ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 121/2021, 5/10/2022

ECLI:CY:AD:2022:B379

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 121/2021)

 

5 Οκτωβρίου, 2022

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/στές]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ

Εφεσείων

       v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

    Χρ. Χατζηλοϊζου για Χρ. Χατζηλοϊζου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

   Γ. Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος Α΄,  για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

 

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Ο Εφεσείων, Κατηγορούμενος 1 στην Ποινική Υπόθεση αρ. 24785/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, είναι μόνιμος στρατιωτικός και υπό αυτήν την  ιδιότητα του υπηρετεί στην Εθνική Φρουρά της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1998, όταν αποφοίτησε από την Σχολή Υπαξιωματικών Στρατού Ξηράς, στα Τρίκαλα.  Από το 2017 κατέχει το βαθμό του Αρχιλοχία.   Οι Κατηγορούμενοι 2-4 στην πιο πάνω ποινική υπόθεση, δεν είχαν την ιδιότητα του στρατιωτικού.   Αυτοί, μαζί με τον Εφεσείοντα, εφέροντο να είχαν διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα, στα οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια, κατά παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Συνεπώς, ορθά η ποινική υπόθεση δεν καταχωρίστηκε στο Στρατιωτικό Δικαστήριο (άρθρο 114(1) του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964, Ν. 40/64 και Ιωάννης Παπαπαύλου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 320/15, απόφαση ημερ. 25.5.2016, ECLI:CY:AD:2016:B252).

 

    Ο Εφεσείων, πριν από το 2011 (που είναι το έτος που εδώ ενδιαφέρει), είχε ήδη δάνειο και τρεχούμενο λογαριασμό στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Μελών Κυπριακού Στρατού Λτδ (το Ταμιευτήριο), το οποίο το 2013 συγχωνεύτηκε με το Ταμιευτήριο των Αστυνομικών, με αποτέλεσμα να προκύψει το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αστυνομικών και Στρατιωτικών Κύπρου (ΣΤΑΣΚ).    Είχε επίσης ενυπόθηκο δάνειο για το ποσό των €141.000 στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, το οποίο στις 7.4.2011 παρουσίαζε υπόλοιπο €138.230,17, πλέον τόκους.

 

    Κατά την ακροαματική διαδικασία της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης, η θέση του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (η οποία δόθηκε με όρκο),  ήταν ότι περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 2011 διάβασε στην εφημερίδα «Χρυσές Ευκαιρίες» ότι πωλούνταν ακίνητα σε τιμές ευκαιρίας.  Ενδιαφέρθηκε να αγοράσει ένα τέτοιο ακίνητο για επένδυση, και έτσι κάλεσε τον αριθμό σταθερού τηλεφώνου που αναγραφόταν στην αγγελία, όπου μια κοπέλα του απάντησε και του έκλεισε ραντεβού σε συγκεκριμένο γραφείο στην οδό Γλάδστωνος, στη Λεμεσό.   Όταν μετέβη στο γραφείο, δύο-τρείς ημέρες μετά το τηλεφώνημα, συνάντησε τον Κατηγορούμενο 3 ο οποίος ενώπιον του τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο 2, ο οποίος κατέφθασε εντός ολίγων λεπτών.   Εκεί ο Κατηγορούμενος 3 του σύστησε τον Κατηγορούμενο 2 ως κτηματομεσίτη.  Ο Κατηγορούμενος 3 ενημέρωσε τον Κατηγορούμενο 2 ότι ο Εφεσείων ενδιαφερόταν  να αγοράσει ένα ακίνητο σε τιμή ευκαιρίας.   Ο Εφεσείων ανέφερε στον Κατηγορούμενο 2 ότι ενδιαφερόταν  μεν να αγοράσει ένα ακίνητο σε τιμή ευκαιρίας αλλά για να το αγοράσει θα έπρεπε να εξασφαλίσει δάνειο από το Ταμιευτήριο του, αφού ο ίδιος δεν είχε χρήματα.   Τότε ο Κατηγορούμενος 2 του ανέφερε ότι υπήρχε ένα χωράφι σε τιμή ευκαιρίας,  και ότι με την αγορά του θα μπορούσε να καλύψει τα δάνεια και τα χρέη που είχε.   Του λέχθηκε ακόμη πως το εν λόγω ακίνητο ανήκει στον Κατηγορούμενο 3 ο οποίος το  προσφέρει προς πώληση έναντι του τιμήματος των €63.000 ενώ η πραγματική του αξία  ήταν €280.000.   Δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τους λόγους για τους οποίους προσφερόταν προς πώληση σε τόσο χαμηλή τιμή.   Ούτε προβληματίστηκε γιατί έπρεπε να ήταν παρών στο συγκεκριμένο γραφείο και ο Κατηγορούμενος 2, όταν η αγγελία στην εφημερίδα «Χρυσές Ευκαιρίες» τον  παρέπεμπε στον ιδιοκτήτη του ακινήτου, τον Κατηγορούμενο 3, τον οποίο επισκέφθηκε στο γραφείο του, στην οδό Γλάδστωνος.  Ουδέποτε  το  μυαλό του «πήγε στο πονηρό» αφού, ως ανέφερε, δεν γνώριζε από αγοραπωλησίες ακινήτων. Ζήτησε απλώς λίγο χρόνο για να το σκεφτεί.   Ζήτησε επίσης να του δοθούν τα στοιχεία του εν λόγω ακινήτου πάνω σε μια «κόλλα» (αριθμός τεμαχίου, περιοχή και εμβαδό) πράγμα που έγινε.

 

    Με την «κόλλα» στα χέρια του, μετέβη στο  καφενείο του χωριού Στατός-Άγιος Φώτιος της επαρχίας Πάφου, όπου εκεί ερώτησε ένα θαμώνα του καφενείου εάν το χωριό τους παρουσιάζει ανάπτυξη, ενημερώνοντας τον ταυτόχρονα, πως ενδιαφερόταν να αγοράσει ένα ακίνητο στο χωριό τους, στην περιοχή «Καζούλα».   Ο θαμών του ανέφερε πως είναι καλή περιοχή και ότι αυτή παρουσιάζει ανάπτυξη.  Τότε ο Εφεσείων τον παρακάλεσε να του δείξει την περιοχή (όχι το συγκεκριμένο ακίνητο που ενδιαφερόταν να αγοράσει) και  του ζήτησε να εισέλθει στο αυτοκίνητο του για να τον μεταφέρει στην περιοχή.  Πράγματι, κατά τον Εφεσείοντα, ο θαμών, αφού εισήλθε στο αυτοκίνητο του, τον οδήγησε στην περιοχή «Καζούλα», την  οποία ο Εφεσείων είδε  και του άρεσε αφού αυτή ήταν «επίπεδη» και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το σημείο που στάθμευσαν, «εφαίνουνταν δύο-τρία σπίτια».  Ακολούθως επέστρεψαν στο  καφενείο του χωριού.  Ο Εφεσείων ευχαρίστησε τον θαμώνα για τη βοήθεια που του προσέφερε, και αφού ο θαμών αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, ο τελευταίος επέστρεψε στη Λεμεσό, όπου διαμένει.

 

     Την επόμενη ημέρα ο Εφεσείων τηλεφώνησε και πάλι στο ίδιο γραφείο, όπου η κοπέλα του γραφείου του έκλεισε  ραντεβού με τους Κατηγορούμενους 2 και 3.   Δύο ημέρες μετά,  μετέβη στο ίδιο γραφείο,  όπου συνάντησε και πάλι τους Κατηγορούμενους 2 και 3, στους οποίους ανέφερε ότι ενδιαφερόταν να αγοράσει το ακίνητο (το οποίο, ως ελέχθη, δεν είδε αλλά είδε την  περιοχή του, η οποία του άρεσε).  Τους ανέφερε ακόμη ότι θα το αγόραζε νοουμένου ότι θα εξασφάλιζε δάνειο €150.000 (όχι €63.000 που ήταν η τιμή πώλησης του ακινήτου) από το Ταμιευτήριο του, και νοουμένου ότι θα τον εμπιστεύονταν και θα του μεταβίβαζαν το ακίνητο πριν από την καταβολή του τιμήματος πώλησης (αφού δεν είχε χρήματα) για τα το υποθηκεύσει στο Ταμιευτήριο του, και λάβει έτσι το δάνειο των €150.000.   Δεσμεύτηκε πως μόλις εξασφάλιζε το δάνειο, θα τους κατέβαλλε το τίμημα πώλησης των €63.000, πλέον τα τέλη μεταβίβασης του ακινήτου στο όνομα του.   Ο Κατηγορούμενος 3, ιδιοκτήτης του ακινήτου, δέχθηκε.  Την ίδια στιγμή ο Κατηγορούμενος 2 του ανέφερε πως θα αναλάμβανε αυτός να ετοιμάσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την υποβολή της αίτησης δανείου στο Ταμιευτήριο.   Του ζητήθηκαν τα στοιχεία του (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση διαμονής, αριθμός ταυτότητας), τα οποία ο Εφεσείων έδωσε αυθωρεί και παραχρήμα. 

 

    Μετά την πάροδο 5-6 ημερών, του τηλεφώνησε ο Κατηγορούμενος 2 και του ζήτησε να συναντηθούν για να του παραδώσει τα απαραίτητα για την υποβολή της αίτησης δανείου, έγγραφα.  Η συνάντηση  διευθετήθηκε να γίνει γύρω στη 1.00 μετά το μεσημέρι, στον κυκλικό κόμβο της Αγίας Φύλας, εκεί οπού υπάρχει ένα Πρατήριο Καυσίμων.   Κατά τη συνάντηση, που έλαβε χώρα κατά την πιο πάνω ώρα και τόπο, ο Κατηγορούμενος 2 του παρέδωσε ένα κλειστό φάκελο, χρώματος καφέ, λέγοντας του πως εντός αυτού υπήρχαν όλα τα απαραίτητα για την αίτηση δανείου έγγραφα.   Ο Εφεσείων πήρε τον κλειστό καφέ φάκελο και χωρίς να τον ανοίξει, μετέβη αμέσως, μόνος του, ακριβώς απέναντι από το Πρατήριο Καυσίμων (όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «εσταύρωσα απέναντι τον δρόμο»), όπου βρισκόταν το υποκατάστημα του Ταμιευτηρίου.   Εκεί συνάντησε την υπεύθυνη λειτουργό κα Ειρήνη Λαμπριανίδου (Μ.Κ. 2) στην οποία ανέφερε ότι θα υπέβαλλε μια αίτηση δανείου το οποίο θα εξασφαλιζόταν με υποθήκη επί ακινήτου που θα αγόραζε.   Της παρέδωσε τον καφέ φάκελο όπου εκεί, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «τον ανοίξαμε και από μέσα είχε μια εκτίμηση και ένα κοτσιάνι».   Η κα Λαμπριανίδου του ανέφερε ότι η έκθεση εκτίμησης του ακινήτου είχε ετοιμαστεί από τον εκτιμητή με τον οποίο συνεργάζεται το Ταμιευτήριο, τον κ. Ιωάννη Μιχαλάκη (ο τελευταίος όντως συνεργάζεται με το Ταμιευτήριο), και ότι η αξία του ακινήτου, σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης, ήταν €281.000.    Μαζί με την κα Λαμπριανίδου συμπλήρωσαν το έντυπο της αίτησης δανείου (κάποια στοιχεία που ήταν προσωπικά τα συμπλήρωσε ο ίδιος ενώ τα υπόλοιπα τα συμπλήρωσε η κα Λαμπριανίδου).   Η τελευταία τον ενημέρωσε πως δεν είναι τακτική του Ταμιευτηρίου να παραλαμβάνει εκθέσεις εκτίμησης ακινήτων, για σκοπούς δανειοδότησης, από τους ιδιώτες πελάτες τους. Όμως ο Εφεσείων της ανέφερε πως αφού ο συντάξας την έκθεση εκτίμησης του ακινήτου ήταν συνεργάτης τους, θα έπρεπε να την παραλάβει και να την διαβιβάσει μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα στα κεντρικά γραφεία του Ταμιευτηρίου, στη Λευκωσία, κάτι που αυτή έπραξε.       

 

 

    ΄Ηταν η θέση του πως η πρώτη φορά που είδε την έκθεση εκτίμησης του ακινήτου ήταν όταν ανοίχθηκε ο καφέ φάκελος που ο ίδιος μετέφερε και παρέδωσε στην κα Λαμπριανίδου.    Στην  έκθεση εκτίμησης καταγράφεται ότι αυτή ζητήθηκε από τον Εφεσείοντα και  ετοιμάστηκε «για σκοπούς δανειοδότησης από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Στρατού».  Ουδέποτε όμως στο παρελθόν ο ίδιος γνώριζε ή είχε δει τον εκτιμητή Ιωάννη Μιχαλάκη.   Τον είδε για πρώτη φορά όταν αυτός κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ως μάρτυρας κατηγορίας (Μ.Κ. 7).

   

    Η μεταβίβαση του ακινήτου  στο όνομα του Εφεσείοντα τελικά έλαβε χώρα στις 15.4.2011.   Στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου, δηλώθηκε ως τίμημα πώλησης του ακινήτου το ποσό των €8.000 και όχι το ποσό των €63.000 που κατά τον Εφεσείοντα ήταν το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης.  Κατά τη μεταβίβαση ο πωλητής του ακινήτου (Κατηγορούμενος 3) εκπροσωπήθηκε από τον Κατηγορούμενο 4 με ειδικό πληρεξούσιο και ο αγοραστής (Εφεσείων) από  τον Κατηγορούμενο 2, επίσης με πληρεξούσιο.  Να σημειώσουμε εδώ πως ο Εφεσείων βρισκόταν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου την ημέρα και ώρα της υπογραφής των σχετικών εγγράφων μεταβίβασης, όμως δεν υπέγραψε ο ίδιος τα σχετικά έγγραφα.  Για αυτή την  παραδοξότητα ερωτήθηκε σχετικά.   Συγκεκριμένα ερωτήθηκε γιατί υπέγραψε και έδωσε πληρεξούσιο έγγραφο όταν ο ίδιος θα ήταν παρών στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου κατά την μεταβίβαση.   Η απάντηση του ήταν πως εμπιστεύτηκε τον Κατηγορούμενο 2 λόγω της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που υπήρχε.  Όμως αυτός, ως ανέφερε, «εσκεμμένα δεν τον άφησε να μπει μέσα στο Κτηματολόγιο για να μην δει την ‘κομπίνα’ ως προς την πραγματική αξία του ακινήτου». Παραδέχθηκε πως όταν το ακίνητο μεταβιβαζόταν στο όνομα του, δεν γνώριζε πιο συγκεκριμένο ακίνητο αγόραζε.  Αυτό το πληροφορήθηκε όταν έλαβε τον  τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου.  Όταν το ακίνητο υποθηκεύθηκε από τον ίδιο,  στις 4.5.2011, παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου, όπου και υπέγραψε ο ίδιος ως ενυπόθηκος οφειλέτης τα σχετικά έγγραφα.

     

    Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείων δεν αμφισβήτησε ότι η έκθεση εκτίμησης ημερ. 12.1.2011 (τεκμήριο 4) που ο ίδιος παρέδωσε στο Ταμιευτήριο του, για σκοπούς σύναψης συμφωνίας δανείου, ήταν πλαστή, αφού ουδέποτε αυτή είχε συνταχθεί από τον εκτιμητή Ιωάννη Μιχαλάκη (Μ.Κ. 7) που φερόταν να την είχε συντάξει.  Σ΄ αυτή γινόταν αναφορά ότι η αξία του ακινήτου (αμπέλι με δύο αμυγδαλιές, εμβαδού 4,014 τ.μ.) ήταν €281.000 ενώ η πραγματική του αξία ήταν μόλις €8.000-€10.000.  Μάλιστα η πλαστή έκθεση εκτίμησης συνετάχθη με τον ίδιο τρόπο που είχε συνταχθεί άλλη αυθεντική έκθεση εκτίμησης, επίσης ημερ. 12.1.2011 (τεκμήριο 6) από τον εν λόγω εκτιμητή κατόπιν οδηγιών του Κατηγορούμενου 2, για άλλο βεβαίως ακίνητο, επίσης στο Στατό-Άγιος Φώτιος της επαρχίας Πάφου, και την οποία ο εκτιμητής παρέδωσε στον Κατηγορούμενο 2.    Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στις ομοιότητες και στις διαφορές των δύο εκθέσεων (της αυθεντικής και της πλαστής) στις οποίες έκανε ιδιαίτερη αναφορά ο Μ.Κ. 7.   Απλώς θα σημειώσουμε πως η τυπωμένη φωτογραφία του ακινήτου επί της πλαστής έκθεσης εκτίμησης  είχε μεταφερθεί από την αυθεντική και συνεπώς απεικόνιζε το ακίνητο της αυθεντικής, πολύ μεγαλύτερης αξίας και συγκεκριμένα αξίας €201.000.   Ήταν ηλίου φαεινότερο πως η σύνταξη της πλαστής έκθεσης, ήταν πράξη προσχεδιασμένη  και καλά μελετημένη.    

 

    Η βασική  θέση του Εφεσείοντα  ήταν ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ότι η έκθεση εκτίμησης  που παρέδωσε στο Ταμιευτήριο για να λάβει το δάνειο, ήταν πλαστή, και  ότι ενήργησε καλόπιστα.  Μάλιστα προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, ισχυριζόμενος ότι οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 τον  ξεγέλασαν σε σχέση με την πραγματική αξία του ακινήτου που του πώλησαν, και επεφύλαξε το δικαίωμα του να κινηθεί δικαστικώς εναντίον τους παρόλο που παραδέχθηκε πως είχαν παρέλθει αρκετά χρόνια από  τότε που διαπίστωσε την εις βάρος του απάτη, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.   Αντεξεταζόμενος από τους ευπαίδευτους  συνηγόρους των Κατηγορούμενων 2 και 3, αρνήθηκε την υποβολή ότι το συγκεκριμένο γραφείο στο οποίο είχε μεταβεί ήταν ενεχυροδανειστήριο, ότι γνώριζε από προηγουμένως τους Κατηγορούμενους 2 και 3 και ότι αυτοί του είχαν δανείσει χρήματα  τα οποία και συνέχιζε να τους οφείλει.        

 

    Στη βάση της ψευδούς αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ο Εφεσείων τελικά έλαβε δάνειο από το Ταμιευτήριο ύψους €150.000 (μάλιστα ο ίδιος στην αίτηση είχε ζητήσει €160.000).   Να σημειώσουμε εδώ πως επειδή ο Εφεσείων δεν τήρησε τους όρους της συμφωνίας δανείου, δρομολογήθηκε διαιτητική διαδικασία στη βάση της οποίας εξεδόθη εκ συμφώνου στις 2.10.2013 διαιτητική απόφαση εναντίον του (τεκμήριο 43) για το ποσό των €160.330,06, πλέον τόκοι, πλέον έξοδα.  Η απόφαση δεν εξοφλήθηκε και στις 7.5.2014 ο Εφεσείων διετάχθη από το Δικαστήριο να εξοφλήσει το χρέος του με μηνιαίες δόσεις, €350 εκάστη (τεκμήριο 50).

             

     Οι κοινές κατηγορίες που αντιμετώπισε ο Εφεσείων με τους Κατηγορούμενους 2-4 ήταν οχτώ, και αφορούσαν στα εξής ποινικά αδικήματα:

 

1.   Πλαστογραφία κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α), 335 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η κατηγορία).

 

2.   Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 339, 335 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (4η κατηγορία).

3.   Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (6η κατηγορία).

4.   Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1) (ιιι) (2) και 5(α) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν 188(Ι)/2007 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (8η κατηγορία).

   

    Οι κατηγορίες 1, 3, 5 και 7 αφορούσαν στα αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη των  πιο πάνω αδικημάτων.  Όλα τα αδικήματα, σύμφωνα  με το Κατηγορητήριο, είχαν διαπραχθεί στη Λεμεσό εντός του  έτους 2011.

 

    Τόσο ο Εφεσείων όσο και οι Κατηγορούμενοι 2-4 αρνήθηκαν  ενοχή.  Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε συνολικά 16 μάρτυρες οι οποίοι κρίθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως μάρτυρες της αλήθειας.  Ο Εφεσείων, ο οποίος, ως ελέχθη, κατέθεσε ενόρκως, κρίθηκε αναξιόπιστος μάρτυρας.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 30.6.2021 έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα  και τους Κατηγορούμενους 2 και 3 σε όλες τις κατηγορίες, ενώ αθώωσε και απάλλαξε τον Κατηγορούμενο 4 από όλες τις κατηγορίες.  Οι λόγοι της αθώωσης και απαλλαγής του δεν ενδιαφέρουν.   Στις 19.7 2021 επέβαλε τις ίδιες ποινές φυλάκισης στους καταδικασθέντες ως ακολούθως:  Ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών στη 2η κατηγορία και ποινή φυλάκισης 4 ετών στη σοβαρότερη  κατηγορία που ήταν η 8η κατηγορία.   Ταυτόχρονα  διέταξε όπως οι  ποινές φυλάκισης συντρέχουν.   Ορθά δεν επέβαλε ποινή στις κατηγορίες της συνωμοσίας.  Για λόγους που παραθέτει δεν επέβαλε ποινή ούτε στην 4η ούτε στην 6η κατηγορία.

 

    Οι καταδικασθέντες Κατηγορούμενοι 2 και 3, δεν καταχώρισαν έφεση.   Ο καταδικασθείς Κατηγορούμενος 1, καταχώρισε την υπό εκδίκαση έφεση, όπου με επτά λόγους έφεσης προσβάλλει ως λαθεμένη την καταδικαστική απόφαση.   Με τον όγδοο λόγο έφεσης, προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή ως «ιδιάζουσα υπερβολική».   Υπάρχουν λόγοι έφεσης οι οποίοι ουσιαστικά αφορούν στην αξιολόγηση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.   Ένα από τα παράπονα του είναι ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο μάρτυρα.   Θεωρεί ακόμη ο Εφεσείων πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τέτοια μαρτυρία που να τον συνδέει με τη διάπραξη των αδικημάτων και πιο συγκεκριμένα με τη σύνταξη του πλαστής έκθεσης (τεκμήριο 4).  Έχουμε θέσει ενώπιον μας το περιεχόμενο όλων των λόγων έφεσης και θα κάνουμε ειδική αναφορά σ΄ αυτούς όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

    Έχει ήδη γίνει αναφορά σε μέρος της ένορκης μαρτυρίας που ο Εφεσείων έδωσε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.   Η Κατηγορούσα Αρχή ουδέποτε δέχθηκε ως αληθείς τους ισχυρισμούς του, τους οποίους και αμφισβήτησε μέσω της αντεξέτασης στην οποία τον υπέβαλε.   Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τις θέσεις του Εφεσείοντα σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός  αγόρασε, σε τιμή ευκαιρίας, το συγκεκριμένο ακίνητο το οποίο προηγουμένως ουδέποτε είχε δει.   Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις του σε σχέση με το πότε είδε για πρώτη φορά την πλαστή έκθεση εκτίμησης του ακινήτου, την οποία ο ίδιος κατείχε και παρέδωσε σε λειτουργό του Ταμιευτηρίου για να εξασφαλίσει το δάνειο.

   

    Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο που είχε την ευκαιρία να  παρακολουθήσει όλους τους μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου και του Εφεσείοντα, καθοδηγούμενο από την ορθή Νομολογία που  αφορά στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας, δεν είχε ενδοιασμό πως αυτός έλεγε ψέματα, και μάλιστα πολλά και ασύστολα.   Ουσιαστικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι οι προβληθέντες από τον Εφεσείοντα ισχυρισμοί, ήταν μυθεύματα σε μια προσπάθεια του να αποποιηθεί τις ευθύνες του.  Κατ΄ επέκταση,  ουδεμία βαρύτητα έδωσε στη μαρτυρία του αλλά ούτε  και θα μπορούσε να δώσει στη βάση του πιο πάνω ευρήματος του.             

 

    Καταγράφεται στην αιτιολογία του έκτου λόγου έφεσης, πως «ουδέποτε η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε στον Εφεσείοντα τη θέση ότι αυτός συνέταξε (άμεσα ή έμμεσα) το πλαστογραφημένο έγγραφο (τεκμήριο 4)».    Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Παφίτης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, απαντά στο πιο πάνω επιχείρημα του Εφεσείοντα:

 

«Άλλη εισήγηση της υπεράσπισης είναι ότι στην αντεξέταση των εφεσειόντων δεν τέθηκε σ' αυτούς ευθέως εισήγηση ότι διέπραξαν τα εγκλήματα, γεγονός που τείνει να αποδυναμώσει μέχρι βαθμού εξουδετέρωσης των θέσεων της Κατηγορίας. Παρόλο που ένας από τους σκοπούς της αντεξέτασης είναι να φέρει τον μάρτυρα αντιμέτωπο με την εκδοχή της πλευράς που αντεξετάζει τον μάρτυρα οι θέσεις του αντεξεταστή δεν είναι απαραίτητο να τεθούν ευθέως στο μάρτυρα με τον κλασσικό τρόπο "Σου υποβάλλω ότι διέπραξες ...". Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Θεώρηση της αντεξέτασης των εφεσειόντων φανερώνει ότι αμφισβητήθηκε τόσο η αξιοπιστία τους όσο και οι ισχυρισμοί τους που έτειναν να τους αποσυνδέσουν από την διάπραξη των εγκλημάτων. Η παράλειψη της Κατηγορίας να υποβάλει στους εφεσείοντες συγκεκριμένα ότι διέπραξαν τα εγκλήματα για τα οποία είχαν κατηγορηθεί δεν άφησε κενό στην υπόθεση της.»

 

 

    Εν  πάση περιπτώσει, εδώ όχι  μόνο αμφισβητήθηκε, και μάλιστα έντονα, η αξιοπιστία του Εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του, αλλά του έγιναν και συγκεκριμένες υποβολές από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, ότι αυτός συνωμότησε με τους συγκατηγορούμενους του για να διαπράξουν το αδίκημα της πλαστογραφίας και ότι τελικά αυτοί πλαστογράφησαν την επίδικη έκθεση εκτίμησης του ακινήτου για να εξαπατηθεί το Ταμιευτήριο και χορηγήσει το δάνειο των €150.000, και ότι το ληφθέν ποσό των €150.000 «αποτελεί έσοδο παράνομο, παράνομης νομιμοποίησης με βάση την πλαστογραφία».

 

    Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε την πλούσια Νομολογία που αφορά στο πότε το Εφετείο παρεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων στα οποία προβαίνουν τα Πρωτόδικα Δικαστήρια, τα οποία έχουν και την ευθύνη για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων.  Να σημειώσουμε πως ο Εφεσείων δεν προσβάλλει το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως και οι 16 μάρτυρες που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή, ήταν μάρτυρες της αλήθειας.    

 

    Αφού έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως εδώ όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα,  και σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο δεν  παρεμβαίνει (Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 271).      Θα  τολμούσαμε όμως να πούμε, πως εάν το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβαινε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων, ο οποίος είχε προβάλει ενώπιον του πολλούς ευφάνταστους ισχυρισμούς, έλεγε την αλήθεια, ενδεχομένως ένα τέτοιο εύρημα του να δικαιολογούσε την παρέμβαση του Εφετείου (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 CLR 321).

 

    ΄Οσον αφορά στον  λόγο έφεσης ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Εφεσείων γνώριζε την πραγματική αξία του ακινήτου που αγόρασε επειδή κατά την μεταβίβαση του δεν υπέγραψε ο ίδιος τα σχετικά έγγραφα μεταβίβασης, αφού αυτά είχαν υπογραφεί από τον   Κατηγορούμενο 2, δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου που ο Εφεσείων του έδωσε, θα σημειώσουμε απλώς πως προκύπτει από τα δικαιολογημένα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως αυτό δεν έγινε τυχαία αλλά ήταν μέρος του σχεδίου που ο Εφεσείων επινόησε  και εφήρμοσε με τους Κατηγορούμενους 2 και 3.

 

    Αβάσιμος είναι  και ο λόγος έφεσης ότι είναι λανθασμένο  το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων επέμενε να σταλεί η έκθεση εκτίμησης (τεκμήριο 4) στα Κεντρικά Γραφεία του Ταμιευτηρίου στη Λευκωσία.   Το εύρημα αυτό δικαιολογείται από την αξιόπιστη μαρτυρία της Μ.Κ. 2 αλλά και από τη μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντα, ο οποίος ανέφερε πως όταν η Μ.Κ. 2 τον ενημέρωσε πως δεν ήταν τακτική του Ταμιευτηρίου να λαμβάνει εκθέσεις εκτίμησης ακινήτων από τους ίδιους τους πελάτες, αυτός της είπε, χωρίς προβληματισμό, να την  παραλάβει και να την στείλει στα Κεντρικά Γραφεία της Λευκωσίας, επειδή αυτή έφερε την υπογραφή του Μ.Κ. 7, εκτιμητή με τον οποίο συνεργαζόταν το Ταμιευτήριο.   Βεβαίως, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε πως με την πιο πάνω στάση του δεν επεδίωκε να εξαπατήσει το Ταμιευτήριο.  Όμως αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος μάρτυρας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο  ορθά συνυπολόγισε και την πιο πάνω στάση του, την οποία δεν έκρινε αθώα.

  

    Όσον αφορά γενικά στο κατά πόσο ο  Εφεσείων είχε την απαιτούμενη για να καταδικαστεί γνώση, σημειώνουμε πως η ένοχη γνώση είναι κάτι που συνήθως συμπεραίνεται από τα ίδια τα γεγονότα της υπόθεσης (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22).  Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση    [   ] Βασιλείου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 51/21, απόφαση ημερ. 17.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D117, είναι σχετικό και απαντά στη θέση του Εφεσείοντα ότι αυτός δεν γνώριζε ότι υπήρχε οτιδήποτε το παράνομο στη διαδικασία που ακολούθησε και στις εν γένει ενέργειες του:

 

«Ο εφεσείων αδιαμφισβήτητα κυκλοφόρησε τα πλαστά πληρεξούσια.  Η εξήγηση που έδωσε για τις συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκαν στην κατοχή του ήταν ελλιπείς και ορθά δεν έγιναν δεκτές από το δικαστήριο.  Βέβαια, το γεγονός ότι το δικαστήριο απορρίπτει την εκδοχή ενός κατηγορούμενου δεν συνιστά αφ'  εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260).  Παραμένει όμως δεδομένο ότι ο εφεσείων βρέθηκε να κατέχει πλαστά πληρεξούσια και να τα χρησιμοποιεί με τρόπο ώστε να αποκομίζει όφελος χιλιάδων ευρώ.  Αυτή είναι περιστατική μαρτυρία.  Το ερώτημα είναι κατά πόσον θα μπορούσε εξ αυτής να στοιχειοθετηθεί η γνώση του εφεσείοντα.  Η γνώση, ως στοιχείο της νοητικής διεργασίας του ανθρώπου σπάνια μπορεί να αποδειχθεί με άμεση μαρτυρία, ως λ.χ. μια παραδοχή.  Κατά κανόνα συνάγεται μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706).

            …………………………………………………………………………………………

Η κατοχή και η κυκλοφορία, εν προκειμένω, των πλαστών πληρεξουσίων προς αποκόμιση μεγάλου κέρδους με την πώληση ξένων κτημάτων, ελλείψει άλλης εξήγησης που να μπορούσε έστω να προκαλέσει αμφιβολία, δεν μπορεί να οδηγήσει σε άλλο συμπέρασμα, παρά στο ότι ο εφεσείων είχε την απαιτούμενη για να καταδικαστεί γνώση

 

          (Η υπογράμμιση  γίνεται  από το παρόν Εφετείο)

 

   Ούτε αίρεται το αξιόποινο της συμπεριφοράς του Εφεσείοντα επειδή αυτός ανέλαβε, σε μεταγενέστερο χρόνο, να αποπληρώσει, με μηνιαίες δόσεις, το  ποσό του δανείου που έλαβε (δεύτερος λόγος έφεσης).

 

    Αβάσιμος είναι και ο λόγος έφεσης (όγδοος) ότι ο Εφεσείων δεν γνώριζε ότι το ποσό του δανείου ήταν προϊόν διάπραξης γενεσιουργού αδικήματος.  Εδώ ο Εφεσείων είχε προσωπική εμπλοκή στη διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων και ήταν το πρόσωπο που έλαβε το ποσό του δανείου.   Συνεπώς είχε και την απαραίτητη γνώση για τη στοιχειοθέτηση της σχετικής κατηγορίας (Δημοκρατία ν. Περδίκη, Ποινική Έφεση αρ. 98/20 κ.ά., απόφαση ημερ. 27.5.2021).       

 

   Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη, δικαιολογημένα βρήκε ότι ο Εφεσείων γνώριζε ότι το συγκεκριμένο έγγραφο, που ο ίδιος παρέδωσε, ήταν πλαστό.  Με το εν λόγω πλαστό έγγραφο εξαπάτησε το Ταμιευτήριο και εξασφάλισε το δάνειο.   Από τη μαρτυρία, όπως αυτή έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το μόνο  λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν πως ο Εφεσείων μαζί με τους Κατηγορούμενους 2 και 3, επινόησαν συγκεκριμένο σχέδιο που  αφορούσε στην κατάρτιση και κυκλοφορία πλαστής έκθεσης εκτίμησης ακινήτου (τεκμήριο 4) για να εξαπατήσουν το Ταμιευτήριο κατά την εξέταση της αίτησης δανείου που θα υπέβαλλε, στη βάση του σχεδίου, ο Εφεσείων.  Το σχέδιο αυτό εξετέλεσαν από κοινού, με τον κάθε ένα από τους τρεις να αναλαμβάνει και να εκτελεί συγκεκριμένο ρόλο προς επίτευξη του κοινού παράνομου  σκοπού, τον οποίο, δυστυχώς, κατάφεραν να πετύχουν.   Τα δικαιολογημένα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου,  στοιχειοθετούσαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας,  τη διάπραξη όλων των αδικημάτων από τον Εφεσείοντα (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41). 

 

    Όλοι οι λόγοι έφεσης, που στρέφονται εναντίον της καταδίκης, κρίνονται αβάσιμοι.

 

    Με τον όγδοο και τελευταίο λόγο έφεσης, αναφέρεται ότι «η επιβληθείσα ποινή είναι ιδιάζουσα υπερβολική», προφανώς η εισήγηση είναι ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.  Αντιλαμβανόμαστε πως το παράπονο του Εφεσείοντα ουσιαστικά αφορά στην  ποινή φυλάκισης των 4 ετών που του επιβλήθηκε στην 8η κατηγορία.   Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, καταγράφεται (παρατίθεται αυτολεξεί) «πως δεν ελήφθηκαν καθόλου επαρκώς οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του Εφεσείοντα, οι επαγγελματικές συνέπειες από την επιβληθησομένη ποινή και η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων».

 

   Αυτό που ουσιαστικά προκύπτει από την αιτιολογία του  πιο πάνω λόγου έφεσης, είναι ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 4 ετών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της 8ης κατηγορίας,  είναι έκδηλα υπερβολική, και τούτο γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, συγκεκριμένους μετριαστικούς παράγοντες.    Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι οι λόγοι για τους οποίους το Εφετείο δύναται να παρέμβει στις ποινές που επιβάλλονται από τα Πρωτόδικα Δικαστήρια είναι συγκεκριμένοι (Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).      Όταν δε επιδιώκεται η  μείωση επιβληθείσας από Πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή, το στοιχείο της υπερβολής θα πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).

  

 

    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημείωσε, με αναφορά και στην υπόθεση Αστυνομία ν. Βακανά, Ποινική ΄Εφεση αρ. 173/20, απόφαση ημερ. 20.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B200,  πως εγκλήματα, όπως αυτά που διέπραξε ο Εφεσείων, είναι σοβαρά, παρουσιάζουν έξαρση και συνεπώς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια με αυστηρότητα.  Μάλιστα εδώ οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές για τον Εφεσείοντα, κάτι που το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν  παρέλειψε να σημειώσει στην απόφαση του. 

 

    Για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (8η κατηγορία) παρέπεμψε, στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Στεφάνου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 18/20, απόφαση ημερ. 1.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B295:

 

«Στη Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2016:B534, Ποιν. Έφ. 40/2015, ημερ.25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534, επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει καθιερωμένη νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από ότι στο γενεσιουργό αδίκημα και ότι μπορεί στην κατάλληλη περίπτωση ο καταδικασθείς για αδίκημα συγκάλυψης να λάβει και να ενδείκνυται να λάβει βαρύτερη ποινή από εκείνη για την οποία καταδικάστηκε για το γενεσιουργό αδίκημα, σημειώνοντας ότι το άρθρο 4 του Ν.188(1)/2007, καλύπτει ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων όπως εμφαίνεται στις σχετικές παραγράφους του (βλ. ακόμη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 και Davidescu κ.ά v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2019:D283, Ποιν. Έφ. Αρ.197/2018, ημερ.8.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:D283).

 

Η επιλογή της ποινής της φυλάκισης για 2 χρόνια για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις δεν προδιαγράφει ότι η ποινή για το συναφές αδίκημα της νομιμοποίησης των σχετικών εσόδων πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα ή ότι η αρμόζουσα ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης των εσόδων δεν μπορεί να είναι πιο μεγάλη…………» 

    

   Η θέση του Εφεσείοντα ενώπιον μας δεν είναι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να είχε επιβάλει αυστηρότερη ποινή στην 8η κατηγορία, αλλά ότι η ποινή φυλάκισης των 4 ετών που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική. 

 

    Όλα όσα καταγράφονται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης ως παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να τα λάβει υπόψη, διαψεύδονται από το περιεχόμενο της ίδιας της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά καταγράφει στην απόφαση του πως έλαβε υπόψη τις οικογενειακές-προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, τις οποίες μάλιστα περιγράφει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια.   Μάλιστα γι΄ αυτές είχε συνταχθεί Κοινωνικοοικονομική Έκθεση από το Γραφείο Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας επίσης έλαβε υπόψη του.   Ρητά καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση πως λήφθηκε υπόψη και το γεγονός πως τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης, θα είχε ως συνέπεια ο Εφεσείων να απωλέσει την εργασία του ως μόνιμος στρατιωτικός.   Ούτε την καθυστέρηση που  παρατηρήθηκε αγνόησε, για την οποία επίσης  κάνει ειδική αναφορά στην απόφαση του.    Δεν υπήρξε βεβαίως εισήγηση, αλλά ούτε και αποκαλύπτεται από τα γεγονότα, πως οι διωκτικές αρχές αδράνησαν να διώξουν τον Εφεσείοντα μόλις ήλθε στο φως η αξιόποινη συμπεριφορά του, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, για να αποκαλυφθεί,  χρειάστηκαν κάποια χρόνια, και μάλιστα από ευτυχείς συγκυρίες, όταν θα  έπρεπε να γίνει η καθιερωμένη επανεκτίμηση των ενυπόθηκων ακινήτων.       

 

    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, αφού έλαβε υπόψη του όλα αυτά για τα οποία παραπονείται ο Εφεσείων, καθόρισε την ποινή φυλάκισης για το σοβαρό αδίκημα της 8ης κατηγορίας σε 4 έτη, όταν γι΄ αυτό ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 14 έτη (Στεφάνου, πιο πάνω).   Να σημειώσουμε πως ο Εφεσείων είχε κάθε  δικαίωμα να αρνηθεί τις κατηγορίες, και το γεγονός ότι κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, δεν συνιστούσε επιβαρυντικό παράγοντα. Αν βεβαίως παραδεχόταν τη διάπραξη των αδικημάτων, τότε θα είχε προς όφελος του ένα δυνατό  μετριαστικό παράγοντα, που  θα δικαιολογούσε επιεική μεταχείριση (Kolev v. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 197).

 

    Η Έφεση κατά της ποινής δεν προσφέρεται για επανακαθορισμό της από το Εφετείο (Μούζου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 127/2020, απόφαση ημερ. 18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B119).  Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέτρησε την ποινή αφού έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα, ελαφρυντικό/επιβαρυντικό (Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 212/17, απόφαση ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150) .   Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης δεν κρίνονται έκδηλα υπερβολικές για να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.

        

    Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.               


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο