M. C. T. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2022

ECLI:CY:AD:2022:B386

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020)

 

14 Οκτωβρίου, 2022

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,   Δ/στές]

 

M. C. T.

Εφεσείων

       v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

    Α. θ. Γιάγκου, για τον Εφεσείοντα.

   Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος,  για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

 

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:   Ο Εφεσείων, ο οποίος κατάγεται από τη Ρουμανία, είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη επίσης από τη Ρουμανία.  Δεκαπέντε ετών η παραπονούμενη, εικοσιεννέα  ετών ο Εφεσείων.   Συνεπεία της πιο πάνω παράνομης συμπεριφοράς του, λόγω της ηλικίας της παραπονούμενης, αυτός αντιμετώπισε κατηγορία που αφορούσε σε σεξουαλική κακοποίηση  παιδιού.   Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, αυτός ήλθε σε συνουσία με την παραπονούμενη, η οποία δεν είχε φθάσει στην ηλικία συναίνεσης.  Η κατηγορία βασιζόταν   στα Άρθρα 2 και 6(3) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν 91(Ι)/14.  

 

    Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, «παιδί» σημαίνει  πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών, ενώ «ηλικία συναίνεσης» σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί, και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των 17 ετών.  Ο Νόμος έχει στο επίκεντρο του την προστασία των παιδιών, τα οποία δεν έχουν την ωριμότητα να αποφασίζουν κατά πόσο θα έχουν ερωτικούς συντρόφους και κατ΄ επέκταση τα πρόσωπα με τα οποία θα αναπτύξουν σεξουαλικές δραστηριότητες.   Όσοι διαπράττουν αξιόποινες πράξεις εις βάρος παιδιών, βρίσκονται αντιμέτωποι με αυστηρές ποινές.      

 

    Η υπόθεση αρχικά καταχωρίστηκε ενώπιον  Κακουργιοδικείου.  Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 155 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155,  έδωσε οδηγίες όπως η υπόθεση εκδικαστεί, και εκδικάστηκε, από Επαρχιακό Δικαστήριο.    Η επιλογή αυτή του Γενικού Εισαγγελέα δεν συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα.    Οι λόγοι για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας ασκεί αυτή την εξουσία που έχει από τον Νόμο, συναρτώνται με την εξ αντικειμένου εικόνα που παρουσιάζει, κατά την εκτίμηση του, η συγκεκριμένη υπόθεση στο σύνολο της (Μ.Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 174, 183)         

 

     Στην Αχτάρ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ  397, 426, λέχθηκε ότι «η εκδίκαση της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώ κατά κανόνα, δεν είναι στοιχείο ελαφρυντικό υπέρ ενός κατηγορούμενου προσώπου, (Kolev v. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 197), δεν μπορεί παρά να έχει τη δική της  σημασία ενόψει του ότι παρά την ύπαρξη κατηγοριών  όπως των Άρθρων 231 και 228, που επιφέρουν επταετή ποινή φυλάκισης και φυλάκιση διά βίου αντίστοιχα, το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι διά Νόμου (Άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60), περιορισμένο στην επιβολή κατ' ανώτατο όριο πενταετούς ποινής φυλάκισης. Εννοείται στις περιπτώσεις εκείνες που τα γεγονότα δικαιολογούν μια αυστηρότερη και προς το ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης» (Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Εφετείο).

 

    Δεν χωρεί αμφιβολία πως σε τέτοιες περιπτώσεις τα Επαρχιακά Δικαστήρια δεν είναι υποχρεωμένα να επιβάλουν ποινή φυλάκισης 5 ετών.  Τουναντίον, έχοντας κατά νου την  προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή και τα ιδιαίτερα γεγονότα-περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου, επιβάλλουν ποινή η οποία σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τα 5 έτη φυλάκισης.

 

    Εδώ ο Εφεσείων παραδέχθηκε αμέσως την κατηγορία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εξέφρασε τη μεταμέλεια του και ήταν λευκού ποινικού μητρώου.   Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ½ ετών, εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση Έφεσης με την οποία προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή ως «έκδηλα υπερβολική και/ή ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής».   Καταγράφεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα συμπεριλαμβανομένων των μετριαστικών παραγόντων που τον αφορούν».  

 

    Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά είχαν εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτός και η παραπονούμενη γνωρίζονταν από προηγουμένως.   Λέχθηκε πως «… και οι δύο διατηρούσαν αισθήματα ο ένας για τον άλλο».  Μιαν ημέρα, εντός του 2020, όταν η παραπονούμενη έφυγε από την οικία των γονέων της, μετά από ένα καυγά που αυτοί είχαν, είδε τον Εφεσείοντα έξω από ένα κατάστημα.  Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.   Στη συνέχεια άρχισε να του αναφέρει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην οικία της.  Ο Εφεσείων προσπάθησε να την παρηγορήσει και στη συνέχεια την προσκάλεσε στο διαμέρισμα του για ένα αναψυκτικό.  Η παραπονούμενη δέχθηκε και μετέβη οικειοθελώς στο διαμέρισμα του.  Ενόσω κουβέντιαζαν, ο Εφεσείων την ερώτησε εάν ήθελε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του.  Αυτή δέχθηκε και όντως είχε σεξουαλική επαφή  με τον Εφεσείοντα, ο οποίος λίγους μήνες μετά, συνελήφθη από την Αστυνομία, κατόπιν καταγγελίας, και εναντίον του εξεδόθη διάταγμα προσωποκράτησης για οχτώ ημέρες.  Ανακρινόμενος αρνήθηκε ότι είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, όμως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μεταμελήθηκε και παραδέχθηκε αμέσως τη διάπραξη του αδικήματος.

 

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος του με το διάγραμμα που καταχώρισε, ανέφερε πως τα πιο κάτω στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (και τα οποία παρατίθενται αυτολεξεί) δικαιολογούσαν επιεικέστερη αντιμετώπιση:

 

«(α)   Η ομολογία του Εφεσείοντα ότι ήλθε σε συνουσία με την ανήλικη κατόπιν επιθυμίας και των δύο και η απουσία οποιασδήποτε μορφής βίας παρά μόνο αισθήματα αγάπης.

 

(β)   Οι προθέσεις του Εφεσείοντα απέναντι στην ανήλικη ήταν γνήσιες, υπήρξε αληθινός έρωτας και αγάπη και των δύο, αγνά συναισθήματα χωρίς να έχει στόχο μόνο τη σεξουαλική πράξη αφού υπήρχε αποδεδειγμένα δεσμός εν γνώσει των γονιών.

 

(γ)  Το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα το οποίο αποδεικνύει τον πρότερο έντιμο βίο του.

 

(δ)   Την ειλικρινή μετάνοια του η οποία πηγάζει από την παραδοχή του και το γεγονός ότι το όλο συμβάν δεν έγινε με σκοπό την έκθεση της ανήλικης.

 

(ε)   Το γεγονός ότι οι γονείς γνώριζαν για τη σχέση της ανήλικης με τον Εφεσείοντα και δεν αντέδρασαν, πολύ πριν την καταγγελία στην Αστυνομία.»

 

   Ως ελέχθη, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα, κατόπιν παραδοχής, σχεδόν τη μέγιστη ποινή φυλάκισης που μπορούσε να του επιβάλει.  Η μη παραδοχή δεν συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα αλλά στερεί από τον καταδικασθέντα το δικαίωμα να ζητήσει επιεική μεταχείριση, κάτι που εδώ ο Εφεσείων ζήτησε, και δικαιολογημένα, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  

    Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η παραδοχή θα πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή.   Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή και να εξοικονομείται έτσι πολύτιμος χρόνος (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).   Στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 154 καταγράφεται ότι η «… άμεση παραδοχή πρέπει να μετρά πάρα πολύ». Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. ΧΧ, Ποινική Έφεση αρ. 36/17, ημερ. 14.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B219, επαναλαμβάνεται ότι η παραδοχή είναι σημαντικός ελαφρυντικός παράγων αφού «… είναι η μόνη απτή απόδειξη της πραγματικής μεταμέλειας του δράστη».  Δεν είναι λίγες οι φορές που επιβληθείσες ποινές φυλάκισης κρίθηκαν «μάλλον επιεικείς» λόγω της μη επίδειξης μεταμέλειας μέσω της παραδοχής (Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 100).    Και δεν είναι λίγες οι φορές που προκλήθηκε, δικαιολογημένα, αίσθημα αδικίας σε κατηγορούμενο που ενώ είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες, του επιβλήθηκε η ίδια ποινή με τον συγκατηγορούμενο του, ο οποίος δεν διέθετε το ελαφρυντικό αυτό στοιχείο της παραδοχής (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 424, ECLI:CY:AD:2015:B428, 427).    Πρόσφατα, στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 202/20, ημερ. 20.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B356, το Εφετείο σημείωσε τα ακόλουθα:  

 

«… Ο Ρόνεη είχε παραδεχτεί τις εναντίον του κατηγορίες και δικαιούτο και έλαβε τη σχετική έκπτωση, αφού το Κακουργιοδικείο έδωσε, ως όφειλε, ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28, 36) και στο ότι η παραδοχή του αυτή ήταν άμεση (Gorko v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 458, 463).

 

Θεωρούμε σκόπιμο να σταθούμε στο ζήτημα της παραδοχής, που συνιστά ένα από τους ουσιαστικότερους μετριαστικούς παράγοντες.   Υποδηλώνει κατά τρόπο έμπρακτο τη μεταμέλεια του κατηγορούμενου και για πολλούς άλλους λόγους πρέπει να ενθαρρύνεται με ουσιαστικό αντίκτυπο στην μείωση της ποινής.»

        

 

     Μάλιστα για τέτοιας φύσεως αδικήματα, η παραδοχή έχει ιδιαίτερη σημασία (Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304, 315).   Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 135/14 (σχ. με 138/14), ημερ. 22.11.2016, είναι επίσης σχετικό:

 

«Η παραδοχή σε υποθέσεις όπως η παρούσα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού αποτρέπει, όπως αναγνώρισε και το Κακουργιοδικείο, την αναγκαιότητα παρουσίασης των θυμάτων στο Δικαστήριο, ως μαρτύρων κατηγορίας, και την αναβίωση, από αυτά, των θλιβερών γεγονότων.   Με βάση όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, θεωρούμε πως η ομολογία και η παραδοχή και των δύο εφεσειόντων δεν είχε την ανάλογη αντανάκλαση στην ποινή.»

 

 

     Το Πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πως εν προκειμένω η παραδοχή είχε ιδιαίτερη σημασία αφού σημείωσε στην απόφαση του, και ορθά, πως «… Η μη διεξαγωγή δίκης συνεπάγεται ως αποτέλεσμα η ανήλικη παραπονούμενη να μην χρειαστεί να παρουσιαστεί ενώπιον Δικαστηρίου να δώσει κατάθεση σε σχέση με τα γεγονότα (πολύ προσωπικά) και να υποστεί τη βάσανο της αντεξέτασης».    

       Στην Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 137/18 (σχ. με 50/18), ημερ. 8.4.2020, ποινή φυλάκισης 7 ετών που επιβλήθηκε, κατόπιν ακρόασης, για άλλο βεβαίως αδίκημα (για το οποίο μάλιστα ο Νόμος προέβλεπε ποινή φυλάκισης δια βίου)  αυξήθηκε σε 10 έτη.  Τονίστηκε όμως, και αυτό είναι που εδώ ενδιαφέρει, πως η ποινή φυλάκισης των 7 ετών θα ήταν αρμόζουσα σε περίπτωση παραδοχής, αφού, όπως καταγράφεται στην απόφαση «… η παραδοχή είναι ο πλέον σημαντικός μετριαστικός παράγων κατά την επιμέτρηση της ποινής».

 

    Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. ΧΧ (πιο πάνω), ο Εφεσίβλητος εκδικάστηκε από Κακουργιοδικείο, το οποίο του  επέβαλε, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκισης 12 μηνών σε κατηγορία, όπως αυτή που αντιμετώπισε ο Εφεσείων.  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο Εφεσίβλητος ήλθε σε συνουσία με την παραπονούμενη, ηλικίας 15 ετών και 5 μηνών.   Μεταξύ θύτη και θύματος υπήρχε μεγάλη διαφορά ηλικίας, περίπου 23 έτη, κάτι  που δικαιολογημένα κρίθηκε ως επιβαρυντικός παράγων.    Περαιτέρω, ο Εφεσίβλητος ήταν καθηγητής στο σχολείο που φοιτούσε η παραπονούμενη και σε κάποιες περιπτώσεις είχε διδάξει και στην ίδια.   Η επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή φυλάκισης των 12 μηνών, κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε 2 έτη.

 

     Ουδόλως υποτιμούμε τη σοβαρότητα του αδικήματος που ο Εφεσείων διέπραξε.  Ούτε αγνοούμε ότι οι ποινές για τέτοια αδικήματα, κατά κανόνα, θα πρέπει να είναι αυστηρές.  Όμως όπως εύστοχα τέθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 14,  «… Αλλά η ανάγκη για αποτροπή όσο και αν μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης της ποινής δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων ούτε εξουδετερώνει τους ιδιαίτερους παράγοντες που, κατά περίπτωση, δικαιολογούν μείωση της ποινής».

 

      Εν  προκειμένω, οι ιδιαιτέρες περιστάσεις της υπόθεσης και η άμεση παραδοχή του Εφεσείοντα δεν είχαν την ανάλογη έκπτωση στην ποινή.   Αν στα πιο πάνω προστεθεί το λευκό του ποινικό μητρώο και το σχετικά νεαρό της ηλικίας του, τότε η επιβληθείσα ποινή καθίσταται έκδηλα υπερβολική που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου (Χρίστος Ανδρέου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 34/16, ημερ. 25.5.2016).  

 

    Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων παραμένει στη φυλακή από τις 26.6.2020, βρίσκουμε ότι η ποινή  φυλάκισης που έχει εκτίσει μέχρι σήμερα, συνιστά ενδεδειγμένη τιμωρία και μειώνουμε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης σε τόση έκταση ώστε να αποφυλακιστεί αμέσως.

 

    Η Έφεση επιτρέπεται ως πιο πάνω.  

 

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΕΑΠ.                           


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο