M.S.A. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 200/2022, 19/9/2022

ECLI:CY:AD:2022:B362

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 200/2022)

 

 

19 Σεπτεμβρίου, 2022

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

M.S.A.,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Γ. Πολυχρόνης με Στ. Μάο, για τον Εφεσείοντα.

 

Γ. Αργυρού (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(EX-TEMPORE)

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου τρεις Κατηγορίες, ήτοι, μια Κατηγορία για το αδίκημα της απώλειας περιουσίας άλλου προσώπου με επέμβαση στη λειτουργία ηλεκτρονικού υπολογιστή, μια Κατηγορία για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και μια Κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Εμφανιζόμενος στις 30/8/2022 ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωσε μη παραδοχή και στις τρεις Κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 21/9/2022. Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του Εφεσείοντα στη βάση του κίνδυνου της φυγοδικίας.

 

Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο πιο πάνω λόγος ευσταθούσε, διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την παρουσίαση του κατά την ορισθείσα ημερομηνία ακρόασης.

 

Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω απόφαση, την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας την παρούσα Έφεση στην οποία προβάλλονται τρεις, συνολικά, Λόγοι Έφεσης.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 προβάλλεται ότι το διάταγμα κράτησης είναι εσφαλμένο, λόγω μη ορθής στάθμισης του συνόλου των στοιχείων, ενώ με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση «εμπεριέχει έκδηλο σφάλμα και/ή λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ», στη βάση του ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και/ή παραγνωρίστηκαν η εκδοχή του Εφεσείοντα και οι προσωπικές του περιστάσεις. Με το Λόγο Έφεσης 3 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την απόφαση πλαίσιο 2009/829/ΔΕΗ, ο οποίος επικυρώθηκε με το                    Νόμο 121(Ι)/2006.

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων, όπως αυτές αναπτύχθηκαν ενώπιον μας στις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων.

 

Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002)                      2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Αναφορικά με τα αντικειμενικά κριτήρια δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα είναι σοβαρά. Ενδεικτικό της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές. Ούτε αμφισβητείται ότι, σε περίπτωση καταδίκης, αναμένεται η επιβολή αυστηρών ποινών φυλάκισης. Ό,τι αμφισβητείται μέσω του Λόγου Έφεσης 1 είναι, όπως γίνεται αντιληπτό, ο τρόπος αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απομόνωσε την τυπική σοβαρότητα του αδικήματος και εξέτασε «μονόφθαλμα» την πιθανότητα καταδίκης του Εφεσείοντα παραγνωρίζοντας, μεταξύ άλλων, και το περιεχόμενο της κατάθεσής του.

 

Να υπενθυμίσουμε ότι το στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορουμένου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).

 

 Όπως είναι δε νομολογημένο, «κατ’ εξοχή …. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Georgi Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).

 

Η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του στη βάση των αρχών που προέκυπταν από αυτή.

 

Τα όσα δε προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορουμένου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

 

Όπως προέκυψε από το μαρτυρικό υλικό, ο παραπονούμενος, κατόπιν συμφωνίας με εταιρεία για την κατασκευή του κήπου της οικίας του, απέστειλε μέσω διαδικτύου το ποσό της προκαταβολής ύψους €17.850 στο λογαριασμό της ως άνω εταιρείας στην Alpha Bank. Ακολούθησε μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο του ζητείτο η ακύρωση της συναλλαγής και τον πληροφορούσαν παράλληλα ότι θα του αποστέλλετο νέο μήνυμα με στοιχεία λογαριασμού στον οποίο θα μετέφερε τα χρήματα. Πράγματι, λίγο αργότερα έλαβε νέο μήνυμα από τη συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση με στοιχεία λογαριασμού από τράπεζα της Ολλανδίας, στον οποίο έγινε η κατάθεση του πιο πάνω ποσού. Λίγες ημέρες αργότερα ο παραπονούμενος πληροφορήθηκε ότι η εταιρεία δεν διατηρούσε λογαριασμό σε τράπεζα στην Ολλανδία και ότι επρόκειτο περί απάτης. Με βάση πάντοτε το μαρτυρικό υλικό προέκυψε ότι δικαιούχος του λογαριασμού στον οποίο έγινε το έμβασμα στην Ολλανδία από τον παραπονούμενο ήταν ο Κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν και το πρόσωπο το οποίο προέβηκε στην ανάληψη χρημάτων από τον εν λόγω λογαριασμό.

 

Ορθά το Δικαστήριο περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού χωρίς να υπεισέρχεται στο «βάσιμο της εκδοχής του κάθε μάρτυρα, ούτε όμως και τις πιθανές υπερασπίσεις του κατηγορουμένου».

 

Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008)       2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).

 

Μετά την εξέταση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζει η νομολογία για σκοπούς κράτησης μέχρι τη δίκη, ορθά στη συνέχεια το Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στους υποκειμενικούς παράγοντες του Εφεσείοντα και στο κατά πόσο οι προσωπικές του περιστάσεις συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Στο πλαίσιο αυτό ορθώς λήφθηκαν υπόψη, με βάση το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα, τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν μέχρι να παρουσιαστεί ο Εφεσείων στο Δικαστήριο στην Κύπρο και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν.

 

Ειδικότερα μετά που η Κυπριακή Αστυνομία απέστειλε Ευρωπαϊκή Εντολή για Έρευνα στις Ολλανδικές Αρχές με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, την ανάκριση του κατόχου του λογαριασμού στην Ολλανδία, από την ενημέρωση την οποία έλαβε η Αστυνομία από την Ολλανδία, προέκυψε ότι, ενώ ο Εφεσείων είχε λάβει γνώση ότι η Αστυνομία διερευνούσε την υπόθεση αυτή, όταν καλείτο να συνεργαστεί με τις Ολλανδικές Αρχές δεν το έπραττε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να παραγνωρίζει ότι ο Εφεσείων είναι Ευρωπαίος πολίτης καθώς και τον ισχυρισμό του ότι διαμένει στην Ολλανδία, δεν παρέλειψε να σημειώσει, όπως προέκυπτε από το όλο ιστορικό, ότι, όταν ζητήθηκε η ανάκριση του από την Κυπριακή Αστυνομία, αυτός δεν μπορούσε να εντοπιστεί στην Ολλανδία και τελικώς συνελήφθη στην Ισπανία. Η δε παρουσίαση του Εφεσείοντα στο Δικαστήριο επιτεύχθη μέσω της συνδρομής Κύπρου και Ολλανδίας και της εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης στην Ισπανία.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 2 είναι άνευ ερείσματος και απορρίπτεται.

 

Σε ό,τι αφορά το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την Απόφαση Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΗ, η οποία επικυρώθηκε με το Νόμο 121(Ι)/2006,  ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής εκεί όπου κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για να αφεθεί ένας κατηγορούμενος ελεύθερος υπό όρους. Σε περίπτωση, δηλαδή, που κριθεί κατάλληλο το μέτρο της κράτησης του υποδίκου, δεν τίθεται θέμα επιβολής εναλλακτικών προς την κράτηση του μέτρων, ήτοι «μέτρων επιτήρησης», όπως αυτά ορίζονται στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου. Με δεδομένο ότι η κράτηση του Εφεσείοντα είχε κριθεί αναγκαία, σαφώς και δεν παρείχετο η δυνατότητα επίκλησης των προνοιών του πιο πάνω Νόμου.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Εν κατακλείδι, έχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη Απόφαση υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι ενήργησε στα ορθά πλαίσια της ευχέρειας του και έδωσε επαρκείς λόγους προς αιτιολόγηση της Απόφασης του.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                      Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο