ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021, 19/12/2022

ECLI:CY:AD:2022:B485

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021)

 

19 Δεκεμβρίου, 2022

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ,

 

                                                              Eφεσείων,

                                              

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

                                            Εφεσίβλητης.

____________________

 

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι 24 κιλών και 939 γραμμαρίων κάνναβης και της παράνομης κατοχής της ίδιας ποσότητας, με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 13 ετών.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζονται οι κατηγορίες καταγράφονται στην απόφαση Κακουργιοδικείου ως ακολούθως:

 

«Ο κατηγορούμενος αφίχθηκε στις 12/04/2021 στο αεροδρόμιο Λάρνακας, με πτήση από την Αθήνα. Λειτουργός του Τμήματος Τελωνείου εξέτασε ακτινοδιαγνωστικά την αποσκευή του και διαπίστωσε ότι περιείχε αριθμό ομοιόμορφων συσκευασιών. Ζήτησε από τον κατηγορούμενο να ανοίξει την βαλίτσα για έλεγχο και ανάφερε ότι δεν ήταν δική του και δεν είχε τα κλειδιά.  Αφού η τελωνειακός λειτουργός παραβίασε την κλειδωνιά, εντόπισε σε αυτή τις 128 αεροστεγώς σφραγισμένες, όποιες μεταξύ τους, με κάνναβη συνολικού βάρους 24 κιλών και 939 γραμμαρίων.  Ο κατηγορούμενος τότε ανάφερε «τα έφερα για άλλο» και συνελήφθηκε για αυτόφωρα αδικήματα. 

 

Ο κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λάρνακας όπου προέβηκε σε κατάθεση στην οποία παραδέχτηκε την εισαγωγή των ναρκωτικών προς όφελος άλλων προσώπων, για τα οποία ανάφερε ότι γνωρίζει μόνο τα μικρά τους ονόματα και ότι θα λάμβανε αμοιβή 1000 ευρώ.  Για τους σκοπούς του ταξιδιού του αποστάληκαν ηλεκτρονικά αεροπορικά εισιτήρια και ταξίδεψε από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα, παρέλαβε την βαλίτσα και στην συνέχεια ταξίδεψε από Αθήνα προς Κύπρο. 

 

Ο κατηγορούμενος έδωσε στοιχεία σε σχέση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν ως μεταφορείς των ναρκωτικών όπως και ο ίδιος, παρόλο που δήλωσε ότι δεν προτίθεται να δώσει σχετική μαρτυρία.  Διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για υπαρκτά πρόσωπα, η δραστηριότητα των οποίων διερευνάται.»

 

 

 

Ο εφεσείων, είναι 33 ετών και κατάγεται από τα Μετέωρα της Θεσσαλονίκης. Είναι λευκού ποινικού μητρώου. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και το δεύτερο σύζυγό της, καθότι ο πατέρας τους εγκατέλειψε όταν αυτός ήταν βρέφος, χωρίς να διατηρήσει οποιαδήποτε ουσιαστική επικοινωνία μαζί του. Είναι απόφοιτος γυμνασίου και εργάζεται από την ηλικία των 13 χρόνων. Στα 18 υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά για 9 μήνες. Σε ηλικία 23 ετών τέλεσε γάμο με ομοεθνή του και είναι πατέρας δύο παιδιών, ηλικίας 9 και 7 ετών. Από το 2019 χώρισε με τη σύζυγό του. Η περίοδος χωρισμού τους ήταν δύσκολη για τον εφεσείοντα, με την πρώην σύζυγό του να του δημιουργεί πρόβλημα στην επικοινωνία με τα παιδιά τους, παρά την ύπαρξη διατάγματος επικοινωνίας. Μετά το χωρισμό απώλεσε την εργασία του και παρέμεινε άνεργος για δύο χρόνια, λαμβάνοντας ανεργιακό επίδομα.

 

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής (α) τη συνεργασία του με τις Αρχές, (β) το ρόλο του ως μεταφορέα και, επίσης, ότι δεν διέκρινε κάποια χαρακτηριστικά που υπήρχαν και τον κατέτασσαν σε άβουλο όργανο των εντολέων του και (γ) τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις.

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε επιβληθείσες ποινές επαναλήφθηκαν στη  Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779

 

 

Σε υποθέσεις όπου προσβάλλεται η ποινή ως έκδηλα υπερβολική, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται εκεί όπου η πρωτόδικη προσέγγιση δεν είναι απλώς αυστηρή, αλλά το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορούμενου (Valtez v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 144/16 κ.ά., ημερομηνίας 21.2.2017). 

 

Εξετάσαμε την επιβληθείσα ποινή στο πιο πάνω πλαίσιο. Το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων, ως προδιαγράφεται από την ανώτατη ποινή της δια βίου φυλάκισης που προνοείται από τη σχετική νομοθεσία, καθώς επίσης στις ολέθριες επιπτώσεις που έχει στην κοινωνία η εξάπλωση των ναρκωτικών. Τόνισε δε την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, λόγω της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τέτοιου είδους αδικημάτων.

 

Στην υπόθεση Bora ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 79/2017, ημερομηνίας 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, επαναλήφθηκαν οι αρχές που εφαρμόζονται κατά την επιβολή ποινής σε τέτοιου είδους υποθέσεις:

 

«Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια  εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B469).».

 

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο τον χαρακτήρισε ως μεταφορέα, χωρίς να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά που τον κατέτασσαν σε άβουλο όργανο των εντολέων του. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το σχεδιασμό, οργάνωση, αγορά και εισαγωγή των ναρκωτικών. Εκτελούσε οδηγίες που του δίδονταν από το τηλέφωνο από τα πρόσωπα που τον στρατολόγησαν για τη μεταφορά των ναρκωτικών, οι οποίοι του διευθέτησαν το αεροπορικό εισιτήριο για να ταξιδέψει στην Κύπρο, ενώ αξιοσημείωτο, κατά την εισήγηση, ήταν και ότι του παρέδωσαν τη βαλίτσα που περιείχε τα ναρκωτικά κλειδωμένη και δεν του έδωσαν το κλειδί της βαλίτσας. Τα στοιχεία αυτά καταδείκνυαν ότι αυτός ήταν ένα άβουλο όργανο των προσώπων που τον στρατολόγησαν για τη μεταφορά των ναρκωτικών στην Κύπρο και έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Παρέπεμψε δε ο συνήγορος στα όσα αναφέρθηκαν στη Valtez, πιο πάνω, προς υποστήριξη της θέσης του ότι το Δικαστήριο όφειλε να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά του δράστη που καθορίζουν, αφενός, το βαθμό υπαιτιότητάς του και, αφετέρου, το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών που μεταφέρει.

 

Στη Valtez, το Εφετείο αναφέρθηκε στο Drug Offences Guideline, που εξεδόθη το Μάρτιο του 2011 από το Sentencing Guideline, σύμφωνα με την οποία οι αδικοπραγούντες διαχωρίζονται  σε κατηγορίες, με στόχο την ομοιομορφία στις ποινές. Παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την Regina vChristiana Boakye a.o. (2012) EWCA Cr.838:

 

«34. First, the guideline does not treat all couriers the same. On the contrary, it invites the court to assess each case individually according, first, to the harm done by the offence (which is very broadly measured by the quantity and type of drug concerned), and, secondly, according to the culpability of the offender (which is very broadly measured by the role or function of the offender in the offence). The differentiation reflects what was said in the March 2011 Consultation Paper, which was this: "In developing this guideline, the Council wished to distinguish between professional couriers -- that is, those who are employed by someone else to import/export drugs for financial gain, but do so in the knowledge that they are committing an offence and are not unduly pressurised into doing so -- and socalled drug 'mules', outlined in more detail below. ....»

 

Και κατέληξε:

 

«Η πεμπτουσία της ως άνω παρατήρησης είναι ότι το Δικαστήριο πρέπει να διαχωρίσει σε τι είδους μεταφορείς ναρκωτικών θα επιβάλει ποινή, όχι αυστηρά με το να «κατατάξει» σε κατηγορίες ή υποκατηγορίες αλλά να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά του δράστη που καθορίζουν αφενός το βαθμό υπαιτιότητας του και αφετέρου το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών που μεταφέρει.» 

 

 

Εν προκειμένω, ορθά έκρινε το Κακουργιοδικείο ότι η παρούσα περίπτωση κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο σοβαρές. Επρόκειτο για εισαγωγή μίας πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών η οποία, αν δεν γινόταν ο σχετικός έλεγχος στο αεροδρόμιο, θα διοχετευόταν στην αγορά, με καταστροφικές συνέπειες για τους χρήστες και για την κοινωνία γενικότερα. Όπως διαχρονικά υποδεικνύει η νομολογία και επαναλήφθηκε στη  Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 400, «η πείρα  καταδείχνει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για την μεταφορά των ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου». (Βλ. επίσης Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 577).

 

Ο εφεσείων, έστω και εάν ενεπλάκη στην όλη επιχείρηση μόνο ως μεταφορέας για να εισπράξει μία μικρή αμοιβή, χωρίς να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη στην οργάνωση της όλης επιχείρησης, δεν παύει από το να αποτελεί ένα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της εισαγωγής των ναρκωτικών στη χώρα μας. Το γεγονός ότι του δόθηκε μία βαλίτσα κλειδωμένη, ως ισχυρίστηκε, δεν μειώνει τη δική του εμπλοκή. Ανέλαβε να μεταφέρει αυτή τη βαλίτσα μεγάλου βάρους, που ήταν γεμάτη με ναρκωτικά, και να την εισάξει στη Δημοκρατία. Δε διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στον καθορισμό του ρόλου του εφεσείοντα στην όλη επιχείρηση.

 

Ούτε οι προσωπικές του συνθήκες και τα οικονομικά του προβλήματα, τα οποία τον οδήγησαν να διαπράξει τα εν λόγω αδικήματα, μεταφέροντας, έναντι αμοιβής €1.000, τα ναρκωτικά από την Ελλάδα στη Κύπρο, μειώνουν τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων.

 

Λήφθηκε, επίσης, υπόψη η παραδοχή του εφεσείοντα και η θετική του στάση, καθώς και η συνεργασία του με τις αρχές, έτσι ώστε να δικαιούται να επικαλεστεί τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 30(4)(β) του Ν29/1977. Σημειώθηκε, βεβαίως, ότι, σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα, όπου η σύλληψη διενεργείται επ΄ αυτοφώρω, η σημασία της παραδοχής αμβλύνεται. Ο εφεσείων προβάλλει πως ο εφεσείων πως είχε κατονομάσει τους στρατολόγους του στην Ελλάδα, καθώς και πρόσωπα που συνέργησαν με διάφορους τρόπους στο να γίνει η εισαγωγή των ναρκωτικών στη Δημοκρατία. Ο εφεσείων έδωσε μικρά ονόματα και τηλέφωνα κάποιων προσώπων, δεν πρόκειται όμως για περίπτωση όπου, με κίνδυνο τη ζωή του, οδήγησε στον εντοπισμό και σύλληψη προσώπων, οι οποίοι βρίσκονταν πίσω από την όλη επιχείρηση των ναρκωτικών. Εν πάση περιπτώσει, ο παράγοντας αυτός λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο στην ορθή του διάσταση.

 

Το λευκό του ποινικό μητρώο, επίσης, λήφθηκε υπόψη, καθώς και οι επιπτώσεις που θα έχει μια πολύχρονη ποινή φυλάκισης, τόσο στον ίδιο τον εφεσείοντα, όσο και στην οικογένειά του. Ωστόσο, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, η σοβαρότητα της υπόθεσης και η αναγκαιότητα αποτροπής δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιβολή άλλης από ποινή πολυετούς φυλάκισης.

 

Εν κατακλείδι, σημειώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες και όλα όσα τέθηκαν από τον εφεσείοντα και τα στάθμισε ορθά και εντός των πλαισίων της νομολογίας. Η επιβληθείσα ποινή αντικατοπτρίζει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου και του ατόμου του εφεσείοντα και δεν είναι υπερβολική.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

/ΧΤΘ                                                                                          ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο