Γ.Φ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 265/2022, 21/12/2022

ECLI:CY:AD:2022:B491

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 265/2022]

 

 

21 Δεκεμβρίου, 2022

 

 

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

         

Γ.Φ.

Εφεσείων

v

 

                                                ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης

*****************

Π. Σιαηλή (κα), για Σιαηλής & Σιαηλή ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα

 

Ε. Σάββα (κα), Ανώτερη Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για την Εφεσίβλητη

 

 

                                                ******************

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου, 48 κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα του βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, απαγωγής νεαρής κάτω των 16 χρόνων, διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 – 16 χρόνων, παροχής βοήθειας σε άλλο για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συμβουλής προαγωγής άλλου για διάπραξη ποινικού αδικήματος, ως και κατηγορίες κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου.

 

          Οι κατηγορίες απαγγέλθηκαν στον Εφεσείοντα στις 30.11.2022, ο οποίος δεν παραδέχθηκε ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 18.1.2023.

 

          Με τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, υπέβαλε αίτημα για κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του, στη βάση του ότι διαφαινόταν κίνδυνος φυγοδικίας, κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, ως και κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων, αίτημα που προσέκρουσε σε ένταση του Εφεσείοντα.

          Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε και στάθμισε τα ενώπιον του δεδομένα, κατέληξε ότι στη βάση των στενών δεσμών του Εφεσείοντος με τη Δημοκρατία, ο κίνδυνος φυγοδικίας εκ μέρους του είναι απομακρυσμένος.  Περαιτέρω, αποφάσισε ότι οι δύο προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντος και οι δύο εκκρεμούσες υποθέσεις εναντίον του, οι οποίες αφορούν διαφορετικής φύσεως αδικήματα και είναι μειωμένης σοβαρότητας  σε σύγκριση με τα υπό κρίση αδικήματα,  δεν καταδεικνύουν μια παρατεταμένη αξιόποινη συμπεριφορά του και συνεπώς, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεν έγινε αποδεκτό.

 

          Ωστόσο, το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στη σχετική νομολογία, έκρινε πως στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, ο κίνδυνος επηρεασμού της παραπονούμενης από τον Εφεσείοντα είναι υπαρκτός και γι’ αυτό τον λόγο διέταξε την κράτηση του μέχρι τις 18.1.2023.  Συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο του εντάλματος σύλληψης του Εφεσείοντος ημερομηνίας 15.11.2022, ως και την κατάθεση της παραπονούμενης ιδίας ημερομηνίας, (Τεκμήριο Δ),  με την οποία αυτή κατήγγειλε στην Αστυνομία  ότι την ίδια ημέρα, δέχθηκε κλήση στο κινητό τηλέφωνο της από άγνωστη κοπέλα.  Αυτή της είπε ότι ονομαζόταν Σαμπρίνα και  ήταν η κοπέλα του Εφεσείοντος,  γνωστού και ως [« »].  Της ανέφερε επίσης,    «καλημέρα Λ. μου η Σαπρίνα είμαι, τι κάνεις, μόλις ξύπνησες;»,  ενώ ταυτόχρονα η παραπονούμενη διάβαζε μηνύματα τα οποία είχε δεχθεί στο κινητό της από τον ίδιο αριθμό τηλεφώνου, στο οποίο αναγραφόταν κατά λέξη « L. m I Sabrina ime I kopela tou [ ] pou ise prepi na milisoume epigon piasme».  Της είπε περαιτέρω ότι  «αν δεν αποσύρεις την καταγγελία που έκαμες του [ ] θα τα πούμε με άλλο τρόπο».  Η παραπονούμενη ανέφερε επιπρόσθετα στην κατάθεση της, ότι δεν γνωρίζει οποιαδήποτε κοπέλα με το όνομα Σαπρίνα και παρά την προσπάθεια της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν κατάφερε να την εντοπίσει.  Ούτε και γνωρίζει αν ο Εφεσείων είχε οποιαδήποτε κοπέλα με αυτό το όνομα.

 

          Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση, την οποία και προσβάλλει με την παρούσα, με τρεις λόγους έφεσης.  Ο πρώτος, ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα και/ή αντινομικά θεώρησε ότι αν αφεθεί ελεύθερος ο Εφεσείων, υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού της παραπονούμενης, ο δεύτερος ότι λανθασμένα και/ή αντινομικά θεώρησε ότι με την επιβολή  συγκεκριμένων όρων δεν αποκλειόταν ο κίνδυνος επηρεασμού της παραπονούμενης και ο τρίτος ότι η απόφαση του περί υπαρκτού κινδύνου επηρεασμού της παραπονούμενης,  είναι αντιφατική με την απόφαση του ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

          Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα προώθησε τους λόγους έφεσης, στη βάση των επιχειρημάτων που έθεσε και πρωτόδικα.  Συγκεκριμένα, εισηγήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να θέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου, τις ενέργειες της Αστυνομίας προς διερεύνηση της καταγγελίας της παραπονούμενης στο χρονικό διάστημα των 15 ημερών που είχε μεσολαβήσει, ώστε να διευκρινισθεί κατά πόσο το πρόσωπο που είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την παραπονούμενη είχε οποιαδήποτε σχέση με τον Εφεσείοντα και ενεργούσε εκ μέρους του.  Περαιτέρω, υποστήριξε ότι τυχόν κίνδυνος επηρεασμού της παραπονούμενης από τον Εφεσείοντα, μπορεί να εξαλειφθεί με την έκδοση κατάλληλων διαταγμάτων που να αποκλείουν την οποιαδήποτε επικοινωνία του μαζί της. 

 

          Αντίθετη είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης περί υπαρκτού κινδύνου επηρεασμού της παραπονούμενης, υποδεικνύοντας ότι το Κακουργιοδικείο, ορθά έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της προαναφερθείσας  καταγγελίας της παραπονούμενης και παρέπεμψε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, στην υπόθεση Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 689 τα γεγονότα της οποίας, όπως εισηγήθηκε, είναι παρόμοια με αυτά της παρούσας υπόθεσης. 

 

Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).  Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα  Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις».  (Βλ. επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251 και  Suleyman v. ΑστυνομίαςΠοιν. Εφ. 120/20, 11.8.20).

 

          Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, σύμφωνα με την νομολογία, εκείνο που το Δικαστήριο εξετάζει είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι, στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας  που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397).Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες.  Στην υπόθεση Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων, αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (βλ. Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/2018, ημερ. 4.2.2019). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 80/2019, ημερ. 8.7.2019.  Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό.

 

          Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία κατά ή υπέρ της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. 

 

          Λαμβάνουμε υπόψη ότι, ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχε μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία η παραπονούμενη είχε απειληθεί από άγνωστο προς αυτήν πρόσωπο.  Υπήρχε επίσης μαρτυρία, ότι παρά τις προσπάθειες της ίδιας της παραπονούμενης να εντοπίσει το εν λόγω άγνωστο πρόσωπο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αυτό δεν έγινε κατορθωτό.  Ωστόσο, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, καμιά μαρτυρία δεν προσκομίσθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, που να καταδεικνύει ότι πράγματι έγιναν οποιεσδήποτε ενέργειες εκ μέρους της Αστυνομίας -  στον διαρρεύσαντα χρόνο των 15 ημερών από την καταγγελία μέχρι και την υποβολή του επίδικου αιτήματος κράτησης του Εφεσείοντα - προς διερεύνηση της καταγγελίας της παραπονούμενης, προκειμένου να εντοπισθεί το άγνωστο πρόσωπο, ως και ότι αυτό,  πράγματι συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με τον Εφεσείοντα.

 

            Το κενό αυτό στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά της παρούσας υπόθεσης, με τα γεγονότα της υπόθεσης Χριστούδια (ανωτέρω), στην οποία δεν είχε εξετασθεί παρόμοιο  ζήτημα παράλειψης της Αστυνομίας να διερευνήσει εντός ευλόγου χρόνου, την καταγγελία του κύριου μάρτυρα της υπόθεσης, περί απειλής του από ανώνυμο πρόσωπο.

 

          Με αυτά τα δεδομένα, κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο, δεν εκτίμησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία, καταλήγοντας ότι, υπό τις περιστάσεις πλήρους ασάφειας της καταγγελίας της παραπονούμενης, αυτή ήταν αρκετή από μόνη της, χωρίς να ήταν  αναγκαίο να τεθούν ενώπιον του οι συγκεκριμένες ενέργειες διερεύνησης της από την Αστυνομία. 

         

Αντίθετα, κρίνουμε ότι, τυχόν ενέργειες της Αστυνομίας για διερεύνηση της υπό κρίση καταγγελίας, προς εντοπισμό του άγνωστου προσώπου και της ενδεχόμενης σύνδεσης του με τον Εφεσείοντα, στον επαρκή χρόνο των 15 ημερών που μεσολάβησε, ήταν απαραίτητο στοιχείο, το οποίο έπρεπε  να είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου ώστε  να συνεκτιμηθεί και συνυπολογισθεί από αυτό, προτού  καταλήξει ότι το σύνολο της μαρτυρίας  που είχε τεθεί ενώπιον του, ήταν τέτοιας φύσεως και υφής που καθιστούσε τους φόβους της Αστυνομίας εύλογα δικαιολογημένους, ως και ότι υπήρχαν ουσιαστικοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού της  παραπονούμενης από τον Εφεσείοντα, εάν αυτός αφεθεί ελεύθερος. 

 

          Καταλήγουμε ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την απουσία ουσιωδών στοιχείων και παραγόντων, όπως εξηγήσαμε ανωτέρω, τα οποία ήταν απαραίτητο να συνεκτιμηθούν στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, όταν, ως μέτρο κατ’ εξαίρεση, διέταξε  την κράτηση του Εφεσείοντα.

 

 

          Συνακόλουθα, με τον δέοντα σεβασμό, κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και το διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα θα πρέπει να παραμερισθεί και παραμερίζεται. 

 

          Ο Εφεσείων αφήνεται ελεύθερος με τους ακόλουθους όρους και την έκδοση των ακόλουθων Διαταγμάτων:

 

-       Να καταθέσει €10.000 μετρητά.

-      Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στον Εφεσείοντα να πλησιάζει την παραπονούμενη σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων.

-      Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στον Εφεσείοντα να επικοινωνεί τηλεφωνικώς ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο με την παραπονούμενη ή να προκαλεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να επικοινωνεί με οποιοδήποτε τρόπο μαζί της.

                                                                  

                                                          T. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                               

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                         

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο