ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 41/2021, 28/9/2022

ECLI:CY:AD:2022:B369

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 41/2021]

 

 

28 Σεπτεμβρίου, 2022

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

         

                                                ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ

Εφεσείων

v

 

                                                ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης

*****************

 

Κατερίνα Σοφοκλέους (κα), Για τον Εφεσείοντα

Ευαγγελία Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

                                                ******************

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:     Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση   στην κατηγορία της απειλής κατά παράβαση του Άρθρου 91 Α του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154.  Συγκεκριμένα κρίθηκε ένοχος ότι την 1.3.2017 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αφού προηγήθηκε απόφαση Δικαστηρίου για την κράτηση του, εξερχόμενος από την αίθουσα του Δικαστηρίου και ενώ συνοδευόταν από μέλη της Αστυνομίας προς τα κρατητήρια, προκάλεσε τρόμο και ανησυχία στη Δημόσια Κατήγορο Σωτηρούλα Παπαλαζάρου, απειλώντας την για παράνομη πράξη, δηλαδή με έντονο ύφος και σε έξαλλη κατάσταση την απείλησε με την φράση

 

«Αύριο που εννά σου βάλουν τζιαι εσένα πόμπα εν να χαρώ πολλά έτσι όπως εβάλαν τζαι της άλλης.  Θα την φάεις τζιαι θα την φάτε ούλλοι με σειρά.  Εγώ εν βάλλω πόμπες, εν άλλοι που τες βάλλουν.  Εν σωστό πράγμα να μείνω εγιώνι μέσα που σε πέντε μέρες γεννά η γεναίκα μου τζαι εν θα είμαι τζιαμέ;»

 

          Η ουσιαστική μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή ήταν η παραπονούμενη (ΜΚ1).  Ο Εφεσείων κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε δύο μάρτυρες, τον Ε/Αστ. 5256 Α. Μηνά (ΜΥ1) και τον Ε/Αστ. 5592 Χρ. Κουμή (ΜΥ2).

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης η οποία αναφέρθηκε στα όσα ο Εφεσείων εκστόμισε εναντίον της με έντονο ύφος και σε έξαλλη κατάσταση στο χώρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (ως ανωτέρω), τα οποία, όπως ορθώς επεσήμανε, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση αλλά  επιπρόσθετα επιβεβαιώθηκαν από τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2, οι οποίοι συνόδευαν κατά τον κρίσιμο χρόνο τον Εφεσείοντα προς τα κρατητήρια.  Έγινε επίσης αποδεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα όσα ο  Εφεσείων εκστόμισε εναντίον της παραπονούμενης, εύλογα της προκάλεσαν  φόβο και ανησυχία, αφού είχε ήδη προηγηθεί τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στην οικία άλλης Δημόσιας Κατηγόρου.  Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα, τονίζοντας ότι παρά την παράλειψη του μέσω του συνηγόρου του, να αντεξετάσει την παραπονούμενη σε σχέση με όσα αυτή του καταλόγισε και παρά το γεγονός ότι οι μάρτυρες που ο ίδιος είχε καλέσει, επιβεβαίωσαν την μαρτυρία της παραπονούμενης, εν τούτοις, προσπάθησε ενόρκως να διαφοροποιήσει τα όσα είχε εκστομίσει εναντίον της παραπονούμενης.

 

          Με την Έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του Εφεσείοντος.  Ο 13ος λόγος έφεσης που αφορούσε το ύψος και το είδος της ποινής που του επιβλήθηκε, αποσύρθηκε.  Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, ό,τι ουσιαστικά  προβάλλεται, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο α) εσφαλμένα αποφάσισε ότι το συγκεκριμένο  λεκτικό που είχε εκστομίσει ο Εφεσείων αποτελούσε απειλή, η οποία προκάλεσε στην παραπονούμενη φόβο και ανησυχία, β) δεν εξέτασε κατά πόσο ο Εφεσείων είχε πρόθεση (mens rea) να προκαλέσει φόβο ή ανησυχία στην παραπονούμενη, γ) εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του προσκομισθείσα μαρτυρία και δ) η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

          Τον πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την παραπονούμενη να καταθέτει ενώπιον του και την έκρινε ως αξιόπιστη.  Οι αιτιάσεις  της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντος περί εσφαλμένης προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την παράλειψη της υπεράσπισης να αντεξετάσει την  παραπονούμενη στο καίριο ζήτημα που αφορούσε το λεκτικό που είχε εκστομίσει ο Εφεσείων εναντίον της, δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την μαρτυρία της παραπονούμενης, ουδόλως περιορίστηκε στην πιο πάνω παράλειψη αντεξέτασης της, αλλά επεσήμανε συγχρόνως ότι αυτό το μέρος της μαρτυρίας της επιβεβαιώθηκε και από την μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 που είχαν κληθεί ως μάρτυρες από τον ίδιο τον Εφεσείοντα.  Ούτε και συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντος περί αποσπασματικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Επί του προκειμένου, εισηγήθηκε ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας της που αφορούσε κατ’ ισχυρισμό  κίνηση του Εφεσείοντος με το ένα χέρι του προς την ίδια, κατά το χρόνο που εκστόμισε τα πιο πάνω εναντίον της, εν τούτοις αποδέχθηκε ως αξιόπιστο το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της.   Όπως είναι νομολογημένο, δεν αποτελεί σφάλμα όταν γίνεται αποδεκτός ως αξιόπιστος ένας μάρτυρας, παρόλο που υπάρχουν και κάποια σημεία της μαρτυρίας του που δεν γίνονται αποδεκτά. (βλ. Mohamed v.  Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266 και Ιωσηφίδη ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 307, ECLI:CY:AD:2014:B289).  Τοσούτω μάλλον, όπως στην παρούσα περίπτωση, στην οποία, το μέρος της μαρτυρίας της παραπονούμενης που δεν έγινε αποδεκτό, κρίνεται ως επουσιώδες σ’ ό,τι αφορά την ουσία του παραπόνου της.   Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως η μη αποδοχή αυτού του μέρους της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ουδόλως επηρέασε την αξιοπιστία της σε σχέση με τις αδιαμφισβήτητες φράσεις που ο Εφεσείων  εκστόμισε εναντίον της.

 

Σ’ ό,τι δε αφορά την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι τα όσα αυτός εκστόμισε εναντίον της παραπονούμενης, δεν αποτέλεσαν απειλή η οποία της προκάλεσε  φόβο και ανησυχία, αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Όπως ορθώς αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη την  παραπονούμενη, τα πιο πάνω λόγια   του Εφεσείοντος, με  έντονο ύφος  και  σε έξαλλη κατάσταση, πράγματι προκάλεσαν σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία, όπως εύλογα αναμένετο υπό τις περιστάσεις, εφόσον είχε προηγηθεί τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού σε άλλο Δημόσιο Κατήγορο.

 

Γενικά, να υπενθυμίσουμε ακόμη μια φορά ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ή στη διατύπωση ευρημάτων ή στην εξαγωγή συμπερασμάτων,  ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των πρωτόδικων δικαστηρίων. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1(Β) ΑΑΔ 634, 648).  Τέτοιες προϋποθέσεις, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν.  Η αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν καθόλα λογική.  Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρέμβασης.

 

 

          Τέλος, έγινε εισήγηση από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την πρόθεση του Εφεσείοντος  να προκαλέσει τρόμο ή ανησυχία στην παραπονούμενη.  Δεν υιοθετούμε την υπό αναφορά εισήγηση.  To Άρθρο 91Α του ΚΕΦ. 154 προνοεί ως ακολούθως:

 

«Απειλή

91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.»

 

          Προκύπτει συνεπώς ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α)  η απειλή (άσκησης) βίας ή (τέλεσης) παράνομης πράξης ή παράλειψης κατά προσώπου β) που του προκαλεί τρόμο ή ανησυχία.

 

          Το τι συνιστά απειλή, είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.  Ειδικότερα, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται, ως και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται.  Κενή απειλή, δηλαδή απειλή  λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού (βλ.  Ν. Νετζίηπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1).  Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κούσουλος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 119/2021, ημερομηνίας 20.1.2022, η οποία αφορούσε το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του ΚΕΦ. 154 είναι σχετικό:

 

«Στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154, αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τα αποφασισθέντα σ΄ εκείνη την υπόθεση εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα.

 

Ως προς την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον απειλούμενο αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Σχετική είναι η αγγλική υπόθεση DPP vRamos [2000] All E.R. (D) 544,  όπου εξετάστηκε το  Άρθρο 4  του  αγγλικού  Public Order Act 1986, που αφορά το αδίκημα «fear or provocation of violence» όπου τονίστηκε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, παρά τη στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας σε σύντομο χρόνο.

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος.»

 

 

          Σ’ ό,τι αφορά την ένοχη διάνοια παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Sweet v. Parsley [1970] A.C. 132 σελίδα 148:

 

«Ι dealt with this matter at some length in Warner’s case [1969] 2 A.C. 256.  On reconsideration I see no reason to alter anything which I there said.  But I thing that some amplification is necessary. Our first duty is to consider the words of the Act:  if they show a clear intention to create an absolute offence that is an end of the matter.  But such cases are very rare.  Sometimes the words of the section which creates a particular offence make it clear that mens rea is required in one form or another.  Such cases are quite frequent.  But in a very large number of cases there is no clear indication either way.  In such cases there has for centuries been a presumption that Parliament did not intend to make criminals of persons who were in no way blameworthy in what they did.  That means that whenever a section is silent as to mens rea there is a presumption that, in order to give effect to the will of Parliament, we must read in words appropriate to require mens rea.”

 

 

Ό,τι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης εξάγεται – όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο – είναι ότι το περιεχόμενο των εκστομισθέντων, σε συνδυασμό με το έντονο ύφος που το συνόδευε και το γεγονός ότι προηγήθηκε η τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού σε άλλο Δημόσιο Κατήγορο, δεν αποτελούσε κενή απειλή.  Αντίθετα εμφανώς στοιχειοθετούσε πρόθεση  του Εφεσειόντος για εκφοβισμό της παραπονούμενης, το οποίο θα μπορούσε,  αντικειμενικά,  να προκαλέσει στον μέσο άνθρωπο,  τρόμο ή ανησυχία, όπως όντως έχουν προκαλέσει και στην παραπονούμενη.

 

          Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι η Έφεση, νόμω και ουσία, είναι αβάσιμη και συνεπώς απορρίπτεται.

 

 

                                                      Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

     

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο