HANY MARZOYK FAM BAKHIT v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 56/2022, 7/4/2023

ECLI:CY:AD:2023:D136

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                [ΠΟΙΝΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 56/2022]

 

 

7 Απριλίου, 2023

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ – ΑΝΔΡΕΟΥ,

Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

HANY MARZOYK FAM BAKHIT

                          Εφεσείων

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                          Εφεσίβλητης

***************************

 

Κ. Σοφοκλέους (κα),  για Εφεσείοντα

Ε. Κληρίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για Εφεσίβλητη 

 

                                             **********************

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ:  Η παραπονούμενη  και ο Εφεσείων, κατάγονται από την Αίγυπτο. Παντρεύτηκαν το 1999 και από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά, τον A., την L. και τον F., ηλικίας 20, 15 και 7 ετών, αντίστοιχα. Επειδή η δασκάλα της L. στην Αίγυπτο, επέμενε να της γίνει κλειτοριδεκτομή, ο Εφεσείων, μαζί με την οικογένειά του, εγκατέλειψαν την Αίγυπτο και στις 29.12.2019 ήλθαν στην Κύπρο, όπου υπέβαλαν αίτηση ασύλου. Πρόθεση του Εφεσείοντα, ο οποίος τελούσε σε διάσταση με την παραπονούμενη  3 με 4 χρόνια προηγουμένως, ήταν να παντρευτεί Κύπρια, ώστε να νομιμοποιήσει την παραμονή του.

 

  Στην Κύπρο, οι σχέσεις του ζεύγους εξακολουθούσαν να μην ήταν καλές. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Εφεσείοντας, σε 11 περιπτώσεις, μεταξύ των ημερομηνιών 1.6.2020 - 21.6.2021, εξανάγκαζε την παραπονούμενη, εν διαστάσει σύζυγό του, να έλθει σε συνουσία μαζί του - στο χώρο όπου διέμεναν - με τη συναίνεσή της, η οποία, όμως, εξασφαλιζόταν υπό το κράτος, άλλοτε βίας και άλλοτε απειλών και φόβου, που οδηγούσαν κάθε φορά σε κάμψη της αντίδρασης της. Όταν ο Εφεσείων της ζητούσε να κάνουν σεξ και αυτή αρνείτο, τη χτυπούσε, στην πλάτη, στο χέρι και στο πόδι και την τραβούσε, στην παρουσία των παιδιών τους. Επίσης, την απειλούσε ότι θα μετέβαινε στο Τμήμα Μετανάστευσης για να κλείσει το φάκελό τους και να επιστρέψουν στην Αίγυπτο, ως και ότι θα τηλεφωνούσε στους δικούς της στην Αίγυπτο για να τους αναφέρει  ότι αυτή  διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η παραπονούμενη συναινούσε και ερχόταν σε συνουσία μαζί του, ο οποίος δεν χρησιμοποιούσε προφυλακτικό και εκσπερμάτωνε στον κόλπο της.

 

Στις 21.6.2021, γύρω στις 00:30, η παραπονούμενη βρισκόταν στο σαλόνι του διαμερίσματος στο οποίο διέμεναν και μιλούσε στο κινητό της, με κάποια φίλη της. Ο Εφεσείων, αφού βγήκε από το υπνοδωμάτιο,  άρχισε να της τραβά το τηλέφωνο για να δει με ποιον συνομιλούσε. Αυτή αντέδρασε και τότε, ο Εφεσείων, στην παρουσία των παιδιών τους, A. και L., άρχισε να την χτυπά με τα χέρια του στο πρόσωπο, προκαλώντας της εκδορά δεξιά στο πηγούνι και πόνο στα μάτια. Κατά τη διάρκεια του ίδιου επεισοδίου, ο Εφεσείων επιτέθηκε στην L., σπρώχνοντάς την με το χέρι του στο λαιμό, χωρίς, όμως, να την τραυματίσει. Όταν επενέβηκε ο A. για να τον σταματήσει, επιτέθηκε και σ’ αυτόν, προκαλώντας του, 4 εκδορές με απώλεια δέρματος στο αριστερό χέρι και 2 εκδορές πίσω από το λαιμό. Ακολούθως, η L. τηλεφώνησε στην Αστυνομία όπου και κατάγγειλε το συμβάν, η οποία  μετέβηκε αμέσως στο μέρος. Η τελευταία φορά που ο Εφεσείοντας ήλθε σε συνουσία με την παραπονούμενη, κάτω από τις περιστάσεις που περιγράφονται πιο πάνω, ήταν δύο εβδομάδες, περίπου, πριν την καταγγελία της στην Αστυνομία.  Το όλο επεισόδιο που διαδραματίστηκε στις 21.6.2021 προκάλεσε στην L. αναστάτωση και φόβο και ένιωθε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού 18 κατηγορίες, από τις οποίες οι 12 αφορούσαν το αδίκημα του βιασμού, κατά παράβαση του Άρθρου 144 του ΚΕΦ. 154, οι 2 αφορούσαν τα αδικήματα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του ΚΕΦ. 154 και των Άρθρων 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν.119(Ι)/2000) (κατηγορίες 14 και 15), η 1 αφορούσε το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 242 του ΚΕΦ. 154 και των Άρθρων 2, 3(1)(4)(4(1)(2) του Ν.119(Ι)/2000 (κατηγορία 16) και οι 2  αφορούσαν το αδίκημα της πρόκλησης ψυχικής βλάβης σε μέλος της Οικογένειας από άλλο μέλος της Οικογένειας, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(3)(4) του Ν.119(Ι)/2000 (κατηγορίες 17 και 18).

 

          Μετά την αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 18, ο Εφεσείων αρνήθηκε ενοχή στις υπόλοιπες κατηγορίες και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία.  Μετά την κατάθεση 7 μαρτύρων κατηγορίας (συμπεριλαμβανομένης και της παραπονούμενης, ως και των δυο παιδιών τους A. και L.), o Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 15 και 16 (ανωτέρω).  Συνακόλουθα, η ακροαματική διαδικασία προχώρησε και ολοκληρώθηκε για τις 12 κατηγορίες βιασμού (κατηγορίες 1, 3-13), της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη (κατηγορίας 14) και της πρόκλησης ψυχικής βλάβης σε μέλος τη οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας (κατηγορία 17).

 

          Το Κακουργιοδικείο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του Εφεσείοντα στις πιο πάνω κατηγορίες, εξαιρουμένης της κατηγορίας 9 στην οποία αθωώθηκε και απαλλάγηκε.  Ως αποτέλεσμα, επέβαλε σ’ αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 ετών, σ’ έκαστη των κατηγοριών που αφορούσαν το αδίκημα του βιασμού, 6 μηνών σ’ έκαστη των κατηγοριών που αφορούσαν την επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη και την πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος (κατηγορίες 14 και 17), 4 μηνών στην κατηγορία 15 που αφορούσε επίσης το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής και 2 μηνών στην κατηγορία 16 που αφορούσε το αδίκημα της κοινής επίθεσης.

         

Με την Έφεση, ο Εφεσείων ο προσβάλλει την επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή των 10 ετών, ως έκδηλα υπερβολική.

 

          Όπως συναφώς διατείνεται με τους τρεις (3) λόγους Έφεσης, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους, το ύψος της ποινής των 10 ετών είναι υπερβολικό, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων του και ειδικότερα, το λευκό ποινικό μητρώο του, την μεταμέλεια του, ως και το γεγονός ότι στη χώρα καταγωγής του, στην Αίγυπτο, δεν υφίσταται βιασμός μεταξύ συζύγων.  Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του  ότι έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, εν τούτοις αυτό δεν αντανακλάται στο ύψος της ποινής που του επέβαλε και δεν λήφθηκε  καθόλου υπόψη ως ελαφρυντικό στοιχείο, η νομική του πλάνη ως προς τη διάπραξη του αδικήματος του βιασμού.

 

Σε ό,τι αφορά την εξουσία επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια  της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993)   2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2  ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας,  (2014) 2 (Α) ΑΑΔ 329, ECLI:CY:AD:2014:B327  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση  Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015). Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).

 

          Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην σοβαρότητα του εγκλήματος του βιασμού, που τιμωρείται με ανώτατη ποινή την διά βίου φυλάκιση και συνιστά την αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής.  Αναφορά έγινε και στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν Έφ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018:

 

«Για το έγκλημα του βιασμού ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει ως ανώτατη ποινή, την ποινή της φυλάκισης δια βίου και τούτο είναι ενδεικτικό της σοβαρότητάς του. Ο βιασμός στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας και προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια και προσωπικότητα του θύματος. Τέτοιας φύσεως δε εγκλήματα παρουσιάζονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα, ώστε ο παράγοντας της αποτροπής να προβάλλει ως ιδιαίτερα σημαντικός.»

 

          Πρόσθεσε περαιτέρω, ότι σύμφωνα με την υπόθεση Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/2017 ημερ. 26.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B197, ως και την υπόθεση Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23, ο βιασμός αποτελεί τη χειρότερη μορφή εξευτελισμού ενός ανθρώπου, που όχι μόνο στρέφεται κατά των ηθών αλλά προσβάλλει και, ενίοτε, συνθλίβει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του θύματος.  Επομένως, αυτής της φύσεως αδικήματα  θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα, δεδομένης και της διαπίστωσης της αυξητικής τάσης ως προς τη διάπραξή τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ν.Ν., Ποιν. Έφ. 69/2017, ημερ. 5.12.2017).

 

          Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων αντιμετώπιζε και την κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης εναντίον της παραπονούμενης, συζύγου του, αναφορά έγινε και στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2002) 2 ΑΑΔ 464:

 

«Η σοβαρότητα εγκλημάτων βίας στην οικογένεια είναι αυτόδηλη. Εκτός από το τραύμα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της. Χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου του αποτελεί ιδιαίτερη πτυχή εγκλημάτων βίας στην οικογένεια, τα οποία έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη χρήση βίας ως μέσο επιβολής της θέλησης του συζύγου επί της συζύγου του και την κυριαρχία του στην οικογένεια, με έρεισμα τη σωματική του δύναμη. Η βία αντικαθιστά το λόγο και η ισχύς τη λογική. Εξαρθρώνεται το κλίμα ισότητας που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των συζύγων - (βλ. Κούλλουρος ν. Κούλλουρου & Άλλου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 50). Η άσκηση βίας από το σύζυγο εις βάρος της συζύγου του αποτελεί ανάθεμα για τις συζυγικές σχέσεις και πλήττει τον πυρήνα της οικογένειας. Τέτοια συμπεριφορά δε γίνεται ανεκτή. Πρέπει να εκριζωθεί από την οικογένεια.»

 

 

          Τα Κυπριακά Δικαστήρια άντλησαν καθοδήγηση στον τρόπο αντιμετώπισης της ποινής σε αδικήματα βιασμού, από την αγγλική νομολογία, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας  (2015) 2(Β) ΑΑΔ 680, ECLI:CY:AD:2015:D672,  από την οποία σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Ως προς τη συγκριτική τοποθέτηση του αδικήματος σε κλίμακα σοβαρότητας, καθοδήγηση παρέχει η απόφαση στην υπόθεση Keith Billam & Others (1986) 3 Crim. App. Rep. (S) 48.  Ο Lord Chief Justice στις σελ. 50-51 αναφέρει τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

«Για βιασμό ο οποίος διαπράττεται χωρίς οποιονδήποτε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα, σε μία υπόθεση μετά από ακρόαση πρέπει να λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας ποινής τα πέντε χρόνια φυλάκισης. Όταν ο βιασμός διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ή όταν υπήρξε παραβίαση εισόδου στον τόπο διαμονής του θύματος ή από πρόσωπο που είχε ευθύνη απέναντι του θύματος ή από πρόσωπο που έχει απαγάγει το θύμα και το κρατά αιχμάλωτο, η αφετηρία ποινής πρέπει να είναι οκτώ χρόνια.

Στο ύψιστο σημείο της κλίμακος ποινής κατατάσσεται συμπεριφορά κατηγορουμένου η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλός βιασμός (campaign of rape) έναντι αριθμού γυναικών.  Αντιπροσωπεύει ασυνήθη κίνδυνο και ποινή 15 χρόνων είναι πιο κατάλληλη.

Όταν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου παρουσιάζει ψυχοπαθητικές τάσεις ή σοβαρή διατάραξη προσωπικότητας και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τις γυναίκες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ποινή ισόβιας κάθειρξης δεν θα είναι ακατάλληλη.

Το έγκλημα, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρείται ότι ενέχει επιβαρυντικά στοιχεία, όταν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω παράγοντες:

 

(1) Η βία που χρησιμοποιήθηκε είναι υπερβολική.

(2) Όταν χρησιμοποιείται όπλο (weapon) για εκφοβισμό ή πρόκληση βλάβης στο θύμα.

(3) Όταν ο βιασμός επαναλαμβάνεται

(4) Όταν έχει προσεκτικά σχεδιασθεί.

(5) Όταν ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενες καταδίκες για βιασμό ή άλλα σεξουαλικά αδικήματα ή αδικήματα βίας.

(6) Όταν το θύμα έχει υποβληθεί σε σεξουαλικό εξευτελισμό.

(7) Το θύμα είναι πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο.

(8) Οι επιπτώσεις στο θύμα (ψυχικές ή σωματικές) είναι ιδιαζούσης σοβαρότητας.

Εφόσον, ένας ή περισσότεροι από τους πιο πάνω παράγοντες συντρέχουν η ποινή πρέπει να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από το αφετηριακό σημείο.» (Βλ. και την Tarita, ανωτέρω)»

 

(βλ. Δημοκρατία ν. Hunganu, Ποινική Έφεση 130/2020, ημερ. 20.7.2021)

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο, επεσήμανε ότι ο Εφεσείων ασκούσε υπέρμετρη σωματική βία στην  παραπονούμενη, εν διαστάσει σύζυγο του, εξαναγκάζοντας την να συναινέσει, ώστε να έλθει σε παράνομη συνουσία μαζί του, κτυπώντας την στη πλάτη, στο χέρι, στο πόδι και τραβώντας την, γεγονότα που διαδραματίζονταν στην παρουσία των παιδιών τους, αλλά και απειλώντας την ότι θα προέβαινε σε ενέργειες προς το Τμήμα Μετανάστευσης ώστε αυτή και τα παιδιά τους να επιστρέψουν στην Αίγυπτο, ως και ότι θα πληροφορούσε τους δικούς της στην Αίγυπτο ότι αυτή  διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση.  Όλα αυτά ορθά κρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο ως σοβαροί επιβαρυντικοί παράγοντες για τον Εφεσείοντα, όπως και το γεγονός ότι αυτή η συμπεριφορά του ήταν επαναλαμβανόμενη και μακράς διάρκειας, αφού σε διάστημα ενός έτους (μεταξύ 1.6.2020 και 21.6.2021) βίασε την παραπονούμενη σε 11 διαφορετικές περιπτώσεις και ημερομηνίες, στοιχείο που αποτελεί περαιτέρω επιβαρυντικό παράγοντα, σύμφωνα με την  υπόθεση Στυλιανού (ανωτέρω).

 

     Επεσήμανε, επιπρόσθετα το Κακουργιοδικείο, ότι ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης.  Αν και αυτό αποτελεί αναφαίρετο του δικαίωμα, ωστόσο, του αποστέρησε το δικαίωμα έκπτωσης στην ποινή που του επιβλήθηκε, εάν προέβαινε σε παραδοχή.  (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).  Σε ό,τι αφορά ειδικά την παραδοχή σε υποθέσεις βιασμού, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Στυλιανού (ανωτέρω), «Η περαιτέρω ταλαιπωρία (distress)  του θύματος, σε περίπτωση που δώσει μαρτυρία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή, ίσως περισσότερο από άλλα αδικήματα, θα πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να έχει ως αποτέλεσμα κάποια έκπτωση από την ποινή που θα επιβαλλόταν. Το ύψος της έκπτωσης αυτής βεβαίως ερίζεται σε όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας καταδίκης σε περίπτωση ακρόασης».  Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας,  η παραπονούμενη αναγκάστηκε να βιώσει για ακόμα μια φορά τα κατ’ επανάληψη διαδραματισθέντα σε βάρος της,  από τον Εφεσείοντα.

 

Με δεδομένη την ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και με αναφορά στην σχετική νομολογία, τόνισε ότι η εξατομίκευση, ναι μεν αποτελεί ένα από τους άξονες προσδιορισμού της ποινής, όμως δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας  (βλ. Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2016, ημερ. 4.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:B130.

 

Στο πλαίσιο αυτό, προσμέτρησε προς όφελος του Εφεσείοντα, το λευκό ποινικό μητρώο του, ως και τις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές του συνθήκες, όπως προέκυψαν μέσα από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.

 

Το παράπονο της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι το Κακουργοδικείο δεν προσμέτρησε προς όφελος του, ως ελαφρυντικό στοιχείο,  τη θέση του ότι δεν είχε την αντίληψη ότι διέπραττε έγκλημα, ισχυριζόμενος ότι στη χώρα του δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα ο βιασμός μεταξύ συζύγων, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Όπως ορθά παρέπεμψε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Εφεσίβλητης στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, τέτοιος ισχυρισμός, αν και προβλήθηκε αρχικά από τον συνήγορο του Εφεσείοντα, ενώ αγόρευε για σκοπούς μετριασμού της ποινής, στη συνέχεια, τον απέσυρε και δεν τον προώθησε.    

 

          Με τούτο ως δεδομένο, θεωρούμε ότι αφενός ο Εφεσείων εμποδίζεται να επαναφέρει στην κατ’ Έφεση διαδικασία, λόγο που απέσυρε στην πρωτόδικη διαδικασία και αφετέρου η σχετική θέση – όπως ορθά επεσήμανε η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής – αντιστρατεύεται την υπερασπιστική γραμμή του Εφεσείοντα ότι οι σεξουαλικές επαφές που είχε με την παραπονούμενη ήταν και με τη δική της συναίνεση. 

 

          Τέλος, δεν συμφωνούμε ούτε και με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα, ότι το Κακουργοδικείο δεν προσμέτρησε προς όφελος του την μεταμέλεια του. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο Εφεσείοντας δεν παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα των επαναλαμβανόμενων βιασμών της παραπονούμενης, με αποτέλεσμα αυτή, μέσα από την  ακροαματική διαδικασία, να αναγκαστεί να βιώσει για ακόμα μια φορά τα επίδικα, τραυματικά γι’ αυτήν περιστατικά.  Ακόμα και στο στάδιο επιβολής της ποινής, ο Εφεσείοντας, μέσω του δικηγόρου του, καμιά μεταμέλεια δεν εξέφρασε για τα ειδεχθή εγκλήματα που διέπραξε σε βάρος της παραπονούμενης. 

 

Συνεπώς, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών, αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν.   Θα προσθέταμε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε καν αυστηρή.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.  Η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.

         

                                                 Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                               

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                               

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/ΑΛΟ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο