ΠΑΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2020, 20/9/2022

ECLI:CY:AD:2022:B356

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.  202/2020)

 

 

20 Σεπτεμβρίου  2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΠΑΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσείοντα,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

____________________

 

Η. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Χ. Καραολίδου (κα) με Χρ. Κυθραιώτου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο μετά από ακροαματική διαδικασία σε οκτώ κατηγορίες, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/1977, όπως έχει τροποποιηθεί.  Ότι μεταξύ 1.2.2019 και 12.4.2019 συνωμότησε με τους πρώην συγκατηγορούμενους του Τ. Ρόνεη και Α. Ανδρέου και κάποιο Μ. Χριστοφή, άλλως Ταϊφά, για να εισαγάγουν στην Κύπρο ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α’ και ότι μεταξύ 9.4.2019 και 12.4.2019 εισήγαγαν  999,2 γρ. κοκαΐνης, την οποία και κατείχαν με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα.  Περαιτέρω, ότι τον Μάρτιο με Απρίλιο του ιδίου χρόνου, συνωμότησε με τον Ρόνεη για να εισαγάγουν στην Κύπρο ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α’ και ότι αυτοί μεταξύ 20.3.2019 και 27.3.2019 εισήγαγαν  1 κιλό κοκαΐνης, την οποία και κατείχαν με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. 

 

Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 11 χρόνων στις δύο κατηγορίες της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα.  Δεν επιβλήθηκαν ποινές στις υπόλοιπες κατηγορίες.

Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλει την καταδίκη του, ενώ άλλοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν στην επιβληθείσα ποινή.

 

Η καταδίκη του Εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα της αποδοχής από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Ρόνεη, ο οποίος, αφού παραδέχτηκε αριθμό κατηγοριών και του επιβλήθηκε ποινή, κατάθεσε ως Μ.Κ.11 στη δίκη που ακολούθησε εναντίον του Εφεσείοντα. 

 

Με το λόγο έφεσης 1, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι ήταν αξιόπιστος, στη βάση ότι αγνοήθηκαν ουσιώδεις αντιφάσεις  που εμπεριείχε η μαρτυρία του και αποκλείστηκε άλλη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής που δεν είχε αμφισβητηθεί και ερχόταν σε σύγκρουση με τη μαρτυρία του Ρόνεη.

 

Συναφής είναι και ο λόγος έφεσης 2, ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη και ίση μεταχείριση, στη βάση ότι η μαρτυρία του Ρόνεη ήταν το αποτέλεσμα συνδυασμού υποσχέσεων και εξασφάλισης προσωπικού οφέλους από το μάρτυρα.

 

Ο λόγος έφεσης 3 εγείρει ζήτημα παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και ειδικότερα του δικαιώματος του Εφεσείοντα να δικαστεί από αμερόληπτο και ανεπηρέαστο Δικαστήριο, με υπόβαθρο επιμέρους αναφορές του Κακουργιοδικείου στην απόφαση του με την οποία είχε επιβάλει ποινή στον Ρόνεη.  Αναφορές που, κατά τον Εφεσείοντα, τον φωτογράφιζαν ως σεσημασμένο έμπορο ναρκωτικών, πριν ακόμα αρχίσει η δίκη του.

 

Με το λόγο έφεσης 6 εγείρεται και πάλι ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, στη βάση εδώ της μη έγκαιρης αποκάλυψης του συνόλου του μαρτυρικού υλικού στην υπεράσπιση.

 

Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης 4 και 5 αφορούν στην επιβληθείσα ποινή.

 

Επιβάλλεται σύντομη αναφορά στα κύρια γεγονότα της υπόθεσης και επιμέρους παραμέτρων της, όπως διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο.  Έτσι θα γίνουν καλύτερα κατανοητά τα παράπονα του Εφεσείοντα και η επιχειρηματολογία και εισηγήσεις του δικηγόρου του και της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα. 

 

Η καταδίκη αφορούσε στην εισαγωγή, σε δύο περιπτώσεις, ενός κιλού κοκαΐνης κάθε φορά, από το Άμστερνταμ Ολλανδίας στην Κύπρο.  Ο Εφεσείων μετέβηκε δύο φορές στο Άμστερνταμ και εκεί αγόρασε από δικούς του ανθρώπους την κοκαΐνη.  Την αγόρασε για λογαριασμό και με χρήματα του Χριστοφή και ως οι οδηγίες του τελευταίου, την παρέδωσε στον Ρόνεη για να την αποστείλει στην Κύπρο.  Στην πρώτη περίπτωση ο Εφεσείων συμβούλεψε τον Ρόνεη ως προς τον τρόπο συσκευασίας της κοκαΐνης, που θα αποστελλόταν στην Κύπρο με ταχυμεταφορέα, την DHL.  Δηλαδή, να αγοράσει ένα φουσκωτό κρεβατάκι και να τοποθετήσει την κοκαΐνη μέσα σε αυτό.  Και στις δύο περιπτώσεις, τα πακέτα με τα κρεβατάκια με την κοκαΐνη παραδόθηκαν για αποστολή από τον Ρόνεη σε υποκατάστημα της DHL στο Βέλγιο, ώστε να μην κινήσουν τις υποψίες των αρχών.

 

Η υπόθεση εξιχνιάστηκε μετά τη σύλληψη του Ρόνεη, την 12.4.2019, στη διεύθυνση που θα παραλάμβανε το δεύτερο πακέτο στη Λεμεσό.  Κατά την αστυνομική επιχείρηση συνελήφθηκε και ο Ανδρέου.  Είχε προηγηθεί ο εντοπισμός της κοκαΐνης στο δεύτερο πακέτο από τις τελωνειακές αρχές του Βελγίου στις αποθήκες της DHL στο Βέλγιο και διευθετήθηκε η αποστολή του στην Κύπρο και η ελεγχόμενη παράδοση του, ακολουθώντας τη σχετική νομοθεσία.

 

Ο Ρόνεη ενέπλεξε τον Εφεσείοντα και άλλους με τη θεληματική κατάθεση που έδωσε την 23.4.2019, έντεκα ημέρες μετά τη σύλληψη του.  Είχε προηγηθεί ανακριτική κατάθεση του κατά την ημέρα της σύλληψης του στην οποία, όπως διαπίστωσε και το Κακουργιοδικείο, «δεν είπε όλη την αλήθεια και προσπάθησε να καλύψει πρόσωπα».  Τη θεληματική του κατάθεση έδωσε μετά που ενημερώθηκε ότι θα εντασσόταν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και έλαβε διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειας του.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 συνδέονται και θα εξεταστούν ως πτυχές του ιδίου καθοριστικού ζητήματος της αξιοπιστίας του Ρόνεη.

 

Το πρώτο σημείο που θίγει ο Εφεσείων αφορά σε αντίφαση που άπτεται των περιστάσεων της ανάκρισης του Ρόνεη.  Καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι παρέλειψε να αναφερθεί σε ουσιώδη αντίφαση στη μαρτυρία του Ρόνεη σε σχέση με τη μαρτυρία του αστυνομικού, μέλους της ανακριτικής ομάδας, Μ.Κ.17.  O Ρόνεη ισχυρίστηκε ότι η πρώτη φορά που έκαμε αναφορά σε ονόματα άλλων εμπλεκόμενων στην υπόθεση ήταν στη θεληματική του κατάθεση, ενώ ο Μ.Κ.17 ήταν κατηγορηματικός ότι την 17.4.2019, δηλαδή έξι ημέρες πριν τη θεληματική του κατάθεση, σε συνάντηση με το διοικητή της Υ.ΚΑ.Ν., ο Ρόνεη ανάφερε τόσο το όνομα του Εφεσείοντα, όσο και του Χριστοφή.  Η συνάντηση με τον διοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. είχε διευθετηθεί από τον Μ.Κ.17, προς τον οποίο ο Ρόνεη είχε αρχικά εκδηλώσει την διάθεση του να μιλήσει.

 

  Ήταν, διατείνεται ο Εφεσείων, η αντίφαση ουσιώδης γιατί ακριβώς για να γίνει ο Ρόνεη πιστευτός ότι κατάδωσε τους συνεργούς του μόνο μετά την διασφάλιση της ασφάλειας της οικογένειας του, θα έπρεπε να μην είχε προηγουμένως αποκαλύψει τα ονόματα.

 

Έχουμε διέλθει από τα πρακτικά εκτενή μέρη της μαρτυρίας που  περιλαμβάνει τα επίμαχα σημεία.  Ο Εφεσείων καταπιάνεται από μια απάντηση του Ρόνεη κατά την αντεξέταση του, όπου είπε: «Ε. Άρα η απάντηση είναι ότι δεν τους ανέφερες προηγουμένως τι θα πεις και η πρώτη φορά που τα είπες ήταν την ημέρα που έδωκες τη δεύτερή σου κατάθεση;  Α. Λεπτομερώς όχι, δεν τους τα ανάφερα, με ονόματα, με πού, με πώς, με τι».  Δεν διερευνήθηκαν οι λεπτομέρειες της προώθησης της ένταξης του Ρόνεη στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και ποια στοιχεία δόθηκαν για να ληφθεί η απόφαση.  Δικαιολογημένα, βρίσκουμε, μπορούσε να μην θεωρηθεί ουσιώδης αντίφαση η διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας του Ρόνεη και του Μ.Κ.17 επί του προκειμένου.  Το ουσιώδες γεγονός ήταν ότι ο Ρόνεη έδωσε την κατάθεση του με την οποία ενέπλεξε τον Εφεσείοντα μετά που έλαβε τις σχετικές διαβεβαιώσεις. 

 

Αναφορικά με ουσιαστικές, όπως τις χαρακτηρίζει, διαφοροποιήσεις της μαρτυρίας του Ρόνεη σε σχέση με την θεληματική κατάθεση του, ο Εφεσείων επικαλείται ότι στην κατάθεση του ο Ρόνεη παρουσίασε τον εαυτό του να κάνει μικροδουλειές με ναρκωτικά για μικρά ποσά, ενώ στη μαρτυρία του, ως έμπειρο διακινητή μεγάλων ποσοτήτων.  Μαρτύρησε ότι για δέκα χρόνια ασχολείτο με τα ναρκωτικά και μπορούσε εύκολα να διακρίνει την ποσότητα, την ποιότητα, ακόμα και την προέλευση των ναρκωτικών.  Καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι αγνόησε αντί να αξιολογήσει τις δηλώσεις αυτές.

Η αποσπασματική αναφορά, από τον τότε δικηγόρο του Εφεσείοντα στην αγόρευση του, στην κατάθεση του Ρόνεη όπου είχε αναφέρει ότι «σιγά σιγά έφθασα να κάμνω μικροδουλειές για μικρά ποσά», δεν αποπροσανατόλισε το Κακουργιοδικείο, που παράθεσε στην απόφαση του άλλο απόσπασμα από την ίδια κατάθεση, όπου ο Ρόνεη αναφέρεται σε αγορά που είχε κάμει, δύο κιλών, δύο ειδών κάνναβης, το 2018, την οποία πώλησε εισπράττοντας €14.500, κερδίζοντας ο ίδιος €2.000.  Ορθά λοιπόν το Κακουργιοδικείο είχε απορρίψει την εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο Ρόνεη είχε αναφερθεί σε μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών για πρώτη φορά στη μαρτυρία του.

 

Ενώπιον μας ο δικηγόρος του Εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε ότι ούτε η πιο πάνω αναφορά συνιστά «χρόνια» εμπορία ναρκωτικών.  Δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα στην επιμέρους επιχειρηματολογία.  Η αναφορά του Κακουργιοδικείου συνιστούσε απτό παράδειγμα ότι στη μαρτυρία του ο Ρόνεη δεν διαφοροποιήθηκε από τη θεληματική του κατάθεση και αυτό ήταν αρκετό για να απαντηθεί η σχετική εισήγηση του Εφεσείοντα.

 

Η άλλη διαφοροποίηση που επισημαίνει ο Εφεσείων αφορά στις θέσεις του Ρόνεη ως προς τα κινητά τηλέφωνα που χρησιμοποιούσε  για να μιλά με τον Χριστοφή.  Είχε αναφερθεί σε δύο συγκεκριμένους αριθμούς.  Κατά την αντεξέταση του, όταν ρωτήθηκε για κάποιο μήνυμα που είχε ισχυριστεί ότι απέστειλε την 26.3.2019 από το Άμστερνταμ στον Χριστοφή, και που δεν εμφανιζόταν στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των συγκεκριμένων δύο αριθμών, απάντησε ότι δεν θυμόταν από ποιο αριθμό τηλεφώνου το είχε στείλει γιατί άλλαζε συνέχεια τηλεφωνικές κάρτες.

 

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε, και θα επανέλθουμε και στη συνέχεια, ότι, όπως ορθά εντόπισε το Κακουργιοδικείο, ο ισχυρισμός του Ρόνεη ότι για την εισαγωγή των ναρκωτικών είχε συμπράξει με τον Χριστοφή δεν είχε αμφισβητηθεί.  Καταγράφει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του ότι κατά την αντεξέταση του Ρόνεη του είχε υποβληθεί ότι: «Εγώ σου λέω ξέρεις πολύ καλά και είναι άλλος συνεργός σου, βοηθός σου εσένα και του Ταϊφά σε αυτήν την πράξη».  Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην απόφαση του σε περίπου 212 τηλεφωνικές επικοινωνίες που σε συγκεκριμένη σχετική περίοδο ενάμιση μήνα είχε ο Ρόνεη με τον Χριστοφή.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις δικαιολογείτο να μην αποδοθεί διάθεση στον Ρόνεη να πει ψέματα για να δικαιολογηθεί σε σχέση με το συγκεκριμένο μήνυμα.

 

Εντελώς αβάσιμη θεωρούμε τη θέση του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε γιατί δεν αξιολόγησε τις αναφορές του Ρόνεη ως προς την ικανότητα του να αναγνωρίζει τα ναρκωτικά από την όψη τους, ακόμα και από φωτογραφία ή με το να τα μυρίσει.  Ακόμα και αν ο Ρόνεη ήταν υπερβολικός ως προς την ικανότητα του αυτή.  Ούτε η μαρτυρία του ότι ακολουθώντας συγκεκριμένη μέθοδο ο Χριστοφή έλεγξε την ποιότητα της κοκαΐνης στο Άμστερνταμ, συνιστά αντίφαση.  Είναι λογικά αναμενόμενο ότι για να αγοράσει τέτοια ποσότητα, ένας έμπορος ναρκωτικών δεν θα αρκεστεί στην εξ όψεως εκτίμηση του, όση κι’ αν είναι η εμπειρία του με τα ναρκωτικά.  Και η αντιπαραβολή που γίνεται με τη μαρτυρία του ανακριτή, μέλους της Υ.ΚΑ.Ν., που εξέτασε την κοκαΐνη, κάθε άλλο παρά βοηθά την επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα.  Ο ανακριτής με την εμπειρία του αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ναρκωτικά, αλλά χρησιμοποίησε, όπως ο ίδιος ανάφερε και «tester» για επιβεβαίωση.

 

Το δεύτερο σημείο αφορά στη συσκευασία της πρώτης εισαγωγής.  Προβλήθηκαν τρία ζητήματα, με το πρώτο, κατά την εισήγηση του Εφεσείοντα, να συνιστά την ουσιαστικότερη αντίφαση και εξόχως αποκαλυπτική της έλλειψης αληθινού υπόβαθρου στα όσα ο Ρόνεη ισχυρίστηκε. 

 

Επιχειρηματολογεί ο Εφεσείων με υπόβαθρο ότι το κρεβατάκι στη συσκευασία της πρώτης εισαγωγής ήταν το ίδιο με το κρεβατάκι στη συσκευασία της δεύτερης εισαγωγής.  Το τελευταίο που ήταν τεκμήριο στη δίκη ζύγιζε πέντε κιλά.  Η συσκευασία και περιεχόμενο της πρώτης εισαγωγής, που ήταν επιτυχημένη για τους παρανομούντες, δεν είχαν εντοπιστεί, ωστόσο υπήρχε μαρτυρία, που είχε γίνει αποδεχτή, ότι η συσκευασία αυτή είχε ζυγιστεί στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών και ήταν 2,4 κιλά, με το περιεχόμενο της.  Εφόσον ο Ρόνεη μιλούσε για ένα κιλό κοκαΐνης, το υπόλοιπο μέρος της συσκευασίας δεν θα μπορούσε να ξεπερνά τα 1,4 κιλά.  Επομένως, καταλήγει η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα, ο Ρόνεη ψευδόταν εφόσον δεν μπορούσε η συσκευασία της πρώτης εισαγωγής να περιλάμβανε τέτοιο κρεβατάκι.

 

Μάρτυρας της υπεράσπισης παρουσίασε το χαρτοκιβώτιο συσκευασίας της DHL που χρησιμοποιήθηκε όταν ο ίδιος είχε παραδώσει αντικείμενα σε γραφείο της DHL στη Λευκωσία για να μεταφερθούν στο γραφείο του δικηγόρου του Εφεσείοντα.  Κατά την παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, επιχείρησε να τοποθετήσει μέσα σε αυτό το κρεβατάκι της δεύτερης εισαγωγής.  Προεξείχε, οπόταν, συνεχίζει η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα, επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορούσε η συσκευασία της πρώτης εισαγωγής να περιλάμβανε τέτοιο κρεβατάκι.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο πιο πάνω ζήτημα.  Οι επισημάνσεις και τα συμπεράσματα του ήταν εύλογες και, σε αυτή τη βάση, δικαιολογείτο να καταλήξει ότι δεν πληττόταν καθ΄οιονδήποτε τρόπο η αξιοπιστία του Ρόνεη.  Η βασική διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ήταν ότι, από τη μαρτυρία του Ρόνεη δεν προέκυπτε ότι το κρεβατάκι που αγόρασε και χρησιμοποίησε για την πρώτη εισαγωγή ήταν του ιδίου μεγέθους (όγκου) και βάρους με αυτό της δεύτερης εισαγωγής που κατασχέθηκε.  Έχουμε διέλθει το μέρος της μαρτυρίας του Ρόνεη που περιέχει τις σχετικές ερωτήσεις και απαντήσεις και καταλήγουμε ότι ήταν δικαιολογημένη η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ο Ρόνεη δεν είχε πραγματική γνώση για το βάρος που είχε το κρεβατάκι και η όλη συσκευασία της πρώτης εισαγωγής.  Η δε κατάληξη του ότι το συγκεκριμένο κρεβατάκι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε βάρος περίπου 1,4 κιλά ή και λιγότερο ακόμη, ήταν όχι μόνο εύλογη, αλλά απότοκο της ουσιαστικής μαρτυρίας που αποδέχτηκε.  Το Κακουργιοδικείο δεν διαστρέβλωσε τη μαρτυρία, ούτε την προσέγγισε αποσπασματικά, όπως του καταλογίζεται και τα συμπεράσματα του κάθε άλλο παρά αυθαίρετα ήταν. Η δε επίδειξη που είχε γίνει από το μάρτυρα της υπεράσπισης ήταν άστοχη και δεν μπορούσε να αναδείξει οτιδήποτε το ουσιαστικό.  Δεν υφίσταντο οι σταθερές παράμετροι για τη σύγκριση, το μέγεθος του χαρτοκιβωτίου της πρώτης εισαγωγής και ο όγκος που είχε το κρεβατάκι.  Αντίθετα, εφόσον το κρεβατάκι της πρώτης εισαγωγής ζύγιζε πολύ λιγότερο από το κρεβατάκι της δεύτερης εισαγωγής, προδήλως είχε και μικρότερο όγκο.

 

Ένα περαιτέρω σημείο σε σχέση με τη συσκευασία της δεύτερης εισαγωγής αφορά στο υλικό με το οποίο περιτυλίχθηκε η κοκαΐνη πριν τοποθετηθεί στο κρεβατάκι.  Ο Ρόνεη ανάφερε ότι «οι κόλλες που βάλαμε πάνω στη συσκευασία των ναρκωτικών είναι μαύρες για να μην τις πιάνει το Χ-Ray και βοηθούσαν για να μην ανιχνευθεί από τα μηχανήματα».  Αναφέρθηκε σε αυτές και ως «λαδόκολλες».  Ό,τι παρουσιάστηκε ως μέρος της συσκευασίας της δεύτερης εισαγωγής, περιγράφηκε από το βέλγο τελωνειακό που την είχε εξετάσει στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών ως μαύρες πλαστικές μεμβράνες.  Ο Εφεσείων, θεωρεί εσφαλμένη την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι δεν είχε καμιά σημασία ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου υλικού που είχε χρησιμοποιηθεί.  Επισημαίνει ακόμα ότι στη συσκευασία της δεύτερης εισαγωγής, όπως παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, δεν υπήρχαν τέτοιες «κόλλες» ή «λαδόκολλες».  

 

Δεν διακρίνουμε κανένα σφάλμα στην επιμέρους προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, πολύ περισσότερο ζήτημα που να άπτεται της αξιοπιστίας του Ρόνεη.

 

Ένα περαιτέρω ζήτημα που εγείρεται αφορά την εμπορική συσκευασία που είχε το κρεβατάκι της δεύτερης εισαγωγής, δηλαδή το κουτί με το οποίο αγοράστηκε.  Ο Ρόνεη είπε ότι τοποθετήθηκε στο κουτί αποστολής της DHL, ενώ, αναφέρει ο Εφεσείων, στη συσκευασία της δεύτερης εισαγωγής, όπως παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, δεν υπήρχε.

 

Ο προαναφερθέντας βέλγος τελωνειακός, ως αποτέλεσμα της εξέτασης που είχε κάμει, είχε διαπιστώσει και μαρτύρησε ότι το πακέτο της εμπορικής συσκευασίας του κρεβατιού είχε τοποθετηθεί μέσα σε πακέτο της DHL για να πληροί τις προδιαγραφές αποστολής, επιβεβαιώνοντας την επί του προκειμένου θέση του Ρόνεη.  Επομένως, είναι ανυπόστατη η εισήγηση για αντίφαση στη μαρτυρία του Ρόνεη σε σχέση με άλλη αποδεχτή μαρτυρία.

 

Το τελευταίο ζήτημα σε σχέση με τη δεύτερη εισαγωγή αφορούσε στο ότι στην κοκαΐνη, που ήταν συμπιεσμένη, υπήρχε ανάγλυφη σφραγίδα με τα στοιχεία «VN».  Η ύπαρξη της σφραγίδας είχε διαπιστωθεί στις Βρυξέλλες.  Δεν έγινε, όμως, αναφορά σε αυτή από το μάρτυρα (Μ.Κ.4) που μετέφερε τη συσκευασία από το αεροδρόμιο Πάφου στη Λευκωσία.

 

Ο Εφεσείων διασυνδέει το θέμα με την άλλη θέση του, ότι δεν του είχε αποκαλυφθεί όλο το μαρτυρικό υλικό έγκαιρα και δεν αντεξέτασε συγκεκριμένους μάρτυρες σε σχέση με το κατά πόσο υπήρχε τέτοια σφραγίδα στην κοκαΐνη που έφτασε στην Κύπρο.  Δεν υποδείχτηκε διασύνδεση του θέματος με την αξιοπιστία του Ρόνεη και το λόγο έφεσης 1.  Η θέση του για παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαια δίκη, εδράζεται στο σχόλιο του Κακουργιοδικείου ότι είχε παραλείψει να αντεξετάσει σχετικά συγκεκριμένους μάρτυρες και αναπτύσσεται με το λόγο έφεσης 6.

 

Μπορεί ο τρόπος αποστολής, μέσα σε κρεβατάκι, να διασυνδέεται από τον Ρόνεη με τον Εφεσείοντα, ότι δηλαδή ήταν ο Εφεσείων που είχε δώσει τις σχετικές οδηγίες, όμως αυτό ήταν μόνο μια παράμετρος της εμπλοκής του Εφεσείοντα, που ουσιαστικά συνίστατο στην αγορά των ναρκωτικών εκ μέρους του Χριστοφή και την παράδοση τους στον Ρόνεη για να διευθετήσει τη μεταφορά τους στην Κύπρο.  Η επιμέρους επιχειρηματολογία με αναφορά στα κρεβατάκια, θα ήταν ίσως σημασίας και ουσιαστική παράμετρος κρίσης της αξιοπιστίας του Ρόνεη, εάν επίδικο θέμα ήταν να πείσει ο Ρόνεη και για τη δική του εμπλοκή στην υπόθεση και γνώση έτσι των γεγονότων.  Ωστόσο, με δεδομένη την εμπλοκή του και του Χριστοφή στο εγχείρημα της αποστολής των ναρκωτικών στην Κύπρο, οι λεπτομέρειες του τρόπου αποστολής τους δεν άγγιζαν το κύριο επίδικο ζήτημα, κατά πόσο δηλαδή ο Ρόνεη και ο Χριστοφή είχαν δράσει και με άλλους συνεργάτες και κατά πόσο ένας από αυτούς ήταν ο Εφεσείων.

 

Τη μεταχείριση του Ρόνεη επικαλείται ο Εφεσείων τόσο ως παράμετρο που αφορά στην αξιοπιστία του, όσο και σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στον ίδιο.  Στο στάδιο αυτό περιοριζόμαστε στην πρώτη παράμετρο.

 

Η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να τον καταδικάσει στη βάση της μαρτυρίας του Ρόνεη, εδράζεται στο ότι είναι ενδεχόμενο, κατά τον ίδιο, γεγονός, ο Ρόνεη να κατάθεσε εναντίον του ψευδώς, ως αντάλλαγμα των υποσχέσεων και του οφέλους που εξασφάλισε για τον εαυτό του.  Τα όσα ακολούθησαν, που δεν ήταν και υπόψη του Κακουργιοδικείου όταν έκρινε την αξιοπιστία του Ρόνεη, ότι δηλαδή δεν έκτισε την ποινή του και του απονεμήθηκε χάρη, επιβεβαιώνουν, κατά τον Εφεσείοντα, το γεγονός της αθέμιτης συναλλαγής μεταξύ του τελευταίου και της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντα ήταν η πολυσυζητημένη τον τελευταίο καιρό απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην  Adamčo v. Slovakia, Appl. No. 45084/2014, ημερ.12/2/2020, από την οποία παράθεσε απόσπασμα.[1]  

 

Η Adamčo δεν έχει εισαγάγει κάποια αρχή αποδεικτικού δικαίου, αλλά ούτε και διαφορετική θεώρηση στον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας.  Υπενθυμίζει και υποδεικνύει το αυτονόητο, που ήταν πάντοτε υπόψη κάθε ποινικού Δικαστηρίου.

 

Η κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα είναι καθήκον και υποχρέωση που εναποτίθεται στο Δικαστήριο που εκδικάζει μια υπόθεση, που έχει ευρεία εξουσία στη διαμόρφωση της κρίσης του.  Κανένας μάρτυρας δεν είναι εκ προοιμίου αξιόπιστος ή αναξιόπιστος (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, 197 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 161, ECLI:CY:AD:2015:B251, 216).  Ορθά βέβαια, πέραν από την εντύπωση που προκαλεί ένας μάρτυρας με τον λόγο και την εν γένει παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, οι συνθήκες που αφορούν στην ανάμιξη του στα γεγονότα, το συμφέρον του στην έκβαση της υπόθεσης και τι μπορεί να θέλει να εξυπηρετήσει, είναι παράγοντες που συνθέτουν το υπόβαθρο της κρίσης ως προς την προσήλωση του στην αλήθεια.  Η ύπαρξη ή η απουσία τέτοιων παραμέτρων ενισχύουν την πεποίθηση του Δικαστηρίου στο κατά πόσο ο μάρτυρας είπε την αλήθεια ή όχι.  Ενίοτε, το συμφέρον μπορεί να είναι τόσο μεγάλο, που να δημιουργεί ανασφάλεια στο Δικαστήριο να αποδεχτεί τη μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα, πολύ περισσότερο όταν αυτή δεν ενισχύεται ή δεν υποστηρίζεται από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία. 

 

Υπενθυμίζει λοιπόν η Adamčo ότι στην περίπτωση καταθέσεων που ενοχοποιούν κάποιο, που δόθηκαν με αντάλλαγμα κάποιο όφελος στον καταθέτη από τη διωκτική αρχή, δεν πρέπει να υποτιμάται το ενδεχόμενο να μην ανταποκρίνονται στην αλήθεια και να έχουν δοθεί με το συγκεκριμένο περιεχόμενο για να εξασφαλιστεί το όφελος.  Ακόμα όμως και αν δεν θα διδόταν η κατάθεση χωρίς το όφελος, αυτό δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.  Το γεγονός του οφέλους και το είδος του, πρέπει να είναι υπόψη του Δικαστηρίου, ώστε να προσεγγίζει τη σχετική μαρτυρία με την επιφύλαξη ότι ο μάρτυρας μπορεί και να υιοθετεί την κατάθεση που είχε δώσει και να ψεύδεται, ακριβώς για να ξεπληρώσει για το όφελος που έχει λάβει ή και θα λάβει.

 

Στην Adamčo η καταδίκη του προσφεύγοντα βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία συνεργού, ο οποίος ενώ είχε δώσει αρχικά την εκδοχή του σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, στη συνέχεια τη διαφοροποίησε ώστε να ενοχοποιήσει τον προσφεύγοντα και ο ίδιος να επωφεληθεί. Όχι μόνο δεν διώχθηκε για το υπό αναφορά αδίκημα αλλά, ενώ αρχικά αντιμετώπιζε και ο ίδιος το αδίκημα του φόνου και βρισκόταν υπό κράτηση εκκρεμούσας της εκδίκασης της υπόθεσης, με τη μεταβολή της εκδοχής του και την ενοχοποίηση του προσφεύγοντα, αφέθηκε ελεύθερος και η διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον του ολοκληρώθηκε.[2]

 

Οι εξελίξεις στην ποινική δίωξη του Χριστοφή δεν βλέπουμε πως επηρεάζουν την κρίση ως προς την αξιοπιστία του Ρόνεη.  Θα μπορούσαν ίσως, στην περίπτωση που διαφαινόταν ότι δεν ηθέλησε να μαρτυρήσει εναντίον του Χριστοφή γιατί η θέση του ως προς την εμπλοκή του και του Εφεσείοντα ήταν αναληθής.  Όμως, υπάρχουν και άλλα σενάρια, στα οποία δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά και που δεν έχουν να κάμουν με την αλήθεια της εκδοχής του Ρόνεη.

 

Το Κακουργιοδικείο σημείωσε τη δήλωση του  Ρόνεη ότι η απόφαση του να μιλήσει ήταν δύσκολη.  Ο Ρόνεη χαρακτήρισε τους ανθρώπους που θα κατάδιδε αδίσταχτους.  Ήξερε τις δυνατότητες τους και είχαν ήδη, κατά τις πρώτες ημέρες της κράτησης του, επιτύχει πρόσβαση σε αυτόν μέσω αστυνομικού οργάνου για να τον απειλήσουν ώστε να μην μιλήσει.  Ότι θα έδιδε κατάθεση ανάφερε θα στοίχειωνε τον ίδιο και την οικογένεια του για το υπόλοιπο της ζωής του.  Ζήτησε λοιπόν ασφάλεια για τον ίδιο και την οικογένεια του για να μιλήσει.  Δεν είναι αθέμιτο να παρέχεται ασφάλεια σε κάποιο και στην οικογένεια του για να μιλήσει και να αποκαλύψει εμπλεκόμενους σε τόσο σοβαρά εγκλήματα, ιδιαίτερα που αφορούν σε διακίνηση ναρκωτικών και βέβαια τέτοια εξέλιξη δεν καθιστά εκ προοιμίου τη μαρτυρία που θα δοθεί αναξιόπιστη.  Άλλωστε υπάρχει προς τούτο και νομοθετική πρόνοια.[3]

Έχουμε μελετήσει με κάθε προσοχή την απόφαση του Κακουργιοδικείου και ιδιαίτερα το μέρος όπου καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους οι τρείς Δικαστές του ομόφωνα κατέληξαν να αποδεχτούν τη μαρτυρία του Ρόνεη και στη βάση της να καταδικάσουν τον Εφεσείοντα.

 

Βρίσκουμε ότι προσέγγισαν τη μαρτυρία του με υπόβαθρο την άριστη γνώση τους των αρχών της νομολογίας επί του προκειμένου, την οποία παρέθεσαν και εφάρμοσαν.  Αφού διαπίστωσαν ότι ο Ρόνεη ήταν συναυτουργός στα εγκλήματα για τα οποία μαρτύρησε, κατέγραψαν τη σχετική νομολογία επιμαρτυρώντας την επίγνωση τους για τους κινδύνους «που ενέχει η μαρτυρία συνενόχου για παρεκτροπή από την αλήθεια, εγγενείς σε μεγάλο βαθμό λόγω της ανάμιξης του στο έγκλημα» (Καύκαρος & άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, 59) και ανάφεραν:

 

«προσεγγίζουμε τη μαρτυρία του, την οποία έχουμε αντιπαραβάλει με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία, με ιδιαίτερη επιφύλαξη, καχυποψία, περίσκεψη και προσοχή.  Έχουμε πάντα κατά νου και υπενθυμίζουμε συνέχεια τους εαυτούς μας ότι ένας συναυτουργός, και ειδικότερα ο συγκεκριμένος συναυτουργός ο οποίος ασχολείται από νεαρή ηλικία με τη χρήση, διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών, είναι μάρτυρας του οποίου η μαρτυρία μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα, και συνεπώς είναι επικίνδυνο να βασιστούμε στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση».

    Το Κακουργιοδικείο διερχόμενο την ενώπιον του άλλη μαρτυρία ορθά είχε διαπιστώσει ότι δεν προέκυπτε ενισχυτική της μαρτυρίας του Ρόνεη μαρτυρία, υπήρχε ωστόσο υποστηρικτική μαρτυρία στην οποία και αναφέρθηκε. 

 

    Διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο αυτοπροειδοποιήθηκε κατά το δέοντα τρόπο.  Από τα λεχθέντα, αναδύεται ότι η προειδοποίηση του ήταν ουσιαστική και πλήρως συνειδητή και είναι με αυτό το υπόβαθρο περίσκεψης και αντίληψης της ύψιστης ευθύνης που κατέληξε ότι:

 

«η μαρτυρία [του Ρόνεη] ήταν σταθερή, χωρίς ρωγμές και αντιφάσεις στα ουσιώδη γεγονότα, βρίσκουμε ότι η μαρτυρία του είναι αξιόπιστη και ότι μπορούμε να βασιστούμε σε αυτή χωρίς ενίσχυση, με απόλυτη ασφάλεια και σιγουριά».

 

 

    Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε ότι στην πρώτη, ανακριτική του κατάθεση, ο Ρόνεη δεν είχε πει όλη την αλήθεια.  Ορθά σημείωσε ότι το γεγονός αυτό αφ’ εαυτού δεν περιόριζε την ευχέρεια του να αποδεχτεί τη μαρτυρία του.  Διέκρινε ότι ο Ρόνεη είχε προβεί σε ομολογία στην πρώτη του κατάθεση και ότι το ψεύδος του δεν αφορούσε στην ενοχοποίηση προσώπων, αλλά αντίθετα για να τα καλύψει.  Προσέγγισε δηλαδή τη μη αποκάλυψη των συνεργατών του ως απροθυμία του να τους καταδώσει, έχοντας επίγνωση, όπως σημείωσε, ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν είναι αξιοπερίεργες, αλλά αντίθετα ότι είναι εγγενές στην ανθρώπινη φύση να εκφράζεται αρχικά τέτοια απροθυμία (Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.156/2016, ημερ.25.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B414).  Σημείωσε ότι ο Ρόνεη είχε με την κατάθεση του αποκαλύψει τη διάπραξη και άλλων αδικημάτων σε σχέση με ναρκωτικά, στα οποία ενέπλεξε τον εαυτό του και άλλα πρόσωπα, όχι όμως τον Εφεσείοντα.  Κατέληξε το Κακουργιοδικείο ότι ο Ρόνεη είχε προβεί σε αποκάλυψη των όσων γνώριζε και ότι οι λόγοι γιατί αποφάσισε να πει όλη την αλήθεια στη δεύτερη του κατάθεση και η δικαιολογία του γιατί στην πρώτη του κατάθεση δεν είπε όλη την αλήθεια ήταν σαφείς και πειστικοί και την αποδέχτηκε.

 

Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα.  Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεµβαίνει.  Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν.  Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, 101). 

 

    Βρίσκουμε ότι το Κακουργιοδικείο μπορούσε να αποδεχτεί, όπως και αποδέχτηκε, ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Ρόνεη, παρά το ότι ήταν συναυτουργός, δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία και είχε προηγηθεί η ανακριτική του κατάθεση στην οποία δεν ενέπλεκε τον Εφεσείοντα.  Βρίσκουμε ακόμα ότι την απόφαση του αυτή αιτιολόγησε με λογικές εξηγήσεις.  Οι υποδείξεις και επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων δικηγόρων του Εφεσείοντα δεν ανέδειξαν ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του Ρόνεη δεν δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία, αντιστρατεύονταν την κοινή λογική ή ήταν εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.  Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για παρέμβαση μας στην κρίση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία του Ρόνεη.  Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Όπως προειπώθηκε, με το λόγο έφεσης 6 εγείρεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, στη βάση της μη έγκαιρης αποκάλυψης του συνόλου του μαρτυρικού υλικού στην υπεράσπιση.

 

Προωθήθηκε επιχειρηματολογία αναφορικά με την ανάγλυφη σφραγίδα με τα στοιχεία «VN», που ενώ φωτογραφήθηκε στις Βρυξέλλες τον Απρίλιο του 2019, η υπεράσπιση έλαβε τις φωτογραφίες την 14.9.2020, στο τελικό, όπως αναφέρεται, στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Έτσι, δεν ήταν στη διάθεση της υπεράσπισης όταν αντεξέταζε μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής που ήταν παρόντες στο αεροδρόμιο Πάφου όταν ανοίχτηκε η συσκευασία της δεύτερης εισαγωγής.  Παραπονείται λοιπόν ο Εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο αδίκως σχολίασε ότι δεν είχαν αντεξεταστεί σχετικά συγκεκριμένοι μάρτυρες κατηγορίας.

Ο Εφεσείων, με την αγόρευση των δικηγόρων του, διασυνδέει το ζήτημα με την απόδειξη της προέλευσης της δεύτερης συσκευασίας.  Ωστόσο δεν υπάρχει λόγος έφεσης με τον οποίο να προσβάλλεται το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι τα ναρκωτικά που εντοπίστηκαν στο Βέλγιο ήταν αυτά που αποστάλθηκαν στην Κύπρο και παρουσιάστηκαν στη δίκη.  Τούτου δοθέντος, η μαρτυρία αναφορικά με την όψη των ναρκωτικών δεν μπορεί να αναγάγεται στο στάδιο αυτό ως ζήτημα σημαντικό, τέτοιο που να διαταράσσει τη δίκαια δίκη και που θα πρέπει ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα της καταδίκης του Εφεσείοντα. 

 

Ό,τι άλλο επικαλείται ο Εφεσείων αφορά στη μη αποκάλυψη στην υπεράσπιση επικοινωνίας που είχε η Κατηγορούσα Αρχή με τις αρχές στο Βέλγιο, διαρκούσης της ακροαματικής διαδικασίας.  Οι βελγικές αρχές με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 31.12.2019 είχαν ρωτήσει «about the package who [sic] was send in the month of February».  Η επικοινωνία έγινε κατ’ ακολουθία της σχετικής αντεξέτασης της Μ.Κ.18 και στο μήνυμα που αποστάλθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή προς τις βελγικές αρχές, ζητείτο διευκρίνιση για την αναφορά σε Φεβρουάριο, που δεν φαινόταν να ήταν σχετικός χρόνος και ερωτάτο κατά πόσο υφίστατο τέτοια μαρτυρία ή η αναφορά σε Φεβρουάριο έγινε γιατί οι αρχές της Δημοκρατίας είχαν αρχικά αναφερθεί σε περίοδο Φεβρουαρίου-Απριλίου του 2019.

 

Δεν υποδείχθηκε πώς το γεγονός ότι ζητήθηκε αυτή η διευκρίνιση επηρέασε τον Εφεσείοντα και τη γραμμή της υπεράσπισης του.  Το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό και η αντίστοιχη υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής στην αποκάλυψη του δεν αμφισβητείται, ωστόσο παραλείψεις στην αποκάλυψη καθίστανται ουσιώδεις, με επιπτώσεις στην εγκυρότητα της διαδικασίας, όταν έχουν προκαλέσει δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, 135) που δεν είναι εδώ η περίπτωση.  Ο λόγος έφεσης 6 επίσης απορρίπτεται.

 

Επιβάλλοντας ποινή στον Ρόνεη, που υπενθυμίζουμε προηγήθηκε της έναρξης της δίκης του Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο, αναφερόμενο στις περιστάσεις που θα λαμβάνονταν προς όφελος του για μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκε στη συνεργασία του με τις ανακριτικές αρχές «η οποία οδήγησε στο να γίνουν συλλήψεις και να προσαχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου σεσημασμένοι έμποροι ναρκωτικών».  Κατά τον Εφεσείοντα, αναδεικνύεται έλλειψη αμεροληψίας από το Κακουργιοδικείο, που θεώρησε ότι ενώπιον του βρισκόταν σεσημασμένος έμπορος ναρκωτικών και προαποφάσισε ότι ο Εφεσείων ήταν ένοχος.  Παράπεμψε σχετικά στην απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην C-377/2018, AH and Others, ημερ.5.9.2019, όπου αναφέρθηκε ότι υφίσταται παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας όπου υπάρχει σαφής δήλωση, πριν την καταδίκη, ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει την προσαπτόμενη παράβαση.

 

Στην Χατζηξενοφώντος ν. Δημοκρατία, Ποιν Έφ. Αρ.26/2020, ημερ.6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B441, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο ζήτημα των γεγονότων που απαγγέλλονται κατά την επιβολή ποινής σε συγκατηγορούμενο που έχει παραδεχτεί, πριν τη δίκη άλλου κατηγορούμενου.  Αναφέρεται ότι η ουσία του ζητήματος είναι να μην απαγγέλλονται τέτοια γεγονότα που να δίδουν βάση για συζήτηση ότι το Δικαστήριο μπορεί να έχει επηρεαστεί ώστε να απωλέσει την αμεροληψία του και που θα ήταν δυνατό να αποτελέσουν υπόβαθρο για την έγερση ζητήματος φαινομενικής προκατάληψης του.  Μνημονεύεται η Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 263, όπου αναφέρθηκε ότι, κατά πόσο παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας  με συνακόλουθο να μην είναι δίκαια η δίκη εξετάζεται «στη βάση του πάγιου κριτηρίου ως προς το κατά πόσο ένας δικαιόφρων και πληροφορημένος παρατηρητής θα ήταν δυνατό να συμπεράνει πως ετίθετο ζήτημα προκατάληψης, εξ αντικειμένου.»

 

     Στην Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, στην απόφαση του για την ποινή στην πρώην συγκατηγορούμενη των εφεσείοντων το Κακουργιοδικείο είχε καταγράψει ότι είχε λάβει υπόψη: «την πλήρη συνεργασία της με τις Αστυνομικές αρχές καθότι προέβη σε κατάθεση στην οποία ανάφερε όλα τα γεγονότα και κατονόμασε όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση.» και ότι είχε δείξει ότι ήταν έτοιμη: «να συνδράμει αποτελεσματικά και καταλυτικά στην τιμωρία των οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών».

 

     Εξηγήθηκε ότι το κριτήριο είναι κατά πόσο δημιουργείται φαινομενική προκατάληψη στα μάτια του μέσου εχέφρονα πολίτη που είναι ταυτόχρονα ένας δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος παρατηρητής, που «δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο.» (Abed Alkaadir Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279) και «δεν λαμβάνει βεβιασμένες αποφάσεις, αλλά επιφυλάσσει την απόφαση του σε κάθε σημείο μέχρι να είναι πλήρως ενήμερο των γεγονότων και να έχει σφαιρική αντίληψη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Ταυτόχρονα δεν είναι  υπέρμετρα ευαίσθητο ή καχύποπτο, δύναται να αποστασιοποιηθεί από την ενώπιον του υπόθεση, είναι δε και επαρκώς πληροφορημένο.» (Helow (AP) v. Secretary of State and Another [2008] UKHL 62).

     Αναφέρθηκε ακόμα ότι η ουσία παραμένει ότι η θεώρηση εκ μέρους του παραπονούμενου ατόμου ως προς την ύπαρξη φαινομενικής προκατάληψης, θα πρέπει στο τέλος της ημέρας να είναι δυνατό να αιτιολογηθεί κατά αντικειμενικό τρόπο.  Κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι που θα οδηγούσαν τον καλώς πληροφορημένο αντικειμενικό παρατηρητή που είχε ταυτόχρονα ισορροπημένη και δίκαιη τη σκέψη, να θεωρήσει ότι το Κακουργιοδικείο με τα σχετικά αποσπάσματα είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο προαποφασίσει, είτε τη συμμετοχή των εφεσειόντων στα υπό κρίση αδικήματα ή ότι ήταν μεγαλέμποροι ναρκωτικών τους οποίους το Κακουργιοδικείο έπρεπε πάση θυσία να εύρει ενόχους και να τιμωρήσει αναλόγως. Αναφέρθηκε ότι:

 

«η αναφορά από το Κακουργιοδικείο σε άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν θα μπορούσε παρά μόνο με στρέβλωση της χρησιμοποιηθείσας γλώσσας, να θεωρηθεί ότι ισοδυναμούσε με πρόσωπα που εκ προοιμίου ήσαν ένοχα. Η δε δεύτερη αναφορά σε οργανωμένους εμπόρους ναρκωτικών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί από οποιοδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή ως ισοδυναμούσα με προειλημμένη απόφαση ως προς το ποιόν των εφεσειόντων ή φαινομενική προκατάληψη εναντίον τους. … δεν προκύπτει καμία απολύτως φαινομενική προκατάληψη του Κακουργιοδικείου εκ των όσων αναφέρθησαν κατά την επιβολή της ποινής.»

 

 

Η αναφορά σε σεσημασμένους εμπόρους ναρκωτικών ήταν στην προκειμένη περίπτωση χαρακτηρισμός που χρησιμοποίησε ο δικηγόρος του Ρόνεη για να τονίσει τη σημασία της ομολογίας και συνεργασίας του με τις ανακριτικές αρχές.  Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η περιγραφή, το Κακουργιοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη του ότι ο Ρόνεη ενέπλεξε σεσημασμένους εμπόρους ναρκωτικών και να αποδώσει τη δέουσα μετριαστική για την ποινή σημασία.  Από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής είχε, κατά την απαγγελία των γεγονότων, γίνει αναφορά σε διάφορες περιπτώσεις κατοχής, διακίνησης και εμπορίας ναρκωτικών που ο Ρόνεη είχε αποκαλύψει.  Πέραν της υπό εκδίκαση υπόθεσης με συγκατηγορούμενους τον Εφεσείοντα και τον Αντρέου και συναυτουργό τον Χριστοφή και σε άλλες δύο περιπτώσεις.  Οι αναφορές σε τρίτα πρόσωπα και τρίτα άλλα πρόσωπα ήταν τόσες, ώστε να αναδύεται η εντύπωση ότι ο Ρόνεη είχε συνεργήσει με διάφορα πρόσωπα με διαφορετικούς ρόλους και χωρίς να μπορεί να διευκρινιστεί κατά πόσο κάποιο πρόσωπο είχε ανάμιξη στα γεγονότα πέραν της μιας φοράς.  Έτσι και η θέση του δικηγόρου υπεράσπισης για σεσημασμένους εμπόρους ναρκωτικών δεν θα μπορούσε να διασυνδεθεί με συγκεκριμένα από τα πολλά πρόσωπα που μπορούσε να εμπλέκονται στα γεγονότα των τριών υποθέσεων και αναμφίβολα η αναφορά του Κακουργιοδικείου δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ότι αφορούσε τον Εφεσείοντα.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με την ποινή, με το λόγο έφεσης 4, ο Εφεσείων παραπονείται ότι μετά την απαγγελία της απόφασης για την καταδίκη του, το Κακουργιοδικείο δεν παραχώρησε χρόνο στην υπεράσπιση του για να ετοιμάσει αγόρευση για μετριασμό της ποινής και δεν ενέκρινε αίτημα του για να ετοιμαστεί έκθεση από το Γραφείο Ευημερίας για το πρόσωπο του.  Αποδίδει συναφώς έλλειψη αμεροληψίας στο Κακουργιοδικείο και ανισότητα στη μεταχείριση στη βάση ότι στις περιπτώσεις των πρώην συγκατηγορούμενων του είχε παραχωρηθεί χρόνος προετοιμασίας και ζητήθηκε έκθεση κοινωνικής έρευνας,.  Όπως και σε σχέση με την Κατηγορούσα Αρχή, αιτήματα της οποίας, αναφέρει, είχαν προηγούμενα κατ’ επανάληψη εγκριθεί.

 

Στην αιτιολογία του λόγου, δεν υποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά του Κακουργιοδικείου προκάλεσε κάποια βλάβη στην υπεράσπιση, υπό την έννοια ότι γεγονότα και παράμετροι που επηρεάζουν την ποινή δεν τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου ή προβλήθηκαν ανεπαρκώς ή κατά τρόπο μη πειστικό ώστε να ληφθούν δεόντως υπόψη.  Ο Εφεσείων περιορίζεται στο ότι του έχουν, και με αυτό τον τρόπο, δημιουργηθεί αισθήματα αδικίας και γι’ αυτό η ποινή του θα πρέπει να μειωθεί.  Ούτε με την αγόρευση του δικηγόρου του αναπτύχθηκε οτιδήποτε άλλο.

 

Οι λόγοι για τους οποίους δόθηκε αναβολή σε άλλες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της δίκης δεν είναι σχετικοί και δεν εξετάζονται.  Κατά πόσο θα έπρεπε να δοθεί αναβολή στην προκειμένη περίπτωση, δεν συναρτάται από το κατά πόσο είχαν ή δεν είχαν δοθεί αναβολές σε άλλες περιπτώσεις.  Η κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά και η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Othan (2001) 2 Α.Α.Δ. 777, 781).

 

    Παρά το ότι συνηθίζεται να παρέχεται χρόνος στην υπεράσπιση για προετοιμασία αγόρευσης για μετριασμό της ποινής μετά την απαγγελία καταδικαστικής απόφασης, δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα αναβολής στον καταδικασθέντα.  Αυτή θα παραχωρηθεί εφόσον τα συμφέροντα της δικαιοσύνης το απαιτούν και αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα ότι η δικαστική διαδικασία συνεχίζεται μέχρι την πλήρη διεκπεραίωση της, εφόσον υπάρχει δικαστικός χρόνος και δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε μέρους με τη συνέχιση της διαδικασίας χωρίς διακοπή.  Ακριβώς γι’ αυτό η άρνηση της αναβολής, για να αναδεικνύεται εσφαλμένη, πρέπει να συναρτάται με διαφαινόμενο δυσμενή επηρεασμό του κατηγορούμενου και απολήγει η απόφαση άρνησης της αναβολής να είναι ουσιαστική στα δικαιώματα του κατηγορούμενου για δίκαια δίκη όταν πράγματι έχει προκαλέσει δυσμενή επηρεασμό.  Διαφορετικά, ακόμα και εσφαλμένη, με τα τότε δεδομένα, άρνηση αναβολής, δεν καθιστά τη δίκη μη δίκαια και δεν προκαλεί ρήγμα στην εγκυρότητα της διαδικασίας.

 

   Δεδομένης, ως εκ του περιεχομένου του λόγου έφεσης, της απουσίας δυσμενούς επηρεασμού του Εφεσείοντα από την άρνηση του Κακουργιοδικείου να αναβάλει την υπόθεση, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι η δίκη δεν ήταν δίκαια.  Οι σχετικές για την επιβολή της ποινής παράμετροι αναφέρθηκαν από το δικηγόρο του Εφεσείοντα και δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής.  

 

    Αλλά και η απόφαση να μην παραχωρηθεί αναβολή ήταν, κρίνουμε, μέσα στα όρια της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου (Γεωργίου κ.ά. ν. Klohr (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 93, 95), εφόσον η ετοιμασία έκθεσης κοινωνικής έρευνας δεν ήταν επιβεβλημένη και είχε διαφανεί ότι κάθε τι το σχετικό με το μετριασμό της ποινής θα μπορούσε να αναφερθεί αυθημερόν από το δικηγόρο του Εφεσείοντα.  Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 5, προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική η επιβληθείσα ποινή των 11 χρόνων φυλάκισης.  Όχι αφ’ εαυτής, αλλά σε αντιπαραβολή με την ποινή φυλάκισης των 5 χρόνων, που είχε επιβληθεί στον Ρόνεη.  Και όχι μόνο.  Ο Χριστοφή, που συνελήφθηκε μεταγενέστερα και αντιμετώπισε νέα υπόθεση με ανάλογες κατηγορίες, απαλλάχτηκε όταν, καθώς εξελισσόταν η ακροαματική διαδικασία, την 9.4.2021, ο Γενικός Εισαγγελέας διέκοψε τη δίωξη του μετά που ο Ρόνεη, που στο μεταξύ είχε, την 17.12.2020, λάβει Προεδρική χάρη (αναστολή της ποινής του για περίοδο τεσσάρων χρόνων από 21.12.2020) και βρισκόταν στο εξωτερικό, αρνήθηκε να μαρτυρήσει εναντίον του.  Η απαλλαγή του Χριστοφή, τον Απρίλιο του 2021, τέσσερις περίπου μήνες μετά την επιβολή της ποινής στον Εφεσείοντα, του δημιούργησαν, αναφέρει, αισθήματα αδικίας, παραβιάστηκε στην περίπτωση του η αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος και είναι, εν κατακλείδι, δίκαιο η ποινή του να μειωθεί.

 

Τα γεγονότα που αφορούν εξελίξεις μετά την επιβολή ποινής στον Εφεσείοντα, δηλαδή η αναστολή της ποινής του Ρόνεη και η αναστολή της ποινικής δίωξης του Χριστοφή, παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση και την Κατηγορούσα Αρχή ως παραδεχτά κατά την έφεση.

 

Εξετάζοντας την περίπτωση της ποινής του Ρόνεη, ο ρόλος του οποίου στη διάπραξη των αδικημάτων περιγράφεται από το Κακουργιοδικείο ως περίπου ο ίδιος με του Εφεσείοντα, παρατηρούμε τρεις ουσιώδεις παραμέτρους που δεν τις συναντούμε στην περίπτωση του τελευταίου και που ορθά επισημάνθηκαν και προσμέτρησαν στην κρίση του Κακουργιοδικείου. 

 

Ο Ρόνεη είχε παραδεχτεί τις εναντίον του κατηγορίες και δικαιούτο και έλαβε τη σχετική έκπτωση, αφού το Κακουργιοδικείο έδωσε, ως όφειλε, ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, 36) και στο ότι η παραδοχή του αυτή ήταν άμεση (Gorko ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 458, 463). 

 

Θεωρούμε σκόπιμο να σταθούμε στο ζήτημα της παραδοχής, που συνιστά ένα από τους ουσιαστικότερους μετριαστικούς παράγοντες.  Υποδηλώνει κατά τρόπο έμπρακτο τη μεταμέλεια του κατηγορούμενου και για πολλούς άλλους λόγους πρέπει να ενθαρρύνεται με ουσιαστικό αντίκτυπο στην μείωση της ποινής.   

 

Περαιτέρω, ο Ρόνεη είχε συνεργαστεί με τις ανακριτικές αρχές και βοήθησε κατά τρόπο καταλυτικό στη διαλεύκανση της υπόθεσης και άλλων εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, κατονομάζοντας τους συνεργάτες του και δηλώνοντας ετοιμότητα να μαρτυρήσει εναντίον τους (Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 746, 752-3).  Προσθέτουμε ότι τέτοια συνεργασία έχει επαυξημένη αξία στις περιπτώσεις του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος, όπου αυτός που συνεργάζεται με την Αστυνομία θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του ιδίου και ενδεχομένως και της οικογένειας του, όπως κρίθηκε ότι ήταν η περίπτωση του Ρόνεη και επομένως για να ενθαρρύνεται τέτοια συνεργασία η έκπτωση στην ποινή πρέπει να είναι ουσιαστική. 

 

Τέλος, ο Ρόνεη είχε λευκό ποινικό μητρώο, ενώ ο Εφεσείων βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη πάλι για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, όπου του επιβλήθηκε το 2008 ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων.

 

Καταλήγουμε ότι, στις περιστάσεις της υπόθεσης και του προσώπου του καθενός από αυτούς, δεν δικαιολογείται κανένα παράπονο του Εφεσείοντα για την ποινή του σε σχέση με την ποινή που είχε επιβληθεί στον Ρόνεη από το Κακουργιοδικείο.

 

Το επόμενο ζήτημα αφορά στο γεγονός της αναστολής της ποινής του Ρόνεη και της αναστολής της ποινικής δίωξης του Χριστοφή.    Και τα δύο γεγονότα έπονται χρονικά της επιβολής της ποινής στον Εφεσείοντα και επομένως, εξ αντικειμένου δεν θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη από το Κακουργιοδικείο.  Τα ζητήματα δεν εγείρονται ως σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά ως παράμετροι που θα πρέπει να προσμετρήσουν για τη μείωση της ποινής του Εφεσείοντα από το Εφετείο, που επομένως καλείται επί του προκειμένου να ασκήσει πρωτογενή δικαιοδοσία.

 

Στην Ιωάννου v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267, αναφέρθηκε από την πλειοψηφία με αναφορά στην Καύκαρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, ότι (σελ.278) η άποψη ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η άσκηση της εξουσίας του Προέδρου δυνάμει του Άρθρου 53.4, παρόλο που είναι αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι αυτή δεν ελέγχεται, αποτελεί αντίφαση αφού θέτει σε δικαστικό έλεγχο την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος του Προέδρου, με ενδεχόμενο να προκύψουν ατοπήματα και περιορισμός της ελεύθερης άσκησης του εν λόγω δικαιώματος του Προέδρου.  Αναφέρθηκε ακόμα ότι τα ίδια ισχύουν και για τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα που παρέχονται σ' αυτόν από το Άρθρο 113.1 του Συντάγματος.  Ένας Δικαστής ανάφερε (σελ.279) ότι: «Η ισότητα στη μεταχείριση περιορίζεται στην ποινή που επιβάλλει το Δικαστήριο και δεν μπορεί να επηρεάζεται από μεταγενέστερη ενέργεια απονομής χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.»  Ακόμα ότι: «Η ανομοιογένεια της ποινής ως λόγος έφεσης συναρτάται άμεσα με την συγκεκριμένη ποινή που επιβάλλει το Δικαστήριο.»  Εξήγησε, περαιτέρω, ότι (σελ.279-80):

 

«Διαφορετική άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράδοξα αποτελέσματα: σε περίπτωση που δεν ασκείται έφεση πριν την απονομή χάριτος και παρέρχεται ο χρόνος έφεσης ή όπου η έφεση περατώνεται πριν την απονομή της χάριτος, τότε το Εφετείο δε θα είναι σε θέση να λάβει υπόψη τον παράγοντα αυτό και η κρίση επί του θέματος θα αφήνεται να εξαρτάται από το χρόνο κατά τον οποίο απονέμεται η χάρις, οδηγώντας έτσι σε διαφορετικά αποτελέσματα σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με το χρόνο αυτό.»

 

 

Και ακριβώς θα μπορούσε και εδώ η έφεση να είχε εκδικαστεί και το Εφετείο αποφανθεί πριν από την αναστολή της ποινικής δίωξης του Χριστοφή και δεν έχει σημασία ότι στην προκειμένη περίπτωση η ποινή φυλάκισης του Ρόνεη αναστάλθηκε λιγότερο από ένα μήνα μετά την επιβολή ποινής στον Εφεσείοντα.

 

Της Ιωάννου (Αρ.2) είχε προηγηθεί η απόφαση στην Ιωάννου v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 147, με την οποία το Εφετείο αρνήθηκε να ακούσει τους λόγους  για την ενέργεια του Προέδρου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης συγκαταδικασθέντα, εφόσον δεν είχε την εξουσία να ελέγξει την απόφαση του.  Αναφέρθηκε συναφώς από ένα Δικαστή στην Ιωάννου (Αρ.2) ότι:

 

«αφού έχει κριθεί σε προγενέστερες αποφάσεις καθώς και σε ενδιάμεση απόφαση στην παρούσα υπόθεση πως το δικαίωμα απονομής χάριτος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου από το Δικαστήριο, τότε δε θα ήταν δυνατό να γίνουν γνωστοί οι λόγοι που οδήγησαν στην απονομή χάριτος για να μπορεί να κριθεί αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού είναι αδικαιολόγητη, έτσι που να αποτελεί παράγοντα μείωσης της ποινής και άλλου καταδικασθέντα, για τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.»

 

 

Για να μας πείσει ότι υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας στη βάση της μεταχείρισης έστω του Χριστοφή, ο Εφεσείων παρέπεμψε στην Νικήτας ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 156, στο πιο κάτω απόσπασμα (σελ.162):

 

«Οι υποθέσεις Ιωάννου v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 147 και Ιωάννου v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267 ουδόλως επηρεάζουν την αρχή αυτή. Οι υποθέσεις αφορούσαν όχι τη μη δίωξη συνεργού ή τη διακοπή δίωξης συγκατηγορουμένου αλλά την άσκηση της προνομίας του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος να αναστείλει επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, θέμα το οποίο αφορούσε και η  Καύκαρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51) η οποία θεωρήθηκε ποικιλοτρόπως. Η ούτω παρεχόμενη αναστολή επιβληθείσας ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να αφορά την αρχή της ισότητας της μεταχείρισης ως προς το μέτρο της επιβληθησόμενης ποινής αφού έπεται του ήδη καθορισθέντος συγκριτικού μέτρου, καθορισθέντος κατά την επιβολή της, που είναι και το έργο του Δικαστηρίου. Αυτό δεν είναι όμως το θέμα ενώπιον μας, αφού το ζητούμενο εδώ είναι ο ίδιος ο καθορισμός του μέτρου δεδομένης της διακοπής ποινικής δίωξης συγκατηγορουμένων.»

 

 

 

Στην Νικήτας το γεγονός της αναστολής της ποινικής δίωξης του συγκατηγορούμενου είχε χρονικά προηγηθεί και ήταν υπόψη του Δικαστηρίου που επέβαλε την ποινή στον εφεσείοντα.  Στην περίπτωση μας η διακοπή της ποινικής δίωξης του Χριστοφή δεν είχε προηγηθεί της καταδίκης και επιβολής ποινής στον Εφεσείοντα.   Εναντίον του Χριστοφή είχε καταχωριστεί ξεχωριστή ποινική υπόθεση μετά που αυτός εντοπίστηκε στο εξωτερικό και εκδόθηκε στη Δημοκρατία για να δικαστεί.  Επομένως, πέραν των όσων αναφέρονται στην Ιωάννου (Αρ.2), ακόμα και στη βάση της Νικήτας, δεν θα μπορούσαμε να λάβουμε υπόψη το γεγονός της αναστολής της ποινικής δίωξης του Χριστοφή, αφού η ποινή του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να έχει αυτή ως δεδομένο στοιχείο όταν αυτή (η ποινή) καθοριζόταν.  Όπως εμφατικά αναφέρεται στην Νικήτας «έπεται του ήδη καθορισθέντος συγκριτικού μέτρου, καθορισθέντος κατά την επιβολή της, που είναι και το έργο του Δικαστηρίου».  Η αναστολή στην ποινική δίωξη άλλου προσώπου με συμμετοχή στο έγκλημα θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός για την ποινή του Εφεσείοντα στην περίπτωση που είχε προηγηθεί και ήταν δεδομένη κατά το στάδιο της επιβολής της ποινής στον τελευταίο (Λοϊζίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 965, ECLI:CY:AD:2014:D981, 1170 και πιο πρόσφατα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.342/2015 κ.ά., ημερ.8.5.2018).  Δεν ήταν τέτοια η περίπτωση του Εφεσείοντα. 

 

Στην Φλούρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.27/2015, ημερ.29.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:B311, στην οποία επίσης μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, το Εφετείο αναφερόμενο στην αρχή της ίσης αντιμετώπισης των παραβατών, με εκτενή αναφορά στη νομολογία που αφορά σε περιπτώσεις αναστολής στην ποινική δίωξη συγκατηγορουμένων, μείωσε την ποινή στον εφεσείοντα ώστε να συναρτάται με την ποινή που επιβλήθηκε στο συγκατηγορούμενο του.  Και εκεί επρόκειτο για παράμετρο που το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να είχε λάβει υπόψη και όχι, όπως εδώ, μεταγενέστερη εξέλιξη.

 

Επομένως και ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.



[1]     59. The Court reiterates that the use of statements given by witnesses in return for immunity or other advantages may cast doubt on the fairness of the proceedings against the accused and can raise difficult issues to the extent that, by their very nature, such statements are open to manipulation and may be made purely in order to obtain the advantages offered in exchange, or for personal revenge. The risk that a person might be accused and tried on the basis of unverified allegations that are not necessarily disinterested must not, therefore, be underestimated (see Habran and Dalem, cited above, § 100, with further references).

[2] Τα ουσιώδη γεγονότα περιγράφονται στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 38 & 50/2019, ημερ. 20.1.2022.

[3] Ο περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος του 2001, Ν.95(Ι)/2021.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο