ΠΟΛΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 69/2021, 7/12/2022

ECLI:CY:AD:2022:B468

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 69/2021)

 

 7 Δεκεμβρίου, 2022

 

[Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

ΠΟΛΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΥ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

Α. Ανδρέου για Πογιατζής & Ανδρέου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Σοφοκλέους για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

 

Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι απλά και αδιαμφισβήτητα.

 

Ο Εφεσείων/Παραπονούμενος καταχώρησε στις 9/2/2015 την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ’. αρ. 2147/2015 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης Κατηγορίας, ο Εφεσίβλητος/Κατηγορούμενος κατηγορείτο ότι στις 30/7/2011 είχε εκδώσει την επιταγή υπ’. αρ. 92205306 της Τράπεζας Κύπρου για το ποσό των €4.500 η οποία, όταν παρουσιάστηκε για πληρωμή στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, δεν εξοφλήθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από την παρουσίαση της για πληρωμή.

 

Ο Εφεσίβλητος/Κατηγορούμενος δεν παραδέχτηκε την Κατηγορία. Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι απεδείχθη η Κατηγορία εναντίον του Εφεσίβλητου/Κατηγορούμενου. Διαπίστωσε, επίσης, ότι η επίδικη επιταγή εξοφλήθηκε αργότερα από τον ίδιο, το Σεπτέμβριο του 2011.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τον Εφεσίβλητο/Κατηγορούμενο στη βάση του ότι η προώθηση της υπόθεσης συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, σύμφωνα με το πιο κάτω σκεπτικό:

 

«Στην παρούσα υπόθεση ο παραπονούμενος δήλωσε εγγράφως στις 24.9.2015 ότι «οι πιο πάνω ποινικές υποθέσεις θα αποσυρθούν και θα διευθετηθούν καθότι δεν υπάρχει καμία απαίτηση εκ μέρους μου». Στις 28.9.2015 δήλωσε εκ νέου ότι «θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε ο    κ. XXXXX Τελεβάντος να απαλλαχθεί από τις Ποινικές Υποθέσεις με αριθμούς 2146/15 και 2147/15». Είχε επίσης επιστρέψει στον κατηγορούμενο την επίδικη επιταγή.

Ο κατηγορούμενος μετά τις ως άνω γραπτές δεσμεύσεις του παραπονούμενου εύλογα ανέμενε πλέον ότι οι ως άνω υποθέσεις που ο παραπονούμενος είχε καταχωρήσει εναντίον του θα αποσύρονταν. Αντ' αυτού όμως ο παραπονούμενος επέλεξε να τις προωθήσει μέχρι τέλους. Με δεδομένη την ως άνω δήλωση του παραπονούμενου κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις η προώθηση της παρούσας υπόθεσης συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους του αφού παρά τη δήλωσή του ότι δεν θα την προωθούσε δεν τίμησε την υπόσχεσή του με αποτέλεσμα να υποβάλει τον κατηγορούμενο σε πολυετή δικαστικό αγώνα που είναι εύλογα αναμενόμενο ότι του προκάλεσε τουλάχιστον ψυχική ταλαιπωρία αφού αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο μιας ποινικής καταδίκης καθώς επίσης και σε έξοδα για να λάβει δικηγορικές υπηρεσίες. Κρίνω ότι η ποινική διαδικασία στην παρούσα υπόθεση χρησιμοποιήθηκε από τον παραπονούμενο για αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα για να υποστεί ο κατηγορούμενος ταλαιπωρία όπως την ανέφερα πιο πάνω και όχι επειδή ο παραπονούμενος γνήσια ενδιαφερόταν για την τιμωρία του κατηγορούμενου, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του που προέβαλε κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο.

Υπό τις ως άνω περιστάσεις κρίνω ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωωθεί επειδή η προώθηση της παρούσας υπόθεσης συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του».  

 

Η ορθότητα της πιο πάνω Απόφασης προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα/Παραπονούμενο με ένα Λόγο Έφεσης στη βάση του ότι η αθώωση του Εφεσίβλητου/Κατηγορούμενου ήταν αποτέλεσμα πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Ο Εφεσείων/Παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας, παρά τη δήλωση του Παραπονούμενου ότι θα απέσυρε την ποινική υπόθεση, συνιστά κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας, αντιστρατεύεται την υφιστάμενη νομολογία επί του θέματος. Όπως υποστηρίχθηκε, ουδέποτε έχει νομολογηθεί ότι η μη απόσυρση παραπόνου, ακόμη και στις περιπτώσεις που το θύμα της ποινικής υπόθεσης έχει αποζημιωθεί, συνιστά κατάχρηση ποινικής διαδικασίας, αφού ο σκοπός της εν λόγω διαδικασίας είναι η τιμωρία του παραβάτη και η αποτροπή των επίδοξων παραβατών. Συνεπώς, αν το Δικαστήριο θεωρούσε ότι η επίδικη επιταγή είχε εκ των υστέρων πληρωθεί (μετά την πάροδο των 15 ημερών), τούτο απλώς συνιστούσε μετριαστικό παράγοντα που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη.

 

Η θέση του Εφεσίβλητου/Κατηγορούμενου ήταν διαφορετική. Υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης, επεσήμανε αυτό που το ίδιο το Δικαστήριο είχε επισημάνει, ήτοι ότι η προώθηση της ποινικής υπόθεσης αποσκοπούσε σε αλλότριο και καταπιεστικό σκοπό.

 

Είναι νομολογημένο ότι τα Δικαστήρια έχουν, σε οποιοδήποτε στάδιο μιας ποινικής υπόθεσης, τη διακριτική ευχέρεια να την αναστείλουν ή να την απορρίψουν όταν αυτή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, η οποία, όμως, πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Δημοκρατία ν. xxx Ηλιάδη, Ποινική Έφεση Αρ. 348/2018, ημερ. 31/5/2018, Ηλίας Ηλία (Αρ.3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 2 Α.Α.Δ. 217, 222). Υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας όταν γίνεται χρήση της διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται, χάριν εξασφάλισης παρεμφερούς οφέλους, καθώς και η χρήση της διαδικασίας για σκοπό ο οποίος απολήγει σε καταπιεστικό μέτρο για την άσκηση των δικαιωμάτων του αντιδίκου (Βασιλείου v. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133). Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Scattergood David v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 142, κατάχρηση διαδικασίας έχουμε συνήθως όταν η διαδικασία καταστρατηγεί την καλή πίστη, είναι άσχετη, εκδικητική ή καταπιεστική.

 

Η ουσία του επιχειρήματος του Εφεσείοντα είναι ότι δεν συνιστά κατάχρηση το γεγονός ότι υπήρξε, εκ των υστέρων, εξόφληση της επίδικης επιταγής καθώς και το γεγονός ότι ο Εφεσείων, ενώ είχε συμφωνήσει γραπτώς να αποσύρει την υπόθεση, δεν το έπραξε.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του τις γραπτές δεσμεύσεις του Εφεσείοντα/Παραπονούμενου για απόσυρση της παρούσας υπόθεσης καθώς και μιας άλλης, κατέληξε ότι η μη τίμηση της εν λόγω υπόσχεσης του και η υποβολή του Εφεσίβλητου/Κατηγορούμενου σε πολυετή δικαστικό αγώνα με όλες τις συνέπειες που αυτός συνεπάγετο, δεν οφείλετο σε γνήσιο ενδιαφέρον του για την τιμωρία του Εφεσίβλητου/Κατηγορούμενου αλλά για αλλότριο σκοπό και ειδικότερα για να υποστεί αυτός ταλαιπωρία. Η θέση, επομένως, που ο Εφεσείων προέβαλε κατά τη μαρτυρία του ότι προωθούσε την υπόθεση γιατί η πράξη του Εφεσίβλητου ήταν αξιόποινη και θα έπρεπε να τιμωρηθεί για τη συμπεριφορά που επέδειξε έναντι του, δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Με δεδομένη, επομένως,  τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προώθηση της υπό κρίση ποινικής υπόθεσης δεν αποσκοπούσε στο γνήσιο ενδιαφέρον του Εφεσείοντα για την τιμωρία του Εφεσίβλητου, ένεκα της διάπραξης του αδικήματος της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, ορθώς κρίθηκε στη συνέχεια ότι αυτό συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Υπήρχε, ωστόσο, και έτερη βάση που οδηγούσε στην ίδια κατάληξη. Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, το επίδικο αδίκημα συντελέστηκε όταν η επίδικη επιταγή η οποία ήταν πληρωτέα στις 30/7/2011 παρουσιάστηκε στις 2/8/2011 και 8/8/2011 για πληρωμή και παρέμεινε απλήρωτη μετά την πάροδο 15 ημερών από την παρουσίαση της. Πληρώθηκε, όμως, το Σεπτέμβριο του 2011, εύρημα το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα. Το Κατηγορητήριο για την εν λόγω υπόθεση καταχωρήθηκε μόλις στις  9/2/2015, ήτοι 3 ½ χρόνια μετά που το αδίκημα είχε διαπραχθεί. Για την καθυστέρηση αυτή - μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος και της ημερομηνίας καταχώρησης του Κατηγορητηρίου - δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε εξήγηση.

 

Στην υπόθεση L.C.A. DOMIKI Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2018, ημερ. 2/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:D424, όπου οι κατηγορίες αφορούσαν αδικήματα σε σχέση με την έκδοση επιταγών, έγινε αναφορά στη φύση της συνοπτικής διαδικασίας και το επιθυμητό της σύντομης δίωξης.

 

 Όπως, δε, τονίσθηκε στην πιο πάνω υπόθεση:

 

«Στην περίπτωση της έκδοσης επιταγών αφετηρία της κατά το Νόμο ποινικής ευθύνης έχει η διαπίστωση ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια ή ο λογαριασμός ήταν κλειστός και όχι πότε αποφασίζει ο παραπονούμενος να προχωρήσει σε ιδιωτική ποινική δίωξη. Η μη παραγραφή δεν εξισούται με ελευθερία άσκησης δίωξης οπότε το κρίνει πρόσφορο ο παραπονούμενος».

 

 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η χωρίς επαρκή ή, για την ακρίβεια, καθόλου επεξήγηση καθυστέρηση για σχεδόν 3 ½ χρόνια στην προώθηση της δίωξης του Εφεσίβλητου για το αδίκημα έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας, συνιστά επιπρόσθετο λόγο για να θεωρηθεί η προώθηση της υπό κρίση υπόθεσης ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Τέτοια ήταν η περίπτωση και στην υπόθεση Μ & Μ Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ v. Αθανασίου, Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019, ημερ. 3/7/2020.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας ήτο ορθή. Αυτή, όμως, η διαπίστωση δεν οδηγεί σε αθώωση του Εφεσίβλητου, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, αλλά σε τερματισμό της ποινικής δίωξης και απόρριψη της υπόθεσης.

 

Η Έφεση απορρίπτεται και ο Εφεσίβλητος απαλλάσσεται.

 

 

 

 

Επιδικάζονται €1.600 έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ του Εφεσιβλήτου και εναντίον του Εφεσείοντα.

          

 

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                     

        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                              Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο