ALGERT XHAFERI v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 207/2021, 16/11/2022

ECLI:CY:AD:2022:B453

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 207/2021)

 

 

16 Νοεμβρίου, 2022

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

ALGERT XHAFERI,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Κ. Σοφοκλέους (κα) με Ι. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

___________________________________________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Κατόπιν πληροφορίας ότι ο Εφεσείων θα προέβαινε σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην Πάφο, στις 20/10/2020 μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. Αρχηγείου τον έθεσαν υπό διακριτική παρακολούθηση. Την ίδια μέρα, ο Εφεσείων εθεάθη να τοποθετεί κάποια τσαλακωμένα σακούλια σε κάδο σκυβάλων πλησίον της οικίας του. Ακολούθως, αναχώρησε από την οικία του κρατώντας τρεις σακούλες νάιλον, τις οποίες τοποθέτησε στο όχημά του και οδηγώντας το μετέβηκε σε υπόγειο χώρο στάθμευσης συγκροτήματος διαμερισμάτων πλησίον της οικίας του όπου βρίσκεται αριθμός αποθηκών και εισήλθε εντός μίας                 εξ αυτών.

 

Στη συνέχεια εξήλθε του υπογείου και οδηγώντας μετέβη σε κάποια οδό. Τότε θεάθηκαν οι υπόλοιποι τρεις συγκατηγορούμενοι του, πρώην Κατηγορούμενοι 2, 3 και 4, εντός οχήματος που οδηγούσε ένας εξ αυτών, ο πρώην Κατηγορούμενος 2, να σταθμεύει πλησίον του οχήματος του Εφεσείοντα, από τον οποίο παραλήφθηκε ένα νάιλον σακούλι και να αναχωρούν από το μέρος.

 

Αργότερα την ίδια ημέρα, ανεκόπη για έλεγχο το όχημα που οδηγούσε ο Εφεσείων και, κατά την έρευνα που διενεργήθη, εντοπίστηκε ένα μεταλλικό κλειδί το οποίο, όπως ανέφερε ο Εφεσείων, ήταν κλειδί συγκεκριμένης αποθήκης η οποία δεν ήταν δική του. Ερωτηθείς στο πλαίσιο προφορικής ανάκρισης για τον ιδιοκτήτη της αποθήκης απάντησε ότι δεν γνώριζε.

 

Από έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία του, εντοπίστηκε το ποσό των €3000 για το οποίο ανέφερε ότι προέρχεται από τη δουλειά του. Από έρευνα που έγινε σε κάδο σκουπιδιών που βρίσκεται πλησίον της οικίας του, εντοπίστηκε ένα σακούλι νάιλον, εντός του οποίου υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Ανακρινόμενος σε σχέση με αυτά ανέφερε ότι ήταν ο ίδιος που τα είχε τοποθετήσει στον κάδο εκείνη την ημέρα.

 

Ακολούθως, ο Εφεσείων οδήγησε τα μέλη της ΥΚΑΝ Πάφου στην αποθήκη την οποία χρησιμοποίησε νωρίτερα λέγοντας ότι δεν είναι δική του και απλώς την χρησιμοποιεί. Από έρευνα που διενεργήθη στην εν λόγω αποθήκη εντοπίστηκαν, μεταξύ άλλων, ένα χάρτινο κασόνι εντός του οποίου υπήρχαν τρία νάιλον σακούλια, που περιείχαν ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης.

Στη συνέχεια ο Εφεσείων οδηγήθηκε στα Γραφεία της ΥΚΑΝ Πάφου και σε σωματική έρευνα που του διενεργήθηκε, εντοπίστηκε το ποσό των €500. Μετά από έλεγχο, διαφάνηκε ότι η Ιταλική άδεια οδηγού που παρουσίασε ο Εφεσείων σε αστυφύλακα της ΥΚΑΝ κατά την ανακοπή του για έλεγχο, καθώς επίσης και το Ιταλικό Δελτίο Ταυτότητας που ανευρέθηκε στο όχημα που οδηγούσε ήταν πλαστά και ότι ο Εφεσείων είχε καταγωγή από την Αλβανία.

 

Η φυτική ύλη που εντοπίστηκε στην κατοχή του Εφεσείοντα είναι κάνναβη συνολικού βάρους  5 κιλών και 171,88 γρ.  ενώ η φυτική ύλη με την οποία προμήθευσε έναν από τους συγκατηγορούμενους του, τον πρώην Κατηγορούμενο 2, είναι κάνναβη συνολικού βάρους 959,3 γρ.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου αριθμό κατηγοριών στις οποίες κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής. Ειδικότερα παραδέχτηκε ενοχή στην κατηγορία της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 5 κιλά και 171,88 γρ. κάνναβη με σκοπό την προμήθεια                    (2η Κατηγορία), της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 959,3 γρ. κάνναβη σε τρίτο πρόσωπο (3η Κατηγορία) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες                      (4η Κατηγορία). Στις Κατηγορίες αυτές του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης ως ακολούθως: Στην 2η Κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 ετών, στην                        3η Κατηγορία 5 ετών και στην 4η Κατηγορία 3 ετών.

 

Επιπροσθέτως παραδέχτηκε και τρεις κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, (17η, 19η και 21η Κατηγορίες), τρεις κατηγορίες πλαστοπροσωπίας (23η, 25η και 27η Κατηγορίες), μία κατηγορία για εξασφάλιση εγγραφής αλλοδαπού (28η Κατηγορία), δύο κατηγορίες για παράνομη απασχόληση (31η και 32η Κατηγορίες) και μία κατηγορία για παράνομη παραμονή (34η Κατηγορία). Σε κάθε μια από τις κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης               18 μηνών, ενώ στις κατηγορίες για πλαστοπροσωπία ποινή φυλάκισης             9 μηνών σε κάθε μια από αυτές. Στις κατηγορίες για παράνομη απασχόληση του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 μηνών σε κάθε μια από αυτές. Η ίδια ποινή του επιβλήθηκε και στην κατηγορία της παράνομης παραμονής.

 

Στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο διέταξε «όπως οι ποινές που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 2, 3 και 4 συντρέχουν μεταξύ τους αλλά να είναι διαδοχικές με τις υπόλοιπες κατηγορίες 17, 19, 21, 23, 25, 27, 28, 31, 32 και 34 οι ποινές των οποίων μεταξύ τους θα συντρέχουν

Στο Εφετήριο της παρούσας υπόθεσης αρχικά υπήρχαν 20 Λόγοι Έφεσης. Ενόψει, ωστόσο, της απόσυρσης του Λόγου Έφεσης 1 παρέμειναν οι υπόλοιποι 19 Λόγοι Έφεσης. Με τους Λόγους Έφεσης 2, 3 και 4 προβάλλεται ως λανθασμένη η επιβολή διαδοχικών ποινών. Μέσω των Λόγων Έφεσης 5, 6, 7 και 8 προσβάλλονται οι επιβληθείσες ποινές σε όλες τις κατηγορίες ως έκδηλα υπερβολικές. Με τους Λόγους Έφεσης 9, 10 και 11 ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα χρησιμοποίησε ως επιβαρυντική την παραδοχή του σε σχέση με τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά την επιβολή της ποινής στα αδικήματα που αφορούσαν τα ναρκωτικά.  Σε ό,τι αφορά τις ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες που αφορούν τα ναρκωτικά μέσω των Λόγων Έφεσης 12, 13, 15, 17 και 18 προβάλλεται ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην αποτροπή, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι μετριαστικοί παράγοντες μεταξύ των οποίων η ειλικρινής συνεργασία του Εφεσείοντα, η μη συμμετοχή του σε οργανωμένο έγκλημα και η έλλειψη οικονομικού κέρδους, καθώς και ο μειωμένος ρόλος του ως αποθηκάριου. Με τους Λόγους Έφεσης 14 και 16 ο Εφεσείων διατείνεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη η  άμεση παραδοχή του καθώς και οι προσωπικές του περιστάσεις και ελαφρυντικοί παράγοντες. Μέσω του Λόγου Έφεσης 19 προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας ενώ με το Λόγο Έφεσης 20 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σχόλια και συμπεράσματα τα οποία δεν βασίζονται σε γεγονότα.

 

Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής  (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015, ECLI:CY:AD:2015:B779). Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

Όπως σημειώσαμε στην Ελενόδωρου Κυριάκου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 68/2020, ημερ. 11/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:B180, η νομολογία υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικές ουσίες. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ναρζίπ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2014, ημερ. 21/11/2014, η ενασχόληση με τα ναρκωτικά, είτε για ιδία χρήση ή κατά μείζονα λόγο με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτους, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση. Στην υπόθεση Bora ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110 λέχθηκε ότι:

 

«Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών».

 

 

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως αυτή προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, αλλά και ένεκα «των ευρύτερων κοινωνικών και άλλων δυσμενών παρεπόμενων επιδράσεων που επιφέρουν στον κοινωνικό ιστό της κάθε τοπικής κοινωνίας» σε συνάρτηση με  την «ανησυχητική συχνότητα με την οποία αυτά διαπράττονται» η οποία, ως ορθώς επεσήμανε, επιτάσσει την επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών.

 

Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στις συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων, ορθά υπογράμμισε το γεγονός της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών που εντοπίστηκαν στην κατοχή του. Χωρίς, δε, να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η ποσότητα των 5 κιλών και 171,88 γρ. ανήκαν σε  άλλο πρόσωπο, υπογράμμισε ότι η εν λόγω ποσότητα ευρίσκετο στην κατοχή του Εφεσείοντα με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα, επισημαίνοντας παράλληλα το γεγονός ότι στην πράξη ο Εφεσείων προμήθευσε το συγκατηγορούμενο του, πρώην Κατηγορούμενο 2,  ποσότητα ενός κιλού, περίπου, κάνναβη. Όσον αφορά το ρόλο του, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι «δεν ήταν και τόσο δευτερεύων», ως ήταν η εισήγηση της συνηγόρου του, εφόσον αυτός «είχε ουσιαστικό ρόλο στη διακίνηση των ναρκωτικών αλλά και στη φύλαξη τους στην αποθήκη, της οποίας κρατούσε το κλειδί».

 

Η κα Σοφοκλέους υποστήριξε ότι, ενώ η θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι ο ρόλος του Εφεσείοντα ήταν αυτός του αποθηκάριου με σκοπό τη φύλαξη των ναρκωτικών, το Κακουργιοδικείο επιμέτρησε την ποινή σε πιο σοβαρή συμμετοχή στα αδικήματα.

 

Θα πρέπει δε να επισημάνουμε πως όντως η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι πρέπει να επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές σε οργανωμένους εμπόρους απ’ ό,τι σε περιστασιακούς προμηθευτές ή διαμεσολαβητές. Αυτό τονίστηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005)                 2 Α.Α.Δ. 466 με παράλληλη, όμως, επισήμανση ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως ελαφρυντικό ο λόγος προώθησης των ναρκωτικών. Αυτό διότι, είτε γίνεται για χρηματικό κέρδος, είτε για άλλο όφελος, η κατάληξη παραμένει η ίδια, δηλαδή η διάδοση ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα. Ουσιαστικά αυτό ήταν το νόημα και στην υπόθεση Salaryand v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 541 όπου λέχθηκε ότι: «Κατ΄ ουσίαν, η εγκληματικότητα του προμηθευτή ναρκωτικών και του διαμεσολαβητή για τη διάθεση τους δε διαφέρει. Κοινός είναι ο σκοπός και κοινό το αντικείμενο. Σκοπός είναι η μόλυνση της κοινωνίας και αντικείμενο το κέρδος».

 

Κρίνουμε πως η ορθή προσέγγιση συμπληρώνεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση Salaryand (ανωτέρω): 

 

«Έχει λεχθεί – και μπορεί να το επαναλάβουμε – ότι αυστηρή τιμωρία ατόμων που ενέχονται στη χρήση ναρκωτικών, όλως ιδιαίτερα των εμπόρων ναρκωτικών και των συνεργών τους, αποτελεί στοιχειώδη άμυνα της κοινωνίας και πράξη συμβάλλουσα στην παγκόσμια εκστρατεία καταπολέμησης και, ει δυνατόν, εκρίζωσης του κακού, που έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως η «μάστιγα των ναρκωτικών.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Εκείνο το οποίο, ωστόσο, παραμένει ως γεγονός στην παρούσα περίπτωση είναι ότι ο Εφεσείων αναμφίβολα κατέστη συνεργός κάποιου ή κάποιων οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών. Με τις ενέργειες του προσέφερε σημαντική εκδούλευση και συνδρομή στον τελικό προμηθευτή και έμπορο ναρκωτικών, όποιος και αν ήταν αυτός. Η κατάληξη της ενέργειας του αυτής δεν μπορούσε να ήταν άλλη εκτός από τη συνδρομή στη διακίνηση και διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.

 

Οφείλουμε δε καθηκόντως να παρατηρήσουμε και τα ακόλουθα: Παρότι αυτός ο τρόπος δράσης δεν μετατρέπει κάποιο συνεργό αυτού του είδους σε ιθύνοντα νου και ούτε εξισώνει την ευθύνη μεταξύ τους, εντούτοις δεν καθιστά άνευ σπουδαιότητας και σημασίας τη συνδρομή, συνέργεια, βοήθεια και εκδούλευση την οποία παρέχουν οι ενδιάμεσοι συνεργάτες προς ευόδωση του τελικού στόχου, που είναι η ολοκλήρωση του εγκλήματος, χωρίς τον κίνδυνο σύλληψης του ίδιου του εμπόρου από την Αστυνομία. Στην πραγματικότητα οι συνεργοί αυτού του είδους, εν γνώσει τους και έναντι κάποιας μορφής ανταλλάγματος, συμμετέχουν στα πιο ριψοκίνδυνα στάδια της δραστηριότητας και συνιστούν απαραίτητους κρίκους στην αλυσίδα διακίνησης ναρκωτικών κατά τρόπο που μπορεί να λεχθεί ότι χωρίς την προθυμία τέτοιων ατόμων δεν θα διαπράττετο το αδίκημα ή τουλάχιστον δεν θα καθίστατο τόσο εύκολη η διάπραξη του για τους οργανωτές του. Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν αυτό ακριβώς έπραξε ο Εφεσείων. Έχοντας υπό τη φύλαξη του τα ναρκωτικά σε αποθήκη της οποίας αυτός κρατούσε το κλειδί, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι έδιδε καθοριστικής σημασίας κάλυψη στον πραγματικό ιδιοκτήτη των ναρκωτικών μέχρι τέλους, αφού δεν τον κατονόμασε. Ορθώς, επομένως, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ο Εφεσείων διαπράττοντας τα αδικήματα είχε κύρια συνδρομή στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών, δίδοντας ξεκάθαρα σημαντικό «χέρι βοήθειας» προφανώς σε εμπόρους τους οποίους επέλεξε να μην αποκαλύψει.

 

Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του.  Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Όπως διαπιστώνεται, αφού κατέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις σχετικές με το πρόσωπο του Εφεσείοντα πληροφορίες που μπορούσαν να έχουν σημασία για την επιμέτρηση της ποινής, όπως αυτές προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας και όπως ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου του, κατευθύνθηκε ορθά από τη νομολογία αναφορικά με το βαθμό που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τέτοιου είδους αδικήματα. Με αναφορά στην υπόθεση Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448, σημείωσε ότι «καίτοι σοβαρά τα αδικήματα που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι, οι μετριαστικοί παράγοντες έχουν τη δική τους σημασία στον καθορισμό της ποινής». 

 

H ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι, παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην Απόφαση του ότι λαμβάνει υπόψη την παραδοχή του, εκ των πραγμάτων το ύψος της ποινής, ήτοι         8 έτη, είναι τέτοιο που δεν αντανακλάται η έκπτωση στην ποινή με την οποία θα έπρεπε ο Εφεσείων να είχε ουσιαστικά αμειφθεί. Υποστήριξε, ακόμη, ότι ούτε και οι υπόλοιποι ελαφρυντικοί παράγοντες που υφίσταντο, όπως η ειλικρινής συνεργασία του Εφεσείοντα και η μη συμμετοχή του σε οργανωμένο έγκλημα, λήφθηκαν επαρκώς υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Το Κακουργιοδικείο, πέραν των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα, έλαβε υπόψη και την ομολογία και παραδοχή του προς την Αστυνομία και την επί τούτω συνεργασία του με τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, ορθώς επισημαίνοντας ότι η παραδοχή, πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή αφού αυτό «ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων» (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002)                    2 Α.Α.Δ. 28). Αναφερόμενο δε στην παραδοχή και μεταμέλεια του Εφεσείοντα, όπως εκφράστηκε από τη συνήγορο του, έστω και σε κατοπινό στάδιο, επεσήμανε και το γεγονός ότι αυτή ήταν χωρίς περιστροφές.

 

Το ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η συνεργασία του Εφεσείοντα με την Αστυνομία δεν υπήρξε ειλικρινής και ότι ο βαθμός της «ήταν μέχρι εκεί που δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά» δεν ήταν αυθαίρετο αλλά, αντιθέτως, εύλογο συμπέρασμα που προέκυπτε από τα ίδια τα γεγονότα. Ο Εφεσείων είχε γίνει αντιληπτός από την Αστυνομία να σταθμεύει πλησίον του οχήματος που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος 2 και να τον προμηθεύει με ποσότητα ενός κιλού, περίπου, ναρκωτικά. Τα περιθώρια, επομένως, για άρνηση παραδοχής ευλόγως θεωρήθηκαν ως περιορισμένα. Το γεγονός δε ότι αρνήθηκε μέχρι τέλους να κατονομάσει τον πραγματικό ιδιοκτήτη των ναρκωτικών δίδοντας με αυτό τον τρόπο, όπως εύστοχα ανέφερε το Κακουργιοδικείο «καθοριστικής σημασίας κάλυψη» σε αυτόν ο οποίος παρέμεινε ατιμώρητος, ορθώς οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η συνεργασία του με την Αστυνομία δεν ήταν ειλικρινής και πλήρης. 

 

Το Κακουργιοδικείο δεν αγνόησε, επίσης, τις πρόνοιες του Άρθρου 30(4)(β)(ιι) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (29/1977), το οποίο καθιστά το αδίκημα λιγότερο σοβαρό όταν ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει το αδίκημα παρασυρόμενος από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σε αυτόν. Με παραπομπή στην υπόθεση Τσιάκκα και Ιωάννου (2011) 2 Α.Α.Δ. 282, επεσήμανε ότι «ο ρόλος τρίτου προσώπου, η εμπλοκή του και η υποκίνηση του κατηγορούμενου για διάπραξη των αδικημάτων αποτελεί όντως μετριαστικό παράγοντα, ανάλογα βέβαια με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104)». Ορθώς, δε, δεν θεώρησε ως ελαφρυντικό παράγοντα τον ισχυρισμό που προεβλήθη κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής, ότι αυτός ενήργησε και υπό το κράτος απειλών. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020, στην οποία παρέπεμψε το Κακουργιοδικείο, «Ούτε συνιστούσε μετριαστικό παράγοντα, όπως ορθά κρίθηκε από την πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου στην απόφαση επί της ποινής, το γεγονός ότι ο Εφεσείων διέπραξε το αδίκημα επειδή τον απειλούσαν τρίτα πρόσωπα. Εάν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, όφειλε να αποταθεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους και όχι να εμπλακεί σε εγκλήματα αυτής της μορφής, αποτέλεσμα των οποίων είναι η εξαθλίωση άλλων ανθρώπων.»  Το Κακουργιοδικείο σχολιάζοντας τα πιο πάνω έθεσε το ζήτημα τέτοιων περιστάσεων υπό την ορθή τους διάσταση ως ακολούθως:

 

«Ό,τι οφείλουμε να επισημάνουμε είναι πως, ο μόνος δρόμος για όσους δέχονται πιέσεις ή πειρασμούς είναι, είτε η απόσταση από τέτοιες παράνομες εστίες είτε η συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους, κυρίως πριν την εμπλοκή τους στη διάπραξη αδικημάτων, παρ΄ ότι και η μετέπειτα συνεργασία είναι καλοδεχούμενη, προκειμένου να βοηθήσουν και τους ίδιους αλλά και την υπόλοιπη κοινωνία. Δικαιολογίες για αντίθετη συμπεριφορά δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα τυγχάνουν ιδιαίτερης βαρύτητας ως μετριαστικός παράγοντας.  Είναι λυπηρό που οι κατηγορούμενοι 1 και 2 έχουν τα προβλήματα τους ωστόσο επέλεξαν ένα δρόμο ο οποίος με τη δική τους συνδρομή αναμενόταν ότι θα δημιουργούσε προβλήματα σε άλλους συνανθρώπους, αν τα ναρκωτικά δεν κατέληγαν στα χέρια της αστυνομίας.  Πρόκειται για αδιαφορία η οποία συνδέεται άρρηκτα με την προώθηση προσωπικού συμφέροντος χωρίς ενσυναίσθηση έναντι των όποιων συνεπειών στο συνάνθρωπο».  

 

 

Η συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα χρησιμοποίησε επιβαρυντικά την παραδοχή του στα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά την επιβολή της ποινής στις κατηγορίες που αφορούσαν τα ναρκωτικά. Έρεισμα για την πιο πάνω εισήγηση αποτέλεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του Κακουργιοδικείου:

«Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης οφείλουμε να επισημάνουμε πως αυτά ενέχουν μεγάλη σοβαρότητα, λόγω της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών, που εντοπίστηκαν στην κατοχή του κατηγορούμενου 1, αλλά και του κατηγορούμενου 2 ο οποίος προμηθεύθηκε από τον κατηγορούμενο 1 ποσότητα ενός κιλού, περίπου, κάνναβης. Ως ιδιαίτερα επιβαρυντική κρίνεται η παράνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 ο οποίος από το 2014 εξαπάτησε το κράτος με πλαστή ταυτότητα συνεχίζοντας τη δράση του και στη συνέχεια με την κυκλοφορία της αλλά και την εξασφάλιση Άδειας Οδήγησης εξαπατώντας εκ νέου τις αρχές της Δημοκρατίας, παραμένοντας σ’ αυτήν παράνομα. Αποκορύφωμα της «δεδηλωμένης» ασέβειας του στις αρχές και τους νόμους της Δημοκρατίας ήταν η ενασχόληση του με ό,τι πιο σοβαρή και ταυτόχρονα παράνομη δραστηριότητα, ήτοι την προμήθεια ναρκωτικών προς τον κατηγορούμενο 2 αλλά και την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε τρίτα πρόσωπα, την οποία διατηρούσε σε αποθήκη. Υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις προκύπτει πως η όλη διάσταση της εγκληματικής του δράσης προκρίνει το συμπέρασμα πως πρόκειται για πρόσωπο χωρίς δισταγμούς ή φραγμούς με κλιμακωτά αυξανόμενη εγκληματικότητα.»

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Ό,τι προκύπτει από το σχετικό απόσπασμα είναι ο σχολιασμός από πλευράς του Κακουργιοδικείου των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων που αφορούσαν την πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και η διαπίστωση ότι η εγκληματική δράση του Εφεσείοντα δεν περιορίστηκε σε αυτά, εφόσον σε μεταγενέστερο στάδιο προέκυψε η ενασχόληση του με σοβαρότερης μορφής εγκληματική δράση ήτοι, αυτή που αφορούσε την κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους, καθώς και την προμήθεια ναρκωτικών προς τον Κατηγορούμενο 2. Σε κανένα σημείο δεν διαπιστώνεται η παραδοχή του Εφεσείοντα στα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου να λειτούργησε επιβαρυντικά κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής στις κατηγορίες που αφορούσαν τα ναρκωτικά.

 

Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες, όπως επεσήμανε με παραπομπή σε σχετική νομολογία (Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160), είναι ενδεικτικές του τρόπου αντιμετώπισης των υποθέσεων κατά το χρόνο διάπραξης τους χωρίς, ωστόσο, να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, δεδομένων των ξεχωριστών περιστάσεων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση, αλλά και τον κάθε παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 1).

 

Στην υπόθεση  Κατσάπαου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 318, στην οποία παρέπεμψε το Κακουργιοδικείο, μετά από παραδοχή, επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μέγιστη τα 8 έτη.  Η ανευρεθείσα ποσότητα ανερχόταν στο 1 κιλό και 481 γραμμάρια ξηρής φυτικής κάνναβης. Ειδικότερα, για το αδίκημα της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β σε άλλο πρόσωπο, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών, για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών.

Θα προσθέταμε στο σημείο αυτό και κάποιες άλλες αποφάσεις οι οποίες είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για ό,τι κειμένως απασχολεί.

 

Στην Ahmed κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 801, επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης με ανώτατη ποινή έξι ετών για προμήθεια ρητίνης καννάβεως συνολικού βάρους «... περίπου 947γρ...», σε νεαρούς κατηγορουμένους, με λευκό ποινικό μητρώο, μετά από παραδοχή και με τον ιθύνοντα νου να είναι άλλο πρόσωπο που δεν συνελήφθη. Η ποινή χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο, ως «... αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις και οπωσδήποτε όχι έκδηλα υπερβολική».

 

Στην Soleimani ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 476, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών μετά από παραδοχή, για κατοχή 977.7691 γραμμαρίων ρητίνης καννάβεως με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 26 ετών. Δεν ήταν ο ιθύνων νους, συνεργάστηκε με την Αστυνομία και ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Ο ρόλος του κατηγορουμένου ως μεταφορέα των ναρκωτικών (που εντοπίστηκαν στο μοτοποδήλατο που οδηγούσε μετά από ανακοπή του             και αστυνομική έρευνα στο χώρο αποσκευών), χαρακτηρίστηκε ως «... ιδιαιτέρως σημαντικός, θα προσθέταμε απαραίτητος, πράγμα που δικαιολογεί και την περαιτέρω παρατήρηση του Κακουργιοδικείου πως η δράση του δεν διέφερε από τη δράση οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί ως έμπορος ναρκωτικών».

 

Στην Πολυδώρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 492 επικυρώθηκε η επιβολή ποινής φυλάκισης 8 ετών στον εφεσείοντα για κατοχή 733 γρ. κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο.

Πολύ πρόσφατα στην Ελενόδωρου Κυριάκου (ανωτέρω) επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών που επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια 810, 44 γρ. κάνναβης. Ο εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες για ιδίας φύσεως αδικήματα. Στην υπόθεση Βάσος Γλυκερίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 171/2020, ημερ. 8/7/2022, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών που επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια 996,8 γρ. κάνναβης. Και σε αυτή την υπόθεση ο εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες για ιδίας φύσεως αδικήματα.

 

Σε ό,τι δε αφορά τις κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε στην υπόθεση  Davidescu  v. Δημοκρατίας,  Ποινική Έφεση Αρ. 197/2018, ημερ. 8/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:D283  όπου επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης μέχρι 20 μηνών για κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και 10 μηνών για πλαστοπροσωπεία, καθώς και στην υπόθεση Rachoo v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 88/2014, ημερ. 22/9/2014, όπου επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Εκείνη η υπόθεση αφορούσε περίπτωση όπου ο εφεσείων προσπάθησε να ταξιδέψει εκτός Κύπρου με πλαστό διαβατήριο.  Επίσης επιβλήθηκε και ποινή 5 μηνών για το αδίκημα της πλαστοπροσωπείας.  Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση σχολίασε ότι «η ποινή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως επιεικής, αλλά μη υπάρχοντος οποιουδήποτε παραπόνου από τη Δημοκρατία δεν σκοπεύουμε να επέμβουμε».

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι οι υπό κρίση ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών, αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Αντίθετα, η διαπίστωση μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στις ποινές που επέβαλε αναμφίβολα απέδωσε βαρύνουσα σημασία σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

Όσον αφορά τους Λόγους Έφεσης 2, 3 και 4 που αναφέρονται στο ζήτημα της επιβολής διαδοχικών ποινών, η ουσία της επιχειρηματολογίας της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε μόνο το κατά πόσο η συμπεριφορά του Εφεσείοντα ήταν ενιαία ή ξεχωριστή, παραλείποντας να εξετάσει στη συνέχεια αν η συνολική ποινή που θα επέβαλλε ήταν σύμφωνη με την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας.

 

Σε σχέση με αυτό το θέμα το Κακουργιοδικείο, αφού καθοδηγήθηκε ορθά  ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα επιβολής διαδοχικών ποινών, κατέληξε ως εξής:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, οι ποινές που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο 1 στις κατηγορίες 2, 3 και 4, αφορούν αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν ως μια ενότητα ξεχωριστής συμπεριφοράς του, οι δε επιβληθείσες ποινές στις υπόλοιπες κατηγορίες αφορούν μία άλλη ξεχωριστή ενότητα συμπεριφοράς του από το 2014 έως το 2020.  Υπό τις δεδομένες αυτές περιστάσεις δεν είναι δυνατόν ή επιτρεπτό να θεωρηθεί πως πρόκειται για ενιαία ενέργεια του κατηγορούμενου 1. Ως εκ τούτου κρίνουμε πως νομιμοποιούμαστε να διατάξουμε όπως οι ποινές των κατηγοριών 2, 3 και 4 συντρέχουν μεταξύ τους αλλά να είναι διαδοχικές με τις υπόλοιπες κατηγορίες, ήτοι οι κατηγορίες 17, 19, 21, 23, 25, 27, 28, 31, 32 και 34 οι ποινές των οποίων μεταξύ τους θα συντρέχουν».

 

 

Δεν αμφισβητήθηκε η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, ότι στην προκείμενη περίπτωση τα αδικήματα των Κατηγοριών 2, 3 και 4 αφορούσαν αδικήματα που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας συμπεριφοράς ξεχωριστής από εκείνη στο πλαίσιο της οποίας διαπράχθηκαν οι υπόλοιπες Κατηγορίες. Ό,τι εγείρεται είναι το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε το ζήτημα επιβολής διαδοχικών ποινών και από της άποψης της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Η εν λόγω διαπίστωση, ωστόσο, δεν καθιστά την απόφαση του Κακουργιοδικείου για την αθροιστική ποινή των 9½ ετών τρωτή, αν αυτή δεν είναι υπέρμετρη ή δυσανάλογη ποινή ως προς τη συνολική ευθύνη του Εφεσείοντα.

 

Με δεδομένη, επομένως, τη δυνατότητα που παρείχετο για την έκδοση διαταγής για διαδοχικές ποινές ό,τι απομένει προς εξέταση είναι η έκταση και το εύρος των ποινών σε συνάρτηση με την αρχή της συνολικότητας της ποινής, ώστε ο χρόνος που ο Εφεσείων θα εκτίσει στη φυλακή να είναι ανάλογος και να ανταποκρίνεται στη συνολική έκνομη συμπεριφορά του όπως αυτή προσδιορίστηκε με βάση τα τεθέντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου γεγονότα.  Όπως τονίσαμε στην υπόθεση Μούζου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 127/2020, ημερ. 18/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:B119:

 

«Στο τέλος είναι η αίσθηση του δικαίου από το Δικαστήριο που θα διαμορφώσει το ορθό αποτέλεσμα. Διαφορετικά, διαδοχικές ποινές, ορθές ιδωμένες μεμονωμένα, μπορεί να οδηγήσουν σε αδικαιολόγητα μεγάλες ποινές, ενώ από την άλλη συντρέχουσες ποινές να δώσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι ένα πιο σοβαρό έγκλημα επικαλύπτει άλλα λιγότερο σοβαρά, κατά τρόπο που αυτά να παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητα και να μπορούν να διαπράττονται χωρίς κόστος».

 

 

Υπό τα δεδομένα της υπόθεσης και τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, δεν διαπιστώνουμε η ποινική μεταχείριση του μέσω της επιβολής διαδοχικών ποινών και η συνολική ποινή των 9½ ετών που του επιβλήθηκε να παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας ώστε να παρέχεται περιθώριο επέμβασης από το Εφετείο.

 

Αβάσιμες, επίσης, κρίνονται και οι υπόλοιπες αιτιάσεις του Εφεσείοντα ως προς τη μη ύπαρξη δέουσας αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η πρωτόδικη Απόφαση είναι ορθά δομημένη και καλύπτει πλήρως όλα τα ουσιώδη γεγονότα και μετριαστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να μην χωρεί παρέμβαση μας.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                      Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο