Τ. Μ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 89/2021, 9/12/2022

ECLI:CY:AD:2022:B469

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 89/2021)

 

 

 9 Δεκεμβρίου, 2022

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

Τ. Μ.,

 

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Κέκκος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με οκτώ Λόγους Έφεσης προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική την ποινή φυλάκισης 16 ετών που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο Λάρνακας για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που παραδέχθηκε, με θύμα τον πατέρα του ηλικίας 64 ετών.

 

Το θύμα ήταν παντρεμένος και πατέρας πέντε παιδιών. Τα τελευταία επτά χρόνια, λόγω μη αρμονικών σχέσεων με τη σύζυγο και τα παιδιά του, εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη και διέμενε μόνος του σε λυόμενο υποστατικό σε αγροτική περιοχή των Λευκάρων. Το θύμα είχε βίαιη συμπεριφορά τόσο έναντι της συζύγου του, όσο και έναντι των παιδιών του.

 

Όλα τα παιδιά της οικογένειας, πλην ενός, αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα και είναι άτομα με ειδικές ανάγκες, ενώ δύο εξ αυτών διαμένουν σε ιδρύματα.

 

Συγκεκριμένα, η μικρότερη θυγατέρα της οικογένειας πάσχει από νοητική στέρηση και άλλα σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Ενόψει αυτών των προβλημάτων φοιτά σε δημόσιο ειδικό σχολείο.

 

Ο Εφεσείων, από παιδικής ηλικίας, παρακολουθείτο από ειδικούς παιδονευρολόγους, ψυχολόγους και ψυχιάτρους. Διαγνώστηκε με μέτρια νοητική καθυστέρηση, Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), καθώς και δυσλεξία. Πρόκειται, επίσης, για άτομο με Σχιζοειδή Διαταραχή Προσωπικότητας, το οποίο παρακολουθείται από κλινική ψυχολόγο και λαμβάνει μακροχρόνια ψυχοθεραπευτική φροντίδα και φαρμακευτική αγωγή. Φαρμακευτική αγωγή λαμβάνει και για τα διάφορα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένεκα άγχους και χαμηλής ανοχής στη ματαίωση. Κατά την εφηβεία του ξεκίνησε να είναι ιδιαίτερα αντιδραστικός, με συχνά νευρικά ξεσπάσματα και εκρήξεις θυμού και συχνά ένιωθε χαμένος και αναστατωμένος λόγω της αστάθειας και των βίαιων συμπεριφορών του πατέρα του. Δεν υπηρέτησε στο στρατό αφού έλαβε απαλλαγή (Ι5) για λόγους υγείας.

 

Από τις 24/9/2018 η πιο πάνω ανήλικη αδελφή του Εφεσείοντα είχε τεθεί, βάσει διατάγματος Δικαστηρίου, υπό την κηδεμονία της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Η μητέρα της ανήλικης είχε καταχωρήσει αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία διεκδικούσε την επιστροφή των γονικών δικαιωμάτων της ανήλικης, ενώ το θύμα διεκδικούσε την επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα του. Αυτή η διαδικασία επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις οικογένειας με το θύμα.

 

Κατόπιν επίσκεψης του Γραφείου Ευημερίας τον Ιούλιο του 2020 στο σπίτι στο οποίο διέμενε η μητέρα της ανήλικης προς το σκοπό διαπίστωσης αν αυτό ήταν κατάλληλο για να διαμένει η ανήλικη σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης για ανάκτηση των γονικών δικαιωμάτων της μητέρας, διεπιστώθη ότι οι συνθήκες διαβίωσης στο χώρο δεν ήταν ικανοποιητικές για να διαβιεί η ανήλικη. Κατόπιν τούτου, η μητέρα αναστατώθηκε από τις υποδείξεις του Γραφείου Ευημερίας και ενημέρωσε τον Εφεσείοντα περί τούτου, αναφέροντας του ότι η ίδια ανησυχούσε ότι η κηδεμονία θα εδίδετο στον πατέρα, δηλ. το θύμα. Ο Εφεσείων αναστατώθηκε και θύμωσε για το ότι υπήρχε ενδεχόμενο ο πατέρας του να αποκτούσε κηδεμονία της ανήλικης αδελφής του. Ο λόγος που αντέδρασε ήταν επειδή ο πατέρας του ήταν βίαιος μαζί τους και λόγω του χαρακτήρα του η ανήλικη θα ετύγχανε κακομεταχείρισης. Πίστευε, επίσης, ότι ο πατέρας του θα καταχράζετο τα επιδόματα που η ανήλικη λάμβανε από το κράτος.

 

Μετά από αυτό, στις 8/8/2020, αποφάσισε να πάει στο μέρος όπου διέμενε ο πατέρας του για να ζητήσει εξηγήσεις για το κατά πόσο αυτός θα διεκδικούσε την κηδεμονία της αδελφής του. Λόγω του βίαιου χαρακτήρα του πατέρα του, πριν ξεκινήσει πήρε μαζί του ένα μαχαίρι με λεπίδα μήκους 15 εκατοστών για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, σε περίπτωση που αυτός θα του επιτίθετο.

 

Ο Εφεσείων ξεκίνησε γύρω στις 4.00 με 5.00 το πρωΐ από το σπίτι του στα Λεύκαρα για να πάει πεζός στο χώρο διαμονής του πατέρα του, που ήταν μία απόσταση περίπου 4 χιλιόμετρα. Έχοντας περπατήσει περίπου μία με 1½ ώρα ο Εφεσείων έφθασε στο υπό αναφορά υποστατικό, στο οποίο ευρίσκετο κατ’ εκείνη την ώρα ο πατέρας του. Αφού κτύπησε την πόρτα φώναξε στο θύμα να βγει έξω. Το θύμα εξήλθε του υποστατικού και ο Εφεσείων άρχισε να ζητά εξηγήσεις για το ζήτημα της κηδεμονίας της αδελφής του. Ενώ οι δύο τους συζητούσαν έντονα, ο Εφεσείων επιτέθηκε στο θύμα με το μαχαίρι. Στη θέα του μαχαιριού το θύμα γύρισε για να εισέλθει εντός του υποστατικού και εκείνη τη στιγμή ο Εφεσείων τον μαχαίρωσε στην πλάτη πέντε φορές, με αποτέλεσμα το θύμα να πέσει στο έδαφος. Στη συνέχεια, ο Εφεσείων πήρε ένα ξύλο που βρήκε έξω από το υποστατικό και κτύπησε το θύμα στο σβέρκο τρεις με τέσσερις φορές, ενώ αυτό βρισκόταν στο έδαφος. Αμέσως μετά ο Εφεσείων εγκατέλειψε τη σκηνή και επέστρεψε στο σπίτι του στα Λεύκαρα. Επιστρέφοντας έκρυψε το μαχαίρι σε αγροτική περιοχή.

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας που τιμωρείται με ανώτατη ποινή τη δια βίου φυλάκιση, που συνιστά και την αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής. Ασφαλώς, όμως, σημασία έχουν κάθε φορά οι περιστάσεις του αδικήματος και του δράστη. Με παραπομπή στην υπόθεση Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, υπέμνησε ότι «η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεση της μέγιστο έγκλημα. Η δέσμευση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής επιβάλλει ανάλογο καθήκον για την περιφρούρηση της, γεγονός που αντανακλάται στην τιμωρία που επιβάλλεται για εγκληματικές πράξεις που επιφέρουν την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Γι' αυτό το λόγο προσδίδεται αποτρεπτικός χαραχτήρας στην τιμωρία κάθε φονικής πράξης». Παραπέμποντας σε σειρά αποφάσεων επεσήμανε ότι η ανθρωποκτονία, ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης, καλύπτει ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς με ανάλογες διακυμάνσεις στην τιμωρία των δραστών. Σημείωσε σε σχέση με αυτό ότι όπου η αφαίρεση της ζωής είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης, δικαιολογείται ποινή πολυετούς φυλάκισης, ενώ στις περιπτώσεις ανθρωποκτονίας που βρίσκονται στο μεταίχμιο φόνου εκ προμελέτης, επιβάλλεται φυλάκιση 15 ή περισσοτέρων ετών.

 

Αναφέρθηκε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούσαν στην επιβολή ποινής σε υποθέσεις ανθρωποκτονίας, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι τέτοιες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε καθοδήγηση αναφορικά με το ύψος της ποινής και ότι η μεγαλύτερη, ίσως, χρησιμότητα τους έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123). Συνεπώς, δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως των προηγούμενων αποφάσεων (Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100). Η κάθε υπόθεση εξετάζεται με βάση τα δικά της γεγονότα και στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων που υπάρχουν (Ιορδάνους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 152/2014, ημερ. 19/4/2018).

 

 

Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης και, χωρίς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο Εφεσείων μεγάλωσε σε ένα ασταθές περιβάλλον στο οποίο τόσο ο ίδιος όσο και τα αδέλφια και η μητέρα του υπήρξαν θύματα κακοποίησης μέσω σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας από τον πατέρα του, δεν αποδέχθηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι τα πιο πάνω, ακόμη και αν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προηγούμενη διαδοχική και συνεχής πρόκληση εκ μέρους του θύματος, συνιστούσαν εν προκειμένω πρόκληση εκ μέρους του θύματος.

 

Ούτε και η διαμάχη μεταξύ των γονέων του για την κηδεμονία της αδελφής του Εφεσείοντα και το ενδεχόμενο να αναλάβει το θύμα την κηδεμονία της κρίθηκαν ως πρόκληση.

 

Το ζητούμενο, στην προκείμενη περίπτωση, ήταν κατά πόσο υπήρξε πρόκληση εκ μέρους του θύματος κατά τον επίδικο χρόνο διάπραξης του αδικήματος.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17, υιοθετήθηκε η έννοια της πρόκλησης όπως είναι γνωστή στο Κοινοδίκαιο, με βάση το πιο κάτω απόσπασμα από την αγγλική υπόθεση Duffy [1949] 1 All E.R. 932:

 

“Provocation is some act, or series of acts, done by the (victim) to the accused which would cause in any reasonable person, and actually causes in the accused, a sudden and temporary loss of self-control, rendering the accused so subject to passion as to make him or her for the moment not master of his mind.”

 

 

Το Κακουργιοδικείο ορθά απέρριψε την εισήγηση περί ύπαρξης πρόκλησης αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«… διαπιστώνεται ότι ενώ το θύμα, κατά τη διάρκεια της έντονης συζήτησης, όταν ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε με το μαχαίρι, γύρισε να εισέλθει εντός του υποστατικού για να δώσει τέλος στη συζήτηση και χωρίς να προβεί το θύμα σε οποιαδήποτε απειλή ή βίαιη συμπεριφορά, ο κατηγορούμενος, το μαχαίρι που πήρε μαζί του, κατά τη θέση του, από φόβο προς το θύμα, το χρησιμοποίησε και κατάφερε στο θύμα πισώπλατα 5 μαχαιριές στην πλάτη και ακολούθως άλλα 3-4 κτυπήματα με ξύλο.»

 

 

Δεν υπήρξε, επομένως, πρόκληση, στην έννοια του Νόμου, και, ως εκ τούτου, τα όσα προβλήθηκαν μέσω του Λόγου Έφεσης 2 δεν ευσταθούν.

 

Ο Εφεσείων μέσω του Λόγου Έφεσης 3 διατείνεται, επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του ότι λειτούργησε «εν βρασμώ ψυχής». Το σχετικό απόσπασμα από την Απόφαση του Κακουργιοδικείου έχει ως εξής:

 

«Ήταν εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος απώλεσε προσωρινά τον αυτοέλεγχο του και ενήργησε «εν βρασμώ ψυχής». Δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Μπορεί η συζήτηση να ήταν έντονη όπως αναφέρθηκε, αλλά τίποτε δεν λέχθηκε που να φαίνεται ότι υπήρχε λόγος για να απωλέσει προσωρινά τον αυτοέλεγχο του και να ενεργήσει «εν βρασμώ ψυχής» αφού το θύμα γύρισε να εισέλθει εντός του υποστατικού, με την πρόταξη του μαχαιριού από τον κατηγορούμενο, δίνοντας τέρμα σε αυτή την έντονη συζήτηση. Αντί να πράξει και ο κατηγορούμενος το ίδιο, αφού καμιά βίαιη συμπεριφορά δεν εκδηλώθηκε από το θύμα και επομένως δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιηθεί το μαχαίρι που πήρε μαζί του για αυτοπροστασία, βρήκε την ευκαιρία και όταν του γύρισε την πλάτη το θύμα, αυτός του κατάφερε 5 μαχαιριές στην πλάτη, στις οποίες δεν αρκέστηκε αλλά συνέχισε και του επέφερε άλλα 3-4 κτυπήματα στο σβέρκο με ξύλο που βρήκε έξω από το υποστατικό.»

 

 

Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με το πιο πάνω θέμα μας βρίσκει πλήρως σύμφωνους.

 

Ούτε και ο ισχυρισμός που προβάλλεται μέσω του Λόγου Έφεσης 6 περί εσφαλμένης απόρριψης της θέσης της Υπεράσπισης ότι ο Εφεσείων έδρασε υπό την επήρεια μέθης έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Όπως ορθά υπεδείχθη από το Κακουργιοδικείο, η πιο πάνω θέση της Υπεράσπισης δεν είχε έρεισμα στα γεγονότα, όπως αυτά είχαν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, και ότι η μέθη προφανώς αντλήθηκε από την αναφορά στην Έκθεση της Ψυχολόγου Δημητρίου στην οποία αναφέρετο ότι ο Εφεσείων τρεις μέρες πριν να προβεί στο αδίκημα του και σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα του, στράφηκε στην κατανάλωση αλκοόλ, ενώ προηγουμένως σπάνια κατανάλωνε αλκοόλ.  

 

Βασικό παράπονο του Εφεσείοντα, όπως προκύπτει από τους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης, είναι ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι μετριαστικοί παράγοντες, όπως οι προσωπικές του περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα ψυχικής υγείας από τα οποία πάσχει, με αποτέλεσμα η επιβληθείσα ποινή να είναι, όπως αναφέρθηκε, άκρως εξοντωτική για τον ίδιο.

 

Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής  (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014 και Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015).

 

Αναμφίβολα το δικό μας νομικό σύστημα αναγνωρίζει ελαφρυντικά στοιχεία, εκεί όπου υπάρχουν, ακόμη και στα σοβαρότερα και πιο ειδεχθή εγκλήματα, αφού η εξατομίκευση έχει πάντα τη θέση της (Παναγιώτου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478, 484-485, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 124, 129-130 και Jovanovic v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635, 638). Στο πλαίσιο αυτό η εξατομίκευση της ποινής καθιστά το άτομο του παραβάτη ένα από τους άξονες προσδιορισμού της τιμωρίας. Και τούτο και στις περιπτώσεις, όπως η προκείμενη, όπου, ως ορθώς σημειώθηκε από το Κακουργιοδικείο, καθιστούσε την επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής επιβεβλημένη.

 

Στο πλαίσιο, λοιπόν, της εξατομίκευσης της ποινής το Κακουργιοδικείο, έστρεψε την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Όπως διαπιστώνεται, κατέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις σχετικές με το πρόσωπο του Εφεσείοντα πληροφορίες που μπορούσαν να έχουν σημασία για την επιμέτρηση της ποινής, όπως αυτές προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας και όπως ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του, συμπεριλαμβανομένων υπόψη και των σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει, τονίζοντας ιδιαίτερα το ασταθές και κακοποιητικό περιβάλλον στο οποίο έζησε τόσο ο Εφεσείων όσο και τα αδέλφια του και η μητέρα του λόγω της συμπεριφοράς του πατέρα του.

 

Επιπλέον, το Κακουργιοδικείο λαμβάνοντας υπόψη την άμεση ομολογία και παραδοχή του Εφεσείοντα προς την Αστυνομία και την επί τούτω συνεργασία του με τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, ορθά επεσήμανε ότι η παραδοχή, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή αφού «αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων» (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28).

 

Λήφθηκε, επίσης, υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνάρτηση και με τον καλό του χαρακτήρα, όπως αυτός αποτυπώνετο στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.

 

Η ψυχική υγεία του Εφεσείοντα και τα νοητικά προβλήματα του ως περιεγράφηκαν ανωτέρω λήφθηκαν, επομένως, υπόψη από το Κακουργιοδικείο ως ελαφρυντικά, όπως και η συναισθηματική φόρτιση και ένταση από την οποία διακατέχετο.

 

Ανασκόπηση της νομολογίας μας αναδεικνύει ότι σε περιπτώσεις επιβολής ποινής για ανθρωποκτονία σε άτομα που έχουν διαταραγμένη προσωπικότητα, ακολουθώντας τις αρχές που διατυπώθηκαν στην Αγγλική υπόθεση R. v. Chambers [1983] Crim. L. R. 688, η επιμέτρηση της ποινής εξαρτάται από το βαθμό ευθύνης του αδικοπραγούντος, το πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι στην κοινωνία και για πόση χρονική περίοδο μπορεί αυτός να είναι επικίνδυνος. Με βάση αυτά τα κριτήρια το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να διαμορφώσει την ποινή του, επιβάλλοντας από διάταγμα κηδεμονίας μέχρι και δια βίου φυλάκιση (Λεμής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 340,  Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 309 και Αρέστη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 613).

 

Είναι γεγονός ότι στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθώς επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, δεν ετίθετο θέμα μειωμένου καταλογισμού του Εφεσείοντα λόγω των διαφόρων προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζε. Από την άλλη, ωστόσο, δεν ετίθετο ούτε και ζήτημα επικινδυνότητας του στην κοινωνία. Αιτία και αφορμή της εκδήλωσης της εγκληματικής του συμπεριφοράς ήταν ο ίδιος ο πατέρας του και οι κακοποιητικές συμπεριφορές του τελευταίου σε αυτόν και σε όλη την οικογένεια, με αποκορύφωμα την τελευταία εξέλιξη που πυροδότησε την αναστάτωση και θυμό του Εφεσείοντα, ήτοι το ενδεχόμενο το θύμα να αποκτήσει την κηδεμονία της ανήλικης αδελφής του Εφεσείοντα. Τα πιο πάνω αποτυπώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα της Απόφασης του Κακουργιοδικείου:

 

«Ως καταδεικνύεται η εστία της έντασης, το τελευταίο χρονικό διάστημα, πριν τη θανάτωση του θύματος από τον κατηγορούμενο, υπήρξε η διεκδίκηση της κηδεμονίας της [αδελφής του] με ανάλογα διαβήματα που έγιναν στο Δικαστήριο από τη μητέρα της και η διεκδίκηση επικοινωνίας από το θύμα, η οποία ανήλικη έχει τεθεί υπό την κηδεμονία της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

 

Η επίσκεψη του Γραφείου Ευημερίας τον Ιούλιο του 2020 στην οικία όπου διέμενε η μητέρα με την ανήλικη κόρη της κατά την οποία κρίθηκε, και ενημερώθηκε περί τούτου η μητέρα της, ότι οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ακατάλληλες για να διαβιεί η [αδελφή του] προκάλεσαν την αναστάτωση της μητέρας της, η οποία ενημέρωσε τον κατηγορούμενο γι’ αυτό το γεγονός, εκφράζοντας του και την ανησυχία της ότι η κηδεμονία θα δίδετο στο θύμα.

 

Ο κατηγορούμενος αναστατώθηκε και θύμωσε για το ενδεχόμενο το θύμα να αποκτούσε την κηδεμονία της [αδελφής του] γιατί ήταν βίαιος μαζί τους και λόγω του χαρακτήρα του θα την κακομεταχειρίζετο και θα καταχράζετο τα επιδόματα που λάμβανε η ανήλικη από το κράτος.

 

Έτσι ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την ομολογία του ημερομηνίας 23.8.2020, στις 8.8.2020 και περί ώρα 4:00-5:00 το πρωί ξεκίνησε από το σπίτι του στα Λεύκαρα πεζός και πήγε μετά από 1 - 1½ ώρα στην τοποθεσία «Ασπροσυτζιές» όπου βρισκόταν το υποστατικό που διέμενε το θύμα,                        το οποίο απέχει 3 χιλιόμετρα από τα Λεύκαρα [………………………………………………………………………………»

 

 

Οι ιδιάζουσες, λοιπόν, προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και τα πολλαπλά προβλήματα ψυχικής και ψυχιατρικής υφής που αντιμετώπιζε από παιδί, σε συνάρτηση με το περιβάλλον εντός του οποίου μεγάλωσε όντας ο ίδιος θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον πατέρα του, με αποκορύφωμα τη συναισθηματική φόρτιση, αναστάτωση και ένταση που του προκλήθηκε στο χρονικό διάστημα πριν τη θανάτωση του θύματος, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, αν και μνημονεύονται στην πρωτόδικη Απόφαση, θεωρούμε ότι θα μπορούσαν να είχαν βαρύνει περισσότερο στη σκέψη του Κακουργιοδικείου κατά την επιμέτρηση της ποινής, επιβάλλοντας επιεικέστερη ποινή. Και τούτο ιδιαίτερα ενόψει του ότι ο Εφεσείων δεν αποτελούσε, στην πραγματικότητα, κίνδυνο για την κοινωνία ώστε ο εγκλεισμός του στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα να είναι απαραίτητος για την προστασία της κοινωνίας.

 

Όπως τονίσθηκε στη Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231 «η ιερότητα της ζωής και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα της κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Η αφαίρεσή της με εγκληματική πρόθεση αποτελεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σοβαρό έγκλημα». Χωρίς επ’ ουδενί λόγο να υποβαθμίζουμε τις εν λόγω νομολογιακές επισημάνσεις, οι ανωτέρω διαπιστώσεις μας καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση στο εύρος της  ποινής που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα ούτως ώστε τα πιο πάνω να αντανακλώνται επαρκώς και στο βαθμό που έπρεπε εντός του ορθού πλαισίου και των νομολογιακών παραμέτρων.

 

Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η ορθή ποινή φυλάκισης, στην ολότητα των περιστάσεων, είναι αυτή των 12 ετών.

 

Συνεπώς, η Έφεση επιτυγχάνει και επιτρέπεται η μείωση στην επιβληθείσα ποινή από 16 σε 12 έτη.

 

 

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                 Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο