NICOS TSANGARIDES AND OTHERS (NO. 2) ν. REPUBLIC (MINISTER OF DEFENCE AND ANOTHER) (1975) 3 CLR 290

(1975) 3 CLR 290

1975 August 28

[*290]

 

[ΔΙΚΑΣΤΑΙ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Πρόεδρος, ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ,

Λ. ΛΟΙΖΟΥ, ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Α. ΛΟΙΖΟΥ, Δικασταί]

 

ΝΙΚΟΣ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (ΑΡ. 2),

Εφεσείοντες,

κατά

 

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(1)ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΗΣ,

(2)ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,

Εφεσιβλήτων

(Αναθεωρητική Δικαιοδοσία Έφεσις Αρ. 152)

Ερμηνεία Νομικών Εγγράφων – Ερμηνευτικοί Κανόνες – Ερμηνεία της λέξεως “απολύει” ως αυτή χρησιμοποιείται εις την επίδικον απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου – Πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερομένη ουχί μόνον εις το παρόν αλλά και εις το μέλλον.

Στρατιωτική Υπηρεσία – Εθνική Φρουρά – Απόφασις περί απολύσεως κανονικώς υπηρετούντων στρατευσίμων… οίτινες “έχουν εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού” – Εις ποίους αναφέρεται – Ερμηνεία της λέξεως “απολύει” ως αυτή χρησιμοποιείται εις την επίδικον απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου.

Η παρούσα έφεσις εγένετο εναντίον της αποφάσεως ενός εκ των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου διά της οποίας απερρίφθη η προσφυγή των εφεσειόντων κατά της αρνήσεως ή παραλείψεως των εφεσιβλητών όπως απολύσωσι τούτους εκ των τάξεων της Εθνικής Φρουράς.

Η εγκυρότης η μη της επιδίκου αποφάσεως βασίζεται επί της ερμηνείας της λέξεως “απολύει” εις την πρώτην παράγραφον της υπό ημερ. 29.8.1974 αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία έχει ως ακολούθως:

“1. Το Υπουργικόν Συμβούλιον, ασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας υπό του άρθρου 9(1) των Περί της[*291] Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1968, διά της παρούσης αποφάσεως απολύει:

 

(α) άπαντας τους εφέδρους των κλάσεων 1958 έως 1964, αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων

(β) άπαντας τους εφέδρους, τους φοιτώντας εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

(γ) άπαντας τους εφέδρους, του αποδεδειγμένως διαμένοντας μονίμως εις το εξωτερικόν

(δ) τους κανονικώς υπηρετούντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών, τους ικανοποιούντας τον Υπουργόν ότι:

(ι) έχουν εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

(ιι)έχουν τύχει, κατόπιν επιλογής υπό Επιτροπής τυγχανούσης της εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και διά περίοδον ουχί μικροτέραν ενός ακαδημαϊκού έτους, υποτροφίας διά πανεπιστημιακάς ή μεταπτυχιακάς σπουδάς εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς ή Ιδρύματα ισότιμα προς πανεπιστήμια εις το εξωτερικόν, ίνα ούτοι δυνηθώσι να φοιτήσωσιν εις αυτά κατά το προσεχές ακαδημαϊκό έτος 1974-1975. 

2. Ο χρόνος απολύσεως των υπό στοιχεία (β) και (δ)(ι) και (ιι) ανωτέρω θα καθορισθή υπό του Υπουργού αναλόγως το χρόνου ενάρξεως του ακαδημαικού έτους εις εκάστην περίπτωσιν”.

Ο πρώτος αιτητής ενεγράφη εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών την 12.9.1974 ο δεύτερος αιτητής ενεγράφη εις την Νομικήν Σχολήν του ιδίου Πανεπιστημίου την 29.9.1974 ο δε τρίτος εις την Ανωτάτην Σχολήν Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών την 25.9.1974.

Ενώπιον της ολομελίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπεστηρίχθη υπό του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η ορθή ερμηνεία της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου εξυπακούει το δικάιωμα απολύσεως απάντων των στρατευμάτων, οίτινες θα ικανοποιούν τον Υπουργόν ότι είχον εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού, καθ’ οιονδήποτε χρόνον μέχρι της λήψεως αποφάσεως περί της απολύσεώς των.[*292] Περαιτέρω, ετονίσθη ότι η απόφασις του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ορίζει ημερομηνίαν απολύσεως και δεν αναφέρεται μόνον εις τους προ της ημερομηνίας εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως εγγραφέντας στρατευσίμους. Αντιθέτως, υπεστηρίχθη εκ μέρους του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η απόφασις, ορθώς ερμηνευομένη εντός των Κανόνων της γραμματικής ερμηνείας, και της σημασίας των λέξεων καλύπτει μόνον εκείνους τους στρατευσίμους, οι οποίοι είχον ήδη εγγραφή εις Πανεπιστήμια μέχρι της 29ης Αυγούστου 1974.

Το Ανώτατον Δικαστήριον έκρινεν κατά πλειοψηφίαν (κ.κ. Σταυρινίδης, Λ. Λοίζου και Χατζηαναστασσίου Δικασταί), διαφωνούντων των κ.κ. Τριανταφυλλίδη (Προέδρου) και Α. Λοίζου (Δικαστού) ότι:-

(α) Η λέξις «απολύει» ως αυτή χρησιμοποιείται εις την επίδικον απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει να ερμηνευθή ως αναφερομένη ουχί μόνον εις το παρόν αλλά και εις το μέλλον. Οι αιτηταί εμπίπτουν εντός των προνοιών της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και, κατά συνέπειαν, ωφείλον να είχον απολυθή. Η άρνησις του Υπουργού Εσωτερικών να απολύση τους εφεσείοντες ήτο αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή και των νόμων και εγένετο καθ’ υπέρβασιν εξουσίας.

(β) Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δικαστής κ. Τριανταφυλλίδης και ο Δικαστής κ. Α. Λοίζου έκρινεν ότι:

Ορθώς οι εφεσίβλητοι ηρνήθηκαν να απολύσουν τους εφεσείοντας δυνάμει της υποπαραγράφου δ (ι) της εν λόγω αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.

(γ) Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δικαστής κ. Τριανταφυλλίδης, έκρινεν περαιτέρω ότι: Το θέμα της απολύσεως των επιθυμούντων να σπουδάσουν εις το εξωτερικόν στρατευσίμων έτυχε ρυθμίσεως κατά τρόπον συνεπαγόμενον άνισον μεταχείρισιν διά στρατευσίμους ως οι εφεσείοντες και, κατά συνέπειαν, η επίδικος άρνησις των εφεσιβλητών να απολύσουν εκ των τάξεων της Εθνικής Φρουράς τους εφεσείοντας, προκύψασα, κατ’ εφαρμογήν της ειρημένης ρυθμίσεως, παρά την εγγραφήν των εν τω μεταξύ διά πανεπιστημιακάς σπουδάς εν Ελλάδι, αποτελεί διοικητικήν πράξιν αντιβαίνουσαν προς το άρθρον 28.1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δέον να κηρυχθή άκυρος και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

    Υπόθεσεις παρατεθείσα:

Grey v. Pearson [1857] 6 H. L. Cas. 61; [*293]

Mattison v. Hart [1854] 14 C.B. 357;

Caledonian Ry. Co. v. North British Ry. Co. [1881] 6 App. Cas. 114.

Vacher & Sons Ltd. v. The London Society of Compositors [1913] A.C. 107;

Cooke v. Charles A. Vogeler Company [1901] A.C. 102;

Ellerman Lines Ltd. v. Murray [1931] A.C. 126;

Καραγιάννης ν. Δημοκρατίας (1974) 3 C.L.R. 420;

Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125;

Μελετίου και Άλλοι ν. Επαρχιακού Γραφείου Εργασίας (1975)

2 C.L.R. 21;

Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος υπ’ άρ.

81/1951, 749/33, 1735/53, 452/33, 1645/55, 164/43, 1229/59.

Έφεσις.

Έφεσις κατά αποφάσεως Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μαλαχτός, Δικαστής) η οποία εξεδόθη την 11ην Ιανουαρίου, 1975 (Αρ. Υπ. 384/74)* και διά της οποίας αι προσφυγαί των εφεσειόντων, κατά της αρνήσεως και/ή παραλείψεως των εφεσιβλήτων όπως απολύσωσι τούτους εκ των τάξεων της Εθνικής Φρουράς, απερρίφθησαν.

Λ. Παπαφιλίππου, διά τους εφεσείοντας.

Ρ. Γαβριηλίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, διά τους εφεσιβλήτους.

Cur. Adv. Vult.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, ΠΡ.: Εις την παρούσαν υπόθεσιν έκαστος εξ ημών θα εκδώση κεχωρισμένως την ετυμηγορίαν του θα πράξη τούτο πρώτον ο Δικαστής κ.Χατζηαναστασσίου, ακολούθως οι Δικασταί κ.κ. Α Λοίζου, Σταυρινίδης, Λ. Λοίζου και τελευταίος εγώ.

ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΣΙΟΥ, Δ.:- Ανεξαρτήτως της συνταγματικής δομής του “Περί των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας” άρθρου, η δημιουργηθείσα εν Κύπρω κατάστασις μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1963 και αι συνεχείς απειλαί εκ μέρους της Τουρκίας περί εισβολής ή ενεργειών κατευθυνομένων κατά της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Νήσου κατέστησαν αναγκαίαν την οργάνωσιν της αμύνης της Δημοκρατίας, διά της δημιουργίας[*294]στρατού ικανού να αντιμετωπίση πάσαν ξένην επιβουλήν και ισχυροποίηση διά της παρουσίας του το συναίσθημα της ασφαλείας των πολιτών της ανεξαρτήτου και κυριάρχου Δημοκρατίας. (Ιδέ “Οι Περί της Εθνικής Φρουράς Νόμοι του 1964-1968”).

Τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα εν Κύπρω και η Τουρκική εισβολή επέδειξαν περιτράνως την σοβαράν εθνικήν αποστολήν της  Εθνικής Φρουράς, ήτις διεδραμάτισε τον πρωτεύοντα ρόλον εις της άμυναν της Νήσου.

Ως φαίνεται εκ του άρθρου 3(3) των Νομικών 1964-1968, το Υπουργικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως από καιρού εις καιρόν καθορίζη τον αριθμόν της δυνάμεως εις αξιωτατικούς και οπλίτας.

Επειδή η άμυνα της πατρίδος αποτελεί και καθήκον τιμητικόν, εκπλήρωσις της στρατιωτικής υποχρεώσεως οργανούται και διέπεται υπό της νομοθεσίας της Εθνικής Φρουράς, τηρουμένων δε των διατάξεων του εδαφίου (3), άπαντες οι πολίται της Δημοκρατίας, από της 1ης Ιανουαρίου του έτους καθ’ ο συνεπλήρωσαν το 18ον έτος της ηλικίας των μέχρι της 1ης Ιανουαρίου του έτους καθ’ ο συνεπλήρωσαν το 50ον έτος της ηλικίας των, υπόκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και υπέχουν υποχρέωσιν υπηρεσίας εν τη Δυνάμει (άρθρον 4(1)) και συμφώνως προς την υποπαράγραφον (2) η υποχρέωσις υπηρεσίας εν τη Δυνάμει διακρίνεται εις υποχρέωσιν θητείας και υποχρέωσιν εφέδρων.

Δέον να σημειωθή ότι το άρθρον 5(1), τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), οριζει: “ πας στρατεύσιμος υπόκειται εις υποχρέωσιν θητείας η διάρκεια της οποίας είναι εικοσιτετράμηνος εκτός εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον διά σχετικής αποφάσεως ήθελεν ορίσει ότι αύτη θα είναι δεκαοκτάμηνος εν σχέσει προς οιανδήποτε κλάσιν.

Νοείται ότι:

“(α) Μετά πάροδον θητείας ενός έτους η οσάκις η στρατιωτική επάρκεια και ανάγκαι της χώρας επιτρέπωσιν η λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλωσι τούτο (ίδε κείμενον) το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται δι’ αποφάσεως αυτού, δημοσιευομένης εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, να συντάμη την περίοδον θητείας εις οιανδήποτε περίοδον ουχί μικροτέραν των εξ μηνών, είτε κατά κλάσιν ή τμήμα αυτής είτε κατά περιφερείας ή κατηγορίας ή εις εξαιρετικάς περιπτώσεις κατ’ άτομα, τη αιτήσει τούτων και λόγω ειδικών περιστάσεων.

[*295](β) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εν οιαδήποτε τοιαύτη απόφασει διά σύντμησιν της περιόδους θητείας δύναται να ορίση όπως οι στρατετύσιμοι εις ους αφορά η απόφασις συμπληρώσωσι την θητείαν των όταν ο λόγος διά τον οποίο εγένετο η σύντμησις παύση υφιστάμενος, και εις τοιαύτην περίπτωσιν ευθύς ως ο τοιούτος λόγος παύση υφιστάμενος οι ως είρηται στρατεύσιμοι υποχρεούνται όπως προσέλθωσι προς συμπλήρωσιν της θητείας των”

Το Υπουργικόν Συμβούλιον διά της αποφάσεως αυτού υπ’ αριθμόν 13391 ημερομηνίας 1ης Ιουλίου 1974 βάσει της προμνησθείσης επιφυλάξεως (α) του εδαφίου 1 του άρθρου 5 των Περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων 1964-1968 απεφάσισεν όπως συντάμη και διά της παρούσης συντέμνει εις δεκατέσσαρας μήνας την περίοδον θητείας πάντων των νυν υπηρετούντων στρατεύσιμων οιασδήποτε κλάσεως και πάντων των κληθέντων και κληθησομένων στρατευσίμων.

Η απόφασις αυτή εδημοσιεύθη εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 12ης Ιουλίου 1974, Παράρτημα 4ον, υπ’ αριθμόν γνωστοποιήσεως 64.

Περαιτέρω, η απόφασις αυτή εκοινοποιήθη εγγράφως εις τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς υπό του Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου Εσωτερικών και Αμύνης διά της ακολούθου επιστολής:

“Ενετάλην παρά του Υπουργού Εσωτερικών και Αμύνης όπως σας αποστείλω συνημμένως αντίγραφον της Αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. 13391 της 1.7.1974, δι’ ης συντέμνεται η θητεία απάντων των εθνοφρουρών εις δεκατέσσαρας μήνας.

 

Παρακαλείσθε όπως προβήτε εις την απόλυσιν όλων των εθνοφρουρών, οίτινες συνεπλήρωσαν 14μηνον θητείαν μέχρι της 20ης Ιουλίου, 1974”.

Περιττόν να τονισθή, ότι η απόφασις εκείνη μη ανακληθείσα εξακολουθή να ισχύει και κατά συνέπειαν, δυνάμει της αποφάσεως ταύτης, οι συμπληρώσαντες αυτών υποχρέωσιν εκτός εάν κληθήσαν και υπηρετούν ως έφεδροι.

Συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 15(1), την εφεδρείαν της Δυνάμεως αποτελούσι:

[*296] “(α) Οι εκπληρώσαντες την υποχρέωσιν θητείας αυτών ως προνοείται εν τοις άθροις 5 και 12 απολυόμενοι οριστικώς της Δυνάμεως

(β) Οι απολυόμενοι δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 9 εκτός εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελεν άλλως ορίσει εν τη σχετική αποφάσει

(γ) Οι στρατεύσιμοι οι υπηρετήσαντες επί μερική ή συνεχή απασχολήσει εν τη Δυνάμει, δυνάμει του άρθρου 30

(δ) Οι υπηρετήσαντες πέραν των εξ μηνών εις τακτικόν Κυπριακόν Στρατόν και εις τακτικόν Συμμαχικόν Στρατόν κατά τον τελευταίον Παγκόσμιον Πόλεμον

(2) Άπαντες οι ανωτέρω παραμένουσιν εν τη εφεδρεία μέχρι συμπληρώσεως του πεντηκοστού έτους της ηλικίας των”.

Επειδή οι αιτηταί εξεπλήρωασν την στρατιωτικήν των θητείαν και δεν απελύθησαν, ως προνοείται υπό του άρθρου 5, κατεχώρισαν κατά την 16ην Νοεμβρίου 1974 προσφυγήν, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και εξαιτούντο την ακόλουθον θεραπείαν:

Δήλωσιν ότι η παράλειψις ή/και άρνησις των καθ’ ων η αίτησις να απολύσουν τους αιτητάς εκ της Εθνικής Φρουράς είναι άκυρος και εστερημένη παντός εννόμου αποτελέσματος ταυτοχρόνως δε επανόρθωσιν της τοιαύτης παραλείψεως.

Τα πραγματικά γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η παρούσα αίτησης έχουν ως ακολούθως:

Οι αιτηταί, όπως ήδη ανέφερα, εζήτησαν όπως απολυθούν αλλ’ οι καθ’ ων η αίτησις παρέλειψαν ή ηρνήθησαν να τους απολύσουν. Ο πρώτος αιτητής εγεννήθη της 29.3.1972 και κατετάγη εις την Εθνικήν Φρουράν την 20.7.1954 όπου υπηρετεί μέχρι σήμερον ως ανθυπολοχαγός. Την 12.9.1974 ενεγράφη εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο δεύτερος αιτητής εγεννήθη την 3.2.1954 και κατετάγη εις την Εθνικήν Φρουράν την 20.7.1972 όπου υπηρετεί μέχρι σήμερον ως ανθυπολοχαγός. Την 23.9.1974 ενεγράφη εις την Νομικήν Σχολήν (Οικονομικόν Τμήμα) του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο τρίτος αιτητής εγεννήθη την 19.8.1954 και κατετάγη εις την Δύναμιν την 20.7.1972 όπου υπηρετεί μέχρι σήμερον. Την[*297] 25.9.1974 ενεγράφη εις την Ανωτάτην Σχολήν Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών.

Ο τέταρτος αιτητής εγεννήθη την 4.6.1953 και κατετάγη εις την Εθνικήν Φρουράν την 21.7.1972 όπου επίσης υπηρετεί μέχρι σήμερον ως λοχίας. Την 10.10.1974 ενεγράφη εις την Ανωτάτην Σχολήν Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών.

Η αίτησις των αιτητών εβασίσθη επί των ακολούθων νομικών σημείων:

1.   Η παράλειψις ή/και άρνησις των καθ’ ων η αίτησις να απολύσουν τους αιτητάς συνιστά υπέρβασιν ή κατάχρησιν του άρθρου 5 των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων.

2.   Αι προσβαλλόμεναι παραλείψεις ή/και αρνήσεις συνιστούν δυσμενή διάκρισιν έναντι των αιτητών, καθ΄ ότι ενώ εστρατευμένοι, οίτινες επέτυχον εγγραφήν εις Πανεπιστήμιον προ της 29.8.74 απελύθησαν, οι εν λόγω αιτηταί δεν επελύθησαν, επί τω ότι η εγγραφή των εις Πανεπιστήμιον έλαβε χώραν μετά την 29.8.74

3.   Οι καθ΄ων η αίτησις δεν έλαβον υπ’ όψιν των το γεγονός ότι οι αιτηταί, τελούντες εν υπηρεσία, ιδιαιτέρως δε κατά την διάρκειαν εμπολέμου καταστάσεως εν Κύπρω, ηδυνάτουν να εξασφαλίσουν εγγραφήν εις Πανεπιστήμιον πρό της 29.8.74

4.   Οι καθ’ ων η αίτησις δεν έλαβον υπ’ όψιν των το γεγονός ότι οι αιτηταί θα απελύοντο κατά την 20.7.74, ότε έληγεν η θητεία των, και ότι βασιζόμενοι επί του γεγονότος τούτου ανέμενον απολύσιν των δι’ εγγραφήν εις Πανεπιστήμιον, ότε εμεσολάβησεν η Τουρκική εισβολή ένεκα της οποίας δεν ηδυνήθησαν να εξασφαλίσουν εγγραφήν εις Πανεπιστήμιον.

5.   Οι καθ’ ων η αίτησις ενήργησαν κατά παράβασιν πάσης αρχής δικαίου, όταν απεφάσισαν την απόλυσιν όσων είχον επιτύχει εγγραφή εις Πανεπιστήμιον πρό της 29.8.74 χωρίς να παράσχουν εκ των προτέρων διευκολύνσεις εις τους αιτητάς διά τοιαύτην εγγραφήν.

Οι καθ΄ ων η αίτησις κατεχώρησαν ένστασιν κατά της αιτήσεως των αιτητών, τα δε γεγονότα προς ενίσχυσιν της ενστάσεως έχουν ως ακολούθως: [*298]

3.   Οι αιτηταί υπ΄αριθ. 1, 2 και 3 συνεπλήρωσαν εικοσιτετράμηνον θητείαν την 20ην Ιουλίου, 1974, ο δε αιτητής υπ΄αριθ. 4 την 21ην Ιουλίου, 1974.

4.   Την 20ην Ιουλίου, 1974, δυνάμει αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και σχετικής προκηρύξεως του Υπουργού των Εσωτερικών, εκλήθησαν προς εκπλήρωσιν υποχρεώσεως εφέδρου άπαντες οι στρατεύσιμοι αξιωματικοί και οπλίται της Εθνικής Φρουράς.

5.   Κατά την συνεδρίαν της 19ης Σεπτεμβρίου, 1974, το Υπουργικόν Συμβούλιον διεπίστωσεν ότι “η εν τη Εθνική Φρουρά υποχρέωσις υπηρεσίας των μετά την κανονικήν λήξιν της θητείας αυτών εξακολουθούντων να υπηρετούν εν αυτή στρατευσίμων είναι υποχρέωσις υπηρεσίας εφέδρου ως είναι η υποχρέωσις υπηρεσίας των εν αυτή κληθέντων και υπηρετούντων εφέδρων”.

6.   Δι’ αποφάσεώς του ημερ. 29 Αυγούστου, 1974, το Υπουργικόν Συμβούλιον απέλυσε τους κανονικώς υπηρετήσαντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των εικοσειτεσσάρων μηνών, οίτινες ικανοποίησαν τον Υπουργόν, ότι είχον εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού.

7.   Οι αιτηταί δεν ήσαν εγγεγραμμένοι φοιτηταί εις Πανεπιστήμιον ή Ανωτάτην Σχολήν κατά της 29ην Αυγούστου, 1974.

Εφ’ όσον η νομοθεσία καθιερώνει την βασικήν αρχήν εφ’ ης συγκροτείται η άμυνα της πατρίδος, ήτοι την καθολικήν και υποχρεωτικήν υπηρεσίαν των πολιτών της Δημοκρατίας, αυτή προφανώς περιλαμβάνει παντός είδους, πρόσφορον διά τον σκοπόν τούτον, προσωπικήν υπηρεσίαν. Εντός όμως του πλαισίου της καθολικής υποχρεώσεως η νομοθεσία αναγνωρίζει και δικαιώματα εις έκαστον στρατεύσιμον και παρέχει εις αυτόν νόμιμα μέσα διά την προστασίαν του, διότι η όλη εκ της στρατεύσεως σχέσις είναι σχέσις δημοσίου δικαίου, επί της οποίας ισχύουν αι αρχαί της νομιμότητος της ενέργειας της διοικήσεως (Ίδε Α. Ι. Σβώλου, Γ. Κ. Βλάχου “Το Σύνταγμα της Ελλάδος” Μέρος 1ον, Τόμος Α, σελίς 264). Δεκτική δε προσβολής είναι και η άρνησις ή και η παράλειψις της διοικήσεως όπως διατάξη τον τερματισμόν της στρατιωτικής υποχρεώσεως (Σ. Ε. 81/1951).

[*299]Όταν λοιπόν την 20ην Ιουλίου, 1974, ήρξατο η Τουρκική εισβολή(όπως ήδη ανέφερα), εκλήθησαν δι’ υπηρεσίαν άπασαι αι τάξεις των εφέδρων. Η κλήσις ήτο γενική δι’ όλον το Κράτος και αυτή εγένετο δι’ επανειλημμένων ραδιοφωνικών εκπομπών, δεδομένου ότι ήτο αδύνατος κατά την ημέραν εκείνην λόγω της εκρύθμου καταστάσεως οιαδήποτε ετέρα γνωστοποίησις της κλήσεως ταύτης. Είναι αξιοσημείωτον ότι, δυνάμει του άρθρου 16 των Περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων, “η κλήσις εφέδρων ενεργείται δι’ αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου” χωρίς να απαιτήται δημοσίευσις της τοιαύτης αποφάσεως εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως εις τας περιπτώσεως της κλήσεως δυνάμει των άρθρων 6 και 6 (α) (2), ή της απολύσεως στρατευσίμων δυνάμει του άρθρου 9(1).

Λαμβανομένων υπ’ όψιν των κατά την ημερομηνίαν εκείνην υφισταμένων συνθηκών, και εν όψει του γεγονός ότι ουδεμία πλευρά ημφεσβήτησε την νομιμότητα της κλήσεως εφέδρων δεν νομίζω ότι παρίσταται ανάγκη, διά τους σκοπούς της παρούσης υποθέσεως, να εκφράσω τας απόψεις μου επί του θέματος τούτου.

Όπως ήδη ανέφερα, η περίοδος θητείας εκάστου στρατευσίμου διέπεται υπό των σχετικών διατάξεων των Περί Εθνικής Φρουράς Νόμων υπό των εις την ειδικήν περίπτωσιν εφαρμοζομένων αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Ως υπέδειξα προηγουμένως, συμφώνως προς το άρθρον 5 (1), η περίοδος θητείας των αιτητών ήτο δύο ετών, μετά την παρέλευσιν της οποίας, ούτοι ώφειλον να απολυθώσιν, ως εκπληρώσαντες την κατά το άρθρον 4(2) υποχρέωσιν θητείας των. Δύναται όμως να λεχθή ότι λόγω της δημιουργθείσης εκρύθμου καταστάσεως, οι αιτηταί ούτοι δεν απελύθησαν και εξακολουθούν την υπηρεσία των, προφανώς προς εκτέλεσιν της υποχρεώσεώς των ως εφέδρων. Την 29ην Αυγούστου, 1974, το Υπουργικόν Συμβούλιον, έχον υπ’ όψιν τας πρόνοιας της επιφυλάξεως του άρθρου 5 (1) διά της αποφάσεως του υπ’ αριθμών 13453, δημοσιευθείσης εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας εις το 4ον Παράστημα της 30ης Αυγούστου, 1974, υπ’ αρ 1127, και ασκούν τας εν αυτώ χορηγουμένας εξουσίας υπό του άρθρου 9 (1) των Περί Εθνικής Φρουράς Νόμων 1964-1968, απεφάσισε την απόλυσιν εφέδρων και άλλων στρατευσίμων. Η απόφασις εκείνη έχει ως ακολούθως:

“1. Το Υπουργικόν Συμβούλιον, ασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας υπό του άρθρου 9 (1) των Περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1968, διά της παρούσης αποφάσεως απολύει:[*300]

(α) άπαντας τους εφέδρους των κλάσεων 1958 έως 1964, αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων

(β) άπαντας τους εφέδρους, τους φοιτώντας εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

(γ) άπαντας τους εφέδρους, τους αποδεδειγμένως διαμένοντας μονίμως εις το εξωτερικόν

(δ) τους κανονικώς υπηρετούντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών, τους ικανοποιούντας τον Υπουργόν ότι:

(ι) έχουν εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

(ιι)έχουν τύχει, κατόπιν επιλογής υπό Επιτροπής τυγχανούσης της εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και διά περίοδον ουχί μικροτέραν ενός ακαδημαϊκού έτους, υποτροφίας διά πανεπιστημιακάς ή μεταπτυχιακάς σπουδάς εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς ή Ιδρύματα ισότιμα προς πανεπιστήμια εις το εξωτερικόν, ίνα ούτοι δυνηθώσι να φοιτήσωσιν εις αυτά κατά το προσεχές ακαδημαϊκό έτος 1974-1975.

2. Ο χρόνος απολύσεως των υπό στοιχεία (β) και (δ) (ι) και (ιι) ανωτέρω θα καθορισθή υπό του Υπουργού αναλόγως του χρόνου ενάρξεως του ακαδημαϊκού έτους εις εκάστην περίπτωσιν”.

Θα ήτο χρήσιμον να τονισθή ότι παρ’ όλον ότι το Υπουργικόν Συμβούλιον είχεν ενώπιόν του Πρότασιν του Υπουργού Εσωτερικών δι’ απόλυσιν εφέδρων και άλλων στρατευσίμων εν τούτοις ουδαμού γίνεται μνεία εις την εν λόγω Πρότασιν διά την απόλυσιν στρατευσίμων, οι οποίοι είχον εγγραφή εις Πανεπιστήμια η Ανωτάτας Σχολάς. Θα ήτο δε ορθόν να τονισθή ότι το Υπουργικόν Συμβούλιον έχον υπ’ όψιν ότι η μόρφωσις εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς αποτελεί λόγους δημοσίου συμφέροντος απεφάσισε να απολύση και τους στρατευσίμους εκείνους, οίτινες είχον εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού παρ’ όλον ότι η έκρυθμος κατάστασις εσυνεχίζετο.

Κατά την γνώμην μου η απόφασις αυτή ενισχύει την θέσιν την οποίαν εξέθεσα προηγουμένως, ήτοι το Υπουργικόν Συμβούλιον απέδιδε και αποδίδει ιδιατέραν σημασίαν εις το θέμα της Ανω[*301]τάτης Εκπαιδεύσεως και τούτο εμφανίζεται σαφέστατα εις την νέαν απόφασίν του της 10.9.1974. Η απόφασις αυτή, η οποία εδημοσιεύθη εις το Παράρτημα 4ον της Επισήμου Εφημερίδος της Δημοκρατίας υπ’ αρ. 1135 της 27ης Σεπτεμβρίου, 1974 έχει ως ακολούθως:

“Το Συμβούλιον, ασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας υπό του άρθρου 9(1) των περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964-1968, διά της παρούσης αποφάσεως απολύει:

(α) άπαντας τους εφέδρους τους ήδη φοιτώντας εις Σχολάς Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως Ελλάδος, ως τα Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαιδεύσεως, την Ανωτέραν Σχολήν Υπομηχανικών, την Σ.Β.Ι.Ε., την Σιβιτανίδειον, τας Παιδαγωγικάς Ακαδημίας Ελλάδος, εγκεκριμένας Σχολάς Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως Ελλάδος κ.λ.π.

Αποφασίζεται όπως αι αντίστοιχοι Σχολαί της Αγγλίας και άλλων χωρών ως Σχολαί Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως διά τους σκοπούς της υπ’ αρ. 13453 αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου”.

Εν συνεχεία το Υπουργικόν Συμβούλιον διέταξε την απόλυσιν αριθμού στρατευσίμων προς φοίτησιν εις τας Δημόσιας Σχολάς Εμπορικού Ναυτικού Ελλάδος, και η απόφασις υπ’ αρ. 13528 ημερομηνίας 26.9.1974 έχει ως ακολούθως:

“Το Συμβούλιον, ασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας υπό του άρθρου 9(1) των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1968, διά της παρούσης αποφάσεως απολύει τους ακολούθους στρατευσίμους, οίτινες επελέγησαν προς φοίτησιν εις τας Δημοσίας Σχολάς Εμπορικού Ναυτικού Ελλάδος και έχουν ήδη συμπληρώσει περίοδον θητείας εις την Εθνικήν Φρουράν πέραν των 24 μηνών”.

Είναι επιβεβλημένον επίσης να τονίσω ότι εδημοσιεύθη εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Νόμος 49/1974, και ο οποίος ετέθη εν ισχύι από της 1ης Σεπτεμβρίου 1974, επιβάλλων προσωρινούς περιορισμούς εις το δικαίωμα εγκαταλείψεως μονίμως ή προσωρινώς του εδάφους της Δημοκρατίας.

Συμφώνως προς τας πρόνοιας του άρθρου 4, ο Υπουργός χορηγεί άδειαν εξόδου εις τους ακολούθους πολίτας της Δημοκρατίας:

“(θ) εις εκπληρώσαντας την υποχρέωσιν υπηρεσίας εν τη Εθνική Φρουρά και αποδεδειγμένως τυχόντας εισδοχής[*302] ή φοιτώντας εις πανεπιστήμια ή σχολάς ανωτάτης ή ανωτέρας εκπαιδεύσεως εις το εξωτερικόν”.

Εκ της αναφοράς μου εις τας δύο αποφάσεις και εις τον νόμον 49/74, ο οποίος εδημοσιεύθη εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Παράρτημα 1ον, την 1ην Οκτωβρίου, 1974, δύναμαι νομίζω να καταλήξω εις το ασφαλές συμπέρασμα, ότι ο σκοπός ή και η πρόθεσις του Υπουργικού Συμβουλίου ήτο η προώθησις του ιδεώδους της ανωτάτης εκπαιδεύσεως. Είναι επίσης χαρακτηριστικόν ότι ουδεμία μνεία γίνεται περί ημερομηνίας εγγραφής, ειδικώτερον δε εις την παράγραφον (θ) του άρθρου 4 γίνεται μνεία μόνον εις τους “τυχόντας εισδοχής ή φοιτώντας εις Πανεπιστήμια” χωρίς να ορίζηται ημερομηνία εισδοχής, παρ’ όλον ότι η απόφασις του Υπουργικού Συμβουλίου αναφέρεται εις όσους έχουν αποδεδειγμένως εγγραφή.

Είμαι της γνώμης ότι έχω παραθέσει αρκετά στοιχεία διά να αποδείξω, ότι το Υπουργικόν Συμβούλιον ουδεμίαν πρόθεσιν είχε διά της αποφάσεως του ημερομηνία 29.8.1974, να ευεργετήση μόνον εκείνους τους στρατεύσιμους οι οποίοι είχον το προνόμιον να εγγραφούν εις ανωτάτας σχολάς ενωρίτερον, εν αντιθέσει προς εκείνους, οι οποίοι συνεχίζουν να υπηρετούν και πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών την πατρίδα των κατά την διάρκειαν της κρισιμωτέρας περιόδου αυτής.

Είναι αναγκαίον να τονίσω, ότι το Ανώτατον Δικαστήριον “κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν” συμφώνως προς το άρθρον 146 του συντάγματος να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι η απόφασις, πράξις ή παράλειψις αυτή είναι αντίθετως προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπερβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.

Το πρωτόδικον δικαστήριον, αφού έλαβεν υπ’ όψιν κατά την διάρκειαν της ακροαματικής διαδικασίας τας αγορεύσεις των συνηγόρων των αιτητών και των καθ’ ων η αίτησις, απέρριψε την προσφυγήν διότι κατά την γνώμην του, οι καθ’ ων η αίτησις δεν ενήργησαν καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας μη απολύσαντες τους αιτητάς εκ των τάξεων της Εθνικής Φρουράς.

Η παρούσα έφεσις, τηρουμένου παντός δικαστικού κανονισμού, εγένετο εντός των προνοιών του άρθρου 11(1) του Περί Απονομής[*303] της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 εναντίον της αποφάσεως ενός εκ των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διά της οποίας απερρίφθη η προσφυγή των εφεσειόντων κατά της αρνήσεως ή παραλείψεως των εφεσιβλήτων όπως απολύσωσι τους αιτητάς εκ των τάξεων της Εθνικής Φρουράς.

Ενώπιον της ολομελείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπεστηρίχθη υπό του συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι η ορθή ερμηνεία της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου εξυπακούει το δικαίωμα απολύσεως απάντων των στρατευσίμων, οίτινες θα ικανοποιούν τον Υπουργόν ότι είχον εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού, καθ’ οιονδήποτε χρόνον μέχρι της λήψεως αποφάσεως περί της απολύσεών των. Περαιτέρω, ετονίσθη ότι η απόφασις του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ορίζει ημερομηνίαν απολύσεως και δεν αναφέρεται μόνον εις τους προ της ημερομηνίας εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως εγγραφέντας στρατευσίμους. Αντιθέτως, υπεστηρίχθη εκ μέρους του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η απόφασις, ορθώς ερμηνευομένη εντός των κανόνων της γραμματικής ερμηνείας, και της σημασίας των λέξεων καλύπτει μόνον εκείνους τους στρατεύσιμους, οι οποίοι είχον ήδη εγγραφή εις Πανεπιστήμια μέχρι της 29ης Αυγούστου 1974.

Ελέχθη εις σωρείαν αποφάσεων ότι ο σκοπός της ερμηνείας του νόμου ή και οιουδήποτε γραπτού κειμένου είναι να μας οδηγήση εις το να κατανοήσωμεν το νήμα του νόμου ή του γραπτού κειμένου. Τα ήτο όμως ορθόν να τονισθή, ότι εις την παρούσαν περίπτωσιν φροντίζομεν να συλλάβωμεν διά των κανόνων της γραμματικής και της φυσικής σημασίας των λέξεων το αληθές νόημα της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.

Κατά την γνώμην μου. Όμως, το νόημα το οποίον μας αποδίδει η γραμματική ερμηνεία δεν είναι πάντοτε ασφαλές, όπως φαίνεται και εις αποφάσεις Αγγλικών Δικαστηρίων, τας οποίας θα αναφέρω εις την απόφασίν μου. Συμφώνως προς τον συγγραφέα Odgers, ο οποίος ασχολείται με την ερμηνείαν νομικών εγγράφων και νομοθετημάτων, 5η Έκδοσις, υπάρχουν τρεις μέθοδοι ερμηνείας, τας οποίας δύνανται να υιοθετούν τα Αγγλικά Δικαστήρια. Μια εκ των μεθόδων τούτων είναι η γνωστή ως “literal”, ήτοι η κυριολεκτική ή κατά γράμμα ερμηνεία, η οποία αποβλέπει, ως ανέφερα ανωτέρω, εις την εύρεσιν και απόδοσιν του αληθούς νοήματος του δικαίου. Εις την υπόθεσιν Grey v. Pearson [1857] H.L. Cas. 61, o Λόρδος Wensleydale ετόνισεν εις την Βουλήν των Λόρδων ότι: “Κατά την ερμηνείαν διαθηκών, νόμων και εγγράφων, πρέπει να ακολουθήται πιστώς η γραμματική και συνήθης έννοια των λέξεων (grammatical and ordinary sense of the words), εκτός αν[*304] τούτο θα ωδήγει εις ασάφειαν, αντίθεσιν ή ασυνέπειαν προς το υπόλοιπον κείμενον, ότι θα ηδύνατο να τροποποιηθή η γραμματική και συνήθης έννοια των λέξεων, διά να αποφευχθή η ασάφεια και ασυνέπεια αυτή όμως, ουδέν πέραν τούτου”.

Ο χρυσούς ούτος κανών, ως εκλήθη υπό του Αρχιδικαστού Jervis εις την υπόθεσιν Mattison v. Hart [1854] 14 C.B. 357, σελ. 385, επεδοκιμάσθη και υπό του Λόρδου Blackburn εις την υπόθεσιν Caledonian Ry. Co. v. North British RY. Co . [1881] 6 App. Cas. 114, ειπόντος(σ.131):”Συμφωνώ πλήρως προς τούτο, αλλ’ εις τας περιπτώσεις εις τας οποίας υπάρχει πραγματική δυσκολία, τούτο δεν βοηθάει πολύ διότι, αι υποθέσεις αι οποίαι παρουσιάζουν πραγματική δυσκολίαν είναι εκείναι, εις τας οποίας αμφισβητείται η γραμματική και συνήθης έννοια των χρησιμοποιούμενων, εν αναφορά προς το κείμενον, λέξεων. Εις τινας, δυνατόν να φανή ότι το πλείστον που ημπορεί να λεχθή είναι ότι η έννοια των λέξεων πιθανόν να είναι εκείνη που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά, και ότι η ασυνέπεια και η αντίθεσις είναι τόσον μεγάλη, ώστε να πρέπει να γίνη μεγάλη προέκτασις της εννοίας διά να αποφευχθή η ασυνέπεια και η αντίθεσις αυτή και ότι, εκείνο που χρειάζεται διά να αποφευχθή αυτή, είναι μία πολύ μικρά επέκτασις της έννοιας ή απολύτως ουδεμία. Εις άλλους, όμως, δυνατόν να φανή ότι αι λέξεις είναι απολύτως σαφείς ότι δεν ημπορούν αυταί να έχουν οιανδήποτε άλλην έννοιαν, και ότι τυχόν αντικατάστασις της εννοίας ταύτης δι’ οιασδήποτε άλλης θα εσήμαινεν ουχί ερμηνείαν των χρησιμοποιηθεισών λέξεων, αλλά την δημιουργίαν ενός εγγράφου (instrument) διά τους διαδίκους και ότι η υποτιθέμενη ασυνέπεια ή αντίθεσις αποτελεί ίσως ταλαιπωρίαν – όπερ θα ήτο ίσως προτιμότερον να απεφεύγετο. Με αυτό, όμως, δεν έχομε την δύναμιν να σχοληθώμεν”.

Βεβαίως, εάν το Δικαστήριον δεν δύναται να αποδεχθή την επιχειρηματολογίαν του συνηγόρου ότι υπάρχει αντίθεσις και ασυνέπεια, ο κανών εις τον οποίον έχω αναφερθή δεν δύναται να εφαρμοσθή. Θα ήτο επίσης χρήσιμον να αναφερθώ, ότι αι λέξεις τας οποίας εχρησιμοποίησεν ο Λόρδος Blackburn είχον απήχησιν και εις άλλας υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίων. Η υπόθεσις Vacher & Sons Ltd. v. The London Society of Compositors [1913] A.C. 107 είναι παράδειγμα χρησιμοποιήσεως και των τριών μεθόδων προσεγγίσεως του θέματος ερμηνείας. Εις την υπόθεσιν αυτήν ο Λόρδος Macnaghten υιοθέτησε τον χρυσούν κανόνα από την υπόθεσιν Grey v. Pearson (supra). Ο Λόρδος Atkinson υιοθέτησε την κυριολεκτικήν προσέγγισιν και την υπόθεσιν Cooke v. Charles A. Vogeler Company [1901] A.C. 102 sel 107 ενώ ο[*305] Λόρδος Moulton συνεζήτησε το ιστορικόν του νόμου και εφήρμοσε την γνωστήν ως mischief method.

Προς κατανόησιν των δυσκολιών, τας οποίας εμφανίζουν οι ερμηνευτικοί κανόνες, αναφέρομεν την υπόθεσιν Ellerman Lines Ltd. v. Murray [1931] A.C. 126, η οποία παρουσιάζει τας διισταμένας απόψεις των δικαστών επί του θέματος τούτου. Οι Εφέται Scrutton και Greer ήσαν της γνώμης ότι το άρθρον 1 του Περί Εμπορικής Ναυτιλίας Νόμου του 1925 ήτο απολύτως σαφές και ηρνήθησαν διά σκοπούς ερμηνείας να χρησιμοποιήσουν το προοίμιον του νόμου. Ο δικαστής Slesser, διαφωνών, παρέθεσεν απόσπασμα του Αρχιδικαστού Dyer διά τους σκοπούς της χρησιμοποιήσεως του προοιμίου και εστηρίχθη εις τον γνωστόν κανόνα ερμηνείας mischief. Εις την Βουλήν των Λόρδων, ο Λόρδος Dunedin ήτο της γνώμης ότι ο νόμος έπρεπε να ερμηνευθή ως είχε και ότι δεν περιείχεν ασάφειαν· o Λόρδος Blanesburgh εστηρίχθη διά σκοπούς ερμηνείας εις την μέθοδον του σκοπού του νόμου (τον κανόνα ερμηνείας mischief) ενώ ο Λόρδος MacMillan ήτο της γνώμης ότι ο νόμος δεν περιείχεν ασάφειαν και, ως εκ τούτου, δεν εχρειάζετο να αντρέξη εις εξωγενή βοηθήματα, ως ήτο το προοίμιον.

Η επισκόπησις της νομολογίας και η αναφορά μου εις τους ερμηνευτικούς κανόνας εγένετο διά να αποδείξω τας πολλαπλάς δυσκολίας, τας οποίας αντιμετωπίζουν οι δικασταί κατά την εφαρμογήν των ερμηνευτικών κανόνων εις εκάστην περίπτωσιν.

Κατ’ αρχήν, οφείλω να τονίσω ότι η διοικητική πράξις είναι, ως έχει πλειστάκις λεχθή, δήλωσις βουλήσεως. Διά να αποκτήση την δύναμιν προς προαγωγήν εννόμων αποτελεσμάτων, η βούλησις αυτή οφείλει να παύση να αποτελή “ιντερνουμ”, ήτοι οφείλει να δηλωθή, η δε ισχύς της διοικητικής πράξεως άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτής. Κατά κανόνα, αι διοικητικαί πράξεις ισχύουν από της εκδόσεώς των και δεν έχουν αναδρομικήν δύναμιν. Συνεπώς, δεν εφαρμόζονται επί σχέσεων δημιουργηθεισών πρό της εκδόσεώς των. Η αρχή αυτή ισχύει επί ατομικών και κανονιστικών πράξεων (749/33, 1735/53, 452/33, 1645/55).

Η ως άνω αρχή της μη αναδρομικότητος των διοικητικών πράξεων δικαιολογείται εκ του ότι η αρμοδιότης των διοικητικών οργάνων δέον ν’ ασκήται εν όψει της παρούσης εκάστοτε νομικής και πραγματικής καταστάσεως: 164/43

Θα ήτο χρήσιμον να επαναλάβω, ότι: “O κανών περί της διοικητικής πράξεως καθορίζει επίσης το χρονικόν σημείον από[*306] του οποίου η διοικητική πράξις είναι ικανή ίνα επιφέρη εν των νομικώ κόσμω την αντίστοιχον προς το περιεχόμενον αυτής μεταβολήν, ήτοι, το χρονικόν σημείον της ενάρξεως της τυπικής ισχύος της διοικητικής πράξεως. Διάφορον όμως είναι το ζήτημα της εν τω χρόνω εκτάσεως, ην δύναται να έχη η μεταβολή αυτή, ήτοι το ζήτημα του καθορισμού των χρονικών ορίων, εντός των οποίων δύνανται να εκταθώσιν, ήτοι να άρξωνται και να τερματισθώσι τα έννομα αποτελέσματα της πράξεως. Τούτο αναφέρεται εις την έναρξιν και την λήξιν της ουσιαστικής ισχύος της διοικητικής πράξεως. Ως προς την επέλευσιν, ή την έναρξιν των εννόμων αποτελεσμάτων της πράξεως παρατηρούμεν ότι αυτή οφείλει κατ’ αρχήν να συμπίπτη προς την έναρξιν της τυπικής ισχύος αυτής. ουχί ήττον είναι δυνατόν, η επέλευσις των αποτελεσμάτων της πράξεως να μετατεθή χρονικώς είτε προς το μέλλον είτε προς το παρελθόν. Προς το μέλλον μετατίθεται η επέλευσις των εννόμων αποτελεσμάτων της πράξεως οσάκις προσετέθη αναβλητική αίρεσις ή προθεσμία. Προς το παρελθόν δε, οσάκις η πράξις ωπλίσθη διά δυνάμεως αναδρομικής”.(Βλ. Στασινοπούλλου Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων 1951, σελ. 368).

Είναι επίσης γνωστόν, ότι επί πράξεων αφιεμένων εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως, δύνανται μεν να τίθενται πρόσθετοι ορισμοί, ήτοι αιρέσεις, προθεσμίαι κι όροι συνάδοντες προς τον σκοπόν του νόμου, αλλά δεν δύναται να ασκήται η διακριτική εξουσία της διοικήσεως υπό αίρεσιν (Σ.Ε 1229/59, Καραγιάννης ν. Δημοκρατία (1974) 3 C.L.R. 420).

Επανερχόμενος εις την προκειμένην περίπτωσιν και εν όψει των ανωτέρω εκτεθεισών διαπιστώσεων, επιθυμώ να παρατηρήσω ότι, παρά το γεγονός ότι η απόφασις του Υπουργικού Συμβουλίου ετέθη εν ισχύι από της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς της εις την Επίσημον Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από της 30ης Αυγούστου του 1974, εν τούτοις αυτή δεν παρήγαγεν όλα τα νομικά αποτελέσματα από της ιδίας εκείνης ημερομηνίας. Τα νομικά δε ταύτα αποτελέσματα, εν σχέσει με τας υποπαραγράφους β’ και δ’ της παραγράφου 1, ήτοι:

(α) (απολύει) άπαντας τους εφέδρους των κλάσεων 1958 έως 1964 αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων, και

(β)  (απολύει) τους κανονικώς υπηρετούντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών, τους ικανοποιούντας τον Υπουργόν ότι:[*307]

(ι) έχουν εγγραφή εις Πανεπιστήμιον ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού κ.λ.π.

Είναι φανερόν ότι λαμβάνουν χώραν εις χρόνον μελλοντικόν, τον οποίον θα καθορίση ο Υπουργός Εσωτερικών (βλ. παράγρ. 2 αποφάσεως). Ιδιατέρως δε, όσον αφορά τους κανονικώς υπηρετούντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των 24 μηνών, η απόλυσίς των θα γίνη, νοουμένου ότι αύτοι:

(α) θα ικανοποιήσουν τον Υπουργόν Εσωτερικών ότι έχουν γίνει αποδεκτοί εις Πανεπιστήμιον ή Ανωτάτην Σχολήν του εξωτερικού, και

(β) θα πρέπει να ακολουθήσουν τας εις το Πανεπιστήμιον ή την Ανωτάτην Σχολήν του εξωτερικού σπουδάς των “κατά το προσεχές ακαδημαϊκόν έτος 1974-75” .

Είναι σημαντικόν να τονισθή ότι, μολονότι δεν τίθενται χρονικά όρια σχετικώς με την εισδοχήν εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού, εκ την φρασεολογίας της αποφάσεως εξυπακούεται ότι τοιαύτη εισδοχή πρέπει να έχη γίνει εις χρονικήν περίοδον προηγουμένην της αιτήσεως δι’ απόλυσιν και κατά τοιούτον τρόπον ώστε οι υποψήφιοι να δυνηθούν να ακολουθήσουν τα μαθήματα εις το Πανεπιστήμιον ή την Ανώτατον Σχολήν εντός του ακαδημαϊκού έτους 1974-75. Κατά συνέπειαν, η επιχειρηματολογία ότι η τοιαύτη εισδοχή έπρεπε να είχε γίνη τουλάχιστον προ της 29ης Αυγούστου 1974 είναι απατηλή. Διότι, κατά την κρίσιν μου, ουδαμού της φρασεολογίας της αποφάσεως παρουσιάζεται τοιούτος περιορισμός, και ούτε δύναται εκ της εν λόγω φρασεολογίας να συναχθή συμπερασματικώς.

Τουναντίον, εκ των προνοιών της παραγρ. 2 ότι «ο Υπουργός Εσωτερικών καθορίζει τον χρόνον απολύσεως επί τη βάσει του χρόνου ενάρξεως του ακαδημαϊκού έτους”, δύναταί τις να αχθή εις το συμπέρασμα ότι είναι το ακαδημαικόν έτος το οποίον ενέχει την υψίστην σημασίαν και ότι τούτο θα προσδιορίση και τον χρόνον της εισδοχής εις το Πανεπιστήμιον ή την Ανώτατην Σχολήν.

Διά πάντας τους ανωτέρω αναφερθέντας λόγους, προσθέτως δε έχων υπ’ όψιν τους κανόνας ερμηνείας και πιστεύων ότι, από γραμματικής απόψεως, ο χρόνος του ρήματος “απολύει”, μολονότι ενεστώς, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην μόνον “απολύει τώρα”, αλλ’ ότι δύναται ούτος να σημαίνη και επαναληπτικήν πράξιν, επεκτείνων την ενέργειάν του και εις το μέλλον, δια της προσθήκης[*308] τοιούτων επιρρημάτων ως “πάντοτε”, “εκάστοτε”,”συνήθως”,”ενίοτε”,”οσάκις…” κ.λ.π., δύναμαι να καταλήξω εις το συμπέρασμα, ότι οι αιτηταί εμπίπτουν εντός των προνοιών της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και, κατά συνέπειαν, ώφειλον να είχον απολυθή. Η άρνησις του Υπουργού Εσωτερικών να απολύση τους εφεσείοντας ήτο αντίθετος προς τας διτάξεις του Συντάγματος ή και των νόμων και εγένετο καθ’ υπερβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας αυτού. Ως εκ τούτου, είμαι υποχρεωμένος να κηρύξω την απόφασιν ταύτην άκυρον και να αποδεχθώ την έφεσιν.

Α. ΛΟΙΖΟΥ, Δ.:- Διά της παρούσης εφέσεως εφεσιβάλλεται η απόφασις Δικαστού του Δικαστηρίου τούτου, διά της οποίας απερρίφθη η προσφυγή των εφεσειόντων κατά της αρνήσεως και/ ή παραλείψεως των εφεσιβλητών όπως απολύσωσι τους αιτητάς εκ των Τάξεων της Εθνικής Φρουράς.

Τα σχετιζόμενα με τη παρούσαν έφεσιν γεγονότα είναι τα ακόλουθα:

Ο πρώτος εφεσείων εγεννήθη της 29.3.1954 και κατετάγη εις την Εθνικήν Φρουράν την 20.7.72 όπου υπηρετεί μέχρι σήμερον ως ανθυπολοχαγός. Την 12.9.74 ούτος ενεγράφη εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο δεύτερος εφεσείων εγεννήθη την 3.2.1954 και κατετάγη εις την Εθνικήν Φρουράν την 20.7.72 όπου υπηρετεί μέχρι σήμερον ως ανθυπολοχαγός. Την 23.9.74 ενεγράφη εις την Νομικήν Σχολήν, Οικονομικόν Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο τρίτος εφεσείων εγεννήθη την 19.8.54 και κατετάγη εις την Εθνικήν Φρουράν την 20.7.72 όπου υπηρετεί μέχρι σήμερον. Την 25.9.74 ενεγράφη εις την Ανωτάτην  Εμπορικήν του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο τέταρτος εφεσείων εγεννήθη την 4.6.53 και κατετάγη εις την Εθνικήν Φρουράν την 21.7.1972 όπου επίσης υπηρετεί μέχρι σήμερον ως λοχίας. Την 10.10.74 ενεγράφη εις την Ανωτάτην  Εμπορικήν του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Συμφώνως των διατάξεων του Άρθρου 5(1) των Περί Εθνικής Φρουράς Νόμων 1964-1968 η διάρκεια της στρατιωτικής θητείας ορίζεται εις 24 μήνας, αλλά δυνάμει της παραγράφου (α) του αυτού Άρθρου – “μετά πάροδον θητείας ενός έτους ή οσάκις ή στρατιωτική επάρκεια και ανάγκαι της χώρας επιτρέπωσι ή λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλωσι τούτο, το Υπουργικόν Συμ[*309]βούλιον δύναται δι’ αποφάσεως αυτού δημοσιευομένης εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας να συντάμη την περίοδον θητείας εις οιανδήποτε περίοδον ουχί μικροτέραν των έξη μηνών είτε κατά κλάσιν ή τμήμα αυτής είτε κατά περιφερείας ή κατηγορίας ή εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, κατ’ άτομα τη αιτήσει τούτων και λόγω ειδικών περιστάσεων”.

Το Υπουργικόν Συμβούλιον διά της αποφάσεως υπ’ Αρ. 13391 της 1.7.1974, δυνάμει της ως άνω επιφυλάξεως απεφάσισεν όπως συντάμη και ούτω συνέταμε εις δέκα τέσσαρας μήνας την περίοδον θητείας πάντων των κληθέντων και κληθησομένων στρατευσίμων. Η απόφασις αυτή εδημοσιεύθη εις το τέταρτον Παράρτημα της Επισήμου Εφημερίδος της Δημοκρατίας της 12.7.1974 υπ’ Αρ.64.

Οι τέσσερεις εφεσείοντες δεν θα ετύγχανον ως εκ των πραγμάτων, του ευεργετήματος της ως άνω αποφάσεως, καθ’ ότι είχον ήδη υπηρετήσει εις τας τάξεις της Εθνικής Φρουράς διά περίοδον 24 μηνών από της κατατάξεως των, και θα απελύοντο εκ της Δυνάμεως οι μεν πρώτοι τρεις την 19ην, ο δε τέταρτος την 20ην Ιουλίου, 1974.

Ως συνηθίζεται, φύλλον πορείας θα εδίδετο εις εν έκαστον εξ αυτών και δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 15(1)(α) ως τούτο ετροποποιήθη διά του Νόμου 44/65 Άρθρον 5, ούτοι θα απετέλουν την εφεδρείαν της Δυνάμεως ως εκπληρώνοντες την υποχρέωσιν θητείας αυτών δυνάμει του Νόμου.

Πρίν ή οι εφεσείοντες απολυθούν συμφώνως των ως άνω, συνέβησαν εν Κύπρω δραματικά γεγονότα, έχοντα ως αποκορύφωμα την Τουρκικήν εισβολήν εις την Δημοκρατίαν, την 20.7.1974. Φυσικόν επακόλουθον και επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων ενέργεια ήτο η προκύρηξις γενικής επιστρατεύσεως εφέδρων αξιωματικών οπλιτών και αγυμνάστων ειδικών προσόντων. Ως εκ τούτου η υπηρεσία των εφεσειόντων εθεωρήθη ως υποχρέωσις υπηρεσίας εφέδρων, δυνάμει της αποφάσεως περί γενικής επιστρατεύσεως και η αυτή θέσις δεν αμφισβητείται εις την παρούσαν έφεσιν, υπό εκατέρου των μερών.

Την 29.8.1974 το Υπουργικόν Συμβούλιον διά της αποφάσεώς του υπ’ Αρ. 13453, δημοσιευθείσης εις το τέταρτον Παράρτημα της Επισήμου Εφημερίδος της Δημοκρατίας της 30.8.1974 υπ’ απ. Γνωστοποιήσεως 73 και ασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας υπό του Άρθρου 9(1) των Περί της Εθνικής Φρουράς[*310] Νόμων του 1964, απεφάσισεν την απόλυσιν στρατευσίμων. Η εν λόγω απόφασις (τεκμ. 1) έχει ως ακολούθως:-

“1. Το Υπουργικόν Συμβούλιον, ασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας υπό του άρθρου 9(1) των περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1968, διά της παρούσης αποφάσεως απολύει –

α) άπαντας τους εφέδρους των κλάσεων 1958 έως 1964 αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων·

β) άπαντας τους εφέδρους τους φοιτώντας εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

γ) άπαντας τους εφέδρους τους αποδεδειγμένως διαμένοντας μονίμως εις το εξωτερικόν

δ) τους κανονικώς υπηρετούντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών, τους ικανοποιούντας τον Υπουργόν ότι:

(ι) έχουν εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

(ιι)έχουν τύχει, κατόπιν επιλογής υπό Επιτροπής τυγχανούσης της εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και διά περίοδον ουχί μικροτέραν ενός ακαδημαϊκού έτους υποτροφίας διά πανεπιστημιακάς ή μεταπτυχιακάς σπουδάς εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς ή Ιδρύματα ισότιμα προς Πανεπιστήμια, εις το εξωτερικόν ίνα ούτοι δυνηθώσι να φοιτήσωσιν εις αυτά κατά το προσεχές ακαδημαϊκόν έτος 1974-1975

2. Ο χρόνος απολύσεως των υπό στοιχεία (β) και (δ)(ι) και (ιι) ανωτέρω θα καθορισθή υπό του Υπουργού αναλόγως του χρόνου ενάρξεως του ακαδημαϊκού έτους εις εκάστην περιπτώσιν”.

Κατά την πρωτόδικον διαδικασίαν ηγέρθη εκ μέρους εφεσειόντων σωρεία νομικών λόγων, ως υποστηριζόντων την προσφυγήν των. Μεταξύ άλλων υπεστηρίχθη ότι η αναγκαστική παραμονή των εν υπηρεσία συνιστά απάνθρωπον και αντισυνταγματικήν μεταχείρισιν καθ’ ότι ουδείς υποβάλλεται εις βασανιστικήν η εις απάνθρωρον ή ταπεινωτικήν τιμωρίαν ή μεταχεί[*311]ρισιν, το Άρθρον 10 (2), ότι ουδείς εξαναγκάζεται εις εκτέλεσιν αναγκαστικής εργασίας, το άρθρον 11, ότι έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας, το Άρθρο 13, εν σχέσει προς το δικαίωμα της ελευθέρας μετακινήσεως εντός του εδάφους της Δημοκρατίας, το Άρθον 15, ότι η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνει σεβασμού, το Άρθρον 19, ως προς την ελευθερίαν του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως, το Άρθρο 20, εν σχέσει προς το δικαίωμα μορφώσεως, το Άρθρον 21, ως προς το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς, το Άρθρον 25, ως προς το δικαίωμα να ασκή οιονδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται εις οιανδήποτε απασχόλησιν, εμπόριον ή επικερδή εργασίαν, το Άρθρον 27, το δικάιωμα του απεργείν και ως αποτέλεσμα το Άρθρον 28, ότι άπαντες είναι ίσοι ενωπίον του Νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης.

Ορθώς όμως κατά την υπό κρίσιν έφεσιν, τα εγειρόμενα θέματα επεριορίσθησαν εις δύο:

1ον Ότι η ορθή ερμηνεία της προαναφερθείσης αποφάσεως είναι ότι εδικαιούντο απολύσεως άπαντες οι στρατεύσιμοι οίτινες θα ικανοποιούν τον Υπουργόν ότι καθ’ οιονδήποτε χρόνον μέχρι της υπ’ αυτού λήψεως αποφάσεως περί της απολύσεως των ενεγράφησαν εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού· ουχί δε μόνον τους προ της ημερομηνίας εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως ούτω εγγραφέντας, και

2ον Εις περίπτωσιν καθ’ ην ήθελε θεωρηθή ότι διά της ως άνω αποφάσεως εδικαιούντο εις απόλυσιν μόνον όσοι κατά τον χρόνον της εκδόσεως της είχον ήδη εξασφαλίσει τοιαύτην εγγραφήν, τότε η υπό εξέτασιν απόφασις είναι αντισυνταγματική ως αντιβαίνουσα το Άρθρον 28 του Συντάγματος υπό την έννοια ότι δι’ αυτής γίνεται δυσμενής διάκρισις μεταξύ εθνοφρουρών εγγραφέντων εις Πανεπιστήμια και Ανωτάτας Σχολάς προ της 29.8.74 και εθνοφρουρών οίτινες θα ενεγράφοντο μετά την εν λόγω ημερομηνίαν.

Ως προς το 1ον θέμα η προβληθείσα επιχειρηματολογία εκ μέρους των εφεσειόντων ήτο ότι η λέξις “απολύει” τους κανονικώς υπηρετούντας και … τους ικανοποιούντας τον Υπουργόν ότι έχουν εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού, σημαίνει απολύει εκάστοτε επί τη συμπτώσει ή επελεύσει των προϋποθέσεων αι οποίαι τίθενται εις την παρ. 1 (δ) (ι) της αποφάσεως.

Κατά την κρίσιν μου εκ της γραμματικής ερμηνείας του τεκμ. 1 και διά της αποδόσεως εις τούτο της φυσικής σημασίας των λέξεων,[*312] καλύπτονται, διά της ως άνω αποφάσεως, άπαντες οίτινες είχον εξασφαλίσει εγγραφήν πρό της ημερομηνίας της αποφάσεως, ήτοι άπαντες οι ικανοποιούντες τας προϋποθέσεις τας απαιτουμένας διά την απόλυσιν μέχρι της ημερομηνίας της αποφάσεως αυτής.

Διά της αποφάσεως το Υπουργικόν Συμβούλιον ενασκεί τας υπό του Άρθρου 9 (1) χορηγουμένας εις αυτό εξουσίας. Απολύει όσους εκ των υπηρετούντων εθνοφρουρών ένουν συμπληρώσει περίοδον θητείας πέραν των 24 μηνών και θα δύνανται να ικανοποιήσουν τον Υπουργόν ότι είχον τύχει τοιαύτης εγγραφής προ της λήψεως της αποφάσεως ο καθορισμός υπό του Υπουργού αναλόγως του χρόνου ενάρξεως του ακαδημαϊκού έτους εις εκάστην περίπτωσιν του χρόνου απολύσεως.

Διά της ως άνω αποφάσεως το περιεχόμενον αυτής, ήτοι η απόλυσις εξαντλείται εν τη διαπιστώσει ωρισμένων καταστάσεων.

Ως αναφέρεται εις το σύγγραμμα Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεως, Μ.Δ. Στασινοπούλου (1951) σελ. 136 –

“Βάσις της διακρίσεως εις διαπιστώσεις και κυρίως πράξεις είναι η παρατήρησις, ότι ωρισμένων διοικητικών πράξεων το περιεχόμενον εξαντλείται εν τη διαπιστώσει ωρισμένης καταστάσεως, ήτις διά μόνης της αυθεντικής εξακριβώσεως της υπάρξεως αυτής επάγεται τας νομίμους συνεπείας, χωρίς η διαπιστούσα αυτήν διοικητική πράξις να δημιουργή νέαν τινά σχέσιν ή κατάστασιν, απορρέουσαν αμέσως εκ της βουλήσεως της Διοικήσεως. Τουναντίον, διά των λοιπών πράξεων η βούλησις του οργάνου δημιουργεί αμέσως νομικάς σχέσεις ή καταστάσεις, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή προβαίνει εις αλλοίωσιν ή κατάργησιν αυτών”.

Η ως άνω διοικητική πράξις (α) αναγνωρίζει δικαίωμα απολύσεως όπερ δίδεται επό του αρμοδίου κατά νόμον διοικητικού οργάνου ήτοι του Υπουργικού Συμβουλίου, (β) εκχωρεί μέρος των αρμοδιοτήτων τούτου εις τον Υπουργόν Εσωτερικών προς διαπίστωσιν καταστάσεως ήτοι των προϋποθέσεων του δικαιώματος απολύσεως και (γ) καθίσταται πράξις δημιουργική καθ’ ο μέρος χορηγεί διά της πράξεως ταύτης τα εκ της διαπιστώσεως συνεπόμενα δικαιώματα ή τας αντιστοίχους προς τας αρχάς δι’ απόλυσιν υποχρεώσεις.

Εν όψει του ως άνω συμπεράσματος έδει όπως εξετάσθη το δεύτερον εγειρόενον θέμα ήτοι το θέμα της δυσμενούς διακρίσεως και της ανισότητος μεταχειρίσεως.

[*313] Ελέχθη, και δεν υπάρχει περί τούτου αμφισβήτησις, ότι αι εγγραφαί εις τα ελληνικά Πανεπιστήμια και Ανωτάτας Σχολάς άρχονται την 1ην Σεπτεμβρίου, εκάστου έτους. Όθεν ισχυρίζονται ότι ο καθορισμός της 29ης Αυγούστου ως της τελευταίας ημέρας της εγγραφής αναγνωριζομένης ως προϋποθέσεως απολύσεως, είναι αυθαίρετος, καθ’ ότι εξαιρεί του δικαιώματος απολύσεως άπαντας τους προτιθεμένους να φοιτήσουν εις ελληνικά Πανεπιστήμια διά το ακαδημαϊκόν έτος 1974-1975. Υφίσταται επομένως, συν τοις άλλοις και διάκρισις κατά χώρας.

Ο πρωτοδίκως εκδικάσας την υπόθεσιν δικαστής στηριχθείς εις την Νομολογίαν του δικαστηρίου τούτου κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι η ούτω ερμηνευθείσα απόφασις δεν απετέλει θέμα ανισότητος ή δυσμενούς διακρίσεως και συμφωνώ με το συμπέρασμα τούτο. Ως εγένετο δεκτόν υπό της Νομολογίας διά σειράς αποφάσεων αρχομένων από της υποθέσεως Μικρομμάτη ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C., 125 μέχρι της προσφάτως εκδοθείσης αποφάσεως της ολομελείας εις την υπόθεσιν Δημητράκη Μελετίου και άλλων ν. Επαρχιακού Γραφείου Εργασίας (1975) 2 C.L.R. 21 η έννοια “ίσος ενώπιον του νόμου”, δεν έχει την έννοιαν της ακριβούς μαθηματικής ισότητος, αλλά προστατεύει μόνον εναντίον των αυθαιρέτων διακρίσεων και δεν αποκλείει λογικάς διαφοροποιήσεις αι οποίαι οφείλουν να γίνωνται εν όψει της φύσεως των γεγονότων. Περαιτέρω εγένετο δεκτόν ότι η υπό του Συντάγματος κατοχυρωμένη ισότης επιβάλλει ισότητα δικαίου “ήτοι απαγορεύει ου μόνον την άνισον εφαρμογήν των νόμων, αλλά και την υπό του νομοθέτου ουσιαστικώς άνισον ρύθμισιν του δικαίου. Δεν αποκλείονται και κατά την άποψιν ταύτην παρεκκλίσεις εκ του γενικού κανόνος, αλλ’ αύται, αφ’ ενός μεν δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν ωρισμένα ακραία όρια εις εκάστην δεδομένην περίπτωσιν, αφ΄ετέρου δε επιτρέπονται μόνον εφ’ όσον συντρέχουν επαρκείς λόγοι δικαιολογούντες αυτάς εξ’ αντικειμένου”.
(Ίδε Σγουρίτσα Συνταγματικόν Δίκαιον Τόμος 2ος Μέρος Β, (1966) σελ. 185, υιοθετηθέν εις την υπόθεσιν Μελετίου άνωθι).

Εις την προκειμένην περίπτωσιν δέον όπως σημειωθή ότι ο όρος “αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία”, ο αναφερόμενος εις το Άρθρον 10(2) του Συντάγματος, δεν περιλαμβάνει συμφώνως της παραγράφου 3(β) του ιδίου Άρθρου οιανδήποτε τυχόν επιβληθησομένην στρατιωτικού χαρακτήρος υπηρεσίαν και ούτω επιτρέπονται περιορισμοί ή εξαιρέσεις εις το θεμελειώδες δικαίωμα προστασίας εκ του εξαναγκασμού εις εκτέλεσιν αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας το κατοχυρούμενον υπό του Άρθρου 10(2). Η διάταξις ταύτη του Συντάγματος αντιστοιχεί προς[*314] το Άρθρον 4 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προσυπογραφείσης υπό της Δημοκρατίας και κυρωθείσης διά του ομώνυμου Νόμου αρ. 39 του 1962. Ορθώς δε η στρατιωτική υπηρεσία δεν περιλαμβάνεται εις την έννοιαν του όρου “καταναγκαστική εργασία”, καθ΄ότι η τοιαύτη υπηρεσία αποτελεί ευκαιρίαν τιμητικής προσφοράς προς την πατρίδα και γενικώς κριθείσα ως απαραίτητος ανά τους αιώνας. Είναι πρόδηλον ότι η στρατιωτική υπηρεσία και δη εν καιρώ πολέμου είναι αρρήκτως συνυφασμένη μετά της υποστάσεως της πολιτείας. Ως εκ τούτου η διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως διά τοιαύτα θέματα είναι ευρυτάτη υποκειμένη βεβαίως εις δικαστικόν έλεγχον της νομιμότητος της ως σχέσις Δημοσίου Δικαίου. Ο καθορισμός χρονικού σημείου διαφοροποιήσεως μεταξύ στρατευσίμων οίτινες θα τύχουν ευεργετήματος τινός ή ου, είναι υπό τας περιστάσεις του απροσώπου χαρακτήρος αυτού και της ευρύτητος της τάξεως την οποίαν περιλαμβάνει εύλογος και δεν αποτελεί δυσμενή διάκρισιν, εξεταζομένης της λογικότητος της ταξινομήσεως αυτής εν αναφορά προς τας στρατιωτικάς ανάγκας και τα προσωπικά στοιχεία άτινα υπάρχουν κατά τον χρόνον της λήψεως της σχετικής αποφάσεως.

Δύναται δε να λεχθή ότι ήτο εύλογον να απολυθούν εκείνοι οι οποίοι ήδη, καθ΄ όσον αφορά τα ελληνικά Πανεπιστήμια, δυνατόν να απώλεσαν εν ακαδημαϊκόν έτος και να μην τύχουν απολύσεως οι υπόλοιποι. Εάν εντός της διατάξεως αυτής λόγω της δυνατότητος εγγραφής εις άλλας Σχολάς ή Πανεπιστήμια προ της 29ης Αυγούστου τούτοι ετύγχανον του εν λόγω ευεργετήματος τούτο και μόνον δεν καθιστά παράλογον και αυθαίρετον τον καθορισμόν της ως άνω ημερομηνίας. Αντιθέτως τίθενται εις την ιδίαν μοίραν με τους ήδη απολέσαντας εν ακαδημαϊκόν έτος. Υπό τας περιστάσεις ο καθορισμός του χρονικού τούτου ορίου δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια καθ’ ότι συντρέχουν επαρκείς λόγοι, δικαιολογούντες αυτόν εκ αντικειμένου.

Διά τους ως άνω λόγους η παρούσα έφεσις απορρίπτεται άνευ εξόδων.

ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ, Δ.:- Συμφωνώ ότι η επίδικος απόφασις εβασίσθη επί παρερμηνείας της λέξεως “απολύει” η οποία απαντά εις την αρχήν της υπουργικής αποφάσεως. Η λέξις αυτή πρέπει να ερμηνευθή ως αναφερομένη όχι μόνος εις το παρόν αλλά και εις το μέλλον. Τοιαύτη χρήσις του ενεστώτος δεν είναι άγνωστος εις την ελληνικήν νομικήν γλώσσαν, πολλά δε σχετικά παραδείγματα θα ηδύνατο να αναφερθούν.

[*315]Συμφωνώ ότι η επίδικος απόφασις είναι ακυρωτέα διά τον άνω λόγον και θεωρώ περιττόν να ασχοληθώ με το θέμα της δυσμενούς διακρίσεως.

Λ. ΛΟΙΖΟΥ, Δ.:- Συμφωνώ ότι η έφεσις πρέπει να γίνη αποδεκτή. Τα γεγονότα έχουν ήδη εκτεθή και δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με αυτά εν λεπτομερεία. Διά τους σκοπούς της παρούσης αποφάσεως θεωρώ επαρκές να είπω ότι είναι πρόδηλον και παραδεκτόν ότι:-

(ι) Άπαντες οι εφεσείοντες είχον, κατά πάντα ουσιώδη χρόνον, υπηρετήσει εις την Εθνικήν Φρουράν διά περιόδους υπερβαινούσας τους 24 μήνας.

(ιι) Η εις τα Πανεπιστήμια της Ελλάδος εισδοχή νέων φοιτητών δεν αρχίζει προ της 1ης Σεπτεμβρίου εκάστου ακαδημαϊκού έτους.

(ιιι) Οι πρώτοι τρεις εφεσείοντες ενεγράφησαν εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών εις διαφόρους ημερομηνίας μεταξύ της 12ης και της 23ης Σεπτεμβρίου, 1974, και ο τέταρτος την 10ην Οκτωβρίου 1974.

(ιν) Το ακαδημαϊκόν έτος εις τα Πανεπιστήμια της Ελλάδος ουδέποτε, κατά κανόνα, άρχεται προ της 1ης Οκτωβρίου εκάστου έτους, ειδικώς δε κατά το ακαδημαϊκόν έτος 1974-1975 το Πανεπιστήμιον Αθηνών ήνοιξε διά κανονικά μαθήματα κατά τας αρχάς του Ιανουαρίου 1975.

Το πρώτον και ζωτικώτερον θέμα το οποίον χρήζει εξετάσεως εις την παρούσαν έφεσιν είναι το κατά πόσον οι τέσσαρες εφεσείοντες καλύπτονται, υπό το φως των ανωτέρω, υπό της από 29 Αυγούστου, 1974, υπ’ αριθμόν 13453 αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου (τεκμήριον 1) και διά τούτο θεωρώ σκόπιμον να παραθέσω εκ της εν λόγω αποφάσεως μέρος: -

 

“ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29.8.1974” 

Απόλυσις Εφέδρων και άλλων στρατευσίμων Απόφαις υπ’ αρ. 13.453 (Πρότασις υπ’ Αρ.470/74)

“1. Το Υπουργικόν Συμβούλιον, ασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας υπό του άρθρου 9(1) των περί της Εθνι[*316]κής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1968, διά της παρούσης αποφάσεως απολύει –

α) άπαντας τους εφέδρους των κλάσεων 1958 έως 1964 αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων·

β) άπαντας τους εφέδρους τους φοιτώντας εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

γ) άπαντας τους εφέδρους τους αποδεδειγμένως διαμένοντας μονίμως εις το εξωτερικόν

δ) τους κανονικώς υπηρετούντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών, τους ικανοποιούντας τον Υπουργόν ότι:

(ι) έχουν εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού

(ιι)έχουν τύχει, κατόπιν επιλογής υπό Επιτροπής τυγχανούσης της εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και διά περίοδον ουχί μικροτέραν ενός ακαδημαϊκού έτους υποτροφίας διά πανεπιστημιακάς ή μεταπτυχιακάς σπουδάς εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς ή Ιδρύματα ισότιμα προς Πανεπιστήμια, εις το εξωτερικόν ίνα ούτοι δυνηθώσι να φοιτήσωσιν εις αυτά κατά το προσεχές ακαδημαϊκόν έτος 1974-1975

2. Ο χρόνος απολύσεως των υπό στοιχεία (β) και (δ)(ι) και (ιι) ανωτέρω θα καθορισθή υπό του Υπουργού αναλόγως του χρόνου ενάρξεως του ακαδημαϊκού έτους εις εκάστην περιπτώσιν”.

Δέον να παρατηρηθή ότι εν τω κειμένω της αποφάσεως ουδείς χρονικός περιορισμός τίθεται εν αναφορά προς τον χρόνον εισδοχής ενός φοιτητού εις Πανεπιστήμιον διά να του δίδη το δικαίωμα εντάξεως εν τω πλαισίω των προνοιών της Αποφάσεως· και είναι δι’ εμέ σαφές ότι η 29η Αυγούστου 1974, ήτις είναι η ημερομηνία καθ’ ην ελήφθη η απόφασις, δεν δύναται να θεωρηθή ως εισάγουσα τον τοιούτον χρονικόν περιορισμόν. Φρονώ ότι εάν επεδιώκετο τοιούτος περιορισμός ούτος έπρεπε να είχε εισαχθή όχι με το “διά της παρούσης απολύει” αλλά διά του “διά ταύτης αποφασίζει όπως απολύση τους κατά την 29ην Αυγούστου 1974 πληρούντας τους ακολούθους όρους”. Φρονώ περαιτέρω ότι το ρήμα απολύω ως τούτο χρησιμοποιείται εις την οριστικήν του ενεστώ[*317]τος, ως συμβαίνει και εις τους νόμους και τους κανονισμούς υποδηλοί συνέχειαν και σημαίνει διάταξιν εν διαρκεί ισχύι εκτός εάν προσδιορίζεται άλλως.

Διά τον ως άνω λόγον είμαι της γνώμης ότι οι τέσσαρες εφεσίοντες πληρούν τους όρους και καλύπτονται υπό των προνοιών της προαναφερθείσης Αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουκλιου και ότι, διά τούτο, η παρούσα έφεσις δέον να γίνη αποδεκτή.

Τέλος νομίζω ότι οφείλω να δηλώσω ότι, υπό το φώς των περιστατικών της παρούσης υποθέσεως, η αντίθετος άποψις, κατά την γνώμην μου, θα ήγειρε σοβαράς αμφιβολίας ως προς την ισχύν της κρινομένης Αποφάσεως λόγω της αρχής της δυσμενούς διακρίσεως.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, ΠΡ.:- Τα γεγονότα της παρούσης υποθέσεως και αι σχετικαί πρόνοιαι, έχουν εκτεθή διά μακρών εις τας ήδη αναγνωρισθείσας αποφάσεις και διά τούτο δεν χρειάζεται η επανάληψίς των.

Συμφωνώ με την υπό του Δικαστού κ. Α. Λοΐζου εκφρασθείσαν άποψιν ότι η υποπαράγραφος δ (ι) της παραγράφου 1 της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, υπ’ αριθμόν 13453, υπό ημερομηνίαν 29 Αυγούστου 1974, διά της οποίας το Υπουργικόν Συμβούλιον …απολύει…(δ) τους κανονικώς υπηρετούντας στρατευσίμους και συμπληρώσαντας περίοδον θητείας πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών, τους ικανοποιούντας τον Υπουργόν – (τον Υπουργόν Εσωτερικών) – ότι: (ι) έχουν εγγραφη εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού αναφέρεται εις όσους είχον ήδη εγγραφή ούτω κατά την ημέραν της λήψεως της τοιαύτης αποφάσεως και ως εκ τούτου δεν δύναμαι να συμφωνήσω με την εισήγησιν του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η εν λόγω υποπαράγραφος αφεώρα και εις τους εφεσείοντας, οίτινες ενεγράφησαν με΄τα την ως άνω ημερομηνίαν.

Ορθώς όθεν οι εφεσίβλητοι ηρνήθησαν να απολύσουν τους εφεσείοντας δυνάμει της ειρημένης υποπαραγράφου.

 Η παράγραφος 2 της περί ης ο λόγος αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου προνοιεί ότι ο χρόνος απολύσεως των υπό στεοιχεία …(δ)(ι)… ανωτέρω θα καθορισθή υπό του Υπουργού αναλόγως υου χρόνου ενάρξεως του ακαδημαικού έτους εις εκάστην περίπτωσιν· πρόκειται, δε, βεβαίως, περί του ακαδημαϊκού έτους 1974-1975, προς το οποίον και μόνον σχετίζονται αι απολύσεις διά σπουδάς αι διαταχθείσαι διά της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.

[*318]Μέχρι της ενάρξεως του ακαδημαϊκού έτους 1975-1975 ήτο δυνατόν διά στρατευσίμους, οίτινες δεν είχον εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού έως την 29ην Αυγούστου 1974, να εξασφαλίσουν τοιαύτην εγγραφήν, ως έπραξαν και οι εφεσείοντες· εν τούτοις ούτοι δεν θα ηδύναντο να απολυθούν εκ των τάξεων της Εθνικής Φρουράς, διά να μεταβούν εις το εξωτερικόν διά σπουδάς, ως συνέβη με όσους είχον ήδη εγγραφή μέχρι της 29ης Αυγούστου 1974.

Ως εκ τούτου, λόγω της συγκυρίας της ημερομηνίας κατά την οποίαν ελήφθη η απόφασις του Υπουργικού Συμβουλίου, έτυχον ανίσου μεταχειρίσεως οι μέλλοντες να σπουδάσουν εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού, κατά το ακαδημαϊκόν έτος 1974-1975, στρατεύσιμου, οίτινες είχον συμπληρώσει περίοδον θητείας πέραν των εικοσιτεσσάρων μηνών, αναλόγως του εάν είχον ή δεν είχον εγγραφή προς τούτο μέχρι της ως άνω ημερομηνίας, ήτοι της 29ης Αυγούστου 1974.

Το εδάφιον (1) του άρθρου 28 του ημετέρου Συντάγματος επιτάσσει ότι:” Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως (πρβλ. αρθρ. 4 του Συντάγματος της Ελλάδος του 1975, ως και άρθρ. 3 του Συντάγματος της Ελλάδος του 1952).

Αι διοικητικαί αρχαί οφείλουν να απέχουν ανίσου εφαρμογής των κανόνων Δικαίου και εις το καθήκον των τούτο ευρύσκεται και το όριον της τυχόν εκ του νόμου επιτρεπομένης εις αυτάς «διακριτικής ευχέριας», είτε πρόκειται περί κανονιστικών είτε περί ατομικών πράξεων (βλ. Σβώλου-Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, 1954, Τόμος Α, σ.185, 186). Είναι δε σαφές ότι “…ο διά της κανονιστικής πράξεως τιθέμενος κανών δικαίου υπόκειται εις την δέσμευσιν εκ της περί ισότητος συνταγματικής διατάξεως καθ’ ην μοίραν και ο τυπικός νόμος (βλ. Στασινοπούλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, 1951, σ. 351)

Η αρχή της ισότητος δεν  αποκλείει βεβαίως την δημιουργίαν διακρίσεων εφ’ όσον συντρέχουν επαρκείς λόγοι. Εις την παρούσαν όμως υπόθεσιν ουδείς επαρκής λόγος ανεφέρθη δυνάμενος να δικαιολογήση διατί οι προτιθέμενοι να σπουδάσουν, κατά το ακαδημαικόν έτος 1974-1975, εις το εξωτερικόν στρατεύσιμοι, οι συμπληρώσαντες πέραν της εικοσιτετραμήνου θητείας, διεχωρίσθησαν εις δύο κατηγορίας· τους προνομιούχους οίτινες θα απελύοντο διότι έτυχε να είχον εξασφαλίσει εγγραφήν μέχρι της 29ης Αυγούστου 1974, ότε ελήφθη η σχετική απόφασις του Υπουργικού[*319] Συμβουλίου, και τους δυσμενώς επηρεαζομένους οίτινες δεν θα απελύοντο διότι δεν έτυχε να έχουν εξασφαλίσει εγγραφήν μέχρι της ως άνω ημερομηνίας. Το αυθαίρετον της τοιαύτης διακρίσεως καταδεικνύεται έτι περισσότερον όταν αναλογισθή της ότι οι τυχόντες προνομιακής μεταχειρίσεως δεν θα απελύοντο προ της ενάρξεως του ακαδημαϊκού έτους 1974-1975 εις εκάστην περίπτωσιν, μέχρι δε της της τοιαύτης ενάρξεως ήτο δυνατόν διά τους δυσμενώς επηρεαζομένους να εξασφαλίσουν εγγραφήν διά σπουδάς διά το ίδιον ακαδημαϊκόν έτος· διά μερικούς δε εξ’ αυτών, ως τους προτιθεμένους να σπουδάσουν εν Ελλάδι, ήτο αδύνατον να είχον εγγραφή προ της 1ης Σεπτεμβρίου 1974.

Εν όψει των ανωτέρω εξήτασα το ενδεχόμενον ερμηνείας της υποπαραγράφου δ(ι) της παραγράφου 1 της σχετικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τρόπον διά του οποίου θα απεφεύγετο η παραβίασις της περί ισότητος συνταγματικής διατάξεως, διότι διάταξις δεκτική πολλαπλής ερμηνείας “δέον να ερμηνευθή εν τέλει κατά τον τρόπον εκείνον, όστις αποφεύγει πάσαν αντίφασιν προς το Σύνταγμα” (βλ. Τσάτσου, Το Πρόβλημα της Ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, 1970, σ.26). Κατέληξα, όμως, εις το συμπέρασμα ότι ερμηνεία του κειμένου της εν λόγω υποπαραγράφου δ(ι), ήτις θα επέτρεπε την απόλυσιν στρατευσίμων οι οποίοι δεν είχον ήδη εγγραφή εις Πανεπιστήμια ή Ανωτάτας Σχολάς του εξωτερικού μέχρι της 29ης Αυγούστου 1974, θα απετέλει “ερμηνείαν υπερφαλαγγίζουσαν την λεκτικήν αυτού διατύπωσιν” πράγμα το οποίον δεν είναι εντός των ορίων της ερμηνευτικής ευχερείας του Δικαστηρίου (βλ. Τσάτσου, ε.α, σ.27).

Η εν προκειμένω απόφασις του Υπουργικού Συμβουλίου είναι κανονιστικόν διάταγμα, εν τη εννοία του άρθρου 54(ζ) του Συντάγματος, εκδοθέν δυνάμει της Περί Εθνικής Φρουράς νομοθεσίας. Δεδομένου ότι η υποπαράγραφος δ (ι) της παραγράφου 1 της αποφάσεως αυτής δεν επιδέχεται ερμηνείαν εναρμονίζουσαν ταύτην προς την περί ισότητος αρχήν, προκύπτει, βάσει των όσων ήση ανεφέρθησαν, ότι το θέμα της απολύσεως των επιθυμούντων να σπουδάσουν εις το εξωτερικόν στρατευσίμων έτυχε ρυθμίσεως κατά τρόπον συνεπαγόμενον άνισον μεταχείρισιν διά στρατευσίμους ως οι εφεσείοντες και, κατά συνέπειαν, η επίδικος άρνησις των εφεσιβλητών να απολύσουν εκ των τάξεων της Εθνικής Φρουράς τους εφεσείοντας, προκύψασα, κατ’ εφαρμογήν της ειρημένης ρυθμίσεως, παρά την εγγραφήν των εν τω μεταξύ διά πανεπιστημιακάς σπουδάς εν Ελλάδι, αποτελέι διοικητικήν πράξιν αντιβαίνουσαν προς το προαναφερθέν άρθρον 28(1) του Συντάγ[*320]ματος και ως εκ τούτου δέον να κηρυχθή άκυρος και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

Υπό το φως απάντων των ανωτέρων η παρούσα έφεσις δέον να γίνη αποδεκτή.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, ΠΡ.: - Εν όψει του περιεχομένου των εκδοθεισών αποφάσεων, η έφεσις των εφεσειόντων γίνεται αποδεκτή, κατά πλειοψηφίαν, και συνεπώς η επίδικος διοικητική πράξις κηρύττεται άκυρος και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος. Δεν προτιθέμεθα όμως να επιδικάσωμεν έξοδα εις βάρος των εφεσιβλητών.

Έφεσις γίνεται αποδεκτή

 

This is an English translation of the Greek text appearing at pp. 290-320, ante.

Construction of documents-Rules of Construction-Construction of the word “discharges” as same is used in the sub judice decision of the Council of Ministers-Should be interpreted as referring not only to the present but to the future.

Military service-National guard-Decision concerning discharge of conscripts in regular service…“who have secured admission in Universities or Institutions of Higher Education abroad”-To whom it refers-Construction of the word “discharges” as same is used in the sub judice decision of the Council of Ministers.

This is an appeal against the judgment of one of the Judges of this Court (reported in this Part at p. 1 ante) whereby the recourse of the appellants against the refusal or omission of the respondents to discharge them from the ranks of the National Guard was dismissed.

The validity or not of the sub judice decision depends on the construction to be given to the word “discharges” appearing in the first paragraph of the decision of the Council of Ministers dated 29th August, 1974 which runs as follows:

“1. The Council of Ministers in exercise of its powers granted by s. 9 (1) of the National Guard Laws, 1964 to 1968, by this decision hereby discharges-

(a) All reservists of age groups 1958 to 1964 both inclusive.

(b) All reservists who are attending Universities or Schools of Higher Education abroad. [*321]

(c) All reservists who are proved to reside permanently abroad.

(d) Those conscripts who are on regular service and have completed a period of service of more than 24 months, who satisfy the Minister that:-

(i) They have secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad;

(ii) they have, following selection by a Committee approved by the Council of Ministers and for a period not shorter than one academic year, been granted scholarships for University or post graduate studies at Universities or Schools of Higher Education or Institutions equivalent to Universities abroad so that they may be able to attend them during the next academic year 1974-75.

2. The time of discharge of those under (b) and (d) (i) and (ii) above will be determined by the Minister according to the time of commencement of the academic year in each case.”

The first applicant secured admission in the School of Philosophy of the Athens University on the 12th September, 1974; the second applicant secured admission in the Law School of the same University on the 29th September, 1974 and the third applicant secured admission in the Highest School of Economics and Commercial Sciences on the 25th September, 1974.

Counsel for the appellants argued that the correct interpretation of the decision of the Council of Ministers implies the right to discharge all the conscripts who would have satisfied the Minister that they had secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad, at any time until the taking of the decision for their discharge. It was further stressed that the decision of the Council of Ministers does not specify a date of discharge and does not refer only to the conscripts who had secured admission prior to the date of issue of the above decision. On the contrary, counsel appearing for the respondents contended that the said decision correctly interpreted within the rules of grammatical interpretation and the meaning of the words, includes only those of the conscripts who had already secured admission in Universities by the 29th August, 1974. [*322]

Held, by majority (Stavrinides, L. Loizou and Hadjianastassiou), Triantafyllides P. and A. Loizou, dissenting:

(a) The word “discharges” as same is used in the sub judice decision of the Council of Ministers should be interpreted as not only referring to the present but to the future. Applicants come within the provisions of the decision of the Council of Ministers and consequently they ought to have been discharged. The refusal of the Minister of Interior to discharge the appellants was contrary to the provisions of the Constitution and the laws and was taken in excess of power.

(b) Held, per Triantafyllides, P. and A. Loizou, J. in their dissenting judgment: Rightly the respondents refused to discharge the appellants on the strength of paragraph d (i) of the said decision of the Council of Ministers.

(c) Held, per Triantafyllides, P.: The matter of the discharge of the conscripts has been regulated in a manner entailing unequal treatment for conscripts such as the appellants and, as a result, the sub judice refusal of the respondents to discharge from the National Guard the appellants, which has occurred due to the state of things created by the aforementioned “order” and notwithstanding their admission in the meantime for University studies in Greece, constitutes an administrative act violating Article 28.1 of the Constitution; and for this reason it should be declared to be null and void and of no effect whatsoever.

Appeal allowed.

Cases referred to:

Grey v. Pearson [1857] 6 H.L. Cas. 61;

Mattison v. Hart [1854] 14 C.B. 357;

Caledonian Ry. Co. v. North British Ry. Co. [1881] 6 App. Cas. 114;

Vacher and Sons Ltd. v. The London Society of Compositors [1913] A.C. 107;

Cooke v. Charles A. Vogeler Company [1901] A.C. 102;

Ellerman Lines Ltd. v. Murray [1931] A.C., 126;

Karayiannis v. The Republic (1974) 3 C.L.R. 420;

Mikrommatis and The Republic, 2 R.S.C.C. 125;

Meletiou and Others v. District Labour Officer (1975) 2 C.L.R. 21;

Decisions of the Greek Council of State Nos. 81/1951, 749/33, 1735/53, 452/33, 1645/55, 164/43, 1229/59. [*323]

Appeal.

Appeal against the Judgment of a Judge of the Supreme Court of Cyprus (Malachtos, J.) given on the 11th January, 1975 (Case No. 384/74) whereby applicants’ recourses against the refusal and/or omission of the respondents to release applicants from the National Guard was dismissed.

L. Papaphilippou, for the applicants.

R. Gavrielides, Counsel of the Republic, for the respondents.

Cur. adv. vult.

TRIANTAFYLLIDES, P.: In the present case each of us will pronounce his opinion separately; the first to do so will be Mr. Justice Hadjianastassiou, to be followed by Justices A. Loizou, Stavrinides, L. .Loizou and, lastly, myself.

HADJIANASTASSIOU, J.: Irrespective of the constitutional structure of the Article referring to the “Armed Forces of the Republic” the situation created in Cyprus after the events of December 1963 and the continuous threats of Turkey for invasion or activities directed against the independence and the territorial integrity of the Island rendered necessary the organization of the defence of the Republic, by the creation of an army, capable of facing any foreign design and of strengthening by its presence the feeling of security of the citizens of the independent and sovereign Republic. (See “The National Guard Laws 1964-1968”).

The recent tragic events in Cyprus and the Turkish invasion manifested the important national mission of the National Guard which played the major role in the defence of the Island.

As it appears from s. 3 (3) of Laws 1964-1968, the Council of Ministers is vested with power to prescribe from time to time the strength of the Force in officers and other ranks.

As the defence of the country constitutes also an honourary duty, the fulfilment of military obligations is organized and governed by the National Guard legislation, and subject to the provisions of sub-section (3), all citizens of the Republic shall, from the 1st day of January of the year in which they completed the 18th year of their age and until the 1st day of January of the year in which they completed the 50th year of their age, [*324] be subject to the provisions of this Law and be liable to serve in the Force (s. 4 (1)); and according to sub-section (2) the liability for service in the Force comprises liability for a term of service and liability in the reserve.

It should be noted that s. 5 (1), subject to the provisions of sub-section (4) provides: “every serviceman shall be under an obligation for military service the duration of which is 24 months unless the Council of Ministers by its relevant decision decides that it will be 18 months in relation to any class.

Provided that:

(a) After the lapse of one year’s military service or whenever military efficiency and the needs of the country so permit or considerations of public interest so demand (see the text) the Council of Ministers may, by decision, published in the official Gazette of the Republic, abridge the period of military service to any period being not less than six months, either by age group or part thereof, or by areas or categories or in exceptional cases, by persons, on their application and due to special circumstances.

(b) The Council of Ministers may in any such decision for the abridgement of the period for military service specify that the servicemen to whom the decision refers complete their military service when the cause for the abridgement of the said period ceases to exist, and in such a case as soon as this cause ceases to exist the said conscripts are obliged to present themselves for the completion of their service.”

By its decision No. 13391 dated 1/7/74, under the aforesaid proviso (a) to sub-section 1 of s. 5 of the National Guard Laws 1964-1968 the Council of Ministers decided to abridge the period of service to fourteen months of all those now serving in the National Guard irrespective of class, and of all those conscripts already called or to be called in the future for enlistment.

This decision was published in the 4th supplement to the Official Gazette of the Republic of 12/7/74 under Not. No. 64.

Further, this decision was communicated to the Chief of Staff of the National Guard by the Director-General of the Ministry of Interior and Defence by the following letter: [*325]

“I have been instructed by the Minister of Interior and Defence to send to you the enclosed copy of the Decision of the Council of Ministers No. 13391 dated 1.7.1974 by which the period of military service of all conscripts is abridged to fourteen months.

You are requested to proceed to discharge all conscripts who have completed 14 months military service by the 20th of July 1974.”

It is unnecessary to emphasize, that the said decision having not been revoked continues to be in force, and consequently, according to this decision, those who have completed 14 months military service have completed their military obligation unless they have been called and are serving as reservists.

According to the provisions of s. 15 (1), the reserve of the Force shall consist of:

“(a) those who have completed their term of service as provided in sections 5 and 12 being finally discharged from the Force;

(b) those discharged under sub-section 1 of section 9, unless the Council of Ministers should otherwise direct in the relative decision;

(c) the servicemen who have served in the Force on a full-time or part-time basis, under s. 30;

(d) those who have served for more than six months in a regular Cyprus Army or in a regula Allied Army in the last World War.

(2) All the above persons shall remain in the reserve until they attain the fiftieth year of their age.”

As the applicants have completed their military service and have not been discharged, as is provided under s. 5, they filed a recourse under Article 146 of the Constitution on the 16th November 1974 claiming the following relief:

A declaration that the omission and/or refusal of the respondents to discharge the applicants from the National Guard is null and void and of no legal effect whatsoever and whatever has been omitted should be performed. [*326]

The real facts upon which the present application is based are as follows:

The applicants, as I have already mentioned, requested to be discharged but the respondents omitted or refused to discharge them. The first applicant was born on 29.3.1954 and was enlisted in the National Guard on 20.7.72 where he is serving until today as a sub-lieutenant. On 12.9.1974 he secured admission as a student of Philosophy in the University of Athens.

The second applicant was born on 3.2.1954 and was enlisted in the National Guard on 20.7.72 where he is serving until today as a sub-lieutenant. On 23.9.1974 he was admitted in the Athens University as a student of Law (Economics branch).

The third applicant was born on 19.8.1954 and was enlisted in the Force on 20.7.1972 where he is serving until today. On 25.9.1974 he was admitted as a student of the Athens Highest School of Economics and Commercial Sciences.

The fourth applicant was born on 4.6.1953 and was enlisted in the National Guard on 21.7.72 where he is also serving until today as a sergeant. On 10.10.1974 he was admitted as a student of the Athens Highest School of Economics and Commercial Sciences.

The application of the applicants was based on the following grounds of law:

1. The omission and/or refusal of the respondents to discharge the applicants amounts to excess or abuse of power in that it is contrary to the provisions of s. 5 of the National Guard Laws.

2. The omissions and/or refusals attacked discriminate against the applicants, in that, conscripts who had secured admission in the University before the 29.8.74 were discharged, whilst the said applicants were not discharged, because their admission in the Universities took place after the 29.8.74.

3. The respondents failed to take into account the fact that the applicants, whilst in actual service, particularly during wartime in Cyprus, could not possibly secure admission in the University before the 29.8.74. [*327]

4. The respondents failed to take into account the fact that the applicants would have been discharged on the 20.7.74, the date of the completion of their service, and that relying on this fact, they were expecting their discharge in order to secure admission in the University, when the Turkish invasion intervened and due to this they were not able to secure admission in the University.

5. The respondents acted in violation of every principle of law, when they decided the discharge of all those who had secured admission in the University before the 29.8.74 without rendering in advance facilities to the applicant for such admission.

The respondents filed an opposition against the application of the applicants, and the facts supporting the opposition are as follows:

………………………………………………………………………………………..

3. Applicants No. 1, 2 and 3 have completed 24 months military service on the 20th July 1974, and applicant No. 4 on 21st July 1974.

4. On the 20th July, 1974, by virtue of a decision of the Council of Ministers and relevant proclamation of the Minister of Interior all officers and soldiers of the National Guard who were subject to military service were called to perform their obligation as reservists.

5. At the meeting of the 19th September, 1974, the Council of Ministers confirmed that, “the obligation for service in the National Guard of the conscripts who continue serving in the Force after the termination of their full term of service is an obligation for service as reservists as is the obligation for service of the reservists who were called and serve in the Force”.

6. By its decision dated 29 August, 1974, the Council of Ministers discharged those conscripts who had served regularly and had completed a period of military service of over twenty four months, and who had satisfied the Minister that they had secured admission in Universities or Higher Schools abroad.

7. The applicants were not enrolled as students in a University or Higher School on the 29th of August, 1974. [*328]

As the legislation establishes the basic principle on which the defence of the country is founded, that is, the general and obligatory service of the citizens of the Republic, this evidently includes any kind of personal service appropriate for this purpose. Within the frame of the general obligation for service, the legislature recognizes to each one of the conscripts rights, and offers legal means for his protection, because the relation deriving from the military service is a relation of public law, upon which the principles of the legality of the acts of the administration apply. (See A. I. Svolou, G. K. Vlahou “The Constitution of Greece” Part 1, Vol. A, page 264). The refusal and/or omission of the administration to order the termination of the military obligation is subject to recourse (C.S. 81/1951).

When the Turkish invasion started on the 20th of July (as I have already mentioned), all classes of reservists were called for service. The call-up was general for the whole state, and it was effected by repeated broadcasts, as any other communication of this call-up was impossible on that day, due to the abnormal situation. It is notable that, under s. 16 of the National Guard Laws, “the call-up of reservists shall be made by decision of the Council of Ministers” and publication of this decision in the Official Gazette of the Republic is not required, as in the oases of call-up under s. 6 and 6 (a) (2), or the discharge of conscripts under s.9 (1).

Taking into account the conditions existing on that date, and in view of the fact that neither side disputed the legality of the call-up of reservists, I do not think that it is necessary, for the purposes of the present case, to express my views upon this subject.

As I have already mentioned, the period of service of each serviceman is governed by the relevant provisions of the National Guard Laws and by the decisions of the Council of Ministers applicable in the particular case. As I have already indicated, according to s. 5 (1), the period of service of the applicants was two years, after the lapse of which, they should have been discharged, as having completed their military service, according to s. 4(2). It could be said though, that, due to the abnormal situation, these applicants have not been discharged and they continue their service, apparently so as to carry out their obligation as reservists. On the 29th of August, 1974, the Council [*329] of Ministers, having in mind the provisions of the proviso to s. 5 (1) by its decision No. 13453, published in the 4th supplement to the Official Gazette of the Republic of 30.8.1974, under Not. No. 1127 and exercising its powers granted by s. 9 (1) of the National Guard Laws 1964-1968 decided the discharge of the reservists and other conscripts. The said decision is as follows:

“1. The Council of Ministers, exercising its powers granted by s. 9 (1) of the National Guard Laws 1964-1968, by this decision hereby discharges:

(a) all the reservists of age groups 1958 to 1964 both inclusive;

(b) all the reservists who are attending Universities or Schools of Highest Education abroad;

(c) all the reservists, who are proved to reside permanently abroad;

(d) the conscripts who are on regular service and have completed a period of service of more than 24 months, and satisfy the Minister that:-

(i) They have secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad;

(ii) they have, following selection by a Committee approved by the Council of Ministers, and for a period not shorter than one academic year, been granted scholarships for Universities or Schools of Higher Education or Institutions equivalent to Universities abroad so that they may be able to attend the above during the next academic year 1974-1975.

2. The time of discharge of those under (b) and (d) (i) and (ii) above will be determined by the Minister according to the time of commencement of the Academic Year in each case”.

It would have been useful to emphasize that despite the fact that the Council of Ministers had before it a submission of the Minister of Interior for the discharge of reservists and other conscripts nevertheless no mention is made anywhere in the said submission for the discharge of conscripts, who had secured [*330] admission in Universities and Schools of Higher Education. It would have been right to emphasize that the Council of Ministers having in mind that the education in Universities or Schools of Higher Educations is of public interest decided to discharge those conscripts, who had secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad despite the fact that the abnormal situation continued.

In my opinion this decision supports the view which I had stated earlier that is to say that the Council of Ministers–attached and still attaches particular importance to the subject of Higher Education and this appears clearly in its new decision dated 10.9.1974. This decision which has been published in the 4th supplement to the Official Gazette of the Republic of 27.9.74 under Not. No. 1135 is as follows:

“The Council of Ministers, exercising its powers granted by s. 9 (1) of the National Guard Laws 1964-1968, by this decision hereby discharges:

(a)All the reservists who are already attending Schools of Higher Education in Greece, such as the Centres of Higher Technical Education, the Higher School of Sub-Mechanics, the S.B.I.E., the Sivitanidion, the Pedagogical Academies of Greece, approved Schools of Higher Education in Greece e.t.c.

It is hereby decided that the corresponding Schools of England and other countries be considered as Schools of Higher Education for the purposes of the decision of the Council of Ministers No. 13453.”

Following that the Council of Ministers ordered the discharge of a number of conscripts to attend Public Schools of Commercial Navy in Greece and the decision under No. 13528 dated 26.9.1974 is as follows:

“The Council of Ministers, exercising its powers granted by s. 9 (1) of the National Guard Laws 1964-1968, by this decision hereby discharges the following conscripts who have been selected to attend Public Schools of Commercial Navy in Greece and have already completed a period of service in the National Guard of more than 24 months”.

I must also emphasize that there was published in the Official Gazette of the Republic Law 49/1974, which came into force [*331] on the 1st September 1974 and imposed temporary restrictions to the right to leave permanently or temporarily the Republic.

According to s. 4 the Minister grants exit permits to the following citizens of the Republic:

“(h) those who have completed their military obligation in the National Guard and have proved to have secured admission, or attend Universities or Schools of Higher or Highest Education abroad”.

From my reference to the two decisions and to law 49/74, which was published in the 1st Supplement to the Official Gazette of the Republic of 1.10.74, I think I may come to the safe conclusion, that the purpose and the intention of the Council of Ministers was the promotion of the ideal of higher education. It is also noteworthy that no mention is made regarding the date of enrolment, particularly so para. (h) of s. 4 refers to only those who “have secured admission or attend Universities”, without specifying date of admission, despite the fact that the decision of the Council of Ministers refers to those who have proved to have secured admission.

I am of the view that I have cited quite a lot to prove that the Council of Ministers had no intention by its decision dated 29.8.1974 to benefit only those conscripts who had the privilege to enrol in Schools of Higher Education earlier, in contrast to those, who continue to serve their country during its most critical time for more than 24 months.

It is necessary to emphasize that the Supreme Court “has exclusive jurisdiction” according to Art. 146 of the Constitution “to adjudicate finally on a recourse made to it on a complaint that a decision, an act or omission of any organ, authority or person, exercising any executive or administrative authority is contrary to any of the provisions of this Constitution or of any law or is made in excess or in abuse of powers vested in such organ or authority or person”.

The Court of first instance after taking into account, during the hearing of the case, the arguments of both counsel, dismissed the recourse because in its view the respondents did not act in excess or abuse of power when they did not discharge the applicants from the National Guard.

The present appeal was, in compliance with the procedural rules, made in accordance with the provisions of s. 11(1) of [*332] the Administration of Justice (Miscellaneous Provisions) Law, 1964 against the decision of a Judge of the Supreme Court, by which the recourse of the appellants against the refusal or omission of the respondents to discharge the applicants from the National Guard was dismissed.

It was argued by counsel for the appellants before the Full Bench of the Supreme Court, that the correct interpretation of the decision of the Council of Ministers implies the right to discharge all conscripts, who would have satisfied the Minister that they had secured admission in Universities or Schools of Higher Education, at any time until the taking of the decision for their discharge. Furthermore, it was emphasized that the decision of the Council of Ministers does not specify a date of discharge and it does not refer only to the conscripts who had secured admission before the issue of the aforesaid decision. On the contrary, it was argued by counsel for the respondents that the decision correctly interpreted within the rules of grammatical interpretation and the meaning of the words, includes only those of the conscripts who had already secured admission in Universities by the 29th August 1974.

It was stated in a number of cases that the purpose of interpreting the law or any other written document is to enable us to understand the meaning of the law or the written text.

It would have been correct though to emphasize, that in the present case we try to grasp the true meaning of the decision of the Council of Ministers from the grammatical rules and the natural meaning of the words.

In my opinion though, the meaning rendered by the grammatical interpretation is not always safe, as it also appears in cases of English Courts which I will cite in my judgment. According to Odgers, Construction of Deeds and Statutes, 5th Edition, there are three methods, which the English Courts may adopt. One of these methods is known as the “literal”, that is to say the accurate or literal interpretation, which aims, as I have already mentioned, in finding and rendering the true meaning of the law. In the case of Grey v. Pearson [1857] 6 H.L. Cas. 61 Lord Wenslaydale emphasized in the House of Lords that: “In construing wills and indeed statutes and all written instruments, the grammatical and ordinary sense of the words is to be adhered to, unless that would lead to some absurdity or some repugnancy or inconsistency with the rest of the instrument, [*333] in which case the grammatical and ordinary sense of the words may be modified so as to avoid that absurdity and inconsistency, but no further”.

This golden rule, as it was called by Jervis C.J. in. the case of Mattison v. Hart [1854] 14 C.B. 357, p. 385, was approved by Lord Blackburn in the case of Caledonian Ry. Co. v. North British Ry. Co. [1881] 6 App. Cas. 114. He said at p. 131: “I agree in that completely, but in the cases in which there is a real difficulty this does not help us much; because the cases in which there is a real difficulty are those in which there is a controversy as to what the grammatical and ordinary sense of the words used with reference to the subject matter is. To one mind it may appear that the most that can be said is that the sense may be what is contended by the other side, and that the inconsistency and repugnancy is very great, that you should make a great stretch to avoid such absurdity, and that what is required to avoid it is a very little stretch or none at all. To another mind it may appear that the words are perfectly clear-that they can bear no other meaning at all, and that to substitute any other meaning would be not to interpret the words used, but to make an instrument for the parties-and that the supposed inconsistency or repugnancy is perhaps a hardship-a thing which perhaps it would have been better to have avoided, but which we have no power to deal with”.

Of course, if the Court is unable to accept counsel’s argument that there is inconsistency and absurdity, the rule I have already referred to, cannot be applied. It would be also useful to mention, that the words used by Lord Blackburn were echoed and in other cases before the Courts. The case of Vacher and Sons Ltd. v. The London Society of Compositors [1913] A.C. 107 is an example of the employment of all three methods of approach of the subject of interpretation. In this case Lord Macnaghten adopted the golden rule from Grey v. Pearson (supra). Lord Atkinson followed the literal approach and the case of Cooke v. Charles A. Vogeler Company [1901] A.C. 102 p. 107, while Lord Moulton discussed the history of the statute and applied the mischief method.

So as to understand the difficulties, that the rules of interpretation present, I refer to the case of Ellerman Lines Ltd. v. Murray [1913] A.C. 126, which expresses the conflicting views of judges on this subject. In the Court of Appeal, Scrutton and Greer, L.JJ. were of the opinion that s. 1 of the Merchant [*334] Shipping Law of 1925 was clear and unambiguous and refused to call in aid the preamble. Slesser L.J., dissenting quoted Dyer C.J. as to the utility of the preamble and relied on the mischief of the Act. In the House of Lords, Lord Dunedin was of the view that the Act should be taken as it stood and that there was no ambiguity; Lord Blanesburgh relied, for the purpose of interpretation, on the mischief of the Act, while Lord MacMillan was of the view that there was no ambiguity and that therefore there was no need to resort to extraneous aids, such as the preamble.

The review of the case-law and my reference to the rules of interpretation were made for the purpose of demonstrating the numerous difficulties, the judges are facing in applying the rules of interpretation in each particular case.

At first, I must emphasize that the administrative act is, as stated on several times, an expression of will So as to become able to create lawful results, this will should cease to be “internum”, i.e. it must be declared, and the validity of the administrative act takes effect as from its publication. Generally the administrative acts take effect from their issue, and they have no retrospective effect. Therefore, they do not apply with regard to relations created before their issue. This principle applies upon personal and regulatory acts (749/33, 1735/53, 452/33, 1645/55).

The aforesaid principle of the non retrospectivity of the administrative acts is justified from the fact that the competency of the administrative organs should be exercised in view of the legal or real situation existing at each time: 164/43.

It would have been useful to repeat that: “The rule governing the administrative act also specifies the time as from which the administrative act is capable of bringing about in the legal world the change corresponding to its contents, that is to say the time of the commencement of the formal effect of the administrative act. However, the question of the time extent that this change may have, that is the question of the determination of the time limits within which the legal effect of the act may operate, that is commence and expire is a different matter. This refers to the commencement and the termination of the essential effect of the administrative act. With regard to the coming or the commencement of the legal effects of the act we observe that this must at first, coincide with the commencement [*335] of its formal validity. Nevertheless the occurrence of the results of the act may be transferred in time either to the future or to the past. The commencement of the legal effects of the act is transferred to the future when a suspensive clause or time limit was added. It is transferred to the past, when the act was armed with retrospective effect”. (See Stassinopoullos on Law of Administrative Act 1951, page 368).

It is also known that upon the acts which are left to the discretionary powers of the administration it is possible to impose additional terms, that is to say, conditions, time limits and terms which are in accord with the purpose of the law, but the power of the administration cannot be exercised conditionally (C.S. 1229/59, Karayiannis v. Republic (1974) 3 C.L.R. 420).

Coming back to the present case and in view of the aforesaid findings, I wish to observe that, despite the fact that the decision of the Council of Ministers came into force as from the date of its publication in the Official Gazette of the Republic, i.e. as from the 30th August 1974, nevertheless it did not produce all the legal effects as from that same date. These legal effects with regard to sub-paragraphs (b) and (d) of the 1st paragraph, i.e.

(a) (discharges) all the reservists of age groups 1958-1964 both inclusive;

(b) (discharges) all the conscripts who are on regular service and have completed a period of service of more than 24 months and satisfy the Minister that:

(i) They have secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad e.t.c.

is obvious that they take effect at a future time, which the Minister of Interior will specify (see para. 2 of the decision). Particularly with regard to those conscripts who are on regular service and have completed a period of military service of more than 24 months their discharge will take effect provided that:

(a) they will satisfy the Minister of Interior that they had secured admission in a University or School of Higher Education abroad and

(b) they must attend at the University or School of Higher Education “during the next academic year 1974-75”. [*336]

It is important to emphasize that, despite the fact that no time limit is fixed regarding the admission in Universities or Schools of Higher Education abroad, from the wording of the decision it is implied that, such admission must have been made at a time prior to the application for discharge and in such a manner so that the candidates would be able to attend in the University or School of Higher Education during the academic year 1974-75. Therefore, the argument that such admission ought to had been made at least before the 29th of August 1974 is deceptive. Because in my opinion, nowhere in the wording of the decision such a restriction appears, neither can such a conclusion be inferred from the said wording.

On the contrary by the provisions of para. 2 that “the Minister of Interior specifies the time of the discharge according to the time of the commencement of the academic year” one may conclude that it is the academic year that is of the utmost importance and that this will also determine the time of entering the University or the School of Higher Education.

For all the aforesaid reasons, and in addition having in mind the rules of interpretation and believing that, from the grammatical aspect, the tense of the verb “discharges” although present tense, does not necessarily mean only “discharges now” but this may also mean an act of repetition extending its action to the future as well, by the addition of such adverbs as “always” “occasionally”, “usually”, “at times” “whenever” e.t.c., I may conclude that the appellants fall within the provisions of the decision of the Council of Ministers, and therefore, they should have been discharged. The refusal of the Minister of Interior to discharge the appellants was contrary to the provisions of the Constitution and or the laws and was made in excess or abuse of his powers.

I am, therefore, bound to declare this decision null and void and allow the appeal.

A. LOIZOU, J.: This is an appeal against the decision of a judge of this Court dismissing the recourse of the appellants against the refusal and or omission of the respondents to discharge them from the ranks of the National Guard.

The facts relevant to the present appeal are as follows:

The first appellant was born on the 29.3.54 and was enlisted in the National Guard on 20.7.72 where he is serving until [*337] today as sub-lieutenant. On 12.9.74 he secured admission as a student of Philosophy in the Athens University.

The second appellant was born on 3.2.54 and was enlisted in the National Guard on 20.7.72 where he is serving until today as sub-lieutenant. On 23.9.74 he secured admission as a student in the Law School of Athens University (Economics Branch).

The third appellant was born on 19.8.54 and was enlisted in the National Guard on 20.7.72 where he is serving until today. On 25.9.74 he secured admission in the Highest School of Commercial Sciences of the Athens University.

The fourth appellant was born on 4.6.53 and was enlisted in the National Guard on 21.7.72 where he is serving until today as sergeant. On 10.10.74 he secured admission in the Highest School of Commercial Sciences of the Athens University.

According to the provisions of s. 5 (1) of the National Guard Laws 1964-1968 the duration of the military service is specified as 24 months, but according to paragraph (a) of the said section-“After the lapse of one year’s military service or whenever the military efficiency and the needs of the country so permit or considerations of public interest so demand, the Council of Ministers may, by decision published in the Official Gazette of the Republic abridge the period of military service to any period being not less than six months, either by age group or part thereof or by areas or categories or in exceptional cases, by persons, on their application or because of special circum stances”.

The Council of Ministers by its decision No. 13391 dated 1.7.74 decided by virtue of the aforesaid proviso to abridge and has thereby abridged the period of service to fourteen months of all conscripts then serving in the National Guard, irrespective of class, and of all the conscripts already called or to be called in the future for military service. This decision was published in the 4th Supplement to the Official Gazette of the Republic of 12.7.74 under Not. No. 64.

The four appellants would not have therefore enjoyed the benefits of the aforesaid decision as they had already served in the National Guard for a period of 24 months from the date of their enlistment and they would have been discharged from the Force as regards the first three on the 19th, and as regards the fourth on the 20th of July 1974. [*338]

As it is customary, a certificate of discharge would have then been issued to each one of them, whereupon by virtue of s. 15 (1) (a) as amended by Law 44/65 s. 5 they would constitute the reserve of the Force as having completed their obligation for military service in accordance with the Law.

Before the appellants were discharged in accordance with the abovementioned, tragic events occurred in Cyprus, having as a climax the Turkish invasion in the Republic on 20.7.74. The proclamation for general mobilization of reserve officers, and soldiers, and of untrained persons with special skill was a natural consequence and an act incumbent in the circumstances. Due to this, the service of the appellants was considered as an obligation for service as reservists, according to the decision for general mobilization, and this position is not disputed in the present appeal, by either party.

On 29.8.74 the Council of Ministers by its decision No. 13453, published in the 4th Supplement to the Official Gazette of the Republic of 30.8.74 under Not. No. 73 and exercising its powers granted by s. 9 (1) of the National Guard Laws of 1964, decided the discharge of conscripts. The said decision (Exh. 1) is as follows:

“1. The Council of Ministers exercising its powers granted by s. 9 (1) of the National Guard Laws 1964 to 1968, by this decision hereby discharges-

(a) All the reservists of age groups 1958 to 1964 both inclusive.

(b) All the reservists who are attending Universities or Schools of Higher Education abroad.

(c) All reservists who are proved to reside permanently abroad.

(d) The conscripts who are on regular service and have completed a period of service of more than 24 months, and satisfy the Minister that:

(i) They have secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad.

(ii) They have, following selection by a Committee approved by the Council of Ministers and for a period of not less than one academic [*339] year, been granted scholarships for University or post graduate studies at Universities or Schools of Higher Education or Institutions equivalent to Universities abroad so that they may be able to attend during the next academic year 1974-75.

2. The time of discharge of those under (b) and (d) (i) and (ii) above will be determined by the Minister according to the time of commencement of the Academic year in each case”.

In the course of the hearing in the Court below, a number of grounds of law have been raised by the appellants in support of their recourse. It was argued, inter alia, that their obligatory staying in the service constitutes inhuman and unconstitutional treatment as it violates basic Articles of the Constitution like Article 8, that no person shall be subjected to torture or to inhuman or degrading punishment or treatment, Article 10.2, that no person shall be forced to perform compulsory labour, Article 11, that every person has the right to liberty and security of person, Article 13, in relation to the right to move freely throughout the territory of the Republic, Article 15, that the private and family life of every person should be respected, Article 19 regarding the freedom of speech and expression in any form, Article 20, in relation to the right of education, Article 21 regarding the right to peaceful assembly, Article 25 regarding the right to practise any profession or to carry on any occupation, trade or business, Article 27, regarding the right to strike and as a result Article 28 that all persons are equal before the law, the administration and justice.

Rightly though, during the present appeal, the points in issue were confined to two:

1st: That the correct interpretation of the aforesaid decision is that, entitled to be discharged, were all the conscripts who would satisfy the Minister that at any time prior to the taking of the decision for their discharge they had secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad; and not only those who had secured admission before the date of the issue of the aforesaid decision, and

2nd: In case it would be regarded that by the aforesaid decision entitled to be discharged, were only the conscripts [*340] who at the time of its issue had already secured such admission, then the sub judice decision is unconstitutional as being contrary to Article 28 of the Constitution in the sense that it discriminates between soldiers admitted in Universities and Schools of Higher Education before the 29.8.74 and soldiers who would secure admission after the said date.

Regarding the first issue the argument put forward by the appellants was that the word “discharges” conscripts on regular service and … those who satisfy the Minister that they have secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad, means discharges on each occasion upon the completion or occurrence of the prerequisites set out in para. 1(d) (i) of the decision.

In my opinion from the grammatical interpretation, of Exh.1 and by attributing to it, the natural meaning of the words, the aforesaid decision, includes all conscripts who had secured admission before the date of the decision, that is to say all conscripts satisfying the prerequisites required for the discharge up to the date of the decision in question.

By its decision the Council of Ministers exercises the powers granted to it by s. 9 (1). Discharges all those national guardsmen serving, who have completed a period of military service of over 24 months and who can satisfy the Minister that they had secured such admission before the taking of the decision of the 29.8.74. By para. 2 of the decision the fixing of the time of discharge is left to the Minister according to the commencement of the academic year in each case. By the aforesaid decision its contents, that is the discharge is exhausted upon the ascertainment of certain situations.

As it is stated in the Law of Administrative Acts by M. D. Stasinopoulos (1951) p. 136-

“The basis of the distinction between ascertainments and acts proper, is the observation, that the contents of some administrative acts is exhausted upon the ascertainment of a certain situation which by the mere authentic ascertainment of its existence, entails legal consequences without the administrative act ascertaining it creating any new relation or situation emanating directly from the will of the administration. On the contrary by the other acts the will of the organ creates directly legal relations or situations, rights [*341] and obligations or proceeds with their modification or repeal”.

The aforesaid administrative act (a) recognizes the right to discharge which is given by the competent, according to the law, administrative organ i.e. the Council of Ministers, (b) cedes part of its competences to the Minister of Interior for the ascertainment of a situation i.e. the prerequisites of the right to discharge and (c) it becomes a creative act to the extent that it confers, by this act, the rights emanating from the ascertainment or the obligations corresponding to the principles relating to discharge.

In view of the aforesaid conclusion, the second issue should be examined, that is the issue of discrimination and unequal treatment.

It was stated and there is no doubt about it, that admissions in the Greek Universities and Higher Schools commence as from the 1st of September of each year. They therefore allege that the fixing of the 29th of August as the last date for admission recognized as a prerequisite for discharge is arbitrary, as it excludes the right of discharge to all those intending to attend Greek Universities for the academic year 1974-1975. There is, inter alia, discrimination with regard to countries as well.

The first instance judge relying upon the case-law of this Court came to the conclusion that the so interpreted decision did not constitute unequal treatment or discrimination and I agree with this conclusion. As it has been accepted by case- law, in a series of decisions commencing with the case of Mikrommatis and Republic, 2 R.S.C.C. 125 up to the recent decision of the Full Bench in Demetrakis Meletiou & Another v. The District Labour Officer (1975) 2 C.L.R. 21 the term “equal before the law” does not convey the notion of exact arithmetical equality but it safeguards only against arbitrary discriminations and does not exclude reasonable distinctions which have to be made in view of the intrinsic nature of things.

Furthermore it has been accepted that the equality safeguarded by the Constitution requires equality in law that is to say it prohibits not only inequality in applying the laws, but also prohibits substantial inequality in the course of laying down the law. Deviations from the general rule are not excluded according to this view too, but these on the one hand cannot [*342] exceed certain extreme limits in each particular case, and on the other hand they are only permitted only so long as they can be justified from the objective point of view on the basis of adequate grounds”. (See Sgouritsa Constitutional Law 2nd Volume 2nd Part, (1966) page 185, adopted in the case of Meletiou supra).

In the present case it should be noted that the term “forced or compulsory labour” referred to in Article 10.2 of the Constitution, does not include according to para. 3 (b) of the same Article any service of military character and therefore restrictions or exceptions to the fundamental right of protection from being required to perform forced or compulsory labour safeguarded by Article 10.2 are permitted.

This provision of the Constitution corresponds to Article 4 of the European Convention on Human Rights, countersigned by the Republic and ratified by the homonymous Law No. 39 of 1962. Rightly so military service is not included in the meaning of the. term “compulsory labour” as such service provides an opportunity for an honourary service to the country and was generally considered throughout the .ages as indispensable. It is apparent that the military service especially during war time is inseparably connected with the existence of the state. Therefore the discretionary power of the administration on these matters is very wide, its legality being of course subject to judicial control as a Public Law relation. The fixing of time limit for the purpose of distinguishing between the conscripts who would enjoy a certain advantage or not, is under the circumstances due to its impersonal character and the wide extent of the class that it includes, reasonable and does not discriminate, when the reasonableness of this classification is examined in relation to the military needs and the personal elements existing at the time of the taking of the relevant decision.

It could be said that it was reasonable to discharge those conscripts who, with regard to the Greek Universities, may had possibly already missed one academic year and not discharge the rest. If by this decision due to the possibility of admission in. other schools or Universities before the 29th August they may have enjoyed the said benefit, this by itself does not render unreasonable and arbitrary the fixing of the abovementioned date. On the contrary they are placed on the same footing with those who had already missed one academic year. Under the circumstances the fixing of this time limit does not exceed [*343] the extreme limits as there exist sufficient reasons justifying this from an objective point of view.

For the above reasons the present appeal is dismissed with no order as to costs.

STAVRINIDES, J.: I agree that the sub judice decision was based on a wrong interpretation of the word “discharges” which is found at the beginning of the ministerial decision. This word should be interpreted as referring not only to the present but also to the future. Such use of the present tense is not unknown to the Greek legal language, many relevant instances of which could be mentioned.

I agree that the sub judice decision should be annulled for the above reason and I consider it unnecessary to deal with the question of discrimination.

L. LOIZOU, J.: I agree that the appeal should be allowed. The facts have already been stated and I do not propose to go into them in any detail. I consider it sufficient for the purposes of this judgment to say that it is common ground that:-

(i) All the appellants ha4 at all material times, served in the National Guard for periods exceeding 24 months.

(ii) The admission of new students in the Greek Universities does not start before the 1st September of each academic year.

(iii) The first three appellants were admitted in the University of Athens at various dates between the 12th and the 23rd of September, 1974, and the fourth on the 10th October, 1974.

(iv) The academic year in the Greek Universities, as a rule, never commences before the 1st October in each year; but for the academic year 1974-1975, the University of Athens opened for regular lectures at the beginning of January, 1975.

The first and most vital issue that falls for consideration in the present appeal is whether the four appellants are covered, in the light of the above, by decision No. 13453 of the Council of Ministers, dated the 29th August, (exh;1), and therefore I consider it useful to cite the relevant part of this decision:- [*344]

“EXTRACT FROM THE MINUTES OF THE MEETING OF THE COUNCIL OF MINISTERS, DATED 29.8.1974.

Discharge of Reservists and other conscripts Decision No.13453

(Submission No. 470/74).

I. The Council of Ministers in exercise of its powers granted by S; 9 (1) of the National Guard laws, 1964 to 1968, by this decision hereby discharges -

(a) All reservists of age groups 1958 to 1964 both inclusive.

(b) All reservists who are attending Universities or Schools of Higher Education abroad.

(c) All reservists who are proved to reside permanently abroad.

(d) Those conscripts who are on regular service, and have completed a period of service of more than 24 months, who satisfy the Minister that:-

(i) They have secured admission in Universities or Schools of Higher Education abroad;

(ii) They have, following selection of a Committee approved by the Council of Ministers and for a period not shorter than one. academic .year, been granted scholarships for University or post graduate studies at Universities or Schools of Higher Education or Institutions equivalent to Universities abroad so that they may be able to attend them during the next academic year 1974-75.

2. The time of discharge of those under (b) and (d) (i) and (ii) above will be determined by the Minister according to the time of commencement of the ademic year in each case”.

It will be observed that in the text of the decision there is no time restriction in so far as the time of admission of a student at a University which will entitle him to come within its purview; and I am quite clearly of the view that the 29th August 1974, which is the date on which the decision was taken, cannot be considered as introducing such a time restriction. I am of the [*345] view that if such a restriction was intended it should not have been introduced by “hereby discharges” but by “by this decision it hereby decides to discharge those who on the 29th August, 1974, satisfy the following requirements”. I am further of the view that the verb discharge, as this is used in the indicative mood of the present tense, as it happens with Laws and regulations, indicates continuity and means a provision in continuous force unless otherwise provided.

For the above reason I am of the opinion that the four applicants satisfy the requirements and are covered by the provisions of the abovementioned decision of the Council of Ministers and that, therefore, the present appeal should be allowed.

Lastly, I think that I ought to mention that, in the light of the circumstances of the present case, the contrary view would, in my opinion, have raised serious doubts with regard to the validity of the sub judice decision on the ground of discrimination.

TRIANTAFYLLIDES, P. The facts of the present case, as well as the relevant legislative provisions, have been referred to at length in the judgments already delivered and so their repetition by me is unnecessary.

I agree with the view expressed by Mr. Justice A. Loizou that sub-paragraph. d (i) of paragraph 1 of the decision of the Council of Ministers, No. 13453, dated 29th August, 1974, which states that the Council of Ministers “… discharges … (d) the conscripts who are in regular service and have completed a period of service of more than twenty-four months and who satisfy the Minister”-(the Minister of Interior)-“that: (i) they have secured admission in Universities or Institutions of Higher Education abroad”, refers to those who had already secured such admission up to the date on which the said decision was reached; and for this reason I cannot agree with the submission of counsel for the appellants that the sub-paragraph in question is applicable to the cases of the appellants, who have secured admission after the aforesaid date.

Rightly, therefore, the respondents refused to discharge the appellants on the strength of the said sub-paragraph.

Paragraph 2 of the aforementioned decision of the Council of Ministers provides that the time of discharge “of those coming within … (d) (i)… above, will be determined by the [*346] Minister according to the time of commencement of the academic year in each case”; the academic year, being, of course, only that of 1974-1975, to which relates the discharge on account of studies, which was decreed by the Council of Ministers.

Until the commencement of the academic year 1974-1975 it was possible for conscripts, who had not secured admission in Universities or Institutions of Higher Education abroad up to the 29th August, 1974, to secure such admission, as, indeed, the appellants have done; they, however, could not be discharged from the National Guard m order to go abroad for studies, as it was done in the cases of those who, had already secured admission till the 29th August, 1974.

Thus, due to the coincidence that the decision of the Council of Ministers was reached on a certain date, those conscripts, who had completed a period of service of more than twenty- four months and who intended to go for studies in Universities or Institutions of Higher Education abroad, in the academic year 1974-1975, were treated unequally, depending on whether they had or had not secured admission till the above date, namely the 29th August, 1974.

Paragraph (1) of Article 28 of our Constitution ordains that:

“All persons are equal before the law, the administration and justice and are entitled to equal protection thereof and treatment thereby” (cp. Art. 4 of the Constitution of Greece of 1975, as well as Art. 3 of the Constitution of Greece of 1952).

The administrative authorities are bound to abstain from unequal application of rules of law and because of this duty there comes into existence a relevant limitation of the exercise of discretionary powers vested in such authorities by law, irrespective of whether such exercise results in a regulatory decision of a general character or in a decision concerning a specific case (see Svolos-Vlahos, The Constitution of Greece, 1954, v. A, pp. 185, 186); it is, indeed, quite clear that the rule of law created by a regulatory act of a general character is subject to the constitutional requirement for equality in the same way as any statute (see Stassinopoullos, The Law of Administrative Acts, 1951, p. 351).

The principle of equality does not exclude, of course, the creation of distinctions, if such a course is justified by adequate reasons. In the present case, however, no adequate reason has [*347] been put forward which could justify the division of conscripts, who had completed more than twenty four months’ service and who intended to go abroad for studies, in the academic year 1974-1975, into two categories: That of the privileged who were to be discharged because they happened to have secured admission till the 29th August, 1974, when the relevant decision of the Council of Ministers was taken, and that of the adversely affected who were not to be discharged because they had not secured admission till such date. The arbitrariness of such distinction is demonstrated when one takes into account that those who were to enjoy the benefit of the privileged treatment were not to be released before the commencement of the academic year 1974-1975, in each particular instance, and that until such commencement it was possible for those adversely affected to secure admission for studies in the same academic year; and for some of them, such as those who intended to study in Greece, it was impossible to have secured admission before the 1st September, 1974.

In view of the above I have considered the possibility of interpreting sub-paragraph d (i) of paragraph 1 of the relevant decision of the Council of Ministers in such a way as to avoid a violation of the constitutional provision safeguarding the principle of equality; because, a text capable of multiple interpretations must be interpreted, finally, in a manner by which there is avoided any conflict with the Constitution (see Tsatsos, The Problem of Interpretation in Constitutional Law, 1970, p. 26). I have come, however, to the conclusion that an interpretation of the contents of the said sub-paragraph d (i), permitting the discharge of conscripts who had not already secured admission in Universities or Institutions of Higher Education abroad till the 29th August, 1974, would constitute an inter-prepation by-passing the clear wording of sub-paragraph d (i) and such a course is not within the limits of the powers of construction vested in a Court (see Tsatsos, supra, p. 27).

The decision in question of the Council of Ministers is a regulatory “order”, in the sense of Article 54 (g) of the Constitution, and it was made by virtue of the relevant provisions in the National Guard legislation. In view of the fact that sub paragraph d (i) of paragraph 1 of such decision cannot be construed in a manner harmonizing it with the principle of equality, it follows, on the basis of what has been already stated, that the matter of the discharge of the conscripts who wished to [*348] study abroad has been regulated in a manner entailing unequal treatment for conscripts such as the appellants and, as a result, the sub judice refusal of the respondents to discharge from the National Guard the appellants, which has occurred due to the state of things created by the aforementioned “order” and notwithstanding their admission in the meantime for university studies in Greece, constitutes an administrative act violating the above-referred to Article 28.1 of the Constitution; and for this reason it should be declared to be null and void and of no effect whatsoever.

In the light of all the foregoing the present appeal should be allowed.

TRIANTAFYLLIDES, P.: In view of the contents of the judgments which have been delivered, the appellants’ appeal is allowed, by majority, and therefore the sub judice administrative act is declared to be null and void and of no effect whatsoever. We are not prepared, however, to award costs against the respondents.

Appeal allowed. No order as to costs.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο