K.A.M. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 127/21, 4/11/2022

ECLI:CY:AD:2022:B419

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 127/21)

 

 

4 Νοεμβρίου, 2022

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

K.A.M.,

Εφεσείων,

 

v.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

(Εφεσίβλητης)

---------

 

Α. Καρεκλάς, για τον εφεσείοντα.

Ειρ. Σάββα, δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

---------

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

---------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η παραπονούμενη, μαθήτρια Γυμνασίου, σε ηλικία 15 περίπου ετών δημιούργησε δεσμό με τον εφεσείοντα, 25 ετών, που διήρκησε για έξι μήνες.  Ο εφεσείων ήθελε να έχουν σεξουαλική σχέση με την παραπονούμενη και η τελευταία αρνείτο, λέγοντας του ότι ήταν ακόμα μικρή.  Τον Ιούνιο του 2019 αυτός επιχείρησε να προχωρήσει.  Ενώ βρίσκονταν στο σπίτι του αυτός άρχισε να τη φιλά στο λαιμό, στο μάγουλο και όταν την έριξε στο κρεβάτι αυτή τον έσπρωξε και έφυγε. 

 

Τον ίδιο μήνα όμως, ενόσω η παραπονούμενη περπατούσε προς την στάση λεωφορείου για να πάει στο σχολείο της, ο εφεσείων την αιφνιδίασε, την έπιασε από τα μαλλιά, την έβαλε στο αυτοκίνητο του και τη μετέφερε σε ένα έρημο χώρο με βράχους όπου την εξανάγκασε με απειλές σε πεολειχία.  Η παραπονούμενη υπέκυψε γιατί σε προηγούμενο καυγά την είχε χαστουκίσει, άλλη φορά τράβηξε μαχαίρι αλλά και στη συγκεκριμένη περίπτωση την τράβηξε από τα μαλλιά. Μετά που ο εφεσείων εκσπερμάτωσε της αφαίρεσε το παντελόνι και στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του την εξανάγκασε σε παρά φύση διείσδυση.  Όταν τέλειωσε τη μετέφερε στο σχολείο της.  Έκτοτε η παραπονούμενη διέκοψε την επικοινωνία της μαζί του. 

Τον Ιανουάριο όμως του 2020 αυτός ανάρτησε στο διαδίκτυο δύο φωτογραφίες της την στιγμή που του έκανε πεολειχία.  Η ανάρτηση έγινε σε πλαστό λογαριασμό που ο εφεσείων δημιούργησε στο Instagram με το όνομα της παραπονούμενης.  Ο εφεσείων έστειλε τις φωτογραφίες σε συμμαθητές της παραπονούμενης με αποτέλεσμα αμέσως το συμβάν να διαδοθεί στο σχολείο, η παραπονούμενη να υποστεί εξευτελισμό και bullying, να παρέμβει η διευθύντρια και τελικά η υπόθεση να καταγγελθεί στην Αστυνομία. 

 

Όταν η Αστυνομία στα πλαίσια της υπόθεσης προχώρησε σε έρευνα της κατοικίας του εφεσείοντα εντόπισε στο κινητό του τηλέφωνο, αρχεία πορνογραφικού υλικού με την παραπονούμενη.  Επρόκειτο για φωτογραφίες και βίντεο με ερωτικές πόζες χωρίς ερωτική δραστηριότητα (κατηγορία ή επίπεδο 1), όπως και για φωτογραφίες και βίντεο με σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση (επίπεδο 3).  Εντοπίστηκε επίσης βίντεο στο οποίο η παραπονούμενη φαίνεται να προβαίνει σε πεολειχία στον εφεσείοντα.

 

Το αποτέλεσμα ήταν ο εφεσείων να αντιμετωπίσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου πολύ σοβαρές κατηγορίες για εγκλήματα σεξουαλικής φύσεως με βάση  τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014 (N.91(Ι)/2014) και τον Ποινικό Κώδικα, ως επίσης και με βάση τον περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικό) Νόμο, (N.22(ΙΙΙ)/2004).  Πρόκειται για κατηγορίες για τις οποίες ο Νόμος προβλέπει μέχρι και δια βίου φυλάκιση.

 

Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες.  Έγινε ακρόαση στην οποία κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας η ανήλικη.  Στο τέλος κρίθηκε ένοχος σε όλες τις κατηγορίες και του επιβλήθηκαν ποινές από 2 έως 11 έτη. Οι υψηλότερες ποινές επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 3 και 4 που αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(3) (4)(α)(γ) του Ν. 91(Ι)/2014.  Στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο επειδή θεώρησε ότι οι κατηγορίες αφορούσαν σε ομοειδή εγκλήματα, στρέφονταν εναντίον του ιδίου προσώπου και έλαβαν χώρα εντός μιας περιόδου έξι μηνών, όρισε όπως οι ποινές συντρέχουν. Επιπρόσθετα, το Κακουργιοδικείο εξέδωσε απαγορευτικά διατάγματα ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα συνάφειας του εφεσείοντα με παιδιά.

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν είναι έκδηλα υπερβολικές και/ή νομικά εσφαλμένες.  Εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο απέδωσε υπερβολική σημασία στον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής εφόσον αναφέρθηκε, για να καταλήξει στη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσης, όxι μόνο στις υποθέσεις που εκδίκασε, αλλά και στις υποθέσεις που εκκρεμούσαν στο πινάκιο του προς εκδίκαση.  Με αυτό τον τρόπο παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας.  Περαιτέρω δεν εξέτασε επαρκώς ή και καθόλου τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και δεν έλαβε καθόλου υπόψη μετριαστικούς παράγοντες αποφασιστικής σημασίας.  Το νεαρό της ηλικίας, καταλήγει, αποτελεί καθοριστικό μετριαστικό παράγοντα, σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό μητρώο.

 

Το Κακουργιοδικείο έβαλε υπόψη του επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες.  Ως επιβαρυντικούς παράγοντες έλαβε υπόψη το γεγονός της άσκησης βίας και την κακοποίηση από θέση επιρροής.  Η κακοποιητική συμπεριφορά συνεχίστηκε και με το δημόσιο εξευτελισμό της ανήλικης μέσα στο σχολείο της.  Η όλη κατάσταση είχε ασφαλώς επηρεάσει δυσμενώς την παραπονούμενη, η οποία κατά τον χρόνο διάπραξης του εγκλήματος ήταν 15 ετών και 4 μηνών.  Η ψυχολογική της αξιολόγηση κατέδειξε ότι η κακοποίηση που υπέστη από τον εφεσείοντα είχε ως αποτέλεσμα να αναπτύξει μερική συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες.  Με την απομάκρυνση όμως του εφεσείοντα από το περιβάλλον της η παραπονούμενη ανακουφίστηκε και ένιωσε ασφάλεια και τα προβλήματα δεν εξελίχθηκαν στην ακραία τους μορφή.  Σε τούτο βοήθησε και το υποστηρικτικό οικογενειακό της περιβάλλον. 

 

Περιπλέον το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα με την οποία διαπράττονται πλέον τα εγκλήματα αυτής της φύσεως, τα οποία φέρουν εγγενώς την δυνατότητα πλήγματος της προσωπικότητας του θύματος.  Όντως η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών αποτελεί καθήκον των δικαστηρίων, ιδιαίτερα όταν θύματα είναι παιδιά ή ανήλικα πρόσωπα, την ανωριμότητα, την ευαισθησία ή και την αδυναμία των οποίων εκμεταλλεύονται οι δράστες για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις. 

 

Από την άλλη έλαβε υπόψη ως ελαφρυντικούς παράγοντες το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντος, ως και τη δύσκολη παιδική του ηλικία, προερχόμενος από πολυμελή φτωχή οικογένεια από τη Συρία.  Τώρα διαμένει στην Κύπρο ως πολιτικός πρόσφυγας. 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του τόνισε το νεαρό της ηλικίας του και το γεγονός ότι βίωσε στα παιδικά του χρόνια τον πόλεμο στην πατρίδα του, στην οποία δεν μπορεί να επιστρέψει, γεγονός που επέδρασε αρνητικά στην φυσιολογική του ανάπτυξη.  Ζητά, είπε, μια δεύτερη ευκαιρία ώστε να γίνει ένα ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας.  Αναφέρθηκε επίσης σε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας για το λόγο που αναφέρεται στην έφεση, όπως τον έχουμε ανωτέρω παραθέσει.  Δεν μπορούσε, εισηγήθηκε, το Κακουργιοδικείο να λάβει υπόψη του τις εκκρεμούσες υποθέσεις, εφόσον υπάρχει η πιθανότητα αθώωσης των κατηγορουμένων στις υποθέσεις εκείνες. 

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, η απαράδεκτη διάπραξη εγκλημάτων αυτής της φύσης εμπίπτει στη δικαστική γνώση όλων των δικαστηρίων, όπως διαπιστώνεται μέσα από τη δική μας δικαστική γνώση.  Εάν το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις εκκρεμούσες υποθέσεις για να δώσει την όλη εικόνα ουδόλως επηρεάζει.  Όπως έχουμε πολύ πρόσφατα τονίσει στην Robert Cionel Clarson v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 38/22, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411:

 

«Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα. 

 

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο. 

 

Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους.»

 

          Το παραπάνω απόσπασμα απαντά και στην εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα σε σχέση με τη σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων. Αυτοί δεν μπορούν να έχουν  καθοριστική σημασία, όπως εισηγήθηκε.  Πιο σημαντική θα ήταν, ως ελαφρυντικός παράγοντας, η παραδοχή του εφεσείοντα ως εκδήλωση έμπρακτης μεταμέλειας και ανθρώπινης συγνώμης προς το θύμα, το οποίο αντίθετα αναγκάστηκε να βιώσει ξανά τις περιστάσεις του βιασμού της και των όσων ακολούθησαν περιγράφοντας τα ως μάρτυρας.  Τούτο χωρίς να σημαίνει ότι ο εφεσείων δεν είχε απόλυτο δικαίωμα να μην παραδεχθεί και ότι η επιλογή του αυτή λαμβάνεται υπόψη επιβαρυντικά.  Θα μπορούσε όμως μια διαφορετική επιλογή να βοηθούσε το δικαστήριο να τον αντιμετωπίσει με την ανάλογη επιείκεια (Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 155/19, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57). 

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνούμε και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ θύματος και δράστη. Ο εφεσείων ήταν μεν νεαρός, αλλά μεγαλύτερος 10 χρόνια από το θύμα του, σε μια φάση της ζωής που τέτοια διαφορά ηλικίας έχει μεγάλη σημασία.

 

Δεν έχουμε εντοπίσει κανένα στοιχείο που να καθιστά την ποινή έκδηλα υπερβολική.  Ούτε και σφάλμα αρχής διαπιστώνεται σε βάρος του εφεσείοντα. 

 

Εάν υπήρξε πλημμέλεια αυτή έγινε προς όφελος του με το να διαταχθεί η συντρέχουσα έκτιση των ποινών που αφορούσαν στην διάδοση των φωτογραφιών μαζί με τις υπόλοιπες ποινές.  Όταν στην υπόθεση R vSam Buckland [2013] EWCA Crim 91, μετά το βιασμό ο δράστης διέπραξε και ληστεία εναντίον του θύματος εφόσον, φεύγοντας, άρπαξε την τσάντα της, το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρχε συσχετισμός μεταξύ των δύο αδικημάτων, επί του απλού σκεπτικού ότι «He did not have to take her possessions at that point. He could have run away. He did not.»Επί αυτού του σκεπτικού το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «was entitled to treat it in the circumstances of the trial over which he had presided as a separate offence which merited a consecutive sentence.».  Έτσι και εν προκειμένω. 

 

Η ανάρτηση φωτογραφιών της σεξουαλικής κακοποίησης του θύματος από το δράστη δεν συνιστά «ενιαία συμπεριφορά» ώστε να χωρεί η συντρέχουσα έκτιση των ποινών.  Ενέργεια που έλαβε χώρα έξι ολόκληρους μήνες μετά και είχε ως αποτέλεσμα τη διαπόμπευση της ανήλικης στο σχολείο της.  Πρόκειται σαφώς για περαιτέρω εγκληματική συμπεριφορά, για ένα «δεύτερο βιασμό».  Υιοθετώντας το απλό σκεπτικό της υπόθεσης R. vSam Buckland έχουμε την ισχυρή άποψη ότι το Κακουργιοδικείο θα μπορούσε να εξετάσει την επιβολή διαδοχικών ποινών για το συγκεκριμένο αδίκημα.  

 

Η κατάληξη αυτή υποδηλώνει ότι ο εφεσείων όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε υπερβολικά, αλλά στην πράξη έτυχε επιείκειας.

 

Η έφεση απορρίπτεται. 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

                                                         

/φκ                                                              Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο