ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΡΑΣΙΑΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 278/2022, 7/4/2023
print
Τίτλος:
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΡΑΣΙΑΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 278/2022, 7/4/2023
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2023:B133

ECLI:CY:AD:2023:B133

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 278/2022)

 

 

7 Απριλίου, 2023

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΡΑΣΙΑΣ,

 

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Κάρνος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν παραδοχής του, κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε εννέα κατηγορίες που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα. Πρόκειται για τρεις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς (Κατηγορίες 1, 7 και 11), κατά παράβαση των Άρθρων 2, 9(1), 14 και 34 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 και έξι κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (Κατηγορίες 2, 12, 13, 14, 15 και 16), κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5(1), 6(3), 14 και 34 του Ν. 91(Ι)/2014. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Αυγούστου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 εις βάρος τριών ανήλικων αγοριών ηλικίας 14 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως καταγράφηκαν στην Απόφαση του Δικαστηρίου, έχουν ως ακολούθως:

 

Κατά την επίδικη περίοδο ο Εφεσείων, ηλικίας τότε 41 ετών, διατηρούσε λογαριασμό στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης INSTAGRAM με την ονομασία “lasting moments”. Παρουσίαζε τον εαυτό του ως επαγγελματία φωτογράφο μοντέλων, αναρτώντας μάλιστα και κάποιες φωτογραφίες. Τα τρία θύματα τα προσέγγισε αναρτώντας σχόλια και ψηφιακές εικόνες (emoji) κάτω από δικές τους αναρτήσεις και στη συνέχεια, μέσω της ίδιας πλατφόρμας, τους απέστειλε ξεχωριστά, ιδιωτικά μηνύματα, καλώντας τους να συναντηθούν μαζί του για σκοπούς φωτογράφησης έναντι αμοιβής €50. Πραγματικός σκοπός του Εφεσείοντα μέσω της συνάντησης που θα είχε μαζί τους ήταν να προβεί στην τέλεση σεξουαλικής πράξης και συγκεκριμένα να τους κάμει πεολειχία έναντι αμοιβής €50 για κάθε πεολειχία ξεχωριστά. Τούτο το αποκάλυψε ο Εφεσείων στα θύματα πριν τις συναντήσεις.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το πρώτο θύμα μετέβη στο διαμέρισμα του Εφεσείοντα και ο τελευταίος του έκαμε πεολειχία έναντι αμοιβής €50. Κατά τη διάρκεια της πράξης το θύμα αισθάνθηκε αηδία και ζήτησε από τον Εφεσείοντα να σταματήσει, κάτι που ο τελευταίος έπραξε. Το δεύτερο θύμα, αν και μετέβη και αυτό στο διαμέρισμα του Εφεσείοντα, δεν ενέδωσε στην πρόταση του τελευταίου με αποτέλεσμα να μην λάβει χώρα οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη μεταξύ τους. Το τρίτο θύμα μετέβη στο διαμέρισμα του Εφεσείοντα σε πέντε διαφορετικές περιπτώσεις και κάθε φορά ο Εφεσείων του έκανε πεολειχία έναντι αμοιβής €50 έκαστη. Ο Εφεσείων ζήτησε από το θύμα αυτό όπως του προτείνει και φίλους του για πεολειχία έναντι αμοιβής, υποσχόμενο μάλιστα ότι για κάθε παραπομπή θα του έδινε επιπλέον €50.

 

Σε όλα τα θύματα διενεργήθηκε ψυχολογική εξέταση από την οποία προέκυψε ότι το πρώτο και το τρίτο θύμα είχαν αναπτύξει μερική συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες, συνδεόμενη με σεξουαλική κακοποίηση.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε σε κάθε μια από τις Κατηγορίες 1, 7 και 11 ποινή φυλάκισης 4 ετών και σε κάθε μία από τις Κατηγορίες 2, 12, 13, 14, 15 και 16 ποινή φυλάκισης 8 ετών. Αποφάσισε, περαιτέρω, όπως οι ποινές συντρέχουν.

 

Με την υπό εκδίκαση Έφεση ο Εφεσείων με ένα Λόγο Έφεσης προσβάλλει τις επιβληθείσες ποινές ως έκδηλα υπερβολικές, στη βάση του ότι το σύνολο των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα καθώς και των περιστάσεων της υπόθεσης, αλλά και των μετριαστικών παραγόντων, δεν δικαιολογούσαν μια τέτοια αντιμετώπιση. 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του, την ιδιαίτερη σοβαρότητα των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως προκύπτει, πέραν από τις κατ’ ανώτατο όριο προβλεπόμενες ποινές, και από την ίδια τη φύση τους ως εγκλήματα τα οποία στρέφονται κατά των ηθών αλλά προσβάλλουν, παράλληλα, και καταρρακώνουν την προσωπικότητα του θύματος και η οποία, ως τέτοια, ως ορθώς επεσήμανε, επιτάσσει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Όπως τονίσαμε και στην υπόθεση Κ.Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 127/2021, ημερ. 4/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B419, όντως η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών αποτελεί καθήκον των Δικαστηρίων, ιδιαίτερα όταν θύματα είναι παιδιά ή ανήλικα πρόσωπα, την ανωριμότητα, την ευαισθησία ή και την αδυναμία των οποίων εκμεταλλεύονται οι δράστες για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις.

 

Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης το Κακουργιοδικείο τόνισε τα ακόλουθα:

 

«Τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης αναδεικνύουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τους σκοτεινούς κινδύνους που ελλοχεύουν στο διαδίκτυο, ιδιαιτέρως για παιδιά, ακόμα και σε φαινομενικά «αθώες» πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως είναι το INSTAGRAM, με εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες, μεταξύ των οποίων και παιδιά. Ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος προφανώς αυτή την ευρύτητα και φήμη της πλατφόρμας, ενήργησε προμελετημένα και με προσχεδιασμό. Το προφίλ που δημιούργησε – έστω και αν δεν απέκρυψε τα πραγματικά του στοιχεία – και η ανάρτηση φωτογραφιών νεαρών προσώπων που φέρεται να φωτογράφισε, δεν μπορεί παρά να είχαν στόχο να δελεάσουν νεαρά, ανυποψίαστα θύματα. Ο κατηγορούμενος δεν αρκέστηκε όμως μόνο στην παθητική δημιουργία προφίλ. Ανέλαβε πρωτοβουλία. Φρόντισε πρώτα να αποκτήσει «ψηφιακή οικειότητα» με σχόλια και emojis κάτω από αναρτήσεις των θυμάτων, χαλαρώνοντας τυχόν αντιστάσεις τους και κατόπιν προχώρησε στην αποστολή απευθείας μηνυμάτων προς τα θύματα. Το γεγονός ότι στην πορεία της επικοινωνίας και προτού συναντηθούν, αποκάλυψε τις νοσηρές, σεξουαλικές του προθέσεις έχει κάποια σημασία, όχι όμως ιδιαιτέρως μεγάλη. Τούτο, λόγω του νεαρού της ηλικίας των θυμάτων, 14 μόλις χρονών υπενθυμίζουμε. Νομοθετικά, αλλά και πραγματικά, τα θύματα δεν ήταν σε ηλικιακή θέση να συναινέσουν σε οποιεσδήποτε σεξουαλικές πράξεις. Η ηλικία αυτή χαρακτηρίζεται συνήθως από ανωριμότητα και επιπολαιότητα. Δεν υπάρχει διαμορφωμένη ορθοκρισία, ούτε και ανεπτυγμένες πνευματικές και σωματικές αντιστάσεις. Τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες χρειάζονται προστασία και καθοδήγηση και όχι εκμετάλλευση και παραπλάνηση.»

 

 

 

Παραπονείται ο Εφεσείων ότι ορισμένες από τις πιο πάνω αναφορές                 του Κακουργιοδικείου εμπεριέχουν αδικαιολόγητα και αυθαίρετα επιβαρυντικά συμπεράσματα που επηρέασαν ουσιωδώς τη σκέψη του κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής. Ειδικότερα προβάλλει ότι δεν μπορεί να καταστεί αντιληπτός ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο ότι ο Εφεσείων ενήργησε με προσχεδιασμό, εκμεταλλευόμενος τη φήμη και την ευρύτητα μιας πλατφόρμας. Όπως το έθεσε, δεν είχε υποστηριχθεί ποτέ ο οποιοσδήποτε προσχεδιασμός ή προμελέτη που συνίστατο στο ότι ο Εφεσείων δημιούργησε λογαριασμό στο εν λόγω μέσο κοινωνικής δικτύωσης και αναρτούσε φωτογραφίες νεαρών προσώπων  με σκοπό να δελεάσει νεαρά πρόσωπα. Τουναντίον, πρόσθεσε, η δημιουργία του λογαριασμού του αλλά και η ανάρτηση των πιο πάνω φωτογραφιών δεν συνδέθηκε με τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση υπήρχαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα ότι ο Εφεσείων είχε χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο λογαριασμό που διατηρούσε στο INSTAGRAM ακριβώς για να προσεγγίσει τα τρία ανήλικα θύματα και ουδέποτε είχε τη γνήσια πρόθεση να φωτογραφήσει οποιοδήποτε από αυτά. Αντιθέτως, εξαρχής η πρόθεση του ήταν να συναντηθεί μαζί τους και να προβεί στην τέλεση σεξουαλικής πράξης. Δεν αποκάλυψε, ωστόσο, εξαρχής την πρόθεση του αυτή αφού, μέσω των μηνυμάτων που τους απέστειλε ξεχωριστά, τους καλούσε να συναντηθούν μαζί του για σκοπούς φωτογράφησης έναντι αμοιβής.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων και, σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε ο κ. Κάρνος, οι αναφορές του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο ο Εφεσείων επεδίωξε, αρχικά, και το κατάφερε, εντέλει, να αποκτήσει «ψηφιακή οικειότητα» με τα τρία θύματα προτού τους αποκαλύψει τις πραγματικές και νοσηρές του προθέσεις, είναι απόλυτα δικαιολογημένες με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Επιπλέον, ο Εφεσείων αποδίδει στο Κακουργιοδικείο ότι δεν συνεκτίμησε, στην ορθή του διάσταση, το γεγονός ότι δεν είχε παραπλανήσει τα τρία ανήλικα θύματα ως προς τις βδελυρές σεξουαλικές του προθέσεις πριν από τη συνάντηση τους, τονίζοντας, παράλληλα, ότι τα θύματα δεν έπασχαν από κάποια νοητική στέρηση, δεν βρίσκονταν σε κάποια ευάλωτη θέση και δεν ήταν δεκτικά εύκολης χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.

 

Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, είναι άνευ ερείσματος. Εν πρώτοις, σε κανένα σημείο της Απόφασης δεν προκύπτει το Κακουργιοδικείο να καταλόγισε αυθαίρετα στον Εφεσείοντα ότι είχε παραπλανήσει τα ανήλικα θύματα μέσω της απόκρυψης των πραγματικών του νοσηρών προθέσεων. Αντιθέτως το Κακουργιοδικείο, αφού αναγνώρισε το γεγονός ότι στην πορεία της επικοινωνίας του Εφεσείοντα με τα θύματα είχαν αποκαλυφθεί οι πραγματικές του προθέσεις, επεσήμανε πως αυτό το στοιχείο, ήτοι το ότι, τα τρία ανήλικα θύματα γνώριζαν πριν τη συνάντηση τους με τον Εφεσείοντα τον πραγματικό σκοπό της συνάντησης, περιορισμένη σημασία θα μπορούσε να έχει για τους λόγους που εξήγησε στο απόσπασμα που παρατέθηκε ανωτέρω και έχουν να κάνουν με την ανωριμότητα και επιπολαιότητα της παιδικής ηλικίας. Η πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για αδικήματα αυτού του είδους με θύματα παιδιά. Στην υπόθεση Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 135/2014 (σχ. με 138/2014), ημερ. 22/11/2016, τονίσθηκε η σοβαρότητα των σεξουαλικών αδικημάτων που στρέφονται κατά νεαρών προσώπων ακριβώς γιατί αυτά τα πρόσωπα «δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης». Στην υπόθεση M.C.T. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, ημερ. 14/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:B386, υποδείχθηκε ότι ο Νόμος 91(Ι)/2014  «έχει στο επίκεντρο του την προστασία των παιδιών, τα οποία δεν έχουν την ωριμότητα να αποφασίζουν κατά πόσο θα έχουν ερωτικούς συντρόφους και κατ΄ επέκταση τα πρόσωπα με τα οποία θα αναπτύξουν σεξουαλικές δραστηριότητες».

 

Ο Εφεσείων παραπονείται, ακόμη, ότι  το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε ως επιβαρυντικό παράγοντα το γεγονός ότι «στα πλοκάμια του πιάστηκαν τρία θύματα ενώ δεδηλωμένη πρόθεση του ήταν να προεκτείνει τη σεξουαλική του διαστροφή και με άλλα παιδιά». Θεωρεί δε ότι η εν λόγω αναφορά είναι «μονοδιάστατη» δίχως να λαμβάνει υπόψιν ολόκληρο το πλαίσιο των γεγονότων που υπήρχαν ενώπιον του, παραγνωρίζοντας, όπως τέθηκε, ότι στο τέλος της ημέρας ουδένα άλλο πρόσωπο ζημιώθηκε. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου στη δεδηλωμένη πρόθεση του Εφεσείοντα να προεκτείνει τη σεξουαλική του διαστροφή και με άλλα παιδιά προέκυπτε από το αναντίλεκτο γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε ζητήσει από ένα από τα τρία θύματα να του προτείνει και φίλους του για πεολειχία έναντι αμοιβής, υποσχόμενος μάλιστα ότι για κάθε τέτοια παραπομπή θα του έδινε επιπλέον €50. Σε κανένα σημείο της Απόφασης του το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε εύρημα ότι μέσω της πιο πάνω δεδηλωμένης από τον Εφεσείοντα πρόθεσης ζημιώθηκε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Ωστόσο το πιο πάνω γεγονός, ότι δηλ. ο Εφεσείων ήταν στην αναζήτηση και άλλων ανήλικων θυμάτων προς ικανοποίηση των διεστραμμένων σεξουαλικών του επιθυμιών, ήταν ένα καθόλα ανησυχητικό στοιχείο το οποίο δεν μπορούσε να παραγνωριστεί από το Δικαστήριο.

 

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής το Κακουργιοδικείο άντλησε λανθασμένη καθοδήγηση από προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες βασίστηκε για να καταλήξει στο μέτρο της ποινής, ενώ τα πραγματικά περιστατικά των εν λόγω αποφάσεων ήταν εμφανώς πιο επιβαρυντικά από εκείνα της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Σε ό,τι αφορά την παραπομπή του Κακουργιοδικείου σε προηγούμενες υποθέσεις, όπως ορθά επισημάνθηκε, έγινε για να καταδειχθεί ο τρόπος αντιμετώπισης αυτών των αδικημάτων από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επισημάνθηκε ταυτόχρονα και ορθά ότι η αναδρομή στη νομολογία γίνεται «για σκοπούς σύγκρισης, ανασκόπησης, αλλά όχι ταύτισης» και ότι «η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαιτεροτήτων και παραμέτρων». Η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς τη σημασία των προηγούμενων υποθέσεων ήτο απολύτως ορθή. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100, «δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως των προηγούμενων αποφάσεων. Η κάθε υπόθεση εξετάζεται στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων που υπάρχουν και η κρίση της ορθότητας μιας ποινής, εάν δηλαδή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι συναρτάται με τα περιστατικά της υπόθεσης, την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή και τις προσωπικές συνθήκες εκάστου εφεσείοντα».

 

Το Κακουργιοδικείο ορθά κατευθύνθηκε από τη νομολογία ότι σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων οι ποινές που επιβάλλονται πρέπει να είναι αυστηρές και αποτρεπτικές ένεκα της φύσης τους, αλλά και της ολοένα αυξανόμενης συχνότητας διάπραξής τους.

 

Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Όπως διαπιστώνεται, κατέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις σχετικές με το πρόσωπο του Εφεσείοντα πληροφορίες που μπορούσαν να έχουν σημασία για την επιμέτρηση της ποινής, όπως αυτές προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας και όπως ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του. Επιπλέον, ορθά το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ότι η παραδοχή του Εφεσείοντα «είναι σημαντική και θα ληφθεί ως τέτοια υπόψη αφού έγινε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας με αποτέλεσμα να αποφευχθεί νέα τραυματική δοκιμασία των θυμάτων, αναβιώνοντας και περιγράφοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τα όσα συνέβησαν», καθώς και ότι εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος. Δεν παραγνώρισε, ωστόσο, και ορθά το γεγονός ότι η παραδοχή του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να θεωρηθεί άμεση εφόσον ο Εφεσείων κατά το στάδιο των αστυνομικών ανακρίσεων, ως είχε απόλυτο δικαίωμα, επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός και παραδέχτηκε ένα χρόνο μετά την καταχώρηση της υπόθεσης.

 

Έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει ότι ο προσδιορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Η έφεση κατά της ποινής δεν διανοίγει το δρόμο για επανακαθορισμό της από το Εφετείο. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015, ECLI:CY:AD:2015:B779). Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κατ' επανάληψη την ευκαιρία να καταγράψει τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτής της μορφής. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Λευκαρίτης (ανωτέρω):

 «Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρόλον που ένα νεαρό θύμα μπορεί, φαινομενικά, να είχε συναινέσει, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να του προκαλέσει βλάβη, γι' αυτό ακριβώς ο νομοθέτης προνόησε για το συγκεκριμένο αδίκημα (R. v. Perry [2010] 2 Cr. App. R (S) 98). Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να οδηγεί στην εξουδετέρωση της ποινής και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.»

 

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σ. Σ., Ποινική Έφεση Αρ. 202/2021, ημερ. 17/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:D116, επαναλήφθηκαν τα ακόλουθα:

 «Η σοβαρότητα του αδικήματος διαφαίνεται τόσο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, όσο και από την μεγάλη κοινωνική απαξία που χαρακτηρίζει αυτής της φύσεως τα αδικήματα, ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι ανήλικα άτομα. Τέτοια αδικήματα έχουν δυστυχώς καταστεί δεσπόζοντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται έτι περαιτέρω αναγκαία η επιβολή αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής. Όπως επαναλήφθηκε πρόσφατα στην ΣΛ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. Αρ. 155/19, 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους και ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος 91(Ι)/2014, όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, ακριβώς σκοπό έχει την προστασία τους. Στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 69/16, 23.3.2017, τονίστηκε ότι τα δικαστήρια είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατεύσει, δηλαδή τα παιδιά, παραπέμποντας στην προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή.»

 

Το Κακουργιοδικείο ορθώς σημείωσε ότι τα επίδικα αδικήματα παρουσιάζουν αυξανόμενη συχνότητα στη διάπραξή τους. Στις περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων, όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων προέχει η στιβαρή αντιμετώπιση του εγκλήματος και η προσπάθεια καταστολής τους μέσω αποτρεπτικών ποινών (Ρ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 253/2017, ημερ. 28/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B66 και Σ.Γ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 109/2020, ημερ. 10/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:D83).

 

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον παράγοντα που αφορά στις προσωπικές περιστάσεις του αδικοπραγούντα, επαναλαμβάνουμε, για να τονίσουμε, τα όσα σχετικά ειπώθηκαν στην υπόθεση Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2017, ημερ. 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B457:

 

 «… η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας.»

 

 

Επιβαλλόταν, συνεπώς, η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του Εφεσείοντα, να αντανακλά ακριβώς στην ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες (Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2016, ημερ. 23/3/2017).

 

Όπως τονίστηκε, συναφώς, στην υπόθεση Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 155/2019, ημερ. 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν για τέτοια αδικήματα, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς συμπεριφορές. Η επιβολή επιεικών ποινών για τέτοια αδικήματα και με τέτοιες περιστάσεις διάπραξης, θα έστελνε, λανθασμένα μηνύματα τόσο προς την κοινωνία αλλά και σε κάθε επίδοξο παραβάτη.

 

Από τη θεώρηση της πρωτόδικης Απόφασης διαπιστώνεται ότι το Κακουργιοδικείο, πριν να επιβάλει τη σχετική ποινή, έχει ενδιατρίψει σε όλους τους σχετικούς παράγοντες με κάθε δυνατή περίσκεψη, δίδοντας τη δέουσα σημασία τόσο στους επιβαρυντικούς παράγοντες, όσο και στους ελαφρυντικούς και έχοντας ταυτόχρονα κατά νου τις σχετικές νομολογιακές κατευθύνσεις. Προσέγγισε δε ορθά την επιμέτρηση της με αναφορά στην αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα.

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θεωρούμε, σε καμία περίπτωση, ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική ή ότι παρεισέφρησε σε αυτή οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Βρισκόταν εντός του μέτρου και στο πλαίσιο το οποίο καθορίζεται από τη νομολογία, αντικατοπτρίζοντας συνάμα την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

              Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                    Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                    Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο