Κ&Μ (TRANSPORT) FUEL TANKERS LTD κ.α. v. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 109/2021, 6/3/2023

ECLI:CY:AD:2023:B78

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 109/2021]

 

 

6 Μαρτίου, 2023

 

 

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

         

1.    Κ&Μ (TRANSPORT) FUEL TANKERS LTD

2.   ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ

Εφεσείοντες

v

 

                                                ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

 

Εφεσίβλητου

*****************

Δώρος Κακουλλής, για τους Εφεσείοντες

 

Πέτρος Βαρνάβας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο

 

 

                                                ******************

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Κατά τον ουσιώδη προς την παρούσα υπόθεση χρόνο, η Εφεσείουσα 1 ήταν εταιρεία εγγεγραμμένη στο μητρώο ΦΠΑ από την 1.7.2000 και αποτελεί υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, ενώ ο Εφεσείων 2 ήταν διευθυντής της μέχρι και τις 22.8.2018.

 

          Ως αποτέλεσμα φορολογικού ελέγχου που έγινε στην Εφεσείουσα 1,  βεβαιώθηκε από τον Εφεσίβλητο, ποσό οφειλόμενου φόρου από αυτήν, δυνάμει βεβαίωσης φόρου ημερ. 25.7.2002, η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε με απόφαση Δικαστηρίου ημερ. 26.3.2007, στα πλαίσια της Προσφυγής με αρ. 853/2002 που καταχωρίστηκε από την Εφεσείουσα 1. Ακολούθως, ο Εφεσίβλητος προέβηκε  στην έκδοση νέας βεβαίωσης φόρου προς την Εφεσείουσα 1, ημερ. 19.7.2007, η οποία λόγω διαπιστωμένου σφάλματος, αντικαταστάθηκε με την επίδικη  διορθωμένη βεβαίωση φόρου ημερ. 7.8.2007.   Με αυτήν,  ο Εφεσίβλητος, δυνάμει του Άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν.246/1990), βεβαίωσε ως οφειλόμενο ποσό ΦΠΑ από την Εφεσείουσα 1, το συνολικό ποσό των ΛΚ73.381,36 (αντίστοιχο ποσό σε ευρώ €125.379,47), που αφορά 5 φορολογικές περιόδους από 1.7.2000 – 30.11.2001.

 

          Εναντίον της επίδικης βεβαίωσης φόρου, η Εφεσείουσα 1 καταχώρησε στις 2.10.2007 την προσφυγή με αριθμό 1396/2007, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση Δικαστηρίου ημερ. 22.12.2010, επικυρώνοντας την  βεβαίωση φόρου.  Η Εφεσείουσα 1 καταχώρισε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, την Έφεση με αριθμό 12/2011, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.2016.

 

          Περαιτέρω, η Εφεσείουσα 1 δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα τις φορολογικές δηλώσεις για δύο φορολογικές περιόδους, την 1.6.2007 - 31.8.2007 και την 1.6.2016 – 31.8.2016, με αποτέλεσμα να επιβληθεί από τον Εφεσίβλητο, δυνάμει του Άρθρου 45(2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000), χρηματική επιβάρυνση ύψους €51.26 για την πρώτη και €51.00 για τη δεύτερη περίοδο.

 

          Οι Εφεσείοντες δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό έναντι των πιο πάνω οφειλόμενων  ποσών φόρου και χρηματικών επιβαρύνσεων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν τα αδικήματα της α) παράλειψης καταβολής χρηματικής επιβάρυνσης που επιβλήθηκε λόγω με εμπρόθεσμης υποβολής φορολογικής δήλωσης για δύο φορολογικές περιόδους (ανωτέρω) κατά παράβαση του Ν.95(Ι)/2000 και β) παράλειψης εμπρόθεσμης καταβολής οφειλόμενων ποσών ΦΠΑ για τις φορολογικές περιόδους (ανωτέρω) κατά παράβαση του Ν.246/1990.

 

          Οι Εφεσείοντες  αρνήθηκαν ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ότι στη βάση των πιο πάνω γεγονότων, - τα οποία αποτέλεσαν και τα σχετικά ευρήματα και συμπεράσματα του -είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και συνακόλουθα έκρινε ένοχη την Εφεσείουσα 1 σε όλες τις κατηγορίες, όπως και τον Εφεσείοντα 2 ως διευθυντή της Εφεσείουσας 1, εφόσον επρόκειτο για αδικήματα απόλυτης και αυστηρής ευθύνης.

          Ως αποτέλεσμα, επέβαλε στην Εφεσείουσα 1 χρηματική ποινή €500 και €200 σε έκαστη των υπόλοιπων κατηγοριών που αφορούσαν τον οφειλόμενο φόρο και καμιά ποινή στις κατηγορίες που αφορούσαν την χρηματική επιβάρυνση.  Στον Εφεσείοντα 2 επέβαλε για τις αντίστοιχες κατηγορίες, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 και 1 μηνός, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε για περίοδο 3 ετών.

 

            Με την Έφεση, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την καταδίκη τους.  Συγκεκριμένα:

 

          Με τον 1ο και 2ο λόγο Έφεσης αντίστοιχα, προσβάλλουν ως εσφαλμένη α) την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 22.3.2019 με την οποία επέτρεψε για δεύτερη φορά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και β) απέρριψε αίτημα αναβολής της ακρόασης, με αποτέλεσμα να αποστερήσει το δικαίωμα στους Εφεσείοντες να παρουσιάσουν την Υπεράσπιση τους.  Με τον 3ο λόγο Έφεσης επικαλούνται παραβίαση των συνταγματικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, που συνίσταται στην καταχώριση του κατηγορητηρίου εναντίον τους μετά παρέλευση 17 ετών από την επίδικη περίοδο διάπραξης των αδικημάτων 2000 – 2001.

 

          Θέτοντας την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και όσων οι συνήγοροι αμφοτέρων των διαδίκων προέβαλαν και κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, στα πλαίσια πάντοτε των λόγων Έφεσης, προχωρούμε στην ταυτόχρονη εξέταση του 1ου και 3ου λόγου Έφεσης, λόγω της συνάφειας των θεμάτων που αφορούν και ειδικότερα την ισχυριζόμενη παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων λόγω καθυστέρησης και συνακόλουθα, εγειρόμενου ζητήματος κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 

          Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι, αν και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 21.3.2017, εν τούτοις αυτό, σε σχέση με τις κατηγορίες που αφορούν τον οφειλόμενο φόρο, ουσιαστικά καταχωρίστηκε στις 18.3.2019 όταν υποβλήθηκε αίτημα από την Κατηγορούσα Αρχή για δεύτερη τροποποίηση του κατηγορητηρίου και η οποία εγκρίθηκε με ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ.  22.3.2019, δηλ. μετά παρέλευση 19 χρόνων από τη διάπραξη των αδικημάτων.  Εισηγείται συναφώς, ότι ο χρόνος των 19 ετών που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την οριστικοποίηση τους, αποτελεί κατάφωρη κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, ως και όχληση του όλου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και καμιά συμπεριφορά των Εφεσειόντων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέτεινε στην εν λόγω καθυστέρηση.

 

          Αναμφίβολα, η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου εντός εύλογου χρόνου, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 30(2) του Συντάγματος αλλά και κεφαλαιώδη υποχρέωση της πολιτείας (βλ. Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 100, Πουμπουρής ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 1).

 

          Η κατάχρηση είναι ζήτημα που εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων πραγματικών γεγονότων, ως αυτά έχουν συμφωνηθεί ή γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ηλιάδης κ.ά. Ποινική Έφεση 348/2018, ημερ. 31.5.2019).  Ο διάδικος που εγείρει ζήτημα κατάχρησης μιας δικαστικής διαδικασίας φέρει το βάρος να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή της διαδικασίας, αποδεικνύοντας όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση, αλλά και ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, συνεπεία αυτής.

          Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

«Οι προεκτάσεις της καθυστέρησης στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, αποτέλεσαν αντικείμενο αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες τονίστηκε ότι στις ποινικές υποθέσεις, σκοπός της πιο πάνω συνταγματικής πρόνοιας είναι η προστασία του κατηγορούμενου από υπερβολικές καθυστερήσεις, εφόσον δεν είναι δυνατόν ένας κατηγορούμενος να τελεί σε μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας για την διάγνωση της ποινικής του ευθύνης.   Η διασφάλιση του εύλογου χρόνου διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου, αρχίζει από την ημερομηνία διατύπωσης της κατηγορίας, μέχρι την τελική εκδίκασή της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας έφεσης (βλ. Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 228/18, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102  και  Κάζανου ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Ποιν. Έφεση 96/2019, ημερ. 28.07.2020), χωρίς ωστόσο, να παραβλέπονται τα όσα προηγήθηκαν.  Περαιτέρω, έχουν νομολογιακά διαμορφωθεί  διάφοροι παράγοντες που διέπουν τη διαπίστωση κατά πόσο ο χρόνος διάγνωσης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου ήταν ή όχι εύλογος [(βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223Γενικός Εισαγγελέας v. Βάσου κ.α. (2005) 2 Α.Α.Δ. 653, Πουμπούρης v. Αστυνομίας (ανωτέρω), Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ ν. Αθανασίου, Ποιν. Έφεση 104/2019, ημερ. 3.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B216 και Κάζανου (ανωτέρω)] όπως είναι: (α)  η ημέρα συλλήψεως ή καταγγελίας ή η ημερομηνία που ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε επίσημα ότι λαμβάνονται εναντίον του μέτρα ποινικής δίωξης, (β) η φύση, ο χαρακτήρας, η σοβαρότητα και η πολυπλοκότητα της υπόθεσης,  (γ) η φυσική και χρονολογική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα ή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, (δ) η συμπεριφορά των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών και κατ' επέκταση της κατηγορούσας αρχής, (ε) η συμπεριφορά του δικαστικού οργάνου, (στ) η συμβολή και συμπεριφορά του κατηγορούμενου στην καθυστέρηση.

 

Στην υπόθεση  Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376, τονίστηκε ότι η αργοπορία στην εκδίκαση, από μόνη της δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου. Η διαπίστωση της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου δεν εξετάζεται αόριστα ή αφηρημένα (in abstracto),  αλλά συγκεκριμένα συνυπολογίζονται όλες οι σχετικές παράμετροι που τείνουν να οδηγήσουν σε αναζήτηση του ενδεδειγμένου συμπεράσματος αν η δίκη ήταν μη δίκαιη, μεταξύ των οποίων είναι και το κατά πόσο τεκμηριώθηκε από τον κατηγορούμενο ότι η θέση του πραγματικά επηρεάστηκε δυσμενώς ως απόρροια της παρατηρηθείσας καθυστέρησης (βλ. Σκορδέλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας  Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 6.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:B267, Μιλτιάδους v. Αστυνομίας Ποινική ΄Εφεση  290/2014, ημερ. 14.11.2016 και Λάμπη κ.α. ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 111/2019, ημερ. 03.02.2019). 

 

      Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 403, η οποία αφορούσε αδικήματα παρόμοιας φύσης με τα επίδικα και τα οποία είχαν διαπραχθεί το 2002 , ενώ  η ποινική υπόθεση είχε καταχωριστεί  στις 6.12.2007, μετά την απόρριψη  στις 6.9.2005 σχετικής Προσφυγής, το Ανώτατο Δικαστήριο, συνυπολογίζοντας το χρόνο που μεσολάβησε για να αποφασίσει αν η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική και αφού έλαβε υπόψη του την εκκρεμοδικία που υπήρχε στην Προσφυγή, ανέφερε σε σχέση με το εγειρόμενο ζήτημα της καθυστέρησης στη δίωξη πως:

 

«Κατ' αρχάς είναι προφανές ότι η καθυστέρηση στην ποινική δίωξη στην πραγματικότητα του άφηνε χρονικά περιθώρια συμμόρφωσης ώστε αυτή, σε τέτοια περίπτωση, να ήταν δυνατό να αποφευχθεί. Μετά, όπως προκύπτει από όσα λέχθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντα πρωτοδίκως, μέχρι και την 6.9.2005 εκκρεμούσε η προσφυγή που ασκήθηκε κατά του κύρους της φορολογίας και, επομένως, το ζήτημα της οφειλής, μέχρι την απόρριψη της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, στις 6.9.05, ήταν εκκρεμές ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

Η υπόθεση  Λίνος Μελάς κ.ά. ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 42,  αφορούσε βεβαίωση φόρου ημερομηνίας 12.11.1997 αναφορικά με 14 περιόδους που άρχιζαν από 1.7.1992 μέχρι 31.12.1996. Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 22.10.2004, αφού  ολοκληρώθηκε στις 04.05.2004 (σε πρώτο και δεύτερο βαθμό), η αναθεωρητική διαδικασία προσβολής της σχετικής βεβαίωσης φόρου, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία επικυρώθηκε. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας ουσιαστικά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ετίθετο ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος των κατηγορουμένων για διάγνωση της ποινικής τους ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου, ανέφερε ότι:

 

«Όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223με αναφορά σε υποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το εύλογο του χρόνου εντός του οποίου θα πρέπει να διεκπεραιώνεται η δικαστική διαδικασία, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, χωρίς να υπάρχει δογματικά καθορισμένο διάστημα. Όμως για τον καθορισμό του λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του διαδίκου, καθώς και αυτή των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Στην προκειμένη περίπτωση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στη διαδικασία αμφισβήτησης του φόρου από τους Εφεσείοντες, με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κακώς παραπονούνται οι Εφεσείοντες ότι η Υπηρεσία Φ.Π.Α. λανθασμένα ανέμενε το αποτέλεσμα της προσφυγής.  Η διαδικασία εκείνη από μόνη της δεν αναστέλλει την είσπραξη του φόρου. Μπορεί τυπικά να είναι ορθό ότι η διαδικασία είσπραξης δεν αναστέλλεται αυτόματα με την καταχώρηση προσφυγής, αλλά εάν η διοίκηση εκκρεμούσης της αμφισβήτησης του φόρου με προσφυγή, προωθούσε ένδικα μέτρα για είσπραξη του φόρου, είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα περνούσε απαρατήρητο από τους Εφεσείοντες, εάν συνέβαινε. Μετά την έκδοση απόφασης στις 4.5.2004 στην αναθεωρητική έφεση που άσκησαν οι Εφεσείοντες, σε διάστημα 5 περίπου μηνών, ο εφεσίβλητος καταχώρησε το επίδικο κατηγορητήριο. Θεωρούμε ότι ο χρόνος που παρήλθε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν είναι παράλογος.»»

 

          Στην προκειμένη περίπτωση, προχωρούμε να εξετάσουμε την προαναφερθείσα εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων, υπό το φως των ακόλουθων πραγματικών γεγονότων: α)  τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν το έτος 2007, μετά την έκδοση της επίδικης βεβαίωσης φόρου ημερ. 7.8.2007 και την κοινοποίηση της αυθημερόν στην Εφεσείουσα 1 και όχι κατά το χρόνο που αφορούν οι επίδικες φορολογικές περιόδοι της βεβαίωσης (1.7.2000 – 30.11.2001), β) η ημερομηνία καταχώρισης του κατηγορητήριου είναι η 21.3.2017 και όχι η 18.3.2019 ή 22.3.2019, εφόσον, σύμφωνα και με το Άρθρο 83(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155 και την Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση του Γ. Πική, σελ. 127, η τροποποίηση κατηγορίας έχει αναδρομική ισχύ, θεωρείται ως γενομένη εξ αρχής και ανατρέχει στην ημέρα καταχώρισης του κατηγορητηρίου, γ) στο χρονικό διάστημα από την 7.8.2007 μέχρι 21.3.2017, μεσολάβησαν δικαστικές διαδικασίες αμφισβήτησης της επίδικης βεβαίωσης φόρου, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 5.10.2016, με την τελική επικύρωση της επίδικης βεβαίωσης φόρου, δ) ο χρόνος που προηγήθηκε της επίδικης βεβαίωσης φόρου, οφείλεται στην συμμόρφωση του Εφεσίβλητου με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 26.3.2007, με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη βεβαίωση φόρου ημερ. 25.7.2002, εκδίδοντας και επιδίδοντας την επίδικη βεβαίωση στις 7.8.2007, δηλ. μόλις μετά πάροδο 4 μηνών, ε)  η προσθήκη των κατηγοριών που αφορούν τον οφειλόμενο, φόρο στις 23.1.2019, έγινε με την σύμφωνη θέση των Εφεσειόντων, αποδεχόμενοι την αιτούμενη τροποποίηση του κατηγορητηρίου, στ)  η τροποποίηση που ακολούθησε και αφορούσε τις λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών, ήταν αποτέλεσμα ενδιάμεσης απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 22.3.2019, αφού εξετάσθηκαν οι σχετικές θέσεις των Εφεσειόντων περί κατάχρησης λόγω καθυστέρησης, καταλήγοντας ότι η υπεράσπιση ουδόλως επηρεάστηκε δυσμενώς, ζ)  αφού το κατηγορητήριο επιδόθηκε στους Εφεσείοντες στις 14.11.2017 και αυτοί απάντησαν στις κατηγορίες του αρχικού κατηγορητηρίου στις 27.11.2017 κα του τροποποιημένου κατηγορητηρίου στις 23.1.2019 και 22.3.2019, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση σε διάφορες ημερομηνίες, κατά τις οποίες, τις περισσότερες φορές αναβλήθηκε για λόγους που αφορούσαν τους Εφεσείοντες και κυρίως λόγω απουσίας του Εφεσείοντα 2 για λόγους υγείας, με αποτέλεσμα η ακροαματική διαδικασία να αρχίσει στις 29.3.2021 και να ολοκληρωθεί πολύ σύντομα, στις 12.4.2021, ενώ η συνέχιση της αναβλήθηκε 2 φορές, στις 29.3.2021 και 6.4.2021 για λόγους που αφορούσαν τους Εφεσείοντες, ώστε να τους δοθεί χρόνος να προωθήσουν την υπεράσπιση τους. 

 

          Υπό αυτές τις περιστάσεις και υπό το φως των σχετικών νομολογιακών αρχών (ανωτέρω), κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε πως δεν μπορούσε να αποδοθεί στην Κατηγορούσα Αρχή οποιαδήποτε αδράνεια ή ευθύνη ως προς το χρόνο που παρήλθε από την επίδικη βεβαίωση φόρου, μέχρι την καταχώριση του κατηγορητηρίου, ούτε και ως προς το χρόνο που προηγήθηκε της επίδικης βεβαίωσης φόρου.  Περαιτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ως αποτέλεσμα της τροποποίησης των κατηγοριών, αλλά ούτε και ως προς τον χρόνο που διέρρευσε μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της υπόθεσης.  Αντίθετα, ορθά προσμέτρησε και καταλόγισε στους Εφεσείοντες, την καθυστέρηση που οφειλόταν στην διαδικασία αμφισβήτησης εκ μέρους τους, της επίδικης βεβαίωσης φόρου, όπως και σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το χρονικό διάστημα που παρήλθε μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της υπόθεσης. 

 

          Συνακόλουθα, κρίνουμε ως ορθή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν είχε επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπιση λόγω του χρονικού διαστήματος που είχε παρέλθει, ως και ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης, που να μπορούσε να αποτελέσει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με συνεπακόλουθο την απαλλαγή των Εφεσειόντων από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.  Αντίθετα, είναι προφανές ότι η καθυστέρηση στην ποινική δίωξη, αλλά και το χρονικό διάστημα που παρήλθε μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου, στην πραγματικότητα άφηνε στους Εφεσείοντες χρονικά περιθώρια συμμόρφωσης, όμως αυτοί ουδέποτε το έπραξαν [βλ. Κωνσταντίνου ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ανωτέρω)].

 

          Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο 1ος και 3ος λόγος δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

          Διαπιστώνουμε ότι ο 2ος λόγος Έφεσης, ουδόλως προωθήθηκε με το διάγραμμα των Εφεσειόντων.  Συνεπώς,  θεωρούμε ότι αυτός εγκαταλείφθηκε από τους Εφεσείοντες και απορρίπτεται λόγω μη προώθησης του. 

 

          Περαιτέρω, διαπιστώνουμε ότι με το διάγραμμα τους οι Εφεσείοντες προώθησαν την θέση περί εκπρόθεσμης βεβαίωσης φόρου εκ μέρους του Εφεσίβλητου, για την οποία όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος Έφεσης και συνεπώς αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί.

         

 

 

Για όλα τα πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

                                                                   Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                               

                                                          ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο