YIXIAN LIU v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 109/22, 4/4/2023

ECLI:CY:AD:2023:B170

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 109/22)

 

 

4 Απριλίου, 2023

 

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

YIXIAN LIU,

Εφεσείων,

 v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

----------

 

Σ. Αργυρού με Ν. Νικολάου, για εφεσείοντα.

Θ. Παπακυριακού (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

---------

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

---------

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Στην κατοχή του εφεσείοντα εντοπίστηκε από την Αστυνομία υλικό παιδικής πορνογραφίας ως ακολούθως: 

 

(Α)     Σε ένα σκληρό δίσκο εντοπίστηκαν 8 αρχεία βίντεο που απεικονίζουν παιδιά κάτω των 13 ετών, τα οποία συμμετέχουν σε σεξουαλικές πράξεις.  Η συνολική διάρκεια των βίντεο ήταν 1 ώρα και 42 λεπτά.  Περιλαμβάνονταν, μάλιστα, 5 βίντεο επιπέδου 4, το οποίο αφορά απεικονίσεις σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ ενηλίκων και παιδιών με συνουσία.  Τα υπόλοιπα 3 βίντεο ήταν επιπέδου 3, δηλαδή περιελάμβαναν σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ενηλίκων και παιδιών χωρίς συνουσία.[1] 

 

(Β)     Σε ένα εξωτερικό σκληρό δίσκο εντοπίστηκαν 1.321 αρχεία εικόνας παιδικού πορνογραφικού υλικού, που επίσης απεικονίζουν παιδιά κάτω των 13 ετών. Τα περισσότερα κατατάσσονται στο επίπεδο 1 (ερωτικές παραστάσεις χωρίς σεξουαλική δραστηριότητα).  Υπάρχουν και εικόνες που κατατάσσονται στο επίπεδο 2 (σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ παιδιών ή πράξη αυνανισμού από ένα παιδί), εικόνες που κατατάσσονται στα επίπεδα 3 και 4, όπως τα έχουμε καθορίσει ανωτέρω, αλλά και τέσσερις εικόνες που κατατάσσονται στο χειρότερο/επίπεδο 5 που αφορά απεικονίσεις πράξεων σαδισμού ή κτηνοβασίας.

 

(Γ)     Στον ίδιο σκληρό δίσκο εντοπίστηκαν άλλα 271 αρχεία βίντεο που απεικονίζουν και πάλι παιδιά κάτω των 13 ετών να συμμετέχουν σε πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα.  Η συνολική διάρκεια εν προκειμένω ανέρχεται στο εξωφρενικό διάστημα των 55 ωρών.  Τα 44 από τα βίντεο είναι στο επίπεδο 1, τα 24 στο επίπεδο 2, τα 89 στο επίπεδο 3, τα 108 στο επίπεδο 4 και τα 6 στο επίπεδο 5. 

 

Όλα τα παραπάνω αρχεία ήταν προσβάσιμα με δημιουργία ημερομηνίας την 4.11.2019 (αρχεία Α), 5.10.2019 – 27.2.2020 (αρχεία Β) και 5.10.2019 – 14.3.2020 (αρχεία Γ). 

 

Εν πάση περιπτώσει, η Αστυνομία είχε εντοπίσει, με ειδικό πρόγραμμα παρακολούθησης της διακίνησης και ανταλλαγής αρχείων παιδικού πορνογραφικού υλικού, το συγκεκριμένο υλικό στις 2.2.2020. Αφού ακολουθήθηκε η διερεύνηση και διαδικασία ώστε να ταυτοποιηθεί ο εφεσείων ως ο κάτοχος/χρήστης του εντοπισθέντος IP Address, τελικά στις 2.5.2020 ερευνήθηκε η κατοικία του δυνάμει δικαστικού εντάλματος οπότε και εντοπίστηκαν τα ανωτέρω αρχεία πορνογραφικού υλικού. 

 

Παρά το μεγάλο διάστημα που παρήλθε με το πορνογραφικό υλικό να βρίσκεται στους σκληρούς δίσκους του εφεσείοντα, αυτός, αφού παραδέχθηκε, προέβαλε ενώπιον του Κακουργιοδικείου τη θέση ότι δεν είχε προλάβει να δει το πορνογραφικό αυτό υλικό γιατί στο μεταξύ επενέβη η Αστυνομία, ζητώντας να ληφθεί τούτο υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας.  Από πλευράς της κατηγορούσας αρχής είχε δηλωθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι δεν είχε μαρτυρία ώστε να μπορούσε να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό αυτό του εφεσείοντα.  Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι η μη θέαση των αποθηκευμένων και προσβάσιμων αρχείων δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα του ότι ο εφεσείων δεν πρόλαβε να τα δει λόγω του εντοπισμού του από την Αστυνομία και όχι λόγω έλλειψης τέτοιας πρόθεσης, η οποία άλλωστε καθ’  ομολογίαν υπήρχε. 

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στις τρεις κατηγορίες που καταδικάστηκε ο εφεσείων για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας που απεικονίζει παιδιά κάτω των 13 ετών σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4½ και 5 ετών.

 

Το τελευταίο, ως άνω, ζήτημα του κατά πόσο δηλαδή ο εφεσείων είχε δει το πορνογραφικό υλικό αποτέλεσε το επίκεντρο της έφεσης.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως κατά σφάλμα αρχής το Κακουργιοδικείο δεν διαχώρισε την παρούσα από άλλες υποθέσεις του είδους, στις οποίες αναφέρθηκε, όπου επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές.  Ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι σε εκείνες τις υποθέσεις οι δράστες δεν περιορίστηκαν στην κατοχή τέτοιου υλικού, αλλά υπήρξε και θέαση τούτου η οποία ήταν συνεχής και συστηματική.  Επίσης, σε άλλες υποθέσεις οι καταδικασθέντες ήταν συνδρομητές σε ιστοσελίδες που προωθούσαν υλικό παιδικής πορνογραφίας, ήταν μέλη σε δωμάτια συνομιλιών που έψαχναν ανήλικούς για να συνομιλήσουν, είχαν αποθηκευμένα τα αρχεία σε εξωτερικούς σκληρούς δίσκους καθώς και σε άλλες συσκευές Η/Υ ή τηλέφωνα και χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένο λογισμικό, το οποίο κατέβασαν από το διαδίκτυο. 

 

Ως προς το κύριο, ως άνω, στοιχείο της έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα καταρχάς ήταν αντιφατική.   Ενώ πρωτοδίκως ήταν η θέση του ότι, παρά τον άπλετο χρόνο που είχε, δεν πρόλαβε να δει το υλικό, ενώπιον μας τέθηκε ότι «είχε όλο το χρόνο να τα δει αλλά δεν επέλεξε να το πράξει».

 

Εν πάση περιπτώσει, το εάν είδε ή όχι το πορνογραφικό υλικό ή μέρος αυτού, δεν έχει σχέση ούτε με την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 8(1), 14(1) και 34 του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 όπως τροποποιήθηκε, αλλ’  ούτε, για τους λόγους που θα αναφέρουμε κατωτέρω, και με την επιμέτρηση της ποινής που τώρα μας απασχολεί. 

 

Καταρχάς, το έγκλημα συντελείται εάν ο κατηγορούμενος κατέχει εν γνώσει του το συγκεκριμένο ψηφιακό αρχείο στο οποίο έχει δυνατότητα πρόσβασης, έστω και αν δεν μπορεί να καταδειχθεί ότι το άνοιξε ή το διεξήλθε εις βάθος (Possession is established if the defendant can be shown to have knowledge of a relevant digital file or package of file which he has the capacity to access, even it cannot be shown to have opened or scrutinised the material; Archbold 2021, 31-118).  Στην υπόθεση Porter [2006] EWCA Crim. 560 αποφασίστηκε ότι:

 

«Possession is deceptively simple concept.  It denotes a physical control of custody of a thing plus knowledge that you have it in your custody or control.

[…]

If, however, at that time the image is within his control, for example, because he has the ability to produce it on his screen, to make a hard copy of it, or to send it to someone else, then he will possess it.»

 

Κρίνουμε ότι, ακόμα και αν γίνει δεκτή η αντιφατική, εν τέλει, θέση του εφεσείοντα ως προς την θέαση, τούτο δεν έχει σχέση ούτε με την επιμέτρηση της ποινής. 

 

Αυτός κατείχε μια τεράστια ποσότητα πορνογραφικού υλικού.  Διερωτόμαστε πόσα παιδάκια ηλικίας κάτω των 13 ετών θα μπορούσαν να χωρέσουν στο συνολικό χρόνο των 56 ωρών, 41 λεπτών και 15 δευτερολέπτων των βίντεο και στις 1.321 φωτογραφίες που κατείχε ο εφεσείων, τα οποία περιελάμβαναν ακόμα και υλικό επιπέδου 5, το οποίο επαναλαμβάνουμε αφορά σε πράξεις σαδισμού ή κτηνοβασίας.  Ό,τι πιο βδελυρό και απάνθρωπο.  Στο μεγάλο αριθμό των θυμάτων αναφέρθηκε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, ορθά καλώντας το δικαστήριο όπως λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό ως επιβαρυντικό παράγοντα, παράλληλα βεβαίως και τις συνέπειες από την κακοποίηση τους, περιλαμβανομένου του φυσικού πόνου.  Όπως ορθά έλαβε ως επιβαρυντικό παράγοντα τον όγκο και τον αριθμό των στοιχείων το Κακουργιοδικείο χαρακτηρίζοντας την υπόθεση ως σοβαρή.

 

Μια αναφορά δε του Κακουργιοδικείου υπενθυμίζει την πραγματική διάσταση της απάνθρωπης πλευράς του εγκλήματος:  Τρία από τα βίντεο του σκληρού δίσκου Α εντοπίστηκαν στη βάση αναγνωρισμένων θυμάτων της Interpol (ICSE). 

 

Οι 56 ώρες βίντεο και οι 1.321 φωτογραφίες που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα δεν αφορούν φανταστικά πρόσωπα, ή επαγγελματίες του είδους, ηθοποιούς ή συναινούντες ενήλικες.  Απεικονίζουν πραγματικά και κακοποιημένα παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών. 

 

Επιπρόσθετα, θέλοντας να καταδείξει την επικινδυνότητα του εφεσείοντα και ότι δεν επρόκειτο περί ενός τυχαίου ή μεμονωμένου σφάλματος, υπέδειξε πως η διερεύνηση της Αστυνομίας κατέδειξε ότι ο εφεσείων έψαχνε αρχεία τα οποία απεικόνιζαν παιδιά μικρής ηλικίας («pre-teen hardcore, 11yo, pre-teen, pedofilia, 11 yo, 8 year old, pedo mom fucking 3 yo and 5 yo daughters»). 

 

Υπό τις περιστάσεις δεν βρίσκουμε βάσιμα τα παράπονα του εφεσείοντα, ούτε αποδεχόμαστε την εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη την παραδοχή, τις προσωπικές περιστάσεις, το λευκό ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας του και κάθε μετριαστικό παράγοντα που τέθηκε.  To Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες, περιλαμβανομένης της παραδοχής.  Σημειώνουμε πάντως ότι ο εφεσείων κατελήφθη επ’  αυτοφώρω χωρίς πραγματική δυνατότητα ουσιαστικής υπεράσπισης ως προς την κατοχή του υλικού που αδιαμφισβήτητα βρέθηκε στην κατοχή του (red handed).  Ως προς τις προσωπικές του περιστάσεις είναι περιττό να τονίσουμε για άλλη μια φορά ότι αυτές έχουν δευτερεύουσα σημασία όταν το δικαστήριο καλείται να αντιμετωπίσει ένα έγκλημα για το οποίο θα πρέπει να επιβάλει αποτρεπτική και συνεπώς αυστηρή ποινή. 

 

Στην υπόθεση Γενκός Εισαγγελέας ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. Αρ. 185/16, ημερ. 20.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B118, είχε ειδικά λεχθεί για εγκλήματα που διαπράττονται δια του διαδικτύου ότι:

«…η διαδικτυακή διαστροφή στρεφόμενη άμεσα και καίρια εναντίον του παιδιού και της αθωότητας του, εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους και τα Δικαστήρια πρέπει να αντιμετωπίσουν το έγκλημα αυτής της μορφής με ποινές που πρέπει να έχουν έντονα τον αποτρεπτικό χαρακτήρα.  Αυτή η ανάγκη δεν ήταν τόσο προεξάρχουσα όταν τέτοια αδικήματα ήταν σπάνια και σίγουρα όχι της σοβαρότητας με την οποία πλέον εμφανίζονται.

 

Από τη στιγμή που διαπιστώνεται - δυστυχώς - με τέτοιους ρυθμούς αύξηση των εγκλημάτων αυτής της φύσεως, οι ποινές θα πρέπει ανάλογα να αντιμετωπίσουν - και να αναχαιτίσουν κατά το δυνατό - το φαινόμενο

 

 

Σε σχέση με σεξουαλικά εγκλήματα εναντίον παιδιών είχε λεχθεί στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ 178/12, ημερ. 24.10.2018:

«Η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή, η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας.» 

 

Έκτοτε η κατάσταση συνεχίζει και χειροτερεύει.  Πολύ πρόσφατα στην Robert Cionel Carson v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 38/22, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411, επαναλήφθηκε ότι:

 

«Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα. 

 

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο. 

 

Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους. 

 […]

Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης.  Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού.» 

 

 

Ας καταλήξουμε με τη θεμελιακή αρχή ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει ως Εφετείο στις ποινές, που είναι αρμοδιότητα των πρωτοδίκων δικαστηρίων, παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις που επιγραμματικά διατυπώθηκαν από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525:

 

«Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη (Βλ. Nicosia Police and Djemal Ahmed, 3 R.S.C.C. 50) αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία (Philippou v Republic (ανωτέρω), Βλ. επίσης μεταξύ άλλων Demetriou v  Republic (1988) 2 C.L.R., 175, Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, και Φιλίππου άλλως "Φαλκονέτι" ν Αστυνομίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 245). Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου, τη σοβαρότητα του εγκλήματος με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-

(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και

(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείρηση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα

Αφετηρία για την κρίση της υπερβολικότητας της ποινής αποτελεί η αρχή ότι ο καθορισμός της αποτελεί πρωταρχικό έργο του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε ιδανική θέση να εκτιμήσει τα περιστατικά και τη σοβαρότητα του εγκλήματος καθώς και τους κινδύνους που ενέχουν οι διάφορες μορφές εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο. …»

 

Ουδεμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις συντρέχει εν προκειμένω.  Το Κακουργιοδικείο ενήργησε εντός των πλαισίων της ευρείας αρμοδιότητας του και ευλόγως εξισορρόπησε όλους τους σχετικούς παράγοντες. 

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται. 

                                                         

Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                         

Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

                                                                   

Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

 

 

 

 

/φκ

 



[1] Αναφερόμαστε, όπως και το Κακουργιοδικείο, στα επίπεδα όπως κατηγοριοποιήθηκαν στην R. v. Oliver [2003] 1 Cr. App. R. 28 και έχουν εφαρμοστεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς να επεκταθούμε στη μετέπειτα κατηγοριοποίηση που έγινε στην Αγγλία (βλ. Δημοκρατία ν. Κουφού, Ποιν. Έφ. Αρ. 94/19, ημερ. 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B333).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο