KABEER KHAN v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 172/2022, 27/9/2022

ECLI:CY:AD:2022:B366

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2022)

 

 

27 Σεπτεμβρίου, 2022

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

KABEER KHAN,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Στ. Στυλιανού με Κ. Χατζηχριστοδούλου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Στ. Παπουή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας αριθμό κατηγοριών, οι οποίες αφορούν στα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της υποβοήθησης της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία υπηκόου τρίτης χώρας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Εμφανιζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου στις 28/7/2022 δήλωσε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 11/10/2022. Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του Εφεσείοντα επί τη βάσει του κινδύνου της φυγοδικίας.

 

Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο πιο πάνω λόγος ευσταθούσε, διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την παρουσίαση του στο Δικαστήριο κατά την ορισθείσα ημερομηνία ακρόασης.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα Έφεση την πιο πάνω Απόφαση μέσω τεσσάρων, συνολικά, Λόγων Έφεσης, οι οποίοι, εν πολλοίς είναι συναφείς και αλληλοεπικαλυπτόμενοι.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην όψη του το μαρτυρικό υλικό φανερώνει την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης, ενώ με το 2ο Λόγο Έφεσης ότι λανθασμένα απέκλινε από τη σχετική νομολογία αναφορικά με το συστατικό στοιχείο της παράνομης παραμονής που διαλαμβάνεται στο Άρθρο 19Α(2) του Κεφ. 105 για το οποίο κατηγορείται ο Εφεσείων. Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπάρχουν στενοί δεσμοί του Εφεσείοντα με την Κύπρο και ότι, συνεπακόλουθα, υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας, χωρίς να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι αυτός είναι αιτητής ασύλου. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο μόνος τρόπος εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο ήταν μέσω διατάγματος κράτησης και όχι στη βάση των κατάλληλων όρων εγγύησης.

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων όπως αυτές αναπτύχθηκαν ενώπιον μας στις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων.

 

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη τονισθεί, οι αντικειμενικοί παράγοντες στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι (α) η σοβαρότητα του αδικήματος, (β) η πιθανότητα καταδίκης και (γ) το ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας. Όπως δε προκύπτει από τη νομολογία και επαναλήφθηκε στην απόφαση Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 176/2020, ημερ. 29/10/2020, «Υπεισέρχονται στη συνέχεια στην εξίσωση και προσμετρούν άλλοι σχετικοί παράγοντες που συνδέονται με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς αλλά και άλλων ειδών δεσμούς με την Κύπρο (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 και Kazanjian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326). Όπως εύστοχα τέθηκε στη Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48: «Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος».

 

Ούτε πρωτοδίκως, ούτε με την έφεση αμφισβητήθηκε η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων και ότι, σε περίπτωση καταδίκης, αναμένεται η επιβολή αυστηρών ποινών φυλάκισης. Ό,τι αμφισβήτησε ο Εφεσείων  μέσω του Λόγου Έφεσης 1 ήταν την πιθανότητα καταδίκης.

 

Να υπενθυμίσουμε ότι το στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορουμένου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).

 

 Όπως είναι δε νομολογημένο «κατ’ εξοχή …. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Georgi Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε τεθεί ουσιαστικά η πιο κάτω μαρτυρία: Με βάση τις καταθέσεις δύο μαρτύρων, ο Εφεσείων κατονομάζετο ως το πρόσωπο το οποίο προέβη στις διευθετήσεις ώστε αυτοί να μεταφερθούν από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές έναντι αμοιβής για τις υπηρεσίες του αυτές.  Επιπλέον, αμφότεροι οι μάρτυρες αυτοί αναγνώρισαν τον Εφεσείοντα κατά τη διαδικασία αναγνωριστικής παράταξης.

 

Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Τα όσα δε προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορουμένου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).

 

Ούτε τη θέση του Εφεσείοντα όπως προβλήθηκε μέσω του Λόγου Έφεσης 2 ότι εσφαλμένα απέκλινε από τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Nawaz κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 56/2021, ημερ. 4/5/2021, μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, η υπόθεση Nawaz (ανωτέρω) αναφέρετο σε περίπτωση κατά την οποία κατά το χρόνο που οι Εφεσείοντες φέρονταν να είχαν διαπράξει τα αδικήματα, είχε ήδη υποβληθεί αίτημα πολιτικού ασύλου από μέρους των ατόμων εκείνων για τα οποία υπήρχε μαρτυρία ότι είχαν βοηθηθεί από τους Εφεσείοντες για να παραμείνουν παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, με συνεπακόλουθο να μην μπορούσε να τεθεί θέμα παράνομης παραμονής τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (Άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000). Υπό αυτές τις περιστάσεις, ήτοι το γεγονός ότι οι αιτήσεις των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 για διεθνή προστασία εκκρεμούσαν, κρίθηκε ότι η παραμονή τους δεν ήταν παράνομη και συνεπώς ότι «δεν μπορούσε να είχε τεθεί θέμα παροχής βοήθειας εκ μέρους των Εφεσειόντων για να παραμείνουν οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τον πιο πάνω χρόνο».

 

Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η υπό κρίση περίπτωση διαφοροποιείτο είναι απόλυτα ορθή εφόσον, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, οι αναφερόμενοι στις Κατηγορίες αλλοδαποί είχαν υποβάλει αιτήσεις ασύλου μετά τον χρόνο που κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν τα επίδικα αδικήματα. Κατά τη συζήτηση της Έφεσης αποτέλεσε κοινό έδαφος, το οποίο προέκυψε από το ίδιο το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ότι οι αλλοδαποί είχαν εισέλθει στη Δημοκρατία κατά ή περί τις 20/10/2021 και υπέβαλαν την αίτηση ασύλου τους μετά. Εισήλθαν στο Κέντρο Υποδοχής και Φιλοξενίας Πουρνάρα στις 23/10/2021.

 

Έχοντας το Κακουργιοδικείο δικαιολογημένα αποφανθεί ως προς την ικανοποίηση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων που η νομολογία καθορίζει για σκοπούς κράτησης ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη του, ορθά προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει κατά πόσο οι  υποκειμενικοί παράγοντες, δηλαδή τα στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο του Εφεσείοντα, συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Έκρινε, ωστόσο, ότι ο Εφεσείων δεν έχει στενούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, δεδομένου ότι αυτός είναι Πακιστανός υπήκοος, αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων σε άγνωστη ημερομηνία, υπέβαλε αίτημα ασύλου στις 15/12/2020 και, μετά την απόρριψη του στις 15/6/2022, άσκησε σχετική προσφυγή.

 

Όπως συναφώς διαπιστώνεται, οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα συνυπολογίσθηκαν πλην όμως, και ορθά λέμε, δεν κρίθηκαν τέτοιες ώστε να εξουδετερώσουν τον κίνδυνο της φυγοδικίας όπως αυτός προέκυπτε από την κατάληξη του  Κακουργιοδικείου ως προς τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες που τον θεμελίωναν.

 

Είναι, συνεπώς, η κατάληξη μας ότι κανένας λόγος δεν έχει καταδειχθεί που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι έλαβε υπόψη του, συνεκτίμησε και εξισορρόπησε τους σχετικούς παράγοντες δίδοντας επαρκή αιτιολογία.

 

 

 

 

 

 

Ως εκ τούτου δεν χωρεί περιθώριο επέμβασης και η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

                                      Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο