Κ.Κ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2023, 22/6/2023

ECLI:CY:AD:2023:B223

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 114/2023)

 

 

22 Ιουνίου, 2023

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

 

Κ.Κ.,

 

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου, για Ανδρέας Χρίστου & Νικόλαος Ζ. Ζένιου, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από  τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

____________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει συνολικά εννέα κατηγορίες για σεξουαλικής φύσεως αδικήματα τα οποία κατ’ ισχυρισμό διέπραξε μεταξύ των ετών 2003 μέχρι 2015 σε βάρος τεσσάρων κοριτσιών ηλικίας, κατά τους επίδικους χρόνους, από 7 έως 17 ετών. Εμφανιζόμενος ενώπιον του Κακουργιοδικείου αρνήθηκε ενοχή και η υπόθεση εκκρεμεί για ακρόαση στις 4/7/2023. Για τους σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του είχαν εξαρχής τεθεί περιοριστικοί όροι εγγύησης. Μεσολάβησε στις 11/5/2023 η καταχώρηση από τη Δημοκρατία αίτησης δια κλήσεως, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση, με την οποία ζητήθηκε έκδοση διατάγματος κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι την ακρόαση στη βάση του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων. Η ένορκη δήλωση βασίστηκε σε καταθέσεις που δύο εκ των Παραπονουμένων είχαν δώσει, στις οποίες γίνεται αναφορά σε πρόσφατες τηλεφωνικές επικοινωνίες του Εφεσείοντα με τις ίδιες.

 

Παρά τη μη αμφισβήτηση του γεγονότος ότι οι δύο Παραπονούμενες είχαν τις αναφερθείσες επικοινωνίες, ο Εφεσείων, προβάλλοντας ένσταση στο αιτούμενο Διάταγμα κράτησης, αρνήθηκε ότι προέβη ο ίδιος σε οποιαδήποτε κλήση προς τις ίδιες.

 

Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων ευσταθούσε, διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την παρουσίαση του στο Δικαστήριο κατά την ορισθείσα ημερομηνία για ακρόαση.

 

 Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση την οποία προσβάλλει με την παρούσα Έφεση. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του μοναδικού Λόγου Έφεσης που καταχώρησε, προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε καμία ή ιδιαίτερη σημασία στους παράγοντες που συνηγορούσαν υπέρ της μη κράτησης και συνέχισης της πλήρωσης των όρων από τον Εφεσείοντα ως αυτοί είχαν διαταχθεί στις 29/3/2021. Μεταξύ άλλων, ο Εφεσείων διατείνεται ότι είχε στη διάθεση του αρκετό χρόνο από τη διαδικασία των ανακρίσεων, τη μετέπειτα καταχώρηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου και εντεύθεν ώστε, αν το επιθυμούσε, να προχωρούσε στην πράξη που του καταλογίζεται από την Εφεσίβλητη. Προβάλλεται, ακόμη, ότι θα έπρεπε να είχε προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο το γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν είχε για χρόνια μιλήσει με τις Παραπονούμενες, καθώς και ότι η φωνή του δεν ήταν τόσο οικεία για να είναι αυτές σίγουρες περί του προσώπου του. Διατείνεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προβληματιστεί ως προς τη γνησιότητα των παραπόνων που αποτέλεσαν τη βάση για την καταγγελία περί προσπάθειας επηρεασμού.

 

Οι αρχές αναφορικά με το θέμα κράτησης είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες. Η κράτηση ή μη ενός υποδίκου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με περιορισμένα τα όρια επέμβασης του Εφετείου. Επέμβαση χωρεί, αν διαπιστωθεί, ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε διότι παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα. Αφετηρία αποτελεί η ατομική ελευθερία και η κράτηση μέτρο κατ' εξαίρεση.

 

 Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997)            2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014)                   2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα υπήρξε η λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων.

 

Όπως τονίσαμε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bourel κ.ά., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 206/2021, 209/2021 & 210/2021, ημερ. 28/12/2021, εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397). Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες. Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 302/2018, ημερ. 4/2/2019). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 80/2019, ημερ. 8/7/2019. Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των καταθέσεων των δύο Παραπονουμένων, διαπίστωσε ότι περί τα τέλη Απριλίου 2023 υπήρξαν τηλεφωνικές επικοινωνίες στις οποίες ο καλών παρουσιάζετο να ζητά ή να αναμένει κάτι από τις Παραπονούμενες. Μάλιστα στη μια κατάθεση από τα αναφερθέντα προέκυπτε ότι εκείνο που ζητείτο από τον καλούντα ήταν κάποια βοήθεια ή διαφορετική πορεία και μεταχείριση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί. Μεταξύ άλλων, ο καλών είχε αναφέρει ότι είχε μιλήσει και με τις άλλες Παραπονούμενες και ότι δεν θα προχωρούσαν στο Δικαστήριο, ότι η δικαστική διαδικασία θα ήταν πολύ κουραστική για όλους και χρονοβόρα και ότι θα άφηνε την Παραπονούμενη κάποιες μέρες να το σκεφτεί και, αν εκείνη ήθελε, θα την έπαιρνε για να του πει την απάντηση της. Ακόμη ότι αν δεν το έκανε για τον ίδιο να το κάνει η ίδια για τα παιδιά του.

 

Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελία εναντίον του Εφεσείοντα αναφέρετο σε συγκεκριμένο υπαρκτό πρόσωπο το οποίο είχε τύχει, κατ’ ισχυρισμόν, ακουστικής αναγνώρισης. Η διαπίστωση του αυτή βασίστηκε, ουσιαστικά, στα πιο κάτω στοιχεία. Στη μια εκ των δύο καταθέσεων η Παραπονούμενη Γ.Κ., προέβαλε ρητώς πως αναγνώρισε φωνητικά το πρόσωπο που της είχε τηλεφωνήσει ως τον Εφεσείοντα της παρούσας, εναντίον του οποίου είχε προβεί σε καταγγελία κατά το 2021. Επεσήμανε, ακόμη, ότι η αναφορά της Παραπονούμενης, Γ.Κ. αφορούσε σε συνομιλία διάρκειας 4 λεπτών και 13 δευτερολέπτων. Δεν διέφυγε, ακόμη, την προσοχή του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω  Γ.Κ. είναι η Παραπονούμενη για περιστατικά του 2015 όταν αυτή ήταν 17 ετών, σε αντίθεση με όλα τα άλλα περιστατικά που φέρονται να διαδραματίστηκαν κατά τα έτη 2003-2014 όπου οι εκεί παραπονούμενες ήταν τότε 7 έως 14 ετών, ήτοι μικρότερες της. Επιπλέον η Γ.Κ. είχε διατελέσει αθλήτρια του Εφεσείοντα.

 

Με δεδομένη τη θέση της Υπεράσπισης ότι αυτός που είχε τηλεφωνήσει παρέμενε άγνωστος βασιζόμενη στο γεγονός της άρνησης του Εφεσείοντα ότι είχε τηλεφωνήσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την εισήγηση ότι για την υποβολή του αιτήματος κράτησης συνιστούσε όρο εκ των ων ουκ άνευ η ύπαρξη τελικού αστυνομικού πορίσματος επί της καταγγελίας, έκρινε ότι η υπό κρίση περίπτωση διαφοροποιείτο από εκείνη στην υπόθεση Γ.Φ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 265/2022, ημερ. 21/12/2022. Όπως ορθώς επεσήμανε, το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο είναι πως στην υπό κρίση υπόθεση οι καταθέσεις και, κυρίως, η κατάθεση της Παραπονούμενης Γ.Κ. δεν αφορούσε σε άγνωστο πρόσωπο, εφόσον η Παραπονούμενη αυτή «φέρεται να ταυτοποίησε τη φωνή που άκουσε στο τηλέφωνο με συγκεκριμένο γνωστό της πρόσωπο και δη με τον Κατηγορούμενο».

 

Ο Εφεσείων επιχειρηματολογώντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβληματίστηκε ως όφειλε και δεν έθεσε στη βάσανο της λογικής στοιχεία που δημιουργούσαν άλλη εικόνα από αυτή που είχε τεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, επικαλέστηκε, όπως προκύπτει, διάφορα θεωρητικά επιχειρήματα.

 

Η εν λόγω προσέγγιση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Το ότι οι κλήσεις είχαν γίνει από αριθμούς τηλεφώνων και κινητά τηλέφωνα τα οποία δεν σχετίζονταν με τον Εφεσείοντα ή ότι δεν υπήρξε μαρτυρία μέσω κυψελών τηλεφωνίας που να συνδέει την παρουσία του Εφεσείοντα με τις κλήσεις, δεν αποτελεί επιχείρημα που προσθέτει οτιδήποτε. Είναι δεδομένη, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, η ευχέρεια εξασφάλισης τόσο περισσοτέρων τηλεφωνικών συσκευών, όσο και καρτών προπληρωμένης κινητής τηλεφωνίας. Ούτε, βεβαίως, έχει οποιαδήποτε σημασία το υποθετικό επιχείρημα που προβλήθηκε από τον Εφεσείοντα ότι λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων δεν ήταν λίγοι αυτοί που γνώριζαν περί της παρούσας υπόθεσης και που ήθελαν, με κάθε τρόπο, να πλήξουν τον Εφεσείοντα υπονοώντας μέσω αυτού του υποθετικού συλλογισμού ότι πιθανόν κάποιος άλλος να ήταν το άτομο που τηλεφώνησε στις Παραπονούμενες.

 

 Ό,τι, εν προκειμένω, απαιτείτο ήταν, όπως επισημάναμε στην υπόθεση Ι.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2022, ημερ. 21/6/2022, η σφαιρική προσέγγιση των παραμέτρων και στοιχείων της υπόθεσης και η εκτίμηση της συνολικής αντικειμενικής εικόνας που αναδύετο από αυτές. Είναι εντός αυτών των πλαισίων που το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ο κίνδυνος επηρεασμού των Παραπονουμένων, στην περίπτωση που ο Εφεσείων παρέμενε ελεύθερος με όρους, αναδυόταν αντικειμενικά από τη συνολική εικόνα και όλα τα στοιχεία της υπόθεσης ως υπαρκτός και οι φόβοι για επηρεασμό τους ήταν εύλογα δικαιολογημένοι.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι ενήργησε στα ορθά πλαίσια της ευχέρειας του και έδωσε επαρκείς λόγους προς αιτιολόγηση της Απόφασης του.

 

 Ως εκ τούτου η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                      Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο