, στον Αστυνομικό Σταθμό καθώς και οι ισχυρισμοί που πρόβαλε περί παραβίασης των συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων του, ορθά κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέμειναν μετέωροι εφόσον δεν συνοδεύτηκαν από το απαραίτητο υπόβαθρο μαρτυρίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε, επίσης, να επισημάνει την προβολή από τον Εφεσείοντα, στο πλαίσιο της ανώμοτης του δήλωσης και θέσεων οι οποίες ήταν αντιφατικές με τη γραμμή υπεράσπισης που προωθήθηκε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων Κατηγορίας. Τέτοια ήταν η περίπτωση όπου, ενώ ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί στο Τελωνείο λόγω γλώσσας επειδή δεν αντιλαμβανόταν τι του έλεγαν, κατά την αντεξέταση των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 είχε προβληθεί ότι ο Εφεσείων τους είχε προειδοποιήσει ότι τα σκευάσματα ήταν ευαίσθητα στις καιρικές συνθήκες και να είναι προσεκτικοί, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε από τις Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 και το οποίο, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «αν μη τι άλλο αποδεικνύει ότι ήταν σε θέση να επικοινωνεί με τους λειτουργούς, να τους πει και να τους εξηγήσει αυτό που ήθελε».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επίσης και τα ζητήματα εκείνα που τελούσαν υπό αμφισβήτηση  με βάση τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα.

 

Η θέση του Εφεσείοντα ότι τα επίδικα σκευάσματα κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην Ευρωπαϊκή αγορά και συγκεκριμένα στην Τσεχία και η προέκταση αυτής της θέσης ότι μπορούσαν με βάση το Ευρωπαϊκό κεκτημένο να εισαχθούν στην Κύπρο, δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι πράγματι τα εν λόγω σκευάσματα κυκλοφορούσαν στην Ευρωπαϊκή αγορά.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι τα επίδικα σκευάσματα είχαν περιεκτικότητα σε THC μικρότερη του 0,2% πλην όμως οι συνθήκες φύλαξης το αλλοίωσαν και το αύξησαν, απερρίφθη στη βάση του ότι κρίθηκε αξιόπιστη η μαρτυρία της Μ.Κ.5 και αναξιόπιστη εκείνη του Μ.Υ.4.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα που άπτετο της ύπαρξης ή μη ένοχης διάνοιας ότι πίστευε ότι μπορούσε να εισάξει τα επίδικα σκευάσματα και να τα διαθέσει στην αγορά, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υποστηρίχθηκε με μαρτυρία. Για το ζήτημα της ένοχης διάνοιας θα επανέλθουμε σε άλλο σημείο της Απόφασης.

 

Κατ' ακολουθία όλων των πιο πάνω, ο Λόγος Έφεσης 16 απορρίπτεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 5

 

Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης βάλλεται ουσιαστικά η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το επίδικο υγρό που περιείχετο στα μπουκαλάκια που εισήγαγε ο Εφεσείων ήταν ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α και το οποίο αφορά τις Κατηγορίες 3, 4 και 5.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Χημικού Αυξεντίου Μ.Κ.5, αφού ανέφερε ότι οι αναλύσεις που διενεργήθηκαν στα                    υγρά σκευάσματα (Τεκμήριο 5) είχαν καταδείξει την ύπαρξη τετραϋδροκανναβινόλης (THC), το οποίο είναι παράγωγο της κανναβινόλης, εξέτασε τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου.

 

Κρίνεται σκόπιμη η αναφορά, στο σημείο αυτό, των επίδικων Άρθρων ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, από τα οποία ορθά καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν. 29/1977, διαλαμβάνει ότι   «ελεγχόμενο φάρμακο κέκτηται την έννοια την αποδιδομένην αυτώ υπό του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου».

 

Στο Άρθρο 3(1)(α)(β) προβλέπονται τα κάτωθι:

 

«3.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω:

 

(α) ο όρος “ελεγχόμενον φάρμακον” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον εις το Μέρος Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του Πρώτου Πίνακος του παρόντος Νόμου και

 

(β) ο όρος “φάρμακον Τάξεως Α”, “φάρμακον Τάξεως Β” και “φάρμακον Τάξεως Γ” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον αντιστοίχως εις το Μέρος Ι, Μέρος ΙΙ και Μέρος ΙΙΙ του εν λόγω Πίνακος,

 

οι διατάξεις του Μέρους IV του εν λόγω Πίνακος θα ισχύωσιν ως προς την ερμηνείαν των όρων των χρησιμοποιουμένων εν τω ρηθέντι Πίνακι.»

 

 

Η εισαγωγή (και εξαγωγή) ελεγχόμενου φαρμάκου απαγορεύεται συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 4(1) του Ν. 29/1977.

 

Το Άρθρο 6 του Νόμου διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«6.-(1) Τηρουμένων οιωνδήποτε δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εκάστοτε εν ισχύι κανονισμών, δεν είναι νόμιμον δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να προμηθεύεται ή να έχη ελεγχόμενον φάρμακον εν τη κατοχή αυτού.

 

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου και του εδαφίου (4) κατωτέρω, αποτελεί αδίκημα δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή προμηθεύεται ή να έχη εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον κατά παράβασιν του εδαφίου (1) ανωτέρω.

 

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου, αποτελεί αδίκημα δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή προμηθεύεται ή να έχη εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον νομίμως ή μη προς τον σκοπόν όπως προμηθεύση τούτο εις έτερον πρόσωπον κατά παράβασιν του άρθρου 5(1) του παρόντος Νόμου.»

 

 

Σε ό,τι αφορά τις Κατηγορίες 4, 5 και 6, όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα επίδικα σκευάσματα ενέπιπταν εντός των προνοιών της παραγράφου (1) του Μέρους Ι και του Μέρους IV του Πρώτου Πίνακα.

 

Συμφώνως δε της παραγράφου (1) του Μέρους Ι του Πρώτου Πίνακα, τα παράγωγα κανναβινόλης (cannabinol derivatives) ενέπιπταν στα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α, ενώ με βάση το Μέρος IV του Πρώτου Πίνακα «παράγωγα κανναβινόλης (cannabinol derivatives) σημαίνει τας ακολούθους ουσίας, εκτός όπου περιέχονται εις την κάνναβιν ή την ρητίνην καννάβεως, ήτοι τετραϋδρο-παράγωγα της κανναβινόλης και 3-αλκύλο ομόλογα της κανναβινόλης ή τα τετραϋδρο-παράγωγα αυτής».

 

Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον τα επίδικα υγρά σκευάσματα (Τεκμήριο 5) περιείχαν τετραϋδροκανναβινόλη (THC), το οποίο είναι παράγωγο της κανναβινόλης, ορθώς κρίθηκαν ότι αποτελούσαν ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α.

 

Το ότι στα εν λόγω σκευάσματα είχε ανιχνευθεί και η ουσία κανναβιδιόλη (CBD) η οποία δεν είναι ελεγχόμενη ουσία, ουδεμία σημασία ενείχε εφόσον στα σκευάσματα υπήρχε η απαγορευμένη ή, καλύτερα, η ελεγχόμενη ουσία THC.

 

Προβλήθηκε από μέρους του Εφεσείοντα ότι δεν απεδείχθη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα επίδικα σκευάσματα – τα 15 μπουκαλάκια – είχαν το ίδιο περιεχόμενο, εφόσον η Χημικός Αυξεντίου, Μ.Κ.5, εξέτασε μόνο το ένα από αυτά. Με βάση τη μαρτυρία της Αυξεντίου, η οποία έγινε αποδεκτή, όλα τα μπουκαλάκια αποτελούσαν μέρος μιας παρτίδας παραγωγής τα οποία είχαν παραχθεί μαζί και ακολούθως διαχωρίστηκαν σε διάφορα μπουκαλάκια. Όπως δε ορθά επισημάνθηκε από το δικηγόρο της Εφεσίβλητης, η πιο πάνω θέση δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς της Υπεράσπισης.

 

Το ότι δεν έγινε ποσοτικός προσδιορισμός του THC παρά μόνο ποιοτικός, δηλ. η περιεκτικότητα μέσω ποιοτικού προσδιορισμού, ουδεμία σημασία έχει εφόσον το ζητούμενο, με βάση τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, ήταν ο εντοπισμός της ελεγχόμενης ουσίας ανεξαρτήτως ποσότητας.

 

Σε ό,τι δε αφορά τη θέση του Εφεσείοντα ότι δεν απεδείχθη ότι ο Εφεσείων κατείχε ή μετέφερε ελεγχόμενο φάρμακο με σκοπό την προμήθεια του σε τρίτο, ενόψει του ότι σύμφωνα με αυτόν δεν έχει αποδειχθεί η ποσότητα που ορίζει το Άρθρο 30Α του Ν. 29/1977, αρκεί να λεχθεί ότι στην υπό κρίση περίπτωση, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, ο σκοπός της προμήθειας σε τρίτα πρόσωπα συνάγετο από την ίδια τη μαρτυρία του Εφεσείοντα ο οποίος είχε παραδεχτεί στην ανώμοτη δήλωση του, αλλά και στην κατάθεση του, ότι σκοπό είχε να πωλήσει τα υγρά σκευάσματα και ότι, ως προς τούτο, είχε εγγραφεί στο ΦΠΑ.

 

Δεν ήταν, επομένως, ζήτημα εφαρμογής του τεκμηρίου του Άρθρου 30Α του Νόμου, αλλά μαρτυρίας, παραδοχής του Εφεσείοντα, που αποδείκνυε την πρόθεση του.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης 6 και 7

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 6 και 7 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 Κκολού των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και το ότι κατά τον επίδικο χρόνο τα συγκεκριμένα υγρά σκευάσματα δεν ήταν κατηγοριοποιημένα ως ελεγχόμενα φάρμακα.

 

Εν πρώτοις, η μαρτυρία του Μ.Υ.2, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, συνίστατο στο ότι η κανναβιδιόλη (CBD) είναι συστατικό που περιέχεται στο φυτό κάνναβης, δεν είναι ψυχοτρόπος ουσία και σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων, ημερ. 21/12/2016 (Τεκμήριο 17), τα προϊόντα που περιέχουν κανναβιδιόλη κατατάσσονται ως φαρμακευτικά προϊόντα.

 

Με βάση, ωστόσο, τη μαρτυρία της Χημικού Αυξεντίου Μ.Κ.5, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, στα επίδικα υγρά σκευάσματα είχε ανιχνευθεί τετραϋδροκανναβινόλη (THC). Με βάση δε τη σχετική νομοθεσία, όπως έχει πιο πάνω αναφερθεί, η ύπαρξη και μόνο αυτής της ουσίας καθιστά τα επίδικα σκευάσματα απαγορευμένα ως ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α.

 

Ορθώς, επομένως, κρίθηκε ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.2 Κκολού ουδεμία σχέση είχε με τα επίδικα ζητήματα.

 

Συνεπώς οι Λόγοι Έφεσης 6 και 7 απορρίπτονται.

 

Λόγοι Έφεσης 8 και 9

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 8 και 9 βάλλεται ως λανθασμένη η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση του ότι δεν πληρούνταν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αφορούσαν τη φυτική ύλη κάνναβης και συγκεκριμένα των Κατηγοριών 7 και 8.

 

Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία της Χημικού Αυξεντίου, η οποία έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με τη φυτική ύλη αντικείμενο των Κατηγοριών 7 και 8, οι αναλύσεις του Γενικού Χημείου είχαν καταδείξει ότι αυτή περιείχε THC σε ποσοστό 0,28%. Τούτου δοθέντος και εφόσον υπερέβαινε το ποσοστό του 0,2%, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί βιομηχανική κάνναβη με βάση τα προβλεπόμενα στο σχετικό Νόμο περί παραγωγής και εμπορίας της βιομηχανικής κάνναβης Νόμο του 2016,                       Ν. 61(Ι)/2016.

 

Όπως τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στο ερμηνευτικό Άρθρο τόσο του Ν. 29/1977, όσο και του Ν. 61(Ι)/2016:

 

«Για να εξαιρείτο θα έπρεπε να θεωρηθεί βιομηχανική κάνναβη και ως ο ορισμός της βιομηχανικής κάνναβης στο άρθρο 2 του Ν.29/77 να περιέχει ποσοστό THC μέχρι 0,2% και να είναι είδους sativa. Το ποσοστό THC, στην επίδικη ξηρή φυτική ύλη, είναι 0,28%, άρα δεν θεωρείται βιομηχανική κάνναβη. Παραπέμπω σχετικά στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν.29/77:

 

      « «βιομηχανική κάνναβη» σημαίνει

 

(i)           ολόκληρα φυτά ή μέρη φυτού ακατέργαστα ή κατεργασμένα (στουπί) του είδους Cannabis sativa, που η περιεκτικότητα τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%, και

 

(ii)         τους σπόρους που προέρχονται από ποικιλία του είδους Cannabis sativa που η περιεκτικότητά τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%».»

 

 

Σύμφωνα με τον Περί Παραγωγής και Εμπορίας της Βιομηχανικής Κάνναβης Νόμο του 2016 (Ν.61(Ι)/2016) βιομηχανική κάνναβη σημαίνει:

 

  (2)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, «βιομηχανική κάνναβη» σημαίνει -

 

 

(i)           ολόκληρα φυτά ή μέρη φυτού ακατέργαστα ή κατεργασμένα (στουπί) του είδους Cannabis sativa, που η περιεκτικότητα τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%, και

 

(ii)         τους σπόρους που προέρχονται από ποικιλία του είδους Cannabis sativa που η περιεκτικότητά τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%».»

 

  (β) κάνναβη, η οποία παράχθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αλλά έχει διαπιστωθεί ότι έχει με περιεκτικότητα τετραϋδροκανναβινόλης (THC) μέχρι και 0,3%, θεωρείται μεν ως βιομηχανική κάνναβη αλλά δεν δύναται να τύχει εμπορίας και υπόκειται άμεσα σε οδηγίες του Επιθεωρητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 11.»

 

 

Επιπρόσθετα, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του Ν. 61(Ι)/2016 απαιτείτο, με βάση το Άρθρο 6 του εν λόγω Νόμου, ειδική άδεια. Όπως υπογραμμίστηκε, τέτοια άδεια δεν είχε παρουσιαστεί και, αν υπήρχε, ήταν στην πλευρά του Εφεσείοντα να την παρουσιάσει.

 

Ως εκ τούτου οι Λόγοι 8 και 9 απορρίπτονται.

 

Λόγοι Έφεσης 14 και 15

Ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποτύχει να παρουσιάσει τεκμήρια και συγκεκριμένα τη φυτική ύλη.

 

Όπως προέκυψε και δεν αμφισβητήθηκε, κάποια από τα είδη τα οποία είχαν κατασχεθεί από το Τελωνείο και συγκεκριμένα ένα πλαστικό σακούλι δεμένο με κόμπο που περιείχε ξηρή φυτική ύλη, καθώς και ένα καφέ χάρτινο σακούλι δεμένο με κόμπο με ένδειξη «Carum Hemp leaves» που περιείχε και αυτό πράσινη ξηρή φυτική ύλη, δεν κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο είχαν επιστραφεί στον ίδιο τον Εφεσείοντα.

 

Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία της Τελωνειακής Λειτουργού Φλουρέντζου, τα πιο πάνω είχαν αποσταλεί στο Γενικό Χημείο του κράτους για εξετάσεις και σε κατοπινό στάδιο επιστράφηκαν από το Γενικό Χημείο μέσω της Χημικού Αυξεντίου στην ίδια τη Φλουρέντζου, η οποία τα παρέλαβε εκδίδοντας για το σκοπό αυτό σχετικό έντυπο δήλωσης επιστροφής τελωνειακών δειγμάτων (Τεκμήριο 10), ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 9/2/2017 αυτά επεστράφησαν στον Εφεσείοντα.

 

Δεν είναι αντιληπτό πώς το γεγονός ότι τα πιο πάνω δεν κατατέθηκαν ως τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον Εφεσείοντα και γενικότερα την υπεράσπισή του.  Η Κατηγορούσα Αρχή δεν τα είχε στη διάθεση της για να τα παρουσιάσει, ευχέρεια που είχε ο Εφεσείων, που δεν το έπραξε και χωρίς ουσιαστικό έρεισμα, επικαλείται εκ των υστέρων την απουσία τους.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία σε σχέση με τη διακίνηση των πιο πάνω αντικειμένων μέχρι την επιστροφή τους στον ίδιο τον Εφεσείοντα. Ουδέποτε δε αμφισβητήθηκε είτε η αποστολή τους στο Γενικό Χημείο για σκοπούς εξετάσεων, είτε η διενέργεια σχετικών εξετάσεων.

 

Όπως δε προέκυψε από την προσαχθείσα μαρτυρία, η οποία και πάλι δεν αμφισβητήθηκε, τα πιο πάνω αντικείμενα έφεραν από το Γενικό Χημείο του κράτους περιγραφή, καθώς και συγκεκριμένη αρίθμηση η οποία, όπως εξηγήθηκε από τη Χημικό Αυξεντίου είναι μοναδική. Πρόκειται για τα αντικείμενα με αριθμούς Γενικού Χημείου 2044/F/2016-4 και 2044/F/2016-5 με βάση την Έκθεση της Αυξεντίου, Τεκμήριο 6.

 

Μάλιστα, η συνήγορος του Εφεσείοντα αντεξέτασε σε έκταση τη                   Χημικό Αυξεντίου και σε σχέση με τα αποτελέσματα των εξετάσεων που διενήργησε στα εν λόγω αντικείμενα και την κατάληξη της ότι το μεν                υπ’ αρ. 2044/F/2016-4, βάρους 8,74 γρ., περιλάμβανε 0,28% τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και δεν ήταν βιομηχανική κάνναβη, ενώ               το άλλο υπ’ αρ. 2044/F/2016-5, βάρους 38,50 γρ., περιείχε τετραϋδροκανναβινόλη σε ποσοστό που δεν υπερέβαινε το 0,2%, ήτοι 0,18% και ήταν βιομηχανική κάνναβη.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 14 και 15 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Λόγος Έφεσης 19

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 19 προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι εκκρεμούσε εναντίον του Εφεσείοντα άλλη υπόθεση για τα ίδια γεγονότα.

 

Όπως ορθά επισημαίνει ο κ. Παπανικολάου εκ μέρους της Εφεσίβλητης, ο πιο πάνω ισχυρισμός προεβλήθη μέσω αποσπασματικών αναφορών της Υπεράσπισης χωρίς να υποστηριχθεί από οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 19 απορρίπτεται ως στερούμενος οποιουδήποτε ερείσματος.

 

 

 

 

Λόγος Έφεσης 10

Μέσω του Λόγου Έφεσης 10 ο Εφεσείων διατείνεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη, καθώς δεν έλαβε υπόψη ότι αυτός δεν είχε το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea) για τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.

 

Όπως ορθά επισημαίνεται από τον κ. Παπανικολάου, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε εισαγάγει τις επίδικες ουσίες. Αποτέλεσε, δε, θέση του ότι σκοπός του ήταν να τα πωλήσει, γι’ αυτό και ενεγράφη στο ΦΠΑ.

 

Καίριο ζήτημα της υπεράσπισης του Εφεσείοντα, όπως προεβλήθη μέσω της ανώμοτης του δήλωσης, ήταν ότι πριν να παραγγείλει τα επίδικα προϊόντα είχε ζητήσει και έλαβε νομική συμβουλή από συγκεκριμένο δικηγόρο, έτσι ώστε η όλη διαδικασία εισαγωγής να είναι νόμιμη. Περαιτέρω, σε αλληλογραφία που είχε με τη τσέχικη εταιρεία Carum από την οποία παρήγγειλε τα επίδικα προϊόντα, ζήτησε και εξασφάλισε αναλύσεις οι οποίες να επιβεβαιώνουν ότι τόσο στο υγρό, όσο και στα φύλλα, η περιεκτικότητα σε THC ήταν κάτω από το 0,2%. Επίσης ισχυρίστηκε ότι στην ιστοσελίδα της εταιρείας Carum αναφέρετο ότι όλα τα προϊόντα δεν περιείχαν ψυχότροπες ουσίες.

 

Για τους πιο πάνω λόγους ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ήταν με την πεποίθηση ότι τα προϊόντα που παρέλαβε είχαν περιεκτικότητα σε THC κάτω από το 0,2% και ότι η κάνναβη ήταν είδος «sativa».

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε την υπόθεση Φώτης Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 107/2016, ημερ. 27/9/2016, η οποία αφορούσε περίπτωση όπου ο Εφεσείων είχε εισάξει από το εξωτερικό ποσότητα κάνναβης η οποία περιείχε την ουσία THC πέραν του 0,2% και η υπεράσπιση του ήταν ότι ο ίδιος πίστευε ότι η περιεκτικότητα σε THC ήταν μικρότερη του 0,2%.

 

Όπως επισημάνθηκε στην πιο πάνω υπόθεση, σε τέτοιου είδους κατηγορίες το mens rea, δηλαδή το νοητικό στοιχείο ενός κατηγορουμένου αν είχε, δηλαδή, ένοχη γνώση κατοχής απαγορευμένης ουσίας, είναι απαραίτητο για σκοπούς καταδίκης.

 

 

 

 

Όπως τέθηκε στη Ανδρέου (ανωτέρω):

 

«….. εκείνο που έχει σημασία ήταν το τι γνώριζε ο κατηγορούμενος – εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ως προς την περιεκτικότητα του προϊόντος που κατείχε σε T.H.C. και όχι ποια ήταν η ποσότητα T.H.C. που στην πραγματικότητα περιείχε το συγκεκριμένο προϊόν.»

 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την εισήγηση της Υπεράσπισης περί μη στοιχειοθέτησης ένοχης διάνοιας, ανέφερε τα εξής:

 

«Αντικειμενικά η υπεράσπιση έχει προσφέρει μόνο ισχυρισμούς σε σχέση με τις «προσπάθειες» του κατηγορουμένου να λειτουργήσει εντός πλαισίου νομιμότητας. Και πάλι χωρίς να κρίνω το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, με αυτή πρόβαλε κάποιους ισχυρισμούς σε σχέση με προσπάθειές του, η αξιοπιστία των οποίων δεν ελέγχθηκε και δεν υποστηρίχθηκε από οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω μαρτυρία, όπως πχ, μεταξύ άλλων, (1) μαρτυρία του δικηγόρου που κατ’ ισχυρισμό τον συμβούλευσε ή (2) μαρτυρία σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό αλληλογραφία με την εταιρεία έτσι ώστε η αποδεικτική αξία των εγγράφων να μπορεί να αμφισβητηθεί από την κατηγορούσα αρχή και να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο, ή (3) έστω μαρτυρία και όχι μετέωροι ισχυρισμοί ότι τα εν λόγω σκευάσματα κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς όρους/περιορισμούς/ειδική άδεια στην Τσεχία.»

 

 

Σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε ο κ. Παπανικολάου, λέμε ότι ο Εφεσείων είχε, εν προκειμένω, το αποδεικτικό βάρος (όχι νομική υποχρέωση) υπό την έννοια της υποχρέωσης παρουσίασης μαρτυρίας να αποδείξει ότι δεν γνώριζε ή μάλλον καλύτερα, ότι γνώριζε ότι η περιεκτικότητα στα επίδικα προϊόντα σε THC ήταν χαμηλότερη του 0,2%.

 

Η προβολή μέσω της ανώμοτης δήλωσής του, η οποία υπογραμμίζουμε ήταν αναφαίρετο δικαίωμα του να επιλέξει να κάνει προς υπεράσπισή του, κάποιων ισχυρισμών και η μη προσκόμιση μαρτυρίας σε σχέση με τα έγγραφα που ισχυρίστηκε ότι είχε και αποδείκνυαν αυτά που ανέφερε στην ανώμοτη δήλωση του, δεν μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε αποδεικτική ισχύ ή αξία.

 

Υπενθυμίζεται ότι τα έγγραφα που προσκόμισε ο Εφεσείων μέσω της ανώμοτης δήλωσης του δεν ήταν τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με αυτά.

 

Όπως δε ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «όλοι οι ισχυρισμοί του περί μη ένοχης διάνοιας έχουν αναδιπλωθεί είτε με υποβολές προς μάρτυρες είτε με την ανώμοτη δήλωση του χωρίς να έχει περάσει τη βάσανο της αντεξέτασης».

 

Δεν πρέπει να λησμονείται ότι μια ανώμοτη δήλωση δεν μπορούσε[3] να εξομοιωθεί με μαρτυρία, με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που είχε κριθεί ήδη από το Δικαστήριο ως αξιόπιστη. Επιπλέον, δεν μπορούσε να τεκμηριώσει ή να αποδείξει γεγονότα τα οποία δεν στοιχειοθετούνταν από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, δύνατο μόνο να επεξηγήσει γεγονότα τα οποία ήταν αποδεδειγμένα.

 

Έχει δε σημασία για το πώς θα προσεγγίζετο μια ανώμοτη δήλωση από τα γεγονότα της υπόθεσης και τι ακριβώς προβάλλει ο κατηγορούμενος, π.χ. κατά πόσο προβάλλει απλώς την αθωότητά του ή προβάλλει κάποιο άλλοθι ή προσπαθεί να αντικρούσει ένορκη μαρτυρία ή απλώς να εξηγήσει τη νοητική του κατάσταση. Η κάθε περίπτωση οπωσδήποτε χρήζει διαφορετικής προσέγγισης (Α.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 91/2014, ημερ. 22/6/2016 και Κόλιας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 106/2015, 126/2015 και 127/2015, ημερ. 17/5/2018).

 

Υπό το φως των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 10 απορρίπτεται.

 

 

 

Λόγοι Έφεσης 1 και 2

 

Μέσω των πιο πάνω Λόγων Έφεσης ουσιαστικά προβάλλεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, καθότι παραβίασε το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και/ή το Σύνταγμα μη λαμβάνοντας υπόψη ή κρίνοντας λανθασμένα τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά το επίδικο υγρό.

 

Όπως ορθά επισημαίνει ο συνήγορος της Εφεσίβλητης, με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή, τα συγκεκριμένα σκευάσματα που κατασχέθηκαν από την εισαγωγή που διενήργησε ο Εφεσείων αποτελούσαν παράγωγα της κανναβινόλης, ενόψει του ότι ανιχνεύθηκε μαζί με την κανναβιδιόλη (CBD) η ουσία τετραϋδροκανναβινόλη (Δ.9, THC). Η τετραϋδροκανναβινόλη, όπως εξηγήθηκε, αποτελεί ψυχότροπο ουσία που είναι απαγορευμένη και εμπίπτει στον πρώτο Πίνακα του Ν. 29/1977.

 

Η θέση της Υπεράσπισης ότι τα συγκεκριμένα σκευάσματα (το επίδικο υγρό) περιέχουν καθαρή κανναβιδιόλη (CBD), δεν έγινε αποδεκτή και δεν ισχύει.

 

Στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, όπως αυτά διακριβώθηκαν από το Δικαστήριο, δεν προέκυπτε ζήτημα απαγόρευσης στην εισαγωγή, διακίνηση, κατοχή, χρήση κλπ, προϊόντων που περιέχουν αμιγώς κανναβιδιόλη, εφόσον η προκείμενη περίπτωση ήτο εντελώς διαφορετική.

 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της παραπομπής από το Ανώτατο Δικαστήριο στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για προδικαστική απόφαση, η θέση του Εφεσείοντα στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υφίστατο σημείο ή διάταξη νόμου που να χρήζει απάντησης ή ερμηνείας, αφού οι διατάξεις του επίδικου Νόμου είναι σαφέστατες. Προϋπόθεση για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ είναι να υπάρχει αμφιβολία ως προς την ερμηνεία ή το κύρος του Δικαίου της Ένωσης και όχι ερμηνεία κανόνων του Εθνικού Δικαίου ή ζητήματα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης (Καππακιώτης & Παπαέλληνας Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Υγείας (2009) 1 Α.Α.Δ. 1108).

 

Στην προκείμενη περίπτωση είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν εγείρεται.

 

Ως εκ τούτου οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Λόγος Έφεσης 18

 

Μέσω του πιο πάνω Λόγου προβάλλεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη στη βάση του ότι δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η Αστυνομία και η Εισαγγελία της Αστυνομίας ήσαν αναρμόδιες να επιληφθούν της υπόθεσης. Γίνεται για το σκοπό αυτό επίκληση σε πρόνοιες του περί Παραγωγής και Εμπορίας της Βιομηχανικής Κάνναβης Νόμου, Ν. 61(Ι)/2016.

 

Η πιο πάνω θέση είναι παντελώς ανυπόστατη. Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του πιο πάνω Νόμου, το πεδίο εφαρμογής του αφορά στην παραγωγή και εμπορία της βιομηχανικής κάνναβης για την οποία απαιτείται ειδική προς τούτο άδεια (άδεια παραγωγού είτε προμηθευτή).

 

Για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν στο πλαίσιο των Λόγων Έφεσης 8 και 9, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της πιο πάνω νομοθεσίας.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 18 απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

Λόγος Έφεσης 13

 

Μέσω του πιο πάνω Λόγου Έφεσης βάλλεται η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μια σειρά από λόγους που περιλαμβάνουν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε «λανθασμένες, ελλιπείς και αντικρουόμενες δηλώσεις γεγονότων και Νόμων και παρέλειψε να αναφέρει ή να λάβει υπόψιν μαρτυρίες ή αντικρουόμενες μαρτυρίες, γεγονότα, Νόμους και νομολογίες που τέθηκαν ενώπιον του» και ότι «λόγω της στάσης του Δικαστηρίου κατά την Ακρόαση» ο Εφεσείων «δεν έτυχε δίκαιης δίκης».

 

Όπως προκύπτει, πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από διάφορους και ενίοτε περιπλεγμένους και δυσνόητους μεταξύ τους, καθώς και ανυπόστατους ισχυρισμούς, για διάφορα ζητήματα.

 

Στην πραγματικότητα όλα όσα προβάλλονται στον εν λόγω Λόγο Έφεσης συνιστούν επανάληψη και αναπαραγωγή μέσω προηγούμενων Λόγων Έφεσης και έχουν ήδη απαντηθεί, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

 

 

 

Λόγοι Έφεσης εναντίον της Ποινής (Λόγοι Έφεσης 20-23)

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα στην κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή 150 χιλιοστών του λίτρου υγρού παράγωγου κανναβινόλης, με σκοπό την προμήθεια (Κατηγορία 6) τρεις μήνες φυλάκιση και στην εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 8,74 γρ. κάνναβης (Κατηγορία 7) 10 ημέρες φυλάκιση, τις οποίες στη συνέχεια ανέστειλε.

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα συνυπολόγισε στην ποινή που επέβαλε ότι ο Εφεσείων είχε κριθεί ένοχος για εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα άτομα ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β.

 

Η πιο πάνω θέση είναι προδήλως αβάσιμη. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε πέντε κατηγορίες για εισαγωγή και κατοχή, καθώς και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα άτομα ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β, όπως εξάλλου ήταν και οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Διατείνεται, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε στους μετριαστικούς παράγοντες τη δέουσα σημασία και βαρύτητα, με αποτέλεσμα η επιβληθείσα ποινή να είναι υπερβολική. Ισχυρίστηκε, ακόμη, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι συνέπειες της επιβολής της ποινής φυλάκισης. Παραπονείται τέλος ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, καθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη νενομισμένη διαδικασία κατά την αγόρευση μετριασμού της ποινής.

 

Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι δεν ακολουθήθηκε η «νενομισμένη διαδικασία κατά την αγόρευση μετριασμού της ποινής» γιατί επετράπη στον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής μετά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής να προβεί, όπως προβάλλεται, «σε μακροσκελή αγόρευση με τη δικαιολογία ότι δικαιούται δικονομικά να τοποθετηθεί επί των γεγονότων».

 

Εξέταση των πρακτικών της υπόθεσης αναδεικνύει ότι αυτό που έγινε μετά την αγόρευση μετριασμού της Υπεράσπισης ήταν η επισήμανση από μέρους του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής ότι είχε γίνει επίκληση ισχυρισμών, καθώς και κατάθεση εγγράφων, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση και δεν συνήδαν με τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη όπου, κατόπιν μη παραδοχής, το Δικαστήριο εκδίδει την απόφαση του του στην οποία παραθέτει τις διαπιστώσεις του ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης διατυπώνοντας τα ανάλογα ευρήματα, δεν ήτο δυνατό αυτά να αμφισβητούνται από τη συνήγορο Υπεράσπισης.

 

Με δεδομένο ότι στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εκδώσει την ετυμηγορία του στο πλαίσιο της οποίας διαπίστωσε τα γεγονότα της υπόθεσης διατυπώνοντας τα ευρήματα του δεν ήτο, ασφαλώς, δυνατό για την Υπεράσπιση στην αγόρευση της για μετριασμό της ποινής να επικαλεστεί θέσεις οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου και σε καμιά περίπτωση να παρουσιάσει έγγραφα που αφορούσαν στο κατά πόσο τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει τα πιο πάνω αφού όμως μεσολάβησε μια αχρείαστη συζήτηση μεταξύ των συνηγόρων των διάδικων πλευρών και του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό. Δεν θεωρούμε, ωστόσο, ότι το γεγονός αυτό κατέστησε τη διαδικασία που ακολούθησε λανθασμένη.

 

Αναφορικά με το παράπονο για την κατ’ ισχυρισμό υπερβολική ποινή, οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016,[4], όπου λέχθηκαν τα εξής: 

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993)              2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779).»

 

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων όπως αυτή προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές και καθοδηγούμενο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για αδικήματα αυτής της φύσης. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε και σε παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της ποινής όπως το είδος, η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται.

 

Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τις προσωπικές του περιστάσεις, όπως αυτές ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου του και όπως προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, συμπεριλαμβανομένου του λευκού ποινικού μητρώου και της κατάστασης της υγείας του. Υπογραμμίζοντας, ταυτόχρονα, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν θα οδηγούσε σε απάλειψη της σοβαρότητας των αδικημάτων και εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας της ποινής.

 

Δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη του και την καθυστέρηση που υπήρξε μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης των αδικημάτων και του χρονικού σταδίου κατά το οποίο το Δικαστήριο καλείτο να επιβάλει ποινή.

 

Το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα σε συνάρτηση με τη σημειωθείσα καθυστέρηση καθώς και τα ιδιαίτερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, αποτέλεσαν παράγοντες που το Δικαστήριο συνυπολόγισε εκ νέου για να κρίνει στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας με βάση τις πρόνοιες του περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν. 95/72 ως κατάλληλη, εν προκειμένω, την αναστολή των ποινών φυλάκισης που είχε επιβάλει στον Εφεσείοντα.

 

Το παράπονο του Εφεσείοντα ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στους μετριαστικούς παράγοντες θα μπορούσε να τεκμηριωθεί μόνο εφόσον διαφαινόταν ότι η ποινή που του επιβλήθηκε δεν ήταν η αρμόζουσα και κατέληξε υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Είναι η κρίση μας ότι δεν μπορεί, κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με κανένα τρόπο οι επιβληθείσες ποινές να θεωρηθούν ως υπερβολικές, ούτε καν αυστηρές. Αντιθέτως θα τις χαρακτηρίζαμε και ως επιεικείς.

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 20, 21, 22 και 23 απορρίπτονται.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται, οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.

 

 

                            

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                    Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                              Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.



[1] Δέστε Άρθρο 4(4)(α) του Ν. 18(Ι)/2014.

[2] 5.-(1) Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα υπεράσπισής του και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παρέχει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο που δεν κατανοεί τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας, γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν -

(α) σε κάθε περίπτωση, το ένταλμα σύλληψης ή/και κράτησης, το κατηγορητήριο και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση και διάταγμα εντός της διαδικασίας, και

(β) οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο κρίνεται ως ουσιώδες από την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αιτιολογημένο αίτημα του υπόπτου ή κατηγορούμενου ή του δικηγόρου του υπόπτου ή κατηγορούμενου.

 

[3] Η δυνατότητα για ανώμοτη δήλωση από τον Κατηγορούμενο έχει πλέον καταργηθεί με το Νόμο 64(I)/2022.

[4] Δέστε, επίσης, Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017, ημερ. 15/12/2017, χχχ Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο