ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 150/2022, 19/1/2023

ECLI:CY:AD:2023:B17

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 150/2022)

 

19 Ιανουαρίου, 2023

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

________________________________________________________________ 

Ν. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

_______________________________________________________________

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.

 ________________________________________________________________

 

                                        Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κρίθηκε ένοχος στις τέσσερεις Κατηγορίες που αντιμετώπιζε και οι οποίες αφορούσαν συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, ήτοι εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και συγκεκριμένα κάνναβη βάρους 1 κιλού και 998 γραμμαρίων (1η Κατηγορία), εισαγωγή στη Δημοκρατία του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου (2η Κατηγορία), παράνομη κατοχή του φαρμάκου                    (3η Κατηγορία) και παράνομη κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (4η Κατηγορία).

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως διατυπώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας και των παραδεκτών γεγονότων που κατατέθηκαν, δεν αμφισβητούνται από πλευράς του Εφεσείοντα. Τα παραθέτουμε.

 

Στις 19/11/2020 λήφθηκε πληροφορία στην ΥΚΑΝ ότι ο Εφεσείων θα παραλάμβανε πακέτο με ναρκωτικά από την Ελλάδα μέσω εταιρείας ταχυμεταφορών. Στις 20/11/2020 ο Εφεσείων, αφού έκανε την παραγγελία για παράδοση του πακέτου, τηλεφώνησε δύο φορές στην εταιρεία αυτή, ρωτώντας τόσο τον αριθμό του πακέτου (tracking number), όσο και το πότε θα το παραλάμβανε. Το εν λόγω πακέτο, εντός του οποίου ευρίσκονταν τα επίδικα ναρκωτικά και στο οποίο αναγραφόταν ως παραλήπτης η εταιρεία «N.N. Travel Prints Ltd», έφθασε από την Ελλάδα στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 21/11/2020 και περί ώρα 12.03.

 

Κατόπιν συνεννόησης της ΥΚΑΝ με το Διευθυντή της εταιρείας ταχυμεταφορών, μετέβη ο ίδιος στη Λάρνακα στις 21/11/2020 όπου, αφού παρέλαβε το πακέτο, το μετέφερε στα γραφεία της εταιρείας. Η παραλαβή και η μεταφορά του πακέτου στη Λευκωσία δεν καταχωρήθηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα της εταιρείας. Και τούτο ώστε να μην είχε ο Εφεσείων τη δυνατότητα να λάβει γνώση της συγκεκριμένης ενέργειας. Στο ηλεκτρονικό σύστημα φαινόταν ότι το πακέτο είχε φτάσει στη Λευκωσία στις 23/11/2020 η ώρα 08.15. Στο μεταξύ ο Εφεσείων είχε αναζητήσει τηλεφωνικώς το πακέτο τρεις φορές στις 20/11/2020 και μία στις 22/11/2020.

 

Μετά την παράδοση του πακέτου στα γραφεία της εταιρείας ταχυμεταφορών η οποία και θα αναλάμβανε την παράδοση τους στον τελικό παραλήπτη, άντρες της ΥΚΑΝ παρέλαβαν τα ναρκωτικά από τα γραφεία της εν λόγω εταιρείας, τα μετέφεραν στα γραφεία της ΥΚΑΝ και εκεί αντικαταστάθηκαν με ομοιώματα με σκοπό να γίνει ελεγχόμενη παράδοση. Η ελεγχόμενη παράδοση έγινε μέσω οδηγού της εταιρείας ταχυμεταφορών ο οποίος την ίδια μέρα και περί ώρα 11.10 παρέδωσε το επίδικο πακέτο με τα ομοιώματα στον Εφεσείοντα στο χώρο εργασίας του που ήταν, συνάμα, το γραφείο της εταιρείας του, N.N. Travel Prints 4U Ltd. Επρόκειτο για ταξιδιωτικό γραφείο (κατάστημα) εντός του οποίου, τη δεδομένη στιγμή, ήταν μόνο ο Εφεσείων. Περί ώρα 12.02 άντρες της ΥΚΑΝ, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ θέσει υπό παρακολούθηση το μέρος, είδαν τρίτο πρόσωπο να καταφθάνει οδικώς στο σημείο, να σταθμεύει, να κατεβαίνει από το όχημα του και, ακολούθως, να εισέρχεται στο εν λόγω κατάστημα. Μόλις το πρόσωπο αυτό εισήλθε στο κατάστημα, ο Εφεσείων έκλεισε την πόρτα και κατέβασε τα ρολά (shutters) της βιτρίνας.

 

Μετά πάροδο μερικών λεπτών άντρες της ΥΚΑΝ προσέγγισαν την πόρτα του καταστήματος η οποία ήταν κλειδωμένη. Ένας εξ’ αυτών, ο οποίος φορούσε αστυνομικό γιλέκο, φώναξε “ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”. Ο Εφεσείων πλησίασε την πόρτα και επιχείρησε να αποτρέψει την είσοδο των αστυνομικών. Με τη χρήση σιδερένιου λοστού οι άντρες της ΥΚΑΝ έσπασαν την πόρτα και εισήλθαν εντός                                   του καταστήματος και, χωρίς την ύπαρξη δικαστικού εντάλματος έρευνας ή σύλληψης, συνέλαβαν τον Εφεσείοντα και παρέλαβαν διάφορα τεκμήρια συμπεριλαμβανομένων και των συσκευασιών των ομοιωμάτων.

 

Κατά το στάδιο που η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε να καταθέσει το σύνολο των τεκμηρίων που εντοπίστηκαν στο κατάστημα της εταιρείας του Εφεσείοντα, η Υπεράσπιση προέβαλε ένσταση στη βάση του ότι η είσοδος και η έρευνα που διεξήχθη στα γραφεία της εταιρείας του Εφεσείοντα όπου, όπως προβλήθηκε, ο ίδιος έχει την επαγγελματική του στέγη, χωρίς να προηγηθεί η έκδοση δικαστικού εντάλματος έρευνας, είναι παράνομη εφόσον παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 16 του Συντάγματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήγαγε δίκη εντός δίκης, με ενδιάμεση Απόφαση του απέρριψε την ένσταση, αποδεχόμενο συνάμα την κατάθεση των τεκμηρίων. Το ίδιο ζήτημα επαναφέρθηκε και κατά τις τελικές αγορεύσεις όπου η Υπεράσπιση επεδίωξε, ανεπιτυχώς, την αναθεώρηση της ενδιάμεσης Απόφασης του Δικαστηρίου. 

 

Προέχει στην παρούσα Έφεση η εξέταση της «προδικαστικής», όπως η πλευρά της Εφεσίβλητης χαρακτήρισε, «ένστασης».

 

Όπως, συναφώς, υποστηρίχθηκε, με δεδομένη τη ρητή αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθηκαν, μετά την έκδοση της ενδιάμεσης Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι όλα τα τεκμήρια παραλήφθηκαν και διακινήθηκαν νομότυπα, δεν ετίθετο ζήτημα εξέτασης τυχόν παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων κατά τη λήψη των τεκμηρίων κατά το στάδιο της τελικής απόφασης, αλλά ούτε και τίθεται προς εξέταση τέτοιο ζήτημα στην παρούσα Έφεση η οποία, ως αποτέλεσμα, θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Η πλευρά του Εφεσείοντα εξαρχής αποκάλυψε την υπεράσπιση του. Αυτή αφορούσε στην ισχυριζόμενη παραβίαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος στη βάση του ότι είχε διενεργηθεί έρευνα στην επαγγελματική στέγη του Εφεσείοντα και της εταιρείας του χωρίς την εξασφάλιση, προηγουμένως, δικαστικού εντάλματος έρευνας. Η υπεράσπιση αυτή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης και τη γραμμή αντεξέτασης του Εφεσείοντα, ουδέποτε εγκαταλείφθηκε. Ούτε και μετά την έκδοση της ενδιάμεσης Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα, συνέχισε να είναι επίδικη. Μάλιστα, όπως και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε στην τελική του Απόφαση, η πλευρά του Εφεσείοντα, κατά τις τελικές αγορεύσεις, επεδίωξε μέσω και πρόσθετης επιχειρηματολογίας, την αναθεώρηση της ενδιάμεσης Απόφασης και τον αποκλεισμό των τεκμηρίων.

 

Δεν θεωρούμε, επομένως, ότι υπό τα πιο πάνω περιστατικά, τα παραδεκτά γεγονότα που είχαν κατατεθεί θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στην πλευρά του Εφεσείοντα να προωθήσει μέχρι τέλους την εν λόγω Υπεράσπιση του. Η υπόθεση Aburamadan v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 148/2021 (σχ. με 155/2021), ημερ. 10/11/2022, την οποία επικαλέστηκε ο κ. Βαρνάβα, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα και δεν μπορεί, επομένως, να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση.

 

Με ένα Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την είσοδο και έρευνα επαγγελματικής στέγης φυσικού προσώπου και/ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ήταν πλημμελής. Επικαλείται προς τούτο τις πρόνοιες του Άρθρου 16 του Συντάγματος που διασφαλίζει το απαραβίαστο της κατοικίας εκάστου και προνοεί, στην παράγραφο (2), ότι η είσοδος σε οποιαδήποτε κατοικία ή οποιαδήποτε έρευνα σε αυτή δεν επιτρέπεται, εκτός υπό συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις που καθορίζονται[1].

 

Όπως υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την εισήγηση του, το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας του τυγχάνει προστασίας με βάση τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 16 του Συντάγματος καθότι πρόκειται για την «κατοικία» του εν λόγω νομικού προσώπου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα της παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων της εταιρείας. Υποστηρίχθηκε επιπλέον ότι το υπό αναφορά υποστατικό συνιστούσε την «επαγγελματική στέγη» του Εφεσείοντα ως φυσικού προσώπου και ότι, ως τέτοιο, τύγχανε προστασίας με βάση το Άρθρο 16 του Συντάγματος.

 

Τα ζητήματα που εγείρονται καθιστούν αναγκαία, εξαρχής, την οριοθέτηση του όρου «κατοικία» που απαντάται στο Άρθρο 16 του Συντάγματος.

 

Κατοικία θεωρείται κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαμονή, μόνιμη ή προσωρινή, και ο οποίος δεν είναι προσιτός στον οποιονδήποτε[2]. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ζάρου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 8/2021, ημερ. 29/1/2021:

 

«Όταν, βεβαίως, το Σύνταγμα ομιλεί για κατοικία, δεν αναφέρεται στη νομική έννοια της κατοικίας («domicile»), αλλά στο κατάλυμα, δηλαδή στο όποιο μέρος, στο οποίο διαμένει κάποιος είτε μόνιμα είτε προσωρινά, και το οποίο δεν είναι προσιτό στον οποιονδήποτε. Η κατοικία υπό την πιο πάνω έννοια, αποτελεί τον πιο προσωπικό χώρο του ανθρώπου και συνιστά προέκταση της προσωπικής του ελευθερίας, η οποία μετά τη ζωή είναι το πολυτιμότερο για τον άνθρωπο αγαθό.  Η είσοδος                    εντός της κατοικίας κατά κανόνα απαγορεύεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο 2 του Άρθρου 16 του Συντάγματος ή κατόπιν αιτιολογημένου εντάλματος που εκδίδουν μόνο οι φορείς της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Είναι αυτό το κατάλυμα που είχε κατά νου ο Λόρδος Chatham όταν το 1764, με τον γλαφυρό του λόγο, έλεγε στο Κοινοβούλιο ότι:

 «Ακόμη και ο πιο πτωχός άνθρωπος αποκρούει σ΄ αυτό το κατάλυμα του όλες τις δυνάμεις του Στέμματος. Η θέρμανση του είναι δυνατόν να είναι πολύ ασθενής, η στέγη του είναι δυνατόν να τρέμει, ο άνεμος είναι δυνατόν να φυσά μέσα από τις πόρτες και τα παράθυρα, η θύελλα είναι δυνατόν να εισέλθει εντός αυτού αλλά ο Βασιλιάς της Αγγλίας δεν μπορεί να εισέλθει.»  

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ ο όρος «κατοικία» μπορεί να επεκτείνεται και στην επαγγελματική στέγη ενός ατόμου, αφού η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της κατοικίας και του εργασιακού χώρου είναι δυσδιάκριτη. Δραστηριότητες που συνδέονται σε ένα επάγγελμα ή μια επιχείρηση μπορούν εύκολα να πραγματοποιούνται και από την ιδιωτική διαμονή ενός ατόμου και δραστηριότητες που δεν σχετίζονται τόσο μπορούν να διεξάγονται σε ένα γραφείο ή σε εμπορικά υποστατικά[3].

 

Η έννοια της κατοικίας μπορεί να περιλαμβάνει επίσης και το εγγεγραμμένο γραφείο μιας εταιρείας που διευθύνεται από ένα φυσικό πρόσωπο ως, επίσης, και το εγγεγραμμένο γραφείο ενός δικηγόρου, παραρτήματα και άλλα επαγγελματικά υποστατικά. Σχετική είναι η πιο κάτω αναφορά από την υπόθεση Petri Sallinen and Others v. Finland, No. 50882/99, 27/9/2005:

 

1.  The Court would point out that, as it has now repeatedly held, the notion of “home” in Article 8 § 1 encompasses not only a private individual's home. It recalls that the word “domicile” in the French version of Article 8 has a broader connotation than the word “home” and may extend, for example, to a professional person's office. Consequently, “home” is to be construed as including also the registered office of a company run by a private individual, as well as a juristic person's registered office, branches and other business premises (see, inter alia, Buck v. Germany, no. 41604/98, § 31, 28 April 2005, Chappell v. the United Kingdom, judgment of 30 March 1989, Series A no. 152-A, pp. 12-13 and 21-22, §§ 26 and 51; Niemietz v. Germany, judgment of 16 December 1992, Series A no. 251-B, §§ 29-31)”.

 

 

 

Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Ευθυμίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 55/2016, ημερ. 24/10/2016, ο υπό αναφορά όρος «κατοικία» θα πρέπει να εκλαμβάνεται ότι περιλαμβάνει επαγγελματικά υποστατικά, τα οποία, βεβαίως, λειτουργούν για την αποκλειστική χρήση φυσικού ή νομικού προσώπου και στα οποία το κοινό δεν έχει ελεύθερη πρόσβαση και, ως εκ τούτου, δεν είναι προσιτά στον καθένα.

 

Όπως, συναφώς, αναφέρεται στο Σύγγραμμα «Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες» του Α. Μάνεση (ανωτέρω), στη σελ. 224:

 

«Ως κατοικία επίσης νοούνται και προστατεύονται και οι χώροι εργασίας και επαγγελματικής απασχόλησης, δηλ. γραφεία, ιατρεία, καταστήματα, εργοστάσια, εργαστήρια, εφόσον δεν είναι προσιτά στον καθένα, δηλαδή όταν είναι κλειστά στο κοινό. Α ν τ ί θ ε τ α, δεν μπορεί να θεωρηθούν ως κατοικία τα γραφεία, τα καταστήματα κ.τ.τ. κατά τις εργάσιμες ώρες, όταν δηλαδή είναι ανοικτά στην ελεύθερη – α ν έ λ ε γ κ τ η – είσοδο οποιουδήποτε, επίσης τα ξενοδοχεία (όχι τα κατεχόμενα δωμάτιά τους), τα καφενεία, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, οι λέσχες κλπ.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Η κατάταξη ενός χώρου ως επαγγελματική στέγη υπό την πιο πάνω έννοια σαφώς και εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά και τα εγγενή φυσικά και άλλα χαρακτηριστικά του χώρου.

 

Με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο χώρος όπου εισήλθε η Αστυνομία, είτε ως χώρος εργασίας του Εφεσείοντα, είτε ως γραφείο της εταιρείας του, ήταν ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Ένα κατάστημα, δηλαδή, ανοικτό στο ευρύ κοινό στο οποίο οποιοσδήποτε μπορούσε να εισέλθει, να πάρει πληροφορίες και να αγοράσει αεροπορικά εισιτήρια. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ακόμα και το τρίτο άτομο που είχε θεαθεί εκεί, θέλοντας να δικαιολογήσει την παρουσία του, ανέφερε, κατά τη σύλληψη του, ότι είχε έρθει να κόψει εισιτήριο της γυναίκας του που θα πήγαινε ταξίδι. Ορθή, επίσης, υπήρξε και η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γεγονός της εισόδου και εξόδου κόσμου από το εν λόγω κατάστημα το είχε επιβεβαιώσει και ο Μ.Κ.6 χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της θέσης αυτής ή προσκόμιση αντίθετης μαρτυρίας από την Υπεράσπιση. Το ότι κατά τη δεδομένη περίοδο που διεξαγόταν η ελεγχόμενη παράδοση και η σκηνή είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από άντρες της ΥΚΑΝ, δεν διαπιστώθηκε να εισέρχεται στο κατάστημα οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του Εφεσείοντα και του τρίτου προσώπου, όπως προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, ουδόλως διαφοροποιεί την κατάληξη. Στη βάση, λοιπόν, αυτών των δεδομένων, ορθά κρίθηκε ότι ο συγκεκριμένος χώρος εργασίας του Εφεσείοντα δεν πληρούσε τα κριτήρια για να θεωρηθεί «επαγγελματική στέγη».

 

Παραπονείται ο Εφεσείων ότι η μη ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το γεγονός της διενέργειας έρευνας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας του Εφεσείοντος, το οποίο χαρακτηρίζει ως την «κατοικία» της εταιρείας η οποία τυγχάνει προστασίας με βάση το Άρθρο 16 του Συντάγματος, συνιστά, σύμφωνα με τη θέση του, «συνταγματική εκτροπή» εφόσον την εισαγωγή ναρκωτικών έκανε η εταιρεία του Εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τα περί παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων της εταιρείας του Εφεσείοντα επεσήμανε ότι «καμία εταιρεία δεν κατηγορείται στην παρούσα υπόθεση ώστε να μπορεί να επικαλείται παραβίαση των Συνταγματικών της δικαιωμάτων» και ότι «ύποπτος ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, όπως γνώριζε η Αστυνομία τη δεδομένη στιγμή εισόδου της στο κατάστημα, μόλις είχε παραλάβει τα ομοιώματα των ναρκωτικών».

 

Η πιο πάνω επισήμανση μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως δε ορθά υπογραμμίσθηκε και στο πλαίσιο της ενδιάμεσης Απόφασης του, τα νομικά πρόσωπα ως αυθύπαρκτες χωριστές οντότητες στις οποίες, ασφαλώς, περιλαμβάνονται και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης - όπως, δηλαδή, και η εταιρεία του Εφεσείοντα – είναι δυνατόν να είναι φορείς ατομικών δικαιωμάτων. Ζήτημα, δε, τυχόν παραβίασης τέτοιων δικαιωμάτων και συγκεκριμένα του απαραβίαστου της κατοικίας στην οποία εμπίπτει και το εγγεγραμμένο γραφείο νομικού προσώπου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της εταιρείας YGGSAT-TELECOM LTD, Πολιτική Αίτηση Αρ. 102/2018, ημερ. 8/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:D415), θα μπορούσε να τύχει εξέτασης νοουμένου ότι υπήρχε βάση και πραγματικό υπόβαθρο για κάτι τέτοιο. Υπό τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης δεν ετίθετο τέτοιο θέμα εφόσον η εταιρεία του Εφεσείοντα δεν ήταν «ύποπτη» ή, ακόμη, «συναυτουργός», ως ο ισχυρισμός του κ. Δημητρίου, αναφορικά με αδικήματα διακίνησης ναρκωτικών. Το γεγονός και μόνο ότι ως χώρος παράδοσης καθορίστηκε ο χώρος όπου η εν λόγω εταιρεία έχει το γραφείο της, ουδόλως διαφοροποιούσε την ουσία του όλου ζητήματος.

 

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. 

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ. 

 

                                              

   Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 



[1] 1. Η κατοικία εκάστου είναι απαραβίαστος.

2. Η είσοδος εις οιανδήποτε κατοικίαν ή οιαδήποτε έρευνα εντός αυτής δεν επιτρέπεται, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου ή οσάκις η είσοδος ενεργήται τη ρητή συναινέσει του ενοίκου ή προς τον σκοπόν διασώσεων θυμάτων οιουδήποτε αδικήματος βίας ή οιασδήποτε καταστροφής.

 

[2] Δέστε το Σύγγραμμα “Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες” του Α. Μάνεση, όπου στη σελ. 223 αναφέρονται τα εξής:

 

«Επομένως, κατοικία θεωρείται κάθε κ α τ ά λ υ μ α, δηλαδή κάθε χ ώ ρ ο ς που χρησιμοποιείται για δ ι α β ί ω σ η – μόνιμη ή προσωρινή, διαμονή ή απλώς παραμονή – ή για ε ρ γ α σ ί α, και που             δ ε ν  ε ί ν α ι  π ρ ο σ ι τ ό ς  σ ε  ό λ ο υ ς. Ο χώρος αυτός δεν είναι απαραίτητο να είναι οικοδομημένος, περιτειχισμένος, ή στεγασμένος αρκεί να είναι περιφραγμένος, ώστε να μη μπορούν άλλοι να μπουν ελεύθερα σ’ αυτόν.»

 

[3] Δέστε την υπόθεση Niemietz v. Germany, No. 13710/88, 16/12/1992, παρ. 30:

 

“……..it may not always be possible to draw precise distinctions, since activities which are related to a profession or business may well be conducted from a person's private residence and activities which are not so related may well be carried on in an office or commercial premises”.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο