ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. Κ. Ρ. Α., Ποινική Έφεση Αρ. 122/2022, 1/12/2022

ECLI:CY:AD:2022:B472

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 122/2022)

 

1 Δεκεμβρίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/τές]

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

 

Κ. Ρ. Α.,

 

Εφεσίβλητου,

____________________

 

 

Λ. Σίγαρ (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

____________________

 

[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία των αδικημάτων θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία του ανήλικου προσώπου]

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε ότι 24 φορές, σε άγνωστες ημερομηνίες την περίοδο μεταξύ 2009 και 2013, διέπραξε το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, «ιδιαιτέρως ευάλωτου», κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν.87(Ι)/2007.  Θύματα του Εφεσίβλητου, που γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1995 και κατά την ουσιώδη περίοδο ήταν και αυτός ανήλικος, ηλικίας 14 μέχρι 18 χρόνων, ήταν οι μικρότερες αδελφές του Ν. και Χ., που γεννήθηκαν το 2002 και το 2004 και κατά την ίδια περίοδο ήταν ηλικίας 7 μέχρι 11 χρόνων και 5 μέχρι 9 χρόνων, αντίστοιχα.  Η εκμετάλλευση συνίστατο, κάθε φορά, στο να ακουμπά και να τρίβει ο Εφεσίβλητος το πέος του στον πρωκτό του κοριτσιού που κακοποιούσε και να εκσπερματώνει στο σώμα της.  Την πράξη αυτή διενήργησε 15 φορές επί της Ν. και άλλες 9 φορές επί της Χ. 

 

Ως αποτέλεσμα της έκνομης συμπεριφοράς του προκλήθηκε άμεσα ψυχική βλάβη τόσο στην Ν. όσο και στην Χ. και ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε δύο συναφείς κατηγορίες για πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν.119(Ι)/2000.  Παραδέχτηκε ακόμα δύο κατηγορίες, για κοινή επίθεση κατά της Χ. και ότι την απείλησε αναφέροντας της «μπορώ να σε κτυπήσω πάρα πολλά άσσιημα και εν θα θυμάσαι πια τι έγινε».

 

Οι μεγαλύτερες ποινές, δύο χρόνια φυλάκιση, του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης.  Στις υπόλοιπες κατηγορίες επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης μερικών μηνών, με μεγαλύτερη τη φυλάκιση για έξι μήνες στις κατηγορίες της πρόκλησης ψυχικής βλάβης.  Το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως όλες οι ποινές που αφορούσαν τις κατηγορίες με θύμα την Ν. συντρέχουν μεταξύ τους και είναι διαδοχικές με τις ποινές που αφορούσαν τις κατηγορίες με θύμα την Χ., που επίσης διέταξε να συντρέχουν μεταξύ τους.  Ουσιαστικά ο Εφεσίβλητος τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης δύο χρόνων αναφορικά με κάθε κορίτσι, στο σύνολο τέσσερα χρόνια.

 

Με ένα λόγο έφεσης ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει τις ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ως έκδηλα ανεπαρκείς και αποτέλεσμα σφάλματος αρχής εκ μέρους του Κακουργιοδικείου.

 

Ενώπιον μας, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα διευκρίνισε ότι δεν διαφωνεί με οτιδήποτε αναφέρεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις επιμέρους παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Ούτε ισχυρίστηκε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη στοιχεία που δεν έπρεπε ή αγνόησε άλλα που όφειλαν να προσμετρήσουν στην κρίση του.  Εντούτοις, εισηγείται, παρά την ορθή καθοδήγηση, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε ανεπαρκή ποινή.

 

Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των υπόψη αδικημάτων, που αντανακλάται στη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή της φυλάκισης των 20 χρόνων για τη διάπραξη τους[1] και στη σχετική πρόνοια του νόμου που καθιστά επιβαρυντικό στοιχείο το γεγονός ότι το θύμα δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 12 χρόνων,[2] όπως ήταν και τα δύο κορίτσια σε όλη την ουσιώδη περίοδο.  Και ορθά θεώρησε την προβλεπόμενη ποινή ως τη αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής του Εφεσίβλητου (Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, 636-7). 

 

Ορθά σημείωσε ότι τα αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά προσβάλλουν και ενίοτε συνθλίβουν την προσωπικότητα και το ψυχισμό του θύματος και πως πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα.  Μνημόνευσε προς τούτο τις Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.71/2020, ημερ.28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ν.Ν., Ποιν. Έφ. Αρ.69/2017, ημερ.5.12.2017.  Οι ποινές, ανέφερε, πρέπει να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και να εξυπηρετούν την προσπάθεια καταστολής τέτοιου είδους αδικημάτων και παρέπεμψε στις Λευκαρίτης ν. Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 1165, ECLI:CY:AD:2016:B531, 1182 και Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 562, 568.  Ανέφερε ακόμα το Κακουργιοδικείο ότι αποτελεί θλιβερή διαπίστωση ότι τα τελευταία χρόνια αυτής της φύσης τα αδικήματα παρουσιάζουν ανησυχητικές αυξητικές διαστάσεις, ότι έχουν πολλαπλασιαστεί επικίνδυνα και έχουν καταντήσει κοινωνική μάστιγα, γεγονός που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής κατά την επιλογή της ποινής εντονότερο.  Προς τούτο, αναφέρθηκε ξανά στη Σ.Α.Χ. και στην Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.155/2019, ημερ.25.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57.

 

Περαιτέρω, ορθά καθοδηγήθηκε και ως προς την επίδραση του στοιχείου της αποτροπής στην αρχή της εξατομίκευσης της ποινής, στη βάση των προσωπικών συνθηκών και χαρακτηριστικών του καταδικασθέντα.  Ότι δηλαδή, ο παράγοντας της εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε τέτοια έκταση ώστε να εξουδετερώνει τον παράγοντα της αποτροπής, που έτσι μειώνεται ανάλογα ως δυνατότητα, χωρίς ωστόσο να καταργείται ως επιδίωξη.  Κατέληξε το Κακουργιοδικείο με το πιο κάτω περιεκτικό απόσπασμα από την Γ.Ν. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.178/2017, ημερ.14.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457 ότι: «Η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή, η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας.»

 

Θα συνοψίσουμε τις επιμέρους περιστάσεις και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και του προσώπου του Εφεσίβλητου, που εντοπίστηκαν και από το Κακουργιοδικείο ως παράμετροι που άπτονταν του ζητήματος της επιμέτρησης της ποινής.

 

Τα δύο κορίτσια ήταν σε πολύ τρυφερή ηλικία, είχαν ωστόσο αντίληψη ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν σωστό.  Και αισθάνονταν αηδία, συναίσθημα που επιτάθηκε με την πάροδο του χρόνου, όταν μεγαλώνοντας κατάλαβαν «πόσο λάθος ήταν».  Τα κορίτσια γνώριζαν μεταξύ τους ότι την ίδια μεταχείριση αντιμετώπιζε και το άλλο.  Άλλωστε από μια φορά, ήταν το καθένα μάρτυρας της κακοποίησης του άλλου.

 

Το Κακουργιοδικείο μνημονεύει την αναφορά στη Σ.Α.Χ. ότι: «Στις περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, είναι επιβαρυντικό στοιχείο η επίδειξη του ανδρικού γεννητικού οργάνου του δράστη και η υπό διέγερση χρησιμοποίηση του προσεγγίζοντας το ή, χειρότερα, αγγίζοντας το στο σώμα του παιδιού.», όπως ήταν τα γεγονότα στην περίπτωση εκείνη.  Έλαβε ακόμα υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο ότι ο Εφεσίβλητος ακουμπούσε το γεννητικό του όργανο στο σώμα των κοριτσιών και εκσπερμάτωνε στο σώμα τους.  Το γεγονός της εκσπερμάτωσης στη παρουσία του παιδιού και ακόμα περισσότερο όταν γίνεται στο σώμα του παιδιού, συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο στις περιπτώσεις αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.  Και ακόμα θα προσθέταμε τη συγγένεια, που το Κακουργιοδικείο επίσης έλαβε υπόψη.  Όταν ο δράστης είναι ο πατέρας ή ο αδελφός, ανατρέπεται συθέμελα ο ψυχικός κόσμος του παιδιού. 

 

Τα αδικήματα διαπράττονταν στη κατοικία της οικογένειας, στο χώρο όπου τα δύο κορίτσια θα έπρεπε να αισθάνονται ασφάλεια και οικογενειακή θαλπωρή, αντί όμως τούτου βίωναν τον εξευτελισμό και την καταρράκωση της αξιοπρέπειας τους, από τον μεγαλύτερο τους αδελφό που, στην απουσία πατέρα από την οικογένεια, θα έπρεπε να αναδειχτεί ο προστάτης και καθοδηγητής τους.  Αντί τούτου όμως, εκμεταλλεύτηκε τη θέση εξουσίας και την επιρροή που είχε στα αδύναμα κοριτσάκια, προσχεδιασμένα και συστηματικά διέπραξε σε βάρος τους σοβαρά εγκλήματα και τα διέλυσε ψυχολογικά.

 

Οι καταγγελίες έγιναν οκτώ χρόνια μετά που τερματίστηκε η σεξουαλική εκμετάλλευση των κοριτσιών, τον Απρίλιο του 2021 όταν η Χ. ανέφερε για τα περιστατικά στη σύμβουλο μαθητών του σχολείου της.

Μετά τις καταγγελίες των κοριτσιών, η Χ., της οποίας η ψυχική βλάβη ήταν προδήλως σοβαρότερη, εξετάστηκε και αξιολογήθηκε ψυχολογικά από κλινική ψυχολόγο, που διαπίστωσε συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες η οποία συνδεόταν άμεσα με τα καταγγελλόμενα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης. Αναφερόταν στη σχετική έκθεση ότι η Χ. είχε μεγαλώσει σ’ ένα ιδιαίτερα κακοποιητικό περιβάλλον από νεαρή ηλικία, όπου υπήρχε πληθώρα περιστατικών σωματικής, ψυχολογικής και σεξουαλικής κακοποίησης μεταξύ των μελών της οικογένειας, με την ίδια να είναι πολλές φορές δέκτης και μάρτυρας των περιστατικών αυτών, κάτι το οποίο την ώθησε να αναπτύξει μηχανισμούς άμυνας, όπως η κοινωνική απόσυρση και η μόνωση συναισθήματος. Παρουσίαζε προβλήματα ύπνου και αίσθηση έντονης ταραχής, δηλαδή ταχυπαλμία και εφίδρωση, όταν συζητούσε τα περιστατικά κακοποίησης.  Είχε αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό της και για τους άλλους και παρουσίαζε έντονα σύνδρομα άγχους, κατάθλιψης, απόσυρσης, αποξένωσης, δυσκολία συγκέντρωσης και εκρήξεις οργής και ξεσπάσματα. 

 

    Δυστυχώς, σε τέτοιες περιπτώσεις παρατηρούνται κατάλοιπα στα θύματα, που κατά κανόνα τραυματίζονται ψυχικά, με τα αποτυπώματα των τραυματικών τους εμπειριών να τα συνοδεύουν ενίοτε για πάντα και να επενεργούν ως τροχοπέδη σε μια συνήθη ζωή και στην ευτυχία τους.

 

Το στοιχείο που διακρίνει την παρούσα υπόθεση από άλλες του είδους, είναι η ηλικία του Εφεσίβλητου κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων.  Όπως σημειώνεται από το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του «μετά την ενηλικίωση του σταμάτησε την σεξουαλική εκμετάλλευση των αδελφών του» και ορθά θεώρησε ότι ο Εφεσίβλητος ήταν και αυτός ανήλικος, αφού οι τελευταίες χρονικά κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης, 13-15 και 25-27, αναφέρονται  «σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2013», ενώ, υπενθυμίζουμε, ο Εφεσίβλητος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1995.

 

Πέραν της ηλικίας του Εφεσίβλητου, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του την άμεση παραδοχή του, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στη σημασία της σε υποθέσεις του είδους, αφού αποφεύγεται έτσι η παρουσία του θύματος στο Δικαστήριο για να μαρτυρήσει και να αναβιώσει την τραυματική του εμπειρία (Λευκαρίτης, 1183) και το λευκό του ποινικό μητρώο.  Έλαβε ακόμα υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Εφεσίβλητου, περιλαμβανομένου του χωρισμού των γονέων του όταν αυτός ήταν στην ηλικία των 14 χρόνων και την εγκατάλειψη της οικογένειας από τον πατέρα. Δέχθηκε ακόμα το Κακουργιοδικείο ότι ο Εφεσίβλητος είχε ειλικρινά μεταμεληθεί. 

 

Η καθοδήγηση του ως προς το μέτρο ήταν εύστοχη.  Αναγνωρίζοντας ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των περιστάσεων της, αναφέρθηκε στις Η.Ε. κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ.50/2018 και 137/2018, ημερ.8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B120, Γ.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.109/2020, ημερ.10.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:D83, Σ.Α.Χ. και A.D. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.177/2021, ημερ.16.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B96Η μόνη απόφαση στην οποία μας παράπεμψε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα και δεν αναφέρεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι η Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294.  Ανέφερε ότι τα γεγονότα της προσομοιάζουν με την υπόψη.  Η ποινή φυλάκισης των 7 χρόνων στον  εκεί εφεσείοντα, ενήλικα κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, πατριό της ανήλικης παραπονούμενης, επιβλήθηκε μετά από ακρόαση.

 

    Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, 937 και Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 808, ECLI:CY:AD:2014:B880, 817), η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Επέμβαση του εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική.  Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, 556, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691, Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47, Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175, 182 και Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, 791-2).

   

    Διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο έχει λάβει υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες ως όφειλε.  Τους ανέπτυξε προσδιορίζοντας, με αναφορά στη νομολογία, τη σημασία που έπρεπε να δοθεί στον κάθε ένα.  Η καθοδήγηση του υπήρξε υποδειγματική και ασκώντας την ευχέρεια του επέβαλε τις προσβαλλόμενες ποινές.  Εάν επρόκειτο να επανακαθορίσουμε την ποινή θα επιλέγαμε αυστηρότερη.  Όμως, δεν είναι αυτός ο ρόλος μας.  Το Κακουργιοδικείο έφτασε στα ακραία επιτρεπτά όρια επιείκειας που οι περιστάσεις της υπόθεσης μπορούσαν να επιτρέψουν.  Δεν τα ξεπέρασε όμως και συνεπώς κρίνουμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε δεν ήταν έκδηλα ανεπαρκής. 

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.



[1] Άρθρο 10 του Ν.87(Ι)/2007.

[2] Άρθρο 12(β) του Ν.87(Ι)/2007.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο